Mετά από ένα ιδιαίτερα δύσκολο ταξίδι στις φουρτούνες της οικονομικής κρίσης, κατόπιν εξαγορών και εξυγίανσης των οικονομικών τους, οι επιχειρήσεις του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας πλέουν πια σε ήρεμα νερά, ενώ η παραγωγή τους αυξάνεται και οι Έλληνες καταναλωτές, που άλλοτε δυσπιστούσαν με το ψάρι της υδατοκαλλιέργειας, τώρα το εμπιστεύονται σε μεγάλο βαθμό. Η χώρα μας έχει μακρά ιστορία στον τομέα. Το 1981 ιδρύθηκαν οι πρώτες μονάδες εκτροφής μεσογειακών ειδών ψαριών. Τα κύρια είδη φρέσκων ψαριών, που εκτρέφονται στις ελληνικές θάλασσες είναι κατά το 90% και άνω η τσιπούρα και το λαβράκι. Τα νεότερα είδη όπως το φαγκρί, ο κρανιός και η χιόνα, έχουν χαμηλότατα μερίδια και ποσοστά μεν, αλλά με αυξητική τάση. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση 2018 του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), η εκτροφή τσιπούρας και λαβρακιού στην Ελλάδα ανέρχεται ετησίως σήμερα περίπου στους 112.000 τόνους αξίας 546 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 82% του όγκου και το 97% της αξίας των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας. Μάλιστα, η Ελλάδα είναι μία από τις δύο πρώτες χώρες παραγωγής ψαριών μεσογειακής υδατοκαλλιέργειας, με ποσοστό μεριδίου 29% στη διεθνή παραγωγή τους. Σε πολύ μικρότερη κλίμακα, περίπου 3%, εκτρέφονται όλα τα υπόλοιπα μεσογειακά είδη, μυτάκι, φαγκρί, λυθρίνι, κρανιός, συναγρίδα κ.ά. Το μερίδιο της εγχώριας βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι εξαιρετικά μικρό. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2017 η παραγωγή βιολογικής τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε στους 735 τόνους, αντιστοιχώντας μόλις το 0,7% της συνολικής παραγωγής των δύο αυτών ειδών. Η αιτία της μικρής ζήτησής τους είναι, φυσικά, η τιμή τους, καθώς διατίθενται σχεδόν κατά 60% ακριβότερα από τα ψάρια συμβατικής εκτροφής.
Οι Έλληνες αγαπούν τσιπούρα και λαβράκι
Όπως εξηγεί ο κ. Βασίλης Σάντμπορω, Marketing-Export Manger, USA-Canada, της εταιρείας ΣΕΛΟΝΤΑ, «η τσιπούρα είναι το αγαπημένο ψάρι, μεταξύ των δύο κύριων ειδών, που επιλέγει ο Έλληνας καταναλωτής για το οικογενειακό του τραπέζι κι αυτό αποτυπώνεται στα στοιχεία πωλήσεων της εγχώριας αγοράς. Σε έρευνα που διεξήχθη τον Νοέμβριο 2018 για λογαριασμό της ΣΕΛΟΝΤΑ, μεταξύ άλλων, καταγράφηκαν οι αντιλήψεις των Ελλήνων καταναλωτών για τα ψάρια της ιχθυοκαλλιέργειας. Δεδομένων των συμπερασμάτων αντίστοιχης έρευνας του 2007, τα πρόσφατα ευρήματα ήταν άκρως ενδιαφέροντα και ενθαρρυντικά: Από τη μια πλευρά, ο Έλληνας καταναλωτής εξακολουθεί σε κάποιο βαθμό να εκλαμβάνει την επιλογή του ψαριού ιχθυοκαλλιέργειας ως απαραίτητο συμβιβασμό, πράγμα που φαίνεται από τις κρατούσες ακόμα συγχύσεις ως προς την έννοια «φρέσκο ψάρι», την οποία πολλοί αποδίδουν μόνο στα ψάρια ελεύθερης αλιείας, υποδηλώνοντας έτσι την κατά βάθος πεποίθησή τους πως το ψάρι ιχθυοτροφείου δεν είναι φρέσκο. Από την άλλη πλευρά, όμως, συγκριτικά με τα προ δεκαετίας ευρήματα, ο Έλληνας καταναλωτής έχει αλλάξει σημαντικά τις αντιλήψεις του για το ψάρι ιχθυοτροφείου και, στο πλαίσιο αυτό, το επιλέγει πλέον σταθερά». Ωστόσο, όπως διαπιστώνει ο κ. Σάντμπορω, τα περιθώρια της εκπαίδευσης των Ελλήνων στην κατανάλωση ψαριών ιχθυοτροφείου είναι μεγάλα, ενόσω το λανσάρισμά τους σε συσκευασίες και οι σύγχρονες καταναλωτικές απαιτήσεις έχουν διαφοροποιήσει το βαθμό αποδοχής τους. «Οι καταναλωτές δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στην πρακτικότητα και στην ευκολία της συσκευασίας, στην τιμή αλλά και τη γεύση του προϊόντος, που υπερβαίνει κάθε προσδοκία τους», υπογραμμίζει ο συνομιλητής μας.
Το μερίδιο των σούπερ μάρκετ στο 35%-40%
Εξάλλου, εξηγεί ότι «το συσκευασμένο, καθαρισμένο, επώνυμο ψάρι αποτελεί μια δελεαστική πρόταση ιδίως για τη νέα νοικοκυρά, διευρύνοντας έτσι την αποδοχή του σούπερ μάρκετ ως καναλιού διανομής των φρέσκων ψαριών. Η λαϊκή αγορά έλκει το μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό των αγοραστών, ενώ το παραδοσιακό ιχθυοπωλείο διατηρεί τα μερίδια του, βασισμένο στην προσφορά διαφόρων ειδών υπηρεσιών στον πελάτη, όπως το ψήσιμο και η διανομή κ.ά. Οι σχετικές τάσεις ανακλούν σαφώς στις πωλήσεις της ΣΕΛΟΝΤΑ, καθώς, όπως φαίνεται, η κατηγορία των «επεξεργασμένων» ψαριών έχει υπερδιπλασιάσει τις πωλήσεις της σε όγκο την τελευταία τριετία».
Οι αγοραστές ψαριών όταν ψωνίζουν, θέλουν να βλέπουν το ψάρι, το μάτι τους να πείθεται για τη φρεσκάδα του, και πάνω από όλα εμπιστεύονται τον ιχθυοπώλη που τους την εγγυάται. Παρόλα αυτά οι συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου το 60% της λιανικής ζήτησης ψαριών το καλύπτουν τα ιχθυοπωλεία κι οι ιχθυαγορές, ενώ το 35%-40% τα σούπερ μάρκετ που διαθέτουν ιχθυοπωλείο. Εξάλλου, όπως μας είπε ο κ. Σπύρος Κοράκης πρόεδρος της Κεντρικής Ιχθυαγοράς της Αθήνας, πρωταγωνιστές παραμένουν τα ιχθυοπωλεία κι οι ιχθυαγορές, λόγω της μεγάλης ποικιλίας που διαθέτουν σε είδη και τιμές, προσθέτοντας ότι «σχεδόν το 70% των νωπών ψαριών, περιλαμβανομένων εκείνων των ιχθυοτροφείων, που διακινούνται και καταναλώνονται καθημερινά εγχωρίως είναι ελληνικά, ενώ κατά το 30% είναι εισαγωγής, ένα ποσοστό, ωστόσο, που αυξομειώνεται ανάλογα με την εποχή».
Έμφαση σε καινοτομία και εξωστρέφεια
Για την ιχθυοκαλλιέργεια η καινοτομία είναι το αναγκαίο όχημα διαφοροποίησης και απόδοσης προστιθέμενης αξίας στο προϊόν της, δεδομένου ότι καθαυτό δεν έχει προφανή συγκριτικά πλεονεκτήματα στη σύγκρισή του με το προϊόν της ελεύθερης αλιείας. «Η ΣΕΛΟΝΤΑ από το 2014, στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τη Lidl, λάνσαρε στην ελληνική αγορά το συσκευασμένο φρέσκο ψάρι σε ειδική συσκευασία προστατευτικής ατμόσφαιρας κατόπιν επένδυσης στην τεχνογνωσία του ανθρώπινου δυναμικού της. Το 2016 λανσάρισε και το φρέσκο συσκευασμένο ψάρι επωνυμίας Selonda στο δίκτυο των My Market. Τα ready-to-cook συσκευασμένα φρέσκα ψάρια μας, καθαρισμένα και 100% έτοιμα για μαγείρεμα, προσφέρουν τόσο στο λιανέμπορο όσο και στον καταναλωτή πληθώρα πλεονεκτημάτων, με βασικότερο εκείνο της ευκολίας», λέει ο κ. Σάντμπορω. Πάντως, «η τιμή είναι εκείνη που καθορίζει τις επιλογές των καταναλωτών», σχολιάζει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ιχθυαγοράς της Αθήνας.
Ανακατατάξεις στο επιχειρηματικό πεδίο
Παρά την όξυνση των προβλημάτων του κλάδου, λόγω της κρίσης, τον τελευταίο χρόνο επιβεβαιώθηκε το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις του, καθώς δώδεκα διεθνή funds εξέφρασαν σχετικά το ενδιαφέρον τους. Η εξαγορά μάλιστα των δύο μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου, Νηρεύς και Σελόντα, από τον όμιλο Andromeda άλλαξε τα δεδομένα στην αγορά του, καθώς αναμένεται ότι θα ενώσουν τις δυνάμεις τους στο πεδίο της προώθησης και στήριξης του ελληνικού φρέσκου ψαριού ιχθυοκαλλιέργειας έναντι του ισχυρότατου διεθνούς ανταγωνισμού. Το πώς θα μεθοδευτεί η ενοποίηση, ποια στρατηγική θα ακολουθήσουν οι νέοι επενδυτές, πόσο οι αλλαγές θα επηρεάσουν την αγορά, δεδομένου ότι αναμένεται η σχετική έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, μένει να αποδειχθεί το επόμενο διάστημα. Το 2017 οι εξαγωγές του κλάδου ανήλθαν στο 81% της παραγωγής του. Κατά το 98% τα προϊόντα του διατέθηκαν σε χώρες της Ευρώπης και το 2% στις ΗΠΑ και σε τρίτες χώρες.
Ανακάμπτει η αγορά των κατεψυγμένων
Μπορεί η εγχώρια αγορά κατεψυγμένων αλιευμάτων να ακολούθησε φθίνουσα πορεία την περίοδο 2010-2016, όμως κατά τη διετία 2017-2018 ανέβασε στροφές. Η αλλαγή, σύμφωνα με τον κ. Αντώνη Πατεράκη, διευθυντή μάρκετινγκ της εταιρείας κατεψυγμένων αλιευμάτων Κοντoβερός, η οποία ανακλά και στα νοικοκυριά και στη μαζική εστίαση, οφείλεται, πρώτον, στο ότι οι καταναλωτές, ενόσω ενστερνίζονται τα οφέλη της ολοκληρωμένης μεσογειακής διατροφής, επειδή η πρόσβαση στα φρέσκα αλιεύματα δεν είναι πάντα εύκολη, στρέφονται στα ποιοτικά κατεψυγμένα κατά τρόπο που η επιλογή τους πλέον δεν έχει χαρακτήρα αναγκαστικής λύσης, αλλά συνειδητής επιλογής. Δεύτερον, οφείλεται και συναρτάται με το ρυθμό αύξησης του τουρισμού. Έτσι, το 2018 οι πωλήσεις της κατηγορίας αυξήθηκαν άνω του 10%, ενώ η αύξηση ειδικά της οικιακής κατανάλωσης άγγιξε το 7%. «Οι αριθμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν μόνο τον όγκο πωλήσεων κι όχι τον τζίρο, καθιστώντας προφανείς τις στρεβλώσεις στο θέμα των τιμών και των επιπτώσεων στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Η εκτίμησή μας είναι ότι στην αύξηση 10% του όγκου πωλήσεων αντιστοιχεί μια αύξηση της αξίας πωλήσεων κάτω του 5%, ενόσω επιβαρυνόμαστε μια σημαντική αύξηση των πρώτων υλών και τους κόστους μεταποίησης και διανομής», επισημαίνει ο κ. Πατεράκης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά και η ζήτηση των νέων προϊόντων αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για την αναζωογόνηση της αγοράς και την έμφαση των εταιρειών στην καινοτομία. «Πέραν των παραδοσιακών επιλογών (νηστίσιμα κτλ.) τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική ζήτηση προϊόντων που διευκολύνουν την καθημερινότητα, όπως τα καθαρισμένα, φιλεταρισμένα αλιεύματα ή ακόμα τα έτοιμα να μπουν στο ταψί ή την κατσαρόλα. Πρόκειται για παγκόσμια τάση, που συνεχώς διευρύνεται, όντας ήδη μονόδρομος για πολλές αγορές του εξωτερικού», εξηγεί ο συνομιλητής μας.
«Ο ανταγωνισμός είναι τόσο έντονος, ώστε το 2018 είχαμε μια πρωτοφανή μείωση των μεριδίων των private label της κατηγορίας εξαιτίας του ότι ο «πόλεμος τιμών» ωθεί τις τιμές των branded προϊόντων σε επίπεδα ακόμα και κατώτερα των private label», τονίζει ο κ. Πατεράκης. Ο καταναλωτής από την πλευρά του δείχνει ελάχιστη πιστότητα στη μάρκα, γνωρίζοντας ότι σε κάθε επίσκεψή του στο σούπερ μάρκετ βρίσκει διαφορετικές προσφορές. Στο μεταξύ, το σούπερ μάρκετ σήμερα είναι ο βασικός προμηθευτής του τελικού καταναλωτή με κατεψυγμένα αλιεύματα, καθώς έχει εκτοπίσει τα εξειδικευμένα καταστήματα στο αντικείμενο, που άλλοτε κατείχαν το 40% της συνολικής αγοράς. Όπως επιβεβαιώνει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ιχθυαγοράς Αθηνών, κ. Κοράκης, από τους δώδεκα τόνους αλιευμάτων όλων των κατηγοριών που διακινούνται καθημερινά από τη Βαρβάκειο Αγορά, μόνο οι δύο αφορούν κατεψυγμένα προϊόντα. Σύμφωνα με την τελευταία σχετική έρευνα της Icap, περίπου το 40% των κατεψυγμένων αλιευμάτων διανέμονται από το λιανεμπόριο, ενώ το υπόλοιπο διοχετεύεται για τις ανάγκες των Ho.Re.Ca. Επίσης τη διετία 2017-2018 τα μαλάκια κατέλαβαν το μεγαλύτερο μερίδιο της εγχώριας αγοράς κατεψυγμένων αλιευμάτων, περίπου 45%. Ακολούθησαν τα μαλακόστρακα με 20%, τα ψάρια με 18% και τα φιλέτα με 17%.
Τιμές, εισόδημα και διατροφικές συνήθειες οδηγούν τη ζήτηση
Σύμφωνα με τη μελέτη της Icap (πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο), οι διατροφικές συνήθειες, οι τιμές πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα, η εποχικότητα κ.ά., είναι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση. Έτσι η εγχώρια παραγωγή κατεψυγμένων επεξεργασμένων αλιευμάτων (σε ποσότητα) εμφάνισε αύξηση περίπου 12% το 2017/2016, μετά μία εξαετία συνεχούς μείωσης. Η ανοδική τάση εκτιμάται ότι συνεχίστηκε και το 2018 αλλά με μικρότερο ρυθμό.
Ο όγκος της εγχώριας κατανάλωσης ακολούθησε φθίνουσα πορεία την περίοδο 2010-2016. Το 2017 σημειώθηκε αύξηση της κατανάλωσης κατά 7%, ενώ για το 2018 εκτιμάται περαιτέρω αύξηση της αγοράς με ρυθμό περίπου 4,5%. Σε όρους αξίας (σε τιμές χονδρικής) η αγορά εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 4,3% το 2017 σε σχέση με το 2016. Αναφορικά με τις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου σημειώνεται ότι, με βάση τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, με δεδομένη τη σταθεροποίηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την περαιτέρω άνοδο της τουριστικής κίνησης, αναμένεται αύξηση της συνολικής κατανάλωσης κατεψυγμένων αλιευμάτων με μέσο ετήσιο ρυθμό 2%-4% την περίοδο 2019-2020.
Έντονη τάση συγκέντρωσης της αγοράς
Επιχειρηματικά ο κλάδος των κατεψυγμένων αλιευμάτων εντάσσεται στον ευρύτερο κλάδο των κατεψυγμένων ειδών διατροφής. Ο τομέας της επεξεργασίας και τυποποίησης κατεψυγμένων αλιευμάτων στη χώρα μας περιλαμβάνει αρκετές επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι οργανωμένες μονάδες συστηματικής βιομηχανικής παραγωγής επώνυμων προϊόντων είναι λίγες και συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό της εγχώριας παραγωγής.
Την τελευταία δεκαπενταετία εκδηλώνονται τάσεις συγκέντρωσης της αγοράς σε λίγες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις. Οι οικονομίες κλίμακας και η πρόσθετη ανάγκη κεφαλαίων κίνησης οδήγησαν διαχρονικά στην επικράτηση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Επιπλέον, η οικονομική κατάσταση της χώρας την τελευταία δεκαετία είχε αποτέλεσμα ορισμένες να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και κάποιες να αναστείλουν τη λειτουργία τους, ενώ άλλες, ανάμεσα τους και μεγάλες επιχειρήσεις, βρίσκονται σήμερα σε διαδικασία αντιμετώπισης των προβλημάτων ρευστότητας και διευθέτησης των τραπεζικών τους δανείων.