ΜΑΡΚΣ & ΣΠΕΝΣΕΡ : Η ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ…

Όταν μία επιχείρηση αρνείται να καταλάβει και να ερμηνεύσει τα αίτια της επιτυχίας της, τότε άθελά της μπαίνει στο δρόμο της παρακμής και της πτώσης της.

“Πουλάμε ρούχα μόνο για γιαγιάδες. Επόμενο ήταν έτσι η παραδοσιακή πελατεία μας να μας εγκαταλείψει και να ψάχνει αλλού για κάτι το καινούργιο”. Η Μιρέιγ Μινιόν είναι πωλήτρια στο κατάστημα Μαρκς & Σπένσερ του πολύφημου βουλεβάρτου Haussman στο Παρίσι και η παρατήρησή της συνοψίζει το δράμα μιας κορυφαίας βρετανικής επιχείρησης, η οποία σήμερα έπεσε για τα καλά από το βάθρο της. Και το αυθόρμητο ερώτημα που έρχεται στα χείλη είναι, γιατί; Πώς μία υποδειγματική για μακρά περίοδο βρετανική εμπορική επιχείρηση, με τζίρο 15 δισ. δολάρια το 1999, κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να είναι η σκιά του εαυτού της και να έχει ξεσηκώσει εναντίον της τους μικρούς και μεγάλους μετόχους της;

Όλα άρχισαν το 1998. Για πρώτη φορά η χρονιά κλείνει με πτώση των πωλήσεων και με καθαρά κέρδη μειωμένα τρεις φορές σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 1997. Το 1999 αρχίζει με κακούς οιωνούς και στο τέλος του οι γαλλικές θυγατρικές του βρετανικού ομίλου καταγράφουν σημαντικές ζημιές. Ακόμα χειρότερα, η μετοχή της εταιρείας στο Λονδίνο καταρρέει και οι συνηθισμένοι σε υψηλά μερίσματα μέτοχοι ξεσηκώνονται.

Το τίμημα του αυταρχισμού

Ο θρόνος του Ρίτσαρντ Γκρίνσμπουρι, προέδρου των καταστημάτων Μαρκς & Σπένσερ, τρίζει επικίνδυνα, αλλά ο αγέρωχος Βρετανός μάνατζερ, που έκανε όλη τη σταδιοδρομία του στον όμιλο, δεν καταλαβαίνει τίποτε. Αρνείται να δει τις μεγάλες αλλαγές που οριοθετούν πλέον την αγορά έτοιμων ρούχων και δεν συνειδητοποιεί ότι οι καταναλωτές του τέλους της δεκαετίας του 90 δεν είναι οι ίδιοι με τους αντίστοιχους πριν δέκα χρόνια.

“Η οικονομική ανάκαμψη που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη από το 1992 και μετά επηρέασε σημαντικά τις καταναλωτικές συμπεριφορές. Οι καταναλωτές έγιναν πιο αισιόδοξοι και άρχισαν να δαπανούν με άλλα κριτήρια για τις αγορές ρούχων. Αναζητούσαν νεωτερισμούς και προϊόντα που ξέφευγαν από τις συνήθειες των Μαρκς & Σπένσερ.

Άνοιξαν έτσι το δρόμο στους ανταγωνιστές του βρετανικού ομίλου, όπως τα καταστήματα Zara, Gap, Mango, Next και άλλα, που είχαν έναν και μοναδικό στόχο: να γκρεμίσουν μια πραγματική λιανεμπορική αυτοκρατορία η οποία, μέσα από τις βεβαιότητές της, περιφρονούσε την πραγματικότητα”. Αυτά τονίζει ο Ντέιβιντ Μάρετ, διευθυντής στην εταιρεία συμβούλων Solving International, η οποία ασχολήθηκε για μια περίοδο με τις εκτός Αγγλίας θυγατρικές του ομίλου Μαρκς & Σπένσερ.

Προσθέτει ακόμη ότι σε μία αγορά ρούχων υπό πλήρη ανατροπή, η βρετανική αλυσίδα αγνόησε τα τερτίπια της μόδας, επέμεινε στην παραδοσιακή της μάρκα Saint Michael και εν τέλει αγνόησε τις τάσεις της ίδιας της πελατείας της. Τα λάθη έτσι συσσωρεύτηκαν, οι άστοχες ενέργειες στο εξωτερικό πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας και το 1999 ο Ρίτσαρντ Γκρίνσμπουρι “ξηλώνεται”, προς όφελος του Πίτερ Σάλμπουρι. Και ο νέος πρόεδρος, όμως, δεν κάνει καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση και στις αρχές του 2000 καλείται να αναλάβει το βυθιζόμενο πλοίο ο Βέλγος Λικ Βάντεβελντ, παλαιός υπαρχηγός στην ηγεσία του γαλλικού ομίλου λιανεμπορίου Προμοντές, τον οποίον ως γνωστόν εξαγόρασε ο όμιλος Καρφούρ.

Με μισθό 350 εκατ. δρχ. το χρόνο και με πριμ μετεγγραφής 1,9 δισ. δρχ., ο Βέλγος μάνατζερ δέχεται επίσης άλλα 3,1 δισ. δρχ. σε stock options και με τη διαδικασία του κατεπείγοντος αναλαμβάνει το ρίσκο να σώσει μία παραπαίουσα επιχείρηση και να κατευνάσει τους εξαγριωμένους μετόχους της. “Το στοίχημα ήταν τεράστιο”, μας έλεγε πριν από δύο μήνες ο Βέλγος μάνατζερ. Πρόσθετε δε ότι ο όμιλος είχε κάνει δύο πολύ σοβαρά λάθη. “Το πρώτο λάθος οφείλεται στην πεποίθηση της τότε διοίκησης ότι το όνομα Μαρκς & Σπένσερ ήταν άτρωτο, άρα εκτός ανταγωνισμού. Επρόκειτο για ολέθρια αντίληψη. Το δεύτερο λάθος υπήρξε η μη συνειδητοποίηση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Ο όμιλος έμεινε προσκολλημένος στους Βρετανούς παραγωγούς ρούχων που εργάζονταν για λογαριασμό του και αγνόησε τις σημαντικές οικονομίες κλίμακας που μπορούσε να πετύχει δίνοντας παραγγελίες εκτός Ηνωμένου Βασιλείου. Έτσι, κάποια στιγμή, τα είδη Saint Michael βρέθηκαν να είναι εκτός μόδας, αλλά και ακριβά σε σύγκριση με παρεμφερή ανταγωνιστικά προϊόντα. Στα φαινόμενα αυτά οι αντιδράσεις υπήρξαν αργές και σπασμωδικές. Και αυτό έχει σήμερα μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος”, υπογράμμισε ο Βέλγος μάνατζερ.

Πράγματι, παρά τις σημαντικές πρωτοβουλίες και τις καινοτομίες που εφάρμοσε ο Λικ Βάντεβελντ στα καταστήματα Μαρκς & Σπένσερ, καθώς και στη δομή του ομίλου, φαίνεται ότι το κακό είχε προχωρήσει.

Παράλληλα, οι προσπάθειες του Βέλγου μάνατζερ να διαφοροποιήσει τις δραστηριότητες του ομίλου με προσανατολισμό στα “σοφιστικέ” είδη διατροφής και τα γυναικεία εσώρουχα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα του 2000, δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Έτσι, η εταιρεία αποφάσισε πρόσφατα να απολύσει 4.000 άτομα και να κλείσει όλα τα καταστήματά της στη Γαλλία. Είναι δε πολύ πιθανό να ακολουθήσει και το κλείσιμο των Μαρκς & Σπένσερ στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Ο όμιλος πούλησε επίσης και την ελεγχόμενη από αυτόν εταιρεία Brooks Brothers στις ΗΠΑ, ενώ ήδη εμπιστεύεται την παραγωγή των ρούχων που διαθέτει σε ποσοστό 80% εκτός Βρετανίας.

Αυστηρή διαχείριση των αποθεμάτων

“Ο όμιλος αναθεωρεί απ άκρου εις άκρον την πολιτική των προμηθειών του και καταργεί το σύστημα παραγγελιών που εφάρμοζε. Οι κολεξιόν που προπληρώνονταν έξι μήνες πριν αρχίσουν να πωλούνται ανήκουν στο παρελθόν. Από τον προσεχή Μάιο, μόνον το 40% των εμπορευμάτων μας θα αγοράζονται πριν την περίοδο της πώλησής τους. Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθούν γερές οικονομίες στο επίπεδο της διαχείρισης των αποθεμάτων και βέβαια θα έχουμε καλύτερη απόδοση στα κεφάλαιά μας”, τονίζει ο οικονομικός διευθυντής του ομίλου, Μάικ Τζίγκι. Αναρωτιέται όμως, με αρκετή πικρία, κατά πόσον η επωνυμία Μαρκς & Σπένσερ έχει στο καταναλωτικό κοινό το κύρος και τη φήμη που είχε κάποτε.

“Έχω την αίσθηση”, τονίζει ο Γάλλος σύμβουλος επιχειρήσεων Ντομινίκ Ματέι, “ότι ο Λικ Βάντεβελντ δεν έθεσε τα πραγματικά ερωτήματα, δηλαδή αυτά της φήμης και των εντυπώσεων που δημιουργεί η επωνυμία Μαρκς & Σπένσερ. Ποια είναι η πελατεία των καταστημάτων; Σε ποια βιώσιμη οικονομική αντίληψη στηρίζεται η στρατηγική που επιχειρείται να εφαρμοστεί; Η Αγγλίδα νοικοκυρά των 35 ετών και πάνω, πώς βλέπει σήμερα τα είδη που πωλούνται; Να μία σειρά από ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις που θα δοθούν θα καθορίσουν και το τέλος ενός ιστορικού κολοσσού του βρετανικού λιανεμπορίου…”.

Όπως φαίνεται, η αλαζονεία και η αυτάρκεια μπροστά στα γεγονότα και τις εξελίξεις στην εποχή μας αποτελούν κορυφαίους συντελεστές επιχειρηματικής παρακμής. Το να χάσει μία εταιρεία από αλαζονική συμπεριφορά τη φήμη της αλλά και τις επαφές της με την πελατεία της αποτελούν φαινόμενα που μόνον ψυχαναλυτές μπορούν να ερμηνεύσουν. Κι ακόμα, αυτό απομένει να αποδειχθεί.

DIA : ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΤΟ FRANCHISING ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΔΑ

Στα 90 εκτιμάται ότι θα φθάσουν το 2004 τα καταστήματα franchised τα οποία θα διαθέτει η Dia σε όλη τη χώρα. Τη σχετική δήλωση έκανε στο “σελφ σέρβις” ο κ. Βαγγέλης Μανουδάκης, διευθυντής δικτύου franchise καταστημάτων της εταιρείας, ενώ από την πλευρά του ο κ. Γιάννης Αβδελάς, γενικός διευθυντής της Dia, αποκαλύπτοντας τα στρατηγικά σχέδια της αλυσίδας ανέφερε ότι τα επόμενα δύο χρόνια η εταιρεία θα διαθέτει 300 εμπορικές μονάδες ανά τη χώρα.

Στην κοινή συνέντευξη που ακολουθεί, τα δύο κορυφαία στελέχη της αλυσίδας αναλύουν τη σχέση της Dia με το franchise, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως πρόθεση της εταιρείας είναι να δηλώσει δυναμικό παρόν σε όλες σχεδόν τις τοπικές αγορές της Ελλάδας, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες που παρέχει το σύστημα της δικαιόχρησης.

"σελφ σέρβις": Πώς σχολιάζετε την πορεία της Dia Hellas στα 6 χρόνια της παρουσίας της στην ελληνική αγορά;

ΑΒΔΕΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Θεωρώ ότι η πορεία της εταιρείας μας είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι βρίσκεται στην πρώτη θέση του ελληνικού λιανεμπορίου τροφίμων όσον αφορά το μέγεθος του δικτύου, με 207 καταστήματα σε λειτουργία, δεύτερον, διότι πέτυχε σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα να βρεθεί στην 8η θέση όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, φθάνοντας το 2000 τα 50 δισ. δραχμές και τρίτον, διότι δημιούργησε και λειτουργεί για τον ανεφοδιασμό του συνεχούς αναπτυσσόμενου δικτύου της δύο κέντρα διανομής, ίσως τα πιο σύγχρονα στη χώρα μας, 18.000 τ.μ. και 12.000 τ.μ., πλήρως αυτοματοποιημένα, μέσα από τα οποία γίνεται η διακίνηση προς το δίκτυο των καταστημάτων όλων των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των φρέσκων και κατεψυγμένων. Τέλος η εταιρεία μας δημιούργησε ουσιαστικά ένα νέο τμήμα αγοράς, το hard discount, καθιερώνοντας αυτό τον τύπο καταστημάτων στη συνείδηση του Έλληνα καταναλωτή, δείχνοντας το δρόμο και σε άλλους ανταγωνιστές και διαμορφώνοντας κλίμα εμπιστοσύνης στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label).

"σελφ σέρβις": Πώς κρίνετε την εξέλιξη του λιανεμπορίου στην Ελλάδα και το επίπεδο του ανταγωνισμού; Ποιες οι επιπτώσεις στις μικρές επιχειρήσεις;

ΑΒΔΕΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Το τελευταίο διάστημα έχουμε γίνει μάρτυρες μιας σειράς εξελίξεων στην ελληνική αγορά, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε ανακατατάξεις και σημαντική συγκέντρωση στο χώρο του ελληνικού λιανεμπορίου τροφίμων. Ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα έντονος και ειδικά μετά από την επιθετική πολιτική που ακολούθησαν μεγάλες λιανεμπορικές επιχειρήσεις, με συγχωνεύσεις, εξαγορές και συνεργασίες, τόσο μεταξύ ελληνικών όσο και μεταξύ ξένων αλυσίδων. Το λιανεμπόριο αλλάζει ριζικά και οι μικρές επιχειρήσεις θα είναι δύσκολο να αντεπεξέλθουν. Πιστεύω ότι ο τρόπος με τον οποίο θα μπορέσουν να επιβιώσουν είναι να προσδεθούν με τη σειρά τους στο άρμα μιας μεγάλης αλυσίδας λιανεμπορίου. Η εταιρεία μας, μέσω του franchise προσφέρει αυτή τη δυνατότητα και προσβλέπει ακριβώς σ’ αυτήν την ευκαιρία, τόσο για την ίδια όσο και για τους συνεργάτες της franchisees.

"σελφ σέρβις": Ποια είναι τα πλάνα της εταιρείας για το μέλλον;

ΑΒΔΕΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Η εταιρεία θα συνεχίσει την ανάπτυξή της σε ολόκληρη την Ελλάδα, με την ίδρυση τόσο νέων ιδιόκτητων όσο και franchised καταστημάτων. Στο τέλος του 2001 προβλέπεται να έχει 237 καταστήματα και να κλείσει με πωλήσεις 65 δισ. δραχμών. Αυτή τη στιγμή η εταιρεία μας διαθέτει το μεγαλύτερο δίκτυο καταστημάτων πανελλαδικά, με 207 καταστήματα, εκ των οποίων τα 155 είναι καταστήματα “πόλεως”, τα 36 είναι “Maxi Dia” καταστήματα με άνετο parking για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών μας, ενώ 16 λειτουργούν με τη μέθοδο franchise. Στρατηγικός μας στόχος είναι στα επόμενα δύο χρόνια να διαθέτουμε συνολικά 300 καταστήματα, πάντα με την ανταγωνιστικότερη σχέση τιμής – ποιότητας στην αγορά προς όφελος του καταναλωτή. Επιπρόσθετα, αναπτυσσόμενοι εισερχόμαστε σε νέες κατηγορίες τυποποιημένων πάντα προϊόντων, όπως τα φρούτα και λαχανικά, που θα υπάρχουν σε όλο το δίκτυο μέχρι το τέλος του 2001, το φρέσκο τυποποιημένο κοτόπουλο και κρέας για το 2002, η εισαγωγή κάρτας πιστότητας καταναλωτή κλπ. Πιστεύουμε ότι με όλες αυτές τις ενέργειες η Dia θα καθιερωθεί στη συνείδηση του καταναλωτή σαν η πλέον εξειδικευμένη εταιρεία τροφίμων, που προσφέρει σε κάθε σημείο της επικράτειας, μέσα από τις ίδιες ποιοτικές διαδικασίες και μορφές διάθεσης, την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής.

"σελφ σέρβις": Για ποιους λόγους αποφάσισε η Dia να επενδύσει στον τομέα του franchise;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Η φιλοσοφία της Dia στηρίζεται σε τρία βασικά σημεία, στη γεωγραφική εγγύτητα στον καταναλωτή, στην επιλεγμένη συλλογή προϊόντων και στην άριστη σχέση ποιότητας – τιμής των προϊόντων. Επιπρόσθετα, ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού ζει σε μικρές πόλεις. Σαν συνέπεια των παραπάνω η Dia Hellas επιθυμεί να δημιουργήσει καταστήματα όλο και πιο κοντά στον καταναλωτή, ακόμη και στις πιο μικρές πόλεις της επικράτειας. Στρατηγικά μπορεί να λειτουργήσει με δύο τρόπους στις μικρές πόλεις, είτε μισθώνοντας ένα ακίνητο και λειτουργώντας το με δικά της μέσα, είτε χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Franchise. Πρόθεση της εταιρείας είναι κατ’ αρχάς να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο μέσω της μεθόδου του Franchising. Πιστεύουμε απόλυτα πως το κύρος μας, η εμπορική μας πρόταση, τα συστήματά μας, καθώς και οι δυναμικές μέθοδοι πωλήσεων που έχουμε αναπτύξει, συνδυαζόμενα με τη διάθεση για προσωπική εργασία και την ανάπτυξη πρωτοβουλίας σε τοπικό επίπεδο, προσφέρουν ένα αδιαμφισβήτητο μίγμα επιτυχίας με σημαντικά κέρδη για όλους τους εμπλεκόμενους.

"σελφ σέρβις": Ποιοι, κατά τη γνώμη σας, είναι οι βασικότεροι παράγοντες επιτυχίας του εγχειρήματος;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Η επιτυχία μας βασίζεται κυρίως στο διεθνές μέγεθος του ομίλου μας, ο οποίος διαθέτει σήμερα 3.600 καταστήματα σε 6 χώρες, εκ των οποίων τα 800 είναι franchised, στην εμπειρία που αποκτήσαμε από την 20ετή πείρα μας στη χρήση του franchising διεθνώς, στην εξαντλητική μελέτη της ελληνικής αγοράς, στον καθορισμό ενός απόλυτα λεπτομερούς και ρεαλιστικού επιχειρηματικού πλάνου και στην εξειδικευμένη ομάδα στελεχών μας, που έχει αναλάβει να προσφέρει κάθε πιθανή υπηρεσία και βοήθεια στους συνεργάτες μας.

"σελφ σέρβις": Ποιο είναι, συγκεκριμένα, το πακέτο παροχών και υποστήριξης που προσφέρει η Dia στους συνεργάτες της;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Κατ’ αρχήν είναι η τεράστια αναγνωρισιμότητα της εμπορικής μας επωνυμίας και στη συνέχεια η τεχνογνωσία μας. Μια δυναμική τεχνογνωσία η οποία συνεχώς ανανεώνεται. Όλες οι μέθοδοι επιχειρηματικής οργάνωσης, διοίκησης και διαχείρισης καταστημάτων, διάθεσης και προώθησης προϊόντων που έχουμε αναπτύξει τα τελευταία είκοσι χρόνια σε διεθνές επίπεδο με τεράστια επιτυχία, περνούν στους συνεργάτες μας. Σε αυτούς, μεταξύ άλλων, προσφέρουμε πλήρη υποστήριξη δημιουργίας και λειτουργίας καταστημάτων, αποστολή από το Κέντρο Διανομής όλων των προϊόντων της συλλογής μας, κεντρικές συμφωνίες, είτε αυτές είναι εμπορικές, εξοπλισμού, ασφάλισης, διαφημιστικών πακέτων, είτε με χρηματοδοτικούς φορείς, πλήρη διαφημιστική υποστήριξη σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, λογιστική υποστήριξη, πρόγραμμα εκπαίδευσης και αυτοματοποιημένη υποστήριξη καταστήματος (αλλαγές τιμών, παραγγελίες κ.ά.).

"σελφ σέρβις": Ποια ήταν τα βασικότερα εμπόδια τα οποία έπρεπε να ξεπεράσει η Dia για να επιτύχει το εγχείρημά της στην αγορά του franchise;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Αρχικά έπρεπε να ενημερώσουμε τους υποψηφίους ότι η Dia Hellas προτίθεται, υπό κατάλληλες προϋποθέσεις, να συνάψει συνεργασίες δικαιόχρησης, ενώ στη συνέχεια εμπόδιο ήταν και εξακολουθεί να είναι η έλλειψη κεφαλαίων και κατά συνέπεια επενδυτικής ικανότητας που παρατηρείται στην εγχώρια αγορά. Για να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο η Dia έχει συνάψει κεντρικές συμφωνίες με αρκετούς χρηματοδοτικούς φορείς υπέρ των υποψηφίων συνεργατών μας. Έτσι κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να έχει στη διάθεσή του το κεφάλαιο που του είναι απαραίτητο σε πολύ χαμηλό κόστος, χωρίς γραφειοκρατική σπατάλη χρόνου. Επίσης, η Dia σε πολλές περιπτώσεις έχει χρηματοδοτήσει σημαντικό μέρος του αρχικού εμπορεύματος του καταστήματος. Στο μεταξύ, ένα ακόμη εμπόδιο είναι το γεγονός ότι πολλοί ιδιοκτήτες κάποιων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων του χώρου μας δεν αντιλαμβάνονται τις συνέπειες του συνεχώς εντεινόμενου ανταγωνισμού. Σε πολλές περιπτώσεις δεν εκτιμώνται σωστά ούτε τα χρονικά όρια αντοχής που απομένουν ούτε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που πρέπει κάποιος να διαθέτει στις μέρες μας για να επιβιώσει. Τέλος, η επιλογή από την πλευρά μας συνεργατών με το κατάλληλο profile εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη των δυσκολιών. Σε αυτό το επίπεδο είμαστε ιδιαίτερα “δύσκολοι” – συντηρητικοί. Η σωστή επιλογή συνεργάτη είναι το κλειδί της επιτυχίας.

"σελφ σέρβις": Ποιους όρους θέτει η εταιρεία σε κάθε υποψήφιο επιχειρηματία για να επενδύσει στο franchise;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Επί του παρόντος η Dia απευθύνεται σε υποψηφίους που έχουν εξασφαλίσει τη χρήση ενός καταστήματος 250-270 τ.μ. σε κεντρικά σημεία επαρχιακών πόλεων 2.500 – 7.000 κατοίκων. Σε ό,τι αφορά το ύψος της επένδυσης πρέπει να σημειώσουμε πως οι συνήθεις κατασκευαστικές παρεμβάσεις κοστίζουν 4-5.000.000 δρχ., ενώ το κόστος του απαραίτητου εξοπλισμού ανέρχεται στα 17.000.000 δρχ. Αυτονόητο είναι πως στις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος είναι κάποιος επιχειρηματίας του χώρου μας εξαντλείται κάθε περιθώριο χρησιμοποίησης κάθε αξιοποιήσιμου μέρους του εξοπλισμού του. Συνεπώς μιλάμε για μία επένδυση που φθάνει τα 23.000.000 δραχμές. Το αρχικό εμπόρευμα, που συνήθως χρειάζεται ένα κατάστημα, κοστίζει 15.000.000 δρχ. Πρέπει να τονίσω επίσης ότι το τέλος εισόδου στο δίκτυο της Dia Hellas κοστίζει μόλις 150.000 δρχ. Σημαντικό ρόλο, τέλος, παίζει η διάθεση του υποψηφίου για προσωπική εργασία, στην οποία η εταιρεία μας προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα.

"σελφ σέρβις": Πώς διασφαλίζει η Dia τη σωστή λειτουργία του δικτύου που αναπτύσσει με τις συμφωνίες δικαιόχρησης;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Όλη η αλυσίδα πρέπει να λειτουργεί με απόλυτα ομοιογενή τρόπο, χωρίς αυτό βέβαια να περιορίζει όλες εκείνες τις θεμιτές πρωτοβουλίες που ο κάθε δικαιοδόχος μπορεί να πάρει σε τοπικό επίπεδο. Η σωστή λοιπόν λειτουργία των franchised καταστημάτων διασφαλίζεται με το συνδυασμό της τεχνολογίας και της εξειδικευμένης ομάδας συμβούλων/εποπτών που διαθέτουμε. Κάθε κατάστημα είναι συνδεδεμένο με τη μητρική εταιρεία μέσω ενός αρτιότατου ηλεκτρονικού δικτύου. Έτσι διασφαλίζεται η πρόσβαση και η ταχύτητα των πληροφοριών που απαιτείται για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του καταστήματος, η εξοικονόμηση χρόνου σε πολλές κατά παράδοση χρονοβόρες διαδικασίες όπως π.χ. αποστολή παραγγελιών, επιβεβαίωση αποθεμάτων κλπ., καθώς και ο από την πλευρά μας έλεγχος. Ο σύμβουλος/επόπτης επισκέπτεται το κάθε κατάστημα της αρμοδιότητάς του τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων επιβεβαιώνεται η εναρμόνιση με τις εταιρικές αρχές, συνεχίζεται η εκπαίδευση των συνεργατών μας, γίνονται οι όποιες παρεμβάσεις απαιτούνται π.χ. Merchandising και γενικώς συζητούνται όλα τα επιμέρους θέματα, προβλήματα ή ιδέες που μπορεί να υπάρχουν. Από την πλευρά τους όλοι οι δικαιοδόχοι επισκέπτονται τα γραφεία μας τουλάχιστον μια φορά το μήνα στην αρχή και μετά κάθε δύο μήνες, για να συζητηθεί και συναποφασισθεί η βραχυπρόθεσμη πολιτική μας. Παράλληλα φέτος θα οργανωθεί και το πρώτο ετήσιο “Συνέδριο συνεργατών” μας. Το “κλειδί” πάντως είναι η διάθεση και η πρόθεση της εταιρείας μας να αφουγκράζεται την αγορά και να μεγιστοποιεί το επίπεδο των υπηρεσιών που προσφέρει στους συνεργάτες μας. Η φιλοσοφία μας θεωρεί τους δικαιοδόχους (franchisees) όχι μόνο συνεργάτες, αλλά ιδιαίτερα εκπαιδευμένα και σημαντικά μέλη της εταιρείας μας.

"σελφ σέρβις": Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις των επιχειρηματιών – συνεργατών της Dia με την τοπική αγορά καθώς και με το πελατειακό κοινό;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Η Dia και οι συνεργάτες της πάντα προσπαθούν να έχουν τις καλύτερες των σχέσεων σε κάθε αγορά που επιχειρούν. Γι’ αυτό πάντοτε κοινοποιούμε την πρόθεσή μας να δραστηριοποιηθούμε σε τοπικό επίπεδο σε όλους τους φορείς και παράγοντες, ενώ ταυτόχρονα είμαστε ανοικτοί σε κάθε ενδεχόμενη συνεργασία. Οι σχέσεις μας με το πελατειακό μας κοινό είναι εξαιρετικές. Οι τοπικοί επιχειρηματίες – franchisees μας διαμορφώνουν με τους πελάτες τους μία ιδιαίτερα προσωπική σχέση, που κανένα άλλο σύστημα εμπορίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει

"σελφ σέρβις": Τι προβλέπει το business plan της αλυσίδας για την επόμενη πενταετία και το franchise;

ΜΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Στα επόμενα πέντε έτη η εταιρεία θα δώσει μεγάλη βαρύτητα στην ανάπτυξη του δικτύου των franchised καταστημάτων, χωρίς βέβαια να σταματήσει την ανάπτυξη των ιδιόκτητων σημείων πώλησης. Το franchising δεν πρόκειται να αντικαταστήσει την ανάπτυξη των ιδιόκτητων καταστημάτων της εταιρείας αλλά, αντιθέτως, να τη συμπληρώσει, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή ανάπτυξης και επέκτασης. Το 2001 ήταν η χρονιά στην οποία το δίκτυο των franchised καταστημάτων επεκτάθηκε σε πανελλαδικό επίπεδο. Στόχος μας είναι να εντάξουμε γύρω στα 90 νέα μέλη μέχρι το τέλος του 2004. Για μας το franchising, δεν είναι μόδα. Είναι, αντιθέτως, μια επιχειρηματική φιλοσοφία με βαθύτατες προεκτάσεις και ευθύνες. Θα προχωρήσουμε λοιπόν με γνώμονα τις αρχές της εταιρικής κουλτούρας, που είναι η σκληρή δουλειά, η καλή πίστη, το πνεύμα συνεργασίας και η επιχειρηματική ηθική, που όλα μαζί θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας αμοιβαίας κερδοφόρας συνεργασίας.

ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ : "ΘΕΜΕΛΙΩΝΕΤΑΙ" Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ

Ήδη έχουν αρχίσει οι εργασίες κατασκευής του κτιρίου όπου θα στεγαστεί το κατάστημα και, όπως αναφέρει το business plan της θυγατρικής του ομίλου στη γειτονική μας χώρα, τα εγκαίνια έχουν οριστεί για τις 21 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους.

Πηγές του ομίλου αναφέρουν ότι τους πρώτους δύο μήνες τα στελέχη του θα παρακολουθούν στενά τη λειτουργία του καταστήματος, μελετώντας όλα τα δεδομένα που θα συλλέξουν, ώστε στη συνέχεια να αποφασίσουν για την περαιτέρω ανάπτυξη της θυγατρικής στη Σερβία. Μετά το πρώτο εξάμηνο λειτουργίας του καταστήματος εκτιμάται ότι η Βερόπουλος θα είναι σε θέση να αποφασίσει για το αν και πότε θα προχωρήσει στη δημιουργία και νέας εμπορικής μονάδας στο Βελιγράδι.

Όσο για το πρώτο κατάστημά της, που θα έχει έκταση περί τα 6.370 τ.μ. και θα είναι ιδιόκτητο, πληροφορίες αναφέρουν ότι θα επενδυθεί το πόσο των 1,5 δισ. δραχμών, ενώ σε αυτό, εκτός από τους χώρους του σούπερ μάρκετ, θα στεγαστούν και εμπορικές μονάδες, οι οποίες θα αποτελέσουν τμήματα ενός σύγχρονου πολυκαταστήματος.

Στο Τέτοβο, λόγω των ταραχών που έχουν δημιουργηθεί στην περιοχή, η εταιρεία έχει απώλειες τζίρου της τάξεως του 15%, οι οποίες είναι πολύ μικρότερες έναντι αυτών που είχαν σημειωθεί σε περίοδο παλαιότερων ταραχών. Οι πωλήσεις του Τέτοβου έχουν συμμετοχή 20% στο συνολικό τζίρο της VERO στα Σκόπια. Τέλος σημειώνεται ότι παρά τα προβλήματα οι συνολικές πωλήσεις της αλυσίδας κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Στο μεταξύ, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία των Σκοπίων, όπου η εταιρεία τον Ιούνιο επρόκειτο να εγκαινιάσει το πέμπτο Vero, στελέχη της παρακολουθούν με… κομμένη την ανάσα τις εχθροπραξίες μεταξύ αλβανοφώνων και κυβερνητικών στρατευμάτων. Όπως ανέφεραν παράγοντες του ομίλου, μπορεί οι εχθροπραξίες να επηρέασαν αρνητικά την εξέλιξη των πωλήσεων, όμως από αυτές δεν προκλήθηκαν ζημιές ή καταστροφές στην τοπική αλυσίδα. Υπενθυμίζεται ότι η 5η μονάδα της Vero θα έχει την έδρα της στο κέντρο των Σκοπίων, θα λειτουργήσει σε ενοικιασμένο χώρο, θα έχει έκταση περί τα 650 τ.μ. και γι΄ αυτή θα επενδυθεί το πόσο των 350 εκατ. δραχμών.

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ : ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΜΙΛΟ CARREFOUR

Ο πρόεδρος και γενικός διευθυντής της δεύτερης λιανεμπορικής επιχείρησης στον κόσμο αναλύει τα σχέδια για το μέλλον της, μιλά για τις εξελίξεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, αλλά και για τη στρατηγική του "πρώτου παίχτη" την οποία θα ακολουθήσει η Carrefour στην ελληνική αγορά.

Δυναμικός, αεικίνητος και πάντα ανοιχτός στο διάλογο, ο Ντανιέλ Μπερνάρ είναι ο άνθρωπος που πιστεύει ότι το μέλλον του λιανεμπορίου είναι συνυφασμένο με την παγκοσμιοποίηση των σχετικών δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια, μία συζήτηση μαζί του παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον…

σελφ σέρβις: Κύριε πρόεδρε, μια πρώτη ερώτηση που θα πρέπει κανείς να σας θέσει είναι αυτή των αποτελεσμάτων της συγχώνευσης με τον όμιλο Promodes. Ανταποκρίνονται στις αισιόδοξες εκτιμήσεις σας;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Κατ αρχάς, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η συγχώνευση Carrefour–Promodes είναι η μεγαλύτερη που έγινε ποτέ στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Δεν πρόκειται για τη συγχώνευση δύο επιχειρήσεων σε μία χώρα, αλλά γι’ αυτήν δύο διεθνών ομίλων με δραστηριότητες σε πολλές χώρες. Είναι αυτονόητο έτσι ότι παρόμοιο επίτευγμα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς κάποια προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά και παρά την κρίση των “τρελών αγελάδων”, μπορώ να πω ότι σήμερα η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί. Μέχρι το τέλος του 2001 όλοι οι στόχοι θα έχουν επιτευχθεί και αυτό μας πείθει ότι η στρατηγική μας είναι αυτή που πρέπει.

σελφ σέρβις: Η ίδια αντίληψη ισχύει και για τα οικονομικά αποτελέσματα του ομίλου;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Ασφαλώς. Τα αποτελέσματά μας για το 2000 είναι αυτά που είχαμε προβλέψει. Ο τζίρος μας αυξήθηκε κατά 25% και τα καθαρά κέρδη παρουσίασαν και αυτά άνοδο 22% εκτός Internet, έναντι πρόβλεψης 20%. Επίσης, το πρώτο τρίμηνο του 2001 ο τζίρος μας έχει άνοδο 9,6%, ποσοστό που επίσης ανταποκρίνεται πλήρως στις προβλέψεις μας.

σελφ σέρβις: Όλα αυτά είναι καλά, αλλά στο χρηματιστήριο η μετοχή της Carrefour πέφτει. Αυτό δεν σας ανησυχεί;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Συμφωνώ μαζί σας ότι για το 2000, έναντι του 1999, η μετοχή μας έπεσε κατά 27%. Πλην όμως, στη διάρκεια του 1999 είχε παρουσιάσει άνοδο 71%. Μέσα σε δύο χρόνια οι μέτοχοί μας κέρδισαν 40% και η απόδοση αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με την πορεία του κλάδου μας. Σημειώστε επίσης ότι πέρσι η μετοχή του ομίλου Wal-Mart έπεσε 23%, γεγονός που έχει τη σημασία του. Καταλαβαίνω πάντως ότι όλες αυτές οι αλλαγές δημιουργούν ερωτηματικά. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι μία μετοχή δεν μπορεί να έχει μονίμως υπεραποδόσεις. Μετά τις απογειώσεις υπάρχουν και οι προσγειώσεις.

σελφ σέρβις: Αρκετοί χρηματοοικονομικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια ο όμιλος “ξανοίχτηκε” πολύ και αυτό δεν είναι πάντα αποδοτικό. Πόσο συμφωνείτε με την εκτίμηση αυτή;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Πράγματι, είμαστε η λιανεμπορική επιχείρηση με τα περισσότερα εργοτάξια στον κόσμο και πιστεύουμε ότι αυτή είναι η σωστή στρατηγική. Το λιανικό εμπόριο έχει μία σημαντική ιδιαιτερότητα. Είναι μία οικονομική δραστηριότητα βραχυπρόθεσμη, στην οποία όμως πρέπει να σκέπτεται κανείς μακροπρόθεσμα. Επίσης, απαιτείται ψυχραιμία στο χώρο μας. Μόνον με αυτό το προσόν αντιμετωπίζονται οι κρίσεις και οι αναποδιές, που σε κάθε στιγμή μπορούν να πλήξουν μία επιχείρηση. Ακολουθώντας λοιπόν τις παραπάνω αρχές πιστεύω ότι κάνουμε σωστά τη δουλειά μας και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να βλέπουμε το μέλλον και τις στρατηγικές μας επιλογές με αισιοδοξία.

σελφ σέρβις: Πιστεύετε ότι κάποια στιγμή θα φθάσετε στην πρώτη θέση της παγκόσμιας λιανεμπορικής δραστηριότητας δίπλα στη Wal-Mart;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Το σημαντικό σε μία επεκτατική στρατηγική είναι να στηρίζεται η επιχείρηση σε ισχυρά φρούρια. Στο παρελθόν, η αδυναμία μας έναντι της Wal-Mart οφειλόταν στο ότι δεν είχαμε μία εξίσου ισχυρή εσωτερική αγορά, όπως αυτή των ΗΠΑ. Συνεπώς, οι Αμερικανοί ανταγωνιστές μας είχαν ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα. Όμως, μετά τη συγχώνευσή μας με τον όμιλο Promodes κατακτήσαμε στην Ευρώπη την πρώτη θέση και έπεται συνέχεια…

σελφ σέρβις: Αυτή η κατάκτηση όμως είχε ως αποτέλεσμα την υπερχρέωση του ομίλου σας. Αυτό είναι θετικό;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Έχετε δίκιο. Θα πρέπει όμως να σημειώσετε ότι ήδη η κατάσταση αυτή παρουσιάζει ικανοποιητική υποχώρηση.

σελφ σέρβις: Η παρουσία σας στην Ελλάδα πόσο ενίσχυσε τους στρατηγικούς σας στόχους;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Οι εξαγορές μας στη χώρα σας, στην Ιταλία και στο Βέλγιο υπήρξαν καθοριστικές για την αναρρίχησή μας στην πρώτη ευρωπαϊκή θέση. Γι’ αυτό στις χώρες αυτές θα κάνουμε και πρόσθετες επενδύσεις, με σκοπό να παραμείνουμε για πολλά χρόνια οι πρώτοι στην αγορά του λιανεμπορίου.

σελφ σέρβις: Η τελευταία κρίση της αγγλικής αλυσίδας Marks & Spencer ποιες επιπτώσεις θα έχει, κατά τη γνώμη σας, στο ευρωπαϊκό λιανικό εμπόριο; Δεν θα ενισχύσει τις συγχωνεύσεις;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Αρνούμαι να σχολιάσω εξελίξεις που αφορούν τους ανταγωνιστές μας. Όμως, η παραπέρα συγκέντρωση επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου θα έλεγα ότι είναι νομοτελειακά αναπόφευκτη. Πιστεύουμε ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου μας γνωρίζουν τρεις φάσεις: τη διεθνή ανάπτυξη, τη διαφοροποίηση στην εκμετάλλευση καταστημάτων και την ολοκλήρωση μέσω συγχωνεύσεων. Εμείς γνωρίσαμε και τις τρεις φάσεις. Άρα τώρα θα παρακολουθούμε προσεκτικά τι γίνεται γύρω μας. Περιμένουμε κάποιες συγχωνεύσεις.

σελφ σέρβις: Η διατροφική κρίση που πλήττει την Ευρώπη πόσο σας επηρέασε; Σε ποιο βαθμό αλλάζει τις καταναλωτικές συμπεριφορές;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Εδώ και δέκα χρόνια έχουμε δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου της ποιότητας και μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τι πουλάμε στην πελατεία μας. Της προσφέρουμε έτσι όλο και περισσότερες εγγυήσεις. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι στο διατροφικό κύκλωμα δεν υπάρχει “μηδέν κίνδυνος”. Γι’ αυτό οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις πρέπει να πολλαπλασιάζουν τους ελέγχους. Όσο για τους καταναλωτές, βεβαίως και αλλάζουν. Είναι έτσι πρόθυμοι σήμερα να πληρώσουν κάτι παραπάνω αλλά να έχουν την εγγύηση ότι θα αγοράσουν ένα προϊόν καλύτερης ποιότητας. Στην περίπτωσή μας, εντυπωσιακή άνοδος των πωλήσεων παρατηρείται στα προϊόντα με τη μάρκα Carrefour, όπως και σε αυτά που φέρουν βιολογικό σήμα. Κατά την εκτίμησή μας, οι αγρότες πρέπει να προσανατολιστούν προς τη βιολογική γεωργία, η οποία κερδίζει έδαφος με διψήφιους αριθμούς.

σελφ σέρβις: Ποια είναι τα επενδυτικά σας σχέδια για την Ελλάδα;

ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΕΡΝΑΡ: Πολύ σημαντικά και φιλόδοξα, αλλά μη ανακοινώσιμα για την ώρα. Η ελληνική αγορά, από πολλές πλευρές, είναι καταταγμένη στις ελπιδοφόρες για τον όμιλό μας. Εξάλλου, κατά κανόνα, στις αγορές όπου μπαίνουμε θέλουμε να είμαστε πρώτοι. Αυτός είναι ο στόχος μας και στην Ελλάδα.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ : XΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Τα ελληνικά προϊόντα χάνουν τη μάχη που χρόνια τώρα δίνουν με τα ξένα για την ισχυροποίησή τους στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Η συμμετοχή τους στις συνολικές πωλήσεις μιας αλυσίδας περιορίσθηκε την πενταετία που μας πέρασε κατά 10%.

Τα ανωτέρω δηλώνουν στο “σελφ σέρβις” κορυφαίοι παράγοντες γνωστών σούπερ μάρκετ της χώρας, σχολιάζοντας την πορεία και την εικόνα των ελληνικών προϊόντων στην αγορά του λιανεμπορίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που κάνουν, το μερίδιο των ελληνικών μαρκών περιορίσθηκε σημαντικά στο διάστημα της πενταετίας που προηγήθηκε, όμως ο κλάδος των λιανικών πωλήσεων αρχίζει πλέον να ισορροπεί, οπότε τα επόμενα χρόνια τα δεδομένα μεταξύ ελληνικών και ξένων αγαθών δεν θα αλλάξουν σημαντικά. Βέβαια, η όποια διαφοροποίηση αναμένεται να αποβεί σε βάρος των ελληνικών μαρκών, όμως αυτή δεν μπορεί πλέον παρά να είναι μικρή.

Οι συνήθειες και οι διαθέσεις των Ελλήνων καταναλωτών δείχνουν σημάδια κορεσμού για τις ξένες μάρκες.

Σε επαγρύπνηση

“Η βασική μάχη μεταξύ ελληνικών και εισαγόμενων προϊόντων έλαβε τέλος”, υποστηρίζουν παράγοντες του λιανεμπορίου, επισημαίνοντας ωστόσο ότι οι Έλληνες παραγωγοί, αλλά και οι έμποροι, δεν θα πρέπει να καταθέσουν τα όπλα. Οφείλουν να είναι πάντα σε επαγρύπνηση για να διατηρήσουν ισχυρή την παρουσία των προϊόντων τους στο λιανεμπόριο. Μάλιστα ορισμένοι προχωρούν ένα βήμα περαιτέρω δηλώνοντας στο “σελφ σέρβις” πως “κανείς δεν καταλαβαίνει ότι όταν αγοράζει ξένα προϊόντα έμμεσα δημιουργεί πρόβλημα και στη δουλειά του, αφού ουσιαστικά ενεργεί σε βάρος των ελληνικών επενδυτικών πρωτοβουλιών”.

Σχολιάζοντας την εικόνα που έχει δημιουργηθεί με τα ελληνικά προϊόντα και τη συρρίκνωση της δύναμής τους έναντι των ξένων, κύκλοι του λιανεμπορίου τροφίμων κάνουν ιδιαίτερες αναφορές στην ελλιπή ενημέρωση που υπάρχει, τόσο προς τους καταναλωτές όσο και προς τους ίδιους τους εμπόρους, ενώ ως βασικότερο λόγο για την υπερίσχυση των ξένων σε βάρος των ελληνικών αναφέρουν το ζήτημα της ποιότητας. Δεν τίθεται μόνο το θέμα της τιμής και του έντονου ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στην τιμολόγηση των προϊόντων. Η διαφορά έγκειται και στην ποιότητα των αγαθών, τομέα στον οποίο οι ξένοι υπερτερούν έναντι των Ελλήνων. Όμως, στις αιτίες για την κρίση που διέπει τις πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων συγκαταλέγουν και τις πιέσεις που δέχονται οι μικροί προμηθευτές, – στην πλειοψηφία τους Έλληνες – από τις ισχυρές ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες. Ο εξοντωτικός πόλεμος που σημειώνεται με τις τιμές των προϊόντων αφανίζει πρώτα τους αδύνατους, οπότε η πίτα των ξένων διογκώνεται σε βάρος της ελληνικής παραγωγής. Την εξέλιξη αυτή όφειλε να τη σταματήσει πρώτα η ίδια η πολιτεία, δίνοντας ουσιαστικότερα κίνητρα για την υποστήριξη των ελληνικών επενδύσεων.

Τέλος, αναφέρεται ότι οι ξένες ετικέτες έχουν διεισδύσει κυρίως σε τομείς όπου υπάρχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους, καθώς και αυξημένο ενδιαφέρον από την πλευρά των καταναλωτών, ενώ παράλληλα η υψηλή τεχνογνωσία που διαθέτουν οι ξένες εταιρείες τους έδωσε προβάδισμα σε πολλές κατηγορίες αγαθών.

Η μάχη ανά προϊόν

Όμως, η μάχη μεταξύ των δύο… στρατοπέδων είναι σκληρή και διαφοροποιείται ανά προϊόν, τόσο ως προς την τακτική που ακολουθείται όσο και ως προς το αποτέλεσμα. Έτσι στα παραδοσιακά προϊόντα οι ελληνικές μάρκες έχουν την πρωτοκαθεδρία στις πωλήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελαιολάδου ή των λευκών τυριών, καθώς επίσης των βουτύρων και μαργαρινών, όπου ο τζίρος που πραγματοποιείται από τις ελληνικές ετικέτες είναι κατά πολύ υψηλότερος έναντι των ξένων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις κατηγορίες των χαρτικών, αλλά και των ζυμαρικών, με τα ελληνικά τρόφιμα να κερδίζουν την εκτίμηση των καταναλωτών, ενώ οι ιταλικοί τίτλοι κατάφεραν απλά να διεισδύσουν στην ελληνική αγορά, χωρίς παράλληλα να κερδίσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε πως για όλες τις παραπάνω κατηγορίες θεωρούμε ως ελληνικά τα προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, έστω και αν ανήκουν σε ξένες εταιρείες. Αν μιλήσουμε για αμιγώς ελληνικά προϊόντα, με την έννοια όχι μόνο της παραγωγής αλλά και της ιδιοκτησίας της εταιρείας παραγωγής, τότε τα ποσοστά περιορίζονται δραματικά.

Στον τομέα του κρέατος το καθεστώς είναι ιδιότυπο, αφού ο κύριος όγκος των ζώντων ζώων έχει “βαπτιστεί” ελληνικός βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε μέχρι πρότινος. Η εφαρμογή όμως των νέων ενδείξεων που επιβάλλονται και στην ελληνική αγορά κρέατος από την κοινότητα, με τη χρήση των ειδικών ετικετών, θα οδηγήσει στην ανατροπή των δεδομένων. Ο Έλληνας πολίτης θα είναι σύντομα σε θέση να γνωρίζει από πού πραγματικά προέρχεται το κρέας που καταναλώνει, αφού θα έχει πλήρη εικόνα για την παραγωγή, τη διακίνηση και την εμπορία του κρέατος στη χώρα μας. Με άλλα λόγια θα αποδειχθεί και στην πράξη ότι η εγχώρια παραγωγή δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει πλήρως τις καταναλωτικές ανάγκες.

Στα κατεψυγμένα προϊόντα τα λαχανικά ελέγχονται ως αγορά από τους ξένους, το ίδιο ισχύει και με τα συσκευασμένα αλιεύματα και τις πατάτες, ενώ σε αντίθεση με τα λευκά τυριά, στα κίτρινα οι εισαγωγές που πραγματοποιούνται καλύπτουν τον κύριο όγκο των πωλήσεων. Βέβαια, στα κίτρινα τυριά σημαντική είναι και η συμμετοχή των Ελλήνων παραγωγών με τα τοπικά προϊόντα.

Μπύρες, αναψυκτικά, απορρυπαντικά, γιαούρτια και παγωτά είναι ορισμένες ακόμη κατηγορίες προϊόντων όπου οι ελληνικές ετικέτες έχουν τον κύριο όγκο των πωλήσεων, ενώ στα όσπρια και τους χυμούς η πρώτη ύλη προέρχεται από το εξωτερικό και υπό αυτή την έννοια τα εν λόγω προϊόντα θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως ξένα.

Τα private label

Στο μεταξύ, ένα μεγάλο κομμάτι των ελληνικών πωλήσεων αντιστοιχεί στο τζίρο που εξασφαλίζουν οι αλυσίδες με δική τους πρωτοβουλία προωθώντας τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Πρόκειται για μια ξεχωριστή αγορά, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που αναπτύσσεται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια κερδίζοντας σήμερα το 7 – 10% του ετήσιου τζίρου σε μια τυπική ελληνική αλυσίδα και φυσικά πολύ μεγαλύτερα ποσοστά στις ξένες αλυσίδες. Βασικές κατηγορίες αγαθών, στις οποίες πρωταγωνιστούν τα private label προϊόντα, είναι τα χαρτικά, ορισμένα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά. Όμως, οι ίδιες αλυσίδες, παράλληλα με τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας προωθούν στην αγορά και μάρκες που εισάγουν οι ίδιες απευθείας, είτε από κράτη μέλη της Κοινότητας, είτε από Τρίτες χώρες. Την πρωτοκαθεδρία βέβαια στην πολιτική των εισαγωγών έχουν τα hard discount σούπερ μάρκετ, καθώς και οι πολυεθνικές αλυσίδες, οι οποίες κατά κύριο λόγο φέρνουν στη χώρα μας προϊόντα χαμηλής τιμής, με τα οποία χτυπούν την αγορά και φυσικά και τις ελληνικές ετικέτες.

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ : ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ;

Αν και ο τομέας των βιολογικών προϊόντων θα μπορούσε να αποτελέσει και για τη χώρα μας μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση στο μέγα πρόβλημα της διατροφής, εν τούτοις δεν αξιοποιήθηκε αποτελεσματικά από το σύνολο των παραγόντων που έχουν άμεση σχέση όπως η πολιτεία, οι καλλιεργητές, οι γεωργοκτηνοτροφικοί και οι επαγγελματικοί φορείς κ.ά.

Αν ακόμη και σήμερα η βιολογική καλλιέργεια και κτηνοτροφία δεν έχει αναπτυχθεί, τουλάχιστον στην Ευρώπη, στο βαθμό που το απαιτεί έστω και δυνητικά η ζήτηση των Ευρωπαίων καταναλωτών, θα μπορούσε να αποτελέσει για τη χώρα μας μία ελπιδοφόρα προοπτική από πολλές πλευρές (υγιεινή και ποιότητα τροφίμων, μεγαλύτερη ζήτηση εγχώριων αγροτικών προϊόντων στη θέση των εισαγόμενων, δυναμική ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, των αντίστοιχων εξαγωγών, συναλλαγματικά οφέλη, βελτίωση γεωργικού εισοδήματος, σταδιακή αλλαγή – βελτίωση του διατροφικού μοντέλου με άξονα τη “μεσογειακή- ελληνική δίαιτα”, κ.ά.).

Μεγαλύτερο κόστος

Ο λόγος για τον οποίο δεν έχει αναπτυχθεί η βιολογική καλλιέργεια και κτηνοτροφία στο ύψος των καταναλωτικών ευρωπαϊκών προσδοκιών, παρά την έντονη ζήτηση και επιθυμία για υγιεινές και διασφαλισμένες τροφές, είναι διότι τα βιολογικά προϊόντα κοστίζουν περισσότερο, δεν διαθέτουν οργανωμένα εμπορικά κανάλια και ο ανταγωνισμός των συμβατικών γεωργικών προϊόντων, σε ποσότητα, τιμές, διαφήμιση, οργανωμένα εμπορικά κανάλια κλπ, παραμένει ισχυρότατος. Γενικά, τα βιολογικά προϊόντα βρίσκονται στην αρχική και δύσκολη φάση τους.

Όμως, οι προοπτικές γι’ αυτά είναι σίγουρες και τεράστιες. Πολύ περισσότερο που εδώ και 15 χρόνια η διατροφική κρίση με τις “τρελές αγελάδες”, τις επιζωοτίες, τις διοξίνες, αλλά και τα φυτοφάρμακα, τις ορμόνες και τα εκατοντάδες χημικά πρόσθετα για την καλλιέργεια ή την εκτροφή των ζώων, έχει αποσταθεροποιήσει τον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα και φυσικά έχει ανησυχήσει παραγωγούς, επιχειρηματίες, τα ίδια τα κράτη και πάνω απ’ όλα τους απανταχού καταναλωτές, που βλέπουν την τεράστια απειλή για την υγεία τους. Κοντολογίς, η βιολογική καλλιέργεια και κτηνοτροφία αναδεικνύει σε μία άλλη πρωτόγνωρη διάσταση το επείγον πρόβλημα της ανθρώπινης διατροφής, της υγείας και των συνθηκών ζωής. Υποχρεωτικά παραγκωνίζει και αντικαθιστά τη συμβατική και κυρίως την επικίνδυνη για την υγεία μας “χημική” καλλιέργεια και εκτροφή ζώων. Γι’ αυτό και οι νέες πολυάριθμες πρακτικές για φυσική καλλιέργεια, για τα αειφόρα καλλιεργητικά συστήματα, για ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών, για περιβαλλοντική γεωργική εκμετάλλευση και για πολλές άλλες νέες καλλιεργητικές πρακτικές, που βρίσκονται στον αντίποδα της συμβατικής γεωργίας, ιδιαίτερα της “χημικής” και που όλες μαζί συνιστούν και κωδικοποιούν τη νέα γεωργία, δυναμικός πυρήνας της οποίας είναι η βιοκαλλιέργεια.

Στην τελευταία θέση

Παρ' όλα αυτά η χώρα μας βρίσκεται τελευταία μεταξύ των 15 χωρών της ΕΕ στη βιολογική καλλιέργεια, παρ’ όλο που από το 1992 η ΕΕ έχει υιοθετήσει με τον Κανονισμό 2078/92 τη βιοκαλλιέργεια, την οποία και ενισχύει οικονομικά, θεσμικά, με διάφορες επιδοτήσεις (από 7-30 χιλ. δρχ./στρέμμα, ανάλογα την καλλιέργεια). Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό βιοκαλλιεργούμενης γεωργικής έκτασης (μόλις 0,50% ή 180 χιλ. στρέμματα), έναντι 2,1% της ΕΕ (28 εκατ. στρέμματα και 31 εκατ. στρέμματα σε όλη την Ευρώπη), ενώ σε ορισμένες χώρες το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο όπως: Αυστρία 9%, Ελβετία 8%, Δανία 6%, Ιταλία 5,5%, Φινλανδία 6,3%, Γερμανία 2,4%, Σουηδία 3,7%, Αγγλία 1,8%, Ολλανδία 1,2% κ.λπ.

Το γιατί μείναμε πίσω σαν χώρα έχει σχέση τόσο με την ολιγωρία και ραθυμία της επίσημης κρατικής αγροτικής πολιτικής, όσο και με την καθυστέρηση του ίδιου του γεωργικού τομέα (καλλιεργητές, φορείς, οργάνωση κλπ), που από την αρχή δεν συνέλαβαν και δεν συνειδητοποίησαν τα μηνύματα και τις τάσεις της εποχής μας. Οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων στις αγορές της Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας έφθασαν το 2000 τα 20 δισ. δολ. (διπλασιασμός σε σύγκριση με το 1997), ενώ για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται ακόμα μεγαλύτερη αύξηση.

Για τη χώρα μας αποκτά μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι το 1/3 των εξαγωγών της αποτελούν τα γεωργικά προϊόντα, από τα οποία το 40% είναι σε φρούτα-λαχανικά. Η γερμανική αγορά, η οποία είναι η πλέον δυναμική σε τζίρο, εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα εισαγόμενα βιολογικά προϊόντα και η Ελλάδα, που εξάγει περίπου τα μισά της γεωργικά προϊόντα στη Γερμανία, θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, πραγματοποιώντας μεγαλύτερες και περισσότερο κερδοφόρες πωλήσεις.

Νέο μοντέλο ανάπτυξης

Τέλος, δεν πρέπει να βλέπουμε τη βιολογική καλλιέργεια μονοδιάστατα, αλλά θα πρέπει να τη συσχετίζουμε και με πολλές άλλες πλευρές, όπως το επίπεδο και τη δυναμική της οικονομικής, παραγωγικής και κοινωνικής ζωής. Διότι μία κυριαρχική ανάπτυξη της φυσικής ή βιολογικής καλλιέργειας δίχως χημικά μπορεί να οδηγήσει προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης του αγροτικού χώρου, σε αρμονία με τις περιβαλλοντικές ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου. Μπορεί, δηλαδή, αν συνδυαστεί με δράσεις όπως αγροτουρισμός, οικοτουρισμός, εκπαιδευτικός τουρισμός κ.ά., να αποτελέσει συνολικά μια απάντηση σε θέματα ζωτικής σημασίας που αντιμετωπίζει σήμερα ο αγροτικός κόσμος, αλλά και προς την κατεύθυνση διαφύλαξης της υπαίθρου από την απειλή της απερήμωσης.

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ : ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΣΤΕΝΕΥΟΥΝ

Η χώρα μας, στην αποφασιστική και καίρια "μάχη της αυτάρκειας" κατά την τελευταία 20ετή πορεία της στην ΕΕ, έχασε πολύτιμο έδαφος, με οδυνηρές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, οικονομικά και κοινωνικά. Και το χειρότερο είναι πως περιορίσθηκαν ανεπιστρεπτί τα περιθώρια τόσο για συγκράτηση των εισαγωγών τροφίμων όσο και για τη μελλοντική αυτάρκεια σε πολλά από αυτά. Πολλά είναι τα ερωτηματικά που τίθενται σχετικά με αυτή την πορεία, με το τι έγινε μα πάνω από όλα με το τι μέλλει γενέσθαι.

Προς τα πού βαδίζει η συνολική αγορά των γεωργικών προϊόντων της χώρας μας και ιδιαίτερα η αγορά των εδώδιμων τροφίμων, είτε νωπών είτε μεταποιημένων; Ποιες είναι οι ισχυρότερες τάσεις στην πρωτογενή παραγωγή, στη μεταποίηση, στις εξαγωγές και εισαγωγές, όπως διαμορφώθηκαν στα είκοσι χρόνια της ένταξης της χώρας στην ΕΕ (1981-2000); Στη νέα δεκαετία που κυλάει, ποια είναι η δυναμική, η κατεύθυνση και οι προοπτικές, ποιοι κλάδοι, τομείς αλλά και σημαντικά προϊόντα είναι εκείνα που άντεξαν στον οποιονδήποτε ανταγωνισμό, εσωτερικό, κοινοτικό και διεθνή και ποια δεν άντεξαν, οπότε τι μέλλον ανοίγεται γι’ αυτά;

Γιατί διευρύνθηκε το παθητικό εμπορικό ισοζύγιο των τροφίμων, νωπών και μεταποιημένων, στην περασμένη 20ετία και με ποιες επιπτώσεις στην παραγωγική, εμπορική και οικονομική διαδικασία; Προβλέπεται να διευρυνθεί περισσότερο και στην τρέχουσα δεκαετία και με ποιες επιπτώσεις, σε επίπεδο παραγωγής, εμπορίου και εθνικής οικονομίας;

Παράλληλα με αυτά, ποια μέτρα, πολιτικές προσπάθειες, προγράμματα θα χρειαστεί να υλοποιηθούν, είτε για να προληφθούν τα χειρότερα, είτε για να αποκατασταθεί μια σταθεροποίηση, είτε για να βελτιωθούν περαιτέρω, ενόψει του οξύτερου ανταγωνισμού της εξωτερικής και παγκοσμιοποιημένης αγοράς αυτών των προϊόντων τροφίμων; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε παρακάτω.

Η εμπειρία από την 20ετή ένταξη

Στη διάρκεια της 20ετίας από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ μέχρι σήμερα στην Ενωμένη Ευρώπη (1981-2000), η ασθενής ελληνική γεωργοκτηνοτροφία (μικρός κλήρος, φτωχά νοικοκυριά, καθυστερημένες δομές, ανύπαρκτη χρηματοδότηση, χαμηλή επαγγελματική κατάρτιση, ελλιπής άρδευση, χαμηλές αποδόσεις και παραγωγικότητα κλπ), δέχθηκε -υπό συνθήκες κατάργησης δασμολογίου και ελεύθερης διακίνησης προϊόντων- το συντριπτικό ανταγωνιστικό βάρος της ισχυρά οργανωμένης κοινοτικής γεωργοκτηνοτροφίας (μεγέθη, ποιότητα, τιμές, βιομηχανία, μάρκετινγκ κλπ). Το αποτέλεσμα αυτής της “επίθεσης” ήταν πολλοί κλάδοι και προϊόντα, ιδίως κτηνοτροφίας και γαλακτοκομικά, αμπελοοινικά κ.ά., να υποστούν αποδιοργάνωση, συρρίκνωση, ενώ άλλοι κλάδοι και προϊόντα κατάφεραν με πολλές θυσίες να επιζήσουν ή να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα χάριν των κοινοτικών επιδοτήσεων.

Από τις επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) η Ελλάδα δεν επωφελήθηκε και δεν αξιοποίησε επαρκώς τις δυνατότητες-ευκαιρίες που υπήρχαν σε αυτή, είτε γιατί η ΚΑΠ μπήκε στα επόμενα χρόνια σε μία ολοένα πιο περιοριστική πολιτική, είτε λόγω αδυναμιών της ελληνικής πλευράς να τις εκμεταλλευτεί στο μάξιμουμ, είτε γιατί μέρος των επιδοτήσεων “χανόταν”, λόγω του σκληρού κοινοτικού ανταγωνισμού.

Τα μόνα προϊόντα – κλάδοι που επωφελήθηκαν σχετικά και δεν ζημιώθηκαν, τουλάχιστον μέχρι τη νέα πολιτική της AGENDA 2000, είναι η εκτροφή αιγοπροβάτων, το βαμβάκι, ο καπνός και το ελαιόλαδο, για τα οποία συνεχίζει να υπάρχει κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία μέχρι το 2004-2005, διότι μετά το έδαφος στήριξης θα αρχίσει να υποχωρεί απειλητικά…

Ο μεγάλος τομέας των οπωροκηπευτικών δέχτηκε και αυτός ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις από τον κοινοτικό ανταγωνισμό, διότι η ελληνική πλευρά ολιγώρησε και δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιθετική τακτική και προσαρμοστικότητα για να επωφεληθεί από τη μεγάλη κοινοτική αγορά.

Από την άλλη πλευρά, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, αδύνατη ανταγωνιστικά μέχρι την ένταξη, άργησε να αναδιοργανωθεί, τουλάχιστον σε όλους τους κλάδους και μόνο στη δεκαετία του ‘90 απέκτησε κάποιες ικανοποιητικές οικονομικοτεχνικές δομές, κυρίως με την επενδυτική απορρόφηση ή και συνεργασία με αλλοδαπά -κοινοτικά και μη – κεφάλαια και σε κλάδους ελλειμματικούς σε πρώτες ύλες όπως γαλακτοκομικά, ιχθυηρά, κρέατα, αλλαντικά, ζυμαρικά, σάλτσες, κονσέρβες φρούτων ή λαχανικών, με χυμούς, με διάφορα φαγητά, ψαρικά, είδη ζαχαροπλαστικής, ρύζι, όσπρια, αναψυκτικά, ποτά κ.ά. Σήμερα, πάνω από τα 2/3 του κεφαλαίου της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων ελέγχεται από αλλοδαπές εταιρείες.

Όλα αυτά εξηγούν την απειλητική για την εγχώρια αγορά αύξηση των εισαγωγών τροφίμων, κυρίως κρεάτων και γαλακτοκομικών, αλλά και άλλων προϊόντων.

Ποια προϊόντα άντεξαν και ποια όχι

Αυτή την εικοσαετία, τόσο στην πρωτογενή παραγωγή – γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία – όσο και στη δευτερογενή – βιομηχανία τροφίμων – σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές. Σε ορισμένα προϊόντα σημειώθηκαν αυξήσεις και σε άλλα μειώσεις ή στασιμότητα. Στα 20 χρόνια αυξήθηκε ο όγκος της παραγωγής στο βαμβάκι (230%), στο σκληρό σιτάρι (100%), στο καλαμπόκι (65%), στο ελαιόλαδο (70%), στα πορτοκάλια (50%), στο ρύζι (120%), ενώ μειώθηκε ή έμεινε στα ίδια επίπεδα σε πολλά άλλα όπως μαλακό σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καπνό, πατάτες, ροδάκινα, βερίκοκα, καρπούζια, τομάτες, αγγούρια, σταφύλια κ.ά. Επίσης, σε πολλά λαχανικά η παραγωγή μειώθηκε -όπως, νωπά φασόλια, κρεμμύδια, αγκινάρες, σκόρδα, μπάμιες- ενώ σε άλλα σημειώθηκαν μικρές αυξήσεις στα όρια της εσωτερικής αγοράς. Το υψηλό κόστος παραγωγής αποθάρρυνε τις εξαγωγές, παρά την αυξημένη ζήτηση στην κοινοτική αγορά, την οποία τελικά κάλυπταν με κερδοφορία αλλά κράτη. Γενικά, στα λαχανικά και φρούτα η χώρα μας δεν επωφελήθηκε από την αυξημένη κοινοτική ζήτηση λόγω υποκειμενικών αδυναμιών. Στα προϊόντα της ζωικής παραγωγής η Ελλάδα μάλλον ζημιώθηκε, λόγω του πανίσχυρου κοινοτικού ανταγωνισμού, αφού σήμερα στο μεν βόειο κρέας έχει μια αυτάρκεια μόλις 25% (το 75% εισάγεται), στα δε άλλα κρέατα δεν σημειώθηκε καμία ουσιαστική αύξηση. Το ίδιο και στα γάλατα ή στα διάφορα τυροκομικά, βούτυρα κ.ά., αφού στο αγελαδινό έχει αυτάρκεια μόλις 60% (το υπόλοιπο εισάγεται σε κουτιά).

Πανωλεθρία υπέστη η χώρα μας στον παραδοσιακό τομέα της αμπελουργίας, εφόσον σε όλα τα προϊόντα (σταφύλια, σταφίδα, κρασί, κ.ά.) η μεν παραγωγή μειώθηκε δραματικά, οι δε καλλιεργούμενες εκτάσεις στα πλαίσια της ΚΑΠ συρρικνώθηκαν (ξεριζώθηκαν) κατά το 1/3.

Αν όμως η κατάσταση είναι απογοητευτική στην πρωτογενή παραγωγή, με εξαίρεση ορισμένα προϊόντα που αναφέραμε και τη θετική εξέλιξη των υδατοκαλλιεργειών με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις, στον επίσης κρίσιμο τομέα της βιομηχανίας τροφίμων είναι το ίδιο αποθαρρυντική, με εξαίρεση ορισμένους κλάδους όπου πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις – συνεργασίες εγχώριων και αλλοδαπών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα μια ικανοποιητική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας και ορισμένων εξαγωγικών επιδόσεων όπως σε γαλακτοκομικά, ζυμαρικά, τοματοπολτό, κονσέρβες ροδάκινων, μπύρας, κρασιού, αλλαντικά, ιχθυηρά κ.ά.

Η χώρα μας όμως εξακολουθεί να μην είναι αυτάρκης σε βασικά τρόφιμα όπως, γαλακτοκομικά, κρέατα, δημητριακά και γενικά σε τρόφιμα.

Ειδικά αξίζει να επισημανθούν τα εξής:

α) ο δείκτης παραγωγής της βιομηχανίας τροφίμων μεταξύ 1980-1999 παρέμεινε σχεδόν ο ίδιος με ενδιάμεσες μικρές αυξήσεις

β) ο δείκτης λιανικής πώλησης ειδών διατροφής αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα πάνω από 6-7 φορές

γ) το εμπορικό ισοζύγιο γεωργικών προϊόντων από ενεργητικό που ήταν το 1981 μετατράπηκε σε ιδιαίτερα υψηλό παθητικό (15,8 δισ. ECU το 1998)

δ) οι εισαγωγές γεωργικών προϊόντων από 58 δισ. δρχ. το 1980 έφθασαν τα 9 τρισ. δρχ. το 1999

ε) μόνο οι εισαγωγές νωπών φρούτων – λαχανικών αυξήθηκαν στη δεκαετία του '90 κατά 2470%, για να φθάσουν από 34,5 δισ. δρχ. σε 118 δισ. δρχ. Επίσης, στην ίδια δεκαετία τα επεξεργασμένα φρούτα-λαχανικά αυξήθηκαν κατά 110% (από 70 χιλ. τον. σε πάνω από 150 χιλ. τον.)

στ) μόνο για κρέατα πλήρωσε η χώρα μας το 1998 περίπου 240 δισ. δρχ., για γάλατα 161 δισ. δρχ., για διάφορα άλλα τρόφιμα 59 δισ. δρχ., κλπ.

ζ) συμμετοχή ΕΕ σε σύνολο εισαγωγών γεωργικών προϊόντων 80%

Και η αιμορραγία συνεχίζεται περισσότερο από χρόνο σε χρόνο, η οικονομία αφυδατώνεται από οικονομικές δυνάμεις, η χώρα είναι ανοχύρωτη σε κάθε είδους εισαγωγές, ιδιαίτερα από αγροτικά, που μπορεί κατά 80% να τα παράγει η ίδια.

Γιατί αυξάνουν οι εισαγωγές τροφίμων

Από την 20ετή ανάλυση των εξελίξεων τόσο στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή των εδώδιμων γεωργικών προϊόντων, δηλαδή των τροφίμων, όσο και στην κατανάλωση προκύπτει το βασικό συμπέρασμα ότι οι συνεχώς αυξανόμενες εισαγωγές τροφίμων (είτε γεωργικών είτε επεξεργασμένων) κρύβουν βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες στον συνολικό τομέα τροφίμων. Και όλα αυτά διότι:

  1. Η πρωτογενής (γεωργική-κτηνοτροφική) παραγωγή δεν κατάφερε να αναπτυχθεί για να εξασφαλίσει αυτάρκεια
  2. Το ίδιο συνέβη και με τη βιομηχανία τροφίμων, παρά τις κάποιες επενδυτικές και τεχνολογικές βελτιώσεις σε ορισμένους υποκλάδους
  3. Στην εικοσαετή περίοδο της ένταξης στην ΕΟΚ/Ε.Ε. η χώρα μας δεν επωφελήθηκε, ούτε μπόρεσε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες, είτε διότι κάμφθηκε σε πολλούς τομείς από τον κοινοτικό ανταγωνισμό, είτε διότι ολιγώρησε στη νέα κρίσιμη κατάσταση της ένταξης, είτε διότι οι ίδιες οι μεταλλαγές της ΚΑΠ, με τις συνεχείς περιοριστικές αναθεωρήσεις των ΚΟΑ, στένεψαν τις δυνατότητες ανάπτυξης και αυτάρκειας σε τρόφιμα
  4. Στην ίδια όμως περίοδο η κατανάλωση τροφίμων αυξήθηκε πολύ περισσότερο από την εσωτερική προσφορά (λόγω βελτίωσης εισοδημάτων, διαφοροποίησης της ζήτησης τροφίμων με αγαθά που δεν παρήγαγε η εγχώρια γεωργία/ βιομηχανία, αύξησης του τουρισμού άρα και της επιπλέον κατανάλωσης τροφίμων κλπ), οπότε οι ανάγκες καλύπτονταν συνεχώς από ανερχόμενες εισαγωγές διατροφικών αγαθών.

Το συμπέρασμα είναι ότι η χώρα μας, στην αποφασιστική και καίρια “μάχη της αυτάρκειας” κατά την τελευταία 20ετή ευκαιρία, έχασε πολύτιμο έδαφος, με οδυνηρές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, οικονομικά και κοινωνικά. Και το χειρότερο είναι πως περιορίσθηκαν ανεπιστρεπτί τα περιθώρια τόσο για συγκράτηση του “εισαγωγικού κενού” όσο κυρίως για μία μελλοντική αυτάρκεια σε πολλά είδη τροφίμων.

Η επερχόμενη παγκοσμιοποίηση και στην αγορά ειδών διατροφής θα επιβεβαιώσει τις δυσοίωνες αυτές προοπτικές.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ

Η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα χαμηλού κόστους. Είναι… καταδικασμένη να παράγει προϊόντα υψηλών καταναλωτικών προτύπων αποδεκτών στη διεθνή αγορά. Μόνον η εξαγωγική δραστηριότητα θα μας λυτρώσει από τα δεινά της υστέρησης και της ομφαλοσκόπησης.

Είναι περίπου παροιμιώδης, ήδη από τη δεκαετία του ’60, η έκφραση: "έγινε επένδυση στην Ελλάδα της τάξεως των τόσων εκατ. δολαρίων, με την οποία προσδοκάται υποκατάσταση εισαγωγών τόσων εκατ. δολαρίων…". Και μόνη η διατύπωση αποκαλύπτει μια ποιοτικής τάξης κρίση, στη βάση της οποίας αναγνωρίζεται ότι ουδέποτε κάποιος διανοήθηκε με ποια άλλη επενδυτική στρατηγική, στρατηγική προσανατολισμού του παραγωγικού δυναμικού μας σε εξαγωγικές δραστηριότητες, θα εξάλειφε εν δυνάμει το τριτοκοσμικό αίτημα της "υποκατάστασης" των εισαγωγών. Διότι περί αυτού πρόκειται, αφού μόνο κάποιες από τις χώρες του Τρίτου κόσμου, μη έχοντας τη στοιχειώδη επάρκεια πόρων, προβάλλουν τέτοιου είδους αιτήματα. Ή μάλλον περί αυτού καταντάει να πρόκειται, καθώς το εξαγωγικό μας πρόβλημα συνοψίζεται στη φράση: Οι ελληνικές επιχειρήσεις ΔΕΝ αξιοποιούν επαρκώς το παραγωγικό-εξαγωγικό τους δυναμικό, με αποτέλεσμα η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ να βρίσκεται στην τελευταία θέση -και με απόσταση από τις άλλες- στη σχέση των εξαγωγών της προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της (όπου η αναγωγή στο ΑΕΠ δείχνει το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας).

Η… κάθοδος των "μοιραίων"

Ειδικότερα, οι εξαγωγές της χώρας μας ως ποσοστού του ΑΕΠ της από 19,1% το 1987 (τότε ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 27,2%) περιορίστηκαν στο 15,7% του ΑΕΠ το 1998 (με μέσο όρο στην Ένωση 32,1%), όταν τα σχετικά ποσοστά άλλων χωρών της ΕΕ, όπως της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας ανήλθαν το 1998 αντιστοίχως σε 33% (από 32% το 1987), σε 84,9% (από 55,8% το 1987) και σε 29,7% (από 19,4% το 1987). Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την αύξηση των παγκόσμιων εξαγωγών κατά 68,5% την οκταετία 1990-1998 οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν μόλις κατά 22%, όταν την ίδια χρονική περίοδο οι εξαγωγές της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας αυξήθηκαν αντίστοιχα κατά 47,5%, 169% και 96% (πηγή: ΟΠΕ)!

Εν πάση περιπτώσει, σημασία έχει ότι κι αυτή ακόμα η κοντόθωρη πολιτική γενναιότητα της "υποκατάστασης" έπαιξε, όσο έπαιξε, το ρόλο της στο πλαίσιο των κλειστών και προστατευμένων οικονομιών. Αφ΄ ης στιγμής απελευθερώθηκε το παγκόσμιο εμπόριο δεν υπάρχει πλέον ζήτημα "υποκατάστασης των εισαγωγών". Αντ’ αυτού, στο βαθμό που η ελληνική παραγωγή θα συνεχίσει να ομφαλοσκοπεί αδιαφορώντας για την ανάγκη έγκαιρης προσαρμογής της στις "μεγάλες πιέσεις" του διεθνούς καταμερισμού, κινδυνεύει με αφανισμό που θα έχει και το βαρύ τίμημα της ανεργίας. Διότι οι εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο εντείνουν αντί να περιορίζουν τα υφιστάμενα προβλήματα. Ήδη η επιτάχυνση και η ένταση του ανταγωνισμού διευρύνουν την απόσταση που χωρίζει τις ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες από τις χώρες που σπρώχνονται να αναπτύξουν τις εξαγωγές τους. Αλλά εμείς επιδιώκουμε κάτι τέτοιο ή εμμένουμε στην ανακύκλωση της υστέρησής μας;

Η μεταφυσική προσδοκία της ανόδου

Προ εβδομάδων, στην ετήσια έκθεση του διοικητού της ΤτΕ κ. Λ. Παπαδήμου, σχετικά με την επιδείνωση της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας (ειρήσθω εν παρόδω, χρωστάμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε, ήτοι για κάθε 100 δρχ. που παράγουμε εγχωρίως οι περίπου 43 φεύγουν προς το εξωτερικό) ως αίτιο της αιμορραγίας των πόρων μας εκτιμάται και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, ενώ γίνεται η εξής υπόδειξη: απαιτείται η υλοποίηση επενδύσεων οι οποίες θα υποκαταστήσουν τις σημερινές υψηλές εισαγωγές με εγχώρια παραγωγή, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα περιόριζε τους πόρους που φεύγουν στο εξωτερικό…

Διερωτάται, λοιπόν, κανείς: Η επένδυση για τη βελτίωση της παραγωγής π.χ. του ελληνικού ροδάκινου ή της πατάτας ή της μπλούζας μακό κοκ εγγυάται ότι θα περιοριστούν οι εισαγωγές των αντίστοιχων προϊόντων από τις χώρες του Τρίτου κόσμου, που είναι και φθηνότερα; Οι αγοραστές των επιχειρήσεων του οργανωμένου λιανεμπορίου θα έσκαζαν στα γέλια. Η διαφορά του κόστους των προϊόντων μας από τα προϊόντα Τρίτων χωρών δεν αφορίζεται με μεταφυσικές προσδοκίες.

Αναπροσανατολισμός της παραγωγής με στόχο τις εξαγωγές

Συμπέρασμα πρώτο: Άπαξ δια παντός η πολιτεία οφείλει να ξεκαθαρίσει στους παραγωγούς -και του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης- ότι η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα φτηνού κόστους. Συνεπώς δεν μπορεί πλέον να παράγει προϊόντα που απευθύνονται σε καταναλωτές χαμηλών απαιτήσεων, κυρίως όταν η διάθεση αυτών των προϊόντων της προσκρούει στον ανταγωνισμό οικονομιών που ανήκουν σε κατώτερη φάση ανάπτυξης από τη δική της. Επομένως, είναι καταδικασμένη να επαναπροσδιορίσει και να διαφοροποιήσει πολλά από τα προϊόντα της και τις μεθόδους (συστήματα, τεχνολογίες) παραγωγής τους, ώστε να προσφέρει προϊόντα υψηλών καταναλωτικών προτύπων προκειμένου να τα κάνει τι; -Συμπέρασμα δεύτερο:- Να τα εξάγει! Άλλη περίπτωση ικανότητας αναπαραγωγής και ανθεκτικότητας του πλουτοπαραγωγικού δυναμικού της χώρας σε βάθος χρόνου δεν υπάρχει.

Η λογική του "να παράγουμε εγχωρίως το ίδιο προϊόν που σήμερα εισάγουμε" (με κίνδυνο ασφαλώς να τρωθεί από το διεθνή ανταγωνισμό του στον "πόλεμο των τιμών" που μαίνεται κι αυτός εγχωρίως) είναι το λιγότερο φενάκη. Ως κατεξοχήν λογική της "σχετικής οικονομικής αυτάρκειας", δηλαδή της βραδύτητας, είναι τελειωμένη υπόθεση για τον υπερκινητικό και έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα του παγκόσμιου εμπορίου.

Ήρθε η ώρα να ξεβολευτούμε

Αλλά η προοπτική της οργάνωσης της ελληνικής παραγωγής στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας ουδέποτε απασχόλησε σοβαρά τους εκάστοτε ιθύνοντες των οικονομικών επιτελείων. Ο λόγος είναι απλός μέσα στην τραγικότητά μας, όπως την ορίζει η συνενοχή της αδράνειας πάντων των πολιτικών ηγεσιών και των παραγωγικών τάξεων: Θα έπρεπε άπαντες να ξεβολευτούμε: η μεν (ή η όποια) πολιτική ηγεσία από τη λογική των "στόχων άμεσης απόδοσης" και από το φόβο του πολιτικού κόστους, οι δε παραγωγικές τάξεις από την ευκολία με την οποία περνάνε από την καταγγελία του "κρατισμού" στην καταγγελία της "κρατικής απουσίας", αρκεί να μη χρεώνεται σ’ αυτές ουδεμία ευθύνη για το κόστος των συνεπειών παρά μόνον στο κράτος.

Με δυο λόγια χρειάζεται ένα νέο "καθαρό συμβόλαιο" μεταξύ παραγωγικών τάξεων και πολιτείας, όπου να συμφωνηθεί ποια είναι επιτέλους η θέση της οικονομίας μας στην παγκόσμια αγορά -στον καταμερισμό της-, τι είδους προσαρμογές απαιτούνται στη δραστηριότητα κάθε κλάδου, ώστε τα προϊόντα του να γίνουν "απαραίτητα" για ποιες ακριβώς αγορές και κυρίως να συμφωνηθεί ότι χρειάζεται μια στρατηγική ανάπτυξης μακρού ορίζοντα, συστηματικότητα στην αναζήτηση των ευκαιριών και πειθαρχημένη δουλειά.

Επί παραδείγματι, αν στο πλαίσιο ενός τέτοιου συμβολαίου αντικαθιστούσαμε την έκφραση "η Ελλάδα παράγει αρίστης ποιότητας σταφίδα" με την έκφραση "η Ελλάδα παράγει βιολογικά αρίστης ποιότητας σταφίδα, την οποία τυποποιεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Αμερικανών καταναλωτών και τη διαθέτει στις ΗΠΑ, όπου διαπιστώθηκε θερμή υποδοχή του προϊόντος ως ονομασίας προέλευσης", η διαφορά είναι μέγιστη. Θα γινόταν δε τεράστια αν λέγαμε: "αφού και οι Τούρκοι παράγουν διεθνώς αποδεκτό και φτηνότερο σταφύλι από το δικό μας, εμείς παράγουμε μπράντι από σταφύλι και καραμέλες από γνήσιο σταφυλοζάχαρο" ή "από τη μαστίχα της Χίου φτιάχνουμε τη μοναδική παγκοσμίως φυσική τσίχλα και ως τέτοια την απευθύνουμε, σε δεκαπλάσια τιμή από τις κοινές τσίχλες, στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα των Ευρωπαίων και των Αμερικανών καταναλωτών, που μας γνώρισαν γιατί φροντίσαμε να προωθήσουμε το προϊόν μας"! Εξάλλου, η επένδυση για την απόκτηση τεχνογνωσίας π.χ. στον τομέα της μεταποίησης και της τυποποίησης των τροφίμων φαντάζει μέγεθος αστείο μπροστά στη μεσομακροπρόθεσμη ωφέλεια των επενδυτών. Δεν μιλάμε δα για πυρηνική τεχνολογία!

Η οδυνηρή πραγματικότητα και τα οξύμωρα σχήματά της

Η οδυνηρή πραγματικότητα της χαμηλής σχέσης των εξαγωγών προς τις εισαγωγές μας και μάλιστα με τάσεις μείωσης (1995: 42,9%, 1996: 41,7%, 1997: 41,2%, 1998: 38,9%) επ’ ουδενί διασκεδάζεται από την παράθεση λογιστικών μεγεθών -όπως π.χ. του ρυθμού ανάπτυξης του εθνικού προϊόντος κατά 5%-6% ή του δημοσιονομικού πλεονάσματος κατά 5,6%- προκειμένου να συγκαλύπτεται το χάσμα της ονομαστικής με την πραγματική σύγκλιση της χώρας με την ΟΝΕ, ή να προβάλλεται αυτάρεσκα "η κατάταξη της Ελλάδας μεταξύ των 25 πλουσιότερων χωρών του κόσμου". Απεναντίας, δημιουργεί οξύμωρο σχήμα, δεδομένου και του γεγονότος ότι ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας αυξάνεται κατά τα τελευταία έτη με ετήσιο ρυθμό σχεδόν 3%, έναντι 0,7% του μέσου όρου της Ε.Ε., εξακολουθούμε να παράγουμε άνεργους κατέχοντας το ευρωπαϊκό πρωτείο, εξαιτίας του ότι η ανταγωνιστικότητά μας παραμένει σε φθίνουσα πορεία. Και θα συνεχίσει να είναι σε φθίνουσα πορεία οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε χρεοκοπία, εφόσον θα εξακολουθούν να παράγουν χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ελαστικής ζήτησης προϊόντα (ιδίως στον αγροτικό τομέα η ελληνική παραγωγή δημιουργεί προϊόν χωρίς καν να ξέρει για ποια αγορά και για ποιο επίπεδο καταναλωτών το προορίζει. Στερνή καταφυγή της είναι το “χύμα” της λαϊκής του Σαββάτου στα αστικά κέντρα). Όλα αυτά φανερώνουν ότι απέχουμε παρασάγγες από τη στοιχειώδη κατανόηση του "θαυμαστού καινούργιου κόσμου" της παγκοσμιοποίησης και του τι προοιωνίζεται για τον "πολιτισμό της βραδύτητας".

Τα άλλοθι πλέον δεν συγχωρούνται

Όσον αφορά στον πολιτικό ισχυρισμό περί ευθύνης του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων για τα δεινά του εμπορικού ισοζυγίου μας, πρόκειται για κακοστημένο άλλοθι. Κακοστημένο διότι λ.χ. οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της ιταλικής ή της αυστριακής αγοράς είναι αντίστοιχου -αν όχι μικρότερου- μεγέθους από πολλές δικές μας και άλλοθι διότι επιζητεί να εμφανίσει ως "μοιραίο αίτιο" τα αποτελέσματα της απουσίας στρατηγικής σχεδιασμού σχετικά με τον προσανατολισμό της παραγωγικής δυνατότητας των επιχειρήσεων και με την προώθηση των προϊόντων τους.

"Κι όμως, η ανάπτυξη της εξαγωγικής δυνατότητας της Ελλάδας είναι τεράστια. Κατ’ αρχάς πρόκειται για μια οικονομία που έχει τη δυνατότητα παραγωγής του μεγαλύτερου δυνατού εύρους βιολογικών προϊόντων!… Είμαστε η χώρα που βγάζει το καλύτερο ελαιόλαδο. Κι όμως ο κόσμος αναγνωρίζει ως κορυφαία στο είδος την Ιταλία! Γιατί; Μα, διάολε, οι Ιταλοί επενδύουν για τη διεθνή προώθηση του ελαιολάδου τους όσο η Ελλάδα για το σύνολο των αγροτικών της προϊόντων κι ενδεχομένως περισσότερο!…", εξανίστατο σεβαστός φίλος -βαθύς γνώστης των δυνατοτήτων και των αυτοκαταστροφικών μας συνδρόμων- σε πρόσφατη συζήτησή μας.

HENKEL PELIKAN : ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Σε μία δυναμική κίνηση ενίσχυσης της συνεργασίας της με το λιανεμπόριο προχώρησε η εταιρεία Henkel Pelikan, αναλαμβάνοντας από δω και στο εξής η ίδια την απευθείας εξυπηρέτηση των καταστημάτων των σούπερ μάρκετ.

Ανατρέχοντας στο παρελθόν θα θυμηθούμε ότι τα χαρτοπωλιακά προϊόντα Pelikan κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά από το 1912 και η διακίνησή τους γινόταν μέσω χονδρεμπορικών μονάδων. Από την έναρξη λειτουργίας όμως της θυγατρικής εταιρείας Pelikan Ελλάς (1978), το σκηνικό άλλαξε και ο δρόμος για την απευθείας εξυπηρέτηση από τη θυγατρική εταιρεία των μονάδων μεταπώλησης άνοιξε. Από το 1991 η Henkel Pelikan διανέμει τα προϊόντα της από τις δικές της αποθήκες στο παραδοσιακό κανάλι του βιβλιοχαρτοπωλείου σε όλη την Ελλάδα, καταξιώνοντας έτσι τα γνωστότερα brands της αγοράς (Pelikan, Blanco, Pritt κλπ). Ως γνωστόν, η Henkel Pelikan διαθέτει μία ευρεία γκάμα χαρτοπωλιακών προϊόντων στις κατηγορίες της διόρθωσης, κόλλησης, γραφής, ζωγραφικής κλπ.

Σημαντικός στόχος

Όπως σημειώνει ο κος Ευάγγελος Παπαδόπουλος, διευθυντής πωλήσεων της εταιρείας, “το κανάλι των σούπερ μάρκετ αποτέλεσε από την αρχή έναν από τους σημαντικότερους στόχους της εταιρείας, στο οποίο όμως μέχρι και πέρυσι η διανομή γινόταν μέσω χονδρεμπορικής συνεργασίας. Τα προϊόντα Henkel Pelikan βρίσκονταν σχεδόν σε όλες τις αλυσίδες. Η "νέα" λοιπόν κίνηση της εταιρείας δεν αφορά τόσο στην παρουσία των προϊόντων της στο συγκεκριμένο κανάλι, αλλά κυρίως στην απευθείας εξυπηρέτηση των μονάδων σούπερ μάρκετ, προσβλέποντας σε μακροχρόνιες και επικερδείς συνεργασίες για τους συμβαλλόμενους αλλά κυρίως σε όφελος του καταναλωτή”.

Με τη νέα της κίνηση η εταιρεία λαμβάνει υπόψη της την αυξημένη ζήτηση για τα προϊόντα αυτά καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και σε αυτό το κανάλι. Έτσι, από φέτος, πιο οργανωμένα, με μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων, διαφημιστική υποστήριξη και εντονότερη παρουσία, τόσο κατά τη διάρκεια της σχολικής περιόδου όσο και κατά την υπόλοιπη διάρκεια του έτους, η Henkel Pelikan ανταποκρίνεται στην καταναλωτική ζήτηση.

“Τα χαρτοπωλιακά προϊόντα αντιμετωπίζονται από το σύνολο σχεδόν των ελληνικών σούπερ μάρκετ ως μία ακόμα εποχιακή κατηγορία, κάτι που δεν ισχύει στις υπόλοιπες επαρχιακές αγορές”, τονίζει ο κος Παπαδόπουλος, προσθέτοντας ότι ως εκ τούτου “η όποια μέτρηση αριθμητικής ή σταθμισμένης διανομής δεν θα ήταν αντικειμενική. Θεωρούμε ότι τόσο η προηγούμενη πορεία μας όσο και οι νέες μας κινήσεις στο χώρο έχουν εξασφαλίσει κατά ένα μεγάλο ποσοστό την παρουσία των προϊόντων μας στα σούπερ μάρκετ. Στόχος της εταιρείας είναι να αποδείξει στους ενδιαφερόμενους την αξία της συνεχούς παρουσίας των χαρτοπωλιακών προϊόντων στα ράφια με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γκάμα.

Ο αποχαρακτηρισμός αυτής της κατηγορίας προϊόντων ως “εποχιακά” και η βαθύτερη μελέτη οικονομικών στοιχείων και αποτελεσμάτων από πλευράς των υπευθύνων σχεδιασμού των σούπερ μάρκετ θα δώσει το χώρο και τη θέση που πρέπει στα συγκεκριμένα προϊόντα”.

Ξεκάθαρη πολιτική

Ως προς το επίπεδο της συνεργασίας της εταιρείας με τα σούπερ μάρκετ, ο κος Παπαδόπουλος επισημαίνει ότι “η πολύχρονη παρουσία της Henkel Pelikan στο παραδοσιακό χαρτοπωλείο με την καθαρή και σταθερή πολιτική της (τιμολογιακή και πιστωτική), τη διαφημιστική υποστήριξη των προϊόντων της, τη συνεχή παρουσία των ανθρώπων της ενημερώνοντας και βοηθώντας, ανέδειξαν την Henkel Pelikan σε φίλο και συνεργάτη κάθε χαρτοπώλη. Το ίδιο, πιστεύω, ισχύει με όποιον συνεργαζόμαστε μέχρι σήμερα από το χώρο των σούπερ μάρκετ και θα ισχύσει με κάθε μελλοντικό συνεργάτη”.

Σε ό,τι αφορά τον τρόπο τοποθέτησης των προϊόντων της συγκεκριμένης κατηγορίας στα ράφια των καταστημάτων για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων, η πρόταση της εταιρείας στους συνεργάτες της είναι να λαμβάνουν υπόψη τους τη δυναμικότητα του κάθε προϊόντος και τον πιθανό αγοραστή τους. “Η ομοιόμορφη εικόνα που παρουσιάζουν τα προϊόντα μας όταν τοποθετούνται στους γάντζους”, τονίζει, “επιτρέπει στον καταναλωτή να διακρίνει το είδος και τη χρηστικότητα του κάθε προϊόντος. Επιπλέον, σε κάθε επαφή μας με τους συνεργάτες μας τονίζουμε το θέμα της δυναμικότητας του κάθε κωδικού που βελτιώνει την απόδοση ανά τετραγωνικό εκατοστό επιφανείας”.

Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία στην παρουσίαση των προϊόντων στο κανάλι των σούπερ μάρκετ, τα προϊόντα αυτά συσκευάζονται σε συσκευασίες blister, επιτυγχάνοντας έτσι την καλύτερη και ομοιόμορφη παρουσία τους, καθώς και την οπτική επαφή του προϊόντος.

Η μεταπωλητική δύναμη του καναλιού των σούπερ μάρκετ είναι αναμφισβήτητη, με συνεχώς αυξανόμενη δυναμική στη συγκεκριμένη κατηγορία. Η δυναμική αυτή οφείλεται και στα μοντέλα συνεργασίας με αλυσίδες ευρωπαϊκών προτύπων. Η αγορά οδηγείται πράγματι από τα επιτυχημένα ευρωπαϊκά μοντέλα, που παραπέμπουν σε πωλήσεις υψηλών ποσοστών των non food προϊόντων, από καταστήματα με αυξανόμενο μέγεθος και με παρουσία νέων κατηγοριών προϊόντων με υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Ο κος Παπαδόπουλος εκτιμά ότι την πολιτική αυτή θα ακολουθήσουν όλες οι αλυσίδες στην Ελλάδα προκειμένου να “εισπράξουν” τα οφέλη της.

COSMOTE και PANAFON-VODAFONE


Δύο από τις τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας παρέχουν πλέον υπηρεσίες που επιτρέπουν σε μια επιχείρηση να ενοποιήσει τις επικοινωνίες μεταξύ των σταθερών και κινητών τηλεφώνων των υπαλλήλών της, επιτυγχάνοντας μείωση του συγκεκριμένου τηλεπικοινωνιακού κόστους μέχρι και 70%.

Όταν ένας υπάλληλος μιας επιχείρησης καλεί από το σταθερό του τηλέφωνο το κινητό τηλέφωνο κάποιου συναδέλφου του, το κόστος της συνδιάλεξης είναι περίπου 100 δραχμές ανά λεπτό, δηλαδή περίπου 1,7 δραχμές το δευτερόλεπτο.

Προκειμένου οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας Cosmote και Panafon-Vodafone να μειώσουν το συγκεκριμένο κόστος, δημιούργησαν τις υπηρεσίες Direct Access και mVPN αντίστοιχα, με τη χρήση των οποίων η προαναφερόμενη συνδιάλεξη κοστίζει 0,5 δραχμές ανά δευτερόλεπτο, δηλαδή 70% φθηνότερα, όπως επίσης 0,5 δραχμές κοστίζει και ένα τηλεφώνημα από το κινητό τηλέφωνο κάποιου υπαλλήλου στο σταθερό συναδέλφου του.

Οι υπηρεσίες Direct Access και mVPN είναι συμφέρουσες για εταιρείες που ο χρόνος ομιλίας μεταξύ σταθερών και κινητών τηλεφώνων υπερβαίνει τα 2.500 περίπου λεπτά μηνιαίως και αυτό γιατί επιβαρύνονται με πάγιο μηνιαίο κόστος 260.000 δραχμών και επομένως η χρήση τους είναι κερδοφόρος για την επιχείρηση, εφόσον γίνει απόσβεση αυτού του ποσού.

Ευκολίες και οφέλη

Εκτός του οικονομικού όφελους, οι υπηρεσίες Direct Access και mVPN παρέχουν λειτουργικές ευκολίες στη χρήση των εταιρικών κινητών τηλεφώνων. Η σημαντικότερη αυτών είναι η δυνατότητα δημιουργίας ενός ενιαίου αριθμοδοτικού πλάνου για σταθερές και κινητές τηλεφωνικές συσκευές.

Απλούστερα αυτό σημαίνει ότι αν η εταιρεία διαθέτει ήδη κάποιο τριψήφιο ή τετραψήφιο σχήμα αριθμοδότησης για τα σταθερά της τηλέφωνα, έχει τη δυνατότητα να εντάξει σε αυτό και τα εταιρικά κινητά τηλέφωνα. Έτσι, για παράδειγμα, αν ο υπάλληλος Χ έχει σταθερό εταιρικό τηλέφωνο με αριθμό 121, θα έχει στο εταιρικό κινητό τον αριθμό 7121 ή 4121 κ.λπ. Οπότε οι συνάδελφοί του χρειάζεται να θυμούνται μόνο έναν αριθμό προκειμένου να επικοινωνήσουν μαζί του.

Εξίσου σημαντική λειτουργική ευκολία, η οποία συντελεί στη μείωση των τηλεπικοινωνιακών εξόδων της εταιρείας, είναι η δυνατότητα καθορισμού επιτρεπόμενων και απαγορευμένων κλήσεων. Σύμφωνα με εκπροσώπους των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, οι λίστες που καθορίζουν τις ομάδες χρηστών με διαφορετικά “προνόμια” είναι δυνατό να αλλάζουν με ευκολία. Οπότε η εταιρεία έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει ευέλικτα την πολιτική της απέναντι στους υπαλλήλους και επιπλέον να προσθέτει τηλεφωνικούς αριθμούς πελατών στους οποίους επιτρέπονται κλήσεις.

Η παροχή όλων των προαναφερόμενων υπηρεσιών είναι διαθέσιμη μόνο εντός Ελλάδας και αυτός είναι μάλλον και ο σημαντικότερος περιοριστικός παράγοντας.

Δωρεάν κλήσεις εντός της επιχείρησης από οποιοδήποτε κινητό τηλέφωνο

Η Cosmote παρέχει αυτή τη στιγμή την υπηρεσία Wireless Office κατ’ αποκλειστικότητα, με την οποία οι συνδιαλέξεις εντός των κτιριακών εγκαταστάσεων και μεταξύ των εταιρικών τηλεφώνων πραγματοποιούνται δωρεάν.

Αυτό σημαίνει ότι ο υπάλληλος της επιχείρησης έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε κινητό τηλέφωνο και ως ασύρματο σταθερό τηλέφωνο (τύπου DECT) και μάλιστα με τον ίδιο αριθμό κλήσης. Οπότε καλεί τους συναδέλφους του στα κινητά ή τα σταθερά τους τηλέφωνα, ή αντίστοιχα τον καλούν από αυτά με μηδενική χρέωση, εφόσον όλοι βρίσκονται μέσα στο κτίριο της εταιρείας.

Σύντομα η υπηρεσία Wireless Office θα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός ασύρματου τοπικού δικτύου (Wireless LAN), επιτρέποντας στους εταιρικούς χρήστες φορητών υπολογιστών να έχουν ασύρματη πρόσβαση στο Intranet ή το Internet σε οποιοδήποτε χώρο του κτιρίου κι αν βρίσκονται.

Η χρέωση της υπηρεσίας γίνεται με μηνιαίο πάγιο ανά σύνδεση, το οποίο καλύπτει όλες τις κλήσεις που πραγματοποιούνται εντός του κτιρίου.