ΟΡΓΑΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

Aυξάνονται και πληθύνονται τα εμπορικά κέντρα στη Βόρεια Ελλάδα και μαζί τους η επέκταση των λιανεμπορικών αλυσίδων σε περιοχές της επαρχίας όπου μέχρι πρότινος δεν είχαν παρουσία, διευρύνοντας έτσι το μερίδιο αγοράς τους.

Champion στο Old City

Ο όμιλος Καρφούρ Μαρινόπουλος προχώρησε στη δημιουργία ενός ακόμη καταστήματος Champion, το οποίο λειτούργησε στις εγκαταστάσεις του νέου εμπορικού κέντρου του Βόλου Old City. Το τρίτο κατάστημα του ομίλου στον Βόλο αναπτύσσεται σε επιφάνεια χώρων πώλησης 1.600 τμ, με αποθηκευτικές εγκαταστάσεις 650 τμ.

Στο Old City, που εγκαινιάστηκε στις 6 Δεκεμβρίου και φιλοξενεί περισσότερα από 100 καταστήματα ένδυσης, υπόδησης, τροφίμων, υπηρεσιών και διασκέδασης, λειτουργεί κατάστημα της αλυσίδας Jumbo, καθώς και σημείο πώλησης της αλυσίδας Snaker’s Κατσέλης. Το εμπορικό κέντρο έχει κατασκευαστεί σε οικόπεδο έκτασης 15.000 τμ και περιλαμβάνει 5 κτίρια συνολικής επιφάνειας 20.000 τμ, ενώ διαθέτει και υπόγειο πάρκινγκ συνολικής έκτασης 13.000 τμ, με δυναμικότητα 650 θέσεων. Η επένδυση πραγματοποιήθηκε από τις εταιρείες Juniors AE και Αντωνίου ΑΕ. Το κόστος της προσέγγισε τα 16,5 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 45% αντλήθηκε από ίδια κεφάλαια και το υπόλοιπο από δανεισμό από δύο εγχώριες τράπεζες.

Η Καρφούρ Μαρινόπουλος στη Βόρεια Ελλάδα

Ο όμιλος Καρφούρ Μαρινόπουλος έχει θέσει στον σχεδιασμό του και τη μεγέθυνση της παρουσίας του στην Ανατολική Μακεδονία, καλύπτοντας έτσι σταδιακά τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό διεισδύει στην πόλη της Καβάλας, όπου κατασκευάζει ένα κατάστημα Champion σε προνομιακή παραλιακή τοποθεσία. Ήδη έχει ξεκινήσει η δημιουργία του καταστήματος, το οποίο θα έχει έκταση περίπου 2.000 τμ και βρίσκεται σε κομβικό σημείο, κοντά στο νέο δικαστικό μέγαρο της πόλης, στη θέση παλαιών αποθηκευτικών εγκαταστάσεων.

Η Καβάλα ήδη φιλοξενούσε ένα Champion, αλλά το πλέον μεγαλεπήβολο σχέδιο του ομίλου αφορά τη δημιουργία μιας μονάδας Carrefour, τουλάχιστον 4.000 τμ, για την οποία βρίσκεται σε εξέλιξη η αναζήτηση κατάλληλου ακινήτου. Η μονάδα, που εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει να κατασκευάζεται εντός του 2005 ή στις αρχές του 2006, θα καλύπτει τόσο την αγορά της Καβάλας όσο και της γειτονικής Δράμας.

Το τελευταίο υπέρ μάρκετ Carrefour λειτούργησε πρόσφατα στα Ιωάννινα -είναι συνολικής καλυμμένης επιφάνειας 4.000 τμ και απασχολεί περισσότερους από 150 εργαζόμενους. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα ο όμιλος απασχολεί προσωπικό άνω των 3.000 ατόμων, καθώς διαθέτει 3 υπέρ μάρκετ, 11 σούπερ μάρκετ Champion, πέντε 5’ Μαρινόπουλος και 56 καταστήματα με franchise.

Carrefour στο City Gate

Η τελευταία μεγάλη επένδυση ύψους 80 εκατ. ευρώ δημιουργήθηκε από τον όμιλο στη Θεσσαλονίκη και αφορά στη λειτουργία του 3ου Carrefour στην πόλη, σε χώρο 8.300 τμ, στο εμπορικό κέντρο City Gate. Η συγκεκριμένη μονάδα πλαισιώνεται από κατάστημα πώλησης-τοποθέτησης ελαστικών, όπως και από ένα Carrefour Travel. Απασχολεί περίπου 250 άτομα.

Grand Μασούτης στο Mediterranean Cosmos

Νέα σημεία πώλησης σε εμπορικά κέντρα προσθέτει στο δυναμικό του και ο όμιλος της μεγαλύτερης βορειοελλαδικής αλυσίδας, της Μασούτης ΑΕ.

Για τη χρήση του 2004 ο όμιλος Μασούτη προβλέπεται ότι πραγματοποίησε κύκλο εργασιών περίπου 467 εκατ. ευρώ, έναντι 437,27 εκατ. ευρώ το 2003, ενώ η κερδοφορία του αναμένεται διευρυμένη κατά 7%, έναντι κερδών 17,90 εκατ. ευρώ, που πέτυχε το 2003 η εταιρεία.

Ο όμιλος προχώρησε το 2004 ένα βήμα εγγύτερα στην αγορά της Αττικής, καθώς απέκτησε σημείο πώλησης στην Καρδίτσα, αλλά μέχρι στιγμής, η διοίκησή του δεν προτίθεται να υλοποιήσει σχέδια επέκτασης στην πρωτεύουσα.

Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες που καταγράφει η Μασούτης στο ενεργητικό της είναι η κατοχύρωση της δημιουργίας ενός υπερκαταστήματος, τύπου Grand, στις εγκαταστάσεις του μεγαλύτερου εμπορικού κέντρου των Βαλκανίων, του Mediterranean Cosmos που κατασκευάζεται στη Θεσσαλονίκη. Στο Mediterranean Cosmos της κοινοπραξίας Lamda Development-Sonae Χαραγκιώνης, η οποία αποτελεί επένδυση σχεδόν 100 εκατ. ευρώ, παρατηρείται μία άνευ προηγουμένου «απόβαση» επιχειρήσεων, που συντελούν στη δημιουργία ενός από τους ισχυρότερους εμπορικούς-ψυχαγωγικούς πόλους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι προδιαγραφές του εμπορικού κέντρου είναι εντυπωσιακές, αφού αναπτύσσεται σε οικόπεδο 255 στρεμμάτων, με συνολική επιφάνεια προς ενοικίαση χώρων περίπου 45.000 τμ. Η σύνθεσή του περιλαμβάνει μία υπεραγορά 2.000 τμ, 9 υπερκαταστήματα 12.500 τμ, 188 μικρά καταστήματα 19.300 τμ, 18 καταστήματα διατροφής 1.000 τμ, 8 εστιατόρια 2.000 τμ, πολυκινηματογράφο 11 αιθουσών 5.700 τμ, έναν χώρο ψυχαγωγίας 2.500 τμ και 3.000 θέσεις στάθμευσης.

Οι συμφωνίες για το Mediterranean Cosmos

Όπως έχει ανακοινωθεί μέχρι στιγμής, στο Mediterranean Cosmos θα αναπτύξει όλα τα brand names που διαθέτει ο όμιλος Inditex (αλυσίδα Zara), ενώ θα δημιουργηθεί πολυκινηματογράφος 11 αιθουσών από την αλυσίδα Village Cinemas (με δύο αίθουσες Gold Class για πρώτη φορά στην Ελλάδα).

Σύμφωνα με πληροφορίες, έχει υπογραφεί συμφωνία και για τη δημιουργία καταστήματος της αμερικανικής αλυσίδας TGI Friday’s στην πρώτη της επέκταση εκτός λεκανοπεδίου. Στη φάση των διαπραγματεύσεων για την ανάπτυξη καταστημάτων στο Mediterranean Cosmos βρίσκονται και οι αλυσίδες Κορασίδης, Marks & Spencer και Habitat, η οποία επίσης για πρώτη φορά θα επενδύσει εκτός Αθηνών. Ακόμη, η εισηγμένη Notos Com Holdings, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες, ενδιαφέρεται για την εγκατάσταση τριών λιανεμπορικών μονάδων, διαφορετικού εμπορικού σήματος η κάθε μία. Σε διαδικασία συζητήσεων, προκειμένου να προχωρήσουν σε επενδύσεις δημιουργίας καταστημάτων στο Mediterranean Cosmos, βρίσκονται και οι αλυσίδες Goody’s και Mc Donald’s, ενώ σημαντικές επενδύσεις θα υλοποιήσουν και βορειοελλαδικές αλυσίδες εστίασης.

Το χρονοδιάγραμμα κατασκευής του εμπορικού κέντρου τοποθετεί την έναρξη λειτουργίας του τον Σεπτέμβριο του 2005, οπότε, όπως εκτιμάται, θα έχει επιτευχθεί η ενοικίαση του 85% των διαθέσιμων προς ενοικίαση 45.000 τμ και θα έχουν περατωθεί οι απαραίτητες συγκοινωνιακές παρεμβάσεις πρόσβασης.

Η Κορυφή στο Kosmopolis Center

Διείσδυση σε εμπορικά κέντρα επιχειρούν όμως και μικρότερες λιανεμπορικές αλυσίδες, όπως η θρακιώτικη επιχείρηση σούπερ μάρκετ Κορυφή, η οποία εγκαταστάθηκε στο νεότευκτο εμπορικό κέντρο της Κομοτηνής, το Kosmopolis Center. Το Kosmopolis Center αποτελεί ένα από τα πλέον φιλόδοξα εμπορικά και οικιστικά project, που αναπτύχθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα, έργο της εταιρείας Οικιστική Ανάπτυξη Κομοτηνής (ΟΑΚ ΑΕ), με τη συμμετοχή του ομίλου της Πειραιώς, στο πλαίσιο της ανάπτυξης του τομέα αξιοποίησης των ακινήτων της τράπεζας.

Η επένδυση που εγκαινιάστηκε πρόσφατα ανήλθε, από άποψη κόστους στα 25 εκατ. ευρώ και αποτελεί το πιο σύγχρονο εμπορικό-ψυχαγωγικό πάρκο στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Οι αίθουσες για κινηματογραφικές προβολές, συνολικής επιφάνειας 10.500 τμ, αποδόθηκαν για εκμετάλλευση στην Odeon Cineplex, ενώ εγκαταστάθηκαν και καταστήματα των εταιρειών Zara και Bershka. Επιπλέον υπάρχουν χώροι εμπορικών καταστημάτων και ψυχαγωγίας, συνολικής επιφάνειας 11.000 τμ.

Στις εγκαταστάσεις του εμπορικού κέντρου έκανε το «ντεμπούτο» της και μια νέα αλυσίδα εστίασης-ψυχαγωγίας, με έδρα τη Βόρεια Ελλάδα, την οποία διαχειρίζεται η εταιρεία Camelot. Η συγκεκριμένη αλυσίδα έχει δημιουργήσει σε 2.500 τμ του Kosmopolis Center 8 διαφορετικά εμπορικά σήματα δραστηριοτήτων εστίασης και ψυχαγωγίας. Σημειώνεται ότι οι κτιριακές εγκαταστάσεις του κέντρου ευνοούν τον διακριτό διαχωρισμό μεταξύ των χρήσεων ψυχαγωγίας και εμπορίου.

Στον χώρο του Kosmopolis Center υπάρχουν 130 studios 20-42 τμ και ένα ξεχωριστό συγκρότημα μοντέρνων κατοικιών μέχρι 120 τμ, με περιβάλλοντα χώρο συνολικής επιφάνειας 4.000 τμ, διαμορφωμένο σε πάρκο.

ΦΛΕΡΤ TESCO ME ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΥΣΙΔΑ

Υποψήφιο «μνηστήρα» στην ελληνική λιανεμπορική αγορά αναζητά η τρίτη από άποψη μεγέθους στην παγκόσμια κατάταξη των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη αλυσίδα της Μεγάλης Βρετανίας, η Tesco, η αλυσίδα των 2.318 καταστημάτων διεθνώς και των 326.000 εργαζόμενων, για την οποία το τελευταίο εξάμηνο οργιάζουν οι φήμες περί των προθέσεών της να επενδύσει στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ανοιχτό παραμένει ένα «κανάλι» επικοινωνίας του διεθνούς κολοσσού με ελληνική αλυσίδα, η οποία περιλαμβάνεται στις 6 μεγαλύτερες της εγχώριας αγοράς (με κριτήριο τις πωλήσεις του 2003). Οι συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αντικείμενο το ενδεχόμενο εξαγοράς της ελληνικής από τη βρετανική αλυσίδα, βρίσκονται σε αρχικό στάδιο.

Η Tesco ακολουθεί επιθετική πολιτική ανάπτυξης σε γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία, στην οποία έχει δημιουργήσει δίκτυο 5 υπέρ μάρκετ, στα οποία θα προσθέσει ακόμα 2 εντός του 2005, ενώ ήδη η επένδυση στη γειτονική χώρα καταγράφει κέρδη. Η επεκτατική πολιτική της Tesco εκτός των βρετανικών συνόρων βρίσκεται σε εξέλιξη πάνω από 10 χρόνια. Σε αυτό το χρονικό διάστημα κατάφερε να καταλάβει ηγετικό μερίδιο στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, στη Σλοβακία και στην Ταϊλάνδη.

Η διαφοροποίηση της Tesco από τους ανταγωνιστές της έγκειται στο ότι διαθέτει το πληρέστερο διαδικτυακό υπέρ μάρκετ στον κόσμο και προσφέρει πρωτοποριακές υπηρεσίες, που περιλαμβάνουν ακόμη και δωρεάν internet στους σταθερούς πελάτες της και αντιγραφή μουσικής σε ψηφιακή μορφή. Ενδεικτικό της σημασίας, που αποδίδει η διοίκηση της Tesco στη διεύρυνση του μεριδίου της και επακόλουθα στη διείσδυση σε νέες αγορές, αποτελεί το ότι έχει περικόψει συνολικά τις τιμές πώλησης των προϊόντων της κατά πέντε εκατ. λίρες κάθε εβδομάδα μέσα στο 2004 και σε όλα τα είδη της.

CONVENIENCE STORES : ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ

Τους κανόνες του ανταγωνισμού ακολουθούν πιστά τα convenience stores από τα πρώτα τους κιόλας βήματα, ενώ νέα εμφανίζονται στην αγορά. Αν και ορισμένα εξ αυτών δεν έχουν ακόμη κλείσει έναn χρόνο ουσιαστικής δράσης ούτε πρόβαλαν να αποκτήσουν διευρυμένο δίκτυο πωλήσεων -ούτε καν στην πρωτεύουσα- επιχειρούν τις συμπράξεις μεταξύ τους.

Στόχος των συμπράξεων είναι η ταχύτατη διόγκωση του τζίρου και των μεριδίων τους, η ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμής τους έναντι των προμηθευτών, οι οικονομίες κλίμακος, η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και φυσικά σε περισσότερο ανταγωνιστικές τιμές.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν ήδη δύο από τα convenient stores που έκαναν σχετικά πρόσφατα την εμφάνισή τους στην Αθηναϊκή αγορά. Τα Ο.Κ. συμφερόντων της οικογενείας Ξυνού, που πέρυσι πούλησε στην Καρφούρ Μαρινόπουλος την ομώνυμη αλυσίδα των σούπερ μάρκετ, και η αλυσίδα με την επωνυμία Το Μικρό της γειτονιάς. Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, το τελευταίο διάστημα οι δύο πλευρές μελετούν σενάρια μετοχικής συνεργασίας, με επικρατέστερο αυτό της σύμπραξής τους. Στην πράξη η συμφωνία θα προβλέπει τη μετονομασία των καταστημάτων της αλυσίδας Το Μικρό της Γειτονιάς σε Ο.Κ. και την ανάπτυξη του δικτύου πωλήσεων τόσο με ιδιόκτητες μονάδες όσο και με μονάδες franchise.

Η τελική συμφωνία αναμενόταν έως τα τέλη Ιανουαρίου -οι επαφές των εκπροσώπων των δύο αλυσίδων συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια των γιορτών-, προκειμένου να καθοριστεί το ποσοστό με το οποίο οι μέτοχοι της Το Μικρό της Γειτονιάς θα συμμετάσχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της Ο.Κ. Εφόσον οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών έχουν θετική κατάληξη, το νέο ενοποιημένο σχήμα θα θέσει υπό τον έλεγχό του συνολικά 17 μικρά σημεία πώλησης στην Αθήνα, που θα έχουν ετήσιο τζίρο έως 10 εκατ. ευρώ και θα λειτουργούν σε οργανωμένη βάση, δηλαδή κατά το πρότυπο των αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Η επιδιωκόμενη συμφωνία θα εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για ταχύτερη ανάπτυξη της ενοποιημένης πλέον αλυσίδας, με περισσότερες νέες μονάδες εντός και εκτός της Αττικής και τη διεκδίκηση μεγαλύτερων παροχών και εκπτώσεων από τις προμηθεύτριες εταιρείες.

Παράλληλα, τα καταστήματα Ο.Κ. θα αποκτήσουν απόσταση… ασφαλείας από τον άμεσο ανταγωνιστή τους, την αλυσίδα OLA Stores, που όπως φαίνεται θα συνεχίσει τη "μοναχική", αλλά με σημαντικές προοπτικές, πορεία της στις γειτονιές της Αθήνας και σύντομα και άλλων πόλεων της χώρας.

Νέα αλυσίδα convenience stores στη Θεσσαλονίκη

Μία νέα αλυσίδα τύπου convenience stores βρίσκεται στα «σκαριά» στη Θεσσαλονίκη. Υπεύθυνοι για τη δημιουργία της φέρονται οι παλαιοί και νυν μέτοχοι της κορυφαίας αλυσίδας ταχείας εστίασης Goody’s, που κι αυτή είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη της από τη Θεσσαλονίκη. Το όνομα που ξεχωρίζει μεταξύ της ομάδας των επιχειρηματιών, που προωθούν τη λειτουργία των νέων convenience stores, είναι αυτό του ιδρυτικού μετόχου και νυν προέδρου του ΔΣ της Goody’s, κ. Α. Φώλια.

Το πρώτο κατάστημα της αλυσίδας αναμένεται ότι θα λειτουργήσει σύντομα στη συμπρωτεύουσα κατά το πρότυπο των παρόμοιων αλυσίδων της Αττικής, με τις οποίες μάλιστα πραγματοποιήθηκαν διερευνητικές επαφές για ενδεχόμενο συνεργασίας, χωρίς όμως να έχει ανακοινωθεί κάτι σχετικό μέχρι στιγμής.

Σημειώνεται ότι στη Θεσσαλονίκη έχει εκδηλωθεί εδώ και λίγους μήνες και άλλη πρωτοβουλία για την ανάπτυξη δικτύου convenience stores, με την επωνυμία Micra Stores, τα οποία υποστηρίζονται από γνωστή βορειοελλαδική εταιρεία διανομής προϊόντων.

TO ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

Ενώ οι εισαγωγές τροφίμων συνεχίζουν να αυξάνονται, οι εξαγωγές μας δεν καλύπτουν ούτε το 50% των εισαγωγών προϊόντων της κατηγορίας. Το μέλλον μοιάζει εξαιρετικά δυσοίωνο για τα αγροτικά προϊόντα μας, που αποτελούν την αιχμή του δόρατος των ελληνικών εξαγωγών. Στο σύνολο των προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα η εισαγωγική διείσδυση από 30,3% που ήταν το 1988, αναρριχήθηκε στο 45,7% το 2000, ενώ σήμερα έχει κατά πολύ ξεπεράσει το 50%.

Το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2004 οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της ΕΣΥΕ, έφθασαν τα 3.060 εκατ. ευρώ, από 2.989 εκατ. το αντίστοιχο διάστημα του 2003, σημειώνοντας μια αύξηση της τάξης του 2,4%. Το ίδιο διάστημα οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν από 1.788 σε 1.479 εκατ. ευρώ, δηλαδή παρουσίασαν κάμψη άνω του 17%! Στο σύνολό τους οι ελληνικές εξαγωγές το οκτάμηνο μειώθηκαν κατά 2,2%, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 6,4%.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι εισαγωγές τροφίμων, ποτών και λοιπών βρώσιμων αγροτικών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένου και του καπνού) συνεχίζουν να αυξάνονται, έστω και με ρυθμό βραδύτερο από εκείνον του συνόλου των εισαγωγών. Αντίθετα, οι εξαγωγές υπέστησαν καθίζηση και ήδη δεν καλύπτουν ούτε το 50% των εισαγωγών προϊόντων της κατηγορίας.

Το μέλλον εξάλλου εμφανίζεται εξαιρετικά δυσοίωνο για τα αγροτικά προϊόντα, τα οποία αποτελούν την αιχμή του δόρατος των ελληνικών εξαγωγών. Ήδη το οκτάμηνο του 2004 το μερίδιό τους στο σύνολο των εξαγωγών περιορίστηκε στο 18,8% από 22,2% που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2003. Και αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, λόγω του οξύτατου ανταγωνισμού που θα υποστεί ο κλάδος από τις 10 χώρες της νέας διεύρυνσης, από τις οποίες οι περισσότερες είναι ιδιαίτερα «δυνατές» στον αγροτικό τομέα (κυρίως σε ό,τι αφορά τις τιμές). Επιπλέον, ο κλάδος θα υποστεί οξύτατο ανταγωνισμό και στην εσωτερική αγορά από τα φθηνά αγροτικά προϊόντα που θα εισάγονται χωρίς κανένα εμπόδιο πλέον από τις χώρες της νέας διεύρυνσης (παρά τις όποιες μεταβατικές ρυθμίσεις ισχύσουν στην αρχή).

Ο κατακλυσμός της ελληνικής αγοράς από εισαγόμενα προϊόντα δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεραυνός εν αιθρία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα μηνύματα που εξέπεμπε η αγορά ήταν εξαιρετικά εμφανή. Μόνο οι κυβερνήσεις της εποχής δεν τα «έπιαναν», αφού δεν ελήφθη κανένα μέτρο για τη ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και τη θωράκισή της έναντι της επερχόμενης θύελλας.

Το 2000 η εισαγωγική διείσδυση στο σύνολο της μεταποίησης ξεπέρασε το 51%, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ). Το αντίστοιχο ποσοστό το 1988 ήταν 34,2% και δέκα χρόνια μετά το 1998 έφτασε το 45,5%. Δηλαδή, μέσα σε μόλις μία διετία τα εισαγόμενα προϊόντα κέρδισαν περισσότερες από 5,5 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που φανερώνει ότι η διαδικασία υποκατάστασης των ελληνικών προϊόντων από τα ξένα επιταχύνθηκε το τελευταίο διάστημα. Στελέχη των εξαγωγικών επιχειρήσεων υπολογίζουν ότι σήμερα η εισαγωγική διείσδυση στη μεταποίηση καλύπτει ποσοστό που αγγίζει ή και υπερβαίνει το 60%.

Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι τα 6 από τα 10 ευρώ που «πέφτουν» στην ελληνική αγορά, κατευθύνονται σε εισαγόμενα προϊόντα. Λέγοντας εισαγωγική διείσδυση, εννοούμε το ποσοστό των εισαγωγών επί της φαινομενικής κατανάλωσης (παραγωγή + εισαγωγές – εξαγωγές).

Η ίδια τάση επιτάχυνσης των διαδικασιών παρατηρήθηκε και στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του ΚΕΕΜ, η εισαγωγική διείσδυση το 1988 διαμορφώθηκε στο 18,9%. Το 1998 είχε μειωθεί στο 17,5%, για να εκτιναχθεί το 2000 στο 28,3%. Ήδη, το ποσοστό αυτό θα πρέπει να έχει ξεπεράσει κατά πολύ το 30%.

Στο σύνολο των προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, η εισαγωγική διείσδυση από 30,3% που ήταν το 1988, αναρριχήθηκε στο 45,7% το 2000 και σήμερα υπολογίζεται ότι έχει κατά πολύ ξεπεράσει το 50%.

Εξαγωγικές επιδόσεις: Τελευταίοι στην ΕΕ

Από την άλλη πλευρά, η πορεία των ελληνικών εξαγωγών τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά θετική μπορεί να χαρακτηριστεί, προκαλώντας νέα αδιέξοδα στις επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να αναπληρώσουν στις ξένες αγορές τις απώλειες που υφίστανται στην ελληνική αγορά.

Μόνο το ¼ της εγχώριας παραγωγής, τονίζει το ΚΕΕΜ, προορίζεται για εξαγωγές. Ο πρωτογενής τομέας στο σύνολό του παρουσιάζει μικρή εξαγωγική επίδοση και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας ο συνολικός βαθμός εξωστρέφειας ήταν μικρότερος του 10%. Στον δευτερογενή τομέα η εικόνα ήταν καλύτερη. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της μεταποίησης βελτιώθηκαν τη δεκαετία του ’90 και ο συνολικός δείκτης εξωστρέφειας αυξήθηκε από 21,5% το 1988 σε 31,2% το 2000. Παρά την αύξηση αυτή όμως το ποσοστό της παραγωγής που προορίζεται για εξαγωγές είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ των 15. Σε σχέση με το ΑΕΠ, οι εξαγωγές αγαθών στην Ελλάδα καλύπτουν ποσοστό περί το 8%, έναντι μέσου ποσοστού άνω του 25% για την ΕΕ (από 18,3% στην Ισπανία έως 74,4% στην Ιρλανδία).

Μεγεθύνεται η εισαγωγική διείσδυση

Τη μεγαλύτερη πίεση από τις εισαγωγές, δέχονται εντός των ελληνικών συνόρων τα προϊόντα ορισμένων από τους πιο παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής μεταποίησης, όπως η καπνοβιομηχανία, η ένδυση, η υπόδηση και η κλωστοϋφαντουργία, όπου μέσα σε δέκα χρόνια τα ποσοστά κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης από τα εισαγόμενα σχεδόν διπλασιάστηκαν. Όμως, καθόλου αμελητέα δεν είναι η πίεση και στα μεταποιημένα είδη διατροφής, αφού σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω από το 25% της εγχώριας κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγωγές.

Η μελέτη του ΚΕΕΜ αποκάλυψε ότι ο μόνος, από τους συνολικά 22, κλάδος του δευτερογενούς τομέα που παρουσίασε μείωση στην εισαγωγική διείσδυση τη δεκαετία του ’90 είναι αυτός των προϊόντων διύλισης πετρελαίου (-1,4%). Σε 16 κλάδους η αύξηση του σχετικού δείκτη υπερβαίνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Πιο αναλυτικά, η εικόνα στους κλάδους που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το λιανεμπόριο, είναι η εξής:

  • Ένδυση: Η εισαγωγική διείσδυση από 27,5% το 1988 αυξήθηκε σε 43,2% το 1998, δηλαδή 15,7 ποσοστιαίες μονάδες. Ήδη, το ποσοστό πρέπει να πλησιάζει το 60%, λόγω της τεράστιας αύξησης που υφίσταται ο κλάδος από προϊόντα προερχόμενα από τις χώρες χαμηλού κόστους, και ιδιαίτερα από την Κίνα.
  • Δέρμα, είδη ταξιδιού, υπόδηση: Η εισαγωγική διείσδυση από το 18,3% έφτασε το 34,8%, δηλαδή αυξήθηκε κατά 16,5 εκατοστιαίες μονάδες. Και αυτός ο κλάδος πιέζεται αφόρητα από τις εισαγωγές προϊόντων από τις χώρες χαμηλού κόστους και εκτιμάται ότι σήμερα το ποσοστό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης από εισαγόμενα προϊόντα έχει υπερβεί το 50%.
  • Κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα: Η εισαγωγική διείσδυση αυξήθηκε από 29,1% σε 43,2%, ενώ εκτιμάται ότι σήμερα έχει ξεπεράσει το 50%.
  • Προϊόντα καπνού: Το 1988 οι εισαγωγές κάλυπταν μόλις το 11,2% της εγχώριας κατανάλωσης. Το 1998 το ποσοστό κάλυψης είχε ανέλθει στο 53,3% (!), δηλαδή αυξήθηκε κατά 42,1 εκατοστιαίες μονάδες. Σήμερα εκτιμάται ότι έχει ξεπεράσει το 60%.
  • Χαρτί: Τα εισαγόμενα προϊόντα το 1988 κάλυπταν το 39,8% της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης, ενώ το 1998 το ποσοστό αυτό είχε φθάσει το 51%.
  • Έπιπλα: Η εισαγωγική διείσδυση αυξήθηκε από 18,2% σε 32,9%.
  • Ηλεκτρικές συσκευές: Το ποσοστό κάλυψης από 41,9% ανήλθε στο 58,5%.
  • Συσκευές ήχου και εικόνας: Σημειώθηκε αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης από 62,9% σε 73,6%.

Αντιστέκεται ο κλάδος των μεταποιημένων ειδών

Ο μόνος παραδοσιακός κλάδος που επέδειξε αξιοσημείωτη αντίσταση στις εισαγωγές ήταν αυτός των μεταποιημένων ειδών διατροφής και ποτών. Η εισαγωγική διείσδυση αυξήθηκε μέσα σε μία δεκαετία μόλις κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (από 20,5% σε 21%), που ως κάποιο βαθμό εξηγείται και από την ύπαρξη μιας ισχυρής εγχώριας βιομηχανίας, αλλά και από τις ιδιαιτερότητες πολλών προϊόντων του κλάδου αυτού (επί παραδείγματι η μικρή διάρκεια ζωής του παστεριωμένου γάλακτος εμποδίζει τη διείσδυση ξένων προϊόντων στην ελληνική αγορά). Όμως, σήμερα εκτιμάται ότι και στον εν λόγω κλάδο ο ρυθμός υποκατάστασης των ελληνικών προϊόντων από ξένα έχει επιταχυνθεί και ήδη η εισαγωγική διείσδυση κινείται σε ποσοστά υψηλότερα του 25%.

ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Τα εισαγόμενα προϊόντα διατροφής κατακλύζουν το ελληνικό νοικοκυριό, ενώ συρρικνώνεται συνεχώς η δύναμη των ελληνικών προϊόντων. «Οι πολυεθνικές και οι ελληνικές εισαγωγικές εταιρείες πλημμυρίζουν την εγχώρια αγορά με ξένα προϊόντα, εκτοπίζοντας τα παραδοσιακά δικά μας», υποστηρίζουν στελέχη μεγάλων ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων, επισημαίνοντας ότι η προτίμηση των εισαγόμενων έναντι των ελληνικών έχει πάψει προ πολλού να έχει ως κριτήριο επιλογής την ανώτερη ποιότητα των πρώτων. Μάλιστα, όπως αναφέρουν, αρκετά ελληνικά προϊόντα βελτιώνονται συνεχώς, ξεπερνώντας σε αρκετές περιπτώσεις τα αντίστοιχα εισαγόμενα. Κι όμως…

«Μια πολυεθνική εταιρεία έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζει τα προϊόντα της στις απαιτήσεις των τοπικών αγορών», αναφέρει ο κ. Άγις Πιστιόλας, διευθυντής marketing της Agrino, επισημαίνοντας ότι αυτή η δυνατότητα προήλθε και από τον εξορθολογισμό της παραγωγής, δηλαδή από τη μετακίνηση της παραγωγής προϊόντων από τις χώρες των μητρικών βιομηχανικών εταιρειών σε άλλες χαμηλότερου εργατικού κόστους.

Ο αγώνας είναι άνισος κυρίως για τις μικρότερες ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν τους ισχυρούς της βιομηχανίας τροφίμων (εγχώριων και πολυεθνικών κεφαλαίων). Τα περιορισμένα μέσα που διαθέτουν έναντι του πανίσχυρου marketing και των υψηλών budget των μεγάλων επιχειρήσεων δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε η «πλάστιγγα» να γέρνει υπέρ των εισαγόμενων.

Άνισος ο αγώνας

Eάν στις παραμέτρους αυτές προστεθούν οι εγγενείς αδυναμίες της αγροτικής παραγωγής και οι πιέσεις που δέχονται οι μικροί παραγωγοί από τις μεγάλες αλυσίδες (σε όρους πληρωμής, εκπτώσεις, προϊόντα private label), είναι εύκολα αντιληπτοί οι λόγοι που τα ελληνικά προϊόντα δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό τους με τα εισαγόμενα.

«Η ευθύνη των σούπερ μάρκετ έναντι των ελληνικών προϊόντων είναι η εφαρμογή της ίδιας πολιτικής πληρωμών και εκπτώσεων με εκείνη για τα εισαγόμενα», τονίζει ο κ. Θεόδωρος Αντωνόπουλος, διευθυντής marketing της Creta Farm. Την άποψη αυτή συμμερίζονται οι παραγωγοί και άλλων επώνυμων ελληνικών προϊόντων, επικρίνοντας το λιανεμπόριο για την πολιτική που συνήθως εφαρμόζει σχετικώς. «Τα σούπερ μάρκετ έχουν ξεκινήσει έναν οξύτατο πόλεμο τόσο με την προώθηση των private label όσο και με τις πιέσεις που ασκούν στους προμηθευτές για χαμηλές τιμές, με αποτέλεσμα να συμπιέζουν τα περιθώρια κέρδους των μικρών παραγωγών και να τους οδηγούν στο να βάλουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους», αναφέρουν.

Είναι σαφές ότι η διαπραγματευτική δύναμη που αντιπαρατάσσουν οι πολυεθνικές και οι μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες στις απαιτήσεις του οργανωμένου λιανεμπορίου αποτελεί ένα ισχυρό πλεονέκτημα, που λείπει από τις μικρότερες σε μέγεθος εταιρείες. «Ό,τι δεν μπορεί να πάρει το σούπερ μάρκετ από τους μεγάλους, το παίρνει από τους μικρούς», διαπιστώνει στέλεχος μεγάλης βιομηχανίας τροφίμων, εξηγώντας ότι τα ισχυρά brand μπορούν να επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες στο λιανεμπόριο, αφού η διείσδυση των προϊόντων τους στην αγορά είναι τέτοια που κάνουν αδιανόητη την απουσία τους από το ράφι. Χαρακτηριστική, όπως αναφέρουν, είναι η περίπτωση μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, η οποία απέσυρε από τα ράφια της προϊόντα πανίσχυρου πολυεθνικού κολοσσού. Ήταν τέτοια η δύναμη του προϊόντος που ο "αποκλεισμός" του κράτησε μόλις δύο μήνες.

Ασύμφορο χαρακτηρίζεται επίσης από μερίδα Ελλήνων παραγωγών και το κόστος αγοράς χώρου στο ράφι ενός σούπερ μάρκετ. Όπως αναφέρουν, το ποσό που καταβάλλει μια επιχείρηση για να αποκτήσει κωδικό εισαγωγής σε ένα σούπερ μάρκετ αφορά συγκεκριμένο μείγμα προϊόντων. Εάν η ίδια επιχείρηση τροποποιήσει τη συσκευασία ή παρουσιάσει στην αγορά ένα νέο προϊόν είναι αναγκασμένη να πληρώσει στην αλυσίδα επιπλέον δαπάνη.

Πού πλεονεκτούν τα εισαγόμενα

Παρά το ότι τα ελληνικά προϊόντα βελτιώνονται συνεχώς, τα εισαγόμενα εξακολουθούν να υπερτερούν στις προτιμήσεις των καταναλωτών για τέσσερις κυρίως λόγους.

Ο πρώτος συνδέεται με την πολιτική προώθησής τους στην ελληνική αγορά, μέσω του marketing. Όπως εύστοχα σημειώνει παράγοντας του κλάδου, «οι καταναλωτές αγοράζουν τα διαφημιζόμενα προϊόντα». Τα τεράστια διαφημιστικά κονδύλια που επενδύουν οι πολυεθνικές και οι μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες για την προβολή των προϊόντων τους δεν μπορεί επ’ ουδενί λόγω να συγκριθούν με τα αντίστοιχα των Ελλήνων παραγωγών. Στους κανόνες του σύγχρονου marketing περιλαμβάνεται επίσης και ο τομέας του σχεδιασμού της συσκευασίας. «Υπάρχουν κατηγορίες προϊόντων στις οποίες οι Έλληνες παραγωγοί δεν έχουν εκμεταλλευτεί σωστά ή και καθόλου τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα, ή η συσκευασία των προϊόντων τους υστερεί σημαντικά των ξένων», σημειώνει ο κ. Αντωνόπουλος.

Ο δεύτερος παράγοντας συνδέεται με τη δύναμη και την οργάνωση των δικτύων διανομής και πώλησης. Κατά κανόνα οι πολυεθνικές και μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες διαθέτουν καλύτερη οργάνωση των δικτύων διανομής τους σε πανελλαδική κλίμακα. Επιπλέον, λόγω του αυξημένου όγκου των πωλήσεών τους, έχουν τη δυνατότητα να διαθέτουν σημαντικά κονδύλια και για την προώθηση των προϊόντων τους μέσα στα σούπερ μάρκετ. «Αντίθετα με τις μεγάλες, υπάρχουν αρκετές μεσαίες επιχειρήσεις με πολύ καλά προϊόντα, που τους λείπει όμως η οργάνωση του δικτύου διανομής, με αποτέλεσμα να χάνουν σε ανταγωνιστικότητα, καθώς αδυνατούν να ελέγξουν τη διαθεσιμότητά τους σε κάθε σημείο πώλησης».

Η σε περιορισμένο βαθμό σχεδίαση ελληνικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας συγκαταλέγεται επίσης στα μειονεκτήματα της ελληνικής βιομηχανίας. Όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, τα προϊόντα αυτής της ομάδας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι εισαγόμενα. Ο αντίλογος βέβαια που αναπτύσσεται εδώ είναι ότι τα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας έχουν υψηλό κόστος, με αποτέλεσμα να μην ενδείκνυνται για τους μικρούς παραγωγούς.

Η καθυστέρηση στην αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής είναι ένας ακόμη σημαντικός λόγος που θέτει σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Η αγροτική μας παραγωγή με τα σημαντικά προβλήματα οργάνωσης, την κατακερματισμένη σε μικρά αγροτεμάχια γεωργική ιδιοκτησία, το υψηλό κόστος, την έλλειψη κεντρικής οργάνωσης και υποστήριξης, είναι δύσκολο να αντέξει τον ανταγωνισμό των εισαγόμενων προϊόντων. «Οι Έλληνες αγρότες πρέπει να προσαρμόσουν την παραγωγή τους στο μοντέλο του σύγχρονου τρόπου διατροφής και να κάνουν ριζικές αλλαγές στις καλλιέργειές τους. Χρειάζεται να παράγουν προϊόντα που να καλύπτουν όλο το εύρος των καταναλωτικών αναγκών, να αποκτήσουν στρατηγική ανάπτυξης και να ενοποιηθούν σε μεγαλύτερα σχήματα. Να γίνουν επιχειρηματίες», αναφέρει ο κ. Πιστιόλας. «Η ελληνική παραγωγή σε ορισμένα προϊόντα όπως το ρύζι», τονίζει, «είναι από τις ακριβότερες».

Το υψηλό κόστος παραγωγής των ελληνικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες στο μάρκετινγκ και στη διανομή τους στις αγορές του εξωτερικού, είναι από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους τα ελληνικά προϊόντα δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει ούτε στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ.

Προς το παρόν ελάχιστα προϊόντα κάνουν "ευρωπαϊκή καριέρα". Οι επιτυχημένες προσπάθειες διείσδυσης σε ξένες αγορές αφορούν κυρίως τα προϊόντα που εξάγονται σε χώρες όπου υπάρχουν κοινότητες της ομογένειας (ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία κά), όπου δηλαδή το κοινό τα γνωρίζει και τα αγοράζει.

Δυνητικά πάντως, όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, η βαλκανική αγορά ενδεχομένως να αποτελέσει έναν ενδιαφέροντα προορισμό των επώνυμων προϊόντων της ελληνικής μεταποίησης, εφόσον καλυτερεύσει το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών της και τονωθεί η ζήτηση.

 

Η ΕΥΜΑΡΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΡΕΣΕ

Εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, δάνεια γάμου, στεγαστικά, άτοκες- και ετεροχρονισμένες- δόσεις… Οι διαφορετικές, ανάλογα με την περίσταση και τη χρονική περίοδο, ονομασίες ενός και του αυτού πράγματος: της καταναλωτικής πίστης, που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει ιδιαίτερη ακμή στη χώρα μας. Το «πλαστικό χρήμα» κινεί κυριολεκτικά την αγορά. Ο δανεισμός των νοικοκυριών τριπλασιάστηκε την τελευταία πενταετία και αυξάνεται με ρυθμούς υπερδιπλάσιους από τους κοινοτικούς.

Κι όμως, η αγορά στενάζει παρά την ανάσα που της δίνει η πλήρης απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης (τα καταναλωτικά δάνεια μπορούν να αγγίξουν μέχρι και τα 50.000 ευρώ!). Τα «φέσια» πολλαπλασιάζονται και ήδη τον Νοέμβριο «έσπασαν» το- ψυχολογικό συν τοις άλλοις- φράγμα του 1 δισ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, ο ρυθμός αύξησης των λιανικών πωλήσεων επιβραδύνεται ταχύτατα. Η επιβράδυνση, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα εμφανής στα μεγάλα καταστήματα, στα πολυκαταστήματα και στα σούπερ μάρκετ, που μέχρι και πέρυσι κρατούσαν τα σκήπτρα στους ρυθμούς ανόδου του τζίρου των λιανεμπορικών επιχειρήσεων.

Τον Σεπτέμβριο του 2003 οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ είχαν αυξηθεί 14,6% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2002. Τον Σεπτέμβριο του 2004 η αύξηση ήταν μόλις 6,5%, δηλαδή παρατηρήθηκε μια επιβράδυνση της τάξης του 55,5%. Στα πολυκαταστήματα, αντίστοιχα, το ποσοστό αύξησης περιορίστηκε από 14,1% σε 3,9%, δηλαδή ο ρυθμός επιβράδυνσης ξεπέρασε το 72%. Στο σύνολο των λιανεμπορικών επιχειρήσεων, η αύξηση των πωλήσεων σε ετήσια βάση επιβραδύνθηκε κατά 41%. Σε μέσα επίπεδα το αντίστοιχο ποσοστό τους το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου άγγιξε το 20%, ενώ στα σούπερ μάρκετ ξεπέρασε το 26% και στα πολυκαταστήματα το 28%.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι ανάγκες διευρύνθηκαν την τελευταία δεκαπενταετία, χωρίς να υπάρξει ανάλογη διεύρυνση και των εισοδημάτων, τονίζει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Δ. Ασημακόπουλος. Το 1990 αντιστοιχούσαν μόλις 15 ΙΧ αυτοκίνητα σε κάθε 100 κατοίκους, σήμερα ξεπέρασαν τα 35. Επίσης, τα νοικοκυριά -όχι όλα- διέθεταν το πολύ ένα τηλέφωνο, ενώ σήμερα σε κάθε σπίτι, εκτός από το σταθερό τηλέφωνο, υπάρχουν 2-3 κινητά, για να μην αναφερθούμε στις συνδέσεις στο Internet, τη συνδρομητική τηλεόραση κλπ. Η κάλυψη αυτών των νέων δαπανών γίνεται με τον περιορισμό των παλαιών «κλασικών» αναγκών, με τη στροφή σε φθηνότερα προϊόντα, αλλά και με τον δανεισμό. «Με την είσοδο στην ΟΝΕ, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μείωση των επιτοκίων, οι Έλληνες στράφηκαν μαζικά προς τον δανεισμό προκειμένου να καλύψουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, ξεπέρασαν τις δυνάμεις τους, αλλά δυστυχώς ξέχασαν ότι "τα δανεικά σε καμία περίπτωση δεν είναι αγύριστα», επισημαίνει ο Π. Καρέλλας, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας.

Η στροφή των καταναλωτών προς τα φθηνά προϊόντα ευθύνεται για την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των λιανικών πωλήσεων. Την ίδια στιγμή τα εκπτωτικά καταστήματα ζουν ημέρες δόξας, ενώ το παραεμπόριο απειλεί με αφανισμό τις οργανωμένες εμπορικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Π. Καρέλλα, ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου μόνο στους κλάδους ένδυσης, υπόδησης και ειδών δώρων υπερβαίνει το 1,2 δισ. ευρώ.

Προοδεύει το "φέσι" …γεωμετρικά

Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε τον περασμένο Δεκέμβριο η «Τειρεσίας ΑΕ» σχετικά με τα «φέσια» στην αγορά, αποκάλυψαν με εντυπωσιακό τρόπο τις «δύσκολες ημέρες» που διάγουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Η ΕΣΥΕ, με τα δικά της στοιχεία για τον δείκτη αξίας λιανικών πωλήσεων, απλώς επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η αγορά έχει εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίο πολύ δύσκολα θα καταφέρει να εξέλθει.

Σύμφωνα με την «Τειρεσίας ΑΕ», για πρώτη φορά στα χρονικά οι ακάλυπτες επιταγές και οι απλήρωτες συναλλαγματικές έσπασαν το φράγμα του 1 δισ. ευρώ κατά το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2004. Άγγιξαν τα 1,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 25,3% ή 220 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2003. Στις ακάλυπτες επιταγές η αύξηση ήταν 28,3% και στις απλήρωτες συναλλαγματικές έφθασε το 10,2%. Χαρακτηριστικό της ολοένα επιδεινούμενης κατάστασης είναι και το γεγονός ότι από τον Σεπτέμβριο και μετά οι ακάλυπτες επιταγές κάθε μήνα ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ. Τον Σεπτέμβριο η αξία αυτών των επιταγών ήταν 41% υψηλότερη από τον Σεπτέμβριο του 2003, τον Οκτώβριο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 53%, ενώ τον Νοέμβριο ξεπέρασε το 117%!

Δανεισμός μέχρι τα μπούνια

Εξίσου αποκαλυπτικά και ίσως περισσότερο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με τον δανεισμό των ελληνικών νοικοκυριών. Το υπόλοιπο των δανείων των νοικοκυριών τον περασμένο Σεπτέμβριο ανήλθε στο ποσό-ρεκόρ των 48 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του ΑΕΠ, εκ των οποίων τα 15,7 δισ. ευρώ, περίπου το 10% του ΑΕΠ, αφορούν σε καταναλωτικά δάνεια και περί τα 30,8 δισ. ευρώ σε στεγαστικά. Μέσα σε ένα δωδεκάμηνο τα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν άνω του 39%. Στα προσωπικά δάνεια η αύξηση άγγιξε επίπεδα-ρεκόρ, της τάξης του 66,6%, ενώ ο δανεισμός μέσω των πιστωτικών καρτών αυξήθηκε κατά 23,7% και τα δάνεια με δικαιολογητικά κατά 35,5%.

Η Τράπεζα της Ελλάδας επανειλημμένα έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της, στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2004 καθυστερούσε το 8,3% των καταναλωτικών δανείων έναντι 8% ένα εξάμηνο πριν. Στην ευρωζώνη ο μέσος όρος καθυστέρησης κυμαίνεται γύρω στο 3%.

Πολύ ευάλωτα στην προσφυγή στον δανεισμό, για την κάλυψη καταναλωτικών τους αναγκών, προσφεύγουν -σύμφωνα με έρευνα του ΕΚΚΕ- τα «μη φτωχά νοικοκυριά». Η έρευνα διαπίστωσε ότι ανάμεσα στα φτωχά νοικοκυριά δάνειο έλαβε το 20,7%, ενώ στα μη φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό των δανειοληπτών ανήλθε σε 56,6%.

Από τα στοιχεία εξάλλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προκύπτει ότι τα τελευταία χρόνια ο ρυθμός αύξησης των δανείων των νοικοκυριών (καταναλωτικά και στεγαστικά) είναι υπερδιπλάσιος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της εν λόγω τράπεζας, το χρέος των ελληνικών νοικοκυριών σε κάρτες και καταναλωτικά δάνεια το 1998 κάλυπτε μόλις το 2,8% του ΑΕΠ. Το 2003 το αντίστοιχο ποσοστό είχε φθάσει το 8,1% του ΑΕΠ, για να εκτιναχθεί στο 9,8% τον Σεπτέμβριο του 2004. Στην ευρωζώνη το ίδιο διάστημα μειώθηκε από 17,5% σε 15,9%.

Για να καταδειχθεί το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2003 τα δάνεια των νοικοκυριών σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία αναλογούσαν στο 8,2% του ΑΕΠ. Στην Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 6,6%, στην Ισπανία 7,5%, στην Ολλανδία 4,4%, στο Βέλγιο 3,2%, στην Ιταλία 2,8% κλπ.

Το 1998 το συνολικό χρέος των νοικοκυριών (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια) δεν έφθανε ούτε τα 10 δισ. ευρώ και αναλογούσε στο 9% του ΑΕΠ. Σήμερα αγγίζει τα 50 δισ. ευρώ, δηλαδή έφθασε το 30% του ΑΕΠ, δηλαδή υπερτριπλασιάστηκε. Την ίδια χρονική περίοδο στην Ιταλία το χρέος των νοικοκυριών διπλασιάστηκε και έφθασε το 14,5% του ΑΕΠ, ενώ ανάλογοι ήταν και οι ρυθμοί αύξησης και σε άλλες χώρες της ΕΕ με παρεμφερή οικονομική δομή με εκείνη της Ελλάδας.

ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ : ΤΑ ΑΣΤΡΑ ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ 2005

Νέες ανακατατάξεις μεριδίων στις κατηγορίες του γάλακτος, του γιαουρτιού και του τυριού προβλέπονται εντός του 2005, όπως επίσης και περαιτέρω άνοδος των πωλήσεων, κυρίως σε ό,τι αφορά την κατηγορία του γιαουρτιού. Οι τρεις εν λόγω κατηγορίες το προηγούμενο έτος χαρακτηρίστηκαν από έντονη κινητικότητα που μεταφράστηκε σε νέα λανσαρίσματα και σε υψηλή διαφημιστική δαπάνη, ενέργειες που εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν και φέτος με ανάλογο ρυθμό. Η τάση υπέρ της υγιεινής διατροφής, η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών του Έλληνα καταναλωτή -με κύριο χαρακτηριστικό την αναζήτηση νέων γεύσεων- η έλλειψη ελεύθερου χρόνου των κατοίκων στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου νοικοκυριού είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την καταναλωτική συμπεριφορά στις συγκεκριμένες κατηγορίες.

Τα γεγονότα που άλλαξαν… τον κόσμο των γαλακτοκομικών

Τους τελευταίους μήνες αλλάζουν δραματικά οι ισορροπίες στην εγχώρια αγορά των γαλακτοκομικών. Τρία ήταν τα πλέον σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 2004 και αφορούν τον κλάδο: η είσοδος της Friesland στην αγορά του γιαουρτιού, με τη δραστηριοποίηση του εργοστασίου της στην Πάτρα, που υλοποιεί νέες επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητάς του, η συγχώνευση των κολοσσών Arla και Campina σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η εξαγορά του εργοστασίου της Nestle στο Πλατύ Ημαθίας από τη ΜΕΒΓΑΛ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης επιχειρηματικής συμφωνίας των δύο εταιρειών, μια συμφωνία συνεργασίας η οποία -όταν ολοκληρωθεί- αναμένεται να έχει σοβαρό αντίκτυπο τόσο στον παραγωγικό όσο και στον εμπορικό τομέα, και θα αφορά στη συμπαραγωγή προϊόντων και την αξιοποίηση των δικτύων διανομής. Σημειώνεται δε ότι τους τελευταίους μήνες επικρατεί έντονη φημολογία στην αγορά περί εξαγοράς ελληνικής εταιρείας του κλάδου από ξένη πολυεθνική.

Οι δαπάνες του μέσου νοικοκυριού

Τα γαλακτοκομικά διατηρούσαν -και εξακολουθούν να διατηρούν- ένα υψηλότατο μερίδιο στις δαπάνες της ελληνικής οικογένειας. Εκπρόσωποι των αλυσίδων σούπερ μάρκετ εκτιμούν ότι το 9% του τζίρου τους αφορά στις πωλήσεις γάλακτος, γιαουρτιού, χυμών, βουτύρου και μαργαρίνης, ενώ γίνεται λόγος για ένα ποσοστό της τάξης του 26,6% της μηνιαίας δαπάνης κάθε νοικοκυριού, που αφορά στις αγορές γαλακτοκομικών και προϊόντων αρτοζαχαροπλαστείου, τυριών και κατεψυγμένων.

Αυξάνονται σταδιακά οι εισαγωγές γάλακτος

Οι εισαγωγές γάλακτος ανήλθαν σε περίπου 188.000 τόνους το 2002, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, παράγοντες δε της αγοράς εκτιμούν ότι το 2004 προσέγγισαν τους 200.000 τόνους. Από την ποσότητα αυτή οι εισαγωγές συσκευασμένων γαλακτοκομικών που εισάγουν οι πολυεθνικές εταιρείες μετά βίας προσεγγίζουν τους 100 χιλ. τόνους, ενώ η λοιπή ποσότητα αφορά σε χύμα προϊόν που προορίζεται για βιομηχανική χρήση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κλάδος των γαλακτοκομικών σκιάζεται από μια ολόκληρη παραφιλολογία αναφορικά με την πραγματική ταυτότητα των γαλακτοκομικών προϊόντων που διακινούνται ως ελληνικά. Συχνά-πυκνά οι σχετικές φήμες τροφοδοτούνται από τις ίδιες τις δραστηριοποιούμενες στον κλάδο εταιρείες, οι οποίες στο πλαίσιο του (θεμιτού και αθέμιτου) ανταγωνισμού τους κάνουν λόγο περί «ύποπτης» προέλευσης των προϊόντων του εκάστοτε ανταγωνιστή τους -η ένταση βεβαίως της φήμης είναι ανάλογη της επιτυχίας του ανταγωνιστικού προϊόντος. Φυσικά, δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το αν ποσότητα του εισαγόμενου γάλακτος χρησιμοποιείται για την παραγωγή προϊόντων που «βαπτίζονται» ελληνικά. Το μόνο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι οι εισαγωγές γάλακτος είναι πράγματι ολοένα αυξανόμενες, καθώς και ότι τουλάχιστον τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχει αυξηθεί η ποσόστωση της ελληνικής παραγωγής γάλακτος.

Διαφημιστική δαπάνη (Ιαν.-Νοέ. 2003/2004) (χιλ. ευρώ)










Προϊόν

Ιαν.-Νοέ. 2003

Ιαν.-Νοέ. 2004

Γάλα εβαπορέ

4.709

4.024

Γάλα εβαπορέ light

421

546

Γάλα παστεριωμένο

5.739

5.560

Γάλα υψηλής παστερίωσης

6.863

6.258

Γάλα σοκολατούχο

3.945

4.026

Γιαούρτι

10.359

18.108

Τυριά

4.958

6.071

Πηγή: Media Services

Η διαφημιστική δαπάνη αποτυπώνει εμφανώς τη «μάχη» που μαίνεται για την απόκτηση μεριδίων μεταξύ των ισχυρότερων παικτών στις «κρίσιμες» κατηγορίες. Όπως είναι αναμενόμενο, η μεγαλύτερη διαφημιστική δαπάνη συγκεντρώθηκε στην κατηγορία του γιαουρτιού, η οποία κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2004 ήταν σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2003. Στη συγκεκριμένη κατηγορία οι εταιρείες ΦΑΓΕ, Δέλτα και η νεοεισερχόμενη Friesland έδωσαν την ώθηση στη διαφημιστική αγορά. Η δεύτερη κατηγορία με την εντονότερη κινητικότητα ήταν εκείνη του τυριού, με πρωταγωνιστή το τυρί Milner, για την υποστήριξη του οποίου διατέθηκαν μακράν μεγαλύτερα ποσά σε σχέση με τα υπόλοιπα προϊόντα της κατηγορίας, εγχώρια και εισαγόμενα.

Σε ό,τι αφορά το παστεριωμένο γάλα, οι βασικοί πρωταγωνιστές της διαφημιστικής δαπάνης ήταν η ΜΕΒΓΑΛ και η Δέλτα, ενώ στο υψηλής παστερίωσης οι βασικοί διαφημιζόμενοι ήταν οι Friesland και ΦΑΓΕ. Το 2005 αναμένεται νέο «κύμα» ανόδου της διαφημιστικής δαπάνης, με κύριο χαρακτηριστικό τη συγκέντρωσή της στις επιμέρους κατηγορίες που παρουσιάζουν προοπτικές ανόδου.