Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων, έχουν πραγματοποιηθεί εκατοντάδες παρουσιάσεις και ημερίδες -και στη χώρα μας- όμως η κατάσταση σήμερα δεν είναι αυτή που κάποιοι αναλυτές προέβλεπαν. Βήματα έχουν γίνει και μάλιστα σημαντικά, ενδιαφέρον υπάρχει, όμως το RFID δεν έχει ακόμα κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στον χώρο του ελληνικού λιανεμπορίου και στην εφοδιαστική αλυσίδα των επιχειρήσεων του συγκεκριμένου κλάδου. Η αίσθηση που υπάρχει μεταξύ των εμπλεκομένων είναι ότι υπάρχει μεν κινητικότητα και ενδιαφέρον, εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν πολλοί δισταγμοί που εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να κάνουν το μεγάλο βήμα.
Μια γρήγορη ματιά
Για όσους δεν γνωρίζουν τι εστί RFID, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να σημειώσουμε ότι η λέξη προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων Radio Frequency Identification, φράση η οποία σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει αναγνώριση ή ταυτοποίηση με τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι απλούστατα πρόκειται για την ασύρματη εκδοχή του barcode (γραμμωτός κώδικας), κάτι που μας φέρνει πιο κοντά σε έναν περισσότερο ολοκληρωμένο ορισμό, με την επισήμανση βέβαια ότι οι δυνατότητες χρήσης δεν σταματούν εκεί, αφού οι πληροφορίες που δυνητικά μπορούν να μεταφέρουν οι RFID ετικέτες είναι πολύ περισσότερες από αυτές που ενσωματώνει ένα barcode. Ουσιαστικά, λοιπόν, το RFID επιτρέπει, μέσω του συνδυασμού μιας “έξυπνης” ετικέτας και ενός ειδικού αναγνώστη, την αναγνώριση ενός συγκεκριμένου προϊόντος -γενικότερα ενός αντικειμένου, ενός ζώου ή ακόμα και ενός ανθρώπου (!)- ασύρματα και χωρίς να απαιτείται οπτική επαφή με αυτό.
Σύμφωνα με μια άποψη, η πρώτη χρήση της τεχνολογίας RFID τοποθετείται στη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα βρετανικά πολεμικά αεροσκάφη ήταν εφοδιασμένα με έναν ογκώδη μεταδότη για να πιστοποιούν στα φίλια ραντάρ ελέγχου ότι δεν είναι εχθρικά. Τις επόμενες δεκαετίες η τεχνολογία παρέμεινε “κλεισμένη” σε στρατόπεδα -και δη των ΗΠΑ- προτού υπάρξει η πρώτη πιλοτική εφαρμογή για επιχειρηματικούς σκοπούς με την τοποθέτηση ετικετών σε αγελάδες ελεγχόμενης βοσκής, επιτρέποντας την εξ αποστάσεως παρακολούθησή τους. Αργά αλλά σταδιακά οι πιλοτικές εφαρμογές αυξάνονταν για να φθάσουμε τελικά στο 2003, όταν η γνωστή αλυσίδα supermarket Wal-Mart ανακοίνωνε την απαίτηση προς τους προμηθευτές της να ενσωματώσουν το συντομότερο (η αρχική προθεσμία ήταν η 1η Ιανουαρίου 2005) στα προϊόντα τους RFID ετικέτες, προκειμένου να διευκολύνουν τις διαδικασίες παραλαβής και ελέγχου στα logistics της.
Συστατικά και πλεονεκτήματα
Βασικό συστατικό της τεχνολογίας είναι οι λεγόμενες έξυπνες ετικέτες (tags), οι οποίες διαθέτουν ένα chip και μία μικροσκοπική κεραία. Στο πρώτο αποθηκεύονται τα δεδομένα που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο αντικείμενο (πχ κωδικός κατασκευαστή, αριθμός έκδοσης, σειριακός αριθμός προϊόντος, ημερομηνία λήξης κλπ). Η κεραία χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ του tag και των αναγνωστών (readers), τις συσκευές δηλαδή που διαβάζουν τις πληροφορίες από τα tags και στη συνέχεια τις μεταφέρουν σε κάποιο πληροφοριακό σύστημα για περαιτέρω αξιοποίηση. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν και συσκευές εγγραφής (writers), οι οποίες αναλαμβάνουν την εγγραφή των δεδομένων στις ετικέτες.
Γενικότερα, η λειτουργία του RFID είναι απλή, καθώς, όταν μία ετικέτα βρίσκεται εντός της εμβέλειας ενός reader, αναγνωρίζεται, και διαβάζονται τα περιεχόμενα της, τα οποία στη συνέχεια μεταβιβάζονται στο κατάλληλο λογισμικό διαχείρισης.
Σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές του χώρου, δύο είναι τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η τεχνολογία RFID: η αυξημένη ταχύτητα αναγνώρισης των προϊόντων (σε συνδυασμό με τη δυνατότητα αναγνώρισης πολλαπλών αντικειμένων ταυτόχρονα) και η ελαχιστοποίηση των λαθών. Από την άλλη πλευρά, καταγράφονται και ορισμένα μειονεκτήματα, όπως για παράδειγμα το κόστος των ετικετών κυρίως -αλλά και γενικότερα του εξοπλισμού- το οποίο παραμένει ακόμα σχετικά υψηλό. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμα διαφωνίες που αφορούν σε τεχνικές λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα στις συχνότητες λειτουργίας, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι κατασκευαστές να προωθούν προϊόντα για διαφορετικές συχνότητες, γεγονός που με τη σειρά του δημιουργεί προβλήματα διαλειτουργικότητας. ‘Ενα ακόμα πολυσυζητημένο πρόβλημα αφορά στην τοποθέτηση tags σε προϊόντα τα οποία βρίσκονται σε υγρή μορφή ή έχουν μεταλλική συσκευασία, οπότε εμφανίζονται προβλήματα δυσλειτουργίας, τουλάχιστον σε κάποιες συχνότητες. Να σημειώσουμε πάντως ότι αρκετά από τα προβλήματα της πρώιμης περιόδου έχουν πλέον ξεπεραστεί, και η τεχνολογία εμφανίζεται στις βασικές παραμέτρους της αρκετά ώριμη και αξιόπιστη (για παράδειγμα, η ακρίβεια ανάγνωσης σε ένα προσεκτικά σχεδιασμένο project προσεγγίζει το 99,9% στις περισσότερες περιπτώσεις).
Η κατάσταση εν Ελλάδι
Το μεγάλο ερώτημα είναι, φυσικά, τι γίνεται στην Ελλάδα αναφορικά με υλοποιήσεις και γενικότερα πόσο γρήγορα προχωρεί η υιοθέτηση του RFID από τις ελληνικές επιχειρήσεις. ‘Οπως είναι λογικό και αναμενόμενο, σε καμία περίπτωση το RFID δεν έχει ακόμη αντικαταστήσει το barcode, κάτι που σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να γίνει (αν και οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν περισσότερη πιθανή την επί μακρόν αρμονική συμβίωση των δύο μεθόδων ταυτοποίησης). Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν πάντως κάποιες πρωτοποριακές και καινοτόμες υλοποιήσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται ακόμη και στη χώρα μας. Για παράδειγμα, η συγκεκριμένη τεχνολογία χρησιμοποιείται στα διόδια της Αττικής Οδού (e-pass) και της Εθνικής Οδού (Teopass), προκειμένου να διευκολύνεται το πέρασμα των αυτοκινήτων και η είσπραξη των κομίστρων. Μία άλλη εφαρμογή έχουμε στον Δήμο Ασπροπύργου, ο οποίος προχώρησε στην τοποθέτηση RFID ετικετών (tags) στους κάδους σκουπιδιών, ώστε οι υπηρεσίες του δήμου να είναι σε θέση να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία αποκομιδής των σκουπιδιών.
‘Οσον αφορά στον χώρο τού λιανεμπορίου και γενικότερα στην αλυσίδα προμηθειών και εφοδιασμού της λιανικής πώλησης, ακόμα οι υλοποιήσεις είναι μάλλον λίγες σε αριθμό. Από την άλλη, όσοι παρακολουθούν από κοντά τη συγκεκριμένη αγορά επισημαίνουν το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον που εκδηλώνουν για την εν λόγω τεχνολογία πολυάριθμες ελληνικές επιχειρήσεις της αγοράς του λιανεμπορίου. Επιπλέον, έχουν αρχίσει να υλοποιούνται ορισμένα πιλοτικά έργα, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα καλό παράδειγμα, προκειμένου να επιταχυνθεί η διείσδυση της τεχνολογίας RFID στη χώρα μας. Θα πρέπει, βεβαίως, να επισημάνουμε ότι το RFID ούτε στο εξωτερικό -των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων- έχει δείξει μέχρι στιγμής υψηλούς ρυθμούς διείσδυσης. Αυτό που φαίνεται να αυξάνεται πολύ γρήγορα είναι ο αριθμός εκείνων που γνωρίζουν τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης τεχνολογίας.
Ζήτημα κόστους
‘Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το RFID, τόσο στη χώρα μας όσο και σε διεθνές επίπεδο, σχετίζεται με την αξιοποίηση της εν λόγω τεχνολογίας στην “πρώτη γραμμή” της λιανικής πώλησης, δηλαδή στο κατάστημα. Μπορεί η Wal-Mart να έκανε ένα σημαντικό βήμα, παράδειγμα προς μίμηση για τους ανταγωνιστές της, ωστόσο είναι εξαιρετικά λίγα τα έργα -πιλοτικά ή πλήρους ανάπτυξης- τοποθέτησης RFID ετικετών σε μεμονωμένα προϊόντα. ‘Οπως παρατηρούν στελέχη της ελληνικής αγοράς, οι επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο δεν μπορούν να δουν αν υπάρχει απόσβεση στην επένδυση που καλούνται να κάνουν ή κάποιο άλλο αντισταθμιστικό όφελος που θα δικαιολογούσε μια τέτοια -διόλου ευκαταφρόνητη- επένδυση.
Το κόστος, το οποίο παραμένει σχετικά υψηλό σε σύγκριση με τις παραδοσιακές εφαρμογές σήμανσης με barcode, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές που θα “ξεκλειδώσει” την ευρεία υιοθέτηση της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μία κλασική περίπτωση “αβγού και κότας”: οι πελάτες ζητούν χαμηλότερες τιμές ανά tag, προκειμένου να αρχίσουν να υλοποιούν έργα RFID, και οι προμηθευτές υποστηρίζουν ότι, αν δεν υπάρξουν σημαντικές παραγγελίες που να οδηγήσουν σε μεγάλο όγκο παραγωγής tags, το κόστος ανά ετικέτα δεν μπορεί να μειωθεί. Το αποτέλεσμα είναι αυτή τη στιγμή το κόστος των ετικετών να παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Το ζήτημα του κόστους φαίνεται να έχει βαρύνουσα σημασία στην ελληνική αγορά, καθώς σε μια τέτοια μικρή αγορά είναι απολύτως αναμενόμενο να έχουμε σαφώς υψηλότερο κόστος απόκτησης ανά ετικέτα, κάτι που φυσιολογικά ενοχλεί τους πιθανούς πελάτες. Δεν είναι, επομένως, διόλου τυχαίο ότι τα περισσότερα σχετικά έργα που υλοποιούνται ή σχεδιάζονται στην Ελλάδα αφορούν κυρίως στη “δεύτερη γραμμή” της λιανικής πώλησης, ήτοι στο κομμάτι της εφοδιαστικής αλυσίδας. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου έργου, τα tags επικολλώνται σε υλικά μαζικής συσκευασίας (κιβώτια, κουτιά και παλέτες), είναι δηλαδή ολιγάριθμα, και επιπλέον είναι εύκολη η συλλογή και η επαναχρησιμοποίησή τους στο περιβάλλον της συγκεκριμένης εφοδιαστικής αλυσίδας. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατηγορία των επανεγγράψιμων tags είναι αυτή που σημειώνει τις μεγαλύτερες πωλήσεις, καθώς προορίζεται κυρίως για τέτοιου μεγέθους αντικείμενα. Παράλληλα, πολλές εταιρείες τοποθετούν RFID tags στα πάγια περιουσιακά στοιχεία τους, στα οποία -όπως είναι προφανές- σπανίως χρειάζεται αλλαγή ετικετών.
‘Αλλα προβλήματα
Ως να μην ήταν αυτά αρκετά, η τεχνολογία δείχνει να μην έχει ωριμάσει πλήρως ακόμα, δεδομένου ότι παρατηρούνται προβλήματα διαλειτουργικότητας. Δηλαδή, παρ’ όλο που τα πρότυπα έχουν καθοριστεί, και τα προϊόντα και οι λύσεις θα έπρεπε να “μιλάνε” μεταξύ τους χωρίς πρόβλημα, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις, στις οποίες καταγράφονται προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ ετικετών και αναγνωστών -ιδιαίτερα αν προέρχονται από διαφορετικούς κατασκευαστές- καθώς ακολουθούνται γενικώς διαφορετικά πρότυπα.
Ακόμη, σε πολλές επιχειρήσεις καταγράφεται επιφυλακτικότητα ή και άρνηση στην υιοθέτηση του RFID. Ο λόγος είναι ότι συνήθως η ενσωμάτωση της συγκεκριμένης τεχνολογίας μέσα στην αλυσίδα προμηθειών μιας εταιρείας σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η επιχείρηση. Είναι προφανές ότι η αλλαγή επιχειρηματικών διαδικασιών είναι κάτι που δεν είναι αρεστό σε ουκ ολίγα στελέχη μιας εταιρείας.
Ουσιαστικά, όλα τα παραπάνω προβλήματα είναι θέματα που αργά ή γρήγορα θα λυθούν. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το RFID περνά την περίοδο της παιδικής ηλικίας και τα προβλήματα που συμβαδίζουν με αυτήν.
Εφαρμογές κλειστού κυκλώματος
Γενικότερα, αυτό που παρατηρείται είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις ενδιαφέρονται για υλοποιήσεις λύσεων και συστημάτων RFID μέσα σε ένα “κλειστό κύκλωμα” (closed loop), δηλαδή εντός των ορίων μιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Για παράδειγμα, υπάρχουν εταιρείες παραγωγής ρούχων που χρησιμοποιούν λύση RFID. ‘Ομως, στην προκειμένη περίπτωση τοποθετούν ένα επανεγγράψιμο RFID tag πάνω σε κάθε κιβώτιο που πηγαίνει σε έναν συγκεκριμένο πελάτη (ένα tag για κάθε πελάτη). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι να έχουν καλύτερη γνώση σχετικά με το τι πηγαίνει σε κάθε πελάτη ή σε κάθε σημείο πώλησης, άρα να αποκτούν βελτιωμένο έλεγχο στην αλυσίδα των παραγγελιών.
Μία άλλη περίπτωση είναι αυτή που αφορά σε μια εταιρεία 3PL, η οποία χρησιμοποιεί το RFID προκειμένου να διασφαλίζει ότι υπάρχουν τα σωστά τιμολόγια και γενικότερα έγγραφα στο σωστό φορτηγό, τη σωστή ημέρα. Μοιάζει ίσως λίγο απλοϊκό, αλλά τέτοιου είδους λύσεις και εφαρμογές αποδεικνύονται εξαιρετικά δημοφιλείς και χρήσιμες στις ελληνικές επιχειρήσεις, αρκετές από τις οποίες αντιμετωπίζουν πολύ συγκεκριμένα προβλήματα, στα οποία η στοχευμένη χρήση του RFID προσφέρει αξιόπιστα αποτελέσματα.
Βεβαίως, ως κλειστό κύκλωμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το περιβάλλον μιας αποθήκης, και ίσως να μην είναι τυχαίο ότι πολλές από τις εν Ελλάδι υλοποιήσεις RFID σε λιανεμπορικές επιχειρήσεις αφορούν στις αποθήκες τους. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν αρκετά case studies, όπως αυτό της Control & Advanced Technology, η οποία έχει αναπτύξει την εφαρμογή RFID Store. Η εν λόγω εφαρμογή αποτελεί μια ολοκληρωμένη λύση διαχείρισης αποθήκης με την τοποθέτηση RFID ετικετών σε προϊόντα και την χρήση handheld RFID readers (Windows Mobile) και σταθερού υπολογιστή σε ρόλο server (Windows XP ή Vista). Η συνεργασία μεταξύ του φορητού αναγνώστη και του server γίνεται είτε ασύρματα (μέσω WiFi) είτε ενσύρματα (με σύνδεση USB). Σημειωτέον πως η Control & Advanced Technologies έχει ήδη υλοποιήσει την εν λόγω εφαρμογή σε ελληνική εταιρεία.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι πολλές από τις λύσεις που έχουν υλοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο της πιλοτικής δοκιμής είναι αρκετά καινοτόμες και έξυπνες και προσφέρουν ταχύτατη απόσβεση της πραγματοποιηθείσας επένδυσης. Επιπλέον, ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η υλοποίηση ενός έργου RFID δεν σημαίνει -απαραιτήτως- αντικατάσταση του υπάρχοντος εξοπλισμού και ειδικά όσον αφορά στο κομμάτι του barcode.
Χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά
‘Eνα συμπέρασμα που προκύπτει από τις πρώτες υλοποιήσεις RFID στη χώρα μας είναι ότι υπάρχει μεν ενδιαφέρον -και μάλιστα μεγάλο- από τις ελληνικές επιχειρήσεις, παράλληλα όμως και πολύς δισταγμός. Οι ελληνικές εταιρείες προτιμούν να δοκιμάσουν τα πλεονεκτήματα της εν λόγω τεχνολογίας σε συγκεκριμένες υλοποιήσεις με σχετικά μικρό ρίσκο και σημαντικά οφέλη σε περίπτωση επιτυχίας. Το κόστος είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και όσο δεν λύνεται τόσο θα βλέπουμε το RFID να περιορίζεται -όσον αφορά στην τοποθέτηση ετικετών- σε κιβώτια, παλέτες και κουτιά. Ιδανικό για μεγάλα αντικείμενα, πολύ ακριβό για όλα τα μικρά και ευτελούς αξίας προϊόντα. Το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι μία τεχνολογική εφεύρεση ή εξέλιξη που θα αλλάξει εντελώς τα δεδομένα στον χώρο του RFID, προκειμένου να μην αποδειχθεί ότι είναι μία ακόμη τεχνολογία που έγινε διαθέσιμη πριν από την ώρα της.
RFID και ιχνηλασιμότητα
‘Ενα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο που αξιοποιεί την τεχνολογία RFID έχει υλοποιήσει η Mobile Technology για λογαριασμό της ΣΥΚΙΚΗ (Κεντρική Συνεταιριστική ‘Ενωση Σύκων & Ξηρών Καρπών), δηλαδή την ένωση των συκοπαραγωγών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στόχος τού προγράμματος ήταν η ανάπτυξη ενός πληροφοριακού συστήματος ιχνηλασιμότητας τροφίμων, το οποίο -αξιοποιώντας την τεχνολογία RFID για τη συλλογή και μετάδοση δεδομένων- θα ενοποιεί την πρωτογενή παραγωγή με την μεταποίηση και τυποποίηση των γεωργικών προϊόντων.
Η υλοποίηση του προγράμματος χωρίζεται σε δυο άξονες. Ο πρώτος είναι η βασική έρευνα στους τομείς της διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας, με έμφαση στην αποθήκευση και στην ιχνηλασιμότητα φρούτων, καθώς επίσης και σε συστήματα και τεχνολογίες ραδιοσυχνικής αναγνώρισης (RFID) προϊόντων. Ο δεύτερος περιλαμβάνει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός καινοτόμου συστήματος που θα επικυρώνει στην πράξη τη θεωρητική ανάπτυξη του πρώτου άξονα.
Το προτεινόμενο σύστημα εγκαθίσταται στον χώρο του συνεταιρισμού, όπου γίνεται η παραλαβή, επεξεργασία, αποθήκευση και διάθεση των φρούτων (σύκων) προς τους χονδρέμπορους και στη συνέχεια στους καταναλωτές. Η ανάπτυξη των βασικών στοιχείων του συστήματος χωρίζεται σε τρία διακριτά επίπεδα: εφαρμογές, δεδομένα και περιβάλλον διεπαφής (user interface).
Τα αναμενόμενα αποτελέσματα είναι τόσο στρατηγικά όσο και λειτουργικά. Στα στρατηγικά περιλαμβάνονται η μείωση των δαπανών αποθήκευσης, οι προηγμένες τεχνολογίες διαχείρισης πελατειακών σχέσεων (CRM), η βελτιωμένη λήψη αποφάσεων και οι υπηρεσίες προστιθεμένης αξίας. Αντίστοιχα, στα λειτουργικά αποτελέσματα περιλαμβάνονται ο βελτιωμένος χειρισμός απρόβλεπτων γεγονότων, η βελτιστοποίηση του χρόνου λειτουργίας υπηρεσιών, ο έλεγχος της ποιότητας προϊόντων, ο εντοπισμός προβλημάτων σε πραγματικό χρόνο και η βελτιωμένη διαχείριση όλων των λειτουργικών διαδικασιών.
Τα οφέλη τής επιχείρησης από την εφαρμογή αυτή εστιάζονται κυρίως στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών, όσον αφορά στη διαχείριση των προϊόντων εντός της αποθήκης, την ιχνηλασιμότητά τους και τη διασφάλιση της ποιότητάς τους. Καθώς τέτοιου είδους εφαρμογές λείπουν από την αγορά, ενώ οι οποιεσδήποτε σχετικές έρευνες βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο, τα αποτελέσματα του έργου αναμένεται να αποτελέσουν τομή στην εκτέλεση τέτοιων διαδικασιών, καθώς για πρώτη φορά ο χρήστης θα μπορεί να γνωρίζει τι προϊόντα έχει, πού βρίσκονται, σε τι κατάσταση είναι κλπ. Ως άμεση συνέπεια, ο συνεταιρισμός θα μπορεί να βελτιώσει κάθε λειτουργική διαδικασία, να μειώσει το λειτουργικό κόστος και να διασφαλίσει την ποιότητα των προϊόντων του. Το εν λόγω έργο θα αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον χώρο της αποθήκευσης και διανομής προϊόντων, καθώς μέσω της εφαρμογής επιτυγχάνεται η βελτίωση της διαχείρισης των προϊόντων και η αυτοματοποίηση των διαδικασιών εισαγωγής, αποθήκευσης, αποστολής και ανάκλησης προϊόντων. Επίσης, εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων, όταν αυτά διοχετευτούν στην αγορά, η διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων και, εν τέλει, η εξοικείωση των χρηστών με τις νέες τεχνολογίες RFID.
Οι εταιρείες
Ακολουθεί ενδεικτικός κατάλογος εταιρειών που προσφέρουν λύσεις RFID στην Ελλάδα.
Β. Ι. Αλμπάνης ΑΕ (www.albanis.gr): Η εταιρεία Β. Ι. Αλμπάνης, που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο RFID, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις συνεργασίες της στον συγκεκριμένο τομέα, που περιλαμβάνουν δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες του χώρου διεθνώς, τη Motorola Enterprise Mobility Business (πρώην Symbol) και τη Zebra Technologies.
Business Effectiveness (www.businesseffect.gr): Η Business Effect κινείται στον χώρο των λύσεων που αφορούν στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και την εφοδιαστική αλυσίδα, βασιζόμενη κυρίως σε λύσεις RFID. Η εταιρεία, η οποία προσφέρει ολοκληρωμένες λύσεις RFID, έχει ήδη κάνει αρκετές υλοποιήσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, όπως πχ στη Diakinis.
Control & Advanced Technologies Hellas (www.cathellas.gr): Αρκετές υλοποιήσεις στον χώρο του RFID έχει πραγματοποιήσει η Control & Advanced Technologies Hellas, η οποία έχει αναπτύξει και την εφαρμογή RFID Store. Η εταιρεία έχει υλοποιήσει εφαρμογή για ταξί αλλά και για τα απορριμματοφόρα του δήμου Ασπροπύργου.
Datalex (www.datalex.gr): Η Datalex, μια από τις ελληνικές εταιρείες που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο RFID, συνεργάζεται με πολλούς γνωστούς κατασκευαστές (EMS – Escort Memory Systems, Zebra Technologies, HID κά). H Datalex βρίσκεται σε φάση υλοποίησης τριών έργων σε εταιρείες από τον χώρο του λιανεμπορίου.
Mobile Technology (www.mobiletechnology.gr): Η Mobile Technology είναι μία από τις πρώτες πέντε εταιρείες σε ολόκληρη την Ευρώπη που έχουν πιστοποιηθεί από την Intermec Technologies, μιας εκ των κορυφαίων εταιρειών στο RFID παγκοσμίως. Στους στόχους της περιλαμβάνεται η μεγαλύτερη διείσδυση της τεχνολογίας αυτής στην ελληνική αγορά και στα Βαλκάνια.
Motorola Enterprise Mobility Business (www.motorola.com): Από τους μεγαλύτερους “παίκτες” παγκοσμίως στον χώρο του RFID είναι η Motorola, μετά την εξαγορά τής Symbol Technologies. Στόχος της είναι να προσφέρει μια ολοκληρωμένη γκάμα προϊόντων RFID, ώστε να καλύπτει τις εξειδικευμένες ανάγκες των πελατών της. Η εταιρεία έχει υλοποιήσει αρκετά έργα σε RFID, με πιο πρόσφατη επιτυχία το συμβόλαιο συνεργασίας με το Υπουργείο ‘Αμυνας των ΗΠΑ.
ΝΕTWave (www.netwave.gr): Η ΝΕTWave είναι μεταξύ των εταιρειών που παρακολουθούν από κοντά τα δρώμενα στην ελληνική αγορά όσον αφορά στο RFID και θα βασιστεί στις υπάρχουσες συνεργασίες της για να προωθήσει συγκεκριμένες λύσεις.
Oracle (www.oracle.gr): ‘Εμφαση στο RFID δίνει και η Oracle, η οποία διαθέτει στο “οπλοστάσιό” της μία εξειδικευμένη οικογένεια προϊόντων ονόματι Sensor Based Services, ενώ γενικότερα διαθέτει έτοιμες λύσεις RFID που την αναδεικνύουν σε έναν από τους σημαντικότερους “παίκτες” στον συγκεκριμένο χώρο.
Orasys ID (www.orasysid.gr): Η Orasys ID είναι μια εταιρεία πληροφορικής, η οποία σχεδιάζει, υλοποιεί και υποστηρίζει ολοκληρωμένες λύσεις RFID και ταυτόχρονα παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στον τομέα της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.
SAP (www.sap.com/greece): Η γερμανική εταιρεία, η οποία δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον χώρο του RFID, έχει προχωρήσει σε σημαντικές υλοποιήσεις, κυρίως στο εξωτερικό.
Sensap (www.sensap.eu): H Sensap ΑΕ ειδικεύεται στην ανάπτυξη και διανομή εξοπλισμού, λογισμικού και αναλώσιμων για τις βιομηχανίες τής εκτύπωσης και συσκευασίας και τις επιχειρήσεις logistics. Στο πλαίσιο αυτό, κινείται δυναμικά και στον χώρο των λύσεων RFID.
Συνοδευτικά κείμενα:
Το αφιέρωμα αυτό δημοσιεύτηκε στο τεύχος 37 (Απρίλιος – Μάιος 2008) του περιοδικού Retail Technology των εκδόσεων Comcenter.