Mετά την εξαγορά της Αφοί Βερόπουλοι και με την ανάπτυξη που παρουσιάζει η Metro ως όμιλος εμφανίζει μεγέθη τζίρου της τάξης των 1,2 δισ. ευρώ. Εντούτοις η απόσταση που τη χωρίζει από τους δύο επικεφαλής της αγοράς παραμένει τεράστια. «Θεωρείτε αναγκαία, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, μια νέα απόπειρα εξαγοράς ή εκτιμάτε ως αρκετό για τη Metro το να μοιράζεται τη δεύτερη θέση στον κλάδο με τη Lidl;», ρωτήσαμε τον κ. Παντελιάδη, διεθύνοντα σύμβουλο της Metro, στην έναρξη της συζήτησής μας. Όπως μας είπε, «η διόγκωση του μεγέθους μιας αλυσίδας λιανικής θεωρείται επιθυμητή και γενικά όσο μεγαλώνει ένα δίκτυο τόσο ισχυρότερο γίνεται υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι καταφέρνει να λειτουργεί με την απόδοση της μεγάλης και την ευελιξία της μικρής επιχείρησης. Υπό αυτή την έννοια η Metro βρίσκεται στη φάση που πρέπει πρώτα να «χωνέψει» το καινούργιό της μέγεθος, να αποκτήσει την αποδοτικότητα που είχε προ της εξαγοράς και ύστερα θα σκεφτούμε οποιαδήποτε νέα κίνησή μας. Όποιος λειτούργησε ανάποδα –κι έχουν υπάρξει τέτοια παραδείγματα στο παρελθόν– καταστράφηκε. Άρα το μέγεθος είναι σημαντικό –ποιος θα έλεγε «όχι» σ’ ένα μεγαλύτερο μέγεθος εκείνου που έχει;–, αλλά σημαντικότερη είναι η σωστή και αποδοτική λειτουργία κάθε επιχείρησης. Μην ξεχνούμε ότι ο πελάτης κάθε καταστήματος λίγο ενδιαφέρεται για το μέγεθος της αλυσίδας που ανήκει. Αυτό που τον αφορά είναι αν τον ικανοποιεί το κατάστημα…».
Όταν αυξάνεις συνεχώς τα ίδια κεφάλαιά σου…
σελφ σέρβις: Κι αν, στο μεταξύ, χαθούν ευκαιρίες εξαγορών;
Αριστοτέλης Παντελιάδης: Είναι αλήθεια ότι διανύουμε περίοδο αλλαγών που δεν έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι όταν παρουσιαστούν ευκαιρίες, όπως αυτές που εννοείτε, θα είμαστε έτοιμοι. Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι δεν έχουμε άπειρο χρόνο αντιδράσεων. Όμως, σε καμία περίπτωση δε σκοπεύουμε να κάνουμε το οτιδήποτε πριν θεωρήσουμε ότι είναι η σωστή στιγμή για εμάς. Άλλωστε, για μια υγιή επιχείρηση που αυξάνει συνεχώς τα ίδια κεφάλαιά της, ευκαιρίες εξαγορών υπάρχουν πάντα.
σ. σ.: Τα τελευταία χρόνια στο δυναμικό του ομίλου έχει ενταχθεί ο κ. Κωνσταντίνος Μαχαίρας. Τον θεωρείτε καταλύτη, προκειμένου η Metro να αυξήσει τη δυναμική της, υπερβαίνοντας εκείνη των ανταγωνιστών της;
Α. Π.: Ο ρόλος του κ. Μαχαίρα ως συμβούλου είναι να επισημαίνει ως πρωτεύοντα τα σημαντικά θέματα πάνω από τα καθημερινά και τα επείγοντα. Από τη φύση του είναι άνθρωπος που αμφισβητεί την πεπατημένη κι αυτό μας βοηθά να αναθεωρούμε και να βελτιώνουμε τις διαδικασίες μας και τον τρόπο που προσεγγίζουμε τον πελάτη. Έχει προσφέρει πολλά μέχρι σήμερα και θεωρώ καθοριστική τη συμβολή του στην εξέλιξή μας.
«Δυνατά» και «αδύναμα» στοιχεία της Metro
σ. σ.: Ποια θεωρείτε «δυνατά» και ποια «αδύναμα» στοιχεία της Metro;
Α. Π.: Το δυνατό μας σημείο είναι το δέσιμο, η ταύτιση της πλειονότητας των στελεχών και πάρα πολλών εργαζομένων όλων των βαθμίδων με την εταιρεία μας, όπως και το πάθος που γεννά αυτή η ταύτιση. Από την άλλη πλευρά, αυτή ακριβώς η ταύτιση οδηγεί μερικές φορές κάποια στελέχη σε μάλλον προσωπικές και λιγότερο επαγγελματικές συμπεριφορές. Το στοίχημά μας όσο μεγαλώνουμε είναι να κρατήσουμε το δέσιμο των ανθρώπων με την εταιρεία, δουλεύοντας, όμως, απόλυτα τεχνοκρατικά. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός με την πάροδο του χρόνου και αφετέρου με το μπόλιασμα της οργάνωσής μας με νέα στελέχη, που είναι αμιγώς φορείς τεχνοκρατικής κουλτούρας. Επίσης, πολύ σημαντικό κεφάλαιο της Metro είναι η συνέπεια και η σταθερότητά της, που δημιουργούν σχέσεις εμπιστοσύνης με πελάτες και συνεργάτες. Χρειάζεται, όμως, ακόμα πολλή δουλειά, για να μετατρέψουμε το καλό όνομά μας και τη συμπάθεια του καταναλωτή σε προτίμηση πρώτης επιλογής του για το κατάστημά μας. Στα δυνατά μας σημεία βάζω και τον πολύ καλό έλεγχο που ασκούμε σε επίπεδο αριθμών, συστημάτων και διαδικασιών. Από την άλλη πλευρά, όμως, όσο ο οργανισμός μας μεγαλώνει, αυτό εγκυμονεί κινδύνους γραφειοκρατικών υπερβολών. Το διαπιστώνουμε ήδη ως τάση ότι η γραφειοκρατία αναπαράγεται και πολλαπλασιάζεται από μόνη της.
Προπάντων καλύτεροι!
σ. σ.: Πώς βλέπετε τον τζίρο και το δίκτυο της εταιρείας σε βάθος τριετίας;
Α. Π.: Πρωταρχικός μας στόχος είναι να βελτιώσουμε τους δείκτες απόδοσης των καταστημάτων, ώστε να καταστούν όλα κερδοφόρα. Κατά συνέπεια οφείλουμε να γίνουν πιο ελκυστικά, ώστε να αυξηθεί ο τζίρος ανά κατάστημα. Έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει τη διαδικασία ενσωμάτωσης του δικτύου της Βερόπουλος, σύμφωνα με το αρχικό μας πλάνο, είμαι πεισμένος ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί. Παράλληλα, θα συνεχίσουμε την επέκταση του δικτύου μας σε περιοχές, στις οποίες είτε δεν έχουμε παρουσία είτε αυτή είναι ακόμη αδύναμη. Ταυτόχρονα, θα αναπτύξουμε το ηλεκτρονικό μας κατάστημα, ώστε να αποκτήσει σταδιακά πρόσβαση σε όλη τη χώρα. Είναι δύσκολο σε αυτή τη μεταβαλλόμενη αγορά να μιλά κανείς με νούμερα, κάνοντας προβλέψεις σε βάθος χρόνου. Σίγουρα, όμως, σε μια τριετία θα είμαστε αρκετά μεγαλύτεροι από όσο σήμερα, αλλά προπάντων καλύτεροι.
Ιδιωτικά brands ναι, όχι απλώς «ετικέτες»
σ. σ.: Αλλάζει κάτι στο σχεδιασμό των private label προϊόντων;
Α. Π.: Η μεγέθυνση του δικτύου μας δίνει τη δυνατότητα να διαχωρίσουμε τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που απευθύνονται στα Cash & Carry από εκείνα για το δίκτυο λιανικής. Ξεκινούμε άμεσα και θα ολοκληρώσουμε μέχρι το τέλος του 2019 την παρουσίαση μιας εντελώς νέας σειράς προϊόντων για τη λιανική, στα οποία θα επενδύσουμε με σκοπό να γίνουν brands. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό εν όψει και της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου, το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο την τάση επιλογής καταστήματος με μοναδικό κριτήριο τις τιμές και τις προσφορές, με κίνδυνο να εκμηδενιστεί η αξία της κλασικής ετικέτας του λιανέμπορου. Χρειαζόμαστε διαφοροποιημένα προϊόντα, που θα υπάρχουν μόνο στα δικά μας καταστήματα και θα αποτελούν λόγο επιλογής τους.
σ. σ.: Πιστεύετε ότι μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω το μερίδιο των PL;
Α. Π.: Πάντα πίστευα ότι ο Έλληνας καταναλωτής προτιμά κυρίως τα επώνυμα προϊόντα και ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας τα αγοράζει μόνο εναλλακτικά. Ο σημερινός «πόλεμος προσφορών» των brands σίγουρα δεν ευνοεί τα μερίδια των PL, όμως, πρόκειται για συγκυριακή κατάσταση. Με την έννοια αυτή νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης των PL, όχι απεριόριστο όμως. Σε βάθος χρόνου μπορεί να κερδίσουν δυο-τρεις μονάδες πάνω από τα σημερινά τους επίπεδα. Το σημαντικό, όμως, είναι αυτό που προανέφερα, κάνοντας τη διάκριση μεταξύ απλής λιανεμπορικής ετικέτας και πραγματικής ιδιωτικής μάρκας.
Ευάλωτοι οι μεσαίοι του κλάδου
σ. σ.: Έχετε πει αρκετές φορές ότι τα περιθώρια κερδοφορίας είναι αυτά που θα καθορίσουν τις αντοχές των δικτύων στον ανταγωνισμό τους, άρα και το χρόνο έναρξης ενός δεύτερου κύκλου εξαγορών και συγχωνεύσεων. Πότε θα δούμε νέες επιθετικές κινήσεις στον κλάδο κατά την άποψή σας;
Α. Π.: Όσο τα συνολικά μεγέθη της αγοράς παραμένουν στάσιμα, τόσο περισσότερο πιέζονται τα αποτελέσματα όλων ανεξαίρετα των λιανέμπορων. Επειδή δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της αγοράς, θεωρώ ότι όποιος δεν έχει υγιή διάρθρωση, σύντομα θα εμφανίσει εξαιρετικά μειωμένα έως και αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα, πυροδοτώντας νέο κύκλο εξαγορών και συγχωνεύσεων.
σ. σ.: Σε βάθος πενταετίας ή –γιατί όχι;– δεκαετίας πόσες εταιρείες θεωρείτε ότι «χωρούν» στην κλαδική αγορά; Σήμερα έξι ισχυροί ελέγχετε το κύριο κομμάτι της…
Α. Π.: Στον κύκλο της εν λόγω ομάδας εταιρειών οι τυχόν εξελίξεις θα σχετίζονται με τις αβίαστες αποφάσεις των επικεφαλής καθεμιάς. Γι’ αυτό οι προβλέψεις είναι δύσκολες. Εννοώ ότι, τουλάχιστον σήμερα, κανείς από αυτό τον κύκλο δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, σαν εκείνες που τα προηγούμενα χρόνια προκάλεσαν σεισμούς στον κλάδο. Αν κοιτάξουμε, όμως, τις επιχειρήσεις που ακολουθούν από άποψη μεγέθους, βλέπουμε περιπτώσεις όπου ο φρενήρης ρυθμός ανάπτυξης είναι μεγάλο ρίσκο για τις ίδιες, με την έννοια ότι βάζουν ένα στοίχημα, που αν δεν το κερδίσουν, τίθεται σε μεγάλο κίνδυνο η επιβίωσή τους.
σ. σ.: Άρα, τι πρέπει να κάνουν;
Α. Π.: Πιστεύω ότι στις τάξεις των μικρομεσαίων δικτύων το ζητούμενο είναι η διαφοροποίηση από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές, όχι η μάταιη προσπάθεια να φτάσουν τα μεγέθη τους.
Η λιανική δεν είναι πια καλή ευκαιρία για ξένους επενδυτές
σ. σ.: Βλέπετε ως πιθανή την είσοδο ενός ακόμη ξένου «παίκτη» στον κλάδο;
Α. Π.: Δεν μπορώ να την αποκλείσω, αλλά δεν είναι κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα πιθανό. Η Ελλάδα προσφέρει αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλους τομείς. Το λιανεμπόριο είναι πολύ ανταγωνιστικό και η αγορά του σχεδόν κορεσμένη. Δεδομένων, μάλιστα, των στρεβλώσεων του φορολογικού και νομικού μας συστήματος, είναι δύσκολο να θεωρήσει κάποιος ελκυστική μια σχετική επένδυση. Ακόμη και σε περίπτωση εξαγοράς οι αποδόσεις θα είναι περιορισμένες.
σ. σ.: Ήδη απέχουμε αρκετά από το deal διάσωσης των δομών της Μαρινόπουλος από τη Σκλαβενίτης. Η σκόνη που σήκωσε τότε, σε μεγάλο βαθμό έχει κατακάτσει. Εκ των υστέρων ρωτώ: Πόσο δίκαιο ήταν εντέλει το deal αυτό;
Α. Π.: Ήταν μια κάκιστη διέξοδος, αλλά η λιγότερο κακή που θα μπορούσε να επιλεχθεί, καθώς η πληγή που αφορούσε είχε αφεθεί για καιρό να κακοφορμίζει, τόσο που δεν υπήρχαν πια εναλλακτικές λύσεις. Ελπίζω να έχει πάρει το μάθημά της η αγορά και να μην αφήσουμε ξανά ποτέ μεγάλες εταιρείες να κρύβουν για χρόνια τα προβλήματά τους κάτω απ’ το χαλί. Για το καλό της ελληνικής οικονομίας εύχομαι το δύσκολο εγχείρημα της ΕΥΣ να πετύχει.
Συνεργαζόμαστε εξαιρετικά
σ. σ.: Η «μάχη» για χαμηλότερες τιμές μπορεί, λέτε, να διαταράξει εκ νέου τις σχέσεις λιανεμπορίου-προμηθευτών;
Α. Π.: Κατηγορηματικά όχι. Μόνο η επανάληψη λαθών του παρελθόντος μπορεί να χαλάσει τις σχέσεις ενός προμηθευτή κι ενός λιανέμπορου, όπως π.χ. η κατάχρηση δύναμης από την πλευρά μας, οι υπόγειες διεργασίες ή η αξιοποίηση κυβερνητικών ερεισμάτων για τη θέσπιση άνισης νομοθετικής αντιμετώπισης από την πλευρά των προμηθευτών. Αυτά έγιναν παλιότερα και τελικά έβλαψαν κυρίως όσους χρησιμοποίησαν τέτοια εργαλεία. Όποιος δεν έμαθε, ας ξανακάνει τα ίδια λάθη. Όμως, δεν πρόκειται να καταφέρει να επηρεάσει συνολικά το κλίμα. Και το κλίμα είναι καλό, γιατί έχουμε εδώ και καιρό αντιληφθεί ότι χωρίς κοινή προσπάθεια, δεν επιβιώνουμε στη νέα πραγματικότητα μιας αγοράς ήδη μικρότερης. Πάρτε για παράδειγμα τις προσφορές. Κανείς δε θέλει να χαρίζει χρήματα και να μειώνει το πολύτιμο περιθώριο κέρδους του. Ξέρουμε, όμως, προμηθευτές και λιανέμποροι, ότι χωρίς τις προσφορές οι πωλήσεις πέφτουν. Συνεργαζόμαστε, λοιπόν, εξαιρετικά, βάζουμε κι οι δυο πλευρές το χέρι στην τσέπη, πονάμε μαζί, αλλά απολαμβάνουμε και την αύξηση πωλήσεων.
Προσφορές: Η αγορά θα δώσει τη λύση
σ. σ.: Τι αλλαγές θεωρείτε πως θα πρέπει να γίνουν στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τις προσφορές και τις εκπτώσεις;
Α. Π.: Αξιολογώ την ένταση των προσφορών στην ελληνική αγορά ως υπερβολική, καθότι καταστρέφει την πιστότητα σε προϊόντα και καταστήματα. Το πρόβλημα δεν είναι θεσμικό. Εμείς οι ίδιοι μαζί με τους προμηθευτές μας εκπαιδεύσαμε τους καταναλωτές στο κυνήγι της προσφοράς και φοβάμαι ότι καμία νομοθετική παρέμβαση δε θα επιλύσει το πρόβλημα. Ελπίζω ότι σταδιακά η ίδια η αγορά θα δώσει τη λύση.
σ. σ.: Στο επενδυτικό κόστος για την οργάνωση ενός μεγάλου καταστήματος σήμερα πόσο «συμμετέχει» η γραφειοκρατία;
Α. Π.: Σε ένα ιδιόκτητο ακίνητο, που κατασκευάζεται σούπερ μάρκετ, θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε συνολικά κόστος της τάξης του 5% της επένδυσης, έχοντας απέναντί μας μια καλά οργανωμένη και τίμια δημόσια διοίκηση. Δεν είναι, όμως, μόνο οικονομικό το ζήτημα. Ένας βασικός λόγος, για τον οποίο η Ελλάδα δεν προσελκύει αρκετές επενδύσεις, είναι η δυσκολία να κάνεις δουλειές, είναι η διαφθορά κι η γραφειοκρατία, είναι το ρευστό φορολογικό περιβάλλον, η μεγάλη αργοπορία στη λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος, είναι γενικότερα η εχθρική στάση της πολιτείας, της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας απέναντι στο επιχειρείν.
Εφικτές υπό προϋποθέσεις οι «καθαρές τιμές»
σ. σ.: Πολύς λόγος γίνεται περί «καθαρών τιμών». Ποια είναι η γνώμη σας; Τις θεωρείτε εφικτές ή αναγκαίες;
Α. Π.: Θεωρώ ότι είναι εφικτές, εφόσον καθοριστούν νομοθετικά βάσει μιας καλά σχεδιασμένης και προσεκτικής παρέμβασης. Δεν θα τις χαρακτήριζα, ωστόσο, αναγκαίες, διότι δεν πιστεύω ότι θ’ αλλάξει τίποτα στη διαμόρφωση των τελικών τιμών, που είναι και το ζητούμενο. Λειτουργούμε σήμερα με καθαρό περιθώριο κέρδους 1% έως 2,5%. Δε βλέπω να υπάρχει δυνατότητα μιας περαιτέρω μείωσής του ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο τιμολογούνται τα προϊόντα. Θεωρώ τον τρόπο τιμολόγησης «τεχνικό» κι όχι ουσιαστικό ζήτημα. Άλλωστε, όλοι οι αγοραστές των αλυσίδων καθαρή τιμή βλέπουν στα συστήματά τους, όταν διαμορφώνουν την τιμή πώλησης και την κερδοφορία.
Εχθροί, το χρέος κι η μιζέρια μας
σ. σ.: Αισιοδοξείτε για την πορεία της οικονομίας μας μετά τον Αύγουστο;
Α. Π.: Εχθρός μας δεν είναι τα μνημόνια κι οι υποχρεώσεις που δημιουργούν. Εχθρός είναι το ίδιο το χρέος. Δυστυχώς θα χρειαστούν πολλοί Αύγουστοι για να το μειώσουμε σε επίπεδο αποδεκτό από τις αγορές.
σ. σ.: Εχθρός της αγοράς δεν είναι, τάχα, τα μνημονιακά μέτρα που θα εφαρμοστούν την περίοδο 2019-2020, δηλαδή η μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων, που θα περιορίσουν περαιτέρω το καταναλωτικό εισόδημα;
Α. Π.: Ασφαλώς! Κοιτάξτε όμως κάτι. Στη δουλειά –αντίθετα, ίσως, με τα ισχύοντα στην πολιτική– μαθαίνεις να είσαι ρεαλιστής και να κοιτάς μπροστά. Έγιναν, λοιπόν, μια και δυο και τρεις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους, που κατέληξαν σ’ ένα αποτέλεσμα, σε μια σειρά δεσμεύσεων. Καλές ή κακές θα το κρίνει η ιστορία, αυτές είναι όμως! Αντί να μαλώνουμε, αναζητώντας ποιος αποδέχθηκε τα υψηλά πλεονάσματα ή ποιος φταίει που μπήκαμε στα μνημόνια ή ποιος δημιούργησε τα υψηλά ελλείμματα κ.ο.κ., πρέπει κάποτε να σκεφτούμε πώς θα εξοικονομήσουμε χρήματα, από ποιες πηγές, ώστε να αποφύγουμε τυχόν άλλα αντιαναπτυξιακά και υφεσιακά μέτρα, και το πώς θα δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον προσέλκυσης των επενδύσεων και ανάπτυξης. Εχθρός της αγοράς είναι τελικά η μιζέρια που ξεκινάει από μέσα μας.
Αναδιανομή φτώχειας!
σ. σ.: Συμφωνείτε με όσους υποστηρίζουν ότι η δεκαετής κρίση στην Ελλάδα και η υπογραφή των τριών μνημονίων οδήγησαν σε μια άδικη αναδιανομή του πλούτου;
Α. Π.: Μακάρι να μπορούσα να συμφωνήσω. Αλλά δυστυχώς μιλάμε για αναδιανομή της φτώχειας, όχι του πλούτου. Γιατί το μόνο που έγινε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να καταστρέφεται ο πλούτος. Χωράει πολλή συζήτηση ο ενδεδειγμένος τρόπος δημιουργίας πλούτου σε συνθήκες κρίσης. Ένα πράγμα, όμως, ήταν μαθηματικά αυταπόδεικτο εξ αρχής: Δεν υπήρξε ποτέ επαρκής πλούτος στις επιχειρήσεις και τα ανώτερα οικονομικά στρώματα αυτής της χώρας, για να καλύψει τις απώλειες της μεσαίας και χαμηλότερης τάξης. Διαλέξαμε λάθος δρόμο, με αποτέλεσμα να ρωτάτε σήμερα, αν έπρεπε να είχαμε φτωχοποιήσει κάποιον περισσότερο από έναν άλλο. Ο φαύλος κύκλος της καταστροφής αξίας δεν πρόκειται ποτέ να μας βγάλει από την κρίση. Ας βάλουμε μια τελεία σ’ αυτή την πρακτική και ας ξεκινήσουμε να δημιουργούμε αξία και πλούτο. Με πολύ πόνο και θυσίες φτάσαμε σε ένα σημείο, που μπορεί να αποτελέσει την ιδανική αφετηρία μιας νέας εποχής. Ας το επιχειρήσουμε.