Πού έγκειται η πονηράδα της κατοχής τεχνογνωσίας; Στο ότι αυτός που την έχει και την αξιοποιεί πρώτος, υποτίθεται πως καρπώνεται τα πλείστα οφέλη από την εφαρμογή της, μέχρι να την «κοπιάρουν» πειστικά οι ανταγωνιστές του, ώστε να του αφαιρέσουν το μονοπώλιο της αξιοποίησης του σχετικού πλεονεκτήματος. Είναι έτσι, όμως;
Νέο πεδίο δυναμικής διαφοροποίησης
Αν αντιλαμβανόμαστε σωστά, το Sustainability θεωρείται ένα νέο πεδίο δυναμικής διαφοροποίησης των επιχειρήσεων στον μεταξύ τους ανταγωνισμό για τη βελτίωση της ελκυστικότητάς τους, με όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Στον τομέα του οργανωμένου εμπορίου το εγκαινίασαν ήδη «στα γεμάτα» η ΑΒ Βασιλόπουλος με την προώθηση του Product Integrity, ενός μνημονίου προαπαιτούμενων αειφόρου βιωσιμότητας για τη συνεργασία της με τους προμηθευτές own label προϊόντων, καθολικής εφαρμογής από το 2020 (βλέπε αναλυτικά στο προηγούμενο τεύχος, συνέντευξη Δ. Διονυσόπουλου, Director Quality Assurance της εταιρείας), και ως «νεοφώτιστη» πρόσφατα η Lidl, με τη δημοσίευση της πρώτης της έκθεσης βιώσιμης ανάπτυξης 2015-2016 (η ΑΒ δημοσιεύει κοινωνικό απολογισμό από το 2009, ούσα εκτός συναγωνισμού).
Βασικό χαρακτηριστικό και των δύο εταιρειών είναι η αξιοζήλευτη επενδυτική άνεσή τους (μεταξύ άλλων τομέων) και στην προώθηση του έμπρακτου ενδιαφέροντός τους για την αειφόρο ανάπτυξη. Δεν χάνουν ευκαιρία να το διατυμπανίζουν αυτό, κυρίως όσο οι ανταγωνιστές τους πασχίζουν με την ψυχή στα δόντια για την εξοικονόμηση πόρων προς επένδυση και την ευχή ότι, τουλάχιστον, τα προγράμματα ΕΚΕ που εφαρμόζουν βελτιώνουν κάπως τη φήμη τους. Τι τους υπενθυμίζουν, λοιπόν, οι δύο; Ότι στον αντίποδα μιας εν πολλοίς αναποτελεσματικής ΕΚΕ, λόγω της επικοινωνιακής μανιέρας κυρίως των εκδηλώσεων φιλανθρωπίας, που κατέστησε τη φιλανθρωπία του επιχειρείν «εμπορεύσιμη αρετή» στην κοινωνική συνείδηση, υπάρχουν εταιρικές μέριμνες για το περιβάλλον και τον άνθρωπο που, επειδή υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, καθιστούν την εταιρική υπευθυνότητα μέγεθος μετρήσιμο, άρα και τον εκάστοτε φορέα της άξιο σεβασμού στο διαπιστωμένο μέτρο της υπευθυνότητάς του.
Η «μύηση» στο Sustainability
Το Sustainability φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια θα απασχολήσει έντονα την επιχειρηματικότητα στην εφοδιαστική αλυσίδα –την παραγωγή εν γένει, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των παραγωγών και των απαιτήσεων των μεγάλων πελατών τους, τα logistics και τα δίκτυα διανομής. Ήδη σε γενικές γραμμές η πολυεθνική βιομηχανία και οι διεθνείς εμπορικές αλυσίδες έχουν εμπλακεί στρατηγικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη και δη με κάθε επισημότητα μετά την υπογραφή το 2015 από τις χώρες-μέλη του ΟΗΕ της συμφωνίας 17 άρθρων (SDG) με την επωνυμία «Ατζέντα 2030», η οποία, περιγράφοντας το δέον γενέσθαι για τον σύγχρονο κόσμο, στην ουσία ωθεί άτυπα τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό στο πεδίο του sustainability ως μία εκ των προϋποθέσεων ικανοποίησης αυτού του δέοντος. Εκεί συντείνουν και οι διεθνείς σχετικές θεσμικές ρυθμίσεις, όπως αποτυπώνονται λ.χ. στην Ε.Ε. και ενσωματώνονται στις εθνικές νομοθεσίες.
Υπολείπεται, έτσι, ένας μεγάλος αριθμός εθνικών-τοπικών επιχειρήσεων να «μυηθούν» στη βιώσιμη ανάπτυξη (τουλάχιστον βάσει μιας αριθμητικής κι ασφαλώς επίπλαστης αποτίμησης της περιβαλλοντικά και κοινωνικά δυσώδους πραγματικότητας παρά τη «μύηση» στο sustainability των πλείστων όσων επιχειρηματικών κολοσσών παγκοσμίως…). Μιλώντας για την Ελλάδα και την οικεία κλαδική αγορά της, στις επιχειρήσεις αυτές περιλαμβάνονται όλες οι εγχώριες λιανεμπορικές αλυσίδες πλην των δύο προαναφερόμενων και οι πλείστες μεσαίες και μικρές ελληνικές βιομηχανίες, δεδομένου ότι οι μεγαλύτερες και κατά βάση οι εξαγωγικές συμμερίζονται λίγο ως πολύ την αειφόρο βιωσιμότητα για λόγους ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους, αφού τουλάχιστον οι Βορειοευρωπαίοι στους οποίους τα απευθύνουν, εκδηλώνουν μια τέτοια απαίτηση. Συνεπώς, εφόσον οι μεγάλοι διανομείς θα διαθέτουν προοπτικά τα ράφια τους μόνο σε βιώσιμα αναπτυγμένα προϊόντα, η προσαρμογή των μικρών παραγωγών θα είναι αναγκαστική και δη υπό προθεσμία, όπως προβλέπει το Product Integrity της ΑΒ Βασιλόπουλος.
Κι όμως, χρόνος υπάρχει
Κάτι αντίστοιχο, όμως, δεν φαίνεται να ισχύει για τις εγχώριες εμπορικές αλυσίδες, στον βαθμό που δεν πιστοποιείται κάποια αξιοσημείωτη ευαισθησία των πελατών τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Συνεπώς, έχουν τον χρόνο να αποκτήσουν τη σχετική τεχνογνωσία αντί του να πειραματίζονται βεβιασμένα με κοινωνικούς απολογισμούς. Η τεχνογνωσία στο sustainability, εξάλλου, είναι επίμαχο ζητούμενο, καθότι η αφαίρεση διεθνώς χώρου από την ΕΚΕ και η εκχώρησή του στη βιώσιμη ανάπτυξη δημιουργεί σύνθετες ανάγκες για τους πάσης φύσεως αναγκαίους τεχνοκράτες ειδήμονες κι εκπαιδευτές. Αυτό, άλλωστε, χαλάει και τη στρωμένη δουλειά της ΕΚΕ –εξ ου η διάχυτη δυσφορία από το ευρύτατο όλον των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων με αυτήν, σε αντίθεση με τους ολίγους θιασώτες της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ειρήσθω εν παρόδω, αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και οι μεν και οι δε, όχι μόνο στον κλάδο αλλά ευρύτερα, εμφανίζουν ενίοτε μια εικόνα, που ουδεμία τιμή περιποιεί όχι στην αειφόρο ανάπτυξη ή, έστω, την ΕΚΕ, αλλά ούτε στον κοινό μέσο νου. Πράγματι, όταν ως εταιρική υπευθυνότητα δηλώνεται ευθαρσώς η τυπική συμμόρφωση της τάδε επιχείρησης με το νόμο (η περιαυτολογική προβολή λ.χ. των φορολογικών εισφορών της επιχείρησης είναι το πλέον συχνό και εύηθες ατόπημα), προκαλείται αμηχανία ή ντροπή στον σοβαρό απολογητή της επιχειρηματικότητας και διάθεση σαρκασμού στον μέσο πελάτη…
Λογικά, πάντως, η δράση των πρωτοστατούντων του κλάδου στο sustainability θ’ ανοίξει ανέξοδα τον δρόμο στους ανταγωνιστές τους, αφού τα ράφια των τελευταίων θα έχουν μετατραπεί ήδη σε πασαρέλα επίδειξης των αρετών της βιώσιμης ανάπτυξης πριν καν οι ίδιοι το ζητήσουν, συνεπεία της σχετικής προσαρμογής και των μικρότερων ακόμα προμηθευτών τους, στο πλαίσιο είτε του δικού τους ανταγωνισμού είτε της πίεσης των σκαπανέων της διανομής στο sustainability.
Πότε, άραγε, η ζήτηση θ’ αρχίσει ενδεχομένως ν’ αφήνει ένα ίχνος της υπέρ των αειφόρα δρώντων λιανεμπόρων; Κατά πάσα πιθανότητα όχι πριν την έξοδο της οικονομίας από το πηγάδι της ύφεσης. Ως τότε για τις ελληνικές αλυσίδες το πρωτείο θα ανήκει δεσμευτικά στην ανταγωνιστική τους επιβίωση κι όχι στην αυταξία της βιώσιμης ανάπτυξης υπεράνω του ιδιοτελούς συμφέροντός τους, όπως επιτάσσει το sustaibility. Συνεπώς, θα απέχουν ενσυνείδητα από την προβολή του ως πλεονεκτήματός τους. Κι αν, στο μεταξύ, ο πελάτης τους υποτεθεί πως αφυπνίστηκε από την ιδέα της αειφορίας, μάλλον θα έχει περισσότερους λόγους να την επιβραβεύει επιλέγοντας προϊόντα των προμηθευτών τους.
Αδόκιμα παραδείγματα; Μπα!
Πόσο απέχουν, όμως, κάποια, έστω, από τα προγράμματα κοινωνικής υπευθυνότητας των μεγάλων ελληνικών αλυσίδων, από το να ενταχτούν σε πλάνα βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή με την αξίωση καθαυτής της περιωπής τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη κι όχι χάριν απλώς των εταιρικών οικονομιών κλίμακος;
Η Metro, για παράδειγμα, έχει μειώσει βάσει στοχοθεσίας, στο πλαίσιο της μείωσης του ανθρακικού της αποτυπώματος, κατά 50% τις διακινήσεις των θερμομπόξ για τις μεταφορές των αλλοιώσιμών της. Το σχετικό λογισμικό υπολογισμού του εν λόγω αποτυπώματος της εταιρείας είναι ήδη ολοκληρωμένο και αποβλέπει στη βέλτιστη χρήση όλων των μεταφορικών της μέσων, στα οποία, μάλιστα, έχουν τοποθετηθεί προγράμματα παρακολούθησης της οδηγικής συμπεριφοράς (ειδικό λογισμικό που επεμβαίνει στον εγκέφαλο των οχημάτων), στο πλαίσιο της καθιέρωσης της αμυντικής οδήγησης, από άποψη κατανάλωσης. Σημειώνεται ότι η εταιρεία διαθέτει κι ένα δραστήριο Τμήμα Ενεργειακής Διαχείρισης, που σχεδιάζει την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τις λειτουργίες της. Αυτό μερίμνησε λ.χ. για την τοποθέτηση στις εγκαταστάσεις της του νέου ψυκτικού υγρού R407f με πολύ χαμηλό GWP, καταφέρνοντας να μειώσει την επίπτωση των ατμοσφαιρικών ρύπων από τη χρήση του ψυκτικού υγρού στο 50%, για να πούμε μόλις μία από τις επιτυχίες του, επιφυλασσόμενοι να επανέλθουμε εν ευθέτω χρόνω στην επιστημονική και καινοτόμο για την αειφόρο ανάπτυξη δραστηριότητά του.
Η Μασούτης από την πλευρά της υλοποιεί από το 2011 μια σημαντική δραστηριότητα εντοπισμού και συλλογής όλων των υλικών προς ανακύκλωση μεταξύ της κεντρικής αποθήκης και των καταστημάτων της, που αποβλέπει στον εκμηδενισμό των αποβλήτων που «παράγονται» στο σύστημά της.
Τάχα, πρόκειται για «αδόκιμα» παραδείγματα ως προς τις έννοιες της βιώσιμης ανάπτυξης; Ποιος θα μας το πει; Σε τελική ανάλυση μοιάζει να είναι θέμα… ονοματολογικής διαχείρισης της πραγματικότητας, το τι προτάσσει κανείς ως αειφόρο πρακτική ή δραστηριότητα και τι όχι και το πώς το τεκμηριώνει επιστημολογικά, προκειμένου να πιστοποιηθεί, οψέποτε έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και της επενδυτικής του διαθεσιμότητας ασφαλώς. Ή μήπως όχι;
Υποβαθμισμένο στα ενδιαφέροντα των μικρομεσαίων το Sustainability
Oι αγωνίες των διοικήσεων των μικρομεσαίων αλυσίδων του κλάδου για την αντιμετώπιση των ισχυρών ανταγωνιστών τους κάθε «επόμενη ημέρα», η μέριμνά τους να κατευθύνουν άμεσα κάθε διαθέσιμο κεφαλαιακό τους πόρο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους, όπως και η έλλειψη σε ορισμένες περιπτώσεις σχετικής κουλτούρας είναι οι τρεις βασικοί λόγοι, που δεν τις αφήνουν να εκφράσουν, ίσως όχι όσο θα ήθελαν, την υπευθυνότητα των εταιρειών τους για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός, μια εταιρεία προσανατολισμένη επίμονα τον τελευταίο καιρό στην επέκταση μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και συνεργειών, δεν είχε ως τώρα πόρους και χρόνο να αφιερώσει εξειδικευμένα με τη διαμόρφωση ενός «πράσινου» εταιρικού προφίλ, ομολογούν τα στελέχη της. Κάποιες σχετικές εταιρικές πρωτοβουλίες σε τεχνικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα τα μέτρα περιορισμού του ενεργειακού κόστους του δικτύου πωλήσεων, δεν είναι ενταγμένα σε κάποιο σχέδιο πρακτικών αειφόρου ανάπτυξης. «Αν και η εφαρμογή τέτοιων πρακτικών είναι χαμηλά στην ατζέντα μας, υπάρχει η διάθεση στο άμεσο μέλλον να δράσουμε πιο υπεύθυνα και να αναδείξουμε τη σχετική ευαισθησία μας. Σύντομα θα έχετε νέα μας», μας προϊδέασε στέλεχος της αλυσίδας.
Όπως μας επισημάνθηκε εκ μέρους της διοίκησης της Bazaar, τα μικρομεσαία δίκτυα προηγείται να λύσουν το ζωτικό πρόβλημα της επιβίωσής τους πριν επενδύσουν στην αειφόρο βιωσιμότητα, η οποία απαιτεί και χρόνο και καθετοποιημένο σχεδιασμό, εφόσον στο πλαίσιό της για κάθε ενέργεια και λειτουργία της αλυσίδας υπολογίζονται οι πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον και λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή τους. Κάτι αντίστοιχο ισχύει στην περίπτωση της παραγωγής των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Σχετικά το ενδιαφέρον της Bazaar είναι εστιασμένο στη διασφάλιση της ποιότητας και της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων. Έτσι, τα θέματα των αειφόρων πρακτικών εναπόκεινται στις ευαισθησίες των παραγωγών τους. «Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν κι έχουν σήμερα την πολυτέλεια να δρουν με γνώμονα «πράσινους» στόχους και να επενδύουν, για παράδειγμα, στη βιοκλιματική αρχιτεκτονική. Δεν ανήκουμε σε αυτούς. Μέχρι σήμερα πασχίζουμε, διεκδικώντας τη θέση μας στην αγορά, παλεύοντας για την επιβίωσή μας», δήλωσε χαρακτηριστικά στέλεχος της εταιρείας.
Συζητώντας με στέλεχος της Market In, μας υπενθύμισε ότι εκτός από την αξιοποίηση των συστημάτων led για τον φωτισμό καταστημάτων και κεντρικών αποθηκών και τη χρήση ψυγείων κλειστού τύπου και χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης, η εταιρεία επενδύει συστηματικά στην παραγωγή «πράσινης» ενέργειας. Ειδικότερα αφενός εγκαθιστά, όπου το επιτρέπει ο χώρος, πάνελ φωτοβολταϊκών για την ηλεκτροδότηση των εγκαταστάσεών της και αφετέρου επενδύει επιχειρηματικά εδώ και χρόνια στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με τη χρήση φωτοβολταϊκών συστημάτων, έχοντας θυγατρική εταιρεία ειδικευμένη στο σχετικό αντικείμενο («ηλιακό πάρκο»). Η Market In έχει εντάξει «πράσινες» προωθητικές ενέργειες στην εμπορική πολιτική της, πριμοδοτώντας με πόντους την κάρτα πιστότητας όσων πελατών της κάνουν χρήση επαναχρησιμοποιούμενης τσάντας για τις αγορές τους, ενώ τους διαθέτει και ανακυκλούμενες πλαστικές σακούλες.