2001-2003 : ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ, Ο ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ


Στο ύψος των 697,3 εκατ. ευρώ ανήλθαν οι επενδύσεις 55 αλυσίδων σούπερ μάρκετ την τριετία 2001-2003, ποσό πολύ μεγάλο αν ληφθούν υπ' όψιν τα περιορισμένα κέρδη τους την ίδια περίοδο. Αν μάλιστα συνυπολογιστούν οι επενδύσεις που έγιναν με leasing και το ποσό που αφορά sale & lease back, τότε το ποσό ανέρχεται πάνω από τα 900 εκατ. ευρώ! Το ερώτημα είναι "έφεραν τα σκοπούμενα αποτελέσματα αυτές οι επενδύσεις";


Oι επενδύσεις είναι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, της επέκτασης, της στερέωσης της θέσης μιας επιχείρησης, είναι η κοινή βασική οικονομική παράμετρος σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας μιας χώρας. Από εκεί και πέρα λειτουργούν μια σειρά κανόνες οικονομικοί, εμπορικοί, διοικητικοί που εφαρμόζονται για την αξιοποίηση των επενδύσεων. Γιατί από μόνες τους οι επενδύσεις δεν φέρουν την ανάπτυξη, την κερδοφορία και την αποτελεσματική πορεία μιας επιχείρησης.

Τα θέματα που σχετίζονται με τις επενδύσεις είναι πολλά, σύνθετα και κινούνται μέσα στο γενικό πλαίσιο του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Όσο πιο σύνθετη γίνεται μέρα με τη μέρα η οικονομική ζωή, απόρροια του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού συστήματος, τόσο περισσότερο είναι προφανής η ανάγκη υιοθέτησης των κανόνων που διέπουν και τις επενδύσεις.

Οι επενδύσεις στον κλάδο των σούπερ μάρκετ τα τελευταία χρόνια έχουν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Ειδικά στη χώρα μας ο κλάδος δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την πρόκληση (και ανάγκη) της επέκτασης του γιγαντισμού και της συγκέντρωσης, αλλά και το βάρος του εκσυγχρονισμού των δομών του και την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών. Τη δεκαετία του ’90 τεράστια κεφάλαια επενδύθηκαν για τα συστήματα POS για τα logistics και τις βοηθητικές διοικητικές υπηρεσίες, οι οποίες είναι πλέον αδιανόητο να λειτουργούν με τους παραδοσιακούς τρόπους. Παράλληλα η λειτουργία καταστημάτων με τις σύγχρονες προδιαγραφές απαιτούσε επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό. Και καθώς είναι συχνά αδύνατο να βρίσκονται κτίρια που ταιριάζουν στις σύγχρονες προδιαγραφές που απαιτεί η λειτουργία των σούπερ μάρκετ και των υπεραγορών, πρέπει να κατασκευάζονται από τις ίδιες τις εταιρείες.


Τα δεδομένα της έρευνας


Στο άρθρο που ακολουθεί παρουσιάζουμε μια εικόνα των επενδύσεων κατά την τριετία 2001-2003 των 55 επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ για τις οποίες έχουμε διαθέσιμα στοιχεία (βλέπε πίνακα). Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μεγάλες αλυσίδες του κλάδου, αλλά και πολλές μικρομεσαίες. Κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τις επενδύσεις των μικρών «μικρές και περιορισμένης εμβέλειας». Ο λόγος που τις παρουσιάζουμε είναι για να δειχθεί ότι δεν νοείται ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις και εκσυγχρονισμό. Οι μικροί του κλάδου βάζουν τη δική τους σφραγίδα στις εξελίξεις του κλάδου, ενώ ως προς τον συνολικό αριθμό των σημείων πώλησης έχουν ακόμα τη συντριπτική υπεροχή και θα συνεχίσουν να την έχουν για αρκετά ακόμα χρόνια. Και σε αυτούς οι επενδύσεις, λαμβανομένου υπ' όψιν του μεγέθους τους, είναι σημαντικές και ως ποσά και ως ποσοστό επί των πωλήσεών τους.


Παρατηρήσεις – διευκρινήσεις στον πίνακα


1. Στις επενδύσεις συμπεριλήφθησαν το πάγιο ενεργητικό και οι συμμετοχές σε συνδεδεμένες και λοιπές επιχειρήσεις.

2. Στις συμμετοχές σε μερικές επιχειρήσεις εμφανίζονται αρνητικά ποσά, πράγμα που μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά λόγους. Οι κυριότεροι είναι: α) έγιναν συγχωνεύσεις, μειώθηκαν οι συμμετοχές και αυξήθηκαν τα πάγια και β) μεταβιβάστηκαν οι μετοχές, πωλήθηκε δηλαδή το μερίδιο που κατείχαν.

3. Τα αρνητικά ποσά στο πάγιο ενεργητικό οφείλονται σε: α) πωλήσεις παγίων, β) πωλήσεις ολόκληρων καταστημάτων, γ) κλείσιμο ορισμένων καταστημάτων τα πάγια των οποίων απαξιώθηκαν ή πωλήθηκαν, δ) πώληση παγίων με τη διαδικασία του sale & lease back.

4. Στον πίνακα δεν περιλαμβάνονται τα ποσά των επενδύσεων που έγιναν με τη διαδικασία του leasing και επομένως δεν περιλαμβάνονται στους ισολογισμούς.


Επενδύσεις 697,3 εκατ. ευρώ σε τρία χρόνια


Το συνολικό ύψος των επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις του δείγματός μας στην τριετία 2001-2003 ανήλθε σε 697,3 εκατομμύρια ευρώ, ποσό πολύ μεγάλο αν ληφθούν υπ' όψιν τα περιορισμένα κέρδη τους την ίδια περίοδο. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε τις επενδύσεις που έγιναν με leasing και το ποσό που αφορά sale & lease back (κατ’ εκτίμηση λόγω της έλλειψης στοιχείων για όλες τις επιχειρήσεις), τότε το ποσό ανέρχεται πάνω από τα 900 εκατ. ευρώ!


Ένα αναπάντητο ερώτημα


Ένα ερώτημα που επανειλημμένα τίθεται είναι: Οι επενδύσεις αυτές έχουν φέρει τα σκοπούμενα αποτελέσματα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλοϊκή, ένα ναι ή ένα όχι. Οι επενδύσεις έχουν πολλαπλή επίδραση και η απάντηση μπορεί να δοθεί από διαφορετικές πλευρές ή όψεις θεώρησης:


  • Από άποψη εκσυγχρονισμού: Ναι, απέδωσαν. Αναβάθμισαν το επίπεδο των υπηρεσιών, βελτίωσαν την εξυπηρέτηση του καταναλωτή.


  • Από άποψη εμπορικής δομής και ανεφοδιαστικής αλυσίδας: Ναι, απέδωσαν αλλά τα αποτελέσματα ήταν κατώτερα των προσδοκιών. Η αφομοίωση των τεχνολογιών και των νέων μεθόδων δεν συμβάδισε με την εφαρμογή τους στην πράξη και την αντίστοιχη αποτελεσματικότητα. Η εξελικτική διαδικασία προμηθευτής-κατάστημα-πελάτης υστερεί δυσανάλογα με τις επενδύσεις και τις υποδομές.


  • Από άποψη ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce): Όχι, δεν απέδωσαν οι επενδύσεις. Λίγα βήματα έγιναν στο Β2Β και ακόμα λιγότερα στο Β2C. Αυτό φαίνεται και από τις διεθνείς στατιστικές, οι οποίες εμφανίζουν τη χώρα μας ακόμα πολύ πίσω.


  • Από άποψη επέκτασης: Ναι, απέδωσαν. Ο συγκεντρωτισμός και η διασπορά σε όλη τη χώρα πήρε αλματώδεις διαστάσεις παρά τις τριβές και τα εμπόδια.


  • Από άποψη αποτελεσματικότητας: Όχι, δεν απέδωσαν. Τα κέρδη των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ δεν "απογειώθηκαν", όπως πολλοί πίστευαν, ούτε απλώς αυξήθηκαν. Σε πολλές περιπτώσεις νέων καταστημάτων το υψηλό κόστος των επενδύσεων έφερε δανειακή επιβάρυνση κι όχι μόνο κερδοφορία δεν απέφερε, αλλά είχε ζημιογόνο επίδραση. Οι επενδύσεις εκσυγχρονισμού σε πληροφοριακά συστήματα και logistics στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, αντί να μειώσουν, αύξησαν το λειτουργικό κόστος και μείωσαν την αποδοτικότητα-κερδοφορία. Και οι όποιες θετικές επιδράσεις των επενδύσεων (μειώσεις διοικητικών εξόδων και εξόδων διανομής, λόγω κλίμακας) ακυρώθηκαν από τον ισχυρό ανταγωνισμό και τον πόλεμο των τιμών. Μόνο το 2003 φάνηκαν κάποια σημάδια βελτίωσης της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων.


Συμπερασματικά


  • Οι επενδύσεις έφεραν περιορισμένης εμβέλειας αποτελέσματα.

  • Σε κάποιες περιπτώσεις οι επενδύσεις ζημίωσαν αντί να ωφελήσουν τις επιχειρήσεις. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στον προγραμματισμό και στις κακές επιλογές, "κακές" γιατί συχνά δεν βασίζονται σε προηγούμενες μελέτες και ορθολογικό σχεδιασμό.

  • Συχνά οι επενδύσεις και ο εκσυγχρονισμός δεν συνοδεύτηκαν από θεσμικές-δομικές αλλαγές στον οργανωτικό ιστό των επιχειρήσεων ούτε συνδυάστηκαν αποτελεσματικά με αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού (εκπαίδευση, μισθολογικές διαβαθμίσεις κλπ) και την αξιοποίηση των νέων επιστημονικών μεθόδων.

  • Οι υποδομές που δημιουργήθηκαν πρέπει να αξιοποιηθούν, υπάρχει καιρός και περιθώρια, αν και σε πολλές περιπτώσεις οι επενδύσεις σε τεχνολογία ήδη παρήκμασαν, ενώ νέες τεχνολογίες έρχονται να υπερκεράσουν τις προηγούμενες πριν καλά-καλά αποδώσουν, φέρνοντας πίσω τα κεφάλαια που δαπανήθηκαν γι' αυτές.


Η χρηματοδότηση των επενδύσεων


Οι επενδύσεις χρηματοδοτήθηκαν κατά κύριο λόγο από τη ρευστότητα των επιχειρήσεων (=καθαρά κέρδη προ αποσβέσεων μείον οι φόροι κερδών), από δανειακά κεφάλαια και πιστώσεις προμηθευτών και κατ’ εξαίρεση από καταθέσεις των μετόχων και αυξήσεις κεφαλαίων. Ο δανεισμός τείνει να αυξηθεί και αυτό επιβαρύνει τα αποτελέσματα. Ο κλάδος, τουλάχιστον στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από χρηματοπενία.

Αν σε όσα προαναφέρθηκαν συνυπολογισθούν η ρευστότητα και ασάφεια που επικρατεί σε μια σειρά θεσμικά, φορολογικά και οικονομικά θέματα, η συχνή πίεση-επίκληση του κράτους στον κλάδο των σούπερ μάρκετ να το "συνδράμει" πχ στη διαδικασία εφαρμογής του ευρώ ή στην τιθάσευση του πληθωρισμού (πράγμα για το οποίο θα κληθεί εκ νέου ο κλάδος), ενώ ταυτόχρονα υφίσταται συχνά άκριτα επιθέσεις για τις αυξήσεις των τιμών και τα …υπερκέρδη που δεν έχει, τότε η εικόνα της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων όχι μόνο είναι θολή, αλλά διαβαθμίζεται στις αποχρώσεις του γκρίζου.


Η θέση του κλάδου, τα κίνητρα και οι επιδοτήσεις


Οι εκάστοτε διοικούντες ποτέ δεν είδαν τον κλάδο και γενικά τα εμπορικά καταστήματα ως έναν από τους βασικούς μοχλούς της ανάπτυξης. Επιμένουν να βλέπουν το εμπόριο με την απολιθωμένη ματιά του παρελθόντος και να το θεωρούν εν πολλοίς ως παρασιτικό μεσάζοντα που κερδοσκοπεί σε βάρος των καταναλωτών και του κοινωνικού συνόλου, υποθηκεύοντας τη στρατηγική και τις οικονομικές επιλογές του κράτους. Αυτός είναι και ο λόγος που πάντοτε το εμπόριο ήταν εκτός των αναπτυξιακών κινήτρων -εκτός μικρών εξαιρέσεων με κίνητρα για τις αποσβέσεις. Κι αυτό ήταν όλο. Αντίθετα άλλοι κλάδοι έχουν απορροφήσει εδώ και δεκαετίες πακτωλό επιδοτήσεων, ενώ χαίρουν φοροαπαλλαγών και παντοειδών κινήτρων τα οποία εν τέλει όχι μόνο δεν έφεραν τα σκοπούμενα αποτελέσματα, αλλά και αφαίρεσαν τεράστια ποσά από τις τσέπες των φορολογουμένων (ή από τα ταμεία της ΕΕ). Και όλοι γνωρίζουν ότι μεγάλο μέρος αυτών των επιδοτήσεων δεν εισήλθαν πάντοτε στα ταμεία των επιχειρήσεων, αλλά στις τσέπες των κάθε είδους τρωκτικών και μεσαζόντων -για να έρχονται από καιρό σε καιρό οι ειδήμονες να φωνασκούν περί αναποτελεσματικότητας των μέτρων, των επιδοτήσεων και των κινήτρων.

Αποκλειστικά πριμοδοτήθηκαν με κάποια οικονομική και πολιτική φιλοσοφία, η βιομηχανία ο τουρισμός και πρόσφατα ο αγροτικός τομέας. Τα αποτελέσματα: Ούτε βιομηχανία έχουμε -κι αυτή που έχει μείνει δεν είναι ανταγωνιστική- ούτε τουριστικές υπηρεσίες ποιοτικά ανταγωνιστικές.

Τώρα η νέα κυβέρνηση ετοιμάζει νέο «αναπτυξιακό νόμο» με ανανέωση ή αναπαλαίωση των κινήτρων και των επιδοτήσεων και -θεωρητικά- με αναδιανομή της τράπουλας. Από τις πληροφορίες που διοχετεύτηκαν στον τύπο έχει περιγραφεί -έστω και ανιχνευτικά- το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί και ο νέος νόμος. Μία από τα ίδια. Για μια ακόμα φορά το εμπόριο έξωθεν του νυμφώνος. Αυτό προκάλεσε την εκ προοιμίου εύλογη αντίδραση του κλάδου, ο οποίος μέσω των συνδικαλιστικών του ενώσεων ζήτησε από τους αρμόδιους υπουργούς να μην παραβλέψουν το εμπόριο και να το συμπεριλάβουν στον νόμο (δηλαδή στη μοιρασιά) ως ισότιμο παράγοντα στο αναπτυξιακό γαϊτανάκι.

Θυμίζουμε ότι για πολλά χρόνια ο σημερινός υφυπουργός Ανάπτυξης, αρμόδιος για το εμπόριο, κ. Γιάννης Παπαθανασίου ήταν πρόεδρος του ΕΒΕΑ. Ως γνώστης των προβλημάτων και από τη θεσμική του θέση είχε επανειλημμένα εκφράσει τον σκεπτικισμό του για την εξαίρεση του εμπορίου από τις επιδοτήσεις. Τώρα τι λέει; Δεν ακούσαμε ακόμα θέσεις σαφείς και δίκαιες. Μόνο αοριστίες και μασημένα λόγια διοχετεύονται στο τύπο, που αυξάνουν την ανησυχία και διαιωνίζουν τα προβλήματα, την απογοήτευση και τον ωχαδελφισμό.

ΘΑ ΕΡΘΟΥΝ ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΞΕΝΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ;

Η ροή των σεναρίων, των φημών και των πληροφοριών σχετικά με το ενδιαφέρον που δείχνουν διεθνείς λιανεμπορικοί όμιλοι για την ελληνική αγορά συνεχίζεται αμείωτη. Τα στελέχη του κλάδου αναμένουν αγωνιωδώς τις εξελίξεις, γνωρίζοντας πως στις συνθήκες του ήδη έντονου έως εξοντωτικού ανταγωνισμού η είσοδος μίας ακόμη ξένης αλυσίδας θα ανατρέψει εκ νέου τα δεδομένα, κάνοντας τη ζωή των ισχυρών δυσκολότερη και -το χειρότερο- το μέλλον των μικρών και μικρομεσαίων αβέβαιο.

Plus: Πες πως έγινε

Όλοι θεωρούν ως δεδομένη την εκδήλωση των στρατηγικών σχεδίων της γερμανικής Plus, θυγατρικής του ομίλου Tengelmann, η οποία βρίσκεται ήδη εγκαταστημένη στη Θεσσαλονίκη, όπου πριν από αρκετούς μήνες οργάνωσε το επιτελείο της, με μεταγραφές, αλλά και με προσλήψεις νέων στελεχών. Η αλυσίδα προγραμμάτισε την πρώτη της επένδυση, η οποία σχετίζεται με τις υποδομές και ειδικότερα με τη δημιουργία του κέντρου logistics στη Σίνδο Θεσσαλονίκης (τρίτη φάση της ΒΙΠΕ). Τα κεφάλαια τα οποία θα διαθέσει αναμένεται να ανέλθουν στα 30 εκατ. ευρώ και βάσει αυτής της επένδυσης τόσο η ίδια η εταιρεία όσο και η αγορά αρχίζουν να μετρούν αντίστροφα τον χρόνο για τη δημιουργία του πρώτου καταστήματός της. Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι τα εγκαίνιά του θα γίνουν τον Οκτώβριο του 2005.

Η ενεργοποίηση λοιπόν ενός ακόμη «γίγαντα» του ευρωπαϊκού λιανεμπορίου αναμένεται να ταρακουνήσει τα νερά στην ελληνική αγορά. Οι πρώτες επιδράσεις εκτιμάται ότι θα καταγραφούν στον τομέα του hard discount, όπου ανήκει η Plus. Dia και Lidl θα κληθούν να αντιδράσουν άμεσα για τη διασφάλιση της θέσης τους ή αλλιώς να αντιμετωπίσουν την -κατά πάσα πιθανότητα- επιθετική τιμολογιακή πολιτική της Plus, με την οποία η γερμανική αλυσίδα θα επιχειρήσει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού. Πληροφορίες αναφέρουν ότι τα στελέχη της Plus θα επιδιώξουν τη διαφοροποίηση της αλυσίδας έναντι των discounters που δραστηριοποιούνται σήμερα στην εγχώρια αγορά, ενώ μένει να φανεί το πώς θα αντιδράσουν και οι προμηθευτές του κλάδου, εφόσον βέβαια η αλυσίδα, στρεφόμενη προς αυτούς, ζητήσει προνομιακή μεταχείριση.

Wal-Mart: Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;

Στο μεταξύ, το τελευταίο διάστημα «φούντωσαν» και πάλι τα σενάρια περί έλευσης της Wal-Mart στην εγχώρια αγορά. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ημερήσιου τύπου, εκπρόσωποι της αμερικανικής αλυσίδας, επιδιώκοντας τη χαρτογράφηση του ελληνικού λιανεμπορίου, απευθύνθηκαν σε εταιρεία συμβούλων από την οποία ζήτησαν στοιχεία για τη διάρθρωση του κλάδου, τους βασικούς παίκτες του, τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας και τις δυνατότητες για την είσοδο ακόμη μίας ξένης αλυσίδας στον εγχώριο ανταγωνισμό.

Πάντως, κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς σχολίαζαν ως εξαιρετικά δύσκολη μέχρι απίθανη την περίπτωση της εισόδου της Wal-Mart στην Ελλάδα και δη μέσω εξαγοράς ελληνικής αλυσίδας, όπως γράφτηκε στον Τύπο. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, επειδή η αμερικανική αλυσίδα αναπτύσσεται μόνο μέσω μεγάλων εμπορικών μονάδων και δεδομένου ότι τα δίκτυα των αλυσίδων σούπερ μάρκετ της χώρας μας αποτελούνται κυρίως από μικρομεσαία καταστήματα, το πρόβλημα της ασυμβατότητας των προδιαγραφών αποδυναμώνει εξ ορισμού την πιθανότητα στρατηγικής εισόδου της Wal-Mart μέσω εξαγοράς κάποιας ελληνικής αλυσίδας. Εξάλλου καθαυτό το μοντέλο των υπεραγορών στην Ελλάδα όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει τις προοπτικές ανάπτυξης που έχει το μεσαίο μοντέλο καταστήματος σούπερ μάρκετ, αλλά θεωρείται κορεσμένο. Εκτός αυτών, τόσο το επίπεδο οργάνωσης των ελληνικών αλυσίδων όσο και το επίπεδο γενικά των υποδομών της οικονομίας μας (logistics, θεσμικό πλαίσιο κλπ) υστερούν σοβαρά ως προς τις προδιαγραφές στις οποίες στηρίζει την ανάπτυξή του ο αμερικανικός κολοσσός.

Σύμφωνα με τους ίδιους παράγοντες, σε κάθε περίπτωση οι πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί η Wal-Mart να επιλέξει τη λιλιπούτεια αγορά της Ελλάδας ως πύλη εισόδου (sic) στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, μετά την Αγγλία και τη Γερμανία» δεν είναι πειστικές. Το πιθανότερο, λένε, είναι να συλλέγονται μεν στοιχεία για λογαριασμό της Wal-Mart και από τη χώρα μας, στο πλαίσιο ίσως των πανευρωπαϊκών ή των παγκόσμιων στρατηγικών αναζητήσεων των Αμερικανών, ωστόσο τούτο δεν δικαιολογεί το «φούσκωμα» της σχετικής πληροφορίας σε έναν τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε λίγο ούτε πολύ να εμφανίζεται ο κλάδος εν αναμονή αμερικανικής απόβασης…

Ωστόσο δεν μπορεί να παραβλεφθεί μια άλλη θεώρηση, πέραν της τρέχουσας φημολογίας και της εικοτολογίας που τη συνοδεύει. Σύμφωνα με αυτήν, το ενδιαφέρον για την Ελλάδα εκ μέρους των πολυεθνικών επενδυτών δεν σχετίζεται με το μέτρο των ευκαιριών που προσφέρει η εγχώρια ζήτηση ή η κατάσταση και ο βαθμός συγκέντρωσης του ελληνικού λιανεμπορίου, αλλά με τη σημασία της γεωπολιτικής θέσης της χώρας στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού ως προγεφυρώματος για τη μελλοντική επέκτασή τους στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Κι αυτό είναι κάτι που ενδιαφέρει τόσο τις διεθνών συμφερόντων εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά όσο και τη Wal-Mart. Μάλιστα, όπως εκτιμάται, στον βαθμό που η τελευταία επιχειρήσει ένα «τολμηρό» βήμα -η ρευστότητα που έχει της επιτρέπει την οποιαδήποτε πρόσκαιρη ζημιά- οι διεθνείς (Ευρωπαίοι) εταίροι του ανταγωνισμού θα επιδοθούν σε ένα μπαράζ εξαγορών για να την αναχαιτίσουν.

Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι ήδη διαμορφώνονται οι όροι για να αναχαιτιστούν οι …διαθέσεις της, κάτι που σημαίνει ότι μάλλον πρέπει να αναμένουμε κλιμάκωση της συγκέντρωσης σε επίπεδο εξαγοράς πρωταγωνιστικών εταιρειών του κλάδου το επόμενο διάστημα. Το θέμα είναι ότι, και χωρίς την «απειλή» της Wal-Mart, η θεσμική άρση των περιορισμών στη λειτουργία του ανταγωνισμού που ετοιμάζει η κυβέρνηση από μόνη της ενισχύει τις τάσεις για τη συγκέντρωση του κλάδου. Κι αυτό γιατί η αναμενόμενη (περαιτέρω) όξυνση του ανταγωνισμού θα οδηγήσει στη μεγέθυνση των αποστάσεων μεταξύ των διαφορετικής ταχύτητας μεγάλων εταιρειών, οπότε «όσο πιο έγκαιρα ανοίξει το παζάρι των διαπραγματεύσεων για εξαγορές τόσο το καλύτερο!». Έτσι, το εν Ελλάδι νοτιοευρωπαϊκό «προγεφύρωμα» καθενός ομίλου διεθνών συμφερόντων θα σιγουρεύεται μέσω της κυριαρχίας στην εγχώρια αγορά είτε επιχειρήσει την «απόβαση» η Wal-Mart είτε όχι…

Tesco: Κι όμως κινείται

Φήμες φέρουν επίσης ακόμη ένα ισχυρό σχήμα να εκφράζει το ενδιαφέρον του για τη χώρα μας. Πρόκειται για τη βρετανική Tesco, που κατά το πρόσφατο παρελθόν προσέγγισε γνωστή αλυσίδα ελληνικών συμφερόντων, εκδηλώνοντας την πρόθεσή της για εξαγορά. Σύμφωνα με τις ίδιες φήμες, η Tesco διατηρεί το ενδιαφέρον της τόσο για επενδύσεις στην Ελλάδα όσο και για το ενδεχόμενο της εξαγοράς της ίδιας αλυσίδας, με την οποία, όπως λέγεται, η επικοινωνία δεν έχει διακοπεί, παρά το γεγονός ότι οι αρχικές επαφές άρχισαν πριν από αρκετούς μήνες.

Μένει τελικά να φανεί αν μετά την Plus θα υπάρξει και άλλος ξένος παίκτης που θα επιχειρήσει «ηρωική» είσοδο στο οργανωμένο λιανεμπόριο. Πάντως, όπως εκτιμάται, σε μια τέτοια περίπτωση ως επικρατέστερο παρουσιάζεται το σενάριο το οποίο φέρει την Tesco να συνομιλεί με Έλληνες επιχειρηματίες, παρά τα σχέδια της Wal-Mart για επενδύσεις στη χώρα μας.

ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ ΑΝΑΤΙΜΗΣΕΩΝ

Από τις αρχές κιόλας του Σεπτεμβρίου οι προμηθευτές των σούπερ μάρκετ άρχισαν να ανακοινώνουν αυξημένους τιμοκαταλόγους χονδρικής, όπως άλλωστε αναμενόταν. Οι καλές προθέσεις των επιχειρηματιών να διατηρήσουν τις τιμές τους σταθερές κατά την ευαίσθητη περίοδο που άρχισε τις παραμονές των εθνικών εκλογών και έκλεισε με τη λήξη της Ολυμπιάδας, επηρέασαν αρνητικά την εξέλιξη των εσόδων τους…

Μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων άρχισαν, λοιπόν, οι ανατιμήσεις στα αγαθά ευρείας κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αυξητικές μεταβολές στις τιμές χονδρικής άρχισαν σταδιακά να ισχύουν για ορισμένα τουλάχιστον αγαθά, από την 1η Σεπτεμβρίου, όπως για παράδειγμα οι καφέδες και τα υγρά πιάτων, που εγκαινίασαν τη φετινή περίοδο με αυξήσεις έως 3,5% και 3% αντίστοιχα, ενώ μια ημέρα μετά ανάλογη ήταν η εικόνα και στις τιμές της φέτας, οι αυξήσεις της οποίας ήταν της τάξης του 2,5%. Το επόμενο διάστημα ακολούθησαν και άλλες κατηγορίες προϊόντων με μεταβολές στις τιμές χονδρικής, οι οποίες μάλιστα ξεπέρασαν κατά πολύ τον πληθωρισμό.

Στα πλαστικά καταγράφηκαν οι υψηλότερες ανατιμήσεις χονδρικής, οι οποίες κυμάνθηκαν μεταξύ 10% και 15%, ενώ υψηλά ποσοστά αυξήσεων σημειώθηκαν και σε προϊόντα όπως το κρασί 10%, η βότκα έως 8%, οι σοκολάτες, τα κρουασάν και οι γκοφρέτες 6% έως 7%, τα σοκολατάκια από 5,5% έως 6,5%, οι σακούλες απορριμμάτων 5,5%, οι φακοί 5%, τα είδη προσωπικής φροντίδας, το μέλι και το βαμβάκι 4% και μια σειρά από άλλα αγαθά, όπως φρυγανιές, προϊόντα τομάτας, αλάτι, πατατάκια, τσάι, αρώματα, βαφές μαλλιών κά, των οποίων οι τιμές αυξήθηκαν περίπου στα όρια του πληθωρισμού, ενώ σε μία ακόμη ομάδα αγαθών οι ανατιμήσεις εμφανίστηκαν χαμηλότερες του πληθωριστικού δείκτη.

Κλιμάκωση ως τα Χριστούγεννα

Συνολικά οι κατηγορίες προϊόντων, όπου υπήρξαν αυξήσεις, όπως τόνιζαν στο «σέλφ σέρβις» κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς, ξεπέρασαν τις 30 έως τα τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ τον Οκτώβριο επρόκειτο να συνεχιστεί το ανατιμητικό κύμα, ώστε πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων να έχουν περάσει στην κατανάλωση οι αυξήσεις που κρίνονταν ως αναγκαίες από τη βιομηχανία.

Τι γίνεται όμως στα ράφια των καταστημάτων και κυρίως του οργανωμένου λιανεμπορίου; Η εικόνα είναι συγκεχυμένη, καθώς κάθε αλυσίδα συνηθίζει να μετακυλύει τις αυξήσεις στις τελικές τιμές των προϊόντων σε διαφορετικούς χρόνους, ανάλογα με την πολιτική της. Οι περισσότερες, προκειμένου να τονώσουν το προφίλ τους στον ανταγωνισμό, κράτησαν για μικρό έστω διάστημα σταθερά τα τιμολόγιά τους, έχοντας προηγουμένως στοκάρει ικανές ποσότητες από τα προϊόντα στα οποία αναμένονταν ανατιμήσεις. Άλλες αλυσίδες απορρόφησαν μέρος της αύξησης, ενώ κάποιες άλλες πέρασαν το σύνολο της ανατίμησης στην κατανάλωση, αμέσως ή με μικρή καθυστέρηση.

Πάντως οι συντονισμένες ανατιμήσεις στη χονδρική επιδρούν έτσι κι αλλιώς στις τιμές της λιανικής, γεγονός που καταγράφεται και στον τιμάριθμο.

Κυβέρνηση: Ποιες ανατιμήσεις;

Από την πλευρά του ο υφυπουργός Ανάπτυξης, κ. Γιάννης Παπαθανασίου, με δηλώσεις του υποστήριξε ότι δεν τίθεται θέμα ανατιμήσεων στην αγορά, θεωρώντας ενδεχομένως ότι οι αυξήσεις που προαναφέραμε δεν πέρασαν παρά σε πολύ μικρό ποσοστό στο ράφι των καταστημάτων. Ωστόσο σημειώνεται ότι ενώ οι σχετικοί τιμοκατάλογοι χονδρικής γνωστοποιήθηκαν από την αγορά στο Υπουργείο Ανάπτυξης, όπως προβλέπει ο νόμος, το υπουργείο είτε δεν προχώρησε σε τιμοληψίες προκειμένου να διαπιστώσει τις επιδράσεις τους στη λιανική είτε προχώρησε, αλλά ενδεχομένως αποφάσισε να μη δημοσιοποιήσει τα στοιχεία –τουλάχιστον μέχρι την έκδοση του τεύχους μας– για ευνόητους λόγους.

Διαμαρτυρία του ΚΕΠΚΑ για τη μη αναγραφή των τιμών
Με επιστολή-διαμαρτυρία προς τον υφυπουργό Ανάπτυξης κ. Γιάννη Παπαθανασίου, το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών καταγγέλλει ότι, κατόπιν έρευνας, διαπίστωσε πως στη συντριπτική πλειονότητά τους τα σούπερ μάρκετ δεν φροντίζουν να αναγράφουν τις τιμές ανά μονάδα εμπορεύματος στις ετικέτες των προϊόντων που διαθέτουν. Επικαλούμενο την Ζ1-404 απόφαση περί «αναγραφής των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές κατά προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της οδηγίας 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16/2/1998 για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων (ΕΕ αριθμ. L 180 της 18.3.1998, σελ. 27-31)" ζητά την άμεση λήψη μέτρων υπέρ του δικαιώματος του καταναλωτή στην ενημέρωση και στην επιλογή.

 

 

ΕΡΕΥΝΑ ΕΣΕΕ : ΟΙ ΥΠΕΡΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


Χαμηλές τιμές, μεγάλη ποικιλία προϊόντων, δώρα και προσφορές για κάθε αγορά, τεράστιοι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Αυτά είναι τα «βαριά όπλα» των μεγάλων αλυσίδων στην «έφοδό» τους για την κατάκτηση και της ελληνικής υπαίθρου μετά την «άλωση» των αγορών των μεγαλουπόλεων. Την επεκτατική πολιτική τους διευκολύνουν η έλλειψη σχεδίων χρήσης γης, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τις υπεραγορές που χαρακτηρίζεται αναποτελεσματικό από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εμπόρων, καθώς επίσης και η «χαλαρή» εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Κι οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις; Προσπαθούν να «ξορκίσουν το κακό» με αμυντικές πρακτικές, ζητώντας από την πολιτεία τη λήψη διοικητικών μέτρων, όπως αυστηρότερο έλεγχο τιμών, περιορισμό της έκτασης των υπερκαταστημάτων στις μικρές τοπικές αγορές, ενεργοποίηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας κλπ.


Τα παραπάνω είναι τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) στη Χαλκίδα, με θέμα τις «επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης από την εγκατάσταση και λειτουργία υπεραγορών λιανικού εμπορίου».

Οι ερευνητές επέλεξαν τη Χαλκίδα για την έρευνά τους, θεωρώντας την ως μία τυπική μέτριου μεγέθους επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, με περιορισμένο καταναλωτικό κοινό. Θέλησαν, λοιπόν, να διερευνήσουν τους λόγους του αυξημένου ενδιαφέροντος που δείχνουν τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες αλυσίδες για επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε τέτοιες πόλεις, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στις τοπικές κοινωνίες η λειτουργία υπεραγορών και η περαιτέρω συγκέντρωση του λιανικού εμπορίου σε λίγα χέρια, η μετατόπισή του πολλές φορές έξω από το ιστορικό κέντρο αυτών των πόλεων, αλλά και το βάθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στις συνήθειες του καταναλωτικού κοινού της ελληνικής επαρχίας.

Η Χαλκίδα δεν ήταν καθόλου τυχαία επιλογή, καθώς εδώ τα φαινόμενα συγκεντροποίησης του εμπορίου είναι ιδιαίτερα έντονα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Μητρώου Επιχειρήσεων της ΕΣΥΕ, την πενταετία 1995-2000 έκλεισαν περισσότερα από τα μισά παντοπωλεία που λειτουργούσαν στην πρωτεύουσα της Εύβοιας (από τα 116 έμειναν μόνο τα 52). Το ίδιο διάστημα τα σούπερ μάρκετ σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν και από 5 το 1995 έφτασαν τα 46 το 2000. Δηλαδή, στη Χαλκίδα, μία πόλη μετρίου μεγέθους για τα ελληνικά δεδομένα, με 47.500 κατοίκους (απογραφή ΕΣΥΕ), αντιστοιχεί σχεδόν ένα σούπερ μάρκετ σε κάθε 1.000 κατοίκους!


Ραγδαίες αλλαγές


Εξάλλου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η ΕΣΕΕ, οι καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν ραγδαία τα τελευταία χρόνια και μαζί αλλάζει το προφίλ και η δομή του λιανεμπορίου στη χώρα μας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, τα τελευταία 15-20 χρόνια ο αριθμός των παντοπωλείων περιορίστηκε από 80.000 σε 25.000 (έκλεισαν περίπου το 70% των καταστημάτων του είδους), τα οποία λειτουργούν σε απομακρυσμένες συνοικίες των πόλεων και σε χωριά.

Το ζητούμενο της έρευνας ήταν να δείξει πόσο βαθιές είναι οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες στην επαρχία και πόσο επιδρούν σε αυτές η επέκταση των αλυσίδων στα μικρά αστικά κέντρα. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις των νοικοκυριών της ευβοϊκής πρωτεύουσας που έλαβαν μέρος στην έρευνα είναι εντυπωσιακά:

  • Το 54% των καταναλωτών προτιμά να αγοράζει τα είδη διατροφής από τα σούπερ μάρκετ, ενώ σε ποσοστό μόλις 22% επιμένουν στο παραδοσιακό παντοπωλείο.

  • Επίσης, η πλειονότητα των καταναλωτών αγοράζει από τα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα τα είδη καθαρισμού (το 67%), τα καλλυντικά (το 73%) και τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά (το 68%).

  • Αντίθετα, σε ποσοστό 79% οι καταναλωτές προτιμούν να αγοράζουν τα είδη ένδυσης και υπόδησης από τα μικρά καταστήματα, ενώ τα μικρού μεγέθους καταστήματα φαίνεται να απορροφούν το 87% της κατανάλωσης στα είδη κιγκαλερίας και το 81% στα είδη ελευθέρου χρόνου. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των κλάδων είναι ο μεγάλος κατακερματισμός τους και τα μικρά μερίδια των αλυσίδων σε πανελλαδικό επίπεδο.

Ο ανταγωνισμός των τιμών (74%) και η πληθώρα των προϊόντων (90%) φαίνεται ότι είναι οι κυριότεροι λόγοι που έχουν στρέψει την πλειονότητα των καταναλωτών προς τα πολυκαταστήματα. Αρνητικά αξιολογήθηκε από τους καταναλωτές η «απρόσωπη κατανάλωση» που προωθείται σε αυτά, ενώ ως μεγαλύτερο μειονέκτημα των πολυκαταστημάτων εμφανίζεται η εξυπηρέτηση των πελατών (45%).

Αντίθετα, η «προσωποποιημένη κατανάλωση» και η εξυπηρέτηση αξιολογούνται ως το σημαντικότερο πλεονέκτημα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (91%), ενώ σημαντικό ποσοστό του δείγματος (84%) αξιολογεί θετικά την ποιότητα των προϊόντων που προμηθεύονται από τα μικρά καταστήματα. Επίσης, θετικά αξιολογείται η συνεισφορά των μικρών επιχειρήσεων στην τόνωση της τοπικής αγοράς (84%) και στις νέες θέσεις εργασίας που προσφέρουν (42%).

Η υπεροχή των αλυσίδων στις τιμές και την ποικιλία «αποτελούν ήδη βασικές παραμέτρους που προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της καταναλωτικής συμπεριφοράς μιας σημαντικής μερίδας των νοικοκυριών», υπογραμμίζουν οι ερευνητές. Από την άλλη μεριά εκτιμούν ότι «τίποτε δεν διασφαλίζει ότι στο μέλλον τα στοιχεία όπου πλεονεκτούν περισσότερο οι ΜΜΕ θα εξακολουθούν να αποτελούν αποκλειστικά γνωρίσματά τους, καθώς τα περισσότερα είναι κυρίως υποκειμενικού χαρακτήρα (πχ ποιότητα, φήμη). Υπάρχουν τρόποι μεταστροφής των αντιλήψεων αυτών -πχ οργανωμένο μάρκετινγκ, το οποίο μια υπεραγορά μπορεί να υλοποιήσει με καλύτερες προϋποθέσεις από μια ΜΜΕ».


Ρυθμιστές τα νέα πρότυπα κατανάλωσης


Η έρευνα στα νοικοκυριά της Χαλκίδας ανέδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις στα πρότυπα κατανάλωσης. Κύριοι διαχωριστικοί παράγοντες αποτελούν το επίπεδο εκπαίδευσης και η ηλικία των ερωτώμενων. Η διαφοροποίηση αυτή, τονίζουν οι ερευνητές, αντικατοπτρίζει δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας (διάρθρωση αγοράς εργασίας, ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας κλπ). Όμως «τα χαρακτηριστικά αυτά αναδεικνύονται σε ρυθμιστές των προοπτικών των εμπορικών επιχειρήσεων και θα πρέπει να μελετηθούν σε βάθος και να αξιολογηθούν από τους επιχειρηματίες και τους φορείς χάραξης της πολιτικής».

Πιο συγκεκριμένα:

  • Τα άτομα με ανώτατη μόρφωση προτιμούν σε ποσοστό 74% να αγοράζουν τα είδη διατροφής από τα μεγάλα καταστήματα. Αντίθετα, το 40% των απόφοιτων γυμνασίου αγοράζουν τα είδη διατροφής από τα μικρά και μεσαία καταστήματα. Η ομάδα των ατόμων με ανώτατη εκπαίδευση δείχνει επίσης εντονότερη προτίμηση, 85%, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ομάδες όσον αφορά την προμήθεια των ειδών καθαρισμού από τα πολυκαταστήματα.

  • Σε ό,τι αφορά τη «δυναμική» της κατανάλωσης των επιμέρους ομάδων με διαφορετικό επίπεδο εκπαίδευσης, καταγράφηκε εντονότερη στροφή της κατανάλωσης σε μικρά καταστήματα στους απόφοιτους λυκείου από τις άλλες ομάδες. Οι απόφοιτοι δημοτικού και γυμνασίου είναι εκείνοι που στρέφονται λιγότερο προς τα μικρά καταστήματα, αλλά ταυτόχρονα και αυτοί που δηλώνουν περισσότερο από τις άλλες ομάδες ότι έχουν μειώσει την κατανάλωση από τα μικρά και μεσαία καταστήματα.

Τα αποτελέσματα αυτά, τονίζουν οι ερευνητές, αποτυπώνουν δύο διαφορετικές αλλά ισότροπες τάσεις:

  • Η «ορθολογική» τάση -των καλά πληροφορημένων για την κατάσταση στην αγορά καταναλωτών (με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και νέοι στην ηλικία)- φαίνεται να στρέφεται προς τα πολυκαταστήματα γιατί προσφέρουν «μεγάλη ποικιλία» και «καλές τιμές».

  • Στα καταστήματα αυτά στρέφονται όμως και οι «αδύναμοι» της αγοράς (καταναλωτές με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και μεγαλύτεροι στην ηλικία), εξαιτίας πιθανόν του περιορισμένου διαθέσιμου εισοδήματός τους.

Ενισχυτικό των τάσεων για τη διαμόρφωση των δύο εξαιρετικά διαφοροποιημένων καταναλωτικών ομάδων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας είναι η ροπή των συνταξιούχων (το 58%) και εν μέρει των ανέργων και των ατόμων που ζητούν εργασία (20% και 29% αντίστοιχα) για αγορές των ειδών διατροφής και των διαρκών καταναλωτικών προϊόντων από μικρά και μεσαία καταστήματα. Προφανώς η εν λόγω ομάδα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της επίσημης καταναλωτικής πίστης και στρέφεται στα μικρότερα καταστήματα και σε άτυπες μορφές καταναλωτικής πίστης (στο «βερεσέ», στο «τεφτέρι» του μπακάλη).

Τα αποτελέσματα αυτά της έρευνας, τονίζει η ΕΣΕΕ, αναδεικνύουν τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η μικρή και μεσαία επιχείρηση στην «τοπική κοινωνία» και ιδιαίτερα σε μειονεκτικές ομάδες του πληθυσμού.


Η επιθετική στρατηγική της υπεραγοράς


Γιατί μια μεγάλη αλυσίδα να επιλέξει μια μέτρια σε πληθυσμό πόλη, όπως είναι η Χαλκίδα, για να ιδρύσει ένα τεραστίων διαστάσεων κατάστημα; Γιατί να πραγματοποιήσει μια τόσο μεγάλη επένδυση σε μια πόλη με πληθυσμό 50.000 κατοίκους, όταν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη υπάρχουν συνοικίες με πληθυσμό πολλαπλάσιο εκείνου της Χαλκίδας; Μήπως, λοιπόν, η έρευνα της ΕΣΕΕ βασίζεται σε μια υπόθεση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Κάθε άλλο.

Η μέχρι τώρα πρακτική έδειξε ότι τα επαρχιακά αστικά κέντρα αποτελούν στόχο των μεγάλων αλυσίδων. Απλά, για να ξεπεραστεί ο σκόπελος του μικρού πληθυσμού «η υπεραγορά οφείλει να αναπτύξει διακριτή και σαφή στρατηγική για την ευόδωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας της επένδυσης». Ο στόχος της στρατηγικής αυτής είναι σίγουρα η προσέλκυση του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των καταναλωτών στη νεοσύστατη υπεραγορά. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να εξαλειφθούν κυριολεκτικά από την αγορά οι κυριότεροι φορείς του ανταγωνισμού. Ως προς αυτό, σε μία επαρχιακή πόλη του μεγέθους της Χαλκίδας, υπάρχουν αρχικά δύο ευνοϊκές προϋποθέσεις:

  1. οι μικρές αποστάσεις,

  2. η χρήση ΙΧ αυτοκινήτων και η διάθεση μεγάλων χώρων στάθμευσης που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες επενδύσεις.

Το πλεονέκτημα της εγγύτητας της υπεραγοράς με τον τόπο κατοικίας της πλειονότητας των καταναλωτών πρακτικά δεν υφίσταται σε περιοχές όπως η Αθήνα, όπου πολλοί από αυτούς εξυπηρετούνται σε καθημερινή βάση από τα σούπερ μάρκετ της περιοχής τους, σημειώνουν οι ερευνητές.

Οι δύο προαναφερόμενες προϋποθέσεις δίνουν, λοιπόν, ένα καλό εφαλτήριο στο θέμα της πρόσβασης του συνόλου σχεδόν του καταναλωτικού κοινού της Χαλκίδας και των γύρω περιοχών (Θήβα, Λιβαδειά), αλλά και μεγάλου μέρους των νομών Εύβοιας και Βοιωτίας στην υπεραγορά. Από εκεί και πέρα, επειδή η υπεραγορά της Χαλκίδας θα απευθυνθεί σε σχετικά μικρότερο αριθμό καταναλωτών σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις, θα επιδιώξει τη συγκέντρωση της μεγαλύτερης κατά το δυνατόν μάζας τους. Θα ακολουθήσει μια εξαιρετικά επιθετική στρατηγική στην πολιτική τιμών. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο επιδιώκει την εξάλειψη των κυριότερων φορέων του ανταγωνισμού. Έτσι, ενώ μέχρι τώρα είχαμε μια συμπληρωματική λειτουργία μεταξύ πχ σούπερ μάρκετ (προγραμματισμένες αγορές) και μικρών καταστημάτων (πιο καθημερινές ανάγκες), η στόχευση θα είναι να καταστεί εμφανώς ασύμφορη η σχέση αυτή δια μέσου των τρόπων και των μέσων που ήδη έχουν αναφερθεί, δηλαδή:

  • Εξαιρετικά χαμηλές τιμές.

  • Ποικιλία καταναλωτικών αγαθών, δώρα, μύρια αγορών, πρακτικές πωλήσεων.

  • Διασφάλιση χώρων στάθμευσης.

  • Κοντινές αποστάσεις ώστε να επιδιωχθεί μια στρατηγική μεταβολής της καταναλωτικής συμπεριφοράς στην κατεύθυνση του ορθολογισμού και του προγραμματισμού των αγορών.

Αυτή η επιθετική στρατηγική στο επίπεδο τιμών μπορεί, σύμφωνα με τους ερευνητές, να διασφαλιστεί ακόμη και έναντι μεγαλύτερων αγορών, όπως τα σούπερ μάρκετ, λόγω του ύψους των διαθέσιμων κεφαλαίων. Η πτώση του ποσοστού κέρδους μπορεί να αντισταθμιστεί από την αντίρροπη δράση της ταχύτερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Αυτό είναι και το επιχειρηματικό ρίσκο που αναλαμβάνεται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εξάλειψη του βασικού ανταγωνισμού, σε επίπεδο μη επιβίωσης των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, εκτός από στόχος (το να κατακτηθεί η αγορά) γίνεται και βασικό μέσο (στην άσκηση τιμολογιακής πολιτικής), γεγονός που καθιστά την επιθετική αυτή στρατηγική απαραίτητο όρο για την ίδια τη βιωσιμότητα της επένδυσης.

Η προοπτική ότι θα ακολουθηθεί μια αντίστοιχη στρατηγική σε περίπτωση υλοποίησης μιας τέτοιας επένδυσης στη Χαλκίδα, φαίνεται ότι είναι σε γνώση ενός σημαντικού αριθμού ντόπιων επιχειρηματιών. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, πέρα από το συντριπτικό ποσοστό (76%) που θεωρεί ότι θα πληγούν κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις, υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός (40%) που πιστεύει ότι κυρίως θα θιγούν οι μεσαίου τύπου αλυσίδες σούπερ μάρκετ, οι οποίες ακολουθούν ήδη μια χαμηλότερη τιμολόγηση των προϊόντων που διαθέτουν στην αγορά.


Οι συνέπειες στον εμπορικό κόσμο


Εκείνοι που σε πρώτο χρόνο θα πληγούν από τις επιπτώσεις μιας τέτοιας επένδυσης είναι κυρίως οι μεσαίου τύπου εμπορικές επιχειρήσεις που απασχολούν μισθωτή εργασία. Ο μόνος τρόπος που θα έχουν για να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό ανταγωνισμό και τη μείωση των μεριδίων τους στην αγορά (άρα και του κύκλου εργασιών τους), είναι να στραφούν στην ορθολογικότερη οργάνωση, να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της εργασίας, αλλά και την έντασή της, με στόχο τον περιορισμό του κόστους. Αυτό πρακτικά σημαίνει απολύσεις και τη δημιουργία «οικονομικότερων» θέσεων μερικής απασχόλησης όπου είναι δυνατό.

Στη σχετική ερώτηση των ερευνητών προς τους εμπόρους της Χαλκίδας για το «τι θεωρούν ως πλέον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης», τα χαμηλότερα ποσοστά τα συγκέντρωσε η απάντηση υπέρ της έντασης του ανταγωνισμού στις τιμές και της αύξησης των θέσεων εργασίας, ενώ περίπου το 50% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζει θετικά την προοπτική των συνενώσεων. Επιπλέον:

  • Το 22% δηλώνει ότι το κλείσιμο της επιχείρησης είναι αναμενόμενη εξέλιξη στο άμεσο μέλλον.

  • Το 62% βλέπει τη λύση στον αυτοματισμό και στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού εξοπλισμού.

  • Το 30% μιλάει άμεσα για απολύσεις προκειμένου να περιοριστεί το κόστος.

  • Το 56% θεωρεί ότι λύσεις ενδέχεται να βρεθούν με την αναμόρφωση της διοικητικής οργάνωσης της επιχείρησης και τις συνενώσεις.

Πάντως, το 83% των ερωτηθέντων θεωρεί αναπόφευκτη τη μείωση του συνολικού αριθμού των καταστημάτων και το κλείσιμο μονάδων, λόγω της οικονομικής ύφεσης, ανεξάρτητα αν θα ιδρυθεί υπεραγορά ή όχι στην περιοχή τους.

Πιο ανθεκτικές θα φανούν σε πρώτο χρόνο οι επιχειρήσεις που δεν απασχολούν μισθωτή εργασία, οι οποίες είναι συνήθως μικρές επιχειρήσεις που καλύπτουν το κενό της αγοράς σε ό,τι αφορά άμεσες ανάγκες της καθημερινότητας και ως εκ τούτου επηρεάζονται λιγότερο άμεσα από τις συνέπειες του ανοίγματος μιας υπεραγοράς. Οι δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτές θα έρθουν αργότερα και θα οφείλονται στον περιορισμό της ζήτησης, καθώς θα έχει αυξηθεί η τοπική ανεργία και η μερική απασχόληση και ως εκ τούτου το διαθέσιμο εισόδημα.

Από την έρευνα προέκυψε ότι λιγότερο ευάλωτες επιχειρήσεις είναι τα εμπορικά καταστήματα που διαθέτουν αγαθά για την ικανοποίηση ειδικών καταναλωτικών γούστων, όπως πχ τα καταστήματα ειδών ένδυσης και υπόδησης ή ειδών κιγκαλερίας. Όμως και αυτοί οι κλάδοι θα μετρήσουν τελικώς απώλειες λόγω της γενικότερης μείωσης της κατανάλωσης και της διάθεσης από την υπεραγορά ομοειδών προϊόντων σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές, οι οποίες θα γίνουν περισσότερο ελκυστικές εξαιτίας των εισοδηματικών περιορισμών που θα προκύψουν.


Μύθος η αύξηση της απασχόλησης


Η ΕΣΕΕ χαρακτηρίζει «μύθο» τον ισχυρισμό ότι η εγκατάσταση υπεραγορών αυξάνει την απασχόληση. Όπως υποστηρίζει, στηριζόμενη σε δεδομένα διεθνών ερευνών, μια νέα θέση μερικής απασχόλησης σε υπερκαταστήματα καταστρέφει 2-3 θέσεις πλήρους απασχόλησης σε επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους. Δηλαδή, η αύξηση της απασχόλησης που υπόσχονται συνήθως τα υπερκαταστήματα έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε οι επιχειρήσεις αυτού του είδους μπορούν να χρησιμοποιούν εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης καθώς το συγκριτικό τους πλεονέκτημα δεν βρίσκεται στον τομέα «εξυπηρέτηση» (που απαιτεί ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο προσωπικό), αλλά στους τομείς «τιμή» και «ποικιλία».


Οι θέσεις της ΕΣΕΕ


Μόλις 10 αλυσίδες σούπερ μάρκετ ελέγχουν πάνω από το 85% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου στην Ελλάδα. Μάλιστα, το ποσοστό των ξένων αλυσίδων ξεπερνά το 42%. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονισθεί ότι οι δύο μεγαλύτερες αλυσίδες της χώρας, που ανήκουν σε ξένους ομίλους παγκόσμιας εμβέλειας, ελέγχουν γύρω στο 38% της ελληνικής αγοράς (Καρφούρ Μαρινόπουλος και Α-Β Βασιλόπουλος), ποσοστό που τελικά υπερβαίνει το 40% αν προστεθεί και η εκπτωτική αλυσίδα Lidl.

Ο χώρος του λιανεμπορίου στην Ελλάδα, επισημαίνει η ΕΣΕΕ, χαρακτηρίζεται από

  1. τον έντονο ανταγωνισμό στην κορυφή,


  2. την είσοδο δυτικοευρωπαϊκών κολοσσών στην αγορά,


  3. την κυριαρχία των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ και


  4. την ταυτόχρονη συρρίκνωση των μικρών επιχειρήσεων.

Η παγκοσμιοποίηση όμως έφερε σε θέση άμυνας το ελληνικό λιανεμπόριο, που ως πρόσφατα λειτουργούσε ως ένα είδος «ολιγαρχίας», καθώς «διαπιστώνεται μια αδυναμία αυτών των ολιγαρχιών να αντιμετωπίσουν αυτοδύναμα και με επιτυχία τη διείσδυση και εξάπλωση των ευρωπαϊκών αλυσίδων, σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται ο φόβος αφελληνισμού του λιανεμπορίου».

Η ραγδαία εξάπλωση των πολυκαταστημάτων την τελευταία εικοσαετία, έφερε ήδη τα πρώτα σημάδια κορεσμού στην Αττική. Οπότε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προσπάθεια από τη μεριά των μεγάλων αλυσίδων να επεκταθούν στην επαρχία.

Το χαρακτηριστικό που σημαδεύει το ελληνικό λιανεμπόριο τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την έλευση ξένων συμφερόντων στην εγχώρια αγορά, είναι ο έντονος πόλεμος τιμών, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι χαμηλότερες του κόστους.

Οι πολυεθνικές παραγωγικές εταιρείες, επισημαίνει η ΕΣΕΕ, μέχρι σήμερα ακολουθούσαν διαφορετική εμπορική πολιτική από χώρα σε χώρα. Σε φθηνές χώρες, όπως η Ελλάδα, εφάρμοσαν στρατηγική παροχών και εκπτώσεων. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, εν τούτοις, στο εξής θα αλλάξουν τακτική, εφαρμόζοντας την προώθηση ενός ενιαίου τιμοκαταλόγου σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Θα θελήσουν, λοιπόν, οι ελληνικές αλυσίδες να πωλήσουν τα προϊόντα τους σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες των θυγατρικών εταιρειών των πολυεθνικών; Θα έχουν περιθώρια αντίδρασης;

Επομένως, καταλήγει η ΕΣΕΕ, ο ανταγωνισμός αναμένεται να ενταθεί ακόμη περισσότερο, καθώς θα αλλάξουν ριζικά οι σχέσεις μεταξύ πολυεθνικών προμηθευτών και εγχώριων λιανεμπορικών επιχειρήσεων, αλλά και οι συσχετισμοί μεταξύ ελληνικών και ξένων αλυσίδων.

Η Συνομοσπονδία εμφανίζεται εξαιρετικά ανήσυχη για τις επιπτώσεις που θα έχει η πλήρης κυριαρχία των υπεραγορών στις τοπικές αγορές (απασχόληση, κλείσιμο μικρομεσαίων, περιβάλλον κλπ) και ζητά από την πολιτεία και τους τοπικούς φορείς να αναλάβουν δράση για την προστασία των συμφερόντων εμπόρων και καταναλωτών. Η εγκατάσταση μεγάλων σούπερ μάρκετ ακόμα και σε πόλεις μεσαίου μεγέθους, υποστηρίζει η ΕΣΕΕ, θέτει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας της μικρής και μεσαίας εμπορικής επιχείρησης. Ενώ εκ πρώτης όψεως μοιάζει ότι θα ενισχύσει το εισόδημα των καταναλωτών, τελικά θα οδηγήσει στην αύξηση της ανεργίας, στην επιδείνωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της εργασίας και στη μετατροπή θέσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής, στη μείωση του εισοδήματος, στην υποβάθμιση του κέντρου της πόλης κλπ.

Οι ανησυχίες αυτές εκφράστηκαν και στην έρευνα που πραγματοποίησε η ΕΣΕΕ σε συνδικαλιστές του κλάδου σε όλη την Ελλάδα. Το 84% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η επέκταση των πολυκαταστημάτων θα πλήξει κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις. Υπάρχει, όμως, και ένα 50% που πιστεύει ότι θα πληγούν όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους, ενώ μόνο το 34% είναι πεπεισμένο ότι από την εξέλιξη αυτή θα βγουν ζημιωμένοι και οι καταναλωτές. Αντίθετα, πάνω από το 50% των συνδικαλιστών πιστεύει ότι οι καταναλωτές ίσως ωφεληθούν εν μέρει από την ίδρυση τέτοιων πολυκαταστημάτων.


Η ταυτότητα της έρευνας


Η έρευνα της ΕΣΕΕ πραγματοποιήθηκε στη Χαλκίδα μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαρτίου του 2004. Διεξήχθη σε 200 μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, καθώς και σε 200 νοικοκυριά. Το 67% των ερωτώμενων ήταν παντρεμένοι με παιδιά, το 52% απόφοιτοι λυκείου, το 62% γυναίκες. Το 44% δήλωσαν άνεργοι ή άεργοι, γεγονός εν μέρει αναμενόμενο, αφού περίπου τα 2/3 του δείγματος ήταν γυναίκες καταναλώτριες -δηλαδή κατά κανόνα νοικοκυρές.

Εκτός της παρούσης έρευνας, πραγματοποιήθηκε και μια ακόμη, συμπληρωματική, σε συνδικαλιστές εκπροσώπους του εμπορίου σε πανελλαδική κλίμακα. Παράλληλα, διενεργήθηκαν μια σειρά συνεντεύξεων με εκπροσώπους των σούπερ μάρκετ που λειτουργούν ήδη στην περιοχή της Χαλκίδας και με εργαζόμενους σε πολυκαταστήματα.


Όροι χορήγησης αδειών λειτουργίας υπεραγορών


Η αρμοδιότητα χορήγησης αδειών λειτουργίας υπεραγορών στα μεγάλα καταστήματα έχει εκχωρηθεί, σύμφωνα με το νόμο 2323/1995 (Υπαίθριο Εμπόριο και άλλες διατάξεις), στην οικεία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση. Οι υπεραγορές λιανικού εμπορίου είναι υποχρεωμένες να προμηθεύονται τη σχετική άδεια, όταν η επιφάνεια πωλήσεών τους είναι:

  • Άνω των 200 τμ στα νησιά, με εξαίρεση:

  1. Τα νησιά Χίο, Κω, Λέσβο, Σάμο, Λήμνο, Σύρο, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά και Λευκάδα, όπου απαιτείται άδεια για καταστήματα άνω των 600 τμ.


  2. Τα νησιά Κρήτη, Ρόδο και Κέρκυρα, όπου απαιτείται άδεια για καταστήματα άνω των 2.000 τμ.

Επιπλέον, τίθενται πληθυσμιακά κριτήρια, που ισχύουν για όλη την Ελλάδα. Έτσι, απαιτείται η έκδοση άδειας για καταστήματα:

  • Άνω των 1.000 τμ σε δήμους με πληθυσμό λιγότερους από 30.000 κατοίκους, εφόσον η υπεραγορά βρίσκεται σε απόσταση μέχρι 10 χλμ από το κέντρο του δήμου με τον μεγαλύτερο πληθυσμό.

  • Άνω των 2.000 τμ σε δήμους με πληθυσμό από 30.000-100.000 κατοίκους, εφόσον η υπεραγορά βρίσκεται σε απόσταση μέχρι 10 χλμ από το κέντρο του δήμου με τον μεγαλύτερο πληθυσμό.

  • Στα πολεοδομικά συγκροτήματα των τέως Διοικήσεων Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης δεν ισχύουν οι παραπάνω περιορισμοί.

Όπως ορίζεται στον ίδιο νόμο, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας από το Νομαρχιακό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν μεταξύ άλλων και τα εξής κριτήρια:

  1. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για την περιοχή, οι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στην τοπική αγροτική οικονομία.


  2. Ο κίνδυνος διαρροής εισοδήματος από την περιοχή.


  3. Η εξυπηρέτηση των καταναλωτών και ιδίως η επίδραση στο επίπεδο τιμών της περιοχής.


  4. Ο χωροταξικός σχεδιασμός και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον.


  5. Οι επιπτώσεις στην απασχόληση.

Η ΕΣΕΕ θεωρεί ελλιπή και αναποτελεσματικά τα κριτήρια αυτά, επισημαίνοντας ιδιαίτερα ότι η έλλειψη κυρώσεων για τις επιχειρήσεις που αποφεύγουν να ζητήσουν τη σχετική άδεια οδηγεί σε καταστρατήγηση της διάταξης. Ζητά «την καθιέρωση ενός πλαισίου που θα επιτρέπει την ισόρροπη ανάπτυξη όλων των επιχειρήσεων σε ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού, χωρίς φαινόμενα δημιουργίας μονοπωλίων». Η ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης, τονίζει, θα πρέπει να ασχοληθεί με το σχέδιο νόμου για την «Εμπορική Πολεοδομία» που έχει καταρτίσει η Συνομοσπονδία, το οποίο αν υιοθετηθεί «θα φέρει ισορροπία ανάμεσα στη νέα τάση της ίδρυσης υπερκαταστημάτων και στον κοινωνικό ιστό της κάθε περιοχής». Παράλληλα ζητά την κινητοποίηση των αρμόδιων τμημάτων του υπουργείου με σκοπό τη διενέργεια αυτεπάγγελτων ελέγχων των εναρμονισμένων πρακτικών των υπερκαταστημάτων και τον κολασμό τους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.

ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ : ΝΕΟΣ "ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ" ΓΙΑ ΤΟ ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟ Ο ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ

Στο «…και πέντε» θα κληθεί η αγορά να εφαρμόσει τα συστήματα ιχνηλασίας των τροφίμων, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο που θα τεθεί σε ισχύ με την έναρξη του νέου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την καθυστέρηση βαρύνει την πολιτεία, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει καθοδηγήσει τις επιχειρήσεις ώστε να ανταποκριθούν στις νέες υποχρεώσεις τους. Τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται στο λιανεμπόριο, ενώ η βιομηχανία κατά το μεγαλύτερο μέρος της φαίνεται ότι είναι ήδη κατάλληλα προετοιμασμένη.

Γεγονός πάντως είναι ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2005 τα τρόφιμα δεν θα ιχνηλατούνται μέχρι και τον τελικό καταναλωτή, όπως προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. Ειδικότερα, ο κανονισμός 178/2005 της ΕΕ καθιερώνει και στην ελληνική αγορά νέες αυστηρότερες διαδικασίες για τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων, μέσω της εφαρμογής συστημάτων καταγραφής όλων των δεδομένων ταυτότητας των προϊόντων, που προστίθενται από την παραγωγή έως και τη διάθεσή τους στην κατανάλωση. Με την εφαρμογή των συστημάτων ιχνηλασίας, όπως ορίζονται από τον Κανονισμό, επιδιώκεται η ανά πάσα στιγμή ανάκτηση κάθε πληροφορίας για όλα τα στάδια της παραγωγής, διακίνησης, αποθήκευσης και πώλησης των τροφίμων, ώστε να αντιμετωπίζονται με αποτελεσματικότητα τυχόν διατροφικές κρίσεις εντός των συνόρων της ΕΕ, αλλά και να υποστηρίζονται οι επιχειρήσεις στη διαχείριση των προϊόντων τους.

Το πιο ευαίσθητο πεδίο εφαρμογής των συστημάτων ιχνηλασιμότητας αφορά τον τομέα του βόειου κρέατος, στο οποίο οι σχετικές εφαρμογές προωθήθηκαν αμέσως μετά την «κρίση των τρελών αγελάδων». Τώρα η υποχρέωση μέριμνας για την ιχνηλασιμότητα επεκτείνεται και στις άλλες κατηγορίες τροφίμων, οπότε επιδιώκεται η δημιουργία ενός πλαισίου δεσμών μεταξύ των διαφόρων κύκλων της τροφικής αλυσίδας, ανά προϊόν. Ένα σημαντικό πεδίο εφαρμογής των συστημάτων αυτών αφορά τον έλεγχο των τροφίμων για την ύπαρξη γενετικά τροποποιημένων ουσιών, ζήτημα το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την πολιτεία, την επιχειρηματική κοινότητα όπως επίσης και το καταναλωτικό κίνημα.

Λόγοι καθιέρωσης συστημάτων ιχνηλασιμότητας

Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, ο βασικότερος ίσως λόγος για την εγκατάσταση ενός συστήματος ιχνηλασίας είναι ο προσδιορισμός και η καταγραφή των ουσιών που εμπεριέχονται σε ένα τρόφιμο σε κάθε φάση της διακίνησής του, ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο ο χρόνος αναγνώρισης, εντοπισμού και απομόνωσης πιθανών κινδύνων. Σε περιπτώσεις τροφοδηλητηριάσεων η ταχύτατη διακίνηση της πληροφορίας συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση των πιθανών κινδύνων.

Στον παραγωγικό τομέα οι επιχειρήσεις επενδύουν ήδη σημαντικά κεφάλαια ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα προϊόντα τους δεν θα συσχετιστούν με κανέναν κίνδυνο, αφού οι κωδικοποιημένες πληροφορίες αποτελούν τη βάση για την ταυτοποίηση των τροφίμων και κατά συνέπεια την άμεση λήψη μέτρων για τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό κάθε πιθανότητας κινδύνου. Επιπλέον, η ιχνηλασιμότητα στα τρόφιμα λειτουργεί ως προϋπόθεση για την εφαρμογή συστημάτων ελέγχου ποιότητας, όπως τα HACCP, ή τυποποιημένων μεθόδων λειτουργίας, όπως τα SOP.

Ένας δεύτερος λόγος για την καθιέρωση της ιχνηλασιμότητας είναι η διαφοροποίηση των τροφίμων με ιδιαίτερες ιδιότητες, σε ό,τι αφορά τη σύνθεσή τους ή την παραγωγή τους. Έτσι, η χρήση ενός προηγμένου συστήματος ιχνηλασίας αποτελεί κύρια προϋπόθεση για τη διακίνηση αγαθών που ικανοποιούν διαφορετικές διατροφικές ή οργανοληπτικές επιθυμίες των καταναλωτών. Η ιχνηλασιμότητα, τέλος, συμβάλλει και στην ορθολογική διαχείριση των προμηθειών της παραγωγής, αλλά και των πωλήσεων, μέσω των bar codes που αποτυπώνουν κάθε στοιχείο ή πληροφορία για τις πωλήσεις λιανικής ή και για τη διαχείριση των ροών απογραφής.

Οι νέες υποχρεώσεις της αγοράς τροφίμων

Σύμφωνα με το προς εφαρμογή καθεστώς, κάθε τρόφιμο θα πρέπει να φέρει στη συσκευασία του, είτε είναι είτε δεν είναι τυποποιημένο, έναν ειδικό κωδικό βάσει του οποίου θα καθίσταται δυνατός ο ακριβής εντοπισμός όλων των σταθμών της «διαδρομής» του από την παραγωγή μέχρι και το ράφι των καταστημάτων λιανικής, ώστε σε περίπτωση διατροφικής κρίσης οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να αποσύρουν από την αγορά όλες τις ύποπτες παρτίδες.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2005 τόσο οι βιομηχανίες τροφίμων, οι εισαγωγικές επιχειρήσεις και οι παραγωγοί όσο και οι χονδρέμποροι, οι λιανεμπορικές αλυσίδες και τα καταστήματα λιανικής, οφείλουν να έχουν την τεχνολογική επάρκεια για την άμεση ιχνηλασία όλων των τροφίμων που διακινούν. Βάσει του νέου κανονισμού, κάθε κρίκος της αγοράς πρέπει να γνωρίζει με ηλεκτρονικά μέσα και σε άμεσο χρόνο για κάθε στάδιο διακίνησης του εκάστοτε τροφίμου. Σήμερα το καθεστώς αυτό, θεωρητικώς τουλάχιστον, εφαρμόζεται μόνο στον τομέα του βόειου κρέατος, νωπού και κατεψυγμένου.

Είναι όμως έτοιμη η ελληνική αγορά να «υποδεχθεί» την εφαρμογή συστημάτων ιχνηλασιμότητας των τροφίμων ή μήπως οι επιχειρήσεις έχουν μπροστά τους πολύ δρόμο να διανύσουν ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους;

Έτοιμη η βιομηχανία

Σε ό,τι αφορά τη βιομηχανία τροφίμων, η ιχνηλασιμότητα ήδη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Όπως τουλάχιστον αναφέρουν στο «σελφ σέρβις» κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς, στην πλειονότητά τους οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν εγκαταστήσει το σύστημα ιχνηλασίας ΕΑΝ 128 ή αντίστοιχα συστήματα, ανταποκρινόμενες πλήρως στο νέο καθεστώς. Εξάλλου, μέχρι πρότινος έκαναν χρήση του ΕΑΝ 13, ενός συστήματος που εξασφάλιζε για κάθε προϊόν έναν ξεχωριστό κωδικό, ο οποίος ωστόσο δεν το συσχέτιζε με τη διακίνησή του.

Με εξαίρεση ίσως ορισμένες μικρές παραγωγικές μονάδες, η βιομηχανία τροφίμων «δηλώνει» καλά προετοιμασμένη στα θέματα ιχνηλασιμότητας. Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι κάθε μονάδα, η οποία σέβεται τους πελάτες της και τη φήμη της, δεν θα μπορούσε παρά να πιστοποιεί ότι ελέγχει πλήρως την αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της. Υπό αυτή την έννοια τα απαιτούμενα κεφάλαια για την εγκατάσταση του αναγκαίου λογισμικού -κόστους κυμαινόμενου κατά μέσο όρο στα 200.000 ευρώ- και για τον σχετικό εξοπλισμό στις γραμμές παραγωγής και τις αποθήκες δεν αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα. Ωστόσο, οι ίδιοι κύκλοι δεν παραλείπουν να επισημάνουν την απουσία του κρατικού μηχανισμού, αφού, όπως δηλώνουν, μέχρι και τις αρχές του φετινού φθινοπώρου, παραμονές δηλαδή της υποχρεωτικής εφαρμογής του νέου καθεστώτος, τόσο ο ΕΦΕΤ όσο και τα συναρμόδια υπουργεία δεν στάθηκαν στο πλευρό των επιχειρήσεων παρέχοντας τις αναγκαίες κατευθύνσεις, όταν σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ η προετοιμασία αυτή άρχισε με τη θέσπιση του επίμαχου Κανονισμού (178/2002).

Σε στάση αναμονής το λιανεμπόριο

Σε αντίθεση τη βιομηχανία το οργανωμένο λιανεμπόριο στο μεγαλύτερο μέρος του φαίνεται πως δεν θα είναι έτοιμο να ανταποκριθεί στις νέες του υποχρεώσεις. Παρά τα περί του αντιθέτου από κορυφαίους παράγοντες του κλάδου λεγόμενα, οι αλυσίδες δεν έχουν επενδύσει σε συστήματα ιχνηλασίας των τροφίμων μέχρι και τον τελευταίο καταναλωτή. Έτσι, μετά την παράδοση των προϊόντων στις κεντρικές τους αποθήκες, η πορεία τους -ανά μονάδα προϊόντος- χάνεται.

Οι εκπρόσωποι των αλυσίδων κάνουν λόγο για δυσβάστακτες επενδύσεις που δεν έγιναν και φυσικά δεν πρόκειται να γίνουν μέχρι και το τέλος του έτους. Όπως υποστηρίζουν όμως, αν κριθεί αναγκαίο, κάθε αλυσίδα έχει τη δυνατότητα να αναζητήσει την πορεία του οποιουδήποτε προϊόντος από τα στοιχεία των ταμειακών και ζυγιστικών μηχανών της, αφού, όπως υποστηρίζουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιχνηλασία φθάνει έως και το ράφι -είτε πρόκειται για τα τυποποιημένα είτε για τα μη τυποποιημένα αγαθά. Αναφερόμενοι ωστόσο στον χρόνο που απαιτείται για την αναζήτηση όλων των τεμαχίων μιας τυχόν ύποπτης παρτίδας, παραδέχονται ότι υπό αυτές τις συνθήκες είναι μακρύς όταν σε μια διατροφική κρίση η αντίδραση της αγοράς οφείλει να είναι κάτι περισσότερο από άμεση.

«Ανεφάρμοστη στην πράξη» η ιχνηλασία

Εντονότερα το πρόβλημα εντοπίζεται στον τομέα των φρέσκων προϊόντων -κρέατα και κοτόπουλα, αλλαντικά, τυροκομικά και οπωροκηπευτικά- καθώς, μετά την απομάκρυνση του καταναλωτή από το ταμείο και την πάροδο λίγων ημερών, τα ίχνη του προϊόντος που το συνδέουν με την αλυσίδα της διακίνησής του γίνονται μάλλον δυσδιάκριτα. Όμως, για να είναι εφικτή η ιχνηλασιμότητα πρέπει η αρχική μονάδα κάθε μη τυποποιημένου αγαθού -πχ κάθε ξεχωριστό σφάγιο ή κεφάλι τυριού ή ρολό αλλαντικού- να σημαίνεται με έναν αποκλειστικά δικό του κωδικό, ο οποίος πρέπει να ακολουθεί (με αντίστοιχες σημάνσεις) όλες τις υποδιαιρέσεις του μέχρι τις τελικές μερίδες που φτάνουν στα χέρια και άρα στο τραπέζι των καταναλωτών.

Κύκλοι της αγοράς δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν ως ανεφάρμοστο στην πράξη το ισχύον εδώ και μεγάλο διάστημα καθεστώς της ιχνηλασιμότητας για το βόειο κρέας, καθώς και το υπό εφαρμογήν από την έναρξη του 2005 καθεστώς για το σύνολο των μη τυποποιημένων φρέσκων αγαθών. Προϊδεάζουν δε ότι κάτι αντίστοιχο θα συμβεί και με τα τυποποιημένα αγαθά, αφού η ιχνηλασία τους στη λιανική γίνεται και θα γίνεται μετ’ εμποδίων. Την κρίσιμη δηλαδή στιγμή αντί να ενεργοποιείται ένα ηλεκτρονικό σύστημα ιχνηλασίας κάθε τυχόν ύποπτης παρτίδας, θα τίθεται σε κίνηση η διαδικασία αναζήτησης των παραστατικών που τη συνόδευσαν -τιμολόγια, δελτία αποστολής κά.

Στις τιμές λιανικής το κόστος της ιχνηλασίας

Μέχρι σήμερα ο ΣΕΣΜΕ παρακολουθεί τις εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ιχνηλασιμότητας, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αναλάβει κάποιες πρωτοβουλίες. Όπως μας είπε ο κ. Μανόλης Αναστασιάδης, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου, ο κλάδος δεν έχει ενημερωθεί από επίσημα χείλη για το νέο καθεστώς που θα ισχύει από τις αρχές του 2005 και για τον λόγο αυτό παραμένει σε στάση αναμονής. Προσέθεσε μάλιστα ότι η ιχνηλασία των τροφίμων μέχρι τον τελικό καταναλωτή απαιτεί υψηλές επενδύσεις εκ μέρους των αλυσίδων για τις οποίες οι επιχειρήσεις του κλάδου δεν είναι προετοιμασμένες. Τη θέση αυτή συμμερίζονται τα στελέχη του κλάδου, επισημαίνοντας ότι η εγκατάσταση του απαιτούμενου (και προηγμένου) software, καθώς και η προμήθεια-τοποθέτηση νέων ζυγιστικών ή και ταμειακών μηχανών στο σύνολο των καταστημάτων κάθε αλυσίδας απαιτούν κεφάλαια τα οποία δεν έχουν προβλεφθεί στα επενδυτικά πλάνα των αλυσίδων. Κατά τις εκτιμήσεις τους μόνο η αγορά του λογισμικού κοστίζει περί τα 100.000 ευρώ, ενώ το ύψος των κεφαλαίων για τον εξοπλισμό ανά κατάστημα και τις κεντρικές αποθήκες εξαρτάται από την ανάπτυξη κάθε χωριστού δικτύου πωλήσεων.

Πάντως, χωρίς να δηλώνεται ευθέως, τα στελέχη των αλυσίδων αφήνουν να εννοηθεί ότι το κόστος για την εφαρμογή συστημάτων ιχνηλασίας κατά ένα μεγάλο ποσοστό, αν όχι στο σύνολό του, θα περάσει στις τελικές τιμές των προϊόντων.

Περίοδος χάριτος από τον ΕΦΕΤ

Κυριολεκτικά «στο παρά πέντε» η διοίκηση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων πρόκειται να κοινοποιήσει στο σύνολο της αγοράς τροφίμων και στα θεσμοθετημένα όργανα της επιχειρηματικής κοινότητας εγκύκλιό του, με την οποία θα δίνονται κατευθύνσεις στις επιχειρήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς πρέπει να εφαρμόσουν το καθεστώς της ιχνηλασιμότητας.

Το γεγονός ότι ο ΕΦΕΤ θα ανταποκριθεί καθυστερημένα στην ενημέρωση της αγοράς τον υποχρεώνει να ξεκινήσει τη διενέργεια των προβλεπόμενων ελέγχων μετά την πάροδο εύλογου διαστήματος, παρέχοντας στους επιχειρηματίες μιαν άτυπη περίοδο χάριτος ώστε να προετοιμαστούν κατάλληλα. Αναφερόμενος σχετικώς ο κ. Χρήστος Αποστολόπουλος, γενικός διευθυντής του ΕΦΕΤ, τόνισε μεν ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός του φορέα θα ενεργοποιηθεί αμέσως μετά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, απέφυγε ωστόσο να αναφερθεί στην επιβολή κυρώσεων, υπονοώντας ότι πριν τις οποιεσδήποτε κυρώσεις θα μεσολαβήσει ένα αναγκαίο διάστημα για την προσαρμογή της αγοράς στα νέα δεδομένα.

 

 

 

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ HACCP

Με ανεφάρμοστη την πρώτη για τις περισσότερες επιχειρήσεις έρχεται η δεύτερη γενιά HACCP. Τέσσερις νέοι Κανονισμοί αναμορφώνουν πλήρως το καθεστώς διασφάλισης της ποιότητας στα τρόφιμα (HACCP), που θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2006

Πρόκειται για τους Κανονισμούς 882/2004 και 852/2004 που αποτελούν την οριζόντια νομοθεσία για τον επίσημο έλεγχο και την υγιεινή των τροφίμων αντίστοιχα, και τους Κανονισμούς 853/2004 και 854/2004, οι οποίοι ομαδοποιούν και απλουστεύουν την ισχύουσα κτηνιατρική νομοθεσία και αποτελούν την κάθετη νομοθεσία για την υγιεινή και τον έλεγχο των προϊόντων ζωικής προέλευσης.

Το κοινοτικό πλαίσιο επεξεργάζεται ήδη το νομικό τμήμα του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων, προκειμένου τους επόμενους μήνες να είναι σε θέση να προτείνει στη διοίκηση του οργάνου -και κατ΄ επέκταση στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης- τις αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις ώστε να καταστεί εφαρμοστέο το νέο δίκαιο για την ασφάλεια των τροφίμων.

Όπως επισημαίνει στο «σελφ σέρβις» ο γενικός διευθυντής του ΕΦΕΤ, κ. Χρήστος Αποστολόπουλος, το υπό διαμόρφωση πεδίο εφαρμογής αφορά όλη την τροφική αλυσίδα -από την πρωτογενή παραγωγή έως τον τελικό καταναλωτή- την υγεία και καλή διαβίωση των ζώων, την εισαγωγή τροφίμων και ζωοτροφών από τρίτες χώρες και την εξαγωγή τροφίμων και ζωοτροφών σε τρίτες χώρες. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι βασικότερες παρεμβάσεις που θα ισχύσουν με τους νέους Κανονισμούς προβλέπουν:

  • Τον καθορισμό των αρμόδιων αρχών για την εφαρμογή των νέων Κανονισμών.
  • Τη συσχέτιση των ορισμών «μη μεταποιημένα προϊόντα» και «μεταποιημένα προϊόντα», που χρησιμοποιούνται στο νέο πλαίσιο, με τους ορισμούς της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.
  • Τον προσδιορισμό της συχνότητας των ελέγχων ανάλογα με την επικινδυνότητα της επιχείρησης, τις παλαιότερες επιδόσεις και άλλα κριτήρια.
  • Τη δημιουργία και εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης, με ταυτόχρονο προσδιορισμό των διοικητικών αρχών που θα συμμετέχουν σε αυτά και των διαδικασιών κοινοποίησης μεταξύ των ενδιαφερομένων.
  • Την εξασφάλιση ουσιαστικού και αποτελεσματικού συντονισμού µεταξύ του κεντρικού ελεγκτικού μηχανισμού και του περιφερειακού ή τοπικού, καθώς και θέσπιση και αποτελεσµατική εφαρµογή κατάλληλων συντονιστικών διαδικασιών σε περίπτωση που οι επίσηµοι έλεγχοι διενεργούνται από διαφορετικές υπηρεσίες ελέγχου.
  • Τη δυνατότητα ανάθεσης από την αρµόδια αρχή συγκεκριμένων καθηκόντων σε έναν ή περισσότερους φορείς ελέγχου, σχετικά µε τους επίσηµους ελέγχους.
  • Τη δυνατότητα διενέργειας από την αρμόδια αρχή ή τις αρμόδιες αρχές εσωτερικών εξετάσεων στους φορείς ελέγχου ή ανάθεσης σε εξωτερικούς φορείς, καθώς και δυνατότητα ανάκλησης της ανάθεσης, αλλά και θέσπισης διαδικασιών για εσωτερικούς ελέγχους.
  • Την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες σχετικά με τις ελεγκτικές δραστηριότητες.
  • Τη διενέργεια των επίσημων ελέγχων που βασίζονται σε τεκμηριωμένες διαδικασίες.
  • Τον καθορισμό τελών ή επιβαρύνσεων στους υπεύθυνους των επιχειρήσεων για την κάλυψη του κόστους των επίσημων ελέγχων, καθώς και την εξουσιοδότηση της αρμόδιας αρχής για τη χρέωση δαπανών που προκύπτουν από τους πρόσθετους επίσημους ελέγχους σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.
  • Τη δημιουργία μητρώου επιχειρήσεων.
  • Την κατάρτιση ολοκληρωμένου πολυετούς εθνικού σχεδίου ελέγχου, το οποίο θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις κατευθυντήριες γραµµές που καθορίζει η Επιτροπή μέσω της Κανονιστικής Επιτροπής της ΕΕ.
  • Τη λήψη εθνικών μέτρων επιβολής (κυρώσεων).
  • Τη θέσπιση εθνικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών σε ειδικές περιπτώσεις.
  • Τη δυνατότητα υποχρεωτικής εκπαίδευσης του προσωπικού των επιχειρήσεων.
  • Την προαιρετική για κάθε κράτος-μέλος θέσπιση εθνικών μέτρων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση παραδοσιακών μεθόδων σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, μεταποίησης ή διανοµής των τροφίµων, να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων τροφίµων µε χαµηλή απόδοση ή αυτών που βρίσκονται σε περιοχές υποκείµενες σε ειδικούς γεωγραφικούς περιορισµούς ή να επιτραπεί η πραγµατοποίηση πιλοτικών σχεδίων µε στόχο να δοκιµαστούν νέες προσεγγίσεις στους ελέγχους υγιεινής του κρέατος.

Με καθυστέρηση επταετίας!

Όπως δήλωσε στο «σελφ σέρβις» ο κ. Νίκος Κατσαρός, πρόεδρος του ΕΦΕΤ, από την πλευρά της πολιτείας υπήρξαν καθυστερήσεις επτά ετών για την εφαρμογή του HACCP που ήδη ισχύει βάσει της οδηγίας 93/43/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων να μην έχει ακόμη εγκαταστήσει τα αναγκαία συστήματα διασφάλισης ποιότητας και αυτοελέγχου. Μάλιστα πρόσθεσε ότι από τον Οκτώβριο αρχίζει εκστρατεία ενημέρωσης σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου τροφίμων, προκειμένου στο σύνολό τους να προχωρήσουν στις αναγκαίες πρωτοβουλίες.

Κατά τις εκτιμήσεις του ΕΦΕΤ, σε εφαρμογή HACCP υποχρεώνονται περί τις 500.000 επιχειρήσεις, ενώ περισσότεροι από 1.000.000 εργαζόμενοι στον κλάδο θα παρακολουθήσουν ειδικά σεμινάρια επιμόρφωσης, διάρκειας 20 ωρών.

Το πρόβλημα με την τήρηση του HACCP παρατηρείται κυρίως στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες στην πλειονότητά τους δεν διαθέτουν το εν λόγω σύστημα. Οι επιχειρήσεις αυτές πρόκειται να βοηθηθούν σε μεγάλο βαθμό από τους 18 Οδηγούς Υγιεινής που εξέδωσε ο ΕΦΕΤ για όλους τους κλάδους τροφίμων.

Ο πρόεδρος του ΕΦΕΤ επισημαίνει ότι το κόστος εφαρμογής του HACCP είναι ιδιαίτερα υψηλό, ωστόσο από τη χρήση του οι επιχειρηματίες έχουν να κερδίσουν πολλά τόσο σχετικά με την αποφυγή λαθών ικανών να προκαλέσουν την απόσυρση των προϊόντων τους από την αγορά όσο και με την αναβάθμιση των υπηρεσιών τους προς τον καταναλωτή.

Σημειώνεται ότι η πιστοποίηση του συστήματος HACCP μπορεί να γίνει είτε βάσει κάποιου εθνικού προτύπου (ΕΛΟΤ 1416, DS 3027) ή βάσει των συστάσεων της FAO/WHO Codex Alimentarius Commission CAC/RCP 1-169 Rev. 3 (1997).

ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2005 : ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΜΕΝ,

Τον ονόμασαν «προϋπολογισμό ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής». Οι βιολόγοι την προσαρμογή τη λένε «εγκλιματισμό», ενώ για τον πολύ κόσμο αυτές οι «ήπιες» εκφράσεις των πολιτικών προμηνύουν κάποια «ανώμαλη προσγείωση» στο «τραχύ έδαφος της λιτότητας».

Ο λόγος για τον προϋπολογισμό και όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν της δημοσιοποίησης του προσχεδίου του, για να αποτρέψουν ακόμη μια φορά την ουσιαστική συζήτηση για τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τις διαρθρωτικές αδυναμίες της, τη συνεχή απώλεια ανταγωνιστικότητας στον διεθνή στίβο, τις τεράστιες αποκλίσεις της από τα κοινοτικά στάνταρ κά.

Η ώρα της αλήθειας για την κυβέρνηση που βίωσε μια πολύμηνη περίοδο ανοχής έφτασε. Αλλά οι αλήθειες, που μέσα από το προσχέδιο του προϋπολογισμού φάνηκαν αρκετά καθαρά, σκεπάστηκαν από τον κουρνιαχτό των «κονταρομαχιών» μεταξύ των δύο μονομάχων επί θεμάτων «σπαρταριστών» μεν (προεδρολογία-εκλογολογία, μεταγραφές φοιτητών, εξεταστικές επιτροπές) άσχετων δε με το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Στατιστικό παιχνίδι έγινε και το μέγα θέμα της ανεργίας, καθώς οι νυν κυβερνώντες αμφισβητούν τα ποσοστά που έδιναν οι πρώην…

Στο μεταξύ, η «απογραφή» της οικονομίας ολοκληρώθηκε. Το έλλειμμα, λέει, ανέρχεται στο 5,3% του ΑΕΠ. Ο γίγαντας αποδείχθηκε με πήλινα πόδια. Το πρόσχημα βρέθηκε: το «έλλειμμα» στέλνει τις προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης στην επόμενη προεκλογική περίοδο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ετοιμάζονται για μια νέα φορολογική αφαίμαξη με αντίτιμο το κλείσιμο των ανέλεγκτων υποθέσεων. Η τόνωση της επιχειρηματικότητας μέσω της αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος αναβάλλεται για αργότερα, ενώ η αγορά αναμένει συρρίκνωση της κατανάλωσης. Όλα αυτά τη στιγμή που η τρελή πορεία του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις και απειλεί να τινάξει στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών στη χώρα μας.

Αφαιμάξεις μετά περικοπών

Λιτότητα μεν, ήπια δε. Αυτή είναι η "φιλοσοφία" του προϋπολογισμού του 2005, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται ούτε στις προσδοκίες των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων ούτε στις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης.

Οι δαπάνες των υπουργείων αυξάνονται κατά 5%, ενώ για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων προβλέπεται αύξηση γύρω στο 3,2%-3,3%, δηλαδή μόλις 0,3 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό, που εκτιμάται ότι το 2004 θα κλείσει στο 2,9%. Αλλά και αυτή η ασήμαντη αύξηση υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει στον «κρατικό κορβανά», αφού λόγω της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας οι μισθωτοί θα κληθούν να πληρώσουν υψηλότερους φόρους.

Το προσχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει αύξηση των φόρων κατά 3,1 δισ. ευρώ. Θα υπάρξουν μόνο κάποιες μικροαυξήσεις φόρων και τελών, λέει ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, υποστηρίζοντας ότι τα 3,1 δισ. θα προέλθουν από τη φυσιολογική αύξηση των εσόδων (πιν. 2) που θα έλθει από την κατά 7% άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ (3,9% αύξηση του ΑΕΠ και 3,1% πληθωρισμός).

Οι δαπάνες του ΠΔΕ μειώνονται κατά 16,1%. Η μείωση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην περικοπή …Ολυμπιακής ολκής δαπανών, που όντως δεν θα χρειαστεί να επαναληφθούν. Όμως, πουθενά δεν προβλέπονται αντίστοιχοι πόροι για την περιφερειακή ανάπτυξη. Στον τομέα αυτό η κυβέρνηση στηρίζει όλες τις ελπίδες της στην προώθηση έργων με το μοντέλο της αυτοχρηματοδότησης από ιδιώτες.

Στον βωμό του στόχου για μείωση του ελλείμματος από 5,3% σε 2,8% του ΑΕΠ το 2005 η κυβέρνηση περικόπτει άγρια το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), γεγονός που δημιουργεί τεράστια ερωτηματικά σχετικά με την υλοποίηση της εξαγγελίας για τη μεταφορά πόρων στην περιφέρεια. Ενώ οι δαπάνες του ΠΔΕ μειώνονται κατά 16,1%, πουθενά δεν προβλέπονται πόροι για την περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς η κυβέρνηση στηρίζει τις ελπίδες της στην προώθηση έργων με το μοντέλο της αυτοχρηματοδότησης από ιδιώτες.

Ας δούμε συνοπτικά τα κυριότερα σημεία του προσχεδίου που σχετίζονται άμεσα με την τσέπη του Έλληνα εργαζόμενου, επιχειρηματία και συνταξιούχου:

Το 2005 θα πληρώσουμε επιπλέον 1,4 δισ. ευρώ για φόρο εισοδήματος και παλιές φορολογικές υποθέσεις και 1,7 δισ. ευρώ για έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, φόροι κατανάλωσης σε καύσιμα, ποτά και τσιγάρα, τέλη κυκλοφορίας, χαρτόσημα κλπ). Σύνολο 3,1 δισ. ευρώ. Οι επιπλέον φόροι σε σχέση με το 2004 κατανέμονται ως εξής:

  • 130 εκατ. ευρώ από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην ανοδική πορεία που ακολουθούν οι διεθνείς τιμές.
  • 120 εκατ. ευρώ από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα τσιγάρα και τα ποτά. Η κυβέρνηση προτίθεται να αλλάξει τον τρόπο φορολόγησης των τσιγάρων, επιβάλλοντας κατώτατο φόρο ανά πακέτο. Αυτό σημαίνει ότι τα φθηνά τσιγάρα που σήμερα πωλούνται από 80 λεπτά ως 1 ευρώ το πακέτο, θα φθάσουν να πωλούνται από 1,5-1,7 ευρώ -είναι οι «μικροαυξήσεις» του κ. Αλογοσκούφη…
  • 685 εκατ. ευρώ από τη φορολογία των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων. Οι μικρές φοροελαφρύνσεις που προωθεί η κυβέρνηση για τα εισοδήματα του 2005 (μικρή αύξηση του αφορολόγητου ορίου και αλλαγή της φορολογικής κλίμακας) εξανεμίζονται από τις περικοπές που σχεδιάζονται σε 900 φοροαπαλλαγές, τις οποίες απολαμβάνουν σήμερα όλες οι κατηγορίες των φορολογούμενων.
  • 380 εκατ. ευρώ από τα νομικά πρόσωπα. Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 35% σε 25% που έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση θα γίνει σταδιακά μέχρι το τέλος της τετραετίας.
  • 1,2 δισ. ευρώ από το ΦΠΑ.

Οι δαπάνες για τους μισθούς και τις συντάξεις στον δημόσιο τομέα θα αυξηθούν κατά 5,9% το 2005, ενώ το 2004 αυξήθηκαν 10,5%. Η εισοδηματική πολιτική προβλέπει αυξήσεις έως 3,2%-3,3% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και 4% στις συντάξεις. Οι επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία θα αυξηθούν κατά 16,2% (18,9% φέτος), ενώ κατά 16,2% θα μειωθούν οι καταναλωτικές δαπάνες των υπουργείων.

Παράλληλα προβλέπονται πιστώσεις 70 εκατ. ευρώ για νέες προσλήψεις.

Υπό αυστηρή επιτήρηση

Πέραν αυτών η «διόρθωση» των δημοσιονομικών ελλειμμάτων καθιστά πολύ πιθανό το ενδεχόμενο επιβολής σκληρών δημοσιονομικών μέτρων από την Κοινότητα. Το ECOFIN αμφισβήτησε τόσο τα δημοσιονομικά στοιχεία της Ελλάδας για το παρελθόν, ζητώντας νέο έλεγχο για τα έτη 1997-1999, όσο και τις προβλέψεις του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για το 2005. Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, γύρω στα μέσα Νοεμβρίου, επίκειται νέα απόφαση του ECOFIN, ενώ στο εξής οι έλεγχοι θα διεξάγονται κάθε μήνα. Η κατεύθυνση; Αυξημένα φορολογικά έσοδα και μειωμένες κοινωνικές δαπάνες! Όλα αυτά τη στιγμή που η τρελή πορεία του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις, απειλώντας να τινάξει στον αέρα τούς οικογενειακούς προϋπολογισμούς εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών στη χώρα μας. Αυτά ενώ οι διεθνείς οργανισμοί προειδοποιούν ότι η χώρα απειλείται άμεσα με υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας και στην προσέλκυση ξένων επενδυτών κατέχουμε μια θέση στον πάτο του σχετικού πίνακα του ΟΗΕ, πίσω ακόμη και από χώρες της Ισημερινής Αφρικής…