Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, το μερίδιο της Ελλάδας στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο στις σχετικές εισαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου είναι χαμηλότερο από μη ελαιοπαραγωγών χωρών, που πωλούν ακόμη και προϊόν ελληνικής προέλευσης. Φαίνεται ότι υπάρχει ανάγκη για συνεπή και ενορχηστρωμένη προβολή του ελληνικού ελαιολάδου, για συμπράξεις παραγωγών και για διαφοροποίηση του προϊόντος και της συσκευασίας του.
Παράγοντες διαφοροποιήσεις που μπορούν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες εξαγωγείς ελαιολάδου
Η προσφορά καινοτόμων νέων προϊόντων, με νέες γεύσεις, πιο ελαφρά έλαια, νέες ποικιλίες ελαίων, νέες πρακτικές παραγωγής και λειτουργικές συσκευασίες αλλά και νέα μεγέθη συσκευασιών με προσεκτικότερη αισθητική, που συλλαμβάνει την προσοχή του καταναλωτή και ευνοεί την εικόνα υγιεινού και φυσικού προϊόντος, εξακολουθεί να αποτελεί παράγοντα διαφοροποίησης και προσέλκυσης νέων καταναλωτών. Εξάλλου, όσο η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών περιορίζεται, τα ελαιόλαδα ιδιωτικής ετικέτας θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην αγορά κι ακόμη, ενδέχεται να παγιωθεί και η προτίμηση για μεγαλύτερες και άρα πιο οικονομικές συσκευασίες.
Τα ελαιόλαδα βιολογικής καλλιέργειας φέρεται να εμφανίζουν προοπτικές ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον για το Ηνωμένο Βασίλειο, ως νέα τάση του κλάδου και θα αποβούν συνεπώς ελκυστικά για Έλληνες εξαγωγείς. Οι ίδιοι θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σημαντικά για την είσοδό τους στην αγορά των μεγάλων καταστημάτων εκλεκτών ειδών και σε εξειδικευμένες αγορές (niche markets), ώστε να πείσουν για τη μοναδικότητα των προϊόντων τις ειδικές ομάδες ενδιαφέροντος στις οποίες απευθύνονται. Είναι σημαντική η διάθεση σε συσκευασίες που ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες και διευκολύνουν τη δοσομέτρηση. Στοιχεία διαφοροποίησης κρίνεται ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν η μικρή οικογενειακή παραγωγή, η ξεχωριστή συσκευασία και η τιμή.
Το 2020 φάνηκε να αναπτύσσεται μεγαλύτερη δυναμική για το ελληνικό εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, καθώς το δοκίμασαν περισσότεροι καταναλωτές, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη. Τα στοιχεία του 2021 φανερώνουν ότι με την ομαλοποίηση της τροφοδοσίας, η δυναμική αυτή χάθηκε και ότι προμηθεύτρια χώρα επιλογής για τους Βρετανούς αγοραστές παραμένει κατά κύριο λόγο η Ιταλία. Τα αντίστοιχα ελληνικά προϊόντα λειτουργούν συμπληρωματικά για την ενίσχυση της προσφερόμενης γκάμας τους, ή την κάλυψη αιφνίδιων ελλείψεων.
Κατακερματισμένη η τρέχουσα παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου
Γενικότερα, η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται κατακερματισμένη, με μεγάλη ποικιλία επώνυμων και μη προϊόντων, κυρίως σε μεσαίους και μικρούς χονδρέμπορους που λειτουργούν και ως λιανοπωλητές. Αξιοσημείωτη είναι η μικρή παρουσία ελληνικών επώνυμων προϊόντων από μεγάλες αλυσίδες οργανωμένου λιανεμπορίου, οι οποίες διαθέτουν κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εμφιαλωμένα στην Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ακόμα και σε άλλες χώρες ή και βρετανικά επώνυμα προϊόντα εμφιαλωμένα στην Ελλάδα.
Με την εξαίρεση της μάρκας Odysea, η συμπεριλήφθηκε για πρώτη φορά το 2021 μεταξύ των 20 πρώτων σε πωλήσεις βρώσιμων ελαίων, το επίπεδο της ποικιλίας ελληνικής προέλευσης που κυκλοφορούν στην αγορά, δεν αναδεικνύει εμφανείς κυρίαρχες μάρκες ή προμηθευτές. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι τα πιο δημοφιλή, όπως ισχύει γενικά στην τοπική αγορά ελαιολάδου.
Τα πλεονεκτήματα του ελληνικού ελαιολάδου στα ενδιαφέροντα του βρετανικού καταναλωτικού κοινού
Ωστόσο, εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει απευθείας το μερίδιό της στη βρετανική αγορά σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας με περιεχόμενο ελληνικής προέλευσης και συσκευασία χώρας άλλης από την Ελλάδα ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Δεδομένου του μεγέθους της βρετανικής αγοράς και της διαπραγματευτικής δύναμης των δικτύων λιανικής πώλησης, καλύτερα αποτελέσματα θα μπορούσε πιθανά να φέρει μια συλλογική προσπάθεια, που θα δημιουργούσε το κρίσιμο μέγεθος στους συμμετέχοντες εξαγωγείς, ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν μεγαλύτερη κάλυψη, ανταγωνιστικές τιμές, σταθερή προσφορά και περιορισμό του κόστους διαχείρισης της εξαγωγικής προσπάθειας. Αυτή τη στιγμή στο Ηνωμένο Βασίλειο πωλείται και ελληνικό ελαιόλάδο, συσκευασμένο σε τρίτη χώρα. Ακόμη, το ενδιαφέρον για την υγιεινή διατροφή συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό παράγοντα αγοράς για τους καταναλωτές. Λαμβάνονται υπόψη από το βρετανικό καταναλωτικό κοινό οι ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες του ελαιολάδου και η υπεροχή του συγκριτικά με άλλα φυτικά λίπη και έλαια, ιδίως το υγιεινό κραμβέλαιο, το οποίο παράγεται τοπικά. Η ανάπτυξη επιχειρηματολογίας θα μπορέσει να δικαιολογήσει τη διαφορά στην τιμή σε σχέση με άλλα έλαια.
Πτώση των συνολικών εισαγωγών ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο
Με την εξαίρεση του 2020, ως ιδιαίτερη χρονιά λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, η αξία των εισαγωγών ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε καθαρές εισαγωγές λαδιών ελιάς όλων των ειδών, βαίνει μειούμενη κατά την τελευταία πενταετία βαίνει μειούμενη, με μέση ετήσια μείωση 6,6%. Θετική είναι η πορεία των εισαγωγών άλλων λαδιών από ελιές, ιδίως τα έτη 2020 και 2021: Παρουσιάζουν αύξηση πάνω από 245%, η οποία είναι δυνατόν να αντικατοπτρίζει στροφή σε άλλα βρώσιμα λάδια ή της αύξηση της χρήσης πυρηνελαίου ως βιοντίζελ. Σε εθνικό επίπεδο, το λάδι θεωρείται βασικό προϊόν που οι καταναλωτές θα εξακολουθούν να αγοράζουν ανεξαρτήτως τιμής. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν διαθέτει ίδια παραγωγή λαδιού ελιάς, αν και γίνονται μεμονωμένες προσπάθειες καλλιέργειας ελαιοδέντρων. Οι καταναλωτές μετακινούνται προς φθηνότερα επώνυμα προϊόντα ή προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τάση που παρατηρείται ήδη από το 2021. Από τον Μάρτιο του 2021 έως τον φετινό, οι πωλήσεις των επώνυμων ελαίων μειώθηκαν σε όγκο κατά 23,7%. Εκείνες των φθηνότερων ελαίων ιδιωτικής ετικέτας μειώθηκαν κατά 5,3%.
Με την άρση των περιορισμών για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και την επαναλειτουργία της εστίασης, οι Βρετανοί φαίνεται ότι επέστρεψαν στο έτοιμο φαγητό, αλλά η προετοιμασία ορισμένων γευμάτων στο σπίτι εξακολουθεί λόγω αύξησης του κόστους ζωής. Συνολικά, η ζήτηση για εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο δείχνει να αυξάνεται δυναμικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τις περισσότερες προμηθεύτριες χώρες να καταγράφουν αύξηση αξίας εξαγωγών. Η Ισπανία κατέχει το 55% της αγοράς σε όρους αξίας πωλήσεων και το 64% σε όρους ποσότητας. Ακολουθούν η Ιταλία με μερίδιο 32% επί της αξίας, η Ελλάδα με 3,3% (από 3,6% το 2020 και 2,5% το 2019) και η Γερμανία με το ίδιο μερίδιο 3,3% επί της αξίας, αλλά με κατά μέσο όρο φθηνότερο προϊόν από αυτό της Ελλάδας. Η Ισπανία, που μέχρι το 2020 κυριαρχούσε και στην αγορά των άλλων λαδιών από ελιές, βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση, με 30%, μετά την Ολλανδία, η οποία κατέχει μερίδιο 68%.
Το 2021, το Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε 28.300 τόνους εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου αξίας 75,38 εκατ. ευρώ. Με μερίδιο 45%, η Ιταλία είναι ηγέτης τόσο στα επώνυμα, όσο και στο σύνολο των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων. Ακολουθεί η Ισπανία, ο κορυφαίος προμηθευτής ιδιωτικής ετικέτας, με 37,6%, κάτι που εξηγεί και τη χαμηλότερη διαχρονικά τιμή, τόσο στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, όσο και στις υπόλοιπες κατηγορίες. Τρίτη στην κατάταξη βρίσκεται η Ελλάδα με μερίδιο 5,2%, μειωμένο σε σχέση με το 2020, όταν είχε αγγίξει το 5,6%. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ μακριά σε μερίδιο αγοράς από τις δύο πρώτες χώρες, παρ’ όλο που το 2021, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, προσέφερε χαμηλότερες τιμές από εκείνες της Ιταλίας.
Άλλωστε, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 καταγράφηκε κατακόρυφη αύξηση εισαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου σε εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του 2021: 160,5% στην αξία και 77,2% στην ποσότητα. Μεγάλες απώλειες στο μερίδιό της στην αξία κατέγραψε η Ιταλία και η μέση τιμή στα ισπανικά προϊόντα σχεδόν διπλασιάστηκε. Η Ελλάδα εκτοπίστηκε από την τρίτη θέση της κατάταξης, την οποία πλέον καταλαμβάνει το Βέλγιο, μη ελαιοπαραγωγός χώρα, η οποία σχεδόν οκταπλασίασε τον όγκο των εξαγωγών της. Ο όγκος των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2021, αλλά με ρυθμό χαμηλότερο από αυτόν του Βελγίου και της Ιταλίας, παρά το γεγονός ότι διατήρησε την αύξηση της τιμής σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό της Ιταλίας.

Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter