Στα συμπεράσματα που αφορούν στη διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνεται και η διαπίστωση πως οι πολύ μικρές ελληνικές επιχειρήσεις (με πωλήσεις μέχρι 300 χιλ. ευρώ) παρουσιάζουν στασιμότητα σε σύγκριση με το σύνολο της οικονομίας την τελευταία 4ετία (5,7%), σημειώνοντας μέση ετήσια ονομαστική αύξηση πωλήσεων της τάξης του 0,1%, ενώ αντίστοιχα οι μικρές επιχειρήσεις (με πωλήσεις μέχρι 1 εκατ. ευρώ) κινούνται κοντά στα όρια του πληθωρισμού, στο 3,3%. Η εικόνα είναι σαφώς δυσμενέστερη σε επίπεδο εξέλιξης των καθαρών κερδών, με μέση ετήσια μείωση που υπερβαίνει το -20%, έναντι της επίσης κακής επίδοσης στο σύνολο της οικονομίας (στο -10,9% ετησίως για το διάστημα 2007/2004).
Πάντως, στην Ετήσια Επισκόπηση της Ελληνικής Επιχειρηματικότητας, που διεξάγει η Hellastat και στηρίζεται στην επεξεργασία των δεδομένων περισσότερων από 30.000 επιχειρήσεων για την περίοδο 2007-2004 σε όλο το εύρος των κλάδων και περιφερειών δραστηριότητας αλλά και μεγέθους επιχειρήσεων, επισημαίνεται ως σημαντικότερο εύρημα το γεγονός ότι οι βραχυπρόθεσμες τραπεζικές υποχρεώσεις των μικρότερων επιχειρήσεων είναι απλώς πολύ υψηλότερες της μέσης τιμής στην οικονομία, αλλά ακολουθούν και έντονα ανοδική τάση.
Περισσότερα ίδια κεφάλαια για τις μικρές επιχειρήσεις, αλλά με δυσβάσταχτο τραπεζικό δανεισμό
‘Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έρευνα, “οι μικρότερες επιχειρήσεις διαχρονικά έχουν χαμηλότερη κεφαλαιακή μόχλευση σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες, καθώς ο δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια διαμορφώνεται στο 1 προς 1 (μόλις 0,4 προς 1 για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις), έναντι μέσης τιμής στην οικονομία της τάξης του 1,4 προς 1. Η σχέση αυτή ερμηνεύεται ως δυσκολία των μικρότερων επιχειρήσεων να «σηκώσουν» περισσότερες υποχρεώσεις σε σύγκριση με τα επενδυμένα κεφάλαια των μετόχων, αλλά και ενδεχομένως απροθυμία και συντηρητισμό εκ μέρους των επιχειρηματιών να ρισκάρουν μοχλεύοντας την καθαρή τους θέση. Ωστόσο, και ενώ η χαμηλή χρήση ξένων κεφαλαίων καθιστά εν γένει μια επιχείρηση «ασφαλέστερη» με τις υπόλοιπες μεταβλητές σταθερές σε περιόδους οικονομικής κρίσης, εν τούτοις διαπιστώνεται ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις έχουν σημαντική έκθεση σε βραχυπρόθεσμο τραπεζικό δανεισμό, σε σύγκριση με τις ετήσιες πωλήσεις τους.
Ειδικότερα, ενώ η μέση τιμή στην ελληνική οικονομία εκτιμάται στο 26% (μικρή υποχώρηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα έναντι του 2006-2005) για τη σχέση του βραχυπρόθεσμου τραπεζικού δανεισμού σε σύγκριση με τις πωλήσεις, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν εκρηκτική αύξηση, από 44,5% το 2005 σε 49% το 2006 και 67% το 2007. Πρακτικά, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν υπόλοιπο σε τράπεζες που πρέπει να καλυφθεί ή να ανακυκλωθεί εντός 12μήνου, το οποίο αντιστοιχεί στα 2/3 των πωλήσεων που πραγματοποιούν σε ένα έτος”.
‘Οπως επισημαίνει ο κ. Χρήστος Γιαννακόπουλος, διευθυντής ανάπτυξης προϊόντων της Hellastat ΑΕ, η αρνητική αυτή τάση, στο πλαίσιο των δυσμενών τρεχουσών οικονομικών συνθηκών, σε συνδυασμό και με τη χαμηλότερη και επιδεινούμενη ικανότητα εξυπηρέτησης των χρηματοοικονομικών εξόδων (στις 2,8 φορές η κάλυψή τους από τα λειτουργικά κέρδη, από 3,7 φορές το 2006 και σε σύγκριση με τις 3,5 φορές για την ελληνική οικονομία), διαμορφώνουν συνθήκες ασφυξίας για το ευαίσθητο από πολλές απόψεις αυτό τμήμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας”.
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ανάλυσης που στηρίχθηκε στο μοντέλο Credit Risk Tracker (CRT), το οποίο ανέπτυξε για την Ελληνική Οικονομία ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s με την υποστήριξη και συνεργασία της Hellastat, οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν κατά 30% υψηλότερη πιθανότητα καθυστέρησης των πληρωμών τους έναντι της μέσης τιμής στην ελληνική οικονομία. Συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις κινούνται την τελευταία 4ετία με ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης και έντονη μέση πτώση της κερδοφορίας τους, γίνεται ευθέως αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Το θετικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση είναι ότι ο τραπεζικός δανεισμός έχει χαμηλή διείσδυση στο τμήμα των πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς, ενώ στο σύνολο του δείγματος εκτιμάται ότι 1 στις 2 επιχειρήσεις κάνει χρήση τραπεζικών κεφαλαίων, η αντίστοιχη σχέση στις πολύ μικρές διαμορφώνεται σε 22,6% (22% το 2005).
Πάντως, παρόμοια συμπεράσματα προκύπτουν και για τις μικρές επιχειρήσεις με μέσο δείκτη βραχυπρόθεσμου δανεισμού προς πωλήσεις στο 43% το 2007 (26% στο σύνολο του δείγματος) από 35% το 2005, με διαχρονική επιδείνωση της κάλυψης τόκων στις 3 φορές το 2007 (3,5 στο σύνολο του δείγματος) από 4 φορές το 2005. Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι ο δανεισμός σε αυτό το τμήμα της αγοράς είναι σχεδόν το ίδιο διαδεδομένος συγκριτικά με το σύνολο, με 1 στις 2 επιχειρήσεις να εμφανίζει τραπεζικές υποχρεώσεις βραχυπρόθεσμης διάρκειας.
Στον αντίποδα, οι μεγάλες επιχειρήσεις (έσοδα άνω των 2,5 εκατ. ευρώ) εμφανίζουν χαμηλότερη και βελτιούμενη τραπεζική επιβάρυνση, στο 20,4% των πωλήσεων το 2007 από 23,6% το 2005, με επίσης καλύτερη του μέσου αλλά επιδεινούμενη ικανότητα κάλυψης των τόκων, στις 4 φορές το 2007 (4,4 το 2005). Ο βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε αυτό το κομμάτι της αγοράς, καθώς σχεδόν οι 3 στις 4 επιχειρήσεις κάνουν χρήση βραχυπρόθεσμων τραπεζικών κεφαλαίων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις απολαμβάνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των πωλήσεών τους (+11,4% το 2007, 7,5% στο σύνολο του δείγματος) και μεγαλύτερη βελτίωση των καθαρών κερδών, αγγίζοντας το 16% (10% στο δείγμα).