ΝΕΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ & ΠΡΟΩΘΗΣΕΙΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑ ΑΕ : WET HANKIES Travel

Τα υγρά μαντήλια Wet Hankies κυκλοφορούν σε πρακτική συσκευασία travel pack των 20 τεμαχίων, με ειδική ετικέτα που ανοίγει και ξανακλείνει, διατηρώντας τα υγρά μέχρι το τελευταίο. Διατίθενται σε δύο τύπους: Lemon Fresh, με διακριτικό άρωμα λεμονιού και Antibacterial, ενισχυμένα με αντιβακτηριδιακή δράση, που καθαρίζουν και συγχρόνως απολυμαίνουν χωρίς να ξηραίνουν το δέρμα.

ΑΠΟ ΤΗ ROLCO ΒΙΑΝΙΛ : V82

H ROLCO ΒΙΑΝΙΛ ΑΕ παρουσιάζει την ανανεωμένη σειρά αρωματικών σαπουνιών για τα χέρια και το σώμα V82. Κυκλοφορούν σε μοναδικές συσκευασίες, με διεγερτικά αρώματα και προκλητικά ονόματα, όπως: κόκκινος πειρασμός, με άρωμα μήλο και κανέλλα, λευκή αγνότητα, με άρωμα χρυσάνθεμου, πράσινη ζωντάνια, με άρωμα ακτινίδιο και κίτρινη φαντασία, με άρωμα ανανά.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΙΑ : HEINEKEN

H AΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΙΑ ανανέωσε την εμφάνιση της μπύρας Heineken στα κουτιά των 0,33lt και 0,50lt. Οι δύο νέες συσκευασίες έχουν πιο έντονους χρωματικούς συνδυασμούς αλλά και τον Ολυμπιακό λογότυπο, αφού η Heineken είναι Μέγας Εθνικός Χορηγός των Ολυμπιακών αγώνων Αθήνα 2004.

ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΡΑΣ ΟΙΝΩΝ & ΠΟΤΩΝ : ΚΡΑΣΙΑ ΜΑΡΡΑ

Η ΜΑΡΡΑΣ ΟΙΝΩΝ & ΠΟΤΩΝ μπήκε δυναμικά στην ελληνική αγορά με έντονο πρόγραμμα επικοινωνίας που ξεκίνησε από το Μάιο. Η δεύτερη φάση του προγράμματος θα ολοκληρωθεί το φθινόπωρο, με εταιρική και προϊοντική επικοινωνία στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και με below the line ενέργειες.

ΑΠΟ ΤΗ ΦΑΓΕ : Νέα γεύση Fru Yo Fun

Η ΦΑΓΕ λάνσαρε στην αγορά μία νέα γεύση Fru Yo Fun: πορτοκάλι – βανίλια. To νέο προϊόν προωθείται με τηλεοπτικό σποτ βασισμένο στο ήδη γνωστό νεανικό διαφημιστικό μοτίβο της εταιρείας.

ΑΠΟ ΤΗ NESTLÉ : Νέα Chocolate Clusters

Μία νέα σοκολατένια γεύση έρχεται να προστεθεί στην πλούσια γκάμα των δημητριακών της NESTLÉ: τα Chocolate Clusters, από ψημένες νιφάδες σιταριού ολικής αλέσεως, νιφάδες καλαμποκιού βουτηγμένες σε σοκολάτα γάλακτος και μπουκίτσες με κακάο. Εμπλουτισμένα με ασβέστιο, σίδηρο και 8 βιταμίνες, τα νέα Chocolate Clusters αποτελούν ένα απολαυστικό και υγιεινό πρωινό.

ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ : Nέα αντηλιακά Advanced της Carroten

Η ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΑΒΕΕ λανσάρει φέτος στη σειρά Advanced της Carroten ένα νέο, πρωτοποριακό προϊόν: το αντηλιακό γαλάκτωμα σε spray με ρυθμιζόμενο δείκτη προστασίας (από 2 έως 30 SPF), που επιτρέπει στον καταναλωτή να επιλέγει το δείκτη που επιθυμεί. Το προϊόν κυκλοφορεί σε πρωτοποριακή συσκευασία, ενώ παράλληλα διατίθεται και ανταλλακτικό. Η εταιρεία προωθεί επίσης τα προϊόντα Pre-Sun (κρέμα προσώπου και γαλάκτωμα σώματος), που βελτιώνουν τους φυσικούς μηχανισμούς άμυνας της επιδερμίδας πριν από την έκθεση στον ήλιο. Είναι ενισχυμένα με βιταμίνες και ισχυρό ενυδατικό παράγοντα B-glucal.

ΑΠΟ ΤΗ SARA LEE : PRODERM για παιδιά

Τα νέα αντηλιακά Proderm για παιδιά, ειδικά μελετημένα για τις ανάγκες της ευαίσθητης βρεφικής επιδερμίδας, προστατεύουν αποτελεσματικά από την ηλιακή ακτινοβολία χάρη στα φυσικά φίλτρα που περιέχουν. Είναι δερματολογικά ελεγμένα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο στο σώμα όσο και το πρόσωπο του μωρού. Έχουν αδιάβροχη σύνθεση για να προστατεύουν ακόμα και μέσα στο νερό, ενώ είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνη Ε και ενυδατικά συστατικά για να φροντίζουν καλύτερα την βρεφική επιδερμίδα.

VAPONA spiral automatic

H SARA LEE παρουσιάζει την πρωτότυπη συσκευή Vapona spiral automatic. Ασφαλής και αθόρυβη, είναι τρεις φορές πιο αποτελεσματική από τα κοινά φιδάκια και προστατεύει για 4 ώρες, απομακρύνοντας όλα τα ενοχλητικά έντομα. Είναι εύκολη στη χρήση, διαθέτει ενσωματωμένο αναπτήρα, σπείρες που δεν σπάνε και μεταλλική βάση για τη συλλογή της στάχτης.

 

 

ΔΑΠΑΝΕΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΥΠΡΕΠΙΣΜΟΥ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία που περιλαμβάνει τις δαπάνες για την υγεία (φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, παραϊατρικές υπηρεσίες) και για τον ατομικό ευπρεπισμό.

Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει δύο ιδιαιτερότητες που την διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες καταναλωτικές δαπάνες, με εξαίρεση το τμήμα των δαπανών ατομικού ευπρεπισμού, το οποίο όμως αποτελεί το μικρότερο τμήμα στο σύνολο της κατηγορίας. Η πρώτη έγκειται στο γεγονός ότι η ζήτηση υπηρεσιών και προϊόντων υγείας δεν υπόκειται άμεσα στους νόμους της αγοράς (προσφορά και ζήτηση) και επομένως ο καταναλωτής δεν μπορεί να εκφράσει άμεσα προτίμηση ως προς την κατανάλωση ή μη των αγαθών και υπηρεσιών που εντάσσονται σε αυτή, αλλά και ως προς το ύψος της δαπάνης. Επιπλέον η συγκεκριμένη κατηγορία επηρεάζεται άμεσα από την ύπαρξη ή μη οργανωμένου συστήματος παροχών υγείας καθοριζόμενου από το εκάστοτε κράτος.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Υγείας και Ατομικού Ευπρεπισμού (σε euro/ecu κατά κεφαλήν – σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

225

309

435

500

490

500

:

Ισπανία

93

152

163

240

250

280

:

Ελλάδα

80

170

280

370

370

380

360

Ιρλανδία

94

114

210

220

230

230

250

Σουηδία

:

132

175

220

220

220

:

ΗΠΑ

1.126

1.689

2.146

2.449

2.653

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Υγείας και Ατομικού Ευπρεπισμού στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

2,2

2,3

2,5

2,9

3,2

:

Βέλγιο

2,4

3,0

3,1

3,4

3,7

4,0

:

Γερμανία

2,3

2,8

3,0

3,2

3,4

4,0

:

Δανία

2,0

1,8

1,8

2,2

2,5

2,4

:

Ισπανία

2,4

2,7

2,7

2,3

2,9

3,3

:

Φινλανδία

:

2,3

2,3

2,8

3,4

3,5

:

Γαλλία

2,6

2,7

2,8

3,1

3,5

3,7

:

Ελλάδα

2,7

2,7

3,4

3,9

4,8

5,5

5,0

Ιρλανδία

2,0

1,6

1,8

2,8

3,0

2,8

2,5

Ιταλία

1,2

1,4

1,7

2,0

2,6

3,2

3,2

Ιαπωνία

8,0

9,3

10,3

10,8

11,0

11,3

:

Λουξεμβούργο

5,6

6,9

7,0

7,2

7,3

7,3

:

Ολλανδία

2,6

3,2

3,6

3,5

3,6

3,9

:

Πορτογαλία

:

7,5

7,9

8,5

8,5

8,8

:

Σουηδία

:

:

1,3

1,4

1,8

2,3

:

Μ. Βρετανία

0,6

0,8

0,9

1,0

1,2

1,2

1,2

ΗΠΑ

9,9

11,2

13,2

14,8

17,3

17,8

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις προκύπτει ότι οι χώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος, εμφανίζουν διαφοροποιήσεις ως προς το επίπεδο των ιδιωτικών δαπανών αυτής της κατηγορίας σε σχέση με τη συνολική. Συγκεκριμένα στις ΗΠΑ καταγράφεται το υψηλότερο και διαχρονικά αυξανόμενο ποσοστό δαπανών υγείας ως προς τη συνολική δαπάνη (17,8% την περίοδο 1995-1999), καθώς το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης επιβαρύνει εξολοκλήρου τον τελικό καταναλωτή. Σημαντικά υψηλό ποσοστό και ανοδική τάση χαρακτηρίζει την οικονομία τόσο της Ιαπωνίας όσο και της Πορτογαλίας (11,3% και 8,8% αντιστοίχως την περίοδο 1995-99).

Αντίθετα χαμηλά ποσοστά παρατηρούνται στη Μ. Βρετανία, στη Σουηδία και στη Δανία, όπου υπάρχουν καλά οργανωμένα εθνικά συστήματα υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με σημαντική συμμετοχή του κράτους. Τέλος, αυξητικές τάσεις καταγράφονται στις δαπάνες της συγκεκριμένης κατηγορίας τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ελλάδα. Μ’ όλα ταύτα τα ποσοστά κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, αν και μελλοντικά αναμένεται περαιτέρω αύξηση και υποκατάσταση των δημοσίως παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από ιδιωτικές. Το σχετικό μερίδιο στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική άνοδο (από 2,7% την περίοδο 1970-1974 στο 5% το 2000), ενώ παράλληλα καταγράφεται δεκαπλασιασμός της πραγματικής κατά κεφαλήν καταναλωτικής δαπάνης της κατηγορίας. Ωστόσο σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους, την τελευταία πενταετία εκτιμάται στασιμότητα.

Συμπερασματικά λοιπόν η Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί τη γενικότερη τάση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα ποσοστά συμμετοχής της κατηγορίας των δαπανών για την υγεία και τον ατομικό ευπρεπισμό στο σύνολο των καταναλωτικών δαπανών. Η αυξητική τάση, που παρατηρείται και στην ελληνική οικονομία, είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας και της δυναμικής που χαρακτηρίζει τον κλάδο των φαρμάκων τα τελευταία χρόνια.

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σουηδία, Μ. Βρετανία), ο δημόσιος τομέας υγείας, αν και καταλαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να προσφέρει αποδοτικές και πιο ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Εκτός όμως από την ουσιαστική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας, στη συνολική αύξηση των δαπανών υγείας συμβάλλει σημαντικά και η μεγέθυνση της κατηγορίας που περιλαμβάνει δαπάνες για φαρμακευτικά προϊόντα. Το φαινόμενο της αύξησης των δαπανών για φάρμακα παρατηρείται σε όλες τις χώρες-μέλη με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Παράλληλα σε υψηλά επίπεδα κινείται και η κρατική χρηματοδότηση για νοσοκομειακή και ιατρική περίθαλψη. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ βαίνει αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Η μέση τιμή των φαρμάκων, σύμφωνα με την ανάλυση του Δείκτη Τιμών Φαρμάκων, ακολουθεί πτωτική πορεία.

ΔΑΠΑΝΕΣ ΔΙΑΡΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις δαπάνες για διαρκή αγαθά οικιακής χρήσης είναι το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής της συγκεκριμένης κατηγορίας στη συνολική καταναλωτική δαπάνη για όλες σχεδόν τις χώρες που εξετάζονται, με εξαίρεση την Ιταλία. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται οι τελικές δαπάνες για αγορά επίπλων και συμπληρωμάτων επιπλώσεων, για αγορά συσκευών θέρμανσης και μαγειρικής, για αγορά υαλικών και επιτραπέζιων σκευών, καθώς και οι τρέχουσες οικιακές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών για οικιακές υπηρεσίες.

Αναλυτικότερα, στις ΗΠΑ καταγράφεται πτωτική τάση της συμμετοχής αυτής της δαπάνης στη συνολική. Έτσι το συγκεκριμένο μερίδιο για την περίοδο 1970-1974 ήταν 7,1% επί του συνόλου, για να φτάσει κατά το 1995-1999 στο 5,8%, ποσοστό που συνιστά ένα από τα χαμηλότερα καταγεγραμμένα ανάμεσα στις χώρες που εξετάζονται. Από την άλλη πλευρά, στην Ιαπωνία αποτυπώνεται ανάλογη πτωτική πορεία με το σχετικό ποσοστό συμμετοχής να φτάνει το 5,9% την περίοδο 1995-1999. Οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούνται αντίστοιχες με εκείνες στην Ιαπωνία, μολονότι τα ποσοστά συμμετοχής εμφανίζονται ελαφρά υψηλότερα. Οι ευρωπαϊκές χώρες με υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος εμφανίζουν πτωτικούς ρυθμούς ως προς το ποσοστό συμμετοχής της εξεταζόμενης κατηγορίας στο σύνολο της καταναλωτικής δαπάνης. Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν και οι χώρες χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Ιρλανδία) με μερίδια που κινούνται κοντά στο 6%.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Διαρκών Αγαθών Οικιακής Χρήσης (σε euro/ecu κατά κεφαλήν-σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

599

874

993

950

940

960

:

Ισπανία

369

402

417

440

460

500

:

Ελλάδα

280

420

380

430

460

480

500

Ιρλανδία

252

321

450

520

620

740

800

Σουηδία

:

423

534

470

480

550

:

ΗΠΑ

458

531

698

802

868

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Στην περίπτωση της Ελλάδας διαπιστώνεται σαφής πτωτική πορεία του ποσοστού συμμετοχής των δαπανών της συγκεκριμένης κατηγορίας στη συνολική, αλλά διπλασιασμός των πραγματικών κατά κεφαλήν δαπανών κατά την τελευταία τριακονταετία. Το ποσοστό συμμετοχής στις αρχές της δεκαετίας του ’70 υπολογίζεται σε 8,1% και το 2000 σε 6,5%. Η πραγματική κατά κεφαλήν ετήσια καταναλωτική δαπάνη το 2000 εκτιμάται στα 500 ecu/euro και είναι κατώτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης η πραγματική κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη παρουσιάζει αυξητική τάση καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο με εξαίρεση το διάστημα 1980-1984, ενώ οι υψηλότεροι ρυθμοί καταγράφονται τη δεκαετία του ’70 κατ’ αντιστοιχία με τις προηγούμενες κατηγορίες που παρουσιάστηκαν. Ωστόσο την τελευταία δεκαετία εκτιμώνται υψηλοί ρυθμοί αύξησης της πραγματικής δαπάνης για την κατηγορία, ανώτεροι από τους ρυθμούς αύξησης της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Διαρκών Αγαθών Οικιακής Χρήσης στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

9,9

8,3

8,2

8,8

8,7

:

Βέλγιο

8,6

8,3

7,1

6,8

6,9

6,1

:

Γερμανία

8,8

8,6

8,0

7,6

8,0

7,4

:

Δανία

8,0

7,3

6,0

6,0

5,6

5,7

:

Ισπανία

7,1

7,1

6,5

6,3

6,3

6,1

:

Φινλανδία

:

6,2

5,9

5,8

4,8

4,5

:

Γαλλία

9,1

8,6

7,9

7,2

6,6

6,4

:

Ελλάδα

8,1

8,6

8,0

7,6

6,8

6,4

6,5

Ιρλανδία

9,5

8,7

7,8

8,0

7,1

7,2

7,1

Ιταλία

7,2

8,8

9,4

9,7

9,8

9,5

9,6

Ιαπωνία

7,6

6,2

5,9

6,1

6,1

5,9

:

Λουξεμβούργο

10,0

9,9

9,0

10,0

10,8

10,8

:

Ολλανδία

11,8

10,6

8,8

7,7

7,8

7,3

:

Πορτογαλία

:

8,5

8,3

7,5

7,0

6,7

:

Σουηδία

:

:

5,1

5,1

4,9

4,6

:

Μ. Βρετανία

7,2

7,0

6,3

6,2

5,9

6,1

6,2

ΗΠΑ

7,1

6,7

6,3

6,2

5,9

5,8

:

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

ΔΑΠΑΝΕΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ, ΥΔΡΕΥΣΗΣ, ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΥ

Σημαντική κατηγορία, τόσο από την άποψη της αναγκαιότητάς της για τη διαβίωση όσο και ως προς τη συμμετοχή της στη συνολική καταναλωτική δαπάνη, είναι αυτή των δαπανών για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμό.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύψους της δαπάνης αυτής παίζουν οι δαπάνες πραγματικών και τεκμαρτών ενοικίων ακινήτων, επισκευών και συντήρησης ακινήτων, καυσίμων, ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Η κυρίαρχη τάση που αποτυπώνεται κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι ανοδική, ενώ σε όλες τις χώρες το ποσοστό συμμετοχής της κατηγορίας αυτής στη συνολική καταναλωτική δαπάνη είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Στέγασης, Ύδρευσης, Καυσίμων και Φωτισμού (σε euro/ecu κατά κεφαλήν – σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

1.700

2.454

3.073

2.910

3.030

3.110

:

Ισπανία

758

945

972

1.050

1.080

1.150

:

Ελλάδα

370

840

1.150

1.160

1.200

1.270

1.290

Ιρλανδία

522

626

1.050

1.170

1.270

1.360

1.430

Σουηδία

:

3.102

3.243

3.310

3.300

3.310

:

ΗΠΑ

1.688

2.115

2.250

2.485

2.691

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Στις ΗΠΑ η συμμετοχή της συγκεκριμένης κατηγορίας στη συνολική δαπάνη ακολουθεί οριακά φθίνουσα πορεία, ενώ στην Ιαπωνία παρουσιάζει έντονη τάση ανόδου. Αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρατηρείται αύξηση των δαπανών για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμό, μολονότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις εντός των κρατών-μελών της ως προς το ύψος της δαπάνης. Ειδικότερα διαπιστώνονται ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα στις Σκανδιναβικές χώρες, όπως στη Σουηδία, στην οποία κατά την περίοδο 1995-1999 καταγράφεται μερίδιο ύψους 32,3%. Ανοδική τάση και υψηλά ποσοστά συμμετοχής παρουσιάζουν επίσης η Γερμανία και η Γαλλία.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Στέγασης, Ύδρευσης, Καυσίμων και Φωτισμού στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

13,1

16,3

17,4

16,9

19,5

:

Βέλγιο

17,7

19,5

23,0

22,6

22,5

24,1

:

Γερμανία

17,3

19,0

21,4

22,3

21,3

24,1

:

Δανία

19,4

23,2

26,6

26,2

28,0

27,4

:

Ισπανία

18,1

16,5

16,9

14,5

14,2

14,7

:

Φινλανδία

:

19,0

19,4

18,4

22,7

25,5

:

Γαλλία

17,3

17,9

19,7

21,0

22,8

24,1

:

Ελλάδα

17,8

15,7

16,1

16,5

17,3

17,5

17,0

Ιρλανδία

11,6

10,7

11,6

13,8

15,4

17,1

19,2

Ιταλία

14,7

13,6

14,9

16,1

17,9

19,6

19,4

Ιαπωνία

16,2

16,5

18,5

19,0

20,2

20,8

:

Λουξεμβούργο

17,2

18,4

19,7

20,6

19,8

19,8

:

Ολλανδία

13,5

15,0

18,6

19,3

19,8

21,3

:

Πορτογαλία

:

6,8

5,4

7,3

10,2

10,6

:

Σουηδία

:

:

25,9

25,3

30,4

32,3

:

Μ. Βρετανία

15,0

15,7

17,5

16,9

18,5

18,5

18,3

ΗΠΑ

18,3

18,6

19,6

18,9

18,3

18,1

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Επιπλέον στις χώρες που έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό, όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα, παρατηρούνται μικτές τάσεις. Συγκεκριμένα, στην Ισπανία η τάση είναι αρνητική και το ποσοστό συμμετοχής της κατηγορίας στο σύνολο ανέρχεται σε 14,7%, ενώ στην Πορτογαλία παρατηρείται ανοδική τάση με το ποσοστό να προσεγγίζει το 10,6% (το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Όσον αφορά την Ελλάδα, η τάση είναι οριακά αρνητική με διακυμάνσεις, αφού από 17,8% την περίοδο 1970-1974 έφτασε το 2000 στο 17%. Το ποσοστό αυτό εκτιμάται οριακά κατώτερο του μέσου ευρωπαϊκού με τάσεις σταθεροποίησης. Εντούτοις η πραγματική καταναλωτική δαπάνη κατά την εξεταζόμενη περίοδο έχει σχεδόν τριπλασιασθεί, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται θετικοί ρυθμοί μεταβολής, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα υψηλοί κατά τη δεκαετία του ’70.

ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΣΗΣ

Η δεύτερη κατηγορία που αναλύεται στο πλαίσιο της διάρθρωσης της συνολικής ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης είναι αυτή των δαπανών για την ένδυση και την υπόδηση. Στη συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνονται δαπάνες για αγορά ειδών ένδυσης και υπόδησης, για την επισκευή και τη συντήρησή τους, καθώς και για αγορές συμπληρωμάτων.

Εξετάζοντας τα δεδομένα παρατηρούμε αντιστοιχίες με την πορεία της καταναλωτικής δαπάνης για τα είδη διατροφής, τα ποτά και τον καπνό, όχι τόσο σε σχέση με το ύψος των μεριδίων της κατηγορίας στο σύνολο, αλλά σε σχέση με τη διαχρονική εξέλιξη. Η γενική τάση που επικρατεί σε όλες τις χώρες που μελετώνται είναι πτωτική με μικρές διακυμάνσεις. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με την άνοδο των ρυθμών μεγέθυνσης των οικονομιών αλλά και με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των καταναλωτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άνοδος του κατά κεφαλήν εισοδήματος και συνακόλουθα του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος αυξάνει μεν τη δαπάνη για ένδυση και υπόδηση, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες καταναλωτικής δαπάνης. Με άλλα λόγια η κατηγορία αυτή παρουσιάζει μικρή ευαισθησία στις μεταβολές του εισοδήματος, με αποτέλεσμα να μειώνεται διαχρονικά η σχετική συμμετοχή της στη συνολική καταναλωτική δαπάνη.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Ειδών Ένδυσης και Υπόδησης (σε euro/ecu κατά κεφαλήν-σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

752

907

987

880

880

880

:

Ισπανία

614

641

510

490

510

550

:

Ελλάδα

530

830

690

720

760

810

850

Ιρλανδία

296

292

430

540

690

940

1.160

Σουηδία

:

534

667

550

540

600

:

ΗΠΑ

426

551

733

816

884

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Η Ελλάδα διοχετεύει σε αυτή την κατηγορία το υψηλότερο ποσοστό δαπάνης (11% το 2000) και η Φινλανδία το χαμηλότερο (4.7%). Στις ΗΠΑ η συγκεκριμένη δαπάνη ακολουθεί αρνητική τάση, καθώς το μερίδιο της από 8,1% την περίοδο 1970-1974 προσέγγισε το 5,9% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης την περίοδο 1995-1999. Μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στην Ιαπωνία, ενώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η εικόνα είναι ανάλογη, με πτώση του ποσοστού τόσο στις χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου όσο και σε εκείνες με χαμηλότερο, όπως την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Ειδών Ένδυσης και Υπόδησης στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

9,9

9,8

9,2

8,2

6,9

:

Βέλγιο

8,4

7,6

7,2

6,9

7,1

6,1

:

Γερμανία

9,7

9,1

8,6

8,1

7,7

6,8

:

Δανία

7,5

6,5

5,9

6,1

5,4

5,1

:

Ισπανία

8,4

8,2

7,6

8,2

7,7

6,6

:

Φινλανδία

:

6,0

5,7

5,8

5,1

4,7

:

Γαλλία

8,9

7,9

7,0

6,8

6,2

5,4

:

Ελλάδα

14,8

13,5

12,9

12,2

11,4

10,9

11,0

Ιρλανδία

10,9

8,2

8,0

7,8

6,9

7,2

7,0

Ιταλία

9,0

10,3

10,7

10,6

10,0

9,5

9,0

Ιαπωνία

8,2

7,8

7,0

6,6

6,1

5,8

:

Λουξεμβούργο

9,0

8,0

6,9

6,6

5,8

5,7

:

Ολλανδία

10,7

9,1

7,7

7,9

7,4

6,3

:

Πορτογαλία

:

9,1

9,7

9,4

8,7

8,1

:

Σουηδία

:

:

7,3

7,5

6,4

5,3

:

Μ. Βρετανία

9,1

8,3

7,3

7,2

6,5

6,4

6,1

ΗΠΑ

8,1

7,3

6,5

6,3

6,0

5,9

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Η πραγματική καταναλωτική δαπάνη για τα είδη ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει ανοδική πορεία με διακυμάνσεις. Εκτιμάται ότι η αύξηση κατά την τελευταία τριακονταετία ήταν της τάξης του 50% φτάνοντας κατά το 2000 στα 850 ecu/euro κατά κεφαλήν, δαπάνη που θεωρείται υψηλή στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιτίας του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της στη συνολική καταναλωτική δαπάνη. Επιπλέον τη δεκαετία του ’70 καταγράφονται οι υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης, ενώ ακολουθεί μία περίοδο στασιμότητας. Τα τελευταία πέντε έτη σημειώνονται εκ νέου ισχυρές αυξητικές τάσεις, που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην αγορά ειδών ένδυσης και υπόδησης από πλευράς προσφοράς.

Η παρουσία του κλάδου ένδυσης και υπόδησης στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον εμφανίζει ομοιότητες με τον κλάδο των ειδών διατροφής και χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Τα τελευταία χρόνια διευρύνεται ακόμη περισσότερο λόγω των συμπράξεων και συγχωνεύσεων μιας μεγάλης μερίδας επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο χώρο.

ΔΑΠΑΝΕΣ ΕΙΔΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, ΠΟΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΠΝΟΥ

Σε πρώτη φάση διερευνώνται οι εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις σχετικά με την τελική κατανάλωση ειδών διατροφής, ποτών (αλκοολούχων και μη) και καπνού. Στην ομάδα αυτή δεν περιλαμβάνεται η κατανάλωση που γίνεται σε εστιατόρια.

Η σχετική συμμετοχή της δαπάνης αυτής της κατηγορίας στη συνολική καταναλωτική δαπάνη βαίνει μειούμενη. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στις ευρωπαϊκές χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Μ. Βρετανία, BENELUX, Σκανδιναβικές χώρες) εμφανίζει έντονη μείωση του μεριδίου της καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ η συμμετοχή των δαπανών για τρόφιμα, ποτά και καπνό βρίσκεται στο χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες (11,4% την περίοδο 1995-99), ενώ στις προαναφερθείσες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό αυτό κατά την τελευταία πενταετία κυμαίνεται μεταξύ 16% και 22% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης. Ανάλογη τάση χαρακτηρίζει και την κατανάλωση στην Ιαπωνία, όπου το μερίδιο από 28,8% στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 έφτασε στο 19,9% κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄90.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Ειδών Διατροφής, Ποτών και Καπνού (σε euro/ecu κατά κεφαλήν – σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

1.627

2.017

2.257

2.050

2.040

2.110

:

Ισπανία

1.385

1.716

1.434

1.460

1.510

1.580

:

Ελλάδα

1.190

1.380

1.450

1.480

1.540

1.590

1.650

Ιρλανδία

1.259

1.499

1.570

1.650

1.730

1.790

1.830

Σουηδία

:

1.933

1.916

1.930

1.930

1.970

:

ΗΠΑ

1.547

1.537

1.512

1.562

1.692

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Ειδών Διατροφής, Ποτών και Καπνού στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

23,4

21,3

19,7

17,5

15,6

:

Βέλγιο

28,6

25,3

22,5

21,9

19,5

17,8

:

Γερμανία

24,6

22,0

21,1

19,2

17,6

16,1

:

Δανία

28,4

25,6

24,2

21,4

20,0

18,3

:

Ισπανία

33,7

31,4

28,8

24,3

21,4

19,6

:

Φινλανδία

:

29,3

27,6

25,3

23,5

19,5

:

Γαλλία

24,7

22,5

20,8

19,8

18,8

18,2

:

Ελλάδα

32,3

31,1

28,5

26,4

23,7

21,8

21,4

Ιρλανδία

35,2

35,5

33,8

27,9

23,9

20,2

17,2

Ιταλία

37,5

33,5

28,4

24,2

21,0

18,4

17,0

Ιαπωνία

28,8

27,0

23,8

21,4

20,2

19,9

:

Λουξεμβούργο

27,4

25,0

23,7

21,5

18,5

18,2

:

Ολλανδία

27,4

23,6

22,2

18,6

17,2

15,7

:

Πορτογαλία

:

37,8

35,2

31,0

26,4

24,2

:

Σουηδία

:

:

23,8

22,2

19,7

17,6

:

Μ. Βρετανία

32,6

30,8

27,6

23,6

20,9

18,9

17,5

ΗΠΑ

17,9

16,7

14,9

12,9

11,9

11,4

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Πίνακας 3. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Ειδών Διατροφής και Μη Αλκοολούχων Ποτών στη συνολική δαπάνη.



















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

19,3

17,7

16,2

14,6

13,0

:

Βέλγιο

23,3

20,5

18,0

17,9

15,7

14,0

:

Γερμανία

19,0

17,2

16,4

14,8

13,5

12,2

:

Δανία

19,6

17,9

17,0

14,9

14,3

13,4

:

Ισπανία

:

:

:

:

:

16,6

:

Φινλανδία

:

22,7

21,2

18,9

16,7

13,8

:

Γαλλία

20,5

18,9

17,5

16,7

15,7

14,7

:

Ελλάδα

29,4

28,5

25,6

23,1

19,6

17,4

16,9

Ιρλανδία

28,0

28,6

26,9

21,6

17,6

13,9

10,7

Ιταλία

32,0

29,4

25,0

21,3

18,4

15,9

14,6

Λουξεμβούργο

22,9

19,4

16,2

14,3

12,0

:

:

Ολλανδία

22,0

18,7

17,6

14,7

13,6

12,4

:

Πορτογαλία

:

33,9

31,6

26,7

22,0

20,0

:

Σουηδία

:

:

18,1

17,1

14,9

13,3

:

Μ. Βρετανία

20,2

19,1

16,5

13,6

12,0

10,6

9,6

ΗΠΑ

14,3

13,5

12,0

10,3

9,5

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Πίνακας 4. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Αλκοολούχων Ποτών και Καπνού στη συνολική δαπάνη.

















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

4,2

3,6

3,5

2,8

2,7

:

Βέλγιο

5,3

4,8

4,5

4,0

3,7

3,8

:

Γερμανία

5,7

4,8

4,7

4,4

4,1

3,9

:

Δανία

8,8

7,7

7,3

6,5

5,7

4,9

:

Φινλανδία

:

6,6

6,4

6,5

6,8

5,8

:

Γαλλία

4,2

3,6

3,3

3,1

3,1

3,4

:

Ελλάδα

2,9

2,6

2,9

3,3

4,1

4,4

4,5

Ιρλανδία

7,3

6,9

6,9

6,3

6,3

6,3

6,5

Ιταλία

5,5

4,1

3,4

3,0

2,6

2,5

2,4

Λουξεμβούργο

4,5

5,7

7,4

7,2

6,9

:

:

Ολλανδία

5,4

5,0

4,6

3,9

3,6

3,3

:

Πορτογαλία

:

4,0

3,6

4,3

4,3

4,1

:

Σουηδία

:

:

5,8

5,1

4,8

4,2

:

Μ. Βρετανία

12,4

11,7

11,1

10,0

8,9

8,2

7,9

ΗΠΑ

3,6

3,2

2,9

2,6

2,4

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεωρούνται αναπτυσσόμενες (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) ακολουθούν την ίδια τάση, η οποία χαρακτηρίζεται από ταχεία πτώση του καταναλωτικού μεριδίου της δαπάνης για την κατηγορία αλκοολούχων ποτών και καπνού. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στις εξεταζόμενες χώρες όσον αφορά το ύψος του καταναλωτικού μεριδίου που διοχετεύεται στη συγκεκριμένη κατηγορία (αντιπροσωπεύει το 21% περίπου της συνολικής δαπάνης του 2000). Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ποσοστό αυτό ήταν κοντά στο 33%. Ωστόσο, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού που καταλαμβάνει η συγκεκριμένη καταναλωτική δαπάνη στη συνολική, τα τελευταία έτη καταγράφεται υψηλή ετήσια κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη (1.650 ecu/euro το 2000).

Η μεταβολή της πραγματικής κατά κεφαλήν καταναλωτικής δαπάνης για την κατηγορία αυτή, μολονότι αυξητική, δεν ακολουθεί τους ρυθμούς αύξησης της πραγματικής συνολικής καταναλωτικής δαπάνης. Ο υψηλότερος ρυθμός αύξησης παρατηρείται κατά την περίοδο 1975-1979 (3,6%), η οποία ακολουθείται όμως από μία περίοδο μείωσης (-1,1% το 1980-1984). Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται άνοδος της τάξης του 2,5% έναντι 3% της συνολικής πραγματικής δαπάνης.

Όπως προαναφέρθηκε, η μείωση του μεριδίου της συγκεκριμένης κατηγορίας στην Ελλάδα ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα αίτια γι’ αυτή τη συνεχή πτώση μπορούν εν μέρει να αναζητηθούν στις δημογραφικές εξελίξεις που παρατηρούνται στη χώρα. Ειδικότερα, η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού που ανήκει στην ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω, ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του μέσου μεγέθους του νοικοκυριού (λιγότερα μέλη λόγω αύξησης του κόστους ζωής), δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό τη συνεχή πτώση του μεριδίου. Επίσης οι αλλαγές στη δομή της αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια (π. χ. αυξανόμενο ποσοστό γυναικών που εισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία) αποτελούν ερμηνευτικό παράγοντα της μείωσης του καταναλωτικού μεριδίου των ειδών διατροφής εντός οικίας και των μη αλκοολούχων ποτών (χυμοί, αναψυκτικά, μεταλλικά νερά, κλπ.), το οποίο καταλαμβάνει βέβαια το μεγαλύτερο ποσοστό της ευρύτερης κατηγορίας που εξετάζεται. Είναι αξιοσημείωτο το ότι ορισμένες μεταβολές στη σύνθεση του ελληνικού νοικοκυριού, όπως είναι ο αυξανόμενος αριθμός των νοικοκυριών που αποτελούνται από ένα άτομο, καθώς και η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων σχετικά με τη διατροφή (προτίμηση σε έτοιμα φαγητά) συμβάλλουν στην πτωτική πορεία της σχετικής συμμετοχής της συγκεκριμένης κατηγορίας στο σύνολο της καταναλωτικής δαπάνης.

Η κατηγορία των αλκοολούχων ποτών (μπύρες, κρασί, κλπ.) και του καπνού εμφανίζει ιδιαίτερα δυναμική πορεία. Σε αντίθεση με την κατηγορία των ειδών διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών, η σχετική συμμετοχή των κατά κεφαλήν δαπανών της συγκεκριμένης κατηγορίας στο σύνολο παρουσιάζει αυξητική τάση, καθώς το ποσοστό κατά την τελευταία τριακονταετία σχεδόν διπλασιάσθηκε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, που παρουσιάζουν μείωση ή στην καλύτερη περίπτωση στασιμότητα. Ταυτόχρονα καταγράφεται σημαντικότατη αύξηση της κατά κεφαλήν πραγματικής καταναλωτικής δαπάνης. Συγκεκριμένα τις περιόδους 1970-1974 και 1975-1979 η αύξηση αυτή ανήλθε σε 10,7% και 14,2% αντιστοίχως. Πάντως τα τελευταία χρόνια η άνοδος είναι περιορισμένη και χαμηλότερη της ανόδου της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 1977 ΕΩΣ ΤΟ 2000

  • Ο συνολικός αριθμός των καταστημάτων τροφίμων μειώθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία κατά 44,5%.
  • Όπως είναι εύλογο, η μείωση αυτή προέρχεται από εκείνα που ονομάζουμε παραδοσιακά καταστήματα (-51,4%).
  • Ταυτόχρονα αυξήθηκαν κατά 755%(!) τα καταστήματα με 2+ ταμειακές μηχανές, δηλαδή εκείνα που ορίζουμε ως σούπερ μάρκετ (έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα τις αρχές της δεκαετίας του ‘70).
  • Αυτές οι τάσεις περιλαμβάνουν:
  • Το κλείσιμο κάποιων ανεξάρτητων 2+ καταστημάτων, αλλά και το ταυτόχρονο άνοιγμα ίδιου τύπου καταστημάτων από μεγάλες αλυσίδες,
  • Τη μετεξέλιξη κάποιων τύπων καταστημάτων (βλ. ψιλικά, γαλακτοπωλεία) σε μικρά καταστήματα τροφίμων.
  • Χαρακτηριστικό στοιχείο των εξελίξεων των τελευταίων χρόνων είναι η συνεχιζόμενη συγκέντρωση των πωλήσεων στις μεγάλες αλυσίδες:
  • Το 2000 το 13,2% των καταστημάτων (δηλ. 2+) πραγματοποίησε το 81% των συνολικών πωλήσεων των καταστημάτων τροφίμων.
  • Το 1999 το 12,6% των καταστημάτων (δηλ. 2+) πραγματοποίησε το 80% των πωλήσεων των καταστημάτων τροφίμων.
  • Το 1998 το 11,6% των καταστημάτων (δηλ. 2+) πραγματοποίησε το 76% των πωλήσεων των καταστημάτων τροφίμων.
  • Το 1995 το 10,4% των καταστημάτων (δηλ. 2+) πραγματοποίησε το 69% των πωλήσεων των καταστημάτων τροφίμων.

Συρρίκνωση του αριθμού των καταστημάτων τροφίμων ανά περιοχή

Σε ό,τι αφορά τις περιοχές, η μεγαλύτερη συρρίκνωση του αριθμού των καταστημάτων τροφίμων την τελευταία εικοσιπενταετία παρατηρείται στην Αττική (-59,2%) και ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά οι παρακάτω περιοχές:

  • βόρεια Ελλάδα (-44,6%),
  • κεντρική Ελλάδα (-43,8%),
  • Πελοπόννησος + Κρήτη (-35,8%),
  • Θεσσαλονίκη (καταλαμβάνει την τελευταία θέση με ποσοστό -18,7%)

Καταστήματα Καλλυντικών & Φαρμακεία

  • Ο αριθμός των καταστημάτων καλλυντικών παρέμεινε σχεδόν σταθερός σε σχέση με το 1999, ενώ σημειώνει σημαντική πτώση της τάξης του 21% σε σχέση με το 1978. Ο κύριος λόγος είναι η συνεχιζόμενη συγκέντρωση των πωλήσεων σε 4 μόνο αλυσίδες.
  • Αντίθετα ο αριθμός των φαρμακείων έχει σημειώσει θεαματική άνοδο από το 1978 (187%), αντικατοπτρίζοντας την πληθυσμιακή ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων.

Ψιλικά & Περίπτερα

  • Ο αριθμός των περιπτέρων παραμένει σχετικά σταθερός κατά την τελευταία εικοσαετία. Νέα περίπτερα ανοίγουν ως συνέπεια της αστυφιλίας, ενώ άλλα κλείνουν σε περιοχές όπου σημειώθηκε μετακίνηση του πληθυσμού προς τα μεγάλα αστικά κέντρα ή το εξωτερικό.
  • Αντίθετα τα περισσότερα ψιλικά, αν δεν έκλεισαν, προσέθεσαν συν τω χρόνω περισσότερες κατηγορίες προϊόντων και έτσι μεταμορφώθηκαν σε μικρά καταστήματα τροφίμων. Παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου τους βασίζεται ακόμα σε τσιγάρα και τύπο συνεχίζει να τα διαφοροποιεί από τα αμιγή καταστήματα τροφίμων.

Φούρνοι

  • Μεγάλα καταστήματα τροφίμων διαθέτουν πλέον μη συσκευασμένο ψωμί, κατακτώντας έτσι ένα σημαντικό ποσοστό των πωλήσεων στην αγορά του ψωμιού. Από την άλλη πλευρά σχηματίστηκαν –κυρίως μέσω franchising– μικρές αλυσίδες αρτοποιείων βασιζόμενες στη σημαντική ανάπτυξη της αγοράς προϊόντων με βάση το αλεύρι (αρτοποιήματα). Οι δύο αυτές τάσεις αλληλοεξουδετερώθηκαν και ο συνολικός αριθμός φούρνων αυξήθηκε οριακά.

Γαλακτοπωλεία

  • Τα γαλακτοπωλεία σχηματίστηκαν κατά τις δεκαετίες ' 60 – ' 70, όταν τα μικρά καταστήματα τροφίμων δεν είχαν ψυγεία. Τα μόνα καταστήματα εκτός των μεγάλων που διέθεταν ψυγεία ήταν εκείνα τα οποία διακινούσαν σχεδόν αποκλειστικά γαλακτοκομικά προϊόντα. Στο πέρασμα του χρόνου σχεδόν όλα τα καταστήματα τροφίμων τοποθέτησαν ψυγεία και κατά συνέπεια άρχισαν να εμπορεύονται και γαλακτοκομικά προϊόντα. Από την άλλη πλευρά τα γαλακτοπωλεία, προσθέτοντας κατηγορίες, μεταμορφώθηκαν σε μικρά καταστήματα τροφίμων. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος της συνεχόμενης συρρίκνωσης του αριθμού αυτών των καταστημάτων. Η απογραφή του 2000 επιβεβαίωσε την τάση αυτή που θα οδηγήσει κατά τα επόμενα 3-4 χρόνια στην εξαφάνιση των αμιγώς γαλακτοπωλείων.

 

σελφ σέρβις : 30 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ, 30 ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΟΔΟΥ

Δεν είναι εύκολο να περιδιαβείς ένα αρχείο 40 τόμων και να ανακαλέσεις στη μνήμη σου όσα έγιναν επί τρεις δεκαετίες για να στηθεί αυτό το περιοδικό, το «σελφ σέρβις». Με αφορμή τη συμπλήρωση των τριάντα χρόνων από τη «γέννησή» του, θα παρουσιάσουμε μερικούς από τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του.

Συνοπτικά, λιτά, τηλεγραφικά σχεδόν θα επιχειρήσουμε να ανασυστήσουμε αυτές τις ξεχωριστές στιγμές. Δεν μπορούμε όμως να αποτυπώσουμε με λέξεις την προσπάθεια, το κέφι, τον ενθουσιασμό των συνεργατών που εργάστηκαν και εργάζονται όλα αυτά τα χρόνια για την έκδοση του περιοδικού μας. Τα συγχαρητήρια και οι έπαινοι που δέχεται το «σελφ σέρβις» είναι η καλύτερη επιβράβευση του έργου τους.

1. Λίγη… «προϊστορία»

Πριν από 40 χρόνια, το 1962, ο Δημήτρης Μιχαηλίδης γράφει τα κείμενα για μία ραδιοφωνική εκπομπή με τον τίτλο «Πίσω από τη βιτρίνα…», που μεταδίδεται από το Ε.Ι.Ρ. και απευθύνεται στο μέσο καταστηματάρχη της χώρας. Το 1961 είχε παρακολουθήσει μαθήματα λιανεμπορίου και διαφήμισης στο Λονδίνο και είχε εντυπωσιαστεί από τα διεθνή επιτεύγματα στο συγκεκριμένο τομέα. Η εκπομπή σημείωσε μεγάλη επιτυχία και πολλοί ακροατές από όλη την Ελλάδα ζητούσαν να έχουν τα κείμενά της. Τα κείμενα αυτά, διασκευασμένα, αποτέλεσαν την ύλη ενός βιβλίου με τίτλο «Πίσω από τη βιτρίνα», που εξέδωσε τον επόμενο χρόνο το περιοδικό «Δημοσιότης». Το «Πίσω από τη βιτρίνα» είχε απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και το 1963 ο κ. Κώστας Βερόπουλος ζήτησε να γίνει επανέκδοσή του και να περιληφθούν σε ορισμένες σελίδες του τα προϊόντα της εταιρείας –τότε– Ν. ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΥΙΟΙ. Έτσι κυκλοφόρησε με αρκετές αλλαγές και πιο εκλαϊκευμένο ένα καινούργιο βιβλίο, «Το Σύγχρονο Παντοπωλείο», το οποίο διένειμε η εταιρεία δωρεάν σε χιλιάδες παντοπώλες-συνεργάτες της. Στη συνέχεια ο κ. Σαμούρκας της BRAVO εξέδωσε κάποια κεφάλαιά του σε ξεχωριστή ανατύπωση. Αυτές οι εκδόσεις αποτέλεσαν τον… πρόγονο του «σελφ σέρβις». Η ιδέα για τη δημιουργία ενός περιοδικού άρχισε να υλοποιείται μετά από αρκετά χρόνια, όταν ο Δ. Μιχαηλίδης μελετούσε το περιοδικό «SELF SERVICE REVIEW» στο Βρετανικό Ινστιτούτο Μάρκετινγκ. Αντιλαμβανόμενος την εξάπλωση των νέων συστημάτων λιανεμπορίου, που μόλις τότε έφταναν στην Ελλάδα, αποφάσισε μετά από πολλές συζητήσεις με ειδικούς να ξεκινήσει την έκδοση του «σελφ σέρβις» το 1972.

2. Το πρώτο τεύχος, Ιούνιος 1972

Τον Ιούνιο του 1972, με παρότρυνση σημαντικών εκπροσώπων του λιανεμπορίου, εκδίδεται από μία μικρή ομάδα συνεργατών ένα μικρό… λιανό τεύχος μόλις 48 σελίδων. Το περιοδικό γίνεται δεκτό με ενδιαφέρον και το «τολμηρό» για την εποχή του (λόγω δικτατορίας) εξώφυλλο, με μία κοπέλα που φορούσε μίνι, σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Λάβαμε αρκετές επιστολές τότε και είναι χαρακτηριστικό το γράμμα του παλαιού Αθηναίου παντοπώλη, κ. Παν. Τσαφούλια (βλ. φωτ.).

3. Ξεκίνημα με φιλοδοξίες

Δεν αρκεί όμως μόνο η έκδοση του «σελφ σέρβις». Αμέσως ξεκινούν παράλληλες δραστηριότητες, όπως η συλλογή στατιστικών στοιχείων, η δημοσίευση της απογραφής των καταστημάτων τροφίμων MARKETEL (που γίνεται το 1974 σε συνεργασία με τη γνωστή εταιρεία ερευνών P.R.C.), αλλά κυρίως η έκδοση τευχών με οργανωτικά θέματα (π.χ. Νο. 5: «Πως θα μετατρέψετε το παντοπωλείο σε σελφ σέρβις») και σειράς τευχών μετά το Νο. 20 με μεγάλα αφιερώματα (π.χ. «Οργάνωση και εξοπλισμός του σελφ σέρβις»).

4. Τεύχη βιβλιοθήκης

Από την αρχή της εκδοτικής μας δραστηριότητας αναλάβαμε την έκδοση μεγάλων τευχών βιβλιοθήκης με ειδικά αντικείμενα. Παράδειγμα, τα πολυσέλιδα έκτακτα τεύχη με το νέο «Αγορανομικό Κώδικα», τον «Υγειονομικό Κανονισμό για τα εργαστήρια και καταστήματα τροφίμων και ποτών», τον «Κανονισμό πυροσβεστικών μέτρων προστασίας» κ.ά.

5. Σύνδεση με ΣΕΣΜΕ

Το περιοδικό μας πίστεψε εξ αρχής στη νέα μορφή του λιανεμπορίου που εξέφραζε το σούπερ μάρκετ. Για το λόγο αυτό σταθήκαμε πάντοτε πλάι στους αγώνες του ΣΕΣΜΕ και βοηθήσαμε στις εκδηλώσεις και τις εκδόσεις του, παρά την υβριστική εκστρατεία εναντίον μας από διάφορες πλευρές, πολιτικές και συνδικαλιστικές.

6. Μάχη με το Υπουργείο Εμπορίου

Από το 1982 αρχίζει μία πολύχρονη μάχη ενάντια στις αλλοπρόσαλλες αποφάσεις των υπουργών Εμπορίου και στις αυθαιρεσίες των τοπικών αρχών στις νομαρχίες και τους δήμους. Στη δεκαετία μεταξύ 1981-1990 τα μισά εξώφυλλα και κύρια άρθρα του «σελφ σέρβις» αναφέρονται στη λανθασμένη πολιτική του Υπουργείου Εμπορίου.

7. Ξεκινούν τα ειδικά έντυπα

 Πριν κλείσουν δέκα χρόνια από την έκδοση του «σελφ σέρβις», αρχίζει η κυκλοφορία μίας σειράς χρήσιμων εντύπων που απευθύνονται στο λιανεμπόριο ή τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ. Ένα από αυτά τα ειδικά έντυπα είναι το «Καλώς όρισες στο σούπερ μάρκετ», το οποίο επανεκδόθηκε πολλές φορές.

8. Οδηγός Μάρκετινγκ Ελλάδος

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μας εντάσσεται και η έκδοση του «Οδηγού Μάρκετινγκ» σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Μάρκετινγκ της ΕΕΔΕ. Ήταν ένας τόμος 250 σελίδων με πολλά χρήσιμα στατιστικά στοιχεία και με κατάλογο των μελών του Ινστιτούτου (εκδόθηκε τρεις φορές).

9. Η πρώτη χαρτογράφηση

Το 1978 κυκλοφόρησε «Η απογραφή των καταστημάτων λιανεμπορίου τροφίμων της Πρωτεύουσας». Η απογραφή αυτή, καρπός μιας δειλής αρχικά προσπάθειας, εξελίχθηκε στη συνέχεια στην έκδοση «Χαρτογράφηση του κλάδου των σούπερ μάρκετ» για να οδηγήσει τελικά στη δημιουργία του περιοδικού «Πανόραμα των Ελληνικών σούπερ μάρκετ».

10. Μία δεκαετία επιμόρφωσης και εκπαίδευσης

Σε ένα πανηγυρικό τεύχος για τη δεκαετή πορεία του περιοδικού μας συμπεριλήφθηκε μία ξεχωριστή επιμορφωτική έκδοση 150 σελίδων, που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επαγγελματίες για πολλά χρόνια. Αυτό το ειδικό τεύχος (Νο 102), λόγω της μεγάλης ζήτησης, επανεκτυπώθηκε δύο φορές και πολλά τμήματά του αναδημοσιεύθηκαν σε επόμενα τεύχη.

11. Εκδηλώσεις ΣΕΣΜΕ

Η στενή συνεργασία με τον ΣΕΣΜΕ άρχισε ταυτόχρονα με την ίδρυσή του και συνεχίστηκε όλα αυτά τα χρόνια με πολλές εκδηλώσεις, όπως σεμινάρια, διαλέξεις, συνέδρια και ημερίδες, των οποίων την οργάνωση είχε αναλάβει το επιτελείο του «σελφ σέρβις». Οι περισσότερες πραγματοποιήθηκαν με τη συμμετοχή εκατοντάδων επιχειρηματιών και στελεχών των επιχειρήσεων.

12. Οι κομπιούτερ έφτασαν

Μόλις εμφανίστηκαν οι πρώτες μορφές μηχανογραφικής επεξεργασίας, το «σελφ σέρβις» άρχισε μία σειρά ερευνών και ρεπορτάζ για τα κομπιούτερ και τις νέες τεχνολογικές εφαρμογές. Στη δεκαετία του '80 πολλές σελίδες κάθε τεύχους αφιερώθηκαν σε θέματα τεχνολογίας, ενώ καθιερώθηκε και ειδικό τμήμα, το «Retail Technology». Παράλληλα κυκλοφόρησαν και ανάτυπα των μεγάλων αυτών αφιερωμάτων.

13. Έρευνες… Έρευνες… Έρευνες!

Από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού μας δημοσιεύσαμε σελίδες επί σελίδων με τα στατιστικά στοιχεία από τις –λίγες– απογραφές λιανεμπορίου της ΕΣΥΕ και από τις έρευνες των Ινστιτούτων Έρευνας. Με τη συνεργασία της NIELSEN από το 1977 και της IRI από το 1998 δώσαμε στη διψασμένη αγορά μας πολυάριθμες αναλύσεις σχετικά με το ελληνικό και διεθνές λιανεμπόριο, αλλά και στοιχεία για την παραγωγή, τις εισαγωγές και την κατανάλωση των προϊόντων.

14. Ο καθρέφτης των διεθνών εξελίξεων

Το «σελφ σέρβις» μεταφέρει μέσα στις σελίδες του τον παλμό των διεθνών εξελίξεων για όλο το κύκλωμα διανομής καταναλωτικών αγαθών. Έχοντας παρουσιάσει εκατοντάδες παραδείγματα ξένων λιανεμπορικών μονάδων και άφθονα παραδείγματα σχετικά με τα νέα συστήματα οργάνωσης που εφαρμόζονται στις ξένες χώρες, γίνεται το 1987 μέλος του «Ευρωπαϊκού Ομίλου Περιοδικών Διανομής» (EUROPEAN DISTRIBUTION PRESS GROUP), στον οποίο ανήκουν τα παρακάτω περιοδικά: Αγγλία: THE GROCER, Αυστρία: REGAL, Γαλλία: POINTS DE VENTE, Γερμανία: LEBENSMITTEL PRAXIS, Ελβετία: HANDEL HEUTE, Ισπανία: DISTRIBUTION ACTUALIDAD, Πορτογαλία: DISTRIBUCAO HOJE, Σουηδία: SUPERMARKET, Ολλανδία: FOOD MAGAZINE και Ουγγαρία : HUNGRO REGAL.

15. Η Eurostat με στοιχεία «σελφ σέρβις»

Το «σελφ σέρβις» θεωρείται, σε διεθνές επίπεδο, ως η πιο έγκυρη πηγή πληροφόρησης για τα θέματα της ελληνικής διανομής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επίσημη ετήσια έκδοση του Eurostat, «Retailing in European Economic Area», αναφέρει το περιοδικό μας ως μέσο ενημέρωσης για την εξέλιξη του ελληνικού λιανεμπορίου. Αλλά και τα βρετανικά πανεπιστήμια της Οξφόρδης, Μάντσεστερ, Λέιτσεστερ και Στέρλινγκ, που έχουν ειδικά τμήματα σπουδών για το λιανεμπόριο, παραπέμπουν τους φοιτητές τους στο «σελφ σέρβις», από το οποίο αντλούν επίσης πληροφορίες για τις μελέτες τους το Γερμανικό Ινστιτούτο «European Handelinstitut» (EMI) και το αντίστοιχο αγγλικό «Corporate Intelligence on Retailing».

16. Το «Λιανεμπόριο-Χονδρεμπόριο» προβάλλει τα μεγάλα θέματα

Το 1985 έκανε την εμφάνισή της μία νέα πολυσέλιδη έκδοσή μας, «Λιανεμπόριο-Χονδρεμπόριο», στην οποία αναλύονται μεγάλα θέματα του ελληνικού και διεθνούς λιανεμπορίου, αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Στην αρχή κυκλοφορούσε σε κάθε ΔΕΤΡΟΠ. Στη συνέχεια αποτέλεσε μία ειδική έκδοση αφιερωμένη κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο θέμα, όπως στη στατιστική αποτύπωση του λιανεμπορίου, στην τεχνολογία του καταστήματος, στο μάνατζερ του καταστήματος και στη χαρτογράφηση του κλάδου των σούπερ μάρκετ –η τελευταία εξελίχθηκε στο «Πανόραμα των Ελληνικών σούπερ μάρκετ».

17. Τα συνέδρια των σούπερ μάρκετ

Αξιόλογη δραστηριότητα ανέπτυξε το περιοδικό μας στην αρχή της δεκαετίας του '90, με δύο Συνέδρια ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ '92 και '93, τα οποία πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του ΣΕΣΜΕ και με τη χορηγία της ΤΡΙΑ ΕΨΙΛΟΝ. Ήταν δύο επιτυχημένες εκδηλώσεις, που συγκέντρωσαν εκατοντάδες συνέδρους από όλη την Ελλάδα. Με ομιλητές ξένους αλλά και Έλληνες ειδικούς και πεπειραμένα στελέχη λιανεμπορικών και προμηθευτικών εταιρειών, παρουσιάστηκαν τα επίκαιρα θέματα του κλάδου. Και τα δύο συνέδρια αποτέλεσαν την απαρχή ενός έντονου προβληματισμού που οδήγησε σταδιακά στον εκσυγχρονισμό και στην καλύτερη οργάνωση των αλυσίδων λιανεμπορίου.

18. Το ευρωπαϊκό συνέδριο λιανεμπορίου

Το επιτελείο του «σελφ σέρβις» μετείχε στην ομάδα οργάνωσης ενός σημαντικού πανευρωπαϊκού συνεδρίου από τον EDPG (European Distribution Press Group), το συλλογικό όργανο των ευρωπαϊκών περιοδικών που ασχολούνται με τη διανομή. Το θέμα του ήταν «Retail Trends 2001» και έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1992 στο Μόντε Κάρλο. Με τη συμμετοχή δεκάδων συνέδρων από την Ελλάδα, το συνέδριο αυτό έδειξε το δρόμο που θα ακολουθούσε το ευρωπαϊκό λιανεμπόριο στην επόμενη δεκαετία.

19. Οργανώνεται η Data Bank

Από πολύ νωρίς αρχίζει η μηχανογράφηση της δραστηριότητάς μας. Στην αρχή μηχανογραφείται το αρχείο συνδρομών και στη συνέχεια οργανώνεται μία «Τράπεζα Στοιχείων» (Data Bank). Με ένα ειδικό software (που σήμερα έχει εκσυγχρονιστεί) συγκεντρώνονται πληροφορίες για επιχειρήσεις και προϊόντα που μπορούν να ομαδοποιηθούν και να μας δώσουν συγκρίσιμα στοιχεία. Η Data Bank αποτέλεσε τη βάση για τις ειδικές εκδόσεις μας «Πανόραμα των Ελληνικών σούπερ μάρκετ», «Οδηγός Χονδρεμπορίου και Διανομής», «Οδηγός Προϊόντων Ευρείας Κατανάλωσης» κ.ά.

20. Το «σελφ σέρβις» προβάλλει το ECR

 Η ίδρυση του ECR Hellas από κορυφαία στελέχη των προμηθευτών και λιανέμπορων ενθαρρύνει τις νέες οργανωτικές μεθόδους ανάπτυξης της παραγωγικότητας σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας. Το «σελφ σέρβις» προβάλλει και υποστηρίζει ένθερμα αυτή την προσπάθεια με δημοσιεύματα, ανάτυπα και ειδικά τεύχη.

21. «Το Μαγαζί μας», μία νέα δυναμική έκδοση

Εκτός από το αναγνωστικό κοινό του «σελφ σέρβις» υπήρχε και υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων προοδευτικών επιχειρηματιών που είχαν ανάγκη από ενημέρωση και επιμόρφωση. Για το λόγο αυτό το 1996 εκδίδεται ένα ειδικό διμηνιαίο περιοδικό (από το 2001 έγινε μηνιαίο) που περιλαμβάνει αρθρογραφία, ειδήσεις, ανάλυση των νέων τεχνικών του λιανεμπορίου, ενημέρωση για τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και χρήσιμη ύλη πάνω στα καταναλωτικά προϊόντα, τη νομοθεσία κ.ά.

22. Οι μεγάλοι Οδηγοί

Στη δεκαετία 1990-2000 εκδίδονται μεγάλοι και πρακτικοί οδηγοί, με πλούσιο υλικό. Σε τέσσερις εκδόσεις κυκλοφορεί ο «Οδηγός Προϊόντων Ευρείας Κατανάλωσης», ο οποίος συγκεντρώνει στοιχεία για την παραγωγή, διανομή και προώθηση των προϊόντων στην ελληνική αγορά σε περισσότερους από 500 πίνακες και για 85 κατηγορίες προϊόντων –η τελευταία του έκδοση αριθμούσε 800 σελίδες. Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα εκδίδεται ο «Οδηγός Οργάνωσης και Εξοπλισμού Καταστημάτων Λιανεμπορίου 1997», με αναλυτική πληροφόρηση για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες εξοπλισμού λιανεμπορικών καταστημάτων, αλλά και πλήρη κατάλογο 1.100 επιχειρήσεων του κλάδου. Στη συνέχεια εκδίδεται και ο «Οδηγός Διανομής και Χονδρεμπορίου 1999», στον οποίο καταγράφονται όλα τα στοιχεία μίας απογραφής σε 2.000 επιχειρήσεις διανομής όλης της χώρας.

23. Το «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ»

Έχοντας συγκεντρώσει ικανά στοιχεία για την ετήσια δραστηριότητα του κλάδου των σούπερ μάρκετ, εκδώσαμε το 1995 το πρώτο τεύχος του «Πανοράματος», με πλούσιο υλικό που προερχόταν κυρίως από την Data Bank των εκδόσεών μας. Το «Πανόραμα» αποτέλεσε μία βασική εκδοτική προσπάθεια, η οποία συνεχίζεται με επιτυχία.

24. Ενημέρωση μέσω internet

Για πρώτη φορά επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε ένα site στο internet το 1998. Η ιστοσελίδα της εταιρείας περιλάμβάνε τα κυριότερα περιεχόμενα του κάθε τεύχους, ειδήσεις και ορισμένες έρευνες από τα περιοδικά «σελφ σέρβις» και «Το Μαγαζί μας». Σήμερα βρίσκεται σε φάση αναδιάρθρωσης.

25. «Αλλάζει ο καταναλωτής»

Το 1999 οργανώνεται μία σημαντική ημερίδα με θέμα «Αλλάζει ο καταναλωτής, αλλάζει το λιανεμπόριο». Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα από την ημερίδα αυτή ήταν η παράλληλη έκδοση με τον ίδιο τίτλο (στη σειρά εκδόσεών μας «Λιανεμπόριο-Χονδρεμπόριο»), στην οποία περιλαμβάνονταν σημαντικά στοιχεία από διεθνείς και ελληνικές μελέτες σχετικά με τις αλλαγές στην κατανάλωση, στις κοινωνικές συνθήκες και στη λειτουργία του λιανεμπορίου.

26. Η ComCenter αναλαμβάνει το «σελφ σέρβις»

 Στα μέσα του 1999 η εταιρεία ComCenter, των Αρη Δριμαρόπουλου και Αναστάσιου Ξύδη, εξαγοράζει τις «Εκδόσεις Μιχαηλίδη» και με νέα ορμή συνεχίζει με το ίδιο επιτελείο την εκδοτική προσπάθεια.

 27. «Ο Άτλας του Ελληνικού Λιανεμπορίου»

Η ComCenter επεκτείνει την ποικιλία των εκδόσεών της και εκδίδει ένα νέο εργαλείο δουλειάς, το «Ο Άτλας του Ελληνικού Λιανεμπορίου Τροφίμων», στο οποίο παρουσιάζονται τα πιο δυναμικά μικρομεσαία καταστήματα τροφίμων σε όλους τους νομούς της χώρας.

28. «Το Λιανεμπόριο στη Νέα Οικονομία»

Με τη συμμετοχή 650 στελεχών από το λιανεμπόριο και τις προμηθευτικές εταιρείες πραγματοποιείται στις αρχές του 2001 μία απόλυτα επιτυχημένη ημερίδα των εκδόσεών μας με τίτλο «Το Λιανεμπόριο στη Νέα Οικονομία». Με πολλούς ξένους ομιλητές, αλλά και Έλληνες επιστήμονες και επιχειρηματίες παρουσιάζεται σφαιρικά η θέση του λιανεμπορίου στις αρχές της νέας χιλιετίας.

29. Η κατάκτηση ενός δύσκολου δικτύου

Ένα από τα πιο δύσκολα δίκτυα του λιανεμπορίου από πλευράς επικοινωνίας είναι αυτό των περιπτέρων. Με τη βοήθεια της εξειδικευμένης εταιρείας προωθήσεων DEPEND καθίσταται δυνατή η προσέγγισή του δικτύου από το περιοδικό «Το Μαγαζί μας», που από το 1999 καταγράφει τις εξελίξεις και τα προβλήματα του κλάδου των περιπτέρων και των καταστημάτων ψιλικών. Από το 2001 «Το Μαγαζί μας», για την καλύτερη ενημέρωση των αναγνωστών του, γίνεται μηνιαίο και καλύπτει και το μικρομεσαίο κατάστημα τροφίμων.

30. Προχωράμε

Παρά την οδυνηρή και αδόκητη απώλεια του Άρη Δριμαρόπουλου το Μάιο του 2001, η ComCenter συνεχίζει τη δραστηριότητα της. Το νέο επιτελείο του «σελφ σέρβις» και των υπόλοιπων εκδόσεων παίρνει τη σκυτάλη από τη γενιά των πρωτοπόρων και συνεχίζει με επιτυχία τη δυναμική προσπάθεια των 30 ετών.

ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟΥ

Η πορεία του ελληνικού λιανεμπορίου τα τελευταία 30-35 χρόνια θα άξιζε να γίνει αντικείμενο γραφής ενός συγγραφέα σαν τον Ονορέ Ντε Μπαλζάκ. Όπως εκείνος αποτύπωσε στα γραπτά του την άνοδο της καπιταλιστικής κοινωνίας στη Γαλλία του 19ου αιώνα, θα μπορούσε μία δυνατή πένα να περιγράψει σήμερα τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και έλαβαν τρομακτικές διαστάσεις στη δεκαετία του ’70 και του ’80. Τρομακτικές για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, που είχαν ανθήσει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και στη συνέχεια έσβησαν, για να τις διαδεχτούν πιο δυναμικές, πιο οργανωμένες και τελικά πιο μεγάλες ελληνικές λιανεμπορικές εταιρείες. Σε ένα τρίτο κύμα αλλαγών, οι τελευταίες δέχτηκαν με τη σειρά τους την επίθεση ξένων «εισβολέων». Όλες αυτές τις εξελίξεις, που έχουν καταγραφεί στα τεύχη του «σελφ σέρβις» και στις ειδικές εκδόσεις μας, συνοψίζοντας σε τρεις ενότητες:

 1. Η εξέλιξη της ελληνικής αγοράς προϊόντων ευρείας κατανάλωσης.

2. Η λανθασμένη στάση του κράτους απέναντι στο λιανεμπόριο.

 3. Η ανάπτυξη του κλάδου των σούπερ μάρκετ.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΒΛΕΠΕ ΤΕΥΧΟΣ Νο. 306

ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Ο ΚΟΜΒΟΣ ΤΗΣ BUSINESS EXCHANGES www.be24.gr

Από τις 27 Ιουνίου ο ηλεκτρονικός κόμβος www.be24.gr θα είναι διαθέσιμος στο εμπορικό κοινό. Την επίσημη έναρξη του ηλεκτρονικού εμπορικού κόμβου ανακοίνωσε η Business Exchanges SA. Στην Business Exchanges συμμετέχουν οι EFG Eurobank (ποσοστό 60%), Panafon-Vodafone (30%) και HOL (10%).

H νέα επιχειρηματική πρωτοβουλία στηρίζεται σε ένα μεγάλο αριθμό συνεργατών, μεταξύ των οποίων οι IBM, InfoQuest, Ariba, σε τεχνολογικό επίπεδο και οι Booz Hamilton, Kantor στον συμβουλευτικό τομέα.

Σύμφωνα με εκπροσώπους της εταιρείας, στην πρώτη φάση λειτουργίας της, η ηλεκτρονική διεύθυνση www.be24.gr θα παρέχει βασικές υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου όπως: Δημοπρασίες και πλειστηριασμούς, δημιουργία και διαχείριση πολλαπλών καταλόγων προμηθευτών και αγοραστών, εργαλεία ηλεκτρονικών συναλλαγών (αιτήσεις προμηθειών, RFI, RFQ), ηλεκτρονικές πληρωμές και συμβουλευτικές υπηρεσίες.

Το μοντέλο ανάπτυξης της εταιρείας θα στηριχθεί αρχικά στη δημιουργία μιας οριζόντιας ηλεκτρονικής αγοράς. Αναμένεται να δημιουργηθεί μια πλήρης οριζόντια πλατφόρμα για αγορές και πωλήσεις καταναλωτικών προϊόντων, η οποία θα προσφέρει, παράλληλα, εξειδικευμένες πληροφορίες και υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, θα δημιουργήσει και εξειδικευμένες κάθετες αγορές για τη διακίνηση φαρμακευτικών, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, κ.ά. Για τις αγορές αυτές έχει εξασφαλιστεί η συνεργασία μεγάλων εταιρειών όπως η προμηθευτική εταιρεία του ομίλου Λάτση SETE, οι όμιλοι εταιρειών Φουρλής και ATLANTIK, η Ράδιο Κορασίδης, η φαρμακευτική εταιρεία FAMAR και η LogicDIS.

Στο άμεσο μέλλον η Business Exchanges σχεδιάζει την επέκταση των προσφερόμενων υπηρεσιών της μέσω της ολοκλήρωσης με πληροφοριακά συστήματα ERP, EDI και της σύνδεσης με διεθνείς ηλεκτρονικές αγορές. Φιλοδοξεί να παρέχει ολοκληρωμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, υπηρεσίες logistics και διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας, ομαδικές αγορές και υπηρεσίες φιλοξενίας.