Τυρί φέτα: Ο λευκός χρυσός της χώρας!

Oι εξαγορές στα τέλη του 2018 δύο μικρομεσαίων θεσσαλικών τυροκομικών μονάδων από μια γαλλική και μια γερμανική εταιρία, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, δίνει το στίγμα για τις εξελίξεις στα επόμενα χρόνια, καθώς το διεθνές ενδιαφέρον για τη φέτα αυξάνει, δεδομένων και των πληγών της οικονομικής κρίσης στο μικρομεσαίο επιχειρηματικό δυναμικό του κλάδου. «Σίγουρα το επόμενο διάστημα θ’ ακολουθήσουν κι άλλες πιο «τρανταχτές» εξαγορές. Καλωσορίζουμε τον υγιή ανταγωνισμό, όπου κι αν προέρχεται. Οι εξαγορές, άλλωστε, αποτελούν στρατηγικό πυλώνα ανάπτυξης της Όπτιμα. Κατόπιν της εξαγοράς της Δομοκός ΑΕ, η εταιρεία μας βρίσκεται σε φάση αξιολόγησης των νέων ευκαιριών για την περαιτέρω ενδυνάμωση της ηγετικής της θέσης», σχολιάζει ο κ. Γιώργος Γαργανουράκης, Group Brand Manager της Όπτιμα.

Η ταυτότητα της ελληνικής τυροκομίας
Στη χώρα μας σήμερα λειτουργούν περί τα 600 σύγχρονα τυροκομεία, που απασχολούν περισσότερους από 100.000 εργαζόμενους και διαχειρίζονται ετησίως περίπου 700.000 τόνους αιγοπρόβειου γάλακτος, επί το πλείστον για την παραγωγή φέτας ΠΟΠ. Τα έσοδα από τις εξαγωγές φέτας υπερβαίνουν ετησίως τα 340 εκατ. ευρώ, ενόσω η διεθνής ζήτησή της αυξάνει. Πρόκειται για το πρώτο εξαγωγικό τυρί της χώρας, με μερίδιο 76,8% στο σύνολο των εξαγωγών ελληνικών τυροκομικών, σύμφωνα με την τελευταία σχετική κλαδική μελέτη της Icap. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι παράγωγοι φέτας, τα κρούσματα παραποίησης του ελληνικού προϊόντος είναι πλέον καθημερινά. Κάθε χρόνο η εγχώρια τυροκομία παράγει περίπου 120-130 χιλιάδες τόνους φέτας. Οι εξαγωγές της αναλογούν περίπου στο 40%-50% της ετήσιας παραγωγής των μεγάλων και μικρών τυροκομικών εταιρειών, καλύπτοντας, πάντως, μόλις περί το 10% της ζήτησης του προϊόντος στην ΕΕ –αυτή εκτιμάται ότι ανέρχεται στους 500 χιλιάδες τόνους ετησίως. Το 2017 πρώτη εξαγωγική αγορά για την φέτα ήταν η Γερμανία (μερίδιο όγκου εξαγωγών 35%), ενώ ακολούθησαν το Ηνωμένο Βασίλειο (17%), η Ιταλία (11%), η Σουηδία (6%) και η Γαλλία (5%). Τα εννέα στα δέκα κιλά εξαγώγιμης φέτας εξακολουθούν να έχουν προορισμό τις χώρες της ΕΕ. Πάντως, αυξητική τάση εμφανίζουν τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές φέτας σε τρίτες χώρες, όπως της Μέση Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και στην Αυστραλία. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), οι προοπτικές ανάπτυξης των εξαγωγών της φέτας είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές, αν ληφθεί υπόψιν ότι το 2017 οι εξαγωγές της έφτασαν τις 59,4 χιλιάδες τόνους και σε αξία τα 343,9 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 60% σε όγκο και 57,2% σε αξία στην πενταετία 2013-2017, με μέση ετήσια αύξηση 13%.

«Μήλον της Έριδος»
Η αυξημένη διεθνής ζήτηση της φέτας την καθιστά «μήλον της Έριδος» μεταξύ Ελλάδας και χωρών, που προσπάθησαν να διεκδικήσουν το δικαίωμα παραγωγής της. Όπως είναι γνωστό, πολλές χώρες εντός και εκτός ΕΕ παράγουν και διακινούν χιλιάδες τόνους λευκού τυριού, βαφτίζοντάς το «φέτα» και προκαλώντας ζημιά στους Έλληνες τυροκόμους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατοχυρώσει από το 2002 την ονομασία «φέτα» ως ΠΟΠ για το λευκό τυρί άλµης, που παράγεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και τη Λέσβο από ντόπιο αιγοπρόβειο γάλα. Δηλαδή, η ονομασία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για τυριά παρόμοιας σύστασης, που παρασκευάζονται εκτός Ελλάδος ή με διαδικασίες ξένες προς τις ελληνικές παραδοσιακές. Ωστόσο, χώρες της ΕΕ που παράγουν εδώ και χρόνια λευκό τυρί, όπως η Γαλλία από το 1931 και η Δανία από τη δεκαετία του 1930, προσπάθησαν να αλλάξουν τη σχετική απόφαση με συνεχείς προσφυγές (Γαλλίας, Γερμανίας και Δανίας), επιδιώκοντας την κατοχύρωσή τους. Μετά από δικαστικό αγώνα, το 2005 το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε υπέρ της Ελλάδας ότι η ονομασία «φέτα» δεν είναι κοινή, αλλά Προστατευμένη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) ενός ελληνικού παραδοσιακού τυριού, συγκεκριμένων προδιαγραφών και ποιοτικών χαρακτηριστικών. Αλλά τα φαινόμενα της «φέτας-μαϊµού» δεν σταμάτησαν. Πρόσφατα η διακίνηση τέτοιας δανέζικης «φέτας» υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να απευθύνει συστάσεις αναφορικά με την προστασία του αυθεντικού ελληνικού προϊόντος, προειδοποιώντας τη Δανία για την παραπομπή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εάν οι αρχές της εξακολουθήσουν να επιτρέπουν την κυκλοφορία λευκών τυριών με την ονομασία «φέτα».

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προστατεύει τις καταχωρισμένες ονομασίες από αρκετούς τύπους καταχρήσεων. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται η άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση της καταχωρισμένης ονομασίας για προϊόντα συγκρίσιμα με τα καταχωρισμένα ως προστατευόμενης ονομασίας, καθώς και η εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας εντός ορίων της ΕΕ. Εντέλει, όμως, πόσο προστατευμένη είναι ευρύτερα στη διεθνή αγορά η αυθεντική φέτα, δεδομένων των πρόσφατων οικονομικών συμφωνιών της ΕΕ με τον Καναδά, τη Νότιο Αφρική και την Ιαπωνία; Οι εκπρόσωποι του κλάδου στην Ελλάδα διατυπώνουν επιφυλάξεις.

Διεθνείς διαμάχες και εσωτερική υπονόμευση
«Υπάρχουν μάχες που πιθανότατα θα χαθούν, όπως στις περιπτώσεις του Καναδά και της Νότιας Αφρικής. Όμως, στην περίπτωση της Ιαπωνίας η μάχη κερδήθηκε, καθώς την 1η Φεβρουαρίου φέτος ψηφίστηκε η συμφωνία αναγνώρισης των προϊόντων ΠΟΠ μεταξύ ΕΕ και Ιαπωνίας, η οποία περιλαμβάνει την ελληνική φέτα. Όπως, κατόπιν αντιδράσεων των ελληνικών αρχών και φορέων της ΕΕ απαγορεύτηκε πρόσφατα στην Τσεχία η παραγωγή γιαουρτιού με την ονομασία «ελληνικό». Επομένως, με καλό συντονισμό των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών και των φορέων της αγοράς είμαστε σε θέση να προστατεύουμε τα ελληνικά προϊόντα», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος-Χατζάκος, αναπληρωτής οικονομικός διευθυντής της ΜΕΒΓΑΛ. Ανάλογη θέση διατυπώνει ο κ. Μιχάλης Παναγιωτάκης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Δωδώνη: «Η προάσπιση των προϊόντων ΠΟΠ είναι υπόθεση ιερή. Είναι επιβεβλημένοι οι συστηματικοί έλεγχοι σε κάθε παραγωγό φέτας από την πολιτεία» δηλώνει, προσθέτοντας ότι ο κανονισμός των ΠΟΠ προϊόντων πέραν της ισχύος του εντός ΕΕ έχει εφαρμογή και σε χώρες που συνδέονται με σχετικές ειδικές συμφωνίες με την ΕΕ.


«Δυστυχώς, όμως», λέει, «πολλές τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Αυστραλία, δεν αναγνωρίζουν το καθεστώς ΠΟΠ, οπότε οι εταιρείες τους παράγουν γαλακτοκομικά κυρίως με αγελαδινό γάλα, τα οποία πωλούν με την ονομασία «Feta». Υπάρχουν πρωτοβουλίες, όπως το Let’sgetREAL του ΕΛΓΟ Δήμητρα, που βοηθούν στην ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φέτας. Οι σχετικές προσπάθειες πρέπει να ενταθούν και να υποστηριχθούν στην ΕΕ, με κατεύθυνση να καταστούν περισσότερο δεσμευτικές οι συμφωνίες της με τρίτες χώρες», τονίζει. «Στον κλάδο της μαζικής εστίασης η φέτα πλήττεται σε μεγάλο βαθμό. Για λόγους εξοικονόμησης κόστους, σε μεγάλο αριθμό καταστημάτων παρατηρείται το φαινόμενο αντί αυθεντικής φέτας να σερβίρονται λευκά τυριά από αγελαδίσιο γάλα ή εισαγόμενα από πρόβειο, κυρίως από τη Ρουμανία αλλά και τη Βουλγαρία, προς εξαπάτηση των Ελλήνων καταναλωτών. Ταυτόχρονα, έτσι εκπαιδεύονται οι τουρίστες σε υποδεέστερα και διαφορετικής γεύσης προϊόντα. Με τέτοιες πρακτικές ζημιώνεται ποιοτικά και ποσοτικά η εγχώρια κατανάλωση, ενώ πλήττονται μακροπρόθεσμα οι εξαγωγές μας. Ειδικά στις τουριστικές περιοχές, δεδομένης της πληθώρας των καταστημάτων μαζικής εστίασης, η πολιτεία πρέπει να εντείνει τους ελέγχους της», σχολιάζει εύστοχα ο κ. Γαργανουράκης.

Η Διεπαγγελματική Οργάνωση για την προστασία της φέτας
Το 2017, όπως είναι γνωστό, συμφωνήθηκε η ίδρυση Διεπαγγελματικής Οργάνωσης για την προστασία της φέτας, με συμμέτοχους τις γαλακτοβιομηχανίες και τις οργανώσεις των κτηνοτρόφων. Τα πρώτα βασικά βήματα έχουν γίνει. Παράγοντες του κλάδου λένε ότι μετεκλογικώς αναμένεται ότι θα επιταχυνθούν. «Μετά από προσπάθειες πολλών ετών είμαστε πλέον πολύ κοντά στην υλοποίηση της σχετικής πρωτοβουλίας, η οποία έχει μεγάλη αντιπροσωπευτικότητα σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της μεταποιητικής βιομηχανίας και οργανώσεων της πρωτογενούς παραγωγής. Υποστηρίζουμε ένθερμα τη δημιουργία της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης, καθώς θα αποτελέσει ασπίδα προστασίας του εθνικού μας προϊόντος και των συνεπών συντελεστών της παραγωγής του κατά τα πρότυπα λειτουργίας των επιτυχημένων αντίστοιχων διεπαγγελματικών οργανώσεων για την προάσπιση άλλων ευρωπαϊκών ΠΟΠ τυροκομικών, όπως τα Πεκορίνο Ρομάνο, Παρμεζάνα κ.ά.», σημειώνει η κ. Κατερίνα Μπρίγκου, Group Product Manager της Μινέρβα. Σημειώνουμε ότι στα τα τέλη του Φεβρουαρίου, σε συνάντηση της υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Ολυμπίας Τελιγιορίδου, με εκπροσώπους του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτρόφων, της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Θεσσαλίας και του Κλαδικού Συνεταιρισμού Αιγοπροβατοτρόφων, ομόφωνη ήταν η συμφωνία για την προώθηση της υπόθεσης Διεπαγγελματική Οργάνωση για την προστασία της Φέτας.

Το άγος της «ελληνοποίησης» εισαγόμενης πρώτης ύλης
Η ενίσχυση των εξαγωγών της φέτας απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Αν δεν ληφθούν μέτρα, οι επιπτώσεις στην εγχώρια παραγωγή θα είναι καταστροφικές, προειδοποιούν στελέχη της βιομηχανίας, θέτοντας το ζήτημα των παράνομων εισαγωγών γάλακτος, το οποίο στη συνέχεια βαπτίζεται «ελληνικό», και επισημαίνοντας σχετικά την ανάγκη της διενέργειας αυστηρών ελέγχων. «Έχουμε υπόψη μας τις καταγγελίες. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι ελεγκτικές αρχές θα εντοπίζουν την παραβατικότητα και θα επιβάλλουν τα εκ του νόμου προβλεπόμενα. Επί του παρόντος, πάντως, η αγορά φαίνεται ότι επηρεάζεται από την αύξηση της παραγωγής του αιγοπρόβειου γάλακτος, το οποίο από τις 530-550 χιλιάδες τόνους ετησίως την περίοδο 2009-2015 σταδιακά έφτασε πέρυσι τις 670 χιλιάδες τόνους (πηγή: ΕΛΟΓΑΚ), ώστε διαπιστώνεται, ταυτόχρονα, υπερπροσφορά πρώτης ύλης και μεγάλα αποθέματα τυριού», επισημαίνει η κ. Μπρίγκου. «Η πολιτεία δείχνει θέληση να καταπολεμήσει τις «ελληνοποιήσεις» εισηγμένης πρώτης ύλης, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Πάντως, εκτιμούμε ότι οι ως ένα βαθμό έχουν περιοριστεί, λόγω της μεγαλύτερης των αναγκών παραγωγής γάλακτος των τελευταίων δύο ετών», σχολιάζει συμφωνώντας ο κ. Γαργανουράκης.

Από την πλευρά του ο κ. Παναγιωτάκης εξηγεί ότι το φαινόμενο αντιμετωπίζεται μόνο με αυστηρότητα ελέγχων και προστίμων, «που δεν μένουν στα χαρτιά», ενώ ο κ. Παπαδόπουλος-Χατζάκος τονίζει ότι συνιστά σοβαρό πλήγμα στον κλάδο και τον υγιή ανταγωνισμό, «καθώς είναι γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει το ακριβότερο αγελαδινό γάλα, μετά την Κύπρο, στην ΕΕ. Συνεπώς οι «ελληνοποιήσεις» της πρώτης ύλης επηρεάζουν σημαντικά το κόστος του τελικού προϊόντος, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα την ποιότητα και την αξιοπιστία του».

«Βασίλισσα» των τυριών στην εσωτερική κατανάλωση
Η φέτα εξακολουθεί να είναι η «βασίλισσα» των τυριών στην εγχώρια αγορά. Τυποποιημένο ή χύμα το προϊόν οι Έλληνες καταναλώνουν κάθε χρόνο περί τις 60 χιλιάδες τόνους από αυτό.

Η οικονομική κρίση, λένε στελέχη του κλάδου, άλλαξε τις καταναλωτικές προτεραιότητες και συνήθειες. Στο πλαίσιο αυτό, «η αγορά της φέτας εμφάνισε σημαντική πτώση την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, το 2018 παρέμεινε σταθερή, δείχνοντας ότι η κατανάλωση έφτασε στο κατώτατο όριο της», σημειώνει η κ. Μπρίγκου. Πάντως, όπως εξηγεί, δεν άλλαξαν τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς του προϊόντος: Το χύμα κατέχει το 80% της διανομής του, αν και το τυποποιημένο κερδίζει μερίδιο, ωθούμενο από τη επένδυση και την καινοτομία στην επώνυμη φέτα. Όσο για το μερίδιο της τυποποιημένης φέτας ιδιωτικής ετικέτας, κυμαίνεται μεταξύ 7% και 8% σε αξία επί του συνόλου της τυποποιημένης φέτας. «Προς το παρόν παρατηρείται μια ισορροπία και σταθερότητα μεταξύ της συσκευασμένης και της χύμα φέτας, πράγμα που οφείλεται ενδεχομένως στην κρίση, καθώς το χύμα προϊόν πωλείται σε σχετικά χαμηλότερη τιμή. Μακροπρόθεσμα νικητής θα αναδειχθεί η συσκευασμένη φέτα, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης με αντίστοιχα προϊόντα», συμπεραίνει ο κ. Παπαδόπουλος-Χατζάκος. «Η χύμα φέτα παραμένει ο αγαπημένος τύπος προτίμησης τόσο από συνήθεια όσο και λόγω κόστους», εξηγεί ο κ. Παναγιωτάκης, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι οι σύγχρονες ανάγκες ευνοούν την ανάπτυξη και της συσκευασμένης φέτας, ιδίως του τάπερ των 400γρ.

Το 2018, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen, οι πωλήσεις της συσκευασμένης φέτας σε αξία παρουσίασαν άνοδο κατά 1,7% σε σχέση με το 2017 και διαμορφωθήκαν στις 33.773,7 χιλιάδες ευρώ και σε 3.381,9 χιλιάδες κιλά, αυξημένες κατά 3,3%. Αντίθετα η συσκευασμένη φέτα ιδιωτικής φέτας το ίδιο διάστημα είχε μείωση πωλήσεων σε αξία κατά 9,8% (2.372 χιλιάδες ευρώ) και σε όγκο κατά 7,9% (257,6 χιλιάδες κιλά) σε σχέση με το 2017. Οι διαδικασίες της συγκεντροποίησης στην οργανωμένη λιανική φαίνεται ότι επηρεάζουν αρνητικά κυρίως τις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις των τυροκόμων, καθώς απώλεσαν ένα μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής τους δύναμης. «Οι όροι γίνονται πιο δυσμενείς για τους παραγωγούς και ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα ισχυρός. Αντίθετα στην εστίαση, που δεν παρατηρείται αντίστοιχο φαινόμενο, η κατάσταση είναι αρκετά καλύτερη. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κανόνες και θεσμοί στην Ευρώπη που βελτιώνουν τις εν λόγω εμπορικές σχέσεις. Όμως, στην Ελλάδα εκκρεμεί η εισαγωγή και εφαρμογή τους», λέει ο κ. Παπαδόπουλος-Χατζάκος.

Ποιοι κυριάρχησαν στις καταναλωτικές προτιμήσεις

Σημειώνεται πως, σύμφωνα πάντοτε με στοιχεία της IRI, οι πωλήσεις συνολικά των FMCG από τα σούπερ μάρκετ κατέγραψαν αύξηση κατά 2,7% συγκριτικά με το 2017, ανερχόμενες σε 5,35 δισ. ευρώ. Από τον πίνακα των Τop 100 brands προκύπτει πως στο αντίστοιχο έτος (2018), οι συνολικές τους πωλήσεις από το εν λόγω κανάλι ήταν 1,8 δισ. ευρώ. Άρα, το ένα τρίτο του συνόλου των πωλήσεων ταχυκίνητων προϊόντων (εξαιρουμένων, των πωλούμενων επί ζυγίω), και συγκεκριμένα το 33,6%, πραγματοποιείται από τα 100 μεγαλύτερα σε πωλήσεις brands.

ΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΩΛΗΣΕΩΝ
Μεταξύ των Top 100 brands, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν μεταβολές ανά έτος, τόσο σε ό,τι αφορά το ποσοστό αύξησης των πωλήσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο όσο και στο πρόσημο της μεταβολής. Στον πίνακα που δημοσιεύουμε παρατηρούμε πως 59 εξ αυτών είχαν θετική μεταβολή (έναντι 61 το 2017 και 33 το 2016), ενώ δύο brands διατήρησαν τις πωλήσεις τους στο ίδιο με το προηγούμενο έτος επίπεδο. Σε ό,τι αφορά τις 10 πρώτες θέσεις, παρατηρούμε πως 5 στα 10 brands είχαν μείωση πωλήσεων (έναντι 6 το 2017 και 9 το 2016). Εντυπωσιακή αύξηση πωλήσεων, μεταξύ των 100, παρουσίασαν το ψωμί για τοστ Κατσέλης (49,5%) και οι χυμοί Όλυμπος (33,7%).

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΩΝ TOP 100
Την 1η θέση καταλαμβάνει για άλλη µια χρονιά το brand Coca Cola και τη 2η ο στιγµιαίος καφές Nescafé. Ο Παπαγάλος Λουµίδης ελληνικός καφές διατηρεί επίσης την 3η θέση (την κατέκτησε το 2016), ενώ στην 4η ανέβηκε, από την 6η θέση το 2017, το Skip. Ακολουθούν τα brands Amita, Ariel και Μπάρµπα Στάθης, Pampers, Μιμίκος κοτόπουλα και γιαούρτι Total.

HIGH CLIMBERS
Μεταξύ των 100 brands, 13 μετακινήθηκαν σε καλύτερη θέση ή εισήλθαν στη λίστα. Πρόκειται για τα εξής: Εκτός από το Skip που προαναφέρθηκε, οι πάνες ενηλίκων Sani κατέλαβαν την 29η θέση, από την 37η που κατείχαν την προηγούμενη χρονιά, τα δημητριακά Quaker την 45η από την 61η, οι φρέσκοι χυμοί Όλυμπος την 51η από την 74η, τα μωρομάντηλα Babycare την 56η από την 65η, τα μπισκότα Petit Beurre Παπαδοπούλου την 69η από την 78η, οι φρυγανιές Παπαδοπούλου την 76η από την 85η και τα φυτικά ροφήματα Alpro την 90η από την 97η, ενώ την είσοδό τους στη λίστα έκαναν τα Χρυσά Αυγά, καταλαμβάνοντας την 63η θέση, το ψωμί για τοστ Κατσέλης την 75η, τα αυγά Βλαχάκης την 87η, το Γεύση 2 Παπαδοπούλου Ψωμί του τοστ την 93η και το φρέσκο γάλα Όλυμπος την 95η.

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Παρατηρώντας τον πίνακα των Top 100 Βrands, διαπιστώνουµε επίσης πως 78 εξ αυτών αφορούν σε τρόφιµα και ποτά (αλκοολούχα και µη αλκοολούχα) και µόλις 22 σε µη τρόφιµα (απορρυπαντικά ρούχων και πιάτων, είδη οικιακού καθαρισµού, είδη προσωπικής υγιεινής κλπ). Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες, η µεγάλη κατηγορία του γάλακτος, των γαλακτοκοµικών και των τυροκοµικών προϊόντων ξεχωρίζει για το πλήθος των σχετικών brands (17) που περιλαμβάνονται στη λίστα με τις υψηλότερες πωλήσεις.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Τα επώνυμα προϊόντα, μετά από μια περίοδο ισχυρής πίεσης εκ μέρους των PL, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, φαίνεται πως επανακάμπτουν σε πολλές αγορές. Βασικός παράγοντας ενίσχυσης της επανάκαμψής τους είναι η έντονη προωθητική δραστηριότητα, που μείωσε την απόσταση που τα χώριζε από τα αντίστοιχα PL της κατηγορίας τους. Πέρα από το ζήτημα της τιμής των προϊόντων και της εξέλιξης της σχέσης των επώνυμων brands με τα PL, αλλά και της έντασης των προωθητικών ενεργειών, που εξακολουθεί να ταλανίζει λιανέμπορους και προμηθευτές, μια σημαντική τάση που χαρακτηρίζει τα ταχυκίνητα προϊόντα, επώνυμα και PL, αφορά στην εντοπιότητά τους. Σύμφωνα με την έρευνα European Shopper Insights της IRI (Οκτώβριος 2018), που αφορούσε σε 7 χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) και τρία ηλικιακά group (18-24, 24-34 και άνω των 34 ετών), διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, πως η τοπική προέλευση των προϊόντων (ως προς την παραγωγή τους ή την προέλευση των πρώτων υλών) αποτελεί ένα ισχυρό κριτήριο επιλογής. Ειδικότερα, 7 στους 10 ερωτηθέντες (σε σύνολο 3.334 online ερωτηματολογίων), δήλωσαν πως ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τοπικά προϊόντα, ενώ και το κριτήριο της τήρησης αρχών ηθικού εμπορίου λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν για την προτίμηση κάποιου προϊόντος έναντι του ανταγωνισμού. Παρά το γεγονός ότι το κριτήριο της εντοπιότητας (geocentric purchasing) κερδίζει όλο και μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη, οι καταναλωτές δεν δείχνουν διατεθειμένοι να πληρώσουν υψηλότερο τίμημα για την αγορά τοπικών προϊόντων ούτε προϊόντων οργανικής καλλιέργειας. Η εμφάνιση των σχετικών τάσεων αγοραστικής συμπεριφοράς διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα στην οποία ανήκουν οι ερωτώμενοι. Η εντοπιότητα ενδιαφέρει περισσότερο τις μεγαλύτερες ηλικίες, αλλά και οι Millennials δείχνουν σχετικό ενδιαφέρον, με ελαφρώς μικρότερα ποσοστά. Οι τελευταίοι δηλώνουν την προτίμησή τους σε διεθνή brands, θεωρώντας τα πιο καινοτόμα. Όπως είναι αναμενόμενο, το κριτήριο της τοπικής προέλευσης είναι πιο ισχυρό στα φρέσκα προϊόντα, ενώ τα τυποποιημένα προϊόντα έχουν τις μεγαλύτερες προοπτικές ενίσχυσης του κριτηρίου της εντοπιότητας. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα προϊόντα προσωπικής περιποίησης και υγιεινής, τα προϊόντα διεθνούς προέλευσης κερδίζουν την προτίμηση των καταναλωτών όλων των ηλικιών.

Παράλληλα, η έρευνα καταγράφει πως κατά 55% οι Millennials χρησιμοποιούν smartphones για να αποκτήσουν πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα που ενδιαφέρονται να αγοράσουν ή για τα καταστήματα που θέλουν να επισκεφθούν. Χρησιμοποιούν το internet για πληροφορίες σχετικά με προϊόντα και καταστήματα και για τις 2 από τις 10 αγορές τους που αφορούν σε συγκεκριμένα προϊόντα (κυρίως προσωπικής φροντίδας και τυποποιημένα).

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

  • Γεωγραφική κάλυψη: Σύνολο ηπειρωτικής Ελλάδος και Κρήτη. Δεν περιλαµβάνονται νησιά.
  • Τύπος Καταστηµάτων (σούπερ / υπέρ µάρκετ): Ως σούπερ µάρκετ ορίζονται τα καταστήµατα αυτοεξυπηρέτησης µε έναν κεντρικό χώρο πληρωµών (µε 2 τουλάχιστον ταµειακές µηχανές), που προσφέρουν µεγάλη ποικιλία ειδών παντοπωλείου, καθώς και καταναλωτικά είδη µεγαλύτερης διάρκειας, τα οποία προορίζονται για βραχυπρόθεσµη και µεσοπρόθεσµη χρήση. Τα υπέρ µάρκετ είναι καταστήµατα µε αυξηµένη επιφάνεια πωλήσεων (πάνω από 2.500 τµ) και ακόµα µεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων. Σύνολο σχεδόν 2.500 καταστηµάτων. Δεν συμπεριλαμβάνονται εκπτωτικά καταστήματα και καταστήματα self service με μια ταμειακή.
  • Στοιχεία: Εβδοµαδιαία µηχανογραφηµένα στοιχεία πωλήσεων καταστήµατος σε επίπεδο barcode. Δεν περιλαµβάνονται πωλήσεις κωδικών «επί ζυγίω». Δεν περιλαµβάνεται η Lidl Hellas.

Cash & Carry: Με τις ευλογίες του Ξένιου Διός

Kοιτάξτε παρακαλούμε τον παρατιθέμενο πίνακα. Το ενδιαφέρον της μελέτης του έγκειται στα εξής: Πρώτον, η σημαντική κάμψη στην εξέλιξη του τζίρου της οργανωμένης λιανικής το 2016 κι η σταδιακή ανάκαμψή του στη διετία 2017-2018 εύλογα μπορεί να αποδοθεί στην κρίση της Μαρινόπουλος και στην ανάδυση του πανελλήνιου δικτύου της ΕΥΣ, μετά την υπαγωγή του δικτύου της πρώτης στη Σκλαβενίτης. Δεύτερον, η ανοδική πορεία των εσόδων των cash & carry τη διετία 2015-2016, με έμφαση το 2016 (δηλαδή όταν ο τζίρος λιανικής βρέθηκε στα χαμηλότερά του στη διάρκεια της πενταετίας), όπως και η υποχώρησή τους ως το 2018, εύλογα επίσης μπορεί να αποδοθεί στην ευκαιριακή ωφέλεια των cash & carry, για τον ίδιο λόγο που ευκαιριακά μειώθηκε ο συνολικός τζίρος των σούπερ μάρκετ. Τρίτον, ένα ερώτημα: Άραγε, πώς πρέπει να ερμηνευτεί η σημαντική κάμψη του αθροιστικού κλαδικού τζίρου (σούπερ μάρκετ + cash & carry) το 2016;

Πιάνοντας την άκρη του νήματος
Αν ως έτος βάσης εκληφθεί το 2014, εύκολα υποθέτει κάποιος ότι το 2015 τα cash & carry άρχισαν να «μαζεύουν» τις απώλειες της οργανωμένης λιανικής, ήτοι περί τα 60 εκατ. ευρώ, ακριβώς γιατί άρχισαν ν’ ανθούν οι δουλειές του πελατολογίου τους συνεπεία της κρίσης της Μαρινόπουλος. Όμως, την επόμενη χρονιά, το 2016, καίτοι τα cash & carry αύξησαν τις πωλήσεις τους συγκριτικά με το 2015 κατά 35 εκατ. ευρώ, αυτό συνέβη, ενόσω η οργανωμένη λιανική έχασε 375 εκατ. ευρώ, δηλαδή «μάζεψαν» μόλις κάτι περισσότερο από το ένα δέκατο των απωλειών της. Μάλιστα, την επόμενη χρονιά, το 2017, ό,τι κέρδισαν τα cash & carry το 2016, το έχασαν, ενόσω η δράση της ΕΥΣ άρχισε να «μαζεύει» αυτή τις απώλειες του κλαδικού τζίρου, ο οποίος αυξήθηκε κατά 157 εκατ. ευρώ. Το δε 2018, οπότε στον τζίρο των σούπερ μάρκετ προστέθηκαν ακόμα 200 εκατ. ευρώ (έφτασε στα 9.379 εκατ. ευρώ σε πορεία σύγκλισης προς το «έτος βάσης» –θα δούμε φέτος, αν θα φτάσει τα 9.463 εκατ. ευρώ του 2014), τα cash & carry έχασαν ακόμα σχεδόν 40 εκατ. ευρώ. Με άλλα λόγια, ο τζίρος τους συνέκλινε (με ένα μικρό ωφέλημα 22 εκατ. ευρώ) στο επίπεδο της απόδοσής του κατά το «έτος βάσης»…

Κι αν, έστω, ληφθούν υπόψιν α) ότι περίπου το ένα δέκατο των πωλήσεων της ακμαίας ακόμα Μαρινόπουλος χάθηκε, όπως λένε οι ειδήμονες, όταν αυτή έγινε ο ίσκιος του εαυτού της (δηλαδή, τότε που οι μεγάλοι ανταγωνιστές της κι η μικρή λιανική «έκαναν ταμείο» με τα ιμάτιά της), λόγω μιας κάποιας «ατονίας» των αγοραστικών ενδιαφερόντων του σταθερού πελατολογίου της και β) ότι ο αποπληθωρισμός, η έξαρση των προωθήσεων και οι πωλήσεις χονδρικής των σούπερ μάρκετ αφαίρεσαν, στο μεταξύ, κάμποσα εκατομμύρια ευρώ ακόμα από το απόλυτο μέγεθος του συγκρινόμενου λιανεμπορικού τζίρου του «έτους βάσης», τα βαρύνοντα στοιχεία της γενικής εικόνας του κλάδου δεν αλλάζουν. Ποια είναι αυτή;

Ψάρια και δολώματα του πορθμού
«Το μαχαίρι και το πεπόνι» της διανομής στον ευρύτερο κλάδο των τροφίμων-ποτών και ειδών ευρείας διανομής τα κρατούν εξίσου τα σούπερ μάρκετ και οι δομές του παραδοσιακού χονδρεμπορίου, οι οποίες εξυπηρετούν την αυτόνομη λιανική σε όλες της τις ειδικεύσεις. Ο ανταγωνισμός τους διεξάγεται ισόρροπος, γιατί αυτό εξυπηρετεί τη βιομηχανία και τη ζήτηση.

Δεν νομίζουμε ότι είναι απλώς ισχυρισμός το ότι τα άνω των 300 εκατ. ευρώ του κλαδικού τζίρου, που «χάθηκαν» το 2016 και επανακτώνται βαθμηδόν μέχρι φέτος, πέρασαν προσώρας στις ποικιλόμορφες ειδικεύσεις των καταστημάτων της γειτονιάς και ξαναγυρίζουν συν τω χρόνω στην κοίτη της μεγάλης λιανικής. Σε αυτή τη μεγάλη άμπωτη και πλημμυρίδα του τζίρου, που τη δημιούργησε ασφαλώς ο τεκτονικός σεισμός της χρεοκοπίας της Μαρινόπουλος και η «αποκατάσταση της τάξης» από την ΕΥΣ, τα cash & carry άπλωσαν απλά ένα δίκτυ κατακράτησης των εύκολων ψαριών. Τα «εύκολα ψάρια» αυτής της ευκαιριακής συγκομιδής, λοιπόν, ήταν κατά μείζονα λόγο οι μικροεπιχειρήσεις, που δουλεύουν λίγο-πολύ είτε ως μικρά ομοιότυπα του σούπερ μάρκετ (μπακάλικα, μίνι μάρκετ) είτε απλώς έχουν συνηθίσει να ψωνίζουν μαζικά κυρίως τρόφιμα (τοστάδικα, καφετέριες, μπαρ κλπ.) από τα φθηνότερα στις προσφορές τους σούπερ μάρκετ. Τα μεν πρώτα –κατά παράδοση στρατηγικός πελάτης του cash & carry– σήμερα τελούν υπό την «πολιορκία» του μικρού σούπερ μάρκετ και (υποτίθεται) των συστημάτων δικαιόχρησης των μεγάλων επωνυμιών. Τα δε δεύτερα ξαναβρήκαν γρήγορα το δρόμο του φτηνού σούπερ μάρκετ αλά Μαρινόπουλος –κι όχι πως τους έλειψε εκείνος για τη Lidl, της οποίας το μερίδιο έχει αυγατίσει και με πωλήσεις χονδρικής…

Στο μεταξύ, η πιάτσα του κλασικού χονδρεμπορίου, μετά τα καίρια κτυπήματα στη ρευστότητά της τα πρώτα χρόνια της κρίσης, έχει σταθεί ολόρθη στα πόδια της, απαλλαγμένη από τις κατά τόπους επισφαλείς ακρώρειές της.

Κι όμως, κινείται!
Τι είναι, τάχα, αυτό που ενισχύει σήμερα την τάση ανάκαμψης του παραδοσιακού χονδρεμπορίου; Το να απαντήσει κανείς «η αναζωογόνηση της μικρής λιανικής» ακούγεται μάλλον τολμηρό. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen, αν το convenience κατάστημα άνω των 100τμ στη συνολική επόπτευση των αντικειμένων του απέφερε στην έναρξη της ύφεσης το 2009 περί το 29% του τζίρου των FMCG με 30.319 καταστήματα, στα τέλη του 2017, με το σχετικό πλήθος καταστημάτων μειωμένο κατά 5.513 (στα 24.806, δηλαδή ελαττωμένο χοντρικά κατά το ένα έκτο) συνέχιζε να αποφέρει το 27% των πωλήσεων των FMCG. Μάλιστα, από αυτό το 27% το 11% των πωλήσεων αναλογούσε σε παντοπωλεία και μίνι μάρκετ και το 16% σε όλα τα άλλα είδη καταστημάτων (ζαχαροπλαστεία, αρτοποιεία, κρεοπωλεία, μανάβικα κλπ). Άρα, έστω κι αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε εν πρώτοις για «αναζωογόνηση» της μικρής λιανικής, είναι αφενός φανερό πως το υπόβαθρο των υπηρεσιών της παραδοσιακής χονδρικής έμεινε σχεδόν ατόφιο (μόλις 2% του τζίρου των FMCG μετατοπίστηκε στην οργανωμένη λιανική) παρά το σφυροκόπημα της κρίσης και αφετέρου θα διαπιστώσουμε, έτσι, ότι η περίφημη συγκέντρωση του κλάδου ανακλάται ως επιχειρηματική συγκεντροποίηση και μόνο των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ.

Υπάρχουν, άραγε, ορατές τάσεις συγκέντρωσης στο πεδίο της μικρής λιανικής; Το αντίθετο, διότι το convenience κατάστημα αναζωογονείται όχι γενικά, αλλά ειδικά στην αγορά της τουριστικής ζώνης της παράκτιας χώρας (νησιωτικής και μη) και των αστικών κέντρων με τουριστικό ενδιαφέρον. Η πρόκληση της εξυπηρέτησης άνω των 30 εκατομμυρίων ξένων τουριστών ετησίως τουλάχιστον για ένα εξάμηνο είναι ούτως ή άλλως τεράστια. Ο σχετικά νέος παράγων στην τουριστική ζώνη, που ωθεί σε ανάπτυξη τη μικρή λιανική και που προδρομικά δεν είχε δώσει σαφώς το στίγμα του είναι η έκρηξη του Airbnb, αντιθετικά προς την τάση του all inclusive στην ξενοδοχειακή φιλοξενία, που αρχικά δημιούργησε σκεπτικισμό σε όλη την αγορά του μικρού λιανεμπορίου και της μαζικής εστίασης.

Εξ αυτών κινητοποιείται σήμερα το ενδιαφέρον των προμηθευτών FMCG να προάγουν τις υπηρεσίες του παραδοσιακού χονδρεμπορίου κι ο λόγος είναι απλός: Το cash & carry από τη φύση του, όσο και να την παραλλάξει, δεν μπορεί ούτε να σερβίρει έναν-έναν τους μικρούς λιανέμπορους ούτε να κλείνει συμφωνίες μαζί τους αντί ευκολιών πληρωμής ούτε να τους λανσάρει τα εκάστοτε νέα προϊόντα, κάνοντας στοχευμένες προσφορές σε αυτά, ούτε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες ενεργειών μάρκετινγκ και μερτσαντάϊζινγκ. Αυτά είναι δουλειές για τους αντιπροσώπους-διανομείς και τους λεγόμενους «παραδοσιακούς» χονδρεμπόρους…


Υπόθεση «άντληση τζίρου»: Τα ερωτήματα
Ταυτόχρονα, όμως, η τουριστική ανάπτυξη συνιστά πρόκληση και για τα cash & carry σε διπλή κατεύθυνση πελατολογίου: Αφενός των μικρολιανεμπόρων, οι οποίοι, ας σημειωθεί, στη δεκαετία της κρίσης έχουν αυξήσει τα ράφια των ψυγείων τους από περίπου 30% του συνόλου στην έναρξή της ως το 60% σήμερα, κι ασφαλώς των επιχειρηματιών της μαζικής εστίασης. Αμφότεροι υπολογίζουν στους έξι θερμούς μήνες του χρόνου, που θρέφουν τους άλλους έξι. Σε αυτό τον υπολογισμό, λοιπόν, αποζητούν μερίδιο οι διοικήσεις των cash & carry.

Στη Χαλκιδική, για παράδειγμα, πολλοί πελάτες χονδρικής της Μασούτης το καλοκαίρι τετραπλασιάζουν το μηνιάτικο τζίρο τους συγκριτικά με τον χειμερινό, έτσι που μόνη η συμμετοχή τους στο γενικό χονδρεμπορικό τζίρο της εταιρείας υπερβαίνει το 10%!

Τα πράγματα για τις εταιρείες του κλάδου, που από άποψη αρχιτεκτονικής μάνατζμεντ έχουν συνδεδεμένους εν είδει συγκοινωνούντων δοχείων τους τομείς χονδρικής και δικαιόχρησης, όπως η Μασούτης, ή και της λιανικής σε κάποιες περιπτώσεις μεσαίων και μικρότερων του κλάδου είναι μάλλον απλά: Ό,τι υστερεί ένεκα εποχικής ιδιαιτερότητας στο ένα εκ των πεδίων δράσης, κοντρολάρεται από τη διοικητική ευελιξία στην ετήσια λειτουργία του όλου συστήματος. Σε διοικητικά συστήματα που προτάσσουν τις ανεξάρτητες δομές καθενός χωριστού πεδίου δράσης, τα πράγματα είναι πιο ζόρικα. Αλλά τούτο είναι μόλις μια παρωνυχίδα της υπόθεσης «άντληση τζίρου και κερδών από τη μικρή λιανική».

Η υπόθεση αυτή υπαινιχθήκαμε ήδη ότι σχετίζεται με τη δικαιόχρηση και η λαχτάρα των αλυσίδων για την επέκταση της δικαιόχρησης σχετίζεται με το απαγορευτικό λειτουργικό κόστος γι’ αυτές, που έχει το να στήνουν γενικά ιδιόκτητα μικρά καταστήματα. Αυτό το εγνωσμένα απαγορευτικό κόστος ειδικά στη ζώνη ανθοφορίας του τουριστικού πλούτου είναι κόστος ανυπέρβλητο, εφόσον η λιανεμπορική δραστηριότητα ασκείται επί το πλείστον κοψοχρονιά. Το κατεξοχήν ερώτημα, που δεν το απαντά η βουλησιαρχία των επιχειρηματικών πλάνων, είναι γιατί να συγκατατεθεί ο τοπικός μικρολιανέμπορος να υπαχθεί σε συστήματα franchising, όταν, έχοντας ήδη φάει με το κουτάλι την οικονομική κρίση κι έχοντας την εμπειρία της συνεργασίας με τα τοπικά δίκτυα των χονδρεμπόρων, αναγνωρίζει περισσότερα κίνητρα στην αδέσμευτη επιχειρηματική δράση;

Το δεύτερο ερώτημα αφορά εγγενώς τη φύση του cash & carry: Είτε ως νέο κατάστημα είτε ως μεταφερόμενο στην τουριστική ζώνη από εμπορικά «άνομβρες» περιοχές είναι ποτέ δυνατόν, άραγε, να δικαιώσει τη φύση του, που βασίζεται στις οικονομίες κλίμακος, δουλεύοντας κι αυτό κοψοχρονιά, όπως η πελατεία του;

Υπάρχει κι ένα τρίτο ζήτημα, που ως ερώτημα το απαντά ο ίδιος ο ανταγωνισμός απόλυτα χρόνια τώρα: Το πρωτείο στην πλευροκόπηση του τζίρου των παραδοσιακών χονδρεμπόρων και των πελατών του ανήκει εξ αρχής όχι στα cash & carry, αλλά στο σκληρό μεριδιακό ανταγωνισμό των αλυσίδων λιανικής, που ρίχνει ακόμα σήμερα τόσο πολύ τις τιμές, μέσω των ειδικών προγραμμάτων προσφορών, ώστε να προτιμώνται τόσο από τους επαγγελματικούς πελάτες των χονδρεμπόρων και cash & carry όσο και από τους ιδιώτες πελάτες της μικρής λιανικής. Πώς αλλιώς εξαφανίστηκε από προσώπου αγοράς περίπου το ένα έκτο του δυναμικού των μικρολιανεμπόρων;

Δεν τίθεται θέμα επιλογής
Η δυσχέρεια των απαντήσεων σε τέτοιου είδους ερωτήματα, είτε ακόμα ανοιχτά στην εμπειρία και στο πειραματισμό των διοικήσεων του κλάδου, με σκοπό την επινόηση λύσεων –έστω με το στανιό–, είτε απαντημένα απερίφραστα στην καθημερινή πράξη, έχει κοινό υπόβαθρο: Την εξάντληση των ορίων στην επέκταση των δικτύων των αλυσίδων λιανικής και προπάντων την αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει νέο τζίρο, μέσω της αύξησης των διαθέσιμων προς κατανάλωση εισοδημάτων. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η μόνη δυνατή προοπτική στον ανταγωνισμό είναι η αδυσώπητη σύγκρουση, με σκοπό την κυριαρχία κατόπιν εξαναγκαστικών συγκεντροποιήσεων κεφαλαίου και υποδομών.

Όχι τυχαία οι επενδυτικές επιδόσεις των αλυσίδων κατά το μέγιστο αποβλέπουν στο αξιόμαχο των δικτύων για τον εκάστοτε «νέο κύκλο εξαγορών» και την περικύκλωση του αντιπάλου παρά στην είσοδο σε δύσκολες τομεακές αγορές του κλάδου, όπως η χονδρική κι η μικρή λιανική. Για την ώρα δεν τίθεται θέμα επιλογής. Η πρώτη επιλογή επενδύσεων είναι επιβεβλημένη, όσο στο μονομάχο της αρένας η υποχρέωση για νίκες μηδενικού αθροίσματος, και αφορά χορό δισεκατομμυρίων «εδώ και τώρα», ενώ η δεύτερη προϋποθέτει τις νίκες της πρώτης, είναι υψηλού κόστους, θέλει βάθος χρόνου και κυρίως οικονομική σταθερότητα. Συνεπώς δεν περισσεύουν πόροι για να γίνει το cash & carry πιο ανταγωνιστικό, ταυτόχρονα, από τα μητρικά του εταιρικά σπλάχνα και από τον «παραδοσιακό» ανταγωνιστή του –πώς άλλωστε; Άλλο δεν μένει, λοιπόν, από το στρατηγικό του …αυτοσχεδιασμό, ήτοι την τέχνη της προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, που διαμορφώνει ο ανταγωνισμός στη μεγάλη λιανική.

Περί τάξεως μεγεθών
Καθ’ ον χρόνο θα διαβάζεται αυτό το κείμενο η τουριστική αγορά θα ‘χει ήδη ανοίξει κι ο κόσμος του cash & carry θα προσδοκά τον πρώτο και ζωτικότερο μήνα της θερινής σεζόν, τον Ιούνιο, οι πωλήσεις του οποίου συνολικά για την οργανωμένη χονδρική κυμαίνονται ελάχιστα πιο κάτω από το δεκεμβριανό-γιορταστικό της τζίρο (100-115 εκατ. ευρώ έναντι 115 εκατ. ευρώ στις γιορτές ή λίγο πιο πάνω) ένεκα της τοποθέτησης του νέου εμπορεύματος στη μικρή λιανική. Ο τζίρος της τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τζίρος από την αναπλήρωση του «γυρισμένου» εμπορεύματος, είναι περίπου 15-25 εκατ. ευρώ ανά μήνα υψηλότερος από τον τζίρο του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου (ενδεικτικά Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2017: 67,7 και 85,8 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, έναντι 94,5 και 96,6 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο και Αύγουστο αντίστοιχα του ίδιου έτους, πηγή Nielsen). Η τάξη μεγεθών, με μικροδιακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά, δείχνει ορισμένως το εκτόπισμα του πανελλήνιου τζίρου της οργανωμένης λιανικής στην ακμάζουσα τουριστική Ελλάδα… Εξάλλου, ένας συγκριτικός υπολογισμός επί ετήσιων στοιχείων της Nielsen των μεγεθών του λιανεμπορικού τζίρου των σούπερ μάρκετ με και χωρίς τα νησιά Αιγαίου και Ιουνίου (εξαιρουμένης της Κρήτης και μη υπολογιζομένων των πωλήσεων της Lidl) μας δείχνει ότι το 2014 ο τζίρος τους ανήλθε στα 357 εκατ. ευρώ, το 2015 στα 537, το 2016 στα 465 και το 2017 στα 487 εκατ. ευρώ. Η θεώρηση των δεδομένων μας στη βάση δεδομένων του «Πανοράματος των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ» δείχνει ότι επί ενός γενικού συνόλου 132 μονάδων cash & carry σε όλη την επικράτεια (μεγάλων δικτύων, μεσαίων και μεμονωμένων) τουλάχιστον οι 75 δραστηριοποιούνται στην τουριστική ζώνη στην ευρεία της έννοια. Δηλαδή, σ’ αυτήν εντάξαμε εκτός των μονάδων της τουριστικής παράκτιας χώρας (ηπειρωτικής και νησιωτικής) κι όλες των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, καθώς πέραν της εξυπηρέτησης του τοπικού μικρολιανεμπορίου, που απευθύνεται σε λίγους ή περισσότερους τουρίστες, λ.χ. οι αττικές εμπορικές μονάδες της ΕΝΑ εξυπηρετούν και τη μικρή λιανική των Κυκλάδων. Θυμίζουμε, πρώτον, ότι κατά συντριπτική πλειονότητα πρόκειται για παλαιές μονάδες, ιδρυμένες στις εν λόγω περιοχές, επειδή σ’ αυτές ούτως ή άλλως άκμαζε η μικρή λιανική και η αστική ζωή πριν το τουριστικό αναπτυξιακό «θαύμα» της τελευταίας δεκαετίας και υποσημειώνουμε ότι στην αμιγώς τουριστική νησιωτική ζώνη δραστηριοποιείται και η Lidl με 25 καταστήματα (13 σε Αιγαίο και Ιόνιο και 12 στην Κρήτη) πέραν, φυσικά, της πλειάδας σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ.

Κατά τα λοιπά θα κλείσουμε μάλλον με τετριμμένα πράγματα, όπως ό,τι φέτος μια σχετική ανησυχία στα επιτελεία των cash & carry δημιουργεί η εξέλιξη του Brexit («θα ‘ρθουν ή θ’ ακυρώσουν οι Βρετανοί;»), ότι η ανησυχία για το βαλάντιο του Έλληνα καταναλωτή, τουρίστα ή όχι, είναι καημός βαρύς ακόμα μια χρονιά, ότι εμπορικά το μίγμα ραφιών της τουριστικής ζώνης (άρα, οι παραγγελίες της μικρής λιανικής) μόνο κατ’ εικόνα μοιάζει στα συνήθη, αφού τα έτοιμα τυποποιημένα τρόφιμα και τα προϊόντα περιποίησης έχουν εκτοπίσει τα προϊόντα νοικοκυριού σχεδόν εξολοκλήρου, ότι για την ηλεκτρονική παραγγελιοληψία των cash & carry φροντίζουν τα δίκτυα που επιδιώκουν την τροφοδοσία κυρίως franchisees και μονίμων πελατών κι ότι ο χαμός των προσφορών δεν έχει τέλος.

    info
    Ευχαριστούμε για τις διαφωτιστικές συζητήσεις μαζί μας τους κ. Δημήτρη Παπαχρυσάνθου, διευθυντή Ανάπτυξης Franchise και Cash & Carry της ΑΒ Βασιλόπουλος, και Σπύρο Μαζαράκη, διευθυντή του τομέα των Cash & Carry της Μασούτης και του δικτύου των Express Market.

Αλέξανδρος Δανιηλίδης, Αθηναϊκή Ζυθοποιία: Επενδύουμε στην ανάπτυξη

Στο ξεκίνημα της συνομιλίας μας, σε ερώτησή μας αναφορικά με τις προβλέψεις για την αγοράς μπίρας φέτος, ο κ. Αλ. Δανιηλίδης εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η θετική πορεία της το 2018 θα συνεχιστεί, προσθέτοντας: «Παρότι η μπίρα στη χώρα μας εξακολουθεί να καταναλώνεται ως εποχικό προϊόν τα τελευταία χρόνια υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης, που μας κάνουν συγκρατημένα αισιόδοξους. Προφανώς εξωγενείς παράγοντες, όπως ο καιρός και η πορεία της οικονομίας και του τουρισμού, παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μεγεθών, αλλά γενικά θεωρούμε ότι η κατηγορία έχει σαφή περιθώρια ανάπτυξης. Ο κλάδος αναπτύσσεται, νέοι «παίκτες» μπαίνουν συνεχώς στην κατηγορία, οι καταναλωτές και το εμπόριο έχουν μια τεράστια γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών να επιλέξουν. Όλα τείνουν στην ανάπτυξη. Δεδομένων των προσπαθειών όλων μας να εμβαθύνουμε στο χτίσιμο της κουλτούρας της μπίρας και ελπίζοντας σε μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση σε ό,τι αφορά την (υπερ) φορολόγηση του κλάδου από το κράτος, θεωρούμε ότι υπάρχει σαφές περιθώριο ανάπτυξης άμεσα και στο μέλλον. Εμείς τόσο φέτος όσο και μεσοπρόθεσμα επενδύουμε στην ανάπτυξη».

Προστιθέμενη αξία για όλους

    σελφ σέρβις: Σας προβληματίζει η ταχύτατη συγκέντρωση της οργανωμένης λιανικής, που δίνει στους μεγάλους πελάτες σας την ισχύ υπερομίλων;

Αλέξανδρος Δανιηλίδης: Η τάση ανάπτυξης τέτοιων ομίλων στην Ελλάδα είναι μακροχρόνια και λογικά θα συνεχιστεί. Πάντως, είναι βραδύτερη από την υπόλοιπη Ευρώπη για μια σειρά λόγους. Το γεωφυσικό ανάγλυφο της χώρας, η υψηλή εποχικότητα και οι κοινωνικές δομές δίνουν ένα πολύ σοβαρό ρόλο και στο «παραδοσιακό» εμπόριο μικρής εμβέλειας, που δεν μπορεί ούτε πρέπει να αγνοείται. Εμείς προσπαθούμε πάντα να έχουμε εμπορικές σχέσεις που δημιουργούν προστιθέμενη αξία σε όλους τους εταίρους μας, με επίκεντρο τον καταναλωτή. Οι αλλαγές στον τρόπο διακίνησης και πώλησης των προϊόντων παγκοσμίως είναι ταχύτατες, αφού το ηλεκτρονικό εμπόριο –η διείσδυση εταιρειών όπως οι Amazon και Alibaba– αλλάζουν τα δεδομένα. Είναι σημαντικότατο πέραν της διαχείρισης του σήμερα, να σχεδιάζουμε τη στρατηγική της «επόμενης ημέρας» σ’ ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία.

    σ. σ.: Τον τελευταίο καιρό έχετε συναντήσεις με τους κοινωνικούς εταίρους. Ποια θέματα θέτετε, εκπροσωπώντας έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους της χώρας;

Α. Δ.: Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία πιστεύει στο διαφανή διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους, με σκοπό την ανάπτυξη της κατηγορίας της μπίρας προς όφελος όχι μόνο των μετόχων, αλλά και της οικονομίας και των καταναλωτών. Στις συναντήσεις μας, λοιπόν, τους ενημερώνω για το πρόγραμμα επενδύσεων που ήδη υλοποιούμε, την οικονομική και κοινωνική επίδραση των δραστηριοτήτων μας, τα μελλοντικά σχέδιά μας, τη βελτίωση των παραγωγικών μας εγκαταστάσεων, την προώθηση των εξαγωγών μας και την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων εξολοκλήρου στην Ελλάδα. Επίσης, συζητούμε την πρόθεσή μας για επενδύσεις σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας, όπως και τον προβληματισμό μας για τις ανεπαρκείς υποδομές και τις ελλείψεις στα δίκτυα διανομής σε διάφορες περιοχές της χώρας, που θέτουν εμπόδια στον προγραμματισμό μας.

Επενδύσεις 43 εκατ. ευρώ και νέα προϊόντα

    σ. σ.: Τι περιλαμβάνει το επενδυτικό πλάνο της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας την περίοδο 2019-2021;

Α. Δ.: Εστιάζουμε στην καινοτομία, τον εκσυγχρονισμό των μονάδων παραγωγής μας, την ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου μας και την ενίσχυση των εξαγωγικών μας δραστηριοτήτων. Οι προγραμματισμένες επενδύσεις μας τη συγκεκριμένη τριετία ανέρχονται στα 43 εκατ. ευρώ, με αφετηρία πρόσφατα τη δημιουργία της γραμμής μηλίτη στο εργοστάσιό μας στην Πάτρα και την ανάπτυξη νέων προϊόντων από 100% ελληνικές πρώτες ύλες, που σύντομα θα κυκλοφορήσουν στην αγορά. Ως προς τις εξαγωγικές μας δραστηριότητες, συνεχίζουμε δυναμικά, με χαρακτηριστική περίπτωση το εξαγωγικό πλάνο της Άλφα στις ΗΠΑ. Άλλος στόχος μας είναι η ενίσχυση του προγράμματος συμβολαιακής καλλιέργειας. Ταυτόχρονα, ένα τμήμα των προγραμματιζόμενων επενδύσεών μας αφορά έργα, που αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος και την ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης, με έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Έτσι, αξιοποιούμε τις μεγάλες δυνατότητες της χώρας μας στον τομέα αυτό. Μειώνοντας δραστικά το ενεργειακό αποτύπωμα της εταιρείας μας, γινόμαστε πρότυπο και για άλλες εταιρείες.

Περαιτέρω εξωστρέφεια

    σ. σ.: Τι σημαίνει για τα μεγέθη της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας το εξαγωγικό άνοιγμά της στις ΗΠΑ;

Α. Δ.: Μεταξύ των μεγάλων στοιχημάτων της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας είναι κι η προσπάθεια να «ξεκλειδώσει» την αμερικανική αγορά, αρχικά με την προώθηση του σήματος Άλφα. Έχουμε ήδη ξεκινήσει επαφές με κανάλια διανομής στις ΗΠΑ, βασισμένοι και στο δίκτυο της μητρικής μας Heineken. Σκοπός μας σε πρώτη φάση είναι η Άλφα να διανέμεται στη μαζική εστίαση ελληνικού προφίλ, όπως τα ελληνικά εστιατόρια, μέχρι τα πρώτα σαφή δείγματα αποδοχής της, οπότε θα προχωρήσουμε σε πιο εκτεταμένο πλάνο εξαγωγών στη χώρα. Οι εξαγωγές ως στοιχείο του DNA της εταιρείας αποτελούν βασικό πυλώνα της ανάπτυξής μας. Είμαστε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας μπίρας της χώρας περισσότερα από 40 χρόνια. Πρόθεσή μας είναι να αναπτύξουμε περαιτέρω τις εξαγωγές, είτε ενισχύοντας την παρουσία μας σε αγορές που έχουμε ήδη παρουσία είτε σε νέες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως των ΗΠΑ. Σημειώνω ότι σήμερα οι εξαγωγές αναλογούν στο 10% του τζίρου μας και ότι τα προϊόντα μας φτάνουν σε 19 χώρες των πέντε ηπείρων.

Το πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας κριθαριού

    σ. σ.: Το πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας κριθαριού της εταιρείας έκλεισε μια δεκαετία. Τι προβλέπει ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός σας για τις σχέσεις σας με τους παραγωγούς;

Α. Δ.: Πράγματι, το πρόγραμμα έκλεισε μία δεκαετία με πολλαπλά οφέλη για περίπου 2.500 παραγωγούς. Από το 2008 στηρίζουμε στην πράξη τους Έλληνες παραγωγούς, παρέχοντάς τους μια σημαντική πηγή εισοδήματος. Ταυτόχρονα, δίνουμε διέξοδο και προοπτική στην αγροτική παραγωγή, συμβάλλοντας στην απασχόληση στην ελληνική περιφέρεια. Παράλληλα, επενδύουμε στην εκπαίδευση των παραγωγών, με την οργάνωση σχετικών προγραμμάτων με τη συνεργασία της Αμερικάνικης Γεωργικής Σχολής. Τα έχουν παρακολουθήσει συνολικά περί τους 500 παραγωγούς μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα τη μέση βελτίωση των στρεμματικών αποδόσεών τους κατά 15%. Η εγγυημένη τιμή αγοράς, η οποία είναι γνωστή από την υπογραφή των συμβολαίων, η άμεση πληρωμή με την παραλαβή του κριθαριού και η πίστωση για την αγορά των σπόρων είναι μερικά ακόμη οφέλη του προγράμματος για τους παραγωγούς. Θα συνεχίσουμε στην ίδια κατεύθυνση, ενισχύοντας περαιτέρω τις προσπάθειες των παραγωγών, στο πλαίσιο του προγράμματος, το οποίο στα δέκα χρόνια υλοποίησής του έχει δημιουργήσει προστιθέμενη αξία σχεδόν 80 εκατ. ευρώ και 800 νέες θέσεις εργασίας.

Η παγκόσμια τάση της διαφοροποίησης

    σ. σ.: Πόσο ενδιαφέρουν τους Έλληνες τα premium προϊόντα; Θυσιάζουν τις παραδοσιακές προτάσεις χάριν δοκιμής πιο εξεζητημένων ή καινοτόμων προϊόντων;

Α. Δ.: Αφουγκράζονται και εν μέρη ακολουθούν τις παγκόσμιες τάσεις για συγκεκριμένα πιο premium προϊόντα. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία καλύπτει όλες τις προτιμήσεις των σύγχρονων καταναλωτών, προτείνοντάς τους από μπίρες συνδεδεμένες με την παράδοση, όπως η Άλφα και η Μάμος, μέχρι πιο premium, όπως οι Heineken και Fischer. Τα τελευταία χρόνια η τάση ανάπτυξης της «μικροζυθοποιίας» και της αναζήτησης προϊόντων πέραν των παραδοσιακών είναι παγκόσμια, συνδέεται με τη στροφή της κατανάλωσης στην υγιεινή διατροφή και τον εναλλακτικό τρόπο ζωής και προτείνει δοκιμές προϊόντων με ισχυρό τοπικό χαρακτήρα, περιορισμένης ή και χειροποίητης παραγωγής. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ανταποκρίνεται σχετικά, ενισχύοντας περαιτέρω την κατηγορία της μπίρας με την Heineken 0.0. Η παγκόσμια τάση της διαφοροποίησης στις γεύσεις θα εξακολουθήσει να είναι επίκαιρη όχι μόνο στις μπίρες, αλλά σε όλο το φάσμα των τροφίμων-ποτών.

Επαναβιομηχάνιση και επενδύσεις

Οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στους κλάδους της μεταποίησης την περίοδο 1996-1999 αντιστοιχούσαν σε διψήφιο επίπεδο επενδυτικής δαπάνης (17,7%). Όμως, στο διάστημα 2000-2007 η επενδυτική δαπάνη παρουσίασε θετικό μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής μόνο σε 9 από τους 19 κλάδους (-1,8%). Την περίοδο 2008-2015, εποχή της μεγάλης ύφεσης, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στους κλάδους της μεταποίησης εμφάνισαν αρνητικό μέσο ρυθμό μεταβολής (-3%), ιδιαίτερα μειωμένο σε πολλούς κλάδους. Η τεράστια αποεπένδυση της ελληνικής οικονομίας τα χρόνια της κρίσης φαίνεται από το σύνολο του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου: Ενώ το 2008 ανήλθε σε 56.174 εκατ. ευρώ σε σταθερές τιμές, το 2014 έφτασε τα 20.936 εκατ. ευρώ και το 2017 τα 23.216 εκατ. ευρώ.

Σήμερα η χώρα καλείται να επιλέξει μεταξύ σεναρίων ανάπτυξης που θα ευνοήσουν την αύξηση των επενδύσεων, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες των προηγούμενων χρόνων. Στο μεταξύ, το ποσοστό χρήσης της παραγωγικής δυναμικότητας της ελληνικής βιομηχανίας αυξήθηκε από 64% το 2015 σε 68% το 2017, εξέλιξη που οδήγησε τους βιομηχάνους σε αύξηση της επενδυτικής έντασης (δηλαδή της ετήσιας ροής προς απόθεμα) από το χαμηλό 8% το 2015 σε 11% το 2017. Τούτο δείχνει πως ξεπερνιέται οριακά ο βαθμός απόσβεσης (δηλαδή το ουδέτερο σημείο, που η καθαρή αξία του αποθέματος μηχανημάτων παραμένει σταθερή) και επιδεικνύονται σημάδια δυναμικής ανάπτυξης. Εκτιμάται δε πως ο βαθμός της έντασης των επενδύσεων σε μηχανήματα θα προσεγγίσει το 2023 το 14%-16%. Γενικά ο στόχος είναι οι επενδύσεις να αυξηθούν από το 12,6% του ΑΕΠ σήμερα (26% το 2007), τείνοντας στον ευρωπαϊκό μέσο όρο ήτοι το 20% (με υψηλότερες τις επιδόσεις 26% της Τσεχίας και 33% της Ιρλανδίας).

Οι επενδύσεις στον κλάδο τροφίμων-ποτών
Ο κλάδος των τροφίμων-ποτών είναι εκ των βασικών μοχλών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και ένας από τους μεγαλύτερους και δυναμικότερους του τομέα της μεταποίησης. Ειδικότερα, καλύπτει το 26,4% του συνόλου των επιχειρήσεων, απασχολεί το 1/3 του συνόλου των απασχολούμενων, η αξία της παραγωγής του αγγίζει το 24,3% του συνόλου της μεταποίησης, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του φτάνει το 24,6% του συνόλου, καταλαμβάνει την πρώτη θέση ανάμεσα στους υπόλοιπους κλάδους από άποψη κύκλου εργασιών με μερίδιο 25,2%, έχει έντονα εξωστρεφείς (όπως και εσωστρεφείς) υποκλάδους, ενώ παρουσιάζει πολύ μεγάλη συγκέντρωση, αφού το 1% των εταιρειών του παράγει το 63% των συνολικών εσόδων. Την περίοδο της κρίσης οι επενδύσεις στον εν λόγω κλάδο κυμάνθηκαν στο ασφυκτικό πλαίσιο που λειτούργησε όλη η μεταποίηση, αλλά με διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, ενώ την περίοδο 1996-1999 η βιομηχανία τροφίμων-ποτών-καπνού είχε μέσο ρυθμό μεταβολής των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου 17,5%, την περίοδο 2000-2007 είχε αντίστοιχα 3%, ενώ μεταξύ 2008 και 2015 εμφάνισε μέση κάμψη -9,0%. Όπως συνέβη και σε άλλα τμήματα του μεταποιητικού τομέα, ο εν λόγω κλάδος δεν κατάφερε να αξιοποιήσει τις ευνοϊκές συνθήκες της περιόδου 2000-2007 για την ενδυνάμωση των επενδύσεών του. Πάραυτα το μέσο μερίδιο του κλάδου στις συνολικές επενδύσεις της μεταποίησης την περίοδο 2008-2015 ανήλθε στο 18,6%, που είναι το μεγαλύτερο μετά της παραγωγής προϊόντων πετρελαίου (32,4%). Η συσχέτισή του με το μερίδιό του στο παραχθέν προϊόν ή, διαφορετικά, η αναλογία μεταξύ επενδύσεων και παραγωγής ήταν θετική, φτάνοντας το 20,2% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης (σε σταθερές τιμές), πράγμα φυσιολογικό, αφού η μεγαλύτερη κλίμακα παραγωγής δημιουργεί την ανάγκη και τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερο σχηματισμό κεφαλαίου.

Σύμφωνα με την έρευνα επενδύσεων Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2018 του ΙΟΒΕ, οι επενδυτικές δαπάνες στον κλάδο το 2018 ανήλθαν κατά 28,8% σε σχέση με το 2017 και κατά 1,5% πάνω από την άνοδο των δαπανών του συνόλου της μεταποίησης (27,3% υψηλότερες σε σχέση με τις δαπάνες του 2017). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις για την τάση των επενδύσεων το 2018 είναι θετικές, τόσο στην Ευρωζώνη (6,4%), όσο και στην ΕΕ (6%). Ως προς τις προβλέψεις για το 2019, οι επενδυτικές δαπάνες στον κλάδο τροφίμων-ποτών αναμένεται ότι θα αυξηθούν κατά το πολύ αισιόδοξο 36,3% σε σχέση με το 2018, ενώ συνολικά για τον τομέα της μεταποίησης εκτιμάται πως η αύξηση θα είναι της τάξης του 31,5%. Για την Ευρωζώνη η σχετική αύξηση αναμένεται 7,2% και συνολικά για την ΕΕ 6,1%.

Κατανομή επενδύσεων με βάση τον σκοπό τους
Στην έρευνα επενδύσεων του ΙΟΒΕ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ιεράρχηση των επενδυτικών δαπανών ανάλογα με τον σκοπό τους. Ως βασικές κατηγορίες επενδύσεων προτείνονται έξι, αποτυπώνοντας ισάριθμες κατευθύνσεις ανάπτυξης των επιχειρήσεων του κλάδου. Ειδικότερα, το 2018 το επενδυτικό μίγμα των επιχειρήσεων της μεταποίησης (δεν δίνονται αναλυτικότερα στοιχεία για τα τρόφιμα-ποτά) αποτελούνταν από δαπάνες αντικατάστασης του υφισταμένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (49%), για την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας ήδη παραγόμενων προϊόντων (19%), για τη διεύρυνση της παραγωγικής δυναμικότητας με σκοπό την παραγωγή νέων προϊόντων (18%), για τη βελτίωση των μεθόδων παραγωγής (6%), για άλλους σκοπούς, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η ενίσχυση των συνθηκών ασφαλείας στην παραγωγική διαδικασία κ.ά. (5%) και για την εισαγωγή νέων παραγωγικών μεθόδων (2%). Φέτος οι επενδυτικές δαπάνες κατευθύνονται πρωτίστως στην αντικατάσταση του υφιστάμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από πέρυσι (70%) και ακολουθούν, οι δαπάνες για την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας (13%), οι δαπάνες για τη διεύρυνση της παραγωγικής δυναμικότητας με σκοπό την παραγωγή νέων προϊόντων (9%), οι δαπάνες για τη βελτίωση των εφαρμοζόμενων μεθόδων παραγωγής (4%), οι δαπάνες για άλλους σκοπούς (3%) και οι δαπάνες για εισαγωγή νέων παραγωγικών μεθόδων (1%).


Παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδύσεις
Τα αποτελέσματα της έρευνας του ΙΟΒΕ για το 2018 και για το 2019, αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδύσεις στο σύνολο της μεταποίησης, έδειξαν πως θετική επίδραση στην επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων είχαν και αναμένεται να έχουν η προσδοκώμενη ζήτηση για τα παραγόμενα προϊόντα (3,7% κ.μ.ο. ετησίως την επόμενη πενταετία από -4,2% την περίοδο 2009-2017), τα προσδοκώμενα κέρδη των επιχειρήσεων και η συμβολή των τεχνολογικών εξελίξεων.

Οι εν λόγω παράγοντες θα τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη των επενδυτικών δραστηριοτήτων, αν ενταχθούν σε μια στρατηγική, που θα προτάσσει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου, την κατεύθυνση της εξωστρέφειας των προϊόντων (ποιότητα προϊόντος, στήριξη ελληνικού brand name, οργανωμένη προώθηση ελληνικών τροφίμων), τη βελτίωση της πολιτικής καινοτομίας, έρευνας και εκπαίδευσης και επιπλέον την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής πρωτογενούς αγοράς αγροτικών προϊόντων. Τα πλεονεκτήματα αυτά σχετίζονται με την πρόσφατη στροφή προς τα ιδιαίτερα αναγνωρισμένα οργανικά και φυσικά συστατικά του ελληνικού γεωργικού τομέα, με την ανάδειξη και καθιέρωση της αξίας της μεσογειακής διατροφής στις δυτικές κοινωνίες, με την προσήλωση των ανθρώπων των αναπτυγμένων κοινωνιών στις διατροφικές προϋποθέσεις της υγείας, της φυσικής ευεξίας και της ευχαρίστησης, με την ασφάλεια στα τρόφιμα και με την πρόοδο στις διαστάσεις της έρευνας, της καινοτομίας εξειδικευμένων τομέων τροφίμων και της χρήσης νέων τεχνολογιών. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές ιδιαιτερότητες των ελληνικών εταιρειών (μικρή κλίμακα, εύκολη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας πρώτες ύλες) μπορούν δυνητικά να εξασφαλίσουν την αυξημένη συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων στις διεθνείς αγορές ποιοτικότερων προϊόντων και κατά συνέπεια την αύξηση των επενδύσεων με εγχώρια και ξένα κεφάλαια.

Παραδείγματα επενδύσεων, ξένων και ελληνικών
Σύμφωνα με την ΕΥ (European attractiveness survey), οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα το 2017 έφτασαν σε αριθμό τις 24 έναντι 13 το 2016, δημιουργώντας 1.194 θέσεις εργασίας. Ειδικότερα, οι επενδύσεις στον κλάδο της αγροτικής παραγωγής και των τροφίμων το έτος αυτό έφτασαν τις 7 κατά το υπόδειγμα πολλών πολυεθνικών εταιρειών, όπως η Mondelez, η Lays, η Barilla, η Cadbury, η General Mills και η Friesland Campina, που εγκαταστάθηκαν εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, όπου και παράγουν ένα ευρύ φάσμα των προϊόντων τους.

Άλλα παραδείγματα είναι η Creta Farms, η οποία ήδη από το 2016 έχει επενδύσει στη μετάδοση της τεχνογνωσίας της σε επιχειρήσεις του εξωτερικού, προκειμένου να αυξήσει την κερδοφορία της, και η Κρι Κρι, που πραγματοποίησε την περίοδο 2012-2016 επενδύσεις συνολικού ύψους 30 εκατ. ευρώ, ενώ την τελευταία τριετία (2017-2019) υλοποιεί επενδύσεις επιπλέον 10 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχες περιπτώσεις είναι, επίσης, η Δωδώνη, που επένδυσε το 2015 στην αύξηση της παραγωγής γιαουρτιού κατά 100%, ίδρυσε θυγατρική εταιρεία στην Ολλανδία με σκοπό να διευκολύνει τις εξαγωγές της, όπως και ένα εργοστάσιο παραγωγής χαλουμιού στην Κύπρο, αξίας 5 εκατ. ευρώ, η Chipita που επενδύει προ πολλού στο εξωτερικό, δημιουργώντας εργοστάσια πολλών εκατομμυρίων ευρώ, η Green Cola και η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης, που επιδεικνύουν έντονη επενδυτική κινητικότητα τα τελευταία χρόνια –η δεύτερη μεταξύ 2015 και 2018 πραγματοποίησε επενδύσεις 40 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10 σε καινοτόμες τεχνολογίες παραγωγής και συσκευασίας.

Λόγοι επένδυσης στην Ελλάδα και επενδυτικές ευκαιρίες
Δεδομένης της κατάστασης της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών και των τάσεων που ήδη αναφέρθηκαν, δίνεται η δυνατότητα στους Έλληνες ή ξένους επενδυτές να διαφοροποιηθούν από άλλους διεθνείς παραγωγούς τροφίμων-ποτών, χαράζοντας επενδυτικές στρατηγικές για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας προϊόντων σε πολλές κατηγορίες προϊόντων, ιδιαίτερα εξαγωγικού προσανατολισμού (υγιεινά τρόφιμα βασισμένα στο μέλι και στο ελαιόλαδο, μαρμελάδες, ζυμαρικά κ.λπ.) και αποκτώντας κυρίαρχη θέση στην παγκόσμια αγορά. Οι δυναμικές προσδοκώμενες αποδόσεις των επενδύσεων στην Ελλάδα θεωρούνται εξασφαλισμένες εξαιτίας τεσσάρων βασικών λόγων: α) της αξίας της επωνυμίας, αφού η ελληνική διατροφή χαίρει παγκόσμιας αναγνώρισης, β) των γεωγραφικών και κλιματικών συνθηκών, αφού η χώρα προσφέρει ιδανικές συνθήκες παραγωγής (πρώτες ύλες, κλίμα, κ.ά.), γ) των τοπικών προϊόντων υψηλής ποιότητας, αφού τα ΠΟΠ αναγνωρίζονται διεθνώς και δ) της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας και πλούσιας εμπειρίας, αφού η χώρα έχει άρτια εκπαιδευμένο επιστημονικό και ερευνητικό προσωπικό. Με βάση τα παραπάνω, αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες στον κλάδο των τροφίμων-ποτών αποτελούν η ανάπτυξη τμημάτων βιολογικών προϊόντων, η δημιουργία συσκευασιών υψηλής αισθητικής για τα εξαγώγιμα προϊόντα, οι επενδύσεις σε αγορές boutique και niche, οι επενδύσεις στη μαζική αγορά παραγωγής τροφίμων ιδιωτικής ετικέτας ή επώνυμης φίρμας και η ανάπτυξη νέων προϊόντων από ελληνικά ερευνητικά κέντρα.


Προβλήματα και προοπτικές
Όμως, παρά τις ευνοϊκές προϋποθέσεις και την έντονη κινητικότητα για την πραγματοποίηση επενδύσεων στον κλάδο τροφίμων-ποτών τα εμπόδια και τα προβλήματα, που σχετίζονται με την ανάπτυξη των επενδύσεων στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, είναι πολλά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 η Παγκόσμια Τράπεζα κατέταξε την Ελλάδα στην 72η θέση μεταξύ 190 χωρών ως προς την αποτελεσματικότητα της προσέλκυσης επενδύσεων. Ο ΣΕΒ, αναγνωρίζοντας τη δυσμενή κατάσταση, ανάθεσε στην Deloitte την εκπόνηση έρευνας καταγραφής της επενδυτικής κατάστασης στη χώρα συγκριτικά με την ΕΕ, με σκοπό τον εντοπισμό των εμποδίων που συναντούν οι επενδυτές, τη δημιουργία μιας εργαλειοθήκης παραγωγικών επενδύσεων και την κατάθεση ενός αποτελεσματικού προγράμματος επενδυτικών μεταρρυθμίσεων. Σημειωτέον ότι μεταξύ 2009 και 2017 η απόσταση της Ελλάδας από την Ευρώπη σε ό,τι αφορά τη διενέργεια επενδύσεων κατέστη χάσμα, που, όπως εκτιμάται από τη Deloitte, είναι της τάξης των 100 δισ. ευρώ και επείγει να καλυφθεί.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της έρευνας της Deloitte, οι παράγοντες που γίνονται τροχοπέδη για τις επενδύσεις στην ελληνική μεταποίηση είναι οι ελλιπείς δομές υποδοχής των επενδυτών, η αρνητική εικόνα της Ελλάδας, το αβέβαιο φορολογικό πλαίσιο, η αργή απονομή δικαιοσύνης, το ασαφές και κατακερματισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, η μικρή ψηφιακή ωριμότητα, οι δυσκολίες στην κάλυψη τεχνικών θέσεων εργασίας, η ανεπαρκής συνεργασία για την παραγωγή καινοτομιών, το μη ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, οι αδυναμίες χωροταξικού σχεδιασμού, οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση, το υψηλό κόστος χρηματοδότησης, η έλλειψη αποταμίευσης, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες των προγραμμάτων ενισχύσεων, οι πολύπλοκες διαδικασίες αναδιάρθρωσης, τα ελλιπή φορολογικά κίνητρα, η αβεβαιότητα ελέγχων και λοιπών φορολογικών θεμάτων, καθώς επίσης και η ευρύτερη οικονομική κατάσταση της χώρας. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται εκ μέρους του ΣΕΒΤ στη δαιμονοποίηση και στοχοποίηση της επιχειρηματικής δράσης στη βάση αντιλήψεων, που ταυτίζουν το επιχειρηματικό κέρδος με την αισχροκέρδεια.

Οι στόχοι της επενδυτικής μεταρρύθμισης
Βάσει των προαναφερόμενων διαπιστώσεων, αλλά και της θέσης της χώρας στον διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό θέτουν, τίθεται ως βασικός στόχος του προγράμματος επενδυτικών μεταρρυθμίσεων ο υπερδιπλασιασμός των επενδύσεων σε παραγωγικές δραστηριότητες (με σημαντικό ρόλο στον κλάδο των τροφίμων-ποτών) σε τέσσερα έως έξι χρόνια και η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ από 13% σε 20%. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η υλοποίηση επενδύσεων αξίας 100 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας θα εξασφαλίσει ετησίως κατά μέσο όρο επιπλέον 15-20 δισ. ευρώ στο εγχώριο ΑΕΠ, 200-250 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και πολλαπλασιαστικά σημαντικά οφέλη στο σύνολο της οικονομίας.

Η επίτευξη των παραπάνω απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένων εργαλείων και την ανάδειξη των καλών πρακτικών σε κάθε ξεχωριστό κλάδο. Σύμφωνα με την έρευνα, τα εργαλεία επιτάχυνσης αποβλέπουν:

  • Στην αναγνώριση της βελτίωσης του επενδυτικού περιβάλλοντος, με τον περιορισμό των αβεβαιοτήτων αναφορικά με το φορολογικό, νομικό, ρυθμιστικό πλαίσιο και την εμπέδωση πεποίθησης για τη δίκαιη αντιμετώπιση στη χώρα.
  • Στην ενίσχυση των προϋποθέσεων ανταγωνιστικής λειτουργίας (π.χ. τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας στον κλάδο τροφίμων-ποτών και την προώθηση εθνικής ταυτότητας προϊόντων τροφίμων σε αλυσίδες αξίας του εξωτερικού).
  • Στην ενίσχυση της σχέσης πανεπιστημίων-ερευνητικών κέντρων-επιχειρήσεων, με σκοπό την ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας για προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης, καθώς επίσης και στη βελτίωση των υποδομών μεταφοράς, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών.
  • Στην επιτάχυνση της αδειοδότησης από τη δημόσια διοίκηση, στην ενίσχυση της πληροφόρησης του επενδυτή και στη σχετική αλλαγή κουλτούρας της δημόσιας διοίκησης.
  • Στην προώθηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης (ομόλογα, επιχειρηματικά κεφάλαια, ενισχύσεις, απαλλαγές φόρων και τελών, χρηματοδοτήσεις από ταμεία της ΕΕ, έλεγχος από ανεξάρτητους ελεγκτές).
  • Στην απλοποίηση και σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου και της διενέργειας ελέγχων.

Νέο θεσμικό πλαίσιο
Η χαρτογράφηση της κατάστασης στον τομέα των επενδύσεων οδήγησε το 2018 την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης στην κατάθεση προς ψήφιση σειρά τροπολογιών, με σκοπό τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου (Αναπτυξιακού Νόμου 4399/2016) για τους ιδιώτες επενδυτές. Συγκεκριμένα, οι βασικές νομοθετικές παρεμβάσεις αναπτύχθηκαν σε τέσσερις άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με τον εξορθολογισμό και τη βελτίωση (δηλαδή ταχύτερες και απλούστερες διαδικασίες) των ενισχύσεων για τους επενδυτές. Με το δεύτερο παρέχονται πρόσθετες δυνατότητες, με σκοπό την ολοκλήρωση επενδυτικών σχεδίων, που είχαν υποβληθεί σε προηγούμενους επενδυτικούς νόμους. Ο τρίτος αφορά στη δημιουργία ενδιάμεσων χρηματοοικονομικών οργανισμών επιχειρηματικού κινδύνου, όπως το Ταμείο Συμμετοχών, το οποίο θα συγχρηματοδοτείται από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ο τέταρτος άξονας συνδέεται με τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για την ενίσχυση εταιρειών που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, με σκοπό την παροχή ενδο-ομιλικών υπηρεσιών.

Επιπλέον, στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2018) δίνεται έμφαση στο νόμο για την προσέλκυση στρατηγικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα το σχέδιο νόμου, που βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης της ανοιχτής διαβούλευσης, κινείται στην κατεύθυνση της δημιουργίας «ενός πλαισίου πιο ελκυστικού και αποτελεσματικού για τους επενδυτές σε σχέση με το υφιστάμενο, προσφέροντας ένα μεγάλο εύρος ωφελημάτων, ταυτόχρονα με μια ασφαλή, διαφανή, αλλά και ταχεία διαδικασία. Παράλληλα, διασφαλίζει καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, αποκτώντας συγκεκριμένη στόχευση, προσελκύοντας επενδύσεις σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή διάχυση των ωφελειών από την υλοποίηση των επενδύσεων».

Οι επιθυμίες των καταναλωτών οδηγός για επιτυχημένες δράσεις

Πρωταγωνιστές στο συνέδριο ήταν 26 FMCG brands, καθιερωμένα και ανερχόμενα. Τα στελέχη που παρουσίασαν επιτυχημένες πρακτικές σε τομείς όπως ο σχεδιασμός νέων προϊόντων, οι ενέργειες μάρκετινγκ και επικοινωνίας και η αξιοποίηση παραδοσιακών και νεών καναλιών διανομής, ανέδειξαν στρατηγικές προτεραιότητες των εταιρειών. Ειδικότερη αναφορά έγινε, μεταξύ άλλων, στις εξής: Αξιοποίηση των social media για άμεση, ουσιαστική και ευρηματική επικοινωνία με το κοινό, δημιουργία καινοτόμων προϊόντων που ευθυγραμμίζονται με τις αξίες και τα «θέλω» των καταναλωτών, εξυπηρετώντας με έξυπνο τρόπο τις καθημερινές τους ανάγκες, εναρμόνιση με τις τάσεις της εποχής για υγιεινή διατροφή, ευεξία και αειφορία, διερεύνηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και του e-commerce, για διευκόλυνση της πρόσβασης σε αγαθά και βελτίωση της συνολικής καταναλωτικής εμπειρίας.

Τα case studies των 26 brands παρουσίασαν οι κκ: Θωμάς Αλεξόπουλος (Σοκολάτα Υγείας Παυλίδη), Αννέτα Βασιλειάδου (Coffeeway Flavored Filter Coffee), Δρ. Ιωάννης Γιαβάσης (Δια Ελιάς και Αέρος), Χριστίνα Γιαπιτζάκη (Pedigree), Τίνα Εξάρχου (ΔΕΛΤΑ Διπλοστραγγιστό Γιαούρτι), Σίσσυ Θεοφανοπούλου (Scotch-Brite), Μαντώ Καλαμπόκα (Dixan), Δρ. Αναστασία Καπετανάκου (Carobites), Χάρις Κατσιγιαννοπούλου (Knorr), Δημήτρης Κίσσας (Άλμη γάρος), Εριέττα Κουκίου (Ελ Γκρέκο), Φλωρεντία Κουλαμπά (evlogia), Αλεξία Λασκαράτου (KitKat Ruby), Νικόλαος Ζάχος & Νικόλαος Λαμπράκης (Chestnicks), Πάνος Μήλιας (Crunch), Μιχάλης Μουμτζής (Φρέσκο Γάλα ΔΕΛΤΑ), Γιώργος Ξανθάκης (Coca-Cola), Αντώνης Παναγώτας (isostevia), Ιορδάνης Παπαδόπουλος (Κεφίρ Υγιεία), Ηλιάνα Σκορδή (Fanta), Δημήτριος Στρατάκης (Wellaby’s), Πάνος Τασιούλης (Vapona), Παναγιώτα Τεμπελοπούλου (Amita Motion), Έλενα Φασούλα (Klinex), Νίκος Φώτης (Creta Farms Εν Ελλάδι Γύρος), Άννα Χατζηιωάννου (Longevity πρόβειο και Longevity αγελαδινό 2%).

Ειδικοί εισηγητές
Η κ. Κατερίνα Τσεμπερλίδου, διακεκριμένη Ελληνίδα διαφημίστρια και συγγραφέας με εκτενή εμπειρία στα FMCG, ανέδειξε την αξία της ικανοποίησης που αντλούν οι καταναλωτές από τις μάρκες και που κινητοποιεί τους marketers, ώστε να παράγουν καινοτόμα και χρήσιμα προϊόντα, ενώ αναφέρθηκε και στις δημογραφικές, τεχνολογικές, νομοθετικές και αξιακές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν και διαμορφώνουν τους καταναλωτές, προσκαλώντας τους σύγχρονους marketers να αφουγκραστούν και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Ο David Gluckman, εφευρέτης μαρκών ποτών -κυρίως για λογαριασμό της Diageo-, μεταξύ των οποίων το Baileys Irish Cream, ανέλυσε τα επιμέρους χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει μια δυναμική ομάδα ανάπτυξης νέων προϊόντων ώστε να είναι αποτελεσματική στη δημιουργία καινοτομίας. Συμβούλεψε τους νέους product developers, μεταξύ άλλων, να εστιάζουν κυρίως στην ποιότητα του προϊόντος και στις λεπτομέρειες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά έναντι του ανταγωνισμού, ενώ τους προέτρεψε να είναι πάντα ειλικρινείς προς τους καταναλωτές.

Ο Paul Kangangi αναφέρθηκε στο πώς ένα purpose-driven brand, όπως η ανερχόμενη ολλανδική μάρκα σοκολάτας Tony’s Chocolonely, κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να ευαισθητοποιήσει το καταναλωτικό κοινό στο ζήτημα της παιδικής εργασίας στις φυτείες κακαόδεντρων της Αφρικής και να κινητοποιήσει θεσμούς για την καταπολέμησή της.

Οι εργασίες του συνεδρίου ολοκληρώθηκαν με το workshop που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του OTEAcademy με θέμα «Twelve things you have to know about developing new brands». Το workshop επέβλεψε ο David Gluckman. Οι συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να εντρυφήσουν στη μέθοδό του και να σχεδιάσουν τα δικά τους πρωτότυπα προϊόντα.

Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων & Ποτών (ΣΕΒΤ) και υποστηρίχθηκε από τις εταιρείες LEADMARK και PRICEYE.

Βραχυκύκλωσε η πλατφόρμα για τις εξήντα ημέρες

Για τα σούπερ μάρκετ η σχετική διάταξη, στο βαθμό που αποδειχθεί ότι υπάρχουν τα περιθώρια να εφαρμοστεί στην πράξη, αναμένεται να προκαλέσει έναν νέο πονοκέφαλο. Όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, αρμόδια στελέχη των αλυσίδων έχουν ήδη απευθυνθεί στις υπηρεσίες του υπουργείου, ζητώντας μια σειρά διευκρινίσεων για το τι θα ισχύσει σχετικά με τους μεταποιητές. Εξηγούν, ωστόσο, πως σε ό,τι αφορά τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων η οργανωμένη λιανική θα εφαρμόσει το νέο πλαίσιο υπό την προϋπόθεση πάντα ότι οι αγρότες θα ανεβάζουν στην πλατφόρμα τα τιμολόγιά τους.

Ειδικότερα, επισημαίνουν ότι υπάρχουν σήμερα αλυσίδες και πολύ περισσότερο τυποποιητές, οι οποίοι συνεργάζονται με περισσότερους από 1.000 παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, οι οποίοι πέραν της ανάρτησης των φορολογικών παραστατικών πρέπει να ενημερώνουν την πλατφόρμα και για την εμπρόθεσμη εξόφλησή τους, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα έχουν κυρώσεις. Εξηγούν, λοιπόν, ότι δεν θα είναι εύκολο για όλους τους αγρότες να αναρτούν σχεδόν καθημερινά τα παραστατικά τους στην πλατφόρμα, όπως και να την ενημερώνουν για κάθε πράξη εξόφλησης. Σημειώνουν, πάντως, ότι σήμερα οι πληρωμές τους γίνονται έως τις 80 ημέρες από την έκδοση του τιμολογίου, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εξοφλούνται και νωρίτερα των 60 ημερών.

Σε ό,τι αφορά τους τυποποιητές, παράγοντες της οργανωμένης λιανικής αναφέρουν ότι αναμένουν από το υπουργείο απαντήσεις για συγκεκριμένα ζητήματα που έθεσαν, με βασικότερο το κατά πόσο στην πλατφόρμα θα ανεβαίνουν μόνο τα τιμολόγια για την αγορά τυποποιημένων αγροτικών προϊόντων, παρασκευασμένων από 100% ελληνική πρώτη ύλη, διότι, όπως εξηγούν, στην περίπτωση που έστω η πρώτη ύλη είναι κατά 99% ελληνική, τα προϊόντα αυτά δεν εμπίπτουν στην εν λόγω διάταξη. Ως παράδειγμα φέρνουν τα τυροκομικά, όπως και τα αλλαντικά, για τα οποία οι τυποποιητές πραγματοποιούν ποικίλες εισαγωγές πρώτων υλών, έτσι ώστε η ελληνικότητα των περισσότερων προϊόντων τους είναι εν τέλει απλός ισχυρισμός των παραγωγών. «Αν η διάταξη «πιάνει» μόνο τα προϊόντα που παρασκευάζονται από 100% ελληνική πρώτη ύλη, τότε η εφαρμογή της θα είναι περιορισμένη. Στην αντίθετη περίπτωση το εύρος της εφαρμογής της θα είναι μεγάλο», διαπιστώνει στέλεχος του κλάδου.

«Οικειοθελής» η ανάρτηση…
Ένα άλλο θέμα που τίθεται αναφορικά με την εφαρμογή της διάταξης, είναι η υποχρέωση που προκύπτει για τις επιχειρήσεις της δευτερογενούς παραγωγής, να εκδίδουν χωριστά φορολογικά παραστατικά για τα προϊόντα που εμπίπτουν στη διάταξη για το όριο αποπληρωμής των εξήντα ημερών, ώστε οι αλυσίδες να τα αρχειοθετούν ανάλογα και να διενεργούν τις πληρωμές τους σε δύο ταχύτητες: Μια έως τις εξήντα ημέρες και μια δεύτερη βάσει των ετήσιων συμφωνιών, που έχουν συνάψει με τον εκάστοτε προμηθευτή τους.

Ένα τελευταίο ζήτημα που προκύπτει –όχι πάντως επισήμως– είναι το ποιος θα τολμήσει να «καρφώσει» τον πελάτη του, που θα παραλείψει να τον εξοφλήσει εντός του προβλεπόμενου διαστήματος των εξήντα ημερών, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι μεγάλος, δοκιμάζοντας το κλίμα των μεταξύ τους σχέσεων ή, πιο απλά, οδηγώντας τις στη διακοπή. Αυτός είναι, εξάλλου, ο λόγος για τον οποίο η σχετική ρύθμιση ορίζει ως «οικειοθελή» την ανάρτηση της σχετικής ενημέρωσης.

Η Ahold Delhaize αγοράζει online start-up υγιεινού φαγητού

Η εξαγορά εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική της Ahold Delhaize, σύμφωνα με την οποία τα ζητήματα της διατροφής και της υγείας τοποθετούνται στο κέντρο της προσφοράς προϊόντων προς τους πελάτες του. Το δίκτυο FFN δίνει στους συνδρομητές του συμβουλές διατροφής και χρήσιμες ιδέες, που παρέχονται από ειδικούς στη διατροφή, την υγεία και την άσκηση, μέσω videos, ενός ηλεκτρονικού περιοδικού και newsletters.

Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, η Albert Heijn έχει κάνει σημαντικά βήματα για να παρέχει στους πελάτες της υγιεινά προϊόντα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η απόφαση αφαίρεσης εκατοντάδων χιλιάδων κύβων ζάχαρης από το προϊόντα της (7 κύβοι ισούνται με 30 γραμ. που είναι η επίσημα ανώτερη συνιστώμενη ποσότητα), με στόχο να χρησιμοποιεί λιγότερους από 1 εκατ. κύβους ζάχαρης έως το τέλος του 2020.

Πέρυσι, λάνσαρε το My Nutritional Value, ένα online εργαλείο που επιτρέπει στους πελάτες της να δουν το ακριβές ποσό των θερμίδων, της ζάχαρης, του αλατιού, των πρωτεϊνών και των φυτικών ινών που περιέχεται στα προϊόντα που αγοράζουν, προσφέροντάς τους παράλληλα υγιεινότερες εναλλακτικές προτάσεις.

Χάρτινες τσάντες αγορών από τη Morrisons

Η απόφαση ακολουθεί την επιτυχή δοκιμή της διάθεσης χάρτινης τσάντας αγορών, έναντι 20 πενών, που διήρκεσε δύο μήνες, σε οκτώ καταστήματα της αλυσίδας, ξεκινώντας από τον περασμένο Ιανουάριο. Η τιμή είναι αντίστοιχη της πλαστικής σακούλας. Όπως δήλωσε η αλυσίδα, η ανταπόκριση των πελατών της κατά τη διάρκεια της πιλοτικής δοκιμής, ήταν ιδιαίτερα θερμή.

Τα καταστήματα της Ουαλίας θα είναι τα πρώτα που θα διαθέτουν τις τσάντες, ενώ το πλάνο προβλέπει να ενταχθούν στην πρωτοβουλία όλα τα Morrisons έως τον Μάιο. Οι τσάντες, για την παραγωγή των οποίων χρησιμοποιείται χαρτί με πρώτη ύλη από περιοχές υπεύθυνης διαχείρισης δασών, μπορούν να μεταφέρουν έως 16 κιλά, είναι επαναχρησιμοποιούμενες και ανακυκλώσιμες.

Η Lidl ανοίγει κατάστημα Express

Το πρώτο κατάστημα λειτουργεί στα γραφεία της, στη Βιρτζίνια. Ο χώρος που πρώτα χρησίμευε ως αποθήκη, είναι πλέον στη διάθεση των υπαλλήλων, που θα είναι προς το παρόν οι βασικοί του πελάτες, παρόλο που υπάρχει και μια είσοδος για τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους να το επισκεφθούν, όπου δεσπόζει η ταμπέλα με το logo «Lidl Express». Το κατάστημα διαθέτει μια γκάμα αλλοιώσιμων και μη προϊόντων. Επίσης, στο εσωτερικό του λειτουργεί καφέ, χώρος διάθεσης γλυκών και μια μικρή συλλογή έτοιμων φαγητών.

Σύμφωνα με δηλώσεις του εκπροσώπου της αλυσίδας, Will Harwood, δεν υπάρχει προς το παρόν πλάνο για λειτουργία και άλλων καταστημάτων Express, χωρίς αυτό να αποκλείεται να συμβεί στο μέλλον. Τόνισε δε, πως δημιουργήθηκε το κατάστημα δημιουργήθηκε με στόχο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του προσωπικού των γραφείων και να προσφέρει μια λύση γρήγορου φαγητού για τους εργαζόμενους της περιοχής (πηγή: Washington Business Journal).