Πρώτη φορά πέρυσι –επεξεργαζόμενοι τα στοιχεία των ισολογισμών για τη χρήση του 2001 των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ, στο πλαίσιο της ετήσιας έκδοσης ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ 2002– επιχειρήσαμε την αξιολογική κατάταξη των επιχειρήσεων βάσει κριτηρίων αποτελεσματικότητας και μονάδων βαρύτητας. Τα μηνύματα που δεχτήκαμε μετά το σχετικό δημοσίευμα στο περιοδικό μας, άλλοτε θετικά άλλοτε αρνητικά, έδειξαν ότι αυτός ο τρόπος αξιολόγησης δεν αφήνει αδιάφορες τις επιχειρήσεις του κλάδου, καθώς αφενός δείχνει ότι ο δρόμος για την επιτυχία δεν είναι μονόδρομος και αφετέρου υποδηλώνει την πραγματική θέση κάθε επιχείρησης. Και μόνο αυτό δικαιώνει το τόλμημα που επιχειρήσαμε πέρυσι και μας επιτρέπει να το επαναλάβουμε φέτος.
Στο παρελθόν αλλά και σήμερα συνεχίζεται –είτε για εθιμικούς λόγους είτε γιατί αυτό εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη επεκτατική στρατηγική συγκέντρωσης και γιγαντισμού– η κατάταξη και αξιολόγηση των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ να γίνεται με κριτήρια τον όγκο των πωλήσεων, τον αριθμό των καταστημάτων ή ακόμα τον όγκο των επενδύσεων. Σπάνια η κατάταξη-αξιολόγηση γίνεται με βάση τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων και ακόμα πιο σπάνια με πιο σύνθετες μεθόδους. Ωστόσο επισημαίνουμε ότι οι τράπεζες ήδη αξιολογούν με άλλη ματιά τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν και συν τω χρόνω με τη διεθνοποίηση της αγοράς και την είσοδο στη χώρα μας ξένων τραπεζικών κολοσσών, οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις αξιολόγησης ακολουθούν τα διεθνή πρότυπα. Άλλωστε αυτό ακριβώς έχει προ καιρού καταστεί καθημερινή πρακτική για τους τεχνοκράτες του χώρου σε ό,τι αφορά τις εισηγμένες επιχειρήσεις στο χρηματιστήριο. Αλλά και στην περίπτωση αυτή οι επενδυτές, με εξαίρεση τους θεσμικούς και κάποιους μεγάλους ή συστηματικούς παίκτες, δεν μπαίνουν στον κόπο όχι μόνο να μελετήσουν αξιολογικά, αλλά ούτε καν να λάβουν γνώση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων στις μετοχές των οποίων επενδύουν τα χρήματά τους. Αλλά ο επενδυτής στο χρηματιστήριο δεν αγοράζει «τζίρο», αγοράζει προσδοκία υψηλής απόδοσης του κεφαλαίου του, πράγμα που συναρτάται με τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους, με την υπεράξια της μετοχής του, η οποία μάλιστα, πέραν των κερδών, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες που δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε.
Ανορθολογικότητα κριτηρίων
Στον κλάδο των σούπερ μάρκετ την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει μεγάλες ανακατατάξεις. Όλες οι επιχειρήσεις εξάντλησαν τη στρατηγική τους στην προσπάθεια εδραίωσης της θέσης τους μέσω της επέκτασης του αριθμού των καταστημάτων τους, των εξαγορών και των συμμαχιών. Συγκυριακά η έξαρση του φαινομένου παίρνει εξοντωτικές διαστάσεις, ενώ η ύφεσή του είναι προσωρινή μέχρι το επόμενο κύμα να παρασύρει τους αδύναμους και τους μη προνοητικούς της αγοράς. Οι συναφείς στρατηγικές, έχουμε τονίσει επανειλημμένως, δεν στηρίζεται πάντοτε σε αμιγώς οικονομικά κριτήρια. Η επέκταση, ο γιγαντισμός και οι επενδύσεις γίνονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά οικονομικού ορθολογισμού. Και αυτό συνεχίζεται και θα συνεχίζεται μέχρι πότε; Ας το κρίνει ο καθένας για λογαριασμό του.
Η μείωση της κερδοφορίας και η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων ανέκαθεν ωθούσε τις επιχειρήσεις σε αύξηση του δανεισμού τους με αλυσιδωτή επίδραση τη μείωση των αποτελεσμάτων τους. Το 2002 ήταν η πρώτη χρονιά που φάνηκε πως κάτι αλλάζει. Όπως επισημαίνουμε στη φετινή έκδοση ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ, το 2002 έγιναν κάποιες διαρθρωτικές κινήσεις που είχαν αποτέλεσμα τη βελτίωση των αποτελεσμάτων και την εξυγίανση των ισολογισμών των επιχειρήσεων. Μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις οι αλλαγές είναι θεαματικές, κυρίως στους μεγάλους του κλάδου. Βέβαια το σκηνικό δεν μετεβλήθη θεαματικά. Τον τόνο τον έδωσαν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι δύο-τρεις επιχειρήσεις που εξακολουθητικά είναι πρωτοπόροι στην ανάπτυξη και στην κερδοφορία, καθώς και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, που με την τεράστια οικονομική τους επιφάνεια και τη στρατηγική τους καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό –όχι μόνο με τοπικά, αλλά και με υπερτοπικά διεθνή κριτήρια– τις εξελίξεις.
Το ευτυχές «παράδοξο»
Αυτό που σε άλλη ευκαιρία θα χαρακτηρίσαμε «παράδοξο» συνεχίζεται και όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί για μερικά ακόμα χρόνια. Μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις του κλάδου δυναμώνουν, εδραιώνουν τη θέση τους, επιβιώνουν και παρουσιάζουν αποτελέσματα πολύ πιο ικανοποιητικά από τις μεγάλες, όχι μόνο σε ποσοστιαίους δείκτες, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη. Οι περιπτώσεις όπου κάποια μικρή αλυσίδα πτώχευσε, ή άλλες μικρές αλυσίδες εξαγοράσθηκαν –περιπτώσεις ελάχιστες άλλωστε– δεν αναιρούν αυτή την πραγματικότητα.
Θα αποφύγουμε περαιτέρω αναφορές και αιτιολογικές αναλύσεις στις οποίες αναφερθήκαμε πέρυσι, εστιάζοντας την προσοχή μας περισσότερο στην ουσία της μεθόδου αξιολόγησης, επαναλαμβάνοντας τα κύρια χαρακτηριστικά της, με σκοπό να υπενθυμίσουμε την ακολουθητέα διαδικασία.
Τις αξιολογήσεις τις στηρίζουμε σε δεδομένα και στοιχεία, σε αριθμούς και δείκτες, που μας επιτρέπουν να έχουμε μια αντικειμενική βάση αφετηρίας. Κι αυτή η βάση συντίθεται από τους δείκτες του λογαριασμού αποτελεσμάτων των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ, όπως παρουσιάζονται από τη φετινή έκδοση ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ 2003.
Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε τεύχος Νο. 323 σελ. 12-18