Το ασφυκτικό περιβάλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δημιούργησε η κυβερνητική πολιτική τα τελευταία χρόνια έχει επιδράσει αρνητικά στον δείκτη επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας της χώρας μας, ρίχνοντας την Ελλάδα το 2006 εννέα θέσεις πιο κάτω από εκεί που βρισκόταν το 2005, δηλαδή από την 40ή στην 49η, σύμφωνα με τα στοιχεία του World Economic Forum.
Αυτό που χαρακτηρίζει την οικονομική πολιτική και το αναπτυξιακό μοντέλο της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση των ισχυρών εις βάρος των μικρομεσαίων και η στήριξη των ξένων πολυεθνικών κολοσσών εις βάρος των ελληνικών επιχειρήσεων. Επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας μας οδηγούνται σε απαξίωση και σε αφελληνισμό, ενώ οι μικρές και μεσαίες υφίστανται ισχυρές πιέσεις σε συνθήκες σκληρού, άνισου και συχνά αθέμιτου ανταγωνισμού.
Στους δείκτες της τεχνολογικής ετοιμότητας και της καινοτομίας, που έχουν αναδειχθεί στον κυριότερο παράγοντα για την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η χώρα μας είναι στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με τάσεις υποχώρησης κατά μία θέση από το 2005 στο 2006. Η επιλογή της κυβέρνησης να προωθήσει το μοντέλο της επένδυσης στη φτηνή εργασία, αντί για την επένδυση στις τεχνολογικές υποδομές, στην καινοτομία, στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην ποιότητα, είναι καταστροφική για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μας.
Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επιχειρεί να παρουσιάσει μια εξωραϊσμένη εικόνα στον τομέα της ανάπτυξης. Μιλά περί μεγάλης απορρόφησης πόρων από το Γ’ ΚΠΣ και περί ενίσχυσης της περιφέρειας από το Δ’ ΚΠΣ. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ούτε το ένα ισχύει ούτε το άλλο. Στο Γ΄ ΚΠΣ εντάχθηκαν πλήθος έργων που είχαν ολοκληρωθεί και πληρωθεί από εθνικούς πόρους, ώστε η χώρα μας να εισπράξει καθαρό χρήμα από τα κοινοτικά ταμεία. Αυτό το χρήμα, λοιπόν, δεν πήγε για αναπτυξιακούς σκοπούς, αλλά στο ταμείο του κ. Αλογοσκούφη, προκειμένου να καλύψει την τρύπα της «απογραφής». Από την άλλη μεριά, τα έργα που δεν ολοκληρώθηκαν λόγω ανικανότητας και κακοδιαχείρισης, η κυβέρνηση τα βάφτισε «έργα-γέφυρες» και τα εντάσσει στο Δ’ ΚΠΣ , αφαιρώντας πόρους από άλλα έργα ζωτικής σημασίας που τελικά δεν θα γίνουν. Ομως λιγότερα έργα σημαίνει λιγότερες υποδομές, λιγότερες ευκαιρίες ανάπτυξης, λιγότερες θέσεις εργασίας.
Κοινωνικά άδικη πολιτική
Αυτό το περιβάλλον, σε συνδυασμό με τη συνεχή μείωση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή, που καταφεύγει στον τραπεζικό δανεισμό, καθώς και με την τεράστια κρίση στον αγροτικό τομέα, που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα στην περιφέρεια, δημιουργεί σχεδόν ασφυκτικές συνθήκες για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες για να επιβιώσουν έχουν οδηγηθεί στον υπερδανεισμό.
Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης οδηγεί σε κοινωνική κρίση γιατί είναι άδικο και δημιουργεί αναδιανομή πλούτου υπέρ των μεγάλων, των εχόντων και των ημετέρων.
Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις έως και δέκα μονάδες. Με αυτή την αδιάκριτη μείωση της φορολογίας χαρίζει σε 200 μεγάλες επιχειρήσεις κέρδη 400 εκατ. ευρώ το 2007 και 600 εκατ. ευρώ το 2008. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι εφάρμοσε πάνω από 30 μέτρα για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ότι θέσπισε νέο πλαίσιο για την ενίσχυση της υγιούς εμπορικής δραστηριότητας. Ομως, όλα τα μέτρα στήριξης βασίζονται σε προηγούμενες πολιτικές του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, η ΝΔ αδιαφόρησε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εφάρμοσε πολιτικές που τις έπληξαν, όπως τις εξαιρέσεις από φοροαπαλλαγές, την παρακράτηση φόρου, το ωράριο των καταστημάτων κλπ. Η πολυδιαφημισμένη απλοποίηση των διαδικασιών για την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα και μάλλον οδήγησε σε περισσότερη γραφειοκρατία. Κανένα βήμα δεν έγινε σχετικά με τις διαδικασίες χωροθέτησης και περιβαλλοντικής αδειοδότησης των επιχειρήσεων. Τα Κέντρα Υποδοχής Επενδύσεων υπολειτουργούν.
Δεν δημιουργήθηκε αποτελεσματικό ρυθμιστικό περιβάλλον που να διασφαλίζει τους όρους του υγιούς ανταγωνισμού. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, δέσμια της κυβερνητικής χειραγώγησης, δεν έχει αντιμετωπίσει ως τώρα τις εναρμονισμένες πρακτικές στην αγορά. Το κανονιστικό πλαίσιο, με το οποίο λειτουργεί, βασίζεται σε Προεδρικό Διάταγμα αυτής της Κυβέρνησης, νομοτεχνικά προβληματικό, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να καταπέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ το καρτέλ του γάλακτος ετοιμάζεται να πανηγυρίσει τη «δικαίωσή» του. Το «άνοιγμα» αγορών και επαγγελμάτων καθυστερεί ή και προωθείται με στρεβλό τρόπο, πράγμα που δεν οδηγεί στην παροχή φθηνών και ποιοτικών υπηρεσιών στον καταναλωτή.
Η Κυβέρνηση δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο για την εξειδίκευση, την καλύτερη κατάρτιση, την δια βίου μάθηση, που θα συνέβαλαν στη δημιουργία νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων για τις επιχειρήσεις μας. Ο αναπτυξιακός νόμος και οι φορολογικοί νόμοι, πέραν των καθυστερήσεων, δεν ήταν προσανατολισμένοι στον στόχο των ισχυρών και εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι φοροαπαλλαγές δεν συνδέθηκαν με νέες επενδύσεις, αφού αφορούσαν στα διανεμόμενα κέρδη, ενώ εξαιρέθηκαν 630.000 μικρές επιχειρήσεις. Δεν υπήρξαν σημαντικές ειδικές παρεμβάσεις και σχέδιο για την ανάπτυξη της νεανικής επιχειρηματικότητας, ενώ δεν έγινε κανένα ουσιαστικό βήμα για την ενίσχυση της επιχειρηματικής κουλτούρας, με την εισαγωγή μαθημάτων επιχειρηματικότητας στην εκπαίδευση. Δεν λήφθηκαν ουσιαστικά μέτρα για την ανασυγκρότηση των περιοχών που αντιμετωπίζουν βιομηχανική κρίση ούτε δημιουργήθηκαν νέα αναπτυξιακά μοντέλα γι’ αυτές τις περιοχές.
ΕΦΕΤ: Υποβάθμιση και ευτελισμός
Στον τομέα των τροφίμων η εμπειρία από τον τρόπο που χειρίζεται η κυβέρνηση τα θέματα είναι ενδεικτική των επιλογών της να στηρίζει μονόπλευρα τα συμφέροντα των ισχυρών και των ημετέρων εις βάρος των μικρομεσαίων και των καταναλωτών.
Ο ΕΦΕΤ οδηγήθηκε σταδιακά σε υποβάθμιση και ευτελισμό. Από το 2005 δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για την ασφάλεια τροφίμων. Η κυβέρνηση καταστρατηγεί το ενιαίο σύστημα ελέγχου που επιβάλλει η ΕΕ και αναιρεί τα ίδια της τα νομοθετήματα. Αυτή τη στιγμή τρεις εθνικές αρχές -τα υπουργεία Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Υγείας- που η μία δεν αναγνωρίζει την άλλη, εκδίδουν εφαρμοστικά μέτρα των κοινοτικών κανονισμών 852, 854, 882 και 884 του 2004, που είναι υποχρεωτικοί για τις χώρες μέλη από το 2006 και μετά. Το αποτέλεσμα είναι να προκαλέσουν σύγχυση νομοθετικού πλαισίου και να διαλύσουν τον συντονισμένο ενιαίο έλεγχο στις επιχειρήσεις τροφίμων από τον ΕΦΕΤ.
Επί τρία χρόνια η κυβέρνηση της ΝΔ μετέτρεψε τον ΕΦΕΤ σε φορέα αποκλειστικά επιβολής προστίμων, αλλά με δύο μέτρα και σταθμά: Από τη μία πλευρά εξαπολύονται κατασταλτικοί έλεγχοι και επιβάλλονται πρόστιμα στις μικρές επιχειρήσεις, βάσει της λογικής του «κράτους-χωροφύλακα», αντί να γίνονται προληπτικοί έλεγχοι που θα τις βοηθούν να εφαρμόζουν τους κανονισμούς και να γίνονται καλύτερες. Από την άλλη πλευρά, αναζητούνται πάντοτε ελαφρυντικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, που τελικά μένουν στο απυρόβλητο.
Αλλαγές με κοινωνική αποδοχή
Ολες τις προαναφερόμενες πολιτικές της η κυβέρνηση τις ονομάζει «μεταρρυθμίσεις». Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για διευθετήσεις συμφερόντων που έχουν μονομερή προσανατολισμό, δεν έχουν καμία κοινωνική συναίνεση, είναι άδικες και αναποτελεσματικές.
Για το ΠΑΣΟΚ η ανταγωνιστικότητα αποτελεί εργαλείο στην υπηρεσία της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι αναγκαίες, αλλά για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτές. Και αποδεκτές είναι όταν είναι δίκαιες, όταν δημιουργούν σχέση φορολογικής εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και την πολιτεία, όταν μετατρέπουν την φορολογία σε κίνητρο για την επιχειρηματικότητα, όταν οδηγούν σε ανάπτυξη και παραγωγή πλούτου που διανέμεται δίκαια, όταν διασφαλίζουν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και διαφάνειας στην αγορά, χωρίς στρεβλώσεις και καρτέλ, όταν εκπαιδεύουν και κινητοποιούν το δυναμικό της χώρας σε δημιουργικούς και εξωστρεφείς στόχους, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής μας, όταν ωθούν τις τράπεζες να παίξουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο στηρίζοντας τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, όταν αξιολογούν τις επιπτώσεις όλων των κυβερνητικών μέτρων πάνω στην επιχειρηματικότητα. Αυτές οι προϋποθέσεις που σήμερα δεν υπάρχουν, αποτελούν τις βασικές μας δεσμεύσεις ως αυριανής κυβέρνησης της χώρας.