Η χρυσή μοναδικότητα του ελληνικού γιαουρτιού

Δεδομένου ότι το γιαούρτι κερδίζει όλο και περισσότερο το διεθνές καταναλωτικό κοινό ως υγιεινή διατροφική επιλογή, είναι προφανή τα τεράστια περιθώρια ανάπτυξης των πωλήσεών του. Όχι τυχαία το ελληνικό γιαούρτι είναι σήμερα το πλέον αναπτυσσόμενο ελληνικό εξαγωγικό τρόφιμο, καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση στη σχετική κατάταξη. «Όντως, έχει μεγάλη προοπτική, τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και την παγκόσμια αγορά. Για την Κρι Κρι αποτελεί κύριο εξαγώγιμο προϊόν και χαίρει μεγάλης αναγνώρισης, τόσο για τη μοναδική του γεύση όσο και για το γάλα ημέρας, που χρησιμοποιούμε για την παρασκευή του –100% ελληνικό. Σχεδιάζουμε να επεκταθούμε σε κάποιες ευρωπαϊκές αγορές, στις οποίες δεν έχουμε ακόμα παρουσία, όπως και να ενισχύσουμε την παρουσία μας με περισσοτέρους κωδικούς του προϊόντος, σε χώρες όπου ήδη δραστηριοποιούμαστε», λέει η κ. Τζελίνα Κουκουμέλη, διευθύντρια Marketing της Κρι Κρι.

Μετά το ελαιόλαδο, τη φέτα, τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειες και το κρασί, το γιαούρτι είναι το επόμενο ισχυρό εξαγωγικό «χαρτί» της χώρας, με τεράστια περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης, συμφωνούν οι εκπρόσωποι των Ελλήνων εξαγωγέων. Η Ελλάδα σήμερα κατέχει, άλλωστε, την τέταρτη θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές γιαουρτιού, με μερίδιο 7%, οι οποίες, μάλιστα, την οκταετία 2009-2017 κατέγραψαν έως και τριψήφια ποσοστά ρυθμού ανάπτυξης. Ενδεικτικά, στην ιταλική αγορά η ζήτησή του αυξήθηκε κατά 646%, ενόσω η Ιταλία απορροφά το 42% των εξαγωγών ελληνικού γιαουρτιού, όντας η πρώτη στη σχετική κατάταξη. Ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο με μερίδιο 22% και έπεται η Αυστρία με 6%, ενώ άλλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως της Νορβηγίας, εμφανίζουν ανερχόμενη ζήτηση.

Η μεγάλη ευκαιρία του αναπτυσσόμενου κόσμου
Όπως επισημαίνει ο κ. Βασίλης Βροχίδης, διευθυντής Εξαγωγών της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη, «οι νέες τάσεις στις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών έχουν καταστήσει το ελληνικό γιαούρτι περιζήτητο, διότι ανταποκρίνεται ιδανικά σε αυτές. Η ελαφριά γεύση του και η υψηλή θρεπτική αξία του, εφόσον είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες, ασβέστιο, φώσφορο, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και βιταμίνες Α και Β, το καθιστούν ολοκληρωμένη διατροφική πρόταση. Θεωρούμε ότι η σχετική τάση, που σήμερα υπερισχύει σε αρκετές χώρες του δυτικού κόσμου, μέλλει να διαδοθεί και σε αναπτυσσόμενες αγορές, που δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα τις ευεργετικές του ιδιότητες». Αναφερόμενος στις εξαγωγικές επιδόσεις του εγχώριου γιαουρτιού σημειώνει ότι πρόκειται για «σημαντική επιτυχία, εάν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα αρκετά ευπαθές προϊόν, εφόσον η μεταφορά κι η συντήρησή του απαιτούν συνθήκες ψύξης, και μάλιστα για προϊόν περιορισμένου κύκλου ζωής». Κατά τις προβλέψεις του τα επόμενα χρόνια οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας θα αποτελέσουν νέους ισχυρούς εξαγωγικούς προορισμούς για το ελληνικό γιαούρτι. «Στην κατεύθυνση αυτή προετοιμάζεται η Δωδώνη, έχοντας ήδη σημαντική παρουσία σε χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Κατάρ και το Ντουμπάι, ενώ σύντομα θα λανσάρουμε το γιαούρτι μας στην Κίνα και την Ινδία», τονίζει.

Σήμερα ΠΟΠ, αύριο ΠΓΕ ο στόχος
Όπως είναι φυσικό, για τους ανθρώπους του κλάδου έχει ιδιαίτερη σημασία η έμπρακτη αναγνώριση του γιαουρτιού ως προϊόντος ΠΟΠ από την ΕΕ, προκειμένου να προστατεύεται διεθνώς ως ελληνικό και να μην κινδυνεύει η Ελλάδα να απολέσει το σχετικό χαρακτηρισμό του, λόγω της διεκδίκησης του προϊόντος από άλλες χώρες. Ως γνωστόν η Τσεχία είχε καταθέσει αίτημα στην ΕΕ, με το οποίο ζητούσε να απαλειφθεί ο όρος «ελληνικό γιαούρτι» από το προϊόν, ώστε να το παράγει ελεύθερα για λογαριασμό της, πράγμα που ευτυχώς δεν της επιτράπηκε. Σχετικά η Κομισιόν ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση πως «η ονομασία «ελληνικό γιαούρτι» είναι αποδεκτή από την Επιτροπή μόνο ως ένδειξη προέλευσης» και ότι η επέκταση της χρήσης του όρου «ελληνικό γιαούρτι» για προϊόντα παραγόμενα εκτός Ελλάδας «θα συνιστούσε εξαπάτηση των καταναλωτών και θα δημιουργούσε άδικο ανταγωνισμό στην αγορά της ΕΕ». Το επόμενο βήμα πλέον είναι η κατοχύρωση του προϊόντος ως Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).

Δεδομένων των καλών προοπτικών ανάπτυξης των πωλήσεων του προϊόντος φέτος εντός και εκτός των συνόρων, καθότι, όπως εκτιμούν οι ειδήμονες, θα αυξηθούν περίπου 10%, διάχυτη είναι η αισιοδοξία των στελεχών της γαλακτοβιομηχανίας. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς πως έγινε υπόθεση εύκολη η τοποθέτηση του ελληνικού γιαουρτιού στο εξωτερικό. Μόνο ο σωστός συνδυασμός ενδεδειγμένων ενεργειών οδηγεί στα επιθυμητά αποτέλεσμα, πράγμα που το επιτυγχάνουν, πάντως, πολλές από τις επιχειρήσεις του κλάδου. «Η εξωστρέφεια, σε συνδυασμό με την σωστή οργάνωση και τη γνώση, φέρνει θεαματικά εξαγωγικά αποτελέσματα. Αυτό που χρειάζεται είναι η σωστή στοχοθέτηση για κάθε αγορά-εξαγωγικό προορισμό και έρευνα σχετική με την εύρεση του κατάλληλου για κάθε εθνική αγορά τρόπου διείσδυσης. Η επιλογή τοπικού συνεργάτη τις περισσότερες φορές είναι μείζονος σημασίας ζήτημα για την επιτυχία», λέει ο κ. Γιώργος Αυγερίκος, Sales Director της Δωδώνη, η οποία, με εξαγωγική εμπειρία άνω των τεσσάρων δεκαετιών, διαθέτει τα προϊόντα της σε περισσότερες από πενήντα χώρες και των πέντε ηπείρων.


Ανακάμπτει η εσωτερική αγορά, νέες τάσεις
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης οι εξαγωγές γιαουρτιού αποτέλεσαν για την εγχώρια γαλακτοβιομηχανία σημαντικό παράγοντα εξισορρόπησης των απωλειών της, εφόσον κυρίως τα πρώτα χρόνια της ύφεσης η εγχώρια κατανάλωση του προϊόντος επηρεάστηκε σημαντικά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η εγχώρια ζήτηση σταθεροποιείται, εξελισσόμενη θετικά σε όγκο –κατά 5,5% φέτος σύμφωνα με την IRI. «Το γιαούρτι προάγει τον υγιεινό τρόπο ζωής ως συντελεστής μιας ισορροπημένης διατροφής. Στο πλαίσιο αυτό, παρά τις διαφοροποιήσεις των καταναλωτικών συνηθειών, λόγω της οικονομικής κρίσης, το γιαούρτι δεν έπαψε να αποτελεί βασικό στοιχείο της διατροφής των Ελλήνων. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, που όλο και περισσότεροι ακολουθούν έναν πιο health & wellness τρόπο ζωής, η σχετική κατηγορία φαίνεται πως ευνοείται, παρουσιάζοντας ανάπτυξη. Καθοριστικός είναι ο ρόλος και των νέων προϊόντων, που παρουσιάζονται στην αγορά, όπως η σειρά των Super Spoon. Λόγω της αυξημένης πρωτεΐνης, η σειρά αυτή απευθύνεται σε καταναλωτές που γυμνάζονται και γενικότερα σε ομάδες κοινού με επιπλέον διατροφικές ανάγκες και ενδιαφέρον για τα λειτουργικά τρόφιμα», λέει η κ. Κουκουμέλη. Η ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση του γιαουρτιού διεθνώς, αλλά και ευρύτερα η αλλαγή του τρόπου ζωής και των καταναλωτικών συνηθειών ωθούν τη βιομηχανία τροφίμων και ειδικότερα του εν λόγω κλάδου στη δημιουργία νέων καινοτόμων προϊόντων, που καλύπτουν τις εξελισσόμενες καταναλωτικές ανάγκες. «Οι διατροφικές συνήθειες αλλάζουν παγκοσμίως (π.χ. high protein, on-the-go, bio, ready meals, etc) και πρέπει να αφουγκράζεσαι τις αλλαγές, ώστε να εξελίσσεσαι αναπτυσσόμενος. Τα νέα προϊόντα που ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες είναι επιβεβλημένα. Μπορεί το γιαούρτι να είναι ένα παραδοσιακό προϊόν, ωστόσο, σε συνδυασμό με super foods ή άλλα πρόσθετα, μπορεί να γίνει ένα πλήρες ισορροπημένο γεύμα ή ένα εξαιρετικό σνακ για μετά την άθληση, δηλαδή για την αποκατάσταση των χρήσιμων ουσιών στον οργανισμό», λέει η κ. Κουκουμέλη. Εξάλλου, όπως παρατηρεί αναφορικά με την κατηγοριοποίηση του προϊόντος, αν και η μεγαλύτερη υποκατηγορία του ήταν και παραμένει αυτή του στραγγιστού γιαουρτιού, ο νέος τρόπος ζωής, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, οι νέες τάσεις της ζήτησης στρέφουν ελαφρώς τις καταναλωτικές προτιμήσεις τα τελευταία χρόνια προς τα πιο ιδιαίτερα προϊόντα, όπως τα λειτουργικά γιαούρτια, οι ειδικές προτάσεις διατροφής τύπου lactose free, αλλά και οι συσκευασίες για κατανάλωση εκτός σπιτιού. Μολαταύτα η υποκατηγορία των στραγγιστών γιαουρτιών και των λευκών επιδορπίων εξακολουθεί να καταλαμβάνει περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής αγοράς του γιαουρτιού. Σύμφωνα με στοιχεία της FrieslandCampina, το στραγγιστό γιαούρτι κατέχει περίπου το 60% των πωλήσεων του βιομηχανικού γιαουρτιού και ως υποκατηγορία γενικά των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε διαφημιστική δαπάνη.

Μια τάση των τελευταίων ετών είναι και η στροφή της κατανάλωσης προς τις οικογενειακές συσκευασίες γιαουρτιού του ενός κιλού, φυσικά λόγω της πιο ανταγωνιστικής τους τιμής, που έχει μεγεθύνει κατά πολύ το μερίδιό τους στην κατηγορία.

Τα PL προϊόντα αποτελούν το 14,3% του «ευρωπαϊκού γιαουρτιού» σε όγκο και το 9% σε αξία (στοιχεία IRI, Μάρτιος 2019), με σταθερή εμπορική κίνηση σε σχέση με την περσινή χρονιά. Τη σταθερότητα αυτή σε ένα χαμηλό σχετικά επίπεδο τη συντηρεί το γεγονός ότι όλες οι βιομηχανικές μάρκες, εξαιτίας τόσο της ύφεσης όσο και του ανταγωνισμού, πραγματοποιούν πολλές εκπτωτικές ενέργειες στο μεριδιακό ανταγωνισμό τους, κρατώντας μειωμένο το άνοιγμα της ψαλίδας τιμών μεταξύ επώνυμων και PL γιαουρτιών.

Καυτός ανταγωνισμός στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ
Υπολογίζεται ότι ο τζίρος των σούπερ μάρκετ στην κατηγορία προσεγγίζει ετησίως τα 215 εκατ. ευρώ από τα 245 εκατ. ευρώ του συνόλου των πωλήσεών της στην εγχώρια αγορά. Ο τζίρος των σούπερ μάρκετ στο προϊόν αντιστοιχεί σε 53.000 τόνους γιαουρτιού ή σε 250 εκατομμύρια κεσεδάκια. Σύμφωνα με στοιχεία της FrieslandCampina, εν συνόλω η κατηγορία του γιαουρτιού αναλογεί στο 17% της συνολικής αξίας της αγοράς των γαλακτοκομικών, έχει διείσδυση στο 90% των ελληνικών νοικοκυριών, με μέση κατά κεφαλή κατανάλωση τρεις φορές την εβδομάδα και ετήσια αύξηση της συχνότητας κατανάλωσης, βάσει των στοιχείων του 2018, αυξημένη κατά 21% συγκριτικά προς το 2017.

Η κατηγορία του γιαουρτιού είναι μία από τις πλέον ανταγωνιστικές στο σούπερ μάρκετ. Το γεγονός μάλιστα ότι το μείζον μέρος του όγκου πωλήσεων της κατηγορίας γίνεται στην οργανωμένη λιανική αυξάνει τον ανταγωνισμό. Πολύ περισσότερο δε η ύπαρξη παρά τω πλευρώ των πολλών εθνικής εμβέλειας βιομηχανικών «παικτών» στην κατηγορία και πολλών τοπικών γαλακτοβιομηχανιών, με σημαντικά μερίδια στις τοπικές αγορές, εντείνει το ανταγωνιστικό κλίμα. Πάντως, υπό συνθήκες ανελέητου «πολέμου τιμών» μεταξύ των εταιρειών το σίγουρο είναι ότι πλήττεται η αξία των brands με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις γι’ αυτά. Σε κάθε περίπτωση εν αντιθέσει προς το γάλα το γιαούρτι αφήνει περισσότερα κέρδη στη γαλακτοβιομηχανία και γι’ αυτό δεν σταματά ποτέ το λανσάρισμα νέων προϊόντων.

Προΐόντα, εταιρείες, επενδύσεις

  • Η Δωδώνη έχει επαναλανσάρει το Δωδώνη Κλασικό και φέτος λανσάρει το Δωδώνη Ηπειρώτικο Στραγγιστό. Η εταιρεία, με τρία εργοστάσια παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, φέτος ολοκλήρωσε την εγκατάσταση νέας υπερσύγχρονης γραμμής παραγωγής στραγγιστού γιαουρτιού.
  • Η ΜΕΒΓΑΛ είχε εισέλθει νωρίτερα στην αγορά του στραγγιστού γιαουρτιού. Ο στόχος της είναι να τριπλασιάσει στα επόμενα χρόνια το μερίδιό της στην κατηγορία.
  • Η Κρι Κρι λάνσαρε «το πρώτο μου γιαουρτάκι», ένα ειδικά σχεδιασμένο προϊόν για βρέφη –το πρώτο στην αγορά για βρέφη άνω των έξι μηνών–, παρασκευασμένο από φρέσκο γάλα, συλλεγμένο από επιλεγμένες φάρμες, με ήπιες καλλιέργειες, χωρίς επιπλέον σάκχαρα, σύμφωνα με τις συστάσεις της παιδιατρικής κοινότητας. Σημειώνουμε ότι η εταιρεία προχωρά σε επενδύσεις συνολικού προϋπολογισμού 18 εκατ. ευρώ, στοχεύοντας στην αύξηση του παραγωγικού της δυναμικού και της ευελιξίας.
  • Ολική επανατοποθέτηση στην αγορά του γιαουρτιού επιχειρεί η FrieslandCampina με τη νέα παρουσίαση του NOYNOY Στραγγιστό, που συμπίπτει με τη συμπλήρωση των 90 χρόνων παρουσίας της εταιρείας στην Ελλάδα. Η παραγωγή του γίνεται στο εργοστάσιό της στην Πάτρα, για την ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού του οποίου κατά 50% η εταιρεία ανακοίνωσε πρόσφατα την πραγματοποίηση επενδύσεων ύψους 5 εκατ. ευρώ εντός του έτους.

Αγορά μπίρας: Από τη ζέστη στο… κρύο

Aπό τις συνολικές πωλήσεις της «ζεστής» αγοράς περίπου το 36% προέρχεται από τη μικρή λιανική, δηλαδή από τα περίπου 30.400 μικρά καταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Όμως, αν συνυπολογιστούν τα «αχαρτογράφητα» σημεία πώλησης, το εν λόγω ποσοστό μπορεί να φτάσει, αν όχι να ξεπεράσει, το 50%, όπως σημείωνε εκπρόσωπος της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας σε ειδική παρουσίαση τον Ιανουάριο φέτος. Συνολικά η αγορά της μπίρας το 2018 εξελίχθηκε ανοδικά σε όγκο κατά 4% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, με το βασικό όχημα ανάπτυξης το Οn Τrade κανάλι (δηλαδή τα μπαρ, τα καφέ και τα εστιατόρια), λόγω αφενός της μικρής βελτίωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και αφετέρου της σημαντικής αύξησης του διεθνούς τουρισμού στη χώρα. Αντίθετα, η αγορά της μπίρας στα σούπερ μάρκετ ήταν πτωτική σε όγκο κατά 2% και σταθερή σε αξία, σύμφωνα με τον κ. Σίμωνα Ανερούσο, Off Trade & Exports Director της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας (πηγή: Nielsen). Παρόμοια τάση διαπιστώθηκε και στα άλλα αλκοολούχα ποτά σε αντίθεση με τις πωλήσεις προϊόντων, των οποίων το σούπερ μάρκετ είναι το βασικό κανάλι διανομής (π.χ. τρόφιμα και προϊόντα καθαρισμού του σπιτιού). Σε αυτά υπήρξε σαφής άνοδος των πωλήσεων.

Η μέση τιμή της μπίρας πέρυσι στο σούπερ μάρκετ αυξήθηκε ελαφρώς, περίπου 2%, κυρίως λόγω της αύξησης της μέσης τιμής των mainstream και premium μαρκών. Οι καταναλωτές στη συντριπτική πλειονότητά τους εξακολουθούν να επιλέγουν τις ξανθές Lager μπίρες μολονότι ενισχύεται ελαφρώς το ποσοστό εκείνων που επιλέγουν τις πιο ιδιαίτερες γευστικά μπίρες, όπως και τις μπίρες χωρίς αλκοόλ. «Η εγχώρια αγορά της μπίρας βρίσκεται σε μια περίοδο μετασχηματισμού τα τελευταία χρόνια. Η εμφάνιση νέων «παικτών» στην αγορά αποτελεί δείγμα εξέλιξης του κλάδου, που του δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση, καθώς οι καταναλωτές και το εμπόριο έχουν να επιλέξουν από μια τεράστια γκάμα προϊόντων», σημειώνει ο κ. Αυγουστής Στέφας, διευθυντής πωλήσεων της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας. Τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου της φετινής χρονιάς, σύμφωνα με την κ. Βάσω Μωραϊτέλη, Client Service Executive της IRI, δείχνουν μια πολύ μικρή κάμψη του όγκου πωλήσεων του προϊόντος (-0,3%), αλλά με άνοδο της αξίας πωλήσεων κατά 2,3%. Σταθερά φαίνεται ότι κινήθηκαν σε όγκο οι μπίρες ιδιωτικής ετικέτας, με μια υποχώρηση της αξίας των πωλήσεών τους κατά 1,5%.

Ενισχύονται οι craft και οι «υγιεινές» προτάσεις μπίρας
Η μπίρα στη μακρά διάρκεια της κρίσης ακολούθησε την πορεία σχεδόν όλων των ταχυκίνητων προϊόντων. Υπολογίζεται ότι το προϊόν όλη αυτή την περίοδο έχασε περίπου το 20%-25% του όγκου των πωλήσεών του, λιγότερο, ίσως, από τ’ άλλα αλκοολούχα ποτά. «Για κάποιες περιπτώσεις αλκοολούχων ποτών, που παρασκευάζονται κατ’ οίκον και μοιράζονται σε συγγενείς και φίλους δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Άρα οι εκτιμήσεις μας δεν μπορεί να είναι ακριβείς. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι η μπίρα εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη επιλογή των καταναλωτών, με το μερίδιο της σε όγκο στο σύνολο των αλκοολούχων να βρίσκεται γύρω στο 50%», σχολιάζει οκ. Ανερούσος.

Η κρίση επηρέασε σε μεγαλύτερο βαθμό τις πωλήσεις του Οn Τrade καναλιού, οι οποίες, ωστόσο, ανακάμπτουν. Εκείνες των σούπερ μάρκετ εκτός της επιρροής της οικονομικής κρίσης δέχτηκαν κι εκείνη των πτωχεύσεων και εξαγορών μεγάλων αλυσίδων, αφού μόνο κατά ένα μέρος τους διοχετεύτηκαν στις άλλες αλυσίδες ή τα άλλα κανάλια διανομής. Ένα χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών είναι η στροφή των καταναλωτών σε προϊόντα, που δημιουργούν μια νέα εμπειρία ή είναι σχεδιασμένα να ανταποκρίνονται στο πρότυπο ενός πιο ισορροπημένου τρόπου ζωής και διατροφής, με χαμηλότερες θερμίδες. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι ενισχύεται η κατανάλωση κατηγοριών μπίρας με ιδιαίτερα γευστικά χαρακτηριστικά (Pilsner, Stout, Wit, Ale, India Pale Ale), όπως και μπίρας χωρίς αλκοόλ. Στο μεταξύ, στην ενίσχυση της κουλτούρας κατανάλωσης του προϊόντος στη χώρα συμβάλλουν αποφασιστικά και οι εγχώριες μικροζυθοποίες, ο αριθμός των οποίων, όπως και η ποικιλία των προϊόντων τους, έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά.

«Μία τάση, η οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα αυξητική, είναι αυτή της προτίμησης προϊόντων χωρίς ή με χαμηλό ποσοστό αλκοόλ», σημειώνει ο κ. Στέφας, επισημαίνοντας ότι «πέρυσι παρήχθησαν στην ΕΕ περίπου 900 εκατομμύρια λίτρα μπίρας χωρίς αλκοόλ, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 2% του συνολικού όγκου της ευρωπαϊκής παραγωγής. Με την προσθήκη των προϊόντων μπίρας χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ, το μερίδιο της συγκεκριμένης κατηγορίας στην ΕΕ επί του συνόλου της παραγωγής προσεγγίζει το 6%. Την ίδια στιγμή οι καταναλωτές δείχνουν την προτίμησή τους σε πιο craft προτάσεις, κάτι που συναντάται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής και αφορά όχι μόνο τον κλάδο των ποτών, αλλά και των τροφίμων».


Ανταγωνισμός με τα όλα του!
Η αγορά της μπίρας τα τελευταία χρόνια έχει ζήσει πολύ σκληρά τον ανταγωνισμό όχι μόνο στο λιανεμπορικό ράφι ή ψυγείο, αλλά και στις αίθουσες των δικαστηρίων, ενώ ενίοτε, στο πλαίσιό του, έχει αξιοποιηθεί και η «γκρίζα» διαφήμιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μεταξύ των επίδικων αντικειμένων ξεχωρίσουν, φυσικά, η «ελληνικότητα» των προϊόντων και οι εμπορικές πρακτικές στον ανταγωνισμό. Αναρωτιέται κανείς, αν τελικά έχει βλάψει ή ωφελήσει τον κλάδο η έντονη διαμάχη. Σίγουρα, πάντως, αν κρίνει κανείς από τις διαφημιστικές εκστρατείες, που εξελίσσονται αυτή την εποχή, σχεδόν όλοι οι ζυθοποιοί προσπαθούν να πείσουν ότι το δικό τους προϊόν είναι πιο …ελληνικό από τα άλλα. Ο κ. Ανερούσος πιστεύει ότι, «όταν ο ανταγωνισμός κινείται σε θεμιτά πλαίσια, βοηθά πάντα στην ανάπτυξη της κατηγορίας. Η βασική αρχή της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας παραμένει αναλλοίωτη και συμπυκνώνεται στον σκοπό της εταιρείας μας να «Ζυθοποιούμε για ένα καλύτερο σήμερα και αύριο»…».

Ο ανταγωνισμός έχει φέρει σημαντικές ανακατατάξεις στην αγορά. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία (έρευνα Nielsen), η Αθηναϊκή Ζυθοποιία και η Ολυμπιακή Ζυθοποιία μοιράζονται το 69,5% της εγχώριας αγοράς μπίρας. Το πρώτο πεντάμηνο του 2018 μεγάλη κερδισμένη, πάντως, αναδείχθηκε η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ), η οποία ενίσχυσε τις πωλήσεις της κατά 31,9% σε όγκο και 41,3% σε αξία, ανεβάζοντας το μερίδιό της στο 5% της εγχώριας αγοράς του προϊόντος. Η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης κατείχε αντίστοιχα μερίδιο 3,6%, ενώ σημαντική αύξηση μεριδίου παρουσίασε και η ζυθοποιία Κούγιος. Μέσα στις δέκα μπίρες που προτιμούν περισσότερο οι καταναλωτές πέραν των Alfa, Amstel, Fix, Heineken, Mythos και Kaiser είναι πλέον οι μπίρες «Ζ» και Pils της ΕΖΑ, καθώς και η Βεργίνα.

Επίσης, η εμφάνιση νέων, μικρών, μεσαίων και μεγάλων «παικτών» στην αγορά μας είναι γεγονός: Πέρυσι εμφανίστηκαν στην αγορά δυο μπίρες Lola της νεοσύστατης Ζυθοποιίας Πηνειού στην Λάρισα –η πρώτη Pilsner κι η δεύτερη Belgian Ale. Τουλάχιστον στην τοπική αγορά η επιτυχία τους είναι σημαντική κι ο παραγωγός τους μελετά τώρα την επέκταση της διανομής τους και εκτός Θεσσαλικού κάμπου. Τον Απρίλιο, μάλιστα, εντάχθηκε στην Ένωση Ελλήνων Ζυθοποιών, η οποία ανέδειξε σχετικά πρόσφατα τη νέα της Διοικούσα Επιτροπή υπό την προεδρία του κ. Σοφοκλή Παναγιώτου (Μικροζυθοποιία Septem), με λοιπά μέλη –σημειώνουμε ως ένδειξη άμβλυνσης του κλίματος αντιπαραθέσεων στον κλάδο– εκπροσώπους μεγάλων και μικρών ζυθοποιών: Τους κ. Αλέξανδρο Δανιηλίδη (Αθηναϊκή Ζυθοποιία) πρώτο αντιπρόεδρο, Γιάννη Μαρμαρέλλη (Μικροζυθοποιία Σερρών & Β. Ελλάδος) δεύτερο αντιπρόεδρο, Παντελή Κουγιό (ΒΑΠ Π. Κουγιός) γραμματέα, Γιώργο Βάγια (Αθηναϊκή Ζυθοποιία) ταμία και Dejan Beko (Ολυμπιακή Ζυθοποιία), Γιώργο Δενεδιό (Ολυμπιακή Ζυθοποιία) και Παντελή Αβραμίδη (Έλιξη Ελληνική Ζυθοποιία) μέλη.

Μπίρα
Όγκος πωλήσεων (σε χιλ. λίτρα) 2017 2018 Πρώτο 3μηνο 2018 Πρώτο 3μηνο 2019 Διαφορά
Σύνολο 53.094 52.382,1 7.013,4 6.994,3 -0,3%
Ιδιωτική ετικέτα 1.278 1.397,3 235,1 235,1 0,0%
Αξία πωλήσεων (σε χιλ. ευρώ) 2017 2018 Πρώτο 3μηνο 2018 Πρώτο 3μηνο 2019 Διαφορά
Σύνολο 113.924,8 114.547,4 15.344,5 15.695,6 2,3%
Ιδιωτική ετικέτα 2.258,2 2.420,6 411,2 405 -1,5%

Ο καιρός θα δείξει. Κι ο τουρισμός…
«Η αρχική εκτίμηση ήταν ότι η αγορά της μπίρας φέτος θα συνεχίσει να εξελίσσεται ανοδικά. Ωστόσο, στους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους αποτυπώθηκε μια αρνητική εικόνα των πωλήσεων, κυρίως λόγω των ασυνήθιστα αρνητικών καιρικών συνθηκών για την κατανάλωση του προϊόντος», διαπιστώνει ο κ. Ανερούσος. Προσθέτει, μάλιστα, ότι και οι εκλογικές αναμετρήσεις στην έναρξη της καλοκαιρινής σεζόν ενδεχομένως θα επιδράσουν αρνητικά στην εξέλιξη της αγοράς, λαμβανομένου υπόψιν του έντονα εποχικού χαρακτήρα της κατανάλωσης της μπίρας στην χώρα μας.

«Δουλεύουμε σκληρά για την αποσύνδεση της μπίρας από την εποχική κατανάλωσή της και υποστηρίζουμε έμπρακτα τη δημιουργία μιας κουλτούρας μπίρας στη χώρα μας. Φυσικά, ο δρόμος μπροστά μας είναι μεγάλος, καθώς η μπίρα στην Ελλάδα έχει τη δεύτερη χαμηλότερη κατά κεφαλή κατανάλωση σε όλη την Ευρώπη», τονίζει ο κ. Στέφας. Και προσθέτει, «είμαστε αισιόδοξοι ότι η θετική πορεία που καταγράφηκε πέρυσι στην αγορά μας θα συνεχιστεί φέτος. Με βάση τις μέχρι τώρα ενδείξεις, θα λέγαμε, αναμένουμε μια μικρή μονοψήφια άνοδο των πωλήσεων μπίρας. Οι καιρικές συνθήκες μέχρι στιγμής δεν έχουν βοηθήσει. Ελπίζουμε, όμως, ότι το καλοκαίρι θα μας αποζημιώσει. Για το 2020 η Αθηναϊκή Ζυθοποιία δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει τις επενδύσεις της στην ανάπτυξη, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία για όλους τους εταίρους της, με πρώτο στόχο πάντα την ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών». Ο κ. Ανερούσος, φειδωλός στις προβλέψεις, θεωρεί ότι η πορεία του κλάδου φέτος θα φανεί στο αμέσως προσεχές διάστημα, αποτυπώνοντας τις όποιες διαφοροποιήσεις στην αγοραστική συμπεριφορά, όπως και την επίδραση του διεθνούς τουρισμού, που τα τελευταία χρόνια βαίνει αυξανόμενος.

Στον εξαγωγικό τομέα η Αθηναϊκή Ζυθοποιία, με την είσοδό της στην αμερικανική αγορά, βάζει ένα «νέο στοίχημα», όπως το χαρακτηρίζει ο κ. Στέφας, αρχικά με την προώθηση του σήματος Άλφα. Ειδικότερα, η εταιρεία έχει ήδη προχωρήσει τη διανομή της Άλφα σε σημεία εστίασης με ελληνικό προφίλ. Όταν υπάρξουν τα πρώτα σαφή δείγματα αναφορικά με το βαθμό αποδοχής του προϊόντος, θα δημιουργηθεί ένα πιο εκτεταμένο πλάνο εξαγωγών στη χώρα. Πρόκειται για ένα δύσκολο δρόμο, αλλά οι εξαγωγές φέρνουν πολλαπλά οφέλη.

Νέα λανσαρίσματα

  • Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία λάνσαρε την Heineken 0.0, ένα προϊόν με 0,0% αλκοόλ, που διατηρεί τη γεύση μιας κλασικής Heineken, καθώς και την Amstel Free Lemon, ένα συνδυασμό γεύσεων της Amstel με χυμό ελληνικών λεμονιών.
  • Η ιστορική, πατρινή μπίρα Μάμος επαναλανσαρίστηκε ως αποτέλεσμα της συμφωνίας παραχώρησης χρήσης του σήματος του προϊόντος στην Αθηναϊκή Ζυθοποιία από την οικογένεια Μάμου. Το προϊόν παράγεται στο εργοστάσιο Πατρών της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας.
  • Στη Θεσσαλονίκη η Αθηναϊκή Ζυθοποιία λάνσαρε τη νέα μπίρα Νύμφη, με σήμα τη γοργόνα και τοπικό χαρακτήρα. Παράγεται από 100% μακεδονικό κριθάρι στη Σίνδο Θεσσαλονίκης. Σε πρώτη φάση έχει περιορισμένη διανομή στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
  • Η Ολυμπιακή Ζυθοποιία λάνσαρε την Kronenbourg Blanc 1664, μια μπίρα με φρουτένια γεύση και ιδιαίτερη συσκευασία, που ανήκει στην κατηγορία wheat, αλλά και μία ακόμα νέα γεύση (αχλάδι) στον ανθρακούχο μηλίτη Somersby. Η αγορά του μηλίτη, σημειώνουμε, κατακτά όλο και περισσότερο έδαφος στη χώρα μας, μετά την επίλυση των χρόνιων νομοθετικών και γραφειοκρατικών προβλημάτων, που παρακώλυαν την παραγωγή του από τις ζυθοποιίες.

Η ύφεση σαν θέατρο επενδύσεων

Tο μέγεθος είναι εκπληκτικό πρώτα απ’ όλα στη σύγκρισή του λ.χ. με το καθαρό περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ, που είναι γλίσχρο σε σχέση με άλλων κλάδων της οικονομίας. Θυμίζουμε ότι στην καλύτερη περίπτωση το 2016 διαμορφώθηκε στο 3,43% επί του τζίρου τους και στη χειρότερη στο 0,84% το 2017 (κυρίως λόγω αναμενόμενων ζημιών της ΕΥΣ). Πάντως, είτε λάβουμε υπόψιν ως γνώμονα συγκρίσεων τον τζίρο των 36 αλυσίδων του «Πανοράματος» (παραδειγματικά για τη διετία 2016-2017: 7,79 δισ. ευρώ το 2016 και 8,37 δισ. ευρώ το 2017 μη περιλαμβανομένου του τζίρου της Lidl) είτε τη σχετική μέτρησή του από τη Nielsen (10,18 δισ. ευρώ το 2016 και 10,29 δισ. ευρώ το 2017 στο σύνολο του κλάδου), τα ετήσια κέρδη των αλυσίδων είναι από ασύγκριτα χαμηλότερα των ετήσιων επενδύσεών τους έως περίπου ίσα προς αυτές. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση κερδοφορίας, το 2016, τα κέρδη τους έφτασαν τα 267,17 εκατ. ευρώ κατά την ανάλυση του «Πανοράματος», ενώ η αναγωγή του ποσοστού κέρδους αυτής της χρονιάς (3,43%) στο μέγεθος του κλαδικού τζίρου κατά τη Nielsen (10,18 δισ. ευρώ) δείχνει τα κέρδη τους ίσα προς τις μέσες ετήσιες επενδύσεις τους (τα 340 εκατ. ευρώ).

Η επενδυτική τάση των επιχειρήσεων του κλάδου ως ένα βαθμό ανακλάται φυσικά στο μακροχρόνιο δανεισμό τους, ο οποίος από τα 600 εκατ. ευρώ την πρώτη χρονιά της περιόδου 2013-2017, έφτασε το 2015 το ναδίρ του στα 403 εκατ. ευρώ, για να εκτιναχτεί στα 1,5 δισ. ευρώ το 2017, ασφαλώς λόγω της μείζονος «αλλαγής χεριών» εταιρικών περιουσιών και υποχρεώσεων. Αλλά το πιο εκπληκτικό σε πρώτη ανάγνωση είναι ότι ο επενδυτικός πυρετός των επιχειρήσεων του κλάδου ανέβηκε ακριβώς στη μακρά περίοδο της επενδυτικής άπνοιας και αποεπένδυσης στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή την περίοδο της εφαρμογής των μνημονιακών προγραμμάτων της εσωτερικής υποτίμησης. Ενδεικτικά, παίρνοντας ως έτος βάσης το προϋφεσιακό 2007, οπότε οι επενδύσεις έφτασαν το 27,13% του ΑΕΠ, το 2013 το ποσοστό τους καταβαραθρώθηκε στο 11,6%, το 2015 έπεσε ακόμα χαμηλότερα στο 10,21%, για ν’ ανακάμψει κάπως το 2017 στο 12,5% του ΑΕΠ.

Ο επενδυτικός πυρετός της συγκεντροποίησης
Σε τι συνίσταται ο επενδυτικός πυρετός των σούπερ μάρκετ; Ήδη στο τεύχος 480 του σελφ σέρβις (Φεβρουάριος 2018) διαπιστώναμε κατόπιν μελέτης ότι περισσότερο από το ένα τρίτο του αριθμού των καταστημάτων του κλάδου στη διάρκεια της περιόδου 2010-2017 άλλαξαν χέρια έστω μία φορά (άνω των 700 ως σήμερα), ενώ οι αλλαγές ιδιοκτησίας των καταστημάτων σε αριθμό (μία, δύο ή περισσότερες φορές –κι όσες οι φορές, τόσες κι οι ανακαινίσεις τους) φτάνουν, αν δεν υπερβαίνουν, το ήμισυ του συνολικού αριθμού τους! Ο δε συνολικός αριθμός των καταστημάτων του κλάδου, διαπιστώναμε, δεν διαφοροποιήθηκε αξιοσημείωτα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου μολονότι στη δημόσια συζήτηση «ωριμάζει» η παραδοχή ότι το λιτοδίαιτο ελληνικό καταναλωτικό πρότυπο, όπως το μορφοποίησε η δημοσιονομική πειθαρχία, δεν αιτιολογεί τόσο μεγάλο αριθμό καταστημάτων. Επίσης, διαπιστώναμε ότι τα μεγαλύτερα δίκτυα του κλάδου στην ίδια περίοδο «έστησαν» με τα νέα τους καταστήματα τη μεγαλύτερη ολοκαίνουργη αλυσίδα της αγοράς: 380 καταστήματα! Με άλλα λόγια, το ένα στα πέντε σούπερ μάρκετ σήμερα είναι μαγαζί των τελευταίων οκτώ-εννιά ετών!

Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι η οικονομική κρίση επέβαλε την επιχειρηματική συγκεντροποίηση στον κλάδο, μέσω πτωχεύσεων και εξαγορών, ανεβάζοντας τον επενδυτικό πυρετό ως σύμπτωμα και αντίτιμό της. Πράγματι, ο συνδυασμός της κρίσης των τραπεζών και της εσωτερικής υποτίμησης κατέστρεψε όσες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και πρωτοκλασάτες, βάσισαν την ανάπτυξή τους στο προϋφιστάμενο μοντέλο της πιστωτικής επέκτασης και, ανεβάζοντας στην ηγεμονία του κλάδου τις άλλοτε «συντηρητικές» και χαμηλότερης θέσης στην κατάταξη εταιρείες, μεγεθυμένες με τα ράκη των πτωχευμένων, σε συνθήκες θεσμοποιημένης αναιμίας της ζήτησης ενέτεινε και οξύνει περαιτέρω τον ανταγωνισμό στη φτήνια των τιμών πώλησης και, ταυτόχρονα, στην επέκταση των δικτύων διανομής. Κι αν μεν αυτό που λένε συχνά οι λιανέμποροι, «επενδύουμε στις εκπτώσεις τιμών ραφιού από τα κέρδη μας», δεν είναι κάτι περισσότερο από ευφημισμός του κόστους του ανταγωνισμού τους, οι επενδύσεις τους στα δίκτυα διανομής και τις υποδομές εκσυγχρονισμού τους είναι τόσο κυριολεκτικές όσο και ανελαστικές. Διότι το παιχνίδι της γεωγραφικής επέκτασης μέσω εξαγορών κι ανακαινίσεων, δημιουργίας νέων καταστημάτων εταιρικών ή franchising προσθέτει τζίρο και ανταγωνιστική ισχύ, που αλλιώς επ’ ουδενί λόγω θα προκύπταν –η ετήσια ανάπτυξη των δικτύων σε συγκρίσιμη βάση συνήθως έχει αρνητικό πρόσημο και ενίοτε ο αριθμός, που έπεται του προσήμου, φέρνει ρίγη. Και διότι το παιχνίδι της ανταγωνιστικής επιβίωσης, που ωθεί ακατάπαυστα σε ανάπτυξη μέσω επενδύσεων, είναι κάτι σαν το πεντάλ του ποδηλάτου: Άμα σταματήσει να γυρνά στην ανηφοριά της αναιμικής ζήτησης, ο αναβάτης τρώει τα μούτρα του. Η αλήθεια είναι ότι το νέο, το εξαγορασμένο και το ανακαινισμένο κατάστημα ισοφαρίζουν την αρνητική οργανική ανάπτυξη. Αλλά υπάρχει και μια «πικρή αλήθεια»: Ότι η επέκταση με σούπερ μάρκετ λελογισμένου λειτουργικού κόστους (δηλαδή όχι μικρά) έχει πλέον φτάσει στα όριά της…


Η κρίσιμη ανισότητα των επενδυτικών κομποδεμάτων
Υπάρχει, άραγε, κάτι περισσότερο, που οιστρηλατεί τις διοικήσεις των αλυσίδων, να επενδύουν στην επέκταση των δικτύων με το πάθος του παίχτη, που παίζει τα ρέστα του; Ας δούμε τα δεδομένα: Η ΕΥΣ φέτος ολοκληρώνει ένα διετές επενδυτικό πλάνο περίπου 75 εκατ. ευρώ. Η ΑΒ Βασιλόπουλος κάθε χρόνο επενδύει κατά μέσο όρο περίπου 70 εκατ. ευρώ. Η Lidl για φέτος ανακοίνωσε επενδύσεις 120 εκατ. ευρώ αντί των 100 εκατ. ευρώ ετησίως τα προηγούμενα χρόνια (αν και, πιθανώς, μάλλον συμποσούνται στην αντίληψη της διοίκησής της οι επενδύσεις σε υποδομές, μάρκετινγκ και ορισμένως σε εκπτώσεις τιμών…). Η Metro στην πενταετία 2014-2018 επένδυσε αθροιστικά 412 εκατ. ευρώ (δηλ. κατά μέσο όρο 84,4 εκατ. ευρώ ετησίως, χωρίς ειδική αναφορά στο φετινό της πλάνο). Η Μασούτης φέτος θα επενδύσει στο δίκτυό της περί τα 20 εκατ. ευρώ και αντίστοιχα η Πέντε 30 εκατ. ευρώ στη διετία 2019-2020. Η Market In, με βάση τα στοιχεία της πενταετίας, επενδύει ετησίως στο δίκτυό της περί τα 6 εκατ. ευρώ και αντίστοιχα η Bazaar γύρω στα 5,5 εκατ. ευρώ. Το άθροισμα των εν λόγω μεγεθών (με την υπόθεση ενός εύλογου ύψους επενδύσεων φέτος εκ μέρους των Metro και ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός) δίνει όντως μια τιμή πάνω-κάτω αντίστοιχη των 340 εκατ. ευρώ. Αλλά το ζήτημα είναι ότι το επενδυτικό κομπόδεμα των δύο πολυεθνικών εταιρειών του κλάδου είναι σαφώς βαρύτερο και από των επτά μαζί μεγαλύτερων ελληνόκτητων αλυσίδων, δηλαδή 190 εκατ. ευρώ έναντι 150 εκατ. ευρώ, ενόσω οι επενδύσεις των επτά μέλλουν ελαττωμένες, τουλάχιστον μέχρι να «χωνευτούν» τα επενδυτικά ρίσκα των μεγάλων εξαγορών της πενταετίας. Με δεδομένη τη στρατηγική αξίωση των πολυεθνικών εταιρειών για πρωτοκαθεδρία στη νομή των εθνικών αγορών που δραστηριοποιούνται, ειδικά όταν πρόκειται για μικρές αγορές όπως η ελληνική (ειδάλλως η εγκατάστασή τους δεν έχει νόημα για τις μητρικές), αλλά και του μεγέθους της πιστωτικής τους άνεσης κι αρματωσιάς για να την ικανοποιήσουν, είναι απολύτως εύλογος ο επενδυτικός οίστρος και των «προελαυνόντων» και των «αμυνομένων». Και επειδή ακριβώς αυτή η πρωτοκαθεδρία ανήκει ακόμα στους «αμυνόμενους» (που ήταν οκτώ κι άλλοτε εννιά και δέκα κι είναι ερώτημα ανοιχτό πόσοι και ποιοι απ’ τους επτά θα μείνουν), σύμπας ο κλάδος θα συνεχίσει να ομνύει στις αρετές του επενδύειν, επενδύοντας όλο και περισσότερα στη φτήνια των τιμών και στο μάρκετινγκ, καθώς, ενώ η επέκταση των δικτύων θα χτυπά άπαντες στην αχίλλειο πτέρνα του λειτουργικού κόστους, ο ανταγωνισμός για την κυριαρχία θα οξύνεται. Φυσικά, οι διαμαρτυρίες των προμηθευτών θα αυξάνουν…

Το επαχθές μέρος του κόστους της εσωτερικής υποτίμησης για τη βιομηχανία
Οι προμηθευτές, που λένε κι αυτοί «επενδύουμε στις εκπτώσεις τιμών των προϊόντων μας, μειώνοντας τα κέρδη μας», πράγμα που επίσης είναι επικοινωνιακός ευφημισμός του κόστους της εσωτερικής υποτίμησης, που το πληρώνουν εκόντες άκοντες με τα προωθητικά τους προγράμματα, βλέπουν ότι ο επενδυτικός ανταγωνισμός των λιανεμπόρων, τόσο στα δίκτυα διανομής όσο και στις τιμές, προσαυξάνει επαχθώς γι’ αυτούς το εν λόγω κόστος. Το επαχθές μέρος του, λοιπόν, αρχίζει να φαίνεται όλο και καθαρότερα στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσης των επενδύσεων των αλυσίδων από επενδύσεις στις υποδομές (δίκτυα) σε επενδύσεις στις τιμές. Ποιος το ορίζει αυτό το μεταίχμιο; Μα η «ωρίμαση» των δικτύων μετά τις πολλές «αλλαγές χεριών» των καταστημάτων και τις εγκαινιάσεις νέων, μέσα στο περιβάλλον μιας νέας πλην λιτοδίαιτης κανονικότητας της ζήτησης.

Πράγματι, μέχρι πρότινος οι εξαγορές και συγχωνεύσεις στη λιανική έδιναν την υπόσχεση στη βιομηχανία για τη μείωση των επισφαλειών της και την εξυγίανση της διανομής από το παθογόνο εμπορεύεσθαι της πιστωτικής επέκτασης και γι’ αυτό συγκατατίθετο στην πληρωμή του έμμεσου γι’ αυτήν κόστους (αλλά και του άμεσου –ποιος ξεχνά τα «κουρέματα» οφειλών;), πνίγοντας τη δυσφορία της. Συνάμα το νέο κατάστημα (νεόδμητο ή ανακαινισμένο, κατόπιν εξαγοράς ή όχι) ακόμα υπόσχεται στον προμηθευτή ταχεία ροή πωλήσεων μεσοπρόθεσμα, μολονότι είναι αβέβαιο ότι ισοφαρίζει τις αυξημένες για μια τέτοια ροή παροχές του στο λιανέμπορο, απλώς και μόνο διότι σε μια μη επεκτατική ζήτηση το μόνο που επιτυγχάνεται έτσι, είναι μια αναδιανομή των πωλήσεών του μεταξύ παλιού και καινούργιου καταστήματος διαφορετικών επωνυμιών.

Η συγκυρία της ύφεσης μπορεί, λοιπόν, να έκανε ανεκτή από τη βιομηχανία την ως τώρα ιλιγγιώδη ανάλωση χρήματος σ’ ένα κλαδικό δίκτυο διανομής-καταβόθρα πόρων –βελτιωμένο μεν πια ως «μηχανή πωλήσεων» και πιο έγκυρο ως πεδίο συναλλαγών πλην πανάκριβο για την αποδοτικότητά του–, αλλά στο εξής όχι. Ήδη η βιομηχανία φαίνεται πως όλο και πιο δύσκολα καταπίνει το να είναι η πρωτοβουλία του promotion των δικών της προϊόντων στα χέρια του λιανεμπορικού ανταγωνισμού, δηλαδή το να εργαλειοποιείται κατά το ανταγωνιστικό δοκούν καθενός πελάτη της, και δεν το κρύβει. Κι ας την προκαλούν οι λιανέμποροι, εγκαλώντας την και δημόσια για τη συγκριτικά υψηλότερη κερδοφορία της, άρα για την υποτιθέμενη (κατ’ αυτούς) υποχρέωσή της να «συνεπενδύει» μαζί τους, μέσω της πριμοδότησης του δικού τους ανταγωνισμού, υπέρ του ακούσιου χορηγού πάντων των επενδύσεων, του καταναλωτή.

Υποσημείωση προμηνυμάτων
Η ασυμμετρία ισχύος των συμφερόντων μέσα στους κόλπους της βιομηχανίας, αντίστοιχη της ομόλογης ασυμμετρίας στους κόλπους της οργανωμένης λιανικής, περιπλέκει ασφαλώς τα πράγματα, με ποικίλες επιπτώσεις στους πιο αδύναμους των δύο πλευρών της αγοράς, δηλαδή τους Έλληνες βιομήχανους και λιανέμπορους και δη κάνοντας μαρτυρικές τις μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας πριν δοκιμαστούν μέχρι εξουθενώσεως αμφότεροι. Δεν θα λείψουν οι αφορμές να επανέλθουμε σε αυτά, είναι σίγουρο. Υποσημειώνουμε, πάντως, δύο σχετικά προμηνύματα: Το πρώτο είναι η αφύπνιση ενός «επιχειρηματικού πατριωτισμού» μεταξύ των Ελλήνων βιομηχάνων, που συνειδητοποιούν τη θέση αδυναμίας του εγχώριου επιχειρείν περισσότερο απ’ όσο οι Έλληνες λιανέμποροι. Το δεύτερο είναι ότι μάλλον τα βιομηχανικά συμφέροντα είναι αυτά, που έχουν λόγο να προσβλέπουν περισσότερο από κάθε άλλον στην έλευση της εποχής του online grocery και της ρομποτικής που το συνοδεύει. Όχι γιατί θα εκλείψει η βιτρίνα του φυσικού καταστήματος και οι παροχές στους λιανέμπορους, αλλά γιατί μόνο η βιομηχανικού τύπου τεχνική οργάνωση της διανομής μπορεί ν’ αυξήσει το βιομηχανικό κέρδος.

Άγις Πιστιόλας, ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ: Στόχος η προώθηση του ελληνικού επιχειρηματικού πολιτισμού

H πρωτοβουλία «Ελλα-δικά Μας» ξεκίνησε το 2012 ως αποκρυστάλλωση των προβληματισμών και της ανησυχίας μιας ομάδας Ελλήνων βιομηχάνων, οι οποίοι συμφώνησαν ότι η οικονομική κρίση ως εξωγενές φαινόμενο αποκτούσε εφιαλτικές διαστάσεις στη χώρα μας, λόγω μιας βαθύτερης αιτίας: του παραγωγικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας. «Πράγματι, από το 2000 μέχρι σήμερα οι εισαγωγές μας μείον τις εξαγωγές μας δίνουν ένα μέγεθος παραγωγικού ελλείμματος γύρω στα 350 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, περίπου 20 με 40 δισ. ευρώ ελληνικού πλούτου κάθε χρόνο μπαίνουν στα ταμεία ξένων προμηθευτών. Χωρίς την κάποια εξομάλυνση του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών μας από πόρους του τομέα των υπηρεσιών, η οικονομία θα είχε διαλυθεί», σχολιάζει ο κ. Άγις Πιστιόλας, προσθέτοντας: «Επωμιστήκαμε, λοιπόν, το πατριωτικό καθήκον να συνεγείρουμε το εγχώριο επιχειρείν και την ελληνική κοινωνία για την επέκταση και την αναστήλωση των παραγωγικών δομών της οικονομίας μας. Έτσι, ξεκινήσαμε έναν αγώνα, γνωρίζοντας ότι θα ήταν Μαραθώνιος…». Στις αρχές του 2017 η πρωτοβουλία «Ελλα-δικά Μας» απέκτησε θεσμική υπόσταση ως Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία (ΑΜΚΕ). Σήμερα στους κόλπους της είναι ενταγμένες 57 βιομηχανικές εταιρείες όλων των κλάδων, πιστοποιημένες για την ελληνικότητα της υπόστασής τους, καθώς και καθενός των προϊόντων τους. Η πιστοποίηση, που επαναλαμβάνεται περιοδικά, έχει ανατεθεί στην Eurocert και γίνεται βάσει τριών θεμελιωδών κριτηρίων: του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της έδρας των εταιρειών και της παραγωγής καθενός προϊόντος τους. Η απόδοση του γνωστού πλέον σήματος «Ελλα-δικά Μας» σε αυτές και τα προϊόντα τους αποτελεί τεκμήριο της ελληνικότητάς τους και, ταυτόχρονα, «εμπορική προσωπικότητα» της ΑΜΚΕ, η οποία οραματίζεται την αύξηση της συνειδητής προτίμησης των προϊόντων του σήματος από τους Έλληνες καταναλωτές. Σήμερα ο αθροιστικός ετήσιος τζίρος των 57 μελών της πρωτοβουλίας ανέρχεται περίπου στα 1,3 δισ. ευρώ. Σημειώνουμε ότι διαθέτουν 66 εργοστάσια σε όλη τη χώρα, απασχολούν 5.500 εργαζόμενους και παράγουν περί τους 15.500 κωδικούς προϊόντων, διαθέτοντας ετησίως περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια προϊόντα σήματος «Ελλα-δικά Μας».

Το ιδεολογικό δέον

    σελφ σέρβις: Άρα είστε εκ των προτέρων τοποθετημένοι απέναντι στις εισαγωγικές και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.

Άγις Πιστιόλας: Ασφαλώς όχι αντιπαρατιθέμενοι αλλά συγκρινόμενοι, βάσει των κριτηρίων που θέσαμε, η ισχύς των οποίων επιβεβαιώνει πως η φορολόγηση και η διανομή των κερδών μας γίνονται στην Ελλάδα, πως η προστιθέμενη αξία των προϊόντων μας προσαυξάνει στις μέγιστες δυνατές τιμές της τον εθνικό πλούτο και πως η τεχνογνωσία και το ανθρώπινο δυναμικό μας προάγουν το σχετικό κεφάλαιο της χώρας, καθώς προέρχονται από αυτήν και μένουν σε αυτήν. Χωρίς να αδικούμε κανένα, δεν μπορούν να επικαλεστούν τα ίδια –εννοώ στην ολότητά τους κι όχι εν μέρει– οι εισαγωγικές και οι πολυεθνικές εταιρείες, αλλά ούτε και πολλές από τις φερόμενες «ελληνικές» –βλέπετε, ο καθένας επινοεί διαφορετικά τον ορισμό της ελληνικότητας. Αλλά και κάποια από τα προϊόντα ημών των «Ελλαδικών» εταιρειών επίσης δεν παίρνουν το σήμα «Ελλα-δικά Μας» ή το χάνουν στην πορεία του χρόνου. Γι’ αυτό καν δεν υπονοείται εκ μέρους μας η «αντιπαράθεση» κατά τη σύγκριση με κανέναν. Όλοι έχουμε απόλυτη ελευθερία στην εκλογή των ευκαιριών που μας δίνονται και κανείς δεν κρίνεται γι’ αυτό. Όμως, το σήμα «Ελλα-δικά μας» υπάρχει για να συγκεφαλαιώνει ιδιότητες και αξίες του αμιγώς ελληνικού επιχειρηματικού πολιτισμού, ανακλώντας ένα ιδεολογικό δέον, το οποίο και υπηρετούμε έμπρακτα. Μάλιστα, το γεγονός ότι αυτό το δέον συνέχει την κοινότητά μας, είναι στοιχείο του κύρους της, κάτι που φέτος εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Όραμα εθνικής παραγωγικής ανάπτυξης

    σ. σ.: Το ότι ο ΣΕΒ ή ο ΣΕΒΤ προτάσσουν τη γεωγραφία του χώρου βιομηχανικής παραγωγής ως κυρίαρχο στοιχείο της εθνικότητας των παραγόμενων προϊόντων, δημιουργεί ένταση στη σχέση σας; Διότι εκ των πραγμάτων θέτετε ένα ζήτημα διασταλτικότητας του όρου «ελληνικότητα» απ’ τη μεριά τους.

Ά. Π.: Ένταση; Κάθε άλλο! Άλλωστε, πολλοί από εμάς είμαστε μέλη αυτών των συνδέσμων και εκφραζόμαστε μέσω αυτών. Λ.χ. ο ΣΕΒ ως κοινωνικός εταίρος μάς εκπροσωπεί ως εργοδότες. Δεν τίθεται θέμα ανταγωνιστικής σχέσης, γιατί δεν είμαστε σύνδεσμος. Είμαστε μια ΑΜΚΕ, που εκφράζει τον οικονομικό πατριωτισμό μιας ομάδας Ελλήνων επιχειρηματιών, δρώντας παράλληλα προς τους συνδέσμους μας. Η υπόστασή της προσδιορίζεται με όρους ιδεολογικούς, που προβάλλουν ένα εθνικό όραμα παραγωγικής ανάπτυξης, αντίστοιχο κάθε σύγχρονης εθνικής οικονομίας, που προασπίζεται ιδιαίτερα πλεονεκτήματα, φιλοδοξίες κι αξιώσεις, μεγάλες ή μικρότερες, στο διεθνή στίβο. Θα ήταν, τάχα, φυσιολογικό ο φιλελευθερισμός μας να σταματά στην αποδοχή του εισαγωγικού «πλουραλισμού» και των πολυεθνικών προϊόντων;

Η προβολή του ελληνικού παραγωγικού και επιχειρηματικού πολιτισμού απασχολεί πρωτίστως όλους όσοι συμμετέχουμε σε αυτόν, δηλαδή όλους όσοι υπό τις γνωστές αντίξοες συνθήκες και ανεξαρτήτως συγκυρίας εξακολουθούμε να επιλέγουμε συνειδητά την Ελλάδα για όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων μας, εγχώριων και διεθνών, αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές. Αυτόν ακριβώς τον πολιτισμό, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Ελλα-δικά Μας», είμαστε διατεθειμένοι να τον προάγουμε, με σκοπό την καλλιέργεια κοινής συνείδησης ότι μόνο η υποκατάσταση των εισαγωγών από προϊόντα ελληνικά –δηλαδή, αυστηρά προσδιορισμένα ως τέτοια– και η ανάπτυξη των εξαγωγών μας μπορεί να αυξήσουν τον εθνικό πλούτο, κατά τρόπο που εξ αντικειμένου η αύξησή του θα ανακλάται ως άνοδος του βιοτικού επιπέδου όλης της ελληνικής κοινωνίας.

Σημειώστε ότι στα χρόνια που η επιχειρηματολογία μας γίνεται όλο και περισσότερο γνωστή, δεν εγείρει αντιδράσεις –τουλάχιστον εφόσον μιλούμε για καλόπιστους κριτές. Φυσικά δεν περιμένω ένας CEO πολυεθνικής εταιρείας να τη συμμεριστεί δημόσια, αλλά μου αρκεί στον εσωτερικό του διάλογο να αντιλαμβάνεται τη βασιμότητά της.


Κακά τα ψέματα…

    σ. σ.: Η κυρίαρχη άποψη, πάντως, είναι ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως αν αφορούν εγχώρια ή εισαγόμενα αγαθά, προϊόντα ή υπηρεσίες, είναι θεμιτό να ιδιοποιούνται την ταυτότητα του γεωγραφικού χώρου που ασκούνται ως ισότιμοι συντελεστές του πλούτου του. Συμβιβάζεται αυτό με το πατριωτικό ιδεώδες σας;

Ά. Π.: Συμφωνώ πως αυτά ακούει η κοινωνία από τους ταγούς μας στο όνομα μιας ιδεώδους ανοικτής ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας, η οποία, ωστόσο, αμφισβητείται έντονα. Αυτό δείχνει η πραγματικότητα λ.χ. της κατανομής του ευρωπαϊκού πλούτου μεταξύ ενός βορρά που πλουτίζει παράγοντας κι ενός νότου που εξασθενεί παραγωγικά, φτωχαίνοντας. Μοιραία τίθεται το ερώτημα για πόσο καιρό ακόμα είναι δυνατόν να μας δανείζει ο βορράς, προκειμένου ν’ αγοράζουμε τα προϊόντα του; Ζήσαμε το δράμα της αποβιομηχάνισης πάνω από τέσσερις δεκαετίες, πληρώνοντας μάλιστα υψηλότερο περιθώριο κέρδους στα ξένα αγαθά απ’ όσο όταν παράγονται από ελληνικές επιχειρήσεις. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Κακά τα ψέματα, μόνο οι οικονομίες που παράγουν, ανθούν και όσες απ’ αυτές έχουν παραγωγικό πλεόνασμα, ηγεμονεύουν.

    σ. σ.: Έχετε χαρτογραφήσει το αμιγώς ελληνικό βιομηχανικό επιχειρείν;

Ά. Π.: Υπάρχει μια δυσκολία καταγραφής του –αν και ήδη δουλεύουμε σε αυτή την κατεύθυνση– κι ο λόγος είναι ότι πολλές από τις εκλαμβανόμενες ως ελληνικές εταιρείες εδρεύουν ήδη στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες με χαμηλό συντελεστή φορολόγησης των κερδών.

Φράγμα στο company drain

    σ. σ.: Σας προβληματίζει το ότι υπό συνθήκες υψηλού κόστους δανεισμού, φορολόγησης και εν γένει λειτουργίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα το ντάμπινγκ προσφέρει λύση καταφυγής σε αρκετούς Έλληνες επιχειρηματίες;

Ά. Π.: Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν παύει το company drain, όπως ονομάζουμε το φαινόμενο, να έχει τις ίδιες δυσμενείς συνέπειες για τον τόπο μας με την αποβιομηχάνιση και την υψηλή εξάρτησή του από τις εισαγωγές. Για την ανακοπή του φαινομένου οι σκοποί μας συνεπάγονται ένα ευρύ διεκδικητικό πλαίσιο για τη βελτίωση γενικά των όρων παραμονής των επιχειρήσεών μας στην Ελλάδα, ταυτισμένο, άλλωστε, με τα αιτούμενα όλης της επιχειρηματικής κοινότητας. Ευελπιστούμε ότι συν τω χρόνω το κίνητρο της απόκτησης του σήματος «Ελλα-δικά Μας» να γίνεται ισχυρότερο του company drain. Σας είπα, η υπόθεσή μας είναι Μαραθώνιος κι είμαστε ακόμα στην αρχή του.

Δεν επιτρέπεται να μένουμε με σταυρωμένα τα χέρια

    σ. σ.: Από μια άλλη σκοπιά φαίνεται ότι, ας πούμε, ο κρίσιμος για την επιχειρηματικότητα τραπεζικός τομέας αδυνατεί ορισμένως να την ενθαρρύνει έμπρακτα για συμμετοχή σ’ αυτό το Μαραθώνιο…

Ά. Π.: Τουλάχιστον, είναι ελπιδοφόρο ότι π.χ. στην τελευταία 6η ολομέλειά μας, στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, είχαμε χορηγούς και τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, πράγμα μάλλον σπάνιο για εκδηλώσεις του ελληνικού επιχειρείν… Γενικότερα η ωρίμανση του σχεδίου εξάπλωσης του ελληνικού επιχειρηματικού πολιτισμού θέλει το χρόνο της, διότι το δέντρο του οικονομικού πατριωτισμού, που παράγει τους καρπούς αυτού του πολιτισμού, τρέφεται πρωτίστως από την εθνική συνείδηση, όχι από τον ωφελιμισμό καθενός χωριστού επιχειρηματία.

Αυτό προσπαθούμε να εμπνεύσουμε λ.χ. στον Έλληνα φοιτητή, παροτρύνοντάς τον όχι να μας προτιμήσει αύριο για την καριέρα του, αλλά να στήσει ο ίδιος μια «Ελλαδική» επιχείρηση. Αυτό είναι το ζητούμενο! Όπως επίσης ζητούμενο είναι, για να πω ένα ακόμα παράδειγμα, να παλέψουμε με πατριωτική συνείδηση κατά του φαινομένου της «ελληνοποίησης» πολλών αγροτικών προϊόντων. Να μην παραιτούμαστε, στο όνομα του ότι η άρση των ιδιαίτερων αξιών της τοπικότητας της παραγωγής είναι ένα φαινόμενο διεθνώς διαδεδομένο, διότι απαξιώνεται έτσι η ζηλευτή μοναδικότητα της ελληνικής βιοποικιλότητας, εφόσον μιλούμε για αγροδιατροφικά προϊόντα. Για την ελληνική οικονομία αυτή ακριβώς η μοναδικότητα συνιστά συγκριτικό πλεονέκτημα! Τέτοια θέματα δεν αγγίζουν οργανισμούς χωρίς αμιγώς ελληνική αναφορά. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, να μένουμε με σταυρωμένα τα χέρια κι αυτό αφορά πολλά ειδικά πεδία προβλημάτων.

Αναπόφευκτα, έτσι, οι ιδέες μας διασταυρώνονται με τα μεγάλα θέματα του καιρού μας, θέματα πολιτικά με τη βαρύνουσα έννοια της εθνικής κι όχι της παραταξιακής πολιτικής. Ως ελεύθεροι πολίτες, λοιπόν, τα διαχειριζόμαστε στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Ελλα-δικά Μας», αναζητώντας λύσεις στη μεταξύ μας συνεργασία, για την προώθηση και ενίσχυση του κοινού μας οράματος.

Οι τρεις πυλώνες δράσης

    σ. σ.: Δημιουργείτε κίνητρα επιχειρηματικού περιεχομένου για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των Ελλήνων βιομηχάνων;

Ά. Π.: Το πρωτεύον κίνητρό μας είναι ιδεολογικό κι αυτό προβάλουμε, μέσω των δημόσιων παρεμβάσεών μας, που περιλαμβάνουν συναντήσεις με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας, στο πλαίσιο της επιδίωξής μας για δεσμευτική στήριξη της αμιγώς ελληνικής επιχειρηματικότητας, όπως και της συστηματικής προβολής του σήματός μας, η οποία, όπως σχεδιάζουμε, από φέτος θα γίνεται όλο και πιο αισθητή. Ήδη σας είπα για τους δύο πυλώνες της στρατηγικής μας. Ένας τρίτος πυλώνας αφορά ακριβώς τις μεταξύ μας συνέργειες, σκοπός των οποίων είναι να κάνουν πιο απτή την υπεραξία των επιχειρήσεων, που μετέχουν στην κοινότητα «Ελλα-δικά Μας». Γνωρίζετε ασφαλώς το πρώτο βήμα μας, την κεντρική συμφωνία με την Elpedison για την από κοινού αγορά ενέργειας, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στα χρονικά του ελληνικού επιχειρείν. Σχεδιάζοντας τη σχετική πρωτοβουλία, κάναμε κι ένα τεστ των ηθικών δυνάμεών μας, καθώς δεν νοείται προβολή του επιχειρηματικού πολιτισμού, χωρίς επιβεβαίωση των αξιών του εκ των έσω. Είχε προηγηθεί η επίσης πρωτόγνωρη εμπειρία της ανέφελης συνύπαρξης στα διοικητικά μας συμβούλια εκπροσώπων εταιρειών άμεσα ανταγωνιστριών, επιβεβαιώνοντας ότι μπορούμε να λειτουργούμε ως χώρος συναγωνιστικής κι όχι ανταγωνιστικής συμβίωσης. Υπάρχουν ιδέες και γι’ άλλα συνεργατικά εγχειρήματα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτός ο τρίτος πυλώνας της δράσης μας υπηρετεί το πρωτεύον ιδεολογικό μας κίνητρο, την προβολή του ελληνικού επιχειρηματικού πολιτισμού. Δηλαδή, τα πεδία των συνεργειών επιλέγονται με γνώμονα την καλλιέργεια πνεύματος πατριωτικής σύμπραξης. Ένα σχετικό πεδίο, που ήδη μελετούμε, είναι αυτό των εξαγωγών, με έμφαση φυσικά στην από κοινού προώθηση προϊόντων του σήματός μας ανά τον κόσμο. Και μόνο η ιδέα π.χ. της προαγωγής της διεθνούς παρουσίας μας όχι μέσω εμπορικών αντιπροσώπων, αλλά μέσω «Ελλα-δικών Μας» γραφείων σε αγορές κοινού ενδιαφέροντος νομίζω ότι δίνει μια συγκινητική περιγραφή για το πώς εννοούμε το όραμά μας.

Για να μην είναι πολύ αργά…

Σε άλλες περιοχές του πλανήτη οι επιπτώσεις εγκληματικών παρεμβάσεων στο περιβάλλον είναι ακόμη πιο δραματικές. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα State of Global Air Report, που δημοσιοποιήθηκε το 2018, σε ποσοστό 95% οι κάτοικοι του πλανήτη μας, και κυρίως όσοι ζουν στις πιο φτωχές χώρες, αναπνέουν «ανθυγιεινό αέρα». Ο θάνατος 6,1 εκατομμυρίων ανθρώπων το 2016 συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με αυτό το γεγονός, αναφέρει η έρευνα. Αντίστοιχα μεγάλος αριθμός θανάτων προκαλείται από άλλες παραμέτρους που συνθέτουν την επιδείνωση της ζωής μας στον πλανήτη γη.

Αλλά και για όσους θεωρούν πως στην περίπτωση της χώρας μας οι επιπτώσεις περιορίζονται στη διατάραξη των ορίων μεταξύ των εποχών, θυμίζουμε την επιστημονικά τεκμηριωμένη θέση, που έχει οδηγήσει άλλωστε σε συγκεκριμένες αποφάσεις διεθνείς οργανισμούς, πως μόνο λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας στη Μεσόγειο ολόκληρες πόλεις θα αλλάξουν όψη ή θα εξαφανιστούν…

Σύμφωνα με δήλωση στο ΑΜΕ-ΜΠΕ του Ζοέλ Γκιγιό, διευθυντή Έρευνας του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Έρευνας και Διδασκαλίας Περιβαλλοντικών Γεωεπιστημών (CEREGE), που έγινε στο πλαίσιο συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Κλιματολογίας (Μάιος, Θεσσαλονίκη), η Μεσόγειος θερμαίνεται κατά 20% περισσότερο σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της μείωσης των βροχοπτώσεων. Όπως διευκρίνισε, η επίδραση της Αφρικής στη Μεσόγειο είναι πιο έντονη, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση των υδάτινων πόρων, να οδηγείται σε πιο τροπικό κλίμα. Τονίζοντας δε τον ρόλο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή, επεσήμανε πως αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα σε 20-30 χρόνια, θα είναι πολύ δύσκολο να μιλάμε για περιθώρια επίλυσης του προβλήματος.

Όσο για τις επιχειρήσεις, η ένταξη των περιβαλλοντικών ζητημάτων στους στρατηγικούς τους άξονες ανάπτυξης, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι ενδεικτική της άμεσης σύνδεσής τους με τη δραστηριότητά τους, κατά κύριο λόγο σε επίπεδο κόστους (πχ ενέργειας), αλλά και στον τομέα της δημόσιας εικόνας τους. Πάντοτε, όμως, είναι στην πλειονότητά τους έτοιμες να υλοποιήσουν επικερδείς αποφάσεις ή να υποστηρίξουν αντίστοιχες επιλογές άλλων επιχειρήσεων, ακόμη και όταν αυτές αντιβαίνουν στο οικολογικά ευαίσθητο προφίλ που έχουν οικοδομήσει. Και να σκεφτεί κανείς πως η μεγάλη επιβάρυνση του περιβάλλοντος είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με την εντατικοποίηση της παραγωγής και την αύξηση της κατανάλωσης… Αρκεί να αναφέρουμε την περίπτωση της Κίνας, αλλά και τις μεγάλες οικολογικές καταστροφές – αποτέλεσμα αντικοινωνικών επιχειρηματικών αποφάσεων και στρατηγικών.

Το ότι πολίτες και επιχειρήσεις χρειάζεται να νιώσουν «στο πετσί τους» τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής κρίσης για να αντιδράσουν είναι πιθανόν η πιο απαισιόδοξη διαπίστωση. Ο σεβασμός στο περιβάλλον δεν μπορεί να εκφράζεται αποσπασματικά, ούτε να διεκδικείται ως δικαίωμα έξω από μια γενικότερη θεώρηση της κοινωνίας, της ζωής και της απαίτησης σεβασμού της.

Υπάρχει η επιλογή να κλείσουμε τα μάτια ή να δώσουμε προτεραιότητα στον άνθρωπο και συνολικά στον πλανήτη, αναλαμβάνοντας το κόστος, προσβλέποντας σε μείωση των απωλειών. Πρόκειται για απόφαση ζωής, η υλοποίηση της οποίας απαιτεί συνεχή αγώνα. Τα μικρά βήματα που συχνά μας προτρέπουν επιχειρήσεις και κυβερνήσεις να κάνουμε μπορεί να έχουν κάποια αξία, αλλά στην ουσία συνιστούν υποκριτική στάση στο ζήτημα, αφού λειτουργούν κατευναστικά, όπως ένα παυσίπονο με μικρή διάρκεια δράσης σε περιστατικό που απαιτεί επέμβαση ανοιχτής καρδιάς…

Έκανε κι η αγορά Ανάσταση…

Eιδικότερα, όπως υπολογίζουν, σε μέσα επίπεδα καταγράφηκε αύξηση του πασχαλινού τζίρου κατά 1%-1,5%. Ωστόσο, σχολιάζουν ότι μεταξύ των αλυσίδων υπήρξαν μεγάλες αποκλίσεις επιδόσεων, δεδομένου ότι κάποια δίκτυα πέτυχαν ανάπτυξη κατά πολύ υψηλότερη του μέσου όρου της αγοράς σε αντίθεση με κάποια άλλα, που εμφάνισαν ακόμη και πτώση συγκριτικά με προηγούμενα έτη. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλες κερδισμένες του Πάσχα αναδείχθηκαν οι αλυσίδες που λειτουργούν μαζικά εξαγορασμένα καταστήματα και τα βλέπουν, μετά τις σχετικές επενδύσεις, να ωριμάζουν, αποδίδοντας υψηλότερο τζίρο. Ωστόσο, η δυναμική ακριβώς αυτών των καταστημάτων ήταν που προκάλεσε πιέσεις στον ανταγωνισμό, μικρό και μεγάλο, «ανακατεύοντας» κι αναδιανέμοντας τον τζίρο μεταξύ των δικτύων.

Πάντως, ο καλός καιρός σε συνδυασμό με το ότι το Πάσχα φέτος έπεσε κοντά στην Πρωτομαγιά, επέτρεψε σε πολλούς από τους κατοίκους των δύο μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας να εκδράμουν προς τα εξοχικά τους ή τουριστικούς προορισμούς, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος του τζίρου να παραχθεί στην περιφέρεια.

Φέτος, λοιπόν, κερδισμένα σε επίπεδο πωλήσεων ήταν όσα δίκτυα διέθεταν διασπορά καταστημάτων σε τουριστικές περιοχές, οι οποίες ενισχύθηκαν αισθητά και από την παρουσία ξένων τουριστών, που ήταν σαφώς περισσότεροι έναντι του 2018, αν κρίνει κανείς από τη μεγάλη αύξηση, της τάξης του 10%, που καταγράφεται από τις αρχές του έτους στις διεθνείς αφίξεις. Στο πεδίο των τιμών η αγορά επέδειξε αυτοσυγκράτηση, δηλαδή δεν παρασύρθηκε σε ιδιαίτερα επιθετικές πολιτικές. Τα αμνοερίφια, για παράδειγμα, πλην ελάχιστων περιπτώσεων δεν διατέθηκαν από τα οργανωμένα δίκτυα διανομής σε τιμές κάτω του κόστους. Οι επικρατέστερες τιμές κινήθηκαν στα όρια του κόστους, ώστε αφενός ο οβελίας να αποτελέσει «κράχτη αγορών» για τους καταναλωτές και αφετέρου η διάθεσή του να μη «βάλει μέσα» τις αλυσίδες. Σε ό,τι αφορά τα εποχιακά προϊόντα, οι καταναλωτές τα τίμησαν δεόντως, κυνηγώντας τις πρόσφορες και τις προωθητικές ενέργειες, σε μια προσπάθεια περιορισμού των δαπανών τους.

Σωτήριες οι προκαταβολές
Παράγοντες του κλάδου σημειώνουν ότι ένα στοιχείο που βοήθησε σημαντικά, ώστε η πασχαλινή αγορά να διατηρήσει τη δυναμική της, ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να προβεί φέτος στην ταχύτερη καταβολή των επιδομάτων και των συντάξεων, ώστε τα νοικοκυριά να μην στερηθούν ρευστότητα και να πραγματοποιήσουν με μεγαλύτερη άνεση τις αγορές τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι το κλείσιμο του πρώτου τετραμήνου του 2019 θα επιτρέψει στις εταιρείες ερευνών της αγοράς να συνάγουν τα πρώτα ασφαλή συμπεράσματα για την εξέλιξη συνολικά φέτος των πωλήσεων, δεδομένου ότι το τετράμηνο είναι η πρώτη ολοκληρωμένη συγκρίσιμη περίοδος της τρέχουσας χρήσης. Υπενθυμίζεται ότι οι προβλέψεις στις αρχές του χρόνου για την εξέλιξη των φετινών πωλήσεων έκαναν λόγο για ανάπτυξη της τάξης περίπου του 2% σε σύγκριση με το 2018.

Μεγαλώνει ο αριθμός των online πελατών στις ΗΠΑ

Ποσοστό περίπου 36,8% των Αμερικανών καταναλωτών πραγματοποίησε σχετικές αγορές το 2018, αυξημένο κατά 23,1% από πέρυσι. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 35 εκατομμύρια επιπλέον. Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές που πραγματοποιούνται online είναι συγκριτικά λίγες. Κατά 72,4% οι καταναλωτές καλύπτουν ένα μικρό μόνο μέρος των αναγκών τους σε προϊόντα σούπερ μάρκετ, ενώ μόνο το 11,8% δηλώνει πως πραγαμτοποιεί σημαντικό ποσοστό των αγορών ειδών παντοπωλείου online.

Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, οι νέοι online αγοραστές πιθανότατα αλλοιώνουν τον μέσο όρο των online αγορών. Ποσοστό 62,5% του συνόλου των καταναλωτών που πραγματοποίησαν online αγορές ειδών σούπερ μάρκετ την προηγούμενη χρονιά, χρησιμοποίησαν την πλατφόρμα Amazon.com, διατηρώντας την στην πρώτη θέση.

Όσοι χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη πλατφόρμα για αγορά ειδών σούπερ μάρκετ συνήθως ξοδεύουν μικρότερο μέρος του συνολικού προϋπολογισμού τους για σχετικές αγορές από ό,τι όσοι χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες Walmart.com, Target.com ή Kroger.com, στοιχείο που κατευθύνει τους ερευνητές στο συμπέρασμα πως οι καταναλωτές-χρήστες του Amazon.com για αγορές ταχυκίνητων προϊόντων είναι ευκαιριακοί πελάτες ή πελάτες που αγοράζουν λίγα προϊόντα online.

Νέοι τρόποι online πώλησης από την Co-op

Καταρχάς, η χρήση ηλεκτρικού ποδήλατου με αυτονομία δύο ωρών για την παράδοση προϊόντων, που εγκαινιάστηκε τον περασμένο Απρίλιο σε ένα κατάστημά της στο Λονδίνο, επεκτάθηκε σε άλλα δύο καταστήματα, ενώ δύο ακόμη περιοχές θα μπορούν πλέον να εξυπηρετούνται, σε ό,τι αφορά τις online παραγγελίες που τοποθετούνται μέσω του Deliveroo. Με το ηλεκτρικό ποδήλατο εξυπηρετούνται παραγγελίες που έχουν γίνει μέσω του site της αλυσίδας shop.coop.co.uk, με χρέωση 5 λιρών και με ελάχιστη αξία καλαθιού 15 λίρες. Τα προϊόντα πωλούνται στην ίδια τιμή με αυτή που έχουν στο φυσικό κατάστημα. Συνολικά, η Co-op εξελίσσει τέσσερις πιλοτικές εφαρμογές, που στοχεύουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της online δραστηριότητάς της. Σε ένα από τα καταστήματά της, από τον Απρίλιο του 2018, οι παραγγελίες παραδίδονται με ρομπότ, υπηρεσία που υλοποιείται σε συνεργασία με τη startup Starship Technologies. Το κατάστημα χρησιμοποιεί επίσης ταξί και κούριερ αντί για δικά του οχήματα, για την παράδοση αγορών που πραγματοποιήθηκαν στον χώρο του.

Zero waste online σούπερ μάρκετ

Πρόκειται για startup εταιρεία που ξεκίνησε τη λειτουργία της πριν έναν χρόνο, με κεντρική στρατηγική κατεύθυνση την προσφορά περίπου 2.000 ειδών πρώτης ανάγκης (τρόφιμα και μη τρόφιμα) με οικολογικό προφίλ, σε προσιτές τιμές. Το φθινόπωρο σχεδιάζει την πιλοτική αποστολή προϊόντων σε συσκευασία που δεν περιέχει καθόλου πλαστικό και μπορεί να επιστραφεί, να καθαριστεί και να επαναχρησιμοποιηθεί. Όπως δηλώνει ο συνιδρυτής της εταιρείας Ben Patten, αρχικά η συγκεκριμένη πρωτοβουλία θα αφορά προϊόντα που δύσκολα βρίσκει κανείς σε μη πλαστική συσκευασία.

Για τη χρηματοδότηση των πλάνων της, η εταιρεία ξεκίνησε πρωτοβουλία crowdfunding, αναζητώντας 400.000 λίρες μέσω του CrowdCube, προσφέροντας στο κοινό μετοχικό κεφάλαιο 13,33%. Η ελάχιστη συνεισφορά ήταν 10 λίρες. Μέχρι τις αρχές Ιουνίου, είχε ήδη επιτευχθεί ο στόχος κατά 90% (360.000 λίρες). Το D2C σούπερ μάρκετ αναγνωρίζει πως δεν θα μπορεί να προσφέρει επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες από την αρχή της εφαρμογής του σχετικού πλάνου και πως δεν θα μπορέσει ποτέ να προσεγγίσει το 100%, δεδομένης της περιορισμένης δυνατότητας εφαρμογής του μέτρου σε ορισισμένα προϊόντα, όπως στην περίπτωση όσων κυκλοφορούν σε συσκευασίες αλουμινίου.

Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία σκοπεύει να αξιοποιήσει στα προϊόντα πιο οικολογικές συσκευασίες και να αποσύρει όσα από αυτά δεν μπορούν να συσκευαστούν με φιλικά προς το περιβάλλον υλικά.

DHL Africa: e-shop υπηρεσίες σε περισσότερες αγορές

Πλέον, οι δραστηριότητές του επεκτείνονται σε νέες αγορές, από την Τανζανία έως το Δημοκρατία του Κονγκό. Μέσω της σχετικής πλατφόρμας, οι καταναλωτές αυτών των χωρών θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πάνω από 200 online λιανέμπορους των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, εξυπηρετούμενοι από τις υπηρεσίες DHL Express Delivery. Η πλατφόρμα χρησιμοποιεί το κέντρο εξυπηρέτησης παραγγελιών της startup MallforAfrica, το Link Commerce. (πηγή: IGD). Σύμφωνα με τους αναλυτές του IGD, η συγκεκριμένη εξέλιξη επιβεβαιώνει την τάση σταδιακής κατάργησης των ορίων μεταξύ logistics και λιανεμπορίου, όπως καταδεικνύουν και σχετικές κινήσεις σε άλλες χώρες.

Για παράδειγμα, η startup Glovo, εταιρεία delivery στον τομέα των τροφίμων με βάση την Ισπανία, δημιούργησε mobile εφαρμογή η οποία επιτρέπει την απευθείας σύνδεση των καταναλωτών με ανεξάρτητους κούριερ. Πρόσφατα, ανακοινώθηκε η πρώτη της συνεργασία στον κλάδο των convenience, στη Μαδρίτη. Διαθέτει το δικό της dark store και έχει τη δυνατότητα να παραδίδει παραγγελίες εντός 20 λεπτών. Αντίστοιχα, το 2017 η Target εξαγόρασε την Shipt, μια πλατφόρμα παράδοσης παραγγελιών εντός μιας ημέρας, αναβαθμίζοντας έτσι την εξυπηρέτηση των πελατών της αλυσίδας στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου και ειδικότερα στον τομέα των logistics. Τέλος, η Amazon πρόσφατα προχώρησε σε επένδυση στην Deliveroo, την υπηρεσία παραδόσεων παραγγελιών στον τομέα των τροφίμων.