Με θετικό πρόσημο αναμένεται να κλείσει το πρώτο τρίμηνο του 2023 για την αγορά του κοτόπουλου στην οργανωμένη λιανική, καθώς ο τζίρος της εξακολουθεί να εξελίσσεται με διψήφια ποσοστά ανάπτυξης, τροφοδοτούμενος κυρίως από τις ανατιμήσεις, αλλά και τη στροφή του καταναλωτικού κοινού στα προϊόντα πάγκου. Η πρόκληση για προμηθευτές και αλυσίδες σούπερ μάρκετ παραμένει το πώς θα κερδηθεί το χαμένο έδαφος στα συσκευασμένα προϊόντα πουλερικών, τα οποία το 2022 εμφάνισαν διψήφιου ποσοστού πτώση πωλήσεων σε όγκο και υποχώρηση στις τεμαχιακές πωλήσεις.
Τα δυναμικά λανσαρίσματα ημι-έτοιμων γευμάτων και καινοτόμων premium προϊόντων, οι επενδύσεις στην ασφάλεια και την ιχνηλασιμότητα των τροφίμων, η επέκταση των δικτύων διανομής και η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος είναι κάποιες από τις απαντήσεις των μεγάλων «παικτών» του κλάδου, σε μια περίοδο που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλές ανατιμητικές τάσεις και μείωση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή. Στην ερώτηση του «σελφ σέρβις» προς τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων πουλερικών σχετικά με το πότε αναμένεται η αποκλιμάκωση των ανατιμήσεων, οι οποίες πέρυσι έφτασαν το 16,5% κατά την Circana, οι πιο αισιόδοξες απαντήσεις ήταν ότι το 2023 θα είναι χρονιά «σταθερότητας» και ότι υποχώρηση της ακρίβειας δεν προβλέπεται πριν το 2024. Μολονότι οι παγκόσμιες τιμές των ζωοτροφών δείχνουν σημάδια συγκράτησης, μετά την εκτόξευσή τους το 2022 εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία, τα υψηλά κόστη των εισροών εξακολουθούν να πιέζουν τους πτηνοτρόφους. Φυσικά οι μεγάλες καθετοποιημένες μονάδες έχουν μεγαλύτερη ευελιξία απορρόφησης μέρους των αυξήσεων του κόστους.
Προοπτική ανόδου της ζήτησης
Κοινή παραδοχή των στελεχών της βιομηχανίας του κλάδου είναι ότι η ζήτηση των προϊόντων κοτόπουλου βαίνει ανοδικά, άποψη που επιβεβαιώνεται και από τις προβλέψεις της Κομισιόν για την κατανάλωση κρέατος στην ΕΕ. Ενώ ως το τέλος της δεκαετίας η συνολική κατανάλωση κρέατος ανά κάτοικο αναμένεται ότι θα μειωθεί σχεδόν κατά τρία κιλά, η κατανάλωση πουλερικών θα συνεχίσει να αυξάνεται, έστω με χαμηλότερο ρυθμό από την προηγούμενη περίοδο (0,6% ετησίως έναντι 2% ως το 2021). Αυτό συμβαίνει διότι το κοτόπουλο υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό άλλα είδη κρέατος, ειδικά το χοιρινό. Σύμφωνα με την τελευταία επισκόπηση μεσοπρόθεσμων τάσεων της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η μέση κατανάλωση πουλερικών θα φτάσει από τα 23,5 κιλά το άτομο το 2021 στα 24,8 κιλά το 2031. Σε αυτό συντελεί, όπως σημειώνεται, «το πιο υγιεινό διατροφικό προφίλ του κοτόπουλου συγκριτικά με άλλα είδη κρέατος, η μεγαλύτερη ευελιξία στην παρασκευή του και η απουσία θρησκευτικών περιορισμών στην κατανάλωσή του». Ανοδικά θα συνεχίζει να κινείται και η παραγωγή πουλερικών, με ρυθμό 0,4% ετησίως, φτάνοντας το 2031 τα 14 εκατομμύρια τόνους πανευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η παραγωγή πουλερικών ξεπέρασε τους 248.000 τόνους έναντι 238.000 το 2021, ενώ η αύξηση της παραγωγής σε βάθος δεκαετίας ξεπερνά τους 67.000 τόνους.
Εκρηκτική η άνοδος του μεριδίου των PL
Σύμφωνα με την Circana, ο τζίρος των προϊόντων κοτόπουλου στα σούπερ μάρκετ πέρυσι ξεπέρασε τα 201,7 εκατ. ευρώ, αυξημένος σχεδόν κατά 15% συγκριτικά με το 2021 (175,6 εκατ. ευρώ), εκ των οποίων τα 117,6 εκατ. ευρώ προήλθαν από τις πωλήσεις μη συσκευασμένου κοτόπουλου, κατηγορία που εξελίχθηκε με άνοδο 22,6%. Αντίστοιχα τα συσκευασμένα προϊόντα πουλερικών είχαν ετήσιο τζίρο 81,5 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 5,7% συγκριτικά με το 2021. Με εκρηκτική ποσοστιαία άνοδο 126% «έτρεξε» ο τζίρος των προϊόντων κοτόπουλου επωνυμιών των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, ο οποίος σε απόλυτα μεγέθη ξεπέρασε τα 12,5 εκατ. ευρώ. Οι υψηλές ανατιμήσεις στο συσκευασμένο κρέας κοτόπουλου, της τάξης του 21,4%, έφεραν πτώση των πωλήσεων σε όγκο κατά 12,9%, ενώ στην ίδια κατηγορία οι τεμαχιακές πωλήσεις μειώθηκαν κατά 9,6%.
Την τάση συρρίκνωσης των πωλήσεων σε όγκο συγκρατεί η άνοδος των μη συσκευασμένων προϊόντων κατά 3,6%, ενώ υπερδιπλασιάστηκε ο όγκος πωλήσεων και στα κοτόπουλα ιδιωτικής ετικέτας. Έτσι, ο συνολικός όγκος πωλήσεων στα πουλερικά συγκρατήθηκε στο -1,4%, αποδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα συγκριτικά με τα άλλα είδη κρέατος, των οποίων οι πωλήσεις σε όγκο μειώθηκαν πέρυσι κατά 3,8%.
Κοτόπουλα Πίνδος: Πρωταγωνιστής με μερίδιο άνω του 30%
Εξαίρεση στην πτωτική πορεία των επώνυμων προϊόντων συσκευασμένου κοτόπουλου ήταν ο Αγροτικός Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Ιωαννίνων Πίνδος, ο τζίρος του οποίου έφτασε το 2022 περί τα 340 εκατ. ευρώ, αυξημένος κατά 18% συγκριτικά με την οικονομική χρήση του 2021. «Ο ΑΠΣΙ Πίνδος, με πορεία 65 ετών, έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες τροφίμων της χώρας και να κερδίσει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά και στο τραπέζι των καταναλωτών», λέει στο «σελφ σέρβις» η κ. Ελευθερία Μασούρα, επικεφαλής μάρκετινγκ και επικοινωνίας της συνεταιριστικής επιχείρησης. Όπως δηλώνει, τα ορεινά κοτόπουλα Πίνδος «πρωταγωνιστούν» στα ράφια των ψυγείων της οργανωμένης λιανικής, κατέχοντας μερίδιο μεγαλύτερο του 30%, βάσει στοιχείων της Nielsen. «Είμαστε η μοναδική branded εταιρεία, που εξελίσσεται ανοδικά στην κατηγορία του συσκευασμένου κοτόπουλου. Με την είσοδό μας και την τοποθέτηση της νέας σειράς έτοιμων ψημένων προϊόντων, προσθέσαμε αξία και καταφέραμε να αναπτύξουμε περαιτέρω την κατηγορία. Στόχος μας είναι να ανταποκρινόμαστε με γρήγορα αντανακλαστικά στις σύγχρονες διατροφικές ανάγκες των καταναλωτών, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα επιλογής προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, ποιότητας, ασφάλειας και νοστιμιάς. Τα προϊόντα μας φροντίζουμε να φτάνουν κάθε μέρα σε όλα τα καταστήματα ασφαλή και ελεγμένα, με διασφαλισμένη φρεσκάδα, μέσω ενός ευρέος δικτύου διανομής, δυναμικού 250 ιδιόκτητων φορτηγών ψυγείων και 18 κέντρων διανομής πανελλαδικά. Μέσω του δικτύου αυτού διαθέτουμε τα προϊόντα μας στη λιανική σε χρόνο μικρότερο των 24 ωρών από την ημερομηνία παραγωγής τους».
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Πίνδος, η ελληνική πτηνοτροφία «αποτελεί πιθανόν τον πιο δυναμικό κλάδο της ελληνικής ζωικής παραγωγής», επιτυγχάνοντας «σταθερή μεγέθυνση τις τελευταίες δεκαετίες, υψηλά επίπεδα καθετοποίησης και οργάνωσης, καθώς και τη μεγαλύτερη αυτάρκεια, αφού καλύπτει υψηλό ποσοστό της εγχώριας κατανάλωσης, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην εθνική οικονομία». Ένα από τα χαρακτηριστικά του πτηνοτροφικού κλάδου είναι ότι άνω του 60% του δυναμικού του είναι συγκεντρωμένο στην Περιφέρεια Ηπείρου,
όπου δραστηριοποιείται η Πίνδος.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του στις παγκόσμιες τιμές των ζωοτροφών, εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση και φέτος, όπως άλλωστε και η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών, εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. «Οι επιχειρήσεις πλέον καλούμαστε να επενδύουμε πολύ περισσότερο στην ασφάλεια, υιοθετώντας νέες τεχνολογίες για την παραγωγή τελικών προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας», συμπληρώνει η κ. Μασούρα. Στα νέα προϊόντα του χαρτοφυλακίου της εταιρείας η ίδια ξεχωρίζει τη σειρά «Έτοιμα Ψημένα», που λανσαρίστηκε το καλοκαίρι του 2022 και εξελίσσεται ανοδικά φέτος. «Η σειρά αποτελείται από πολλούς κωδικούς προϊόντων, μεταξύ των οποίων τα αγαπημένα όλων nuggets, το σνίτσελ κοτόπουλου, το cordon bleu, τα κοπανάκια ψημένα και παναρισμένα, τις κοτομπουκιές πανέ και ψημένες, τις φτερούγες BBQ κ.ά., ενώ από τα πλέον δημοφιλή προϊόντα της σειράς είναι τα χειροποίητα μπιφτέκια κοτόπουλου». Πρόκειται για προϊόντα που είναι έτοιμα σε 10 λεπτά, έχουν υψηλή πρωτεΐνη, είναι από 100% νωπό κοτόπουλο χωρίς συντηρητικά, καθώς «παράγονται με τη μέθοδο συσκευασίας (MAP) σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα, ώστε οι καταναλωτές να απολαμβάνουν την εξασφαλισμένη ποιότητα».
Η εταιρεία συνεχίζει να υλοποιεί το πενταετές της επενδυτικό πλάνο, που άρχισε το 2019 και είναι εστιασμένο στις αρχές της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Εντός του Μαΐου, μάλιστα, θα ολοκληρωθεί η επένδυση στο νέο πτηνοσφαγείο, ύψους 13 εκατ. ευρώ, με την οποία θα τεθεί σε λειτουργία μια νέα γραμμή σφαγής, δυναμικότητας 8.000 πτηνών ανά ώρα. «Πρόκειται για ένα από τα πλέον εξελιγμένα και αυτοματοποημένα πτηνοσφαγεία στην Ευρώπη, το οποίο θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση της παραγωγής μας, αλλά και στη διασφάλιση πλήρους ιχνηλασιμότητας για όλα μας τα προϊόντα», καταλήγει η κ. Μασούρα.
Κοτόπουλα Αγγελάκης: «Φέτος θα είναι χρονιά σταθερότητας»
Ο κ. Θάνος Αγγελάκης, διευθύνων σύμβουλος της Κοτόπουλα Αγγελάκης ΑΕ και πρόεδρος της Ελληνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Πτηνοτροφίας, μιλά στο «σελφ σέρβις» για τα επενδυτικά πλάνα της εταιρείας του τη διετία 2023-2024 και για τις εκτιμήσεις του σχετικά με τις προοπτικές του κλάδου.
Η Αγγελάκης, που ξεκίνησε πριν εξήντα χρόνια ως οικογενειακό πτηνοτροφείο στην Χαλκίδα, έχει εξελιχθεί σε μια πλήρως καθετοποιημένη επιχείρηση, με ιδιόκτητες πτηνοτροφικές φάρμες δυναμικότητας τεσσάρων εκατομμυρίων πτηνών ετησίως, εργοστάσιο παραγωγής φυτικών ζωοτροφών (σιτάρι, σόγια, καλαμπόκι), σύγχρονο εργοστάσιο πτηνοσφαγής με αυτοματοποιημένο τεμαχιστήριο στη Δίρφυ και στόλο φορτηγών ψυγείων με καταγραφικά θερμοκρασίας, που παρακολουθούνται από δορυφορικό σύστημα και παρέχουν πληροφόρηση ανά δύο λεπτά της ώρας, ενώ απασχολεί προσωπικό άνω των διακοσίων ατόμων. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν στην επέτειο των εξηντάχρονων της εταιρείας, ο τζίρος της πέρυσι αυξήθηκε κατά 35%, που κατά το ήμισυ (17%) οφείλεται στον πληθωρισμό. Συνολικά ο ετήσιος κύκλος εργασιών της εκτιμάται ότι έφτασε στα 40 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 10% προήλθε από τις εξαγωγές. «Πίσω από τα κοτόπουλα Αγγελάκης κρύβεται όλη η εμπειρία, η γνώση και η παράδοση εξήντα χρόνων. Μέχρι σήμερα έχουμε την ίδια φιλοσοφία, τις ίδιες αρχές και αξίες, πάντα με σεβασμό στον καταναλωτή, τα πουλερικά και το περιβάλλον. Ο καταναλωτής που επιλέγει τα κοτόπουλα Αγγελάκης μπορεί να είναι σίγουρος ότι έχει στο τραπέζι του ένα νοστιμότατο και θρεπτικό κοτόπουλο, άριστης ποιότητας, που έχει μεγαλώσει σε ιδανικές συνθήκες. Όλα μας τα κοτόπουλα εκτρέφονται στις ιδιόκτητες φάρμες της οικογένειας, στην Εύβοια, σύμφωνα με τα πιο αυστηρά πρότυπα ευζωίας, είναι πιστοποιημένα από τον Agrocert και τρέφονται αποκλειστικά με φυτικές τροφές δικής μας παραγωγής. Αυτό για το οποίο είμαστε πραγματικά περήφανοι είναι το πατενταρισμένο και πολυβραβευμένο Ελαιοπουλάκι. Πρόκειται για το μοναδικό ελληνικό κοτόπουλο με διατροφή βασισμένη στο καλαμπόκι και το ελαιόλαδο, πράγμα που του προσδίδει μοναδικά ποιοτικά χαρακτηριστικά με πολλαπλά διατροφικά οφέλη για τους καταναλωτές του», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Αγγελάκης.
Εξάλλου, επισημαίνει ότι «οι καταναλωτές πλέον έχουν πιο έντονες περιβαλλοντικές ανησυχίες, γι’ αυτό επιλέγουν προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα ένα μέρος του κοινού στρέφεται σε plant-based και Free from προϊόντα. Στην Αγγελάκης έχουμε δημιουργήσει προϊόντα χωρίς γλουτένη, όπως το ρολό κοτόπουλο Αγγελάκης και το μπιφτέκι Ελαιοπουλάκι με βρόμη. Στο επόμενο διάστημα θα λανσάρουμε προϊόντα σε οικολογικές συσκευασίες κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Δεν επαναπαυόμαστε. Επενδύουμε συνεχώς στην έρευνα, τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη δημιουργία καινοτόμων προϊόντων».
Έχοντας ολοκληρώσει πρόσφατα την υλοποίηση επενδυτικού πλάνου αξίας 1,8 εκατ. ευρώ, ο επόμενος στόχος της εταιρείας είναι «να υλοποιήσουμε εντός της επόμενης διετίας ένα ολοκληρωμένο επενδυτικό πλάνο αξίας 30 εκατ. ευρώ, που θα αφορά την περαιτέρω επέκταση και τον εκσυγχρονισμό όλου του φάσματος της καθετοποιημένης λειτουργίας μας, με επίκεντρό μας πάντα τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης».
Σε ό,τι αφορά τις ανατιμήσεις, ο κ. Αγγελάκης δηλώνει ότι «το γεγονός ότι είμαστε μια πλήρως καθετοποιημένη επιχείρηση δημιουργεί οικονομίες κλίμακος κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην περνούμε όλη την αύξηση του κόστους μας στην τελική τιμή του προϊόντος, καθώς έχουμε τη δυνατότητα απορρόφησης ενός μέρους της. Η διαπραγματευτική μας ικανότητα είναι, βέβαια, μεγαλύτερη συγκριτικά με έναν μικρότερο παραγωγό. Όμως, εφόσον οι αυξήσεις κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας είναι παγκόσμιο φαινόμενο, δεν υπάρχουν τα περιθώρια διαπραγμάτευσης».
Κατά τον κ. Αγγελάκη η μεγαλύτερη πρόκληση και φέτος παραμένει η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού και του αυξημένου ενεργειακού κόστους. «Το 2023 θεωρούμε ότι θα είναι μια χρονιά σταθερότητας και προβλέπουμε την αποκλιμάκωση των ανατιμήσεων από το 2024, αλλά με τη ζήτηση των προϊόντων κοτόπουλου ήδη σε ανοδική τροχιά», καταλήγει.