Oι εξαγορές στα τέλη του 2018 δύο μικρομεσαίων θεσσαλικών τυροκομικών μονάδων από μια γαλλική και μια γερμανική εταιρία, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, δίνει το στίγμα για τις εξελίξεις στα επόμενα χρόνια, καθώς το διεθνές ενδιαφέρον για τη φέτα αυξάνει, δεδομένων και των πληγών της οικονομικής κρίσης στο μικρομεσαίο επιχειρηματικό δυναμικό του κλάδου. «Σίγουρα το επόμενο διάστημα θ’ ακολουθήσουν κι άλλες πιο «τρανταχτές» εξαγορές. Καλωσορίζουμε τον υγιή ανταγωνισμό, όπου κι αν προέρχεται. Οι εξαγορές, άλλωστε, αποτελούν στρατηγικό πυλώνα ανάπτυξης της Όπτιμα. Κατόπιν της εξαγοράς της Δομοκός ΑΕ, η εταιρεία μας βρίσκεται σε φάση αξιολόγησης των νέων ευκαιριών για την περαιτέρω ενδυνάμωση της ηγετικής της θέσης», σχολιάζει ο κ. Γιώργος Γαργανουράκης, Group Brand Manager της Όπτιμα.
Η ταυτότητα της ελληνικής τυροκομίας
Στη χώρα μας σήμερα λειτουργούν περί τα 600 σύγχρονα τυροκομεία, που απασχολούν περισσότερους από 100.000 εργαζόμενους και διαχειρίζονται ετησίως περίπου 700.000 τόνους αιγοπρόβειου γάλακτος, επί το πλείστον για την παραγωγή φέτας ΠΟΠ. Τα έσοδα από τις εξαγωγές φέτας υπερβαίνουν ετησίως τα 340 εκατ. ευρώ, ενόσω η διεθνής ζήτησή της αυξάνει. Πρόκειται για το πρώτο εξαγωγικό τυρί της χώρας, με μερίδιο 76,8% στο σύνολο των εξαγωγών ελληνικών τυροκομικών, σύμφωνα με την τελευταία σχετική κλαδική μελέτη της Icap. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι παράγωγοι φέτας, τα κρούσματα παραποίησης του ελληνικού προϊόντος είναι πλέον καθημερινά. Κάθε χρόνο η εγχώρια τυροκομία παράγει περίπου 120-130 χιλιάδες τόνους φέτας. Οι εξαγωγές της αναλογούν περίπου στο 40%-50% της ετήσιας παραγωγής των μεγάλων και μικρών τυροκομικών εταιρειών, καλύπτοντας, πάντως, μόλις περί το 10% της ζήτησης του προϊόντος στην ΕΕ –αυτή εκτιμάται ότι ανέρχεται στους 500 χιλιάδες τόνους ετησίως. Το 2017 πρώτη εξαγωγική αγορά για την φέτα ήταν η Γερμανία (μερίδιο όγκου εξαγωγών 35%), ενώ ακολούθησαν το Ηνωμένο Βασίλειο (17%), η Ιταλία (11%), η Σουηδία (6%) και η Γαλλία (5%). Τα εννέα στα δέκα κιλά εξαγώγιμης φέτας εξακολουθούν να έχουν προορισμό τις χώρες της ΕΕ. Πάντως, αυξητική τάση εμφανίζουν τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές φέτας σε τρίτες χώρες, όπως της Μέση Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και στην Αυστραλία. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), οι προοπτικές ανάπτυξης των εξαγωγών της φέτας είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές, αν ληφθεί υπόψιν ότι το 2017 οι εξαγωγές της έφτασαν τις 59,4 χιλιάδες τόνους και σε αξία τα 343,9 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 60% σε όγκο και 57,2% σε αξία στην πενταετία 2013-2017, με μέση ετήσια αύξηση 13%.
«Μήλον της Έριδος»
Η αυξημένη διεθνής ζήτηση της φέτας την καθιστά «μήλον της Έριδος» μεταξύ Ελλάδας και χωρών, που προσπάθησαν να διεκδικήσουν το δικαίωμα παραγωγής της. Όπως είναι γνωστό, πολλές χώρες εντός και εκτός ΕΕ παράγουν και διακινούν χιλιάδες τόνους λευκού τυριού, βαφτίζοντάς το «φέτα» και προκαλώντας ζημιά στους Έλληνες τυροκόμους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κατοχυρώσει από το 2002 την ονομασία «φέτα» ως ΠΟΠ για το λευκό τυρί άλµης, που παράγεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και τη Λέσβο από ντόπιο αιγοπρόβειο γάλα. Δηλαδή, η ονομασία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για τυριά παρόμοιας σύστασης, που παρασκευάζονται εκτός Ελλάδος ή με διαδικασίες ξένες προς τις ελληνικές παραδοσιακές. Ωστόσο, χώρες της ΕΕ που παράγουν εδώ και χρόνια λευκό τυρί, όπως η Γαλλία από το 1931 και η Δανία από τη δεκαετία του 1930, προσπάθησαν να αλλάξουν τη σχετική απόφαση με συνεχείς προσφυγές (Γαλλίας, Γερμανίας και Δανίας), επιδιώκοντας την κατοχύρωσή τους. Μετά από δικαστικό αγώνα, το 2005 το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε υπέρ της Ελλάδας ότι η ονομασία «φέτα» δεν είναι κοινή, αλλά Προστατευμένη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) ενός ελληνικού παραδοσιακού τυριού, συγκεκριμένων προδιαγραφών και ποιοτικών χαρακτηριστικών. Αλλά τα φαινόμενα της «φέτας-μαϊµού» δεν σταμάτησαν. Πρόσφατα η διακίνηση τέτοιας δανέζικης «φέτας» υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να απευθύνει συστάσεις αναφορικά με την προστασία του αυθεντικού ελληνικού προϊόντος, προειδοποιώντας τη Δανία για την παραπομπή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εάν οι αρχές της εξακολουθήσουν να επιτρέπουν την κυκλοφορία λευκών τυριών με την ονομασία «φέτα».
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προστατεύει τις καταχωρισμένες ονομασίες από αρκετούς τύπους καταχρήσεων. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται η άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση της καταχωρισμένης ονομασίας για προϊόντα συγκρίσιμα με τα καταχωρισμένα ως προστατευόμενης ονομασίας, καθώς και η εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας εντός ορίων της ΕΕ. Εντέλει, όμως, πόσο προστατευμένη είναι ευρύτερα στη διεθνή αγορά η αυθεντική φέτα, δεδομένων των πρόσφατων οικονομικών συμφωνιών της ΕΕ με τον Καναδά, τη Νότιο Αφρική και την Ιαπωνία; Οι εκπρόσωποι του κλάδου στην Ελλάδα διατυπώνουν επιφυλάξεις.
Διεθνείς διαμάχες και εσωτερική υπονόμευση
«Υπάρχουν μάχες που πιθανότατα θα χαθούν, όπως στις περιπτώσεις του Καναδά και της Νότιας Αφρικής. Όμως, στην περίπτωση της Ιαπωνίας η μάχη κερδήθηκε, καθώς την 1η Φεβρουαρίου φέτος ψηφίστηκε η συμφωνία αναγνώρισης των προϊόντων ΠΟΠ μεταξύ ΕΕ και Ιαπωνίας, η οποία περιλαμβάνει την ελληνική φέτα. Όπως, κατόπιν αντιδράσεων των ελληνικών αρχών και φορέων της ΕΕ απαγορεύτηκε πρόσφατα στην Τσεχία η παραγωγή γιαουρτιού με την ονομασία «ελληνικό». Επομένως, με καλό συντονισμό των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών και των φορέων της αγοράς είμαστε σε θέση να προστατεύουμε τα ελληνικά προϊόντα», επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος-Χατζάκος, αναπληρωτής οικονομικός διευθυντής της ΜΕΒΓΑΛ. Ανάλογη θέση διατυπώνει ο κ. Μιχάλης Παναγιωτάκης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Δωδώνη: «Η προάσπιση των προϊόντων ΠΟΠ είναι υπόθεση ιερή. Είναι επιβεβλημένοι οι συστηματικοί έλεγχοι σε κάθε παραγωγό φέτας από την πολιτεία» δηλώνει, προσθέτοντας ότι ο κανονισμός των ΠΟΠ προϊόντων πέραν της ισχύος του εντός ΕΕ έχει εφαρμογή και σε χώρες που συνδέονται με σχετικές ειδικές συμφωνίες με την ΕΕ.
«Δυστυχώς, όμως», λέει, «πολλές τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Αυστραλία, δεν αναγνωρίζουν το καθεστώς ΠΟΠ, οπότε οι εταιρείες τους παράγουν γαλακτοκομικά κυρίως με αγελαδινό γάλα, τα οποία πωλούν με την ονομασία «Feta». Υπάρχουν πρωτοβουλίες, όπως το Let’sgetREAL του ΕΛΓΟ Δήμητρα, που βοηθούν στην ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα αυθεντικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φέτας. Οι σχετικές προσπάθειες πρέπει να ενταθούν και να υποστηριχθούν στην ΕΕ, με κατεύθυνση να καταστούν περισσότερο δεσμευτικές οι συμφωνίες της με τρίτες χώρες», τονίζει. «Στον κλάδο της μαζικής εστίασης η φέτα πλήττεται σε μεγάλο βαθμό. Για λόγους εξοικονόμησης κόστους, σε μεγάλο αριθμό καταστημάτων παρατηρείται το φαινόμενο αντί αυθεντικής φέτας να σερβίρονται λευκά τυριά από αγελαδίσιο γάλα ή εισαγόμενα από πρόβειο, κυρίως από τη Ρουμανία αλλά και τη Βουλγαρία, προς εξαπάτηση των Ελλήνων καταναλωτών. Ταυτόχρονα, έτσι εκπαιδεύονται οι τουρίστες σε υποδεέστερα και διαφορετικής γεύσης προϊόντα. Με τέτοιες πρακτικές ζημιώνεται ποιοτικά και ποσοτικά η εγχώρια κατανάλωση, ενώ πλήττονται μακροπρόθεσμα οι εξαγωγές μας. Ειδικά στις τουριστικές περιοχές, δεδομένης της πληθώρας των καταστημάτων μαζικής εστίασης, η πολιτεία πρέπει να εντείνει τους ελέγχους της», σχολιάζει εύστοχα ο κ. Γαργανουράκης.
Η Διεπαγγελματική Οργάνωση για την προστασία της φέτας
Το 2017, όπως είναι γνωστό, συμφωνήθηκε η ίδρυση Διεπαγγελματικής Οργάνωσης για την προστασία της φέτας, με συμμέτοχους τις γαλακτοβιομηχανίες και τις οργανώσεις των κτηνοτρόφων. Τα πρώτα βασικά βήματα έχουν γίνει. Παράγοντες του κλάδου λένε ότι μετεκλογικώς αναμένεται ότι θα επιταχυνθούν. «Μετά από προσπάθειες πολλών ετών είμαστε πλέον πολύ κοντά στην υλοποίηση της σχετικής πρωτοβουλίας, η οποία έχει μεγάλη αντιπροσωπευτικότητα σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της μεταποιητικής βιομηχανίας και οργανώσεων της πρωτογενούς παραγωγής. Υποστηρίζουμε ένθερμα τη δημιουργία της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης, καθώς θα αποτελέσει ασπίδα προστασίας του εθνικού μας προϊόντος και των συνεπών συντελεστών της παραγωγής του κατά τα πρότυπα λειτουργίας των επιτυχημένων αντίστοιχων διεπαγγελματικών οργανώσεων για την προάσπιση άλλων ευρωπαϊκών ΠΟΠ τυροκομικών, όπως τα Πεκορίνο Ρομάνο, Παρμεζάνα κ.ά.», σημειώνει η κ. Κατερίνα Μπρίγκου, Group Product Manager της Μινέρβα. Σημειώνουμε ότι στα τα τέλη του Φεβρουαρίου, σε συνάντηση της υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Ολυμπίας Τελιγιορίδου, με εκπροσώπους του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτρόφων, της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Θεσσαλίας και του Κλαδικού Συνεταιρισμού Αιγοπροβατοτρόφων, ομόφωνη ήταν η συμφωνία για την προώθηση της υπόθεσης Διεπαγγελματική Οργάνωση για την προστασία της Φέτας.
Το άγος της «ελληνοποίησης» εισαγόμενης πρώτης ύλης
Η ενίσχυση των εξαγωγών της φέτας απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Αν δεν ληφθούν μέτρα, οι επιπτώσεις στην εγχώρια παραγωγή θα είναι καταστροφικές, προειδοποιούν στελέχη της βιομηχανίας, θέτοντας το ζήτημα των παράνομων εισαγωγών γάλακτος, το οποίο στη συνέχεια βαπτίζεται «ελληνικό», και επισημαίνοντας σχετικά την ανάγκη της διενέργειας αυστηρών ελέγχων. «Έχουμε υπόψη μας τις καταγγελίες. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι ελεγκτικές αρχές θα εντοπίζουν την παραβατικότητα και θα επιβάλλουν τα εκ του νόμου προβλεπόμενα. Επί του παρόντος, πάντως, η αγορά φαίνεται ότι επηρεάζεται από την αύξηση της παραγωγής του αιγοπρόβειου γάλακτος, το οποίο από τις 530-550 χιλιάδες τόνους ετησίως την περίοδο 2009-2015 σταδιακά έφτασε πέρυσι τις 670 χιλιάδες τόνους (πηγή: ΕΛΟΓΑΚ), ώστε διαπιστώνεται, ταυτόχρονα, υπερπροσφορά πρώτης ύλης και μεγάλα αποθέματα τυριού», επισημαίνει η κ. Μπρίγκου. «Η πολιτεία δείχνει θέληση να καταπολεμήσει τις «ελληνοποιήσεις» εισηγμένης πρώτης ύλης, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Πάντως, εκτιμούμε ότι οι ως ένα βαθμό έχουν περιοριστεί, λόγω της μεγαλύτερης των αναγκών παραγωγής γάλακτος των τελευταίων δύο ετών», σχολιάζει συμφωνώντας ο κ. Γαργανουράκης.
Από την πλευρά του ο κ. Παναγιωτάκης εξηγεί ότι το φαινόμενο αντιμετωπίζεται μόνο με αυστηρότητα ελέγχων και προστίμων, «που δεν μένουν στα χαρτιά», ενώ ο κ. Παπαδόπουλος-Χατζάκος τονίζει ότι συνιστά σοβαρό πλήγμα στον κλάδο και τον υγιή ανταγωνισμό, «καθώς είναι γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει το ακριβότερο αγελαδινό γάλα, μετά την Κύπρο, στην ΕΕ. Συνεπώς οι «ελληνοποιήσεις» της πρώτης ύλης επηρεάζουν σημαντικά το κόστος του τελικού προϊόντος, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα την ποιότητα και την αξιοπιστία του».
«Βασίλισσα» των τυριών στην εσωτερική κατανάλωση
Η φέτα εξακολουθεί να είναι η «βασίλισσα» των τυριών στην εγχώρια αγορά. Τυποποιημένο ή χύμα το προϊόν οι Έλληνες καταναλώνουν κάθε χρόνο περί τις 60 χιλιάδες τόνους από αυτό.
Η οικονομική κρίση, λένε στελέχη του κλάδου, άλλαξε τις καταναλωτικές προτεραιότητες και συνήθειες. Στο πλαίσιο αυτό, «η αγορά της φέτας εμφάνισε σημαντική πτώση την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, το 2018 παρέμεινε σταθερή, δείχνοντας ότι η κατανάλωση έφτασε στο κατώτατο όριο της», σημειώνει η κ. Μπρίγκου. Πάντως, όπως εξηγεί, δεν άλλαξαν τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς του προϊόντος: Το χύμα κατέχει το 80% της διανομής του, αν και το τυποποιημένο κερδίζει μερίδιο, ωθούμενο από τη επένδυση και την καινοτομία στην επώνυμη φέτα. Όσο για το μερίδιο της τυποποιημένης φέτας ιδιωτικής ετικέτας, κυμαίνεται μεταξύ 7% και 8% σε αξία επί του συνόλου της τυποποιημένης φέτας. «Προς το παρόν παρατηρείται μια ισορροπία και σταθερότητα μεταξύ της συσκευασμένης και της χύμα φέτας, πράγμα που οφείλεται ενδεχομένως στην κρίση, καθώς το χύμα προϊόν πωλείται σε σχετικά χαμηλότερη τιμή. Μακροπρόθεσμα νικητής θα αναδειχθεί η συσκευασμένη φέτα, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης με αντίστοιχα προϊόντα», συμπεραίνει ο κ. Παπαδόπουλος-Χατζάκος. «Η χύμα φέτα παραμένει ο αγαπημένος τύπος προτίμησης τόσο από συνήθεια όσο και λόγω κόστους», εξηγεί ο κ. Παναγιωτάκης, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι οι σύγχρονες ανάγκες ευνοούν την ανάπτυξη και της συσκευασμένης φέτας, ιδίως του τάπερ των 400γρ.
Το 2018, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen, οι πωλήσεις της συσκευασμένης φέτας σε αξία παρουσίασαν άνοδο κατά 1,7% σε σχέση με το 2017 και διαμορφωθήκαν στις 33.773,7 χιλιάδες ευρώ και σε 3.381,9 χιλιάδες κιλά, αυξημένες κατά 3,3%. Αντίθετα η συσκευασμένη φέτα ιδιωτικής φέτας το ίδιο διάστημα είχε μείωση πωλήσεων σε αξία κατά 9,8% (2.372 χιλιάδες ευρώ) και σε όγκο κατά 7,9% (257,6 χιλιάδες κιλά) σε σχέση με το 2017. Οι διαδικασίες της συγκεντροποίησης στην οργανωμένη λιανική φαίνεται ότι επηρεάζουν αρνητικά κυρίως τις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις των τυροκόμων, καθώς απώλεσαν ένα μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής τους δύναμης. «Οι όροι γίνονται πιο δυσμενείς για τους παραγωγούς και ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα ισχυρός. Αντίθετα στην εστίαση, που δεν παρατηρείται αντίστοιχο φαινόμενο, η κατάσταση είναι αρκετά καλύτερη. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κανόνες και θεσμοί στην Ευρώπη που βελτιώνουν τις εν λόγω εμπορικές σχέσεις. Όμως, στην Ελλάδα εκκρεμεί η εισαγωγή και εφαρμογή τους», λέει ο κ. Παπαδόπουλος-Χατζάκος.