Η συνδιαλλαγή προϋποθέτει οικονομική αδυναμία, παρούσα ή προβλέψιμη, και μη είσοδο στην κατάσταση παύσης των πληρωμών.
Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή για τους οφειλέτες που ήδη αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους κατά τρόπο μόνιμο και γενικό. Αυτοί, εάν και εφόσον θα συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναδιοργάνωσης, θα έχουν τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθούν μέσω σχεδίου αναδιοργάνωσης, όπως προβλέπουν τα άρθρα 107 επ.
Εξάλλου, οι επιεικείς για τους οφειλέτες ρυθμίσεις του Κώδικα για μη απώλεια της εμπορικής ιδιότητας, για διατήρηση ελεύθερης της μεταπτωχευτικής περιουσίας και για τη δυνατότητα απαλλαγής του οφειλέτη -που, ενώ πτώχευσε, κηρύχθηκε συγγνωστός- από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιήθηκε από την πτωχευτική περιουσία, αποτελούν ρύθμιση διάσωσης του οφειλέτη.
Η συνδιαλλαγή, έχοντας ως κύριο σκοπό την αναζήτηση και ανεύρεση νέων χρηματικών πόρων για αποτελεσματική επαναφορά της επιχείρησης σε κατάσταση κανονικής αντιμετώπισης των υποχρεώσεών της, και όχι διαιώνισης καταστάσεων αμφίβολης βιωσιμότητας, περιορίζει τη διάρκεια της συμφωνίας σε μία διετία.
Προϋποθέσεις συνδιαλλαγής
Το άρθρο 99 του Κώδικα ορίζει ως ουσιαστικές προϋποθέσεις συνδιαλλαγής την απόδειξη ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία, ενεστώσα ή προβλέψιμη, και ότι δεν έχει παύσει τις πληρωμές του. Η ιδιαιτερότητα του θεσμού έγκειται στο ότι η διαδικασία ανοίγεται μόνο με πρωτοβουλία του ίδιου του οφειλέτη, ως διαδικασία πρόληψης, αλλά και ως πρόβλεψη, ώστε να αποτραπεί η οικονομική του πτώση.
Το άρθρο αυτό οργανώνει τις προϋποθέσεις ανοίγματος της διαδικασίας. Στην αίτηση πρέπει να περιλαμβάνονται η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη (όπως ισολογισμός, απογραφή, καταστάσεις πιστωτών, το εύρος της επιχείρησης, το απασχολούμενο προσωπικό και η κοινωνική γενικά σημασία της επιχείρησης) και, κυρίως, οι ανάγκες και δυνατότητες χρηματοδότησης ή άλλα μέτρα αναδιάρθρωσης που προτείνει ο αιτών οφειλέτης.
Λόγω συμμετοχής στη διαδικασία τόσο πραγματογνώμονα όσο και μεσολαβητή διασφαλίζεται εξαρχής ο τρόπος αμοιβής τους. Με ταχεία διαδικασία, όταν υποβληθεί η αίτηση και εφόσον έχει το αναγκαίο περιεχόμενο, ορίζεται με διάταξη του προέδρου του δικαστηρίου πραγματογνώμονας -πρόσωπο ανεξάρτητο από τον οφειλέτη ή πιστωτή- ο οποίος, αφού διαπιστώνει αντικειμενικά την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, υποβάλλει την έκθεσή του.
Το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής προϋποθέτει απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου. Όπως ορίζεται στο άρθρο 100, το δικαστήριο ανοίγει τη διαδικασία με αμετάκλητη, δημοσιευτέα απόφασή του που ορίζει μεσολαβητή, πρόσωπο ανεξάρτητο από τον οφειλέτη ή πιστωτή, εφόσον τουλάχιστον πιθανολογήσει τόσο την πληρότητα και βασιμότητα της αίτησης όσο και, κυρίως, τη σκοπιμότητα της συνδιαλλαγής.
Ο έλεγχος σκοπιμότητας, εν προκειμένω, αποτελεί ιδιαίτερη αποστολή του δικαστηρίου ως συντελεστή της διαδικασίας αυτής. Ο έλεγχος σκοπιμότητας είναι αποτρεπτικός για αιτήσεις καταχρηστικής φύσεως ή που επιδιώκουν σκοπούς ξένους προς τη διάσωση της επιχείρησης και την πρόληψη της πτώχευσης.
Ως ταχεία διαδικασία με αποκλεισμό παρελκυστικών τακτικών, ο μεσολαβητής πρέπει να ολοκληρώσει το έργο του σε σύντομο χρονικό διάστημα (το μέγιστο σε τρεις μήνες), η παρέλευση του οποίου επιφέρει ως άμεσες συνέπειες τη λήξη τόσο του λειτουργήματος του μεσολαβητή όσο και της ίδιας της διαδικασίας συνδιαλλαγής.
Το έργο του μεσολαβητή και του δημοσίου
Ο μεσολαβητής, κατά το άρθρο 101 του Κώδικα, επιδιώκει να καταλήξει σε συμφωνία κυρίως μεταξύ του οφειλέτη και των κυριότερων πιστωτών του, που να εκπροσωπούν τουλάχιστον την πλειοψηφία των απαιτήσεων κατ’ αυτού, στην οποία θα προσδιορίζονται και οι ειδικότεροι όροι που θα πρέπει να τηρηθούν.
Προς διευκόλυνση του έργου του μεσολαβητή και για τη δημιουργία σαφούς οικονομικής εικόνας του οφειλέτη, ο Κώδικας επιτρέπει μόνον στο μεσολαβητή να ζητήσει κάθε σχετική πληροφορία για τον οφειλέτη από πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μη ισχύοντος ως προς αυτόν του τραπεζικού απορρήτου. Το περιεχόμενο της συμφωνίας καθορίζεται από την ελεύθερη διαπραγμάτευση και τη συναλλακτική βούληση των μερών.
Τίποτε δεν εμποδίζει τον μεσολαβητή να συμβουλευτεί και πρόσωπα που δεν έχουν την ιδιότητα πιστωτή, όπως ενδεχομένως προμηθευτές ή άλλους αντισυμβαλλομένους. Εάν μέσα στην προθεσμία που έθεσε το δικαστήριο δεν επιτευχθεί συμφωνία, το δικαστήριο, αφού ενημερωθεί σχετικά από τον μεσολαβητή, περατώνει τη διαδικασία συνδιαλλαγής με αμετάκλητη απόφασή του.
Προκειμένου να είναι ευχερής η αποτελεσματικότερη σύναψη συμφωνίας, όταν μεταξύ των πιστωτών είναι το Δημόσιο εν γένει, ο Κώδικας, κατά παρέκκλιση άλλων απαγορευτικών διατάξεων, επιτρέπει (άρθρο 102) στους πιστωτές αυτούς να συναινούν και να μειώνουν τις απαιτήσεις τους κατά του οφειλέτη ή ακόμη να παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ισχύουν για αυτά.
Επικύρωση συμφωνίας
Η επίτευξη συμφωνίας συνδιαλλαγής για την ολοκλήρωσή της απαιτεί δικαστική επικύρωσή της, όπως καθορίζεται στο άρθρο 103. Η σχετική αίτηση πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 10 ημερών. Η αίτηση μπορεί να είναι κοινή, συμβαλλόμενων πιστωτών και οφειλέτη ή και οποιουδήποτε από αυτούς.
Το δικαστήριο και στη φάση αυτή έχει εξουσία αποτελεσματικής παρέμβασης και ουσιαστικού ελέγχου της συμφωνίας και απόρριψης της επικύρωσης, εάν η διάρκεια της συμφωνίας υπερβαίνει τη διετία, κυρίως όμως εάν ήδη συντρέχει η αρνητική προϋπόθεση για τη συνδιαλλαγή, δηλαδή παύση των πληρωμών, εάν η συμφωνία δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης σε διάρκεια και όχι προσωρινά και, ιδίως, εάν θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών που δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Κατά τη συζήτηση έχουν δικαίωμα παρέμβασης όσοι έχουν έννομο συμφέρον, ενώ η απόφαση, απορριπτική ή επικυρωτική, υπόκειται σε δημοσιότητα και σε περιορισμένα ένδικα μέσα.
Αποτελέσματα της επικύρωσης
Στο άρθρο 104 καθορίζεται ότι μια επικύρωση περατώνει τη διαδικασία συνδιαλλαγής, αλλά δημιουργεί συγχρόνως δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δύναμη τίτλου εκτελεστού και καταστάσεις έναντι παντός. Επιφέρει αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του οφειλέτη και των συνοφειλετών και εγγυητών του προσωρινά, ανεξάρτητα από το αν οι πιστωτές έχουν υπογράψει ή όχι τη συμφωνία, για όσο χρόνο διαρκεί η συμφωνία. Η ίδια αναστολή αφορά στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, εκτός αν πρόκειται να διασφαλιστούν στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
Προς διευκόλυνση των συναλλαγών του οφειλέτη, παύουν απαγορεύσεις ή κωλύματα που του είχαν επιβληθεί ως προς την έκδοση επιταγών, ενώ προθεσμίες και χρόνος παραγραφής αναστέλλονται. Σημαντική είναι η συνέπεια της απαγόρευσης λήψης οποιουδήποτε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, κυρίως βεβαίως της κήρυξης της πτώχευσης. Δεδομένου ότι η κήρυξη της πτώχευσης προϋποθέτει παύση των πληρωμών, της οποίας όμως η μη συνδρομή είναι προϋπόθεση για τη διαδικασία συνδιαλλαγής, δεν δικαιολογείται χρονικό διάστημα αναστολής του μέτρου αυτού περισσότερο από τον εύλογο χρόνο ενός εξαμήνου.
Κήρυξη λύσης της συμφωνίας
Τέλος, το άρθρο 105 προβλέπει ότι η συμφωνία ως περιεχόμενο της διαδικασίας συνδιαλλαγής είναι δυνατόν ή να λήξει ή να μη τηρηθεί έναντι αυτών που υπέγραψαν τη συμφωνία πιστωτών ή ακόμη προδήλως να μη συνεισφέρει στη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη ή να ανατραπεί λόγω μεταγενέστερης υπαγωγής του οφειλέτη στη διαδικασία της πτώχευσης.
Στις περιπτώσεις αυτές επέρχεται λύση της συμφωνίας είτε αυτοδικαίως (πάροδος της διάρκειας, κήρυξη σε πτώχευση) ή με απόφαση του δικαστηρίου, κατόπιν αιτήσεως συμβληθέντος πιστωτή, λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων ή και από μη συμβληθέντα πιστωτή, εάν η συμφωνία αποδεδειγμένα δεν οδηγεί σε διάσωση της επιχείρησης. Η δυνατότητα αυτή των μη συμβληθέντων πιστωτών επιτρέπει την αποδέσμευσή τους από το, εκ του νόμου επερχόμενο σε βάρος τους, αποτέλεσμα της αναστολής διώξεων του οφειλέτη για ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.
Με τη λύση της συμφωνίας οι συμβληθέντες πιστωτές ανακτούν τις απαιτήσεις τους κατόπιν της αφαίρεσης όσων έλαβαν λόγω συμφωνίας και τις εξασφαλίσεις τους, εκτός εάν είχαν εν τω μεταξύ εξαλειφθεί. Σε αυτούς, για την περίπτωση λύσης της συμφωνίας συνεπεία πτώχευσης του οφειλέτη, αναγνωρίζεται γενικό προνόμιο των εντεύθεν και μόνον απαιτήσεών τους και κατάταξής τους για ικανοποίηση πριν από τους άλλους γενικώς προνομιούχους πιστωτές.