Η Ελληνογερμανική Συνέλευση, που τελεί υπό την αιγίδα των κυβερνήσεων των δύο χωρών και αρχικά αφορούσε στη συνεργασία μεταξύ δήμων των δύο κρατών, παρέχει πλέον τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να παρακολουθούν εξειδικευμένα συνέδρια, τα οποία εστιάζουν σε παραγωγικούς κλάδους που η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Έτσι, τα κρασιά, το ελαιόλαδο και τα λοιπά αγροτοδιατροφικά μας προϊόντα έγιναν το θέμα τέτοιων συνεδρίων το 2012, στα οποία αναδείχθηκαν οι δυνατότητες και οι αδυναμίες της εγχώριας παραγωγής.
«Ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός στα ελληνικά τρόφιμα και ποτά στις ξένες αγορές, όπως η γερμανική, προέρχεται από κάποια αντίστοιχα επίσης ελληνικά προϊόντα», τονίζει ο δημοσιογράφος και πρόεδρος της Επιτροπής Τουρισμού της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης, κ. Σ. Τσουρουκίδης, προσθέτοντας: «Δυστυχώς για πολλά ποιοτικά ελληνικά προϊόντα, όπως η φέτα και το ελαιόλαδο, οι παραγωγοί τους ξοδεύουν κόπο, χρόνο και χρήμα για να ανταγωνίζονται σκληρά, ακόμη και αθέμιτα, η μία την άλλη στις ξένες αγορές.
Αντί να προωθούν κοινά προγράμματα μάρκετινγκ στο εξωτερικό προτιμούν να τραβούν η μία το χαλί από τα πόδια της άλλης κι έτσι χάνουν τον μεγάλο στόχο: την καθιέρωση ενός image κι ενός brand, προκειμένου να βρίσκουν ευκολότερα κι ασφαλέστερα τον δρόμο τους για το καλάθι των ξένων καταναλωτών. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν μάθει να συνεργάζονται στο εξωτερικό. Αντί αυτού κάνουν αποσπασματικές και μεμονωμένες ενέργειες. Ας παραδειγματιστούν από τους Ιταλούς σε σχέση με ορισμένα διάσημα τυροκομικά τους ή τους Γάλλους σε ό,τι αφορά τα κρασιά τους, που τα θεωρεί αυτόματα κάποιος ποιοτικά, χωρίς καν να ξέρει ποιος τα παράγει, σε ποια περιοχή κλπ.
Έτσι, πχ μία γαλλική οινοποιητική επιχείρηση στο εξωτερικό βρίσκει έτοιμη μαγιά αποδοχής για τα προϊόντα της, οπότε τα τοποθετεί στα ράφια της λιανικής σχετικά εύκολα ξαι με αξιώσεις. Αντίθετα, τα αντίστοιχα ελληνικά προϊόντα χρειάζεται πάντα να πείσουν για τα πλεονεκτήματα της καταγωγής τους…».
Διεταιρική-διακλαδική συνεργασία τώρα!
Τα μυστικά της εισόδου μιας ελληνικής επιχείρησης τροφίμων-ποτών στη Γερμανία σχετίζονται με την τυποποίηση, την ιχνηλασιμότητα, τη ποσοτικά και ποιοτικά σταθερή παραγωγή και την απουσία φυτοφαρμάκων κατά το μέγιστο δυνατό. «Μάρκετινγκ δεν είναι μόνο ο παράγοντας τιμή. Καλώς ή κακώς, τα ελληνικά προϊόντα δεν είναι τα φθηνότερα, για πολλούς λόγους. Επομένως, το μίγμα μάρκετινγκ χρειάζεται να στηρίζεται σε άλλα στοιχεία, πιθανότατα μοναδικά για τα τρόφιμα της χώρας μας, όπως ο παραδοσιακός τρόπος παραγωγής ή η ξεχωριστή πρώτη τους ύλη», συστήνει ο κ. Τσουρουκίδης, επισημαίνοντας:
«Βασικά δεδομένα πλέον για τους Γερμανούς καταναλωτές είναι και το κατά πόσον τα προϊόντα λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της αειφορίας και βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή ποιο είναι το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους, πόσο διοξείδιο του άνθρακα εκλύεται στη διάρκεια της παραγωγικής τους διαδικασίας κά. Δυστυχώς, δεν υπάρχει συγκεκριμένη εικόνα για τα προϊόντα μας, ενώ το image τους αλλάζει συνεχώς. Η διακλαδική και διεταιρική συνεργασία μεταξύ των ελληνικών επιχειρήσεων είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία. Θα μπορούσε πχ να συσταθεί ένα κονσόρτσιουμ –όχι καρτέλ– για την προώθηση της φέτας, με εταίρους τις ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες προς όφελος όλων στο εξωτερικό… Αυτό που απαιτείται είναι ακόμη να συνδεθεί η τουριστική ανάπτυξη με την αγροτική. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Όταν ο Γερμανός τουρίστας έρθει για περιπατητικό τουρισμό στην Νάουσα, να έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει πέρα από τους αρχαιολογικούς χώρους και τη φύση, πχ τους αμπελώνες της περιοχής και στη συνέχεια να ξεναγηθεί στα οινοποιεία της. Αυτό βοηθά τη διαφήμιση και την πώληση των προϊόντων μας στη γερμανική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε ήδη επιτυχημένα παραδείγματα επισκέψεων ξένων τουριστών σε συγκεκριμένα ελαιοτριβεία της Κρήτης».
Θεματικά συνέδρια
Σημαντικά συνέδρια υλοποιήθηκαν από την Ελληνογερμανική Συνέλευση το 2012, με τη στήριξη του Γερμανού προξένου στη Θεσσαλονίκη, κ. Β. Χέσλερ Ομπερμάιερ, και με αντικείμενο τα ελληνικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα. Για παράδειγμα, τΤον Οκτώβριο στον Λαγκαδά, διοργανώθηκε το συνέδριο με θέμα «Προώθηση Αγροτικών Προϊόντων», όπου εκτιμήθηκε ότι η Ελλάδα δεν ενδείκνυται για μαζική εξαγωγή αγροτικών προϊόντων, λόγω των παραδοσιακά μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεών της. Συνεπώς, εκείνο που πρέπει να τονίζεται για τα προϊόντα μας είναι η ιδιαιτερότητά τους, την οποία οφείλουμε να πιστοποιούμε για τη σταθερότητα των ποιοτικών χαρακτηριστικών.
Πρωτίστως πρέπει να πιστοποιείται η ασφάλεια των προϊόντων. Ένα πρόγραμμα ή ένας κωδικός προϊόντος πρέπει να προσφέρει στον καταναλωτή τη δυνατότητα παρακολούθησης της πορείας παραγωγής του, την οποία οφείλουμε να χαρακτηρίζει η διαφάνεια, η ασφάλεια, η πιστοποίηση, η φιλικότητα προς το περιβάλλον και η αειφορία. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αναδείξει τις βιολογικές μας καλλιέργειες, βάσει του γεγονότος ότι το δυτικοευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τέτοια προϊόντα έχει αυξηθεί ραγδαία τη τελευταία δεκαετία. Όμως, τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα, όπως και των συμβατικών καλλιεργειών, δεν αντιπροσωπεύονται επαρκώς στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ, ενώ ο μεμονωμένος παραγωγός τους δεν έχει ευκαιρίες καθιέρωσης στις ξένες αγορές.
Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω συνεργασιών των μικρομεσαίων παραγωγών, με κοινά συμφωνημένο μάρκετινγκ στη βάση της καθιέρωσης μίας εμπορικής επωνυμίας, πχ για τα κεράσια του Λαγκαδά ή τα μήλα της Βέροιας, τη φέτα της Ελασσόνας ή τον ελληνικό τραχανά κλπ. Επιπλέον, πρέπει να υπάρξει συνεννόηση για ενιαίες προδιαγραφές ποιότητας και συσκευασίας, προβολή στο διαδίκτυο, με αναφορά στην ιστορία κάθε προϊόντος και στους τρόπους κατανάλωσής του κλπ. Το επόμενο βήμα είναι η εύρεση συνεργατών στο εξωτερικό και η εξασφάλιση της προβολής σε αγροτικές εκθέσεις.
Στο συνέδριο της 2ης Νοεμβρίου στη Λέσβο, με θέμα «Βελτιστοποίηση Παραγωγής και Προώθησης Ελαιολάδου και Ελαιουργικών Προϊόντων», εκτιμήθηκε ότι το ελληνικό ελαιόλαδο επείγει να αποκτήσει στο εξωτερικό το δικό του, αναγνωρίσιμο «πρόσωπο» κι ότι απαιτείται η κοινή στρατηγική μάρκετινγκ του προϊόντος στις διεθνείς αγορές και η διασφάλιση της διαφάνειας των διαδικασιών από τη δημιουργία του έως τη διάθεση του στο ράφι. Ο στόχος πρέπει να είναι η διεύρυνση του μεριδίου της αγοράς του, αλλά όχι εις βάρος άλλων ελληνικών προϊόντων.
Στο συνέδριο της 30ης Νοεμβρίου που έγινε στη Νάουσα, με θέμα «Νέες μέθοδοι αμπελοκαλλιέργειας και πωλήσεων κρασιού, Συνεργασίες μεταξύ Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Οινοποιών”, τονίστηκε ότι η γερμανική αγορά οίνου είναι ιδιαίτερα ασταθής ως προς τις τιμές σε αντίθεση με τις ποσότητες που σταθερά καταναλώνονται. Το 80% των λιανικών πωλήσεων γίνεται μέσω της οργανωμένης λιανικής, ενώ ελάχιστες ποσότητες διοχετεύονται από κάβες, οινοποιούς και συνεταιρισμούς. Επισημάνθηκε, επίσης, ότι το 71% των κρασιών που πωλούνται στη Γερμανία κοστίζουν λιγότερο των 1,99 ευρώ ανά φιάλη. Τα Aldi είναι πλέον ο μεγαλύτερος έμπορος κρασιών της Γερμανίας.
Οι καταναλωτές αισθάνονται ανασφάλεια, λόγω της πληθώρας των προϊόντων που τους προσφέρονται και τελικώς, αποφασίζουν με μοναδικό γνώμονα τη τιμή. Το μερίδιο του ελληνικού κρασιού στη γερμανική αγορά έχει σαφώς υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, ετέθη, λοιπόν, το εξής ερώτημα: «Μπορεί το ελληνικό κρασί να βρει μια θέση στην αγορά της Γερμανίας;». Όπως τονίστηκε, πρέπει να δοθεί έμφαση στα δυνατά στοιχεία του προϊόντος και να υπογραμμίζονται με σαφή τρόπο οι θετικές διαφορές του, έναντι άλλης προέλευσης κρασιών. Επειδή οι καταναλωτές δέχονται πληθώρα ερεθισμάτων, πρέπει να επιδιώκεται η μετάδοση σαφών και απλών πληροφοριών, που απομνημονεύονται και καταγράφονται εύκολα. Επιπλέον, χρειάζεται η επικέντρωση του μάρκετινγκ σε καθορισμένες ομάδες-στόχους.