2000-2004 : Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Στην πενταετία 2000-2004 έγιναν σοβαρές προσπάθειες ανάκαμψης των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα και προσαρμογής τους στο πλαίσιο των διεθνών επιδόσεων του κλάδου, από τις οποίες, όμως, βρισκόμαστε ακόμα αισθητά πίσω. Μια σειρά παραγόντων, κυρίως ενδογενείς, επέδρασαν στη μερική ανάσχεση της σταθεροποιητικής προοπτικής και της κερδοφορίας. Ο θόρυβος γύρω από την υποτιθέμενη κερδοσκοπία, την αλόγιστη αύξηση των τιμών και τις υπέρογκες πιστώσεις των προμηθευτών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η αυξητική αποτελεσματικότητα του κλάδου στην πενταετία δεν χαρακτηρίζει μια κερδοσκοπική τάση, αλλά την επιβεβλημένη προσπάθεια ανάκτησης των ζημιών και των χαμηλών αποδόσεών του.

Είναι σύνηθες να "βλέπουμε το δέντρο, χάνοντας το δάσος". Κάποτε αυτό αποτελεί συγκυριακή ανάγκη και κάποτε ηθελημένη επιλογή, ενίοτε καλόβουλη και ενίοτε κακόβουλη.

Κάθε χρόνο δημοσιεύονται αναλύσεις για τον κλάδο των σούπερ μάρκετ, που προκύπτουν από τα στοιχεία των ισολογισμών των εταιρειών. Οι συνήθεις αναλύσεις περιορίζονται στην παράθεση των δεδομένων της τελευταίας και της προηγούμενης χρονιάς, καταρτίζονται δείκτες και επισημαίνονται γεγονότα και παράμετροι που επέδρασαν στη διαμόρφωση των μεγεθών και των δεικτών. Το συχνότερο είναι η προσοχή να εστιάζεται στις πωλήσεις και στα αποτελέσματα, που είναι εν τέλει και ο τελικός σκοπός της λειτουργίας οποιασδήποτε επιχείρησης. Αυτή τη μεθοδολογία ακολουθούμε κι εμείς στην ετήσια έκδοση το Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ.

Επικαιρική και διαχρονική προσέγγιση

Αυτός ο κλασικός τρόπος ανάλυσης και μελέτης έχει το πλεονέκτημα της επικαιρικότητας ("τι συμβαίνει σήμερα"), καθώς αποσκοπεί όχι μόνο στην ερμηνεία της οικονομικής κατάστασης των εταιρειών του κλάδου, αλλά και στην πρόβλεψη κατά το δυνατόν του μέλλοντός τους. Δεν διαπιστώνει, όμως, τις διαχρονικές τάσεις, αποστερώντας μας από τη συνθετική εμπειρία του παρελθόντος, επομένως κι από την πρόβλεψη των υπό διαμόρφωση τάσεων. Το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν ο στόχος είναι όχι η μελέτη των μεμονωμένων εταιρειών, αλλά η γενικευμένη ανάλυση του κλάδου, η οποία απαιτεί να φωτίζεται το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι επιμέρους επιχειρήσεις.

Με μια πρώτη ματιά διαπιστώνουμε ότι δεν είναι ούτε εύκολο ούτε πάντα εφικτό να ανατρέχουμε με κάθε ευκαιρία στο παρελθόν, σε βάθος χρόνου, για να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των τάσεων που διαμορφώνονται. Οι δυσκολίες είναι πολλές και μπορεί να προκαλέσουν παρανοήσεις, αν τα δεδομένα δεν είναι συγκρίσιμα υπό τις παραδεκτές στατιστικές μεθόδους.

Στην ανάλυση αυτή θα επιχειρήσουμε μια διαχρονική παρουσίαση των κυριοτέρων μεγεθών και δεικτών του κλάδου κατά την πενταετία 2000-2004, βάσει των πραγματικών στοιχείων των επιχειρήσεων, όπως καταγράφηκαν και αναλύθηκαν στην ετήσια έκδοση Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ, με τις παρατηρήσεις και τις στατιστικές παραδοχές που αναφέρονται στους πίνακες που παρουσιάζουμε.

Στην ανάλυσή μας αναφερόμαστε στα “Αποτελέσματα”, στην “Απόδοση των ιδίων κεφαλαίων”, στις “Πιστώσεις των προμηθευτών” και στα “Αποθέματα” για δύο λόγους:

● Γιατί όλες οι καλές ή κακές επιλογές, οι θετικές και αρνητικές συγκυρίες, οι εσωτερικές ή εξωτερικές επιδράσεις "χωνεύουν" στην αποτελεσματικότητα του κλάδου και σηματοδοτούν τις θετικές ή τις αρνητικές εξελίξεις.

● Γιατί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα το 2004, ο κλάδος υπέστη μία άνευ προηγουμένου επίθεση, εγκαλούμενος για κερδοσκοπία και -εν πολλοίς- ως ο κύριος υπεύθυνος για τις ανατιμήσεις. Πρόκειται για την εύκολη επικοινωνιακή μέθοδο, που αποσκοπεί να στραφούν οι καταναλωτές σε κατευθύνσεις τις οποίες έχουν επιλέξει οι εμπνευστές της…

Τι δείχνουν τα στοιχεία της πενταετίας 2000-2004

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Πχ η αύξηση των πωλήσεων σημαίνει και αύξηση της κερδοφορίας; Η πρόσκαιρη για μία χρονιά μεγάλη μεταβολή των καθαρών κερδών σηματοδοτεί κερδοσκοπία, ανατροπή των σχέσεων με τους προμηθευτές στις τιμές και τις εκπτώσεις, τη στιγμή που τις προηγούμενες χρονιές τα αποτελέσματα ήταν καθηλωμένα ή και ζημιογόνα;

Να τι δείχνουν τα στοιχεία της πενταετίας 2000-2004:

Σε απόλυτα μεγέθη:

● οι πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 50,96%

● τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 88,79%

● το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 71,92%

● τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 490,64%.

Ως ποσοστά επί των πωλήσεων:

● τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 4,36%

● το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 2,46%

● τα διάφορα και τα ανόργανα “έσοδα-έξοδα” αυξήθηκαν κατά 0,70% (0,55%+0,15%=0,70%)

● τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 2,12%.

Πώς ερμηνεύονται οι μεταβολές αυτές, οι οποίες με την πρώτη ματιά φαίνονται υπερβολικές σε ορισμένα μεγέθη και δείκτες;

Οι πωλήσεις

1. Η μεταβολή των πωλήσεων κατά 50,96% δεν απέχει πολύ από τους δείκτες της ΕΣΥΕ για το εμπόριο, για την ίδια περίοδο, που έχουν ως εξής:

  • Γενικός δείκτης: 35%.
  • Μεγάλα καταστήματα τροφίμων: 49,4%,
  • Πολυκαταστήματα: 40,1%.
  • Τρόφιμα-Ποτά-Καπνός: 27,4%

2. Οι μεταβολές των μεγεθών είναι οι τρέχουσες ονομαστικές. Με μέσο πληθωρισμό στην πενταετία για την κατηγορία "Τρόφιμα" (αυτή είναι το βασικό αντικείμενο των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ) 16,52%, η αποπληθωρισμένη πραγματική μεταβολή είναι 50,96%-16,52%=34,44%. Η μεταβολή αυτή είναι σημαντική και οφείλεται στη συγκριτική αύξηση του όγκου των πωλήσεων αφενός, αλλά και στη λειτουργία των νέων καταστημάτων αφετέρου. Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, η “Παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών” αυξήθηκε κατά 23% και η “Ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών” κατά 31%. Αυτά σημαίνουν με απλά λόγια ότι τα σούπερ μάρκετ εισέπραξαν στην πενταετία μια φυσιολογική αύξηση, που ανταποκρίνεται στον πληθωρισμό και στην αύξηση της κατανάλωσης, ενώ μόνο ένα μικρό μέρος ήταν η πραγματική αύξηση του μεριδίου τους στη συνολική κατανάλωση (50,96%-16,52%-31%=3,44%).

3. Από όποια κατεύθυνση και αν προέρχεται η μεταβολή αυτή σηματοδοτεί την αύξηση του μεριδίου των σούπερ μάρκετ, σε σχέση με τη συνολική κατανάλωση και τα παραδοσιακά καταστήματα τροφίμων, η οποία όμως απέχει πολύ από το να θεωρείται "υπερβολική" ή "εντυπωσιακή", σε σύγκριση με τη γενική τάση της περιόδου.

4. Εκείνο που συνέβη κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2000-2004 είναι ότι εντατικοποιήθηκαν ο ανταγωνισμός και η οικονομική συγκέντρωση στον κλάδο.

Τα μικτά κέρδη

1. Η μεταβολή των μικτών κερδών κατά 88,79% υπερτερεί της μεταβολής των πωλήσεων κατά 37,83% και ως ποσοστό επί των πωλήσεων υπερτερεί κατά 4,36%.

Είναι σαφές ότι η αύξηση των πωλήσεων, συγκεντρωμένη κατά το 80% σε μια δεκάδα επιχειρήσεων, όξυνε τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο τιμών, αλλά, από την άλλη πλευρά, τους έδωσε τη δύναμη να αποσπάσουν καλύτερες τιμές από τους προμηθευτές και μεγαλύτερες εκπτώσεις κλίμακας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το περιθώριο κέρδους. Τονίσουμε ότι το μικτό κέρδος του 2000, το οποίο ήταν 17,40%, ήταν απελπιστικά χαμηλό, για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και η μεταβολή φαντάζει μεγάλη, ενώ ουσιαστικά μόνο μετά το 2003 προσεγγίζει τα φυσιολογικά επίπεδα. Αυτό γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικό αν το συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα του μέσου μικτού κέρδους σε ενοποιημένο επίπεδο. Από τα στοιχεία πέντε μεγάλων πολυεθνικών ευρωπαϊκών αλυσίδων -με παρουσία σε πλειάδα ξένων χωρών- προκύπτει ότι το 2003 το μέσο μικτό κέρδος ήταν γύρω στο 22%. Επομένως, ακόμα και σε σύγκριση με το 2004, το περιθώριο μικτού κέρδους του κλάδου υπολείπεται στην Ελλάδα.

2. Στα δεδομένα του δείγματος των ελληνικών σούπερ μάρκετ περιλαμβάνεται μικρό μόνο μέρος επιχειρήσεων που λειτουργούν καταστήματα discount. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις πολυεθνικές ευρωπαϊκές αλυσίδες, οι οποίες λειτουργούν διαφόρους τύπους καταστημάτων discount που καλύπτουν μεγάλο μέρος των πωλήσεών τους. Επομένως, με απολύτως συγκρίσιμα δεδομένα, η διαφορά σε βάρος των ελληνικών σούπερ μάρκετ θα ήταν μεγαλύτερη.

3. Συνεπώς η μεταβολή 88,79% του μικτού κέρδους, σε απόλυτα μεγέθη ή 4,36% ως ποσοστό επί των πωλήσεων, αποκαθιστά και μάλιστα με καθυστέρηση τη δυσμενή θέση των ελληνικών σούπερ μάρκετ, ερχόμενη να αντιμετωπίσει το λειτουργικό τους κόστος που συνεπάγεται η αύξηση των πωλήσεων.

Το λειτουργικό κόστος

1. Το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 71,92% και είναι κατά 16,87% μικρότερο της μεταβολής του μικτού κέρδους. Ως ποσοστό επί των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 2,46%, απορροφώντας μεγάλο μέρος της αύξησης του μικτού κέρδους.

2. Η αύξηση του λειτουργικού κόστους προήλθε από την αύξηση των αναλογικών εξόδων λόγω αύξησης των πωλήσεων, από τη λειτουργία νέων καταστημάτων και τη μεταβολή της τιμής των εξόδων (ενέργεια, υλικά και υπηρεσίες), καθώς και από την αύξηση του εργασιακού κόστους, που σε κάποιες χρονιές ανήλθε στο 5%-7%.

3. Υπήρξε μερική συγκράτηση του κόστους, που επέδρασε θετικά σε εταιρείες που προέβησαν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις και εκμεταλλεύτηκαν τις οικονομίες κλίμακος των κεντρικών υπηρεσιών και της εφοδιαστικής αλυσίδας.

4. Το λειτουργικό κόστος εξελίχθηκε σχεδόν φυσιολογικά προς τη σωστή κατεύθυνση παρά τις δυσκολίες, αντικειμενικές και θεσμικές. Κινήθηκε με μικρότερο ρυθμό αυξητικής μεταβολής από το μικτό κέρδος, δίνοντας τη δυνατότητα βελτίωσης της καθηλωμένης κερδοφορίας.

Τα καθαρά κέρδη προ φόρων

1. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν κατά 490,64%. Επηρεάσθηκαν από τους παράγοντες που προαναφέραμε, συνυπολογιζομένου του ότι το έτος-αφετηρία 2000, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείγματος, ο κλάδος παρουσίασε ζημιές της τάξης των 30,9 εκατ. ευρώ. Με τόσο χαμηλή αφετηριακή βάση η μεταβολή φαντάζει τεράστια. Ουσιαστικά, πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας ανάκαμψης, με τεράστιες επενδυτικές προσπάθειες, που συνοδεύτηκαν από επενδύσεις εκσυγχρονισμού σε νέες τεχνολογίες (POS/barcode, logistics, σύγχρονη πληροφορική, εφαρμογές διαδικτύου, φορητά τερματικά κλπ).

2. Ως ποσοστό επί των πωλήσεων τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 2,12%. Η μεταβολή αυτή, απόρροια όσων προαναφέραμε, είναι εντελώς φυσιολογική. Θα περίμενε κανείς μια σταθεροποίηση των αποτελεσμάτων του κλάδου, που θα απέσβυνε τους κλυδωνισμούς του παρελθόντος. Δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η τελευταία χρονιά ανέτρεψε αυτή τη σταθεροποιητική διαδικασία, μειώνοντας την κερδοφορία, η οποία από 1,89% το 2003 έπεσε στο 1,53% το 2004. Οι ενδείξεις και τα στοιχεία του 2005, που μέχρι αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμα, υποθάλπουν ανησυχίες για μια περαιτέρω ανάσχεση, ενώ υποβάλλουν επιτακτικά τη σύνεση στην επέκταση, τον ορθολογισμό στη διαχείριση και τη θωράκιση του κλάδου, επιχειρησιακή και θεσμική.

3. Στην τελική διαμόρφωση των καθαρών κερδών σημαντική επίδραση άσκησαν τα διάφορα έσοδα-έξοδα και τα ανόργανα έσοδα-έξοδα, με αξιοσημείωτες διακυμάνσεις από χρήση σε χρήση. Οι κύριες πηγές που τροφοδότησαν αυτούς τους λογαριασμούς ήταν οι υπεραξίες που προέκυψαν σε ορισμένες περιπτώσεις συγχωνεύσεων, καθώς και οι υπεραξίες περιουσιακών παγίων στοιχείων (στην πλειονότητα ακινήτων), που απετέλεσαν αντικείμενο αποεπένδυσης και επαναχρηματοδότησης με τον μηχανισμό του Sale & Leaseback.

4. Το μέσο καθαρό κέρδος κατά την πενταετία 2000-2004 ως ποσοστό επί των πωλήσεων ανήλθε σε 1,16%. Το 2003 ήταν 1,89% και το 2004 1,53%, όταν ο μέσος όρος του καθαρού κέρδους εννέα μεγάλων πολυεθνικών ευρωπαϊκών αλυσίδων για το 2003 ήταν 2,70%. Η σύγκριση, δυσμενέστατη για τα ελληνικά σούπερ μάρκετ, τα λέει όλα, απαντώντας στους μεγαλόσχημους επικριτές του κλάδου. (Εκτός και αν η παραίνεση “να γίνουμε Ευρωπαίοι” -όπως αυτοί το εννοούν- αποτελεί στάχτη στα μάτια του κοσμάκη για να μη βλέπει πέρα από τη μύτη του ή εξυπηρετεί αλλότριους, απώτερους στόχους, για τους οποίους ορισμένοι αποτελούν συνειδητό ή μη νεροκουβαλητή…).

Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων

1. Ανάλογη της κερδοφορίας και της κεφαλαιουχικής αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων του κλάδου ήταν και η εξέλιξη της απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Από αρνητική το 2000, ανήλθε σε ικανοποιητικά (υποφερτά, θα λέγαμε) επίπεδα το 2003, για να σημειώσει, όμως, πτώση το 2004 ως συνέπεια της πτώσης των καθαρών κερδών.

2. Οι προοπτικές για την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων είναι, από τη μία πλευρά, παράλληλες με την προοπτική της κερδοφορίας και, από την άλλη, συναρτώνται με τα επίπεδα της χρηματοδότησης της αγοράς, δηλαδή του χρόνου εξόφλησης των αγορών και τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο άμεσο μέλλον, σε συνδυασμό με τη διαχείριση των αποθεμάτων και τη διαφορική πίστωση.

Οι πιστώσεις και τα αποθέματα

1. Οι ημέρες πιστώσεων, με οριακή μεταβολή -1 ημέρας, δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά. Εντός της πενταετίας οι διακυμάνσεις είναι αμελητέες. Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται (ή "διοχετεύονται" στον Τύπο), συνολικά η πιστωτική πολιτική των προμηθευτών δεν άλλαξε. Έτσι, αποδεικνύεται ότι οι θρυλούμενες αυξημένες πιστώσεις των προμηθευτών στα σούπερ μάρκετ δεν ευσταθούν και μάλλον διαχέονται, αποβλέποντας σε μια συνολική αλλαγή των σχέσεων προμηθευτών-σούπερ μάρκετ (τιμές αγοράς, παρεχόμενες εκπτώσεις, ανεφοδιαστική αλυσίδα κλπ).

2. Οι ημέρες αποθεμάτων ελαττώθηκαν σημαντικά κατά -9 ημέρες (15,8%), πράγμα που οφείλεται στις σοβαρές προσπάθειες και επενδύσεις του κλάδου στην ορθολογική διαχείριση των αποθεμάτων (logistics, ροή ανεφοδιασμού κλπ).

3. Συνέπεια των παραπάνω ήταν να αυξηθεί η διαφορική πίστωση που καρπώνονται τα σούπερ μάρκετ και που είναι το πραγματικό ποσό των πιστώσεων που χρησιμοποιείται για επενδύσεις και εκσυγχρονισμό. Κατά μέσο όρο, σε απόλυτο ποσό, η μεταβολή της διαφορικής πίστωσης ανέρχεται 14,8 εκατ. ευρώ κατ’ έτος.

Συμπεράσματα

  1. Στην πενταετία 2000-2004 έγιναν σοβαρές προσπάθειες ανάκαμψης και προσαρμογής των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα σε σωστότερο οικονομικό πλαίσιο, στην κατεύθυνση της προσέγγισης των διεθνών επιδόσεων του κλάδου, από τις οποίες, όμως, στο επίπεδο των τελικών αποτελεσμάτων, βρισκόμαστε ακόμα αισθητά πίσω.
  2. Μια σειρά παράγοντες, κυρίως ενδογενείς, επέδρασαν στη μερική ανάσχεση της σταθεροποιητικής προοπτικής και της κερδοφορίας.
  3. Ο θόρυβος γύρω από την υποτιθέμενη κερδοσκοπία, την αλόγιστη αύξηση των τιμών και τις υπέρογκες πιστώσεις των προμηθευτών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η αυξητική αποτελεσματικότητα του κλάδου στην πενταετία δεν χαρακτηρίζει μια κερδοσκοπική τάση, αλλά την επιβεβλημένη προσπάθεια ανάκτησης των ζημιών και των χαμηλών αποδόσεών του. Και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί ακόμα και από δικαστικές αντιδικίες, ότι σε μερικές περιπτώσεις υπήρξαν και αφανείς ζημίες που εμφανίστηκαν μετά από εξαγορές και συγχωνεύσεις.
  4. Οι προοπτικές, μετά τη λαίλαπα της δυσφήμισης των σούπερ μάρκετ τα δύο τελευταία χρόνια, δεν φαίνονται σαφείς και διαυγείς. Η ατμόσφαιρα θα βαρύνει ακόμα περισσότερο με την είσοδο νέων πολυεθνικών ανταγωνιστών που έχουν εξαγγείλει την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ή που καθ' υπότροπη διοχετεύουν ειδήσεις στον Τύπο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στον κλάδο.

 

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ : ΣΤΟ 60% – 70% Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟΥ

Σε δύο “ταχύτητες” εφαρμόζεται από την αγορά και ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές, η ασφάλεια και η ποιότητα των τροφίμων στο λιανεμπόριο. Οι μεγάλοι προπορεύονται, ανταποκρινόμενοι ήδη σε σημαντικό βαθμό στα νέα πρότυπα διασφάλισης της ποιότητας, ενώ οι μικροί μένουν "ουραγοί". Αντίστοιχα, οι ελεγκτές επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στις οργανωμένες αλυσίδες, που ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης, αφήνοντας "στην τύχη" τους συνοικιακά καταστήματα και τοπικές αλυσίδες. Όσο για την ιχνηλασιμότητα ανά συσκευασία, ούτε λόγος να γίνεται για το λιανεμπόριο. Αποτελεί άπιαστο όνειρο κι όχι μόνο για την Ελλάδα…

Σήμερα, όταν μιλάμε για ιχνηλασιμότητα στο σούπερ μάρκετ αναφερόμαστε στην "παλέτα", στον εκτοπισμό δηλαδή προβληματικών παρτίδων βάσει lot και ημερομηνίας λήξης. Ωστόσο, και σε αυτό το στάδιο, η ιχνηλάτηση καλύπτει τις ανάγκες της αγοράς. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις μέχρι σήμερα διατροφικές κρίσεις. Σε κάθε κρούσμα προβληματικών προϊόντων η βιομηχανία ανταποκρίθηκε στον εντοπισμό τους και το λιανεμπόριο απέσυρε τις μη ασφαλείς παρτίδες. Όσο για τους καταναλωτές, δεν χρειάσθηκε να ελέγξουν ούτε lot ούτε ημερομηνία λήξης, διότι πολύ απλά διέγραψαν από τις λίστες αγορών τους τις εταιρείες που πιάστηκαν… αδιάβαστες. Πρόκειται, ίσως, μια απόλυτα λογική αντίδραση και ορισμένες φορές μια δίκαιη τιμωρία…

Πέρα όμως από την ιχνηλάτηση, που σε επίπεδο προϊόντος θα κάνουμε να τη δούμε μετά την πάροδο τουλάχιστον μιας δεκαετίας και εφόσον καθιερωθεί στη λιανική το σύστημα RFID (ηλεκτρονική ετικέτα, μοναδική για κάθε προϊόν), τα σούπερ μάρκετ καλούνται σήμερα να λειτουργήσουν υπό συγκεκριμένες προδιαγραφές, η κάλυψη των οποίων αποσκοπεί στη διάθεση στην κατανάλωση ασφαλών και ποιοτικών τροφίμων.

Οι υπερβολές

Μία από αυτές τις προδιαγραφές προβλέπει για τα προϊόντα ζωικής προέλευσης την έκδοση ετικέτας από τις μηχανές ζύγισης, η οποία θα αναγράφει τον αριθμό του ζώου από το οποίο προέρχεται το τελικό προϊόν. Στελέχη της αγοράς τη χαρακτηρίζουν από υπερβολική έως μη εφαρμόσιμη, προσθέτοντας ότι στο όνομα της ασφάλειας των τροφίμων ο νομοθέτης μερικές φορές ξεφεύγει από τα όρια της λογικής και των δυνατοτήτων της αγοράς. Εν μέρει υπερβολική χαρακτηρίζεται η υποχρέωση των αλυσίδων να διαθέτουν στο προσωπικό τους ποδοκίνητους ή ηλεκτρονικής λειτουργίας νιπτήρες, ώστε να τίθενται σε λειτουργία χωρίς τη μεσολάβηση των λερωμένων χεριών.

Ο Οδηγός Υγιεινής του ΕΦΕΤ

Τα ανωτέρω, καθώς και πολλά άλλα, προβλέπονται από τον Οδηγό Υγιεινής που εξέδωσε ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων για τον κλάδο, ο οποίος δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου τα οργανωμένα καταστήματα λιανικής να λειτουργούν διασφαλίζοντας πλήρως τις αναγκαίες συνθήκες υγιεινής, τις σωστές θερμοκρασίες ψύξης ή κατάψυξης, την ορθολογική διαχείριση των απορριμμάτων κοκ, περιορίζοντας στο ελάχιστο το ενδεχόμενο μολύνσεων, αλλοιώσεων ή άλλων βλαβών στα τρόφιμα.

Το κόστος προσαρμογής

Πόσο κοστίζει όμως η προσαρμογή των αλυσίδων στα standards που ορίσει ο Οδηγός Υγιεινής του ΕΦΕΤ; Απάντηση με έναν απόλυτο αριθμό ή με ένα ποσοστό εκφρασμένο επί του ετήσιου τζίρου δεν υπάρχει. Απλώς διότι το πραγματικό κόστος εξαρτάται κατ' αρχήν από το επίπεδο των εγκαταστάσεων κάθε καταστήματος. Όταν ο Οδηγός εφαρμόζεται σε ένα νέο σύγχρονο κατάστημα, οι αναγκαίες προσαρμογές συνήθως είναι περιορισμένες έναντι των προσαρμογών που συνήθως απαιτούνται για μια παλαιά εμπορική μονάδα. Οι μοντέρνες εγκαταστάσεις δεν χρειάζονται παρά ελάχιστες τεχνικές παρεμβάσεις, ενώ οι παλαιές προϋποθέτουν γενική ανακαίνιση, το κόστος της οποίας δεν πρέπει κατ' ανάγκη να …χρεώνεται στον Οδηγό του ΕΦΕΤ.

Όσο για τα cash & carry και εν γένει τη χονδρική διακίνηση, τα κόστη για την προσαρμογή στα κοινοτικά πρότυπα ασφαλείας είναι αισθητά χαμηλότερα, κυρίως διότι τα τρόφιμα στην πλειονότητά τους διατίθενται, είτε από το ράφι είτε από το ψυγείο ή την κατάψυξη, πάντα συσκευασμένα.

Η συνεχής εκπαίδευση

Όμως, ένα μεγάλο “κεφάλαιο” στο κόστος προσαρμογής των αλυσίδων στις προδιαγραφές λειτουργίας, όπως ορίζονται από τον ΕΦΕΤ, αφορά στην εκπαίδευση του προσωπικού, για την οποία απαιτείται ειδική τεχνογνωσία, οργάνωση και πάνω απ' όλα χρόνος και επιμονή, ώστε σταδιακά να αλλάξει η νοοτροπία των εργαζομένων στις αλυσίδες. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται για τη συνεχή επιμόρφωση του προσωπικού είναι το χρήμα. Τη σχετική ευθύνη συνήθως αναλαμβάνουν οι ίδιες οι αλυσίδες, εφόσον πρώτα πιστοποιούνται από τον αρμόδιο φορέα του δημοσίου, οπότε συστήνουν ειδικό τμήμα, το οποίο αναλαμβάνει την κατάρτιση κάθε νέου υπαλλήλου, αλλά και την επιμόρφωση του συνόλου του προσωπικού, δεδομένων των συχνών αλλαγών που αποφασίζονται από την ΕΕ σε θέματα ασφάλειας τροφίμων.

Το επίπεδο εφαρμογής

Πόσο όμως έχει προσαρμοστεί ο κλάδος στις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και την ασφάλειά τους; Τα στελέχη της αγοράς υποστηρίζουν ότι η ανταπόκριση της επιχειρηματικής κοινότητας στα νέα δεδομένα φθάνει στο 60%-70%, ποσοστό το οποίο κέρδισε με μεγάλο κόπο και σημαντικές επενδύσεις. Προσθέτουν δε ότι στο επίπεδο του 100% δεν πρόκειται να φθάσει ποτέ η αγορά, εκτιμώντας ότι άπαντες πρέπει να είναι ευτυχείς εφόσον το επίπεδο διασφάλισης της ποιότητας ανέλθει στο 90% των όσων ορίζουν οι εθνικές και κοινοτικές διατάξεις.

Προς την κατεύθυνση αυτή εξάλλου αναμένεται να συμβάλουν οι έλεγχοι των αρμοδίων αρχών, που σήμερα, όπως ομολογούν στελέχη της αγοράς, γίνονται με λογική και σύνεση. Ειδικότερα, οι ελεγκτές πιέζουν σε ανεκτά επίπεδα, υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις τους, αλλά και απαιτώντας σταδιακά περισσότερα. Η όποια ανεκτικότητά τους, υφίσταται εφόσον στο πλαίσιο των ελέγχων που διενεργούν διαπιστώνουν πρόοδο από τους επιχειρηματίες.

Την ίδια στιγμή, όμως, διαπιστώνονται υπερβολές εκ μέρους μερίδας ελεγκτών, οι οποίοι ερμηνεύοντας με μεγάλη αυστηρότητα το ισχύον πλαίσιο -και σε ορισμένες περιπτώσεις παρερμηνεύοντάς το-, απαιτούν από την αγορά προδιαγραφές ανέφικτες στην εφαρμογή τους. Παράδειγμα; Τα καταγραφικά θερμοκρασίας σε όλα τα ψυγεία ή τη διατήρηση σταθερά πολύ χαμηλής θερμοκρασίας στο εσωτερικό των τροφίμων που μεταφέρονται από τον προμηθευτή στο φορτηγό και από το φορτηγό στη λιανεμπορική αποθήκη κι από εκεί στο ράφι Αύγουστο μήνα, οπότε το θερμόμετρο περνά κάποτε τους 40ο C. Όμως, υπερβολές υπάρχουν και στο ισχύον πλαίσιο, με χαρακτηριστικότερη την υποχρέωση των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν ειδικά ανοξείδωτα υλικά για την κατασκευή των ψυγείων που φιλοξενούν συσκευασμένα τρόφιμα.

Τα στελέχη της αγοράς διαμαρτύρονται και για το γεγονός ότι οι ελεγκτές επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους μόνο στις μεγάλες μονάδες, αφήνοντας σε πλήρη ελευθερία την υπόλοιπη αγορά. Το "σελφ σέρβις" απευθύνθηκε στις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, στελέχη των οποίων επισήμαναν τις ελλείψεις που υπάρχουν σήμερα στη στελέχωση των υπηρεσιών, έθεσαν θέμα πιστοποίησης των προδιαγραφών και διαδικασιών ελέγχου και υπογράμμισαν ότι ο πρωτεύων στόχος τους είναι να πετύχουν την ασφαλή διάθεση των τροφίμων από τις μεγάλες αγορές, ενώ στη συνέχεια θα επεκτείνουν τη δράση τους στις μικρότερες μονάδες.

Ελεγκτές και ελεγχόμενοι συμφωνούν, πάντως, ότι ο απαιτούμενος χρόνος ώστε η αγορά να ελέγχεται στο σύνολό της επαρκώς δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 3 έως 5 ετών και υπό την προϋπόθεση ότι στο μεσοδιάστημα όλοι θα συμβάλλουν τα μέγιστα…

Κρίσιμα ερωτήματα

Γνωστός παράγοντας της αγοράς, τοποθετούμενος στην ερώτηση "κατά πόσο η υγεία του καταναλωτή είναι σήμερα εκτεθειμένη συνεπεία του υφιστάμενου επιπέδου λειτουργίας του λιανεμπορίου", απαντά ως πολιτικός, αλλά μάλλον εύστοχα: "Το να πούμε ότι ο καταναλωτής είναι εκτεθειμένος είναι μάλλον "βαριά" κουβέντα. Σε μια πλούσια κοινωνία που έχει μάθει να ντύνεται ακριβά και να οδηγεί σύγχρονα αυτοκίνητα, το σύστημα διασφάλισης HACCP, όσο αυστηρό κι αν είναι, αποτελεί “κόσμημα” για τις επιχειρήσεις και ορθώς εφαρμόζεται. Πάντως, και χωρίς αυτό, κανείς μέχρι σήμερα δεν πέθανε τρώγοντας σε ταβέρνα ή αγοράζοντας είτε από κεντρικά είτε από συνοικιακά σούπερ μάρκετ".

Το "σελφ σέρβις", απευθυνόμενο στους αναγνώστες του, διατυπώνει ένα ακόμη ερώτημα: Εφόσον μέχρι σήμερα έχουν γίνει τόσο πολλά από τις επιχειρήσεις για τη διασφάλιση της ποιότητας στα τρόφιμα, γιατί το λιανεμπόριο δεν τα διαφημίζει; Γιατί δεν επικοινωνεί τις σχετικές πρωτοβουλίες του στην κοινή γνώμη παρά αρκείται στη διαφημιστική προβολή των τιμών και προσφορών; Κάποιοι από τους επικοινωνιολόγους-συμβούλους των αλυσίδων και τους διαφημιστές τους πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους ότι το καταναλωτικό κοινό δεν αισθάνεται ευάλωτο μόνο στην ακρίβια…

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΣΒΕΠ : "ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΪΟΝ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΣΜΟ"

Το γεγονός ότι "η βιομηχανία των επωνύμων προϊόντων καθημερινά υπόκειται στην ψήφο του καταναλωτή", καθιστά το επώνυμο προϊόν "κορυφαίο δημοκρατικό θεσμό", επομένως η υπονόμευσή του, από όπου και αν προέρχεται, "καταστρέφει τις δυνατότητες ελεύθερων επιλογών του καταναλωτή", τονίζει με σημασία ο κ. Νίκος Καραγεωργίου, πρόεδρος του ΕΣΒΕΠ. Εκφράζει, παράλληλα, την ανησυχία του ΕΣΒΕΠ για το βαρύ κλίμα στην αγορά τους τελευταίους μήνες και την ελπίδα ότι "τα φαινόμενα που παρατηρούνται είναι παροδικά κι ότι θα εκλείψουν". Επίσης, επισημαίνει ότι η δημόσια διοίκηση δεν είναι συντονισμένη με τα τεκταινόμενα στην αγορά, με αποτέλεσμα, αντί να λύνει, να δημιουργεί προβλήματα.

σελφ σέρβις: Ενώ τα προϊόντα των discounters "παίρνουν κεφάλι" πλέον και στην εγχώρια αγορά, το μερίδιο των private label προϊόντων που διακινούν οι τυπικές αλυσίδες των σούπερ μάρκετ φαίνεται ότι διευρύνεται. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται μια αντίφαση στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών επωνύμων προϊόντων και αλυσίδων σούπερ μάρκετ: Ο βαθμός σύγκλισης των συμφερόντων τους "ανταγωνίζεται" τον βαθμό απόκλισής τους, προκαλώντας παρενέργειες στο κλίμα της αγοράς -τροφοδοτούμενες το δίχως άλλο από τη συγκυρία των επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής- παρενέργειες τέτοιες, ώστε επεισοδιακά δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό κλονισμός όσον αφορά τις σχέσεις των δύο πλευρών. Ποιο είναι σχετικά το σχόλιό σας;

Νίκος Καραγεωργίου: Η δημιουργία των PL είναι μια παλιά ιστορία, η οποία προέκυψε στις αρχές της δεκαετίας του '70 ύστερα από τη σχετική πρωτοβουλία γνωστής αλυσίδας του λιανεμπορίου. Η ενέργεια αυτή είχε τότε ως στόχο να αποδείξει ότι και ο λιανέμπορος από την πλευρά του μπορεί να επιβάλει στη συνείδηση του καταναλωτή τη δική του επωνυμία. Για μια περίοδο τα PL -τα επονομαζόμενα τότε στη Γαλλία "λευκά προϊόντα"- είχαν σχετική επιτυχία και ασφαλώς δημιούργησαν νέους όρους στις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και λιανέμπορων. Ωστόσο, τα επώνυμα παραμένουν εκείνα τα προϊόντα, τα οποία στη συνείδηση των καταναλωτών είναι συνώνυμα με το κύρος, την τεχνογνωσία και την καινοτομική δραστηριότητα των βιομηχανιών που τα παράγουν με υπευθυνότητα και τα διαθέτουν σε εκατομμύρια καταναλωτές.

Σήμερα, αφενός μεν οι ρυθμοί της επέκτασης των PL στην εγχώρια αγορά έχουν περιοριστεί σημαντικά, τουλάχιστον σε σχέση με κάποιες προγενέστερες εκτιμήσεις, αφετέρου δε έρευνες αγοράς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο επιβεβαιώνουν ότι τα επώνυμα προϊόντα προτιμώνται από την πλειονότητα των καταναλωτών, ακριβώς γιατί οι προδιαγραφές παραγωγής τους προσφέρουν εκείνες τις εγγυήσεις ποιότητας που καλύπτουν πράγματι τις σύγχρονες απαιτήσεις της ζήτησης.

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις προμηθευτών επώνυμων προϊόντων και αλυσίδων σούπερ μάρκετ, είναι κοινός τόπος ότι θεμελιώδης όρος ύπαρξης αμφοτέρων είναι η μεταξύ τους συνεργασία. Οι μεν δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τους δε και το αντίστροφο. Βέβαια, μπροστά στην "απειλή των discounters" κάποιες αλυσίδες, φοβούμενες την "απώλεια ανταγωνιστικότητας", υπερέβαλαν στην προώθηση των PL. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, τέτοιες υπερβολές οδηγούν στη μείωση της ικανοποίησης των καταναλωτών-πελατών και της κερδοφορίας όσων τις δοκιμάζουν -προς επιβεβαίωση της αξίας και του κύρους των επώνυμων προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, πιστεύω ότι είναι λάθος να μιλάμε για "κλονισμό" στις σχέσεις των δύο πλευρών. Οφείλουμε να επιμείνουμε στον όρο "διαπραγμάτευση" και να τον υπερασπιζόμαστε, διότι, εφόσον η προσφορά και η ζήτηση διαμορφώνονται ελεύθερα, η "διαπραγμάτευση" αποτελεί ένδειξη υγείας της αγοράς. Δηλαδή, λειτουργεί ως εγγυητής της ομαλότητας στη διαδικασία της προσφοράς και της ζητήσεως, από την οποία επωφελείται ο καταναλωτής.

Δυσμενέστατη συγκυρία

σελφ σέρβις: Τα κέρδη και οι επενδύσεις της βιομηχανίας επωνύμων προϊόντων πώς συνδέονται με τις τιμές στο ράφι -ιδιαίτερα στην εποχή του ευρώ, οπότε διαπιστώνεται μια περαιτέρω απώλεια της ανταγωνιστικότητάς μας; Μήπως ο χαρακτήρας των διαρθρωτικών προβλημάτων της ευρω-οικονομίας μας καθιστά τις ανατιμήσεις "δρόμο χωρίς επιστροφή";

Νίκος Καραγεωργίου: Είναι ξεκάθαρο ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η καταναλωτική συμπεριφορά παρουσιάζει σοβαρές μεταβολές. Ο σύγχρονος καταναλωτής πρωτίστως ενδιαφέρεται να ικανοποιείται το δικαίωμά του να διαφέρει από τον διπλανό του. Συνεπώς, το μέλημα της βιομηχανίας των επωνύμων προϊόντων είναι να επενδύει στις εκάστοτε επιθυμίες του σύγχρονου καταναλωτή και στις μεταβαλλόμενες τάσεις της συμπεριφοράς του, ώστε να βρίσκεται πάντα κοντά του.

Σε ό,τι αφορά την καθιέρωση του ευρώ είναι γνωστό το ότι αρχικά δημιούργησε έναν ακούσιο πληθωρισμό, οφειλόμενο εν πολλοίς στην εκμετάλλευση της ψυχολογικής τάσης των καταναλωτών -κυρίως σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία- να ξεσυνηθίζουν τον υπολογισμό των ευρω-τιμών στις αξίες των εθνικών νομισμάτων, χάνοντας έτσι το μέτρο της σύγκρισης των τιμών του χτες με του σήμερα. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε χώρες της ευρωζώνης. Εν πάση περιπτώσει το φαινόμενο αυτό, για το οποίο ουδεμία ευθύνη φέρουν οι περισσότεροι παραγωγοί και προμηθευτές, σήμερα έχει εκλείψει. Σημειώστε πάντως ότι, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, οι αυξήσεις των τιμών στα επώνυμα τρόφιμα δεν κυμαίνονται σε επίπεδα υψηλότερα του πληθωρισμού.

Σχετικά με τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και τις αρνητικές επιρροές των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας μας -παραγόντων που συνδέονται με τη μείωση του διαθέσιμου καταναλωτικού εισοδήματος, αλλά και την αύξηση της ανελαστικότητας στη διαμόρφωση των τιμών της βιομηχανίας- εκτιμώ ότι βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο μεταίχμιο δυσμενέστατης συγκυρίας, που δεν αφήνει περιθώρια για μεγάλη αισιοδοξία. Αντίθετα, επιβάλλει σκληρή δουλειά από όλους μας.

Η δημόσια διοίκηση …είναι αλλού

σελφ σέρβις: Ποια είναι η γενική κρίση σας για τις σχέσεις της ελληνικής βιομηχανίας επωνύμων προϊόντων με τη δημόσια διοίκηση και τα προβλήματά τους;

Νίκος Καραγεωργίου: Ο κλάδος της βιομηχανίας επωνύμων προϊόντων, ιδιαίτερα στα είδη διατροφής, είναι ένας από τους υγιέστερους στη χώρα μας. Είναι, επίσης, ο κλάδος ο οποίος προσαρμόζεται ταχύτατα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς. Δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο και για την ελληνική δημόσια διοίκηση, η οποία δεν είναι συντονισμένη με τα συμβαίνοντα στη διεθνή και την εγχώρια αγορά, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται ποια είναι τα προβλήματα και πώς αυτά είναι δυνατόν να επιλυθούν. Η ελληνική δημόσια διοίκηση, επιπροσθέτως, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα μας, γεγονός που υπονομεύει την απασχόληση και τη γενικότερη οικονομική μας ανάπτυξη. Η ανυπαρξία νέων επενδύσεων στη χώρα μας το αποδεικνύει.

Παρά ταύτα οι βιομηχανίες επωνύμων προϊόντων συνεχίζουν να ενεργούν θετικά. Κύριο μέλημά τους είναι η προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή και η προσαρμογή τους στις ανάγκες του.

Η επώνυμη ταυτότητα εγγύηση της δημοκρατίας

σελφ σέρβις: Τι σκοπιμότητες και τι αποτελεσματικότητα έχει η εντατικοποίηση των ελέγχων στη βιομηχανία των επωνύμων προϊόντων; Υπάρχει κάποιος μύθος που κρύβει πίσω από την πραγματικότητα ή το αντίθετο;

Νίκος Καραγεωργίου: Πρέπει να γίνει σαφές ότι για τις επιχειρήσεις επωνύμων προϊόντων οι έλεγχοι σε κάθε επίπεδο είναι πάντα ευπρόσδεκτοι, ώστε να καταδεικνύεται η διαφορά και η υπευθυνότητα αυτών των επιχειρήσεων απέναντι στους καταναλωτές και την κοινωνία.

Για όσους, όμως, αρέσκονται στο να κυνηγούν μάγισσες και να εξορκίζουν μη ορατά φαινόμενα η βιομηχανία των επωνύμων προϊόντων αποτελεί έναν εύκολο και -ενδεχομένως- ευάλωτο στόχο. Θα πρέπει, όμως, ορισμένοι να καταλάβουν ότι η βιομηχανία των επωνύμων προϊόντων καθημερινά υπόκειται στην ψήφο του καταναλωτή. Αυτό σημαίνει ότι το επώνυμο προϊόν αποτελεί ουσιαστικά και κορυφαίο "δημοκρατικό θεσμό". Συνεπώς, αυτοί οι οποίοι τον υπονομεύουν ας αναλογιστούν σε ποιο βαθμό καταστρέφουν και τις δυνατότητες ελεύθερων επιλογών του καταναλωτή. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όσο για τον μύθο, ας τον αναλύσουν αυτοί που τον καλλιεργούν…

Το επώνυμο προϊόν είναι αυτονόητο ότι έχει ταυτότητα. Συνεπώς, έχει υποχρεώσεις απέναντι στον καταναλωτή τις οποίες σέβεται και στο πλαίσιο αυτό βελτιώνεται συνεχώς. Άρα είναι αδιανόητο το επώνυμο προϊόν να μην προσφέρει την υψηλότερη δυνατή ασφάλεια και να μην έχει τα βέλτιστα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Επαναλαμβάνω ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο περίπου το 80% των καταναλωτών δείχνει την αμέριστη εμπιστοσύνη του στα επώνυμα προϊόντα. Σε σχέση με τα PL, τα επώνυμα προϊόντα προσφέρουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να ξέρει τι αγοράζει. Αυτό είναι μία διάσταση της αγοραστικής συμπεριφοράς την οποία -επιτέλους- κάποιοι πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους.

Η κοινωνική ευθύνη του ΕΣΒΕΠ

σελφ σέρβις: Ποιες είναι οι θέσεις του ΕΣΒΕΠ σχετικά με το βαρύ κλίμα που υπάρχει τους τελευταίους μήνες στην αγορά και τι πρωτοβουλίες αναπτύσσει για την υπέρβασή του;

Νίκος Καραγεωργίου: Ο ΕΣΒΕΠ βλέπει με ανησυχία και θλίψη τις συμπεριφορές, οι οποίες προκαλούν το αρνητικό κλίμα στην αγορά. Ελπίζουμε ότι τα φαινόμενα που παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό είναι παροδικά και ότι θα εκλείψουν. Η βιομηχανία των επωνύμων προϊόντων αποτελεί σήμερα τον υγιέστερο κλάδο της ελληνικής παραγωγής και, όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία, επιδεικνύει και σημαντική επενδυτική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, εάν θελήσουμε να αναφερθούμε στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η βιομηχανία επωνύμων προϊόντων είναι αυτή που εξασφαλίζει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους. Συνεπώς, πέρα από την οικονομική της διάσταση, η βιομηχανία επωνύμων προϊόντων συμβάλλει αποφασιστικά στην πολυφωνία και, βέβαια, στην εμπέδωση της δημοκρατίας. Αυτές είναι παράμετροι που ο ΕΣΒΕΠ προτίθεται να αναδείξει, με ενέργειες που θα πραγματοποιήσει τους μήνες που έρχονται. Θέλω να επισημάνω, κλείνοντας, ότι ο ΕΣΒΕΠ είναι ένας υπεύθυνος συλλογικός φορέας, ο οποίος -πέρα από την όποια αλληλεγγύη μπορεί να επιδεικνύει προς τα μέλη του- έχει απόλυτη συναίσθηση της κοινωνικής του ευθύνης.

 

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ : ΕΝΤΟΝΟΣ Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ PRIVATE LABEL


Σημαντικά αυξανόμενη είναι η παρουσία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε πολλές μεγάλες κατηγορίες των προϊόντων προσωπικής υγιεινής, όπως στις σερβιέτες, τα σερβιετάκια, τα μωρομάντιλα, τις πάνες βρεφών και τους ωτοκαθαριστές. Στις πάνες ενηλίκων, μια κατηγορία αυξανόμενη, ήδη εκδηλώνεται το ενδιαφέρον του λιανεμπορίου για την ανάπτυξη private label (PL) προϊόντων -σήμερα μόνο μια ελληνική αλυσίδα διαθέτει τέτοια προϊόντα. Αντίθετα, ανύπαρκτη είναι η παρουσία τους στα προφυλακτικά, όπου η σχέση ποιότητας/μάρκας διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην επιλογή προϊόντος, και στα μαντίλια για τη γυναικεία υγιεινή.


Η κατηγορία της βρεφικής πάνας είναι η πιο χαρακτηριστική από άποψη έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ επώνυμων-PL και προϊόντων που διαθέτουν τα hard discount καταστήματα. Μάλιστα τα PL μαζί με τα προϊόντα των hard discounters κατέχουν μερίδιο άνω του 20% της αγοράς σε όγκο, παρά το γεγονός ότι η μητέρα καταναλώτρια είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη σε ό,τι αφορά την επιλογή προϊόντων που έρχονται σε άμεση επαφή με την επιδερμίδα του μωρού της, αναζητώντας συνήθως "το καλύτερο". Τα προϊόντα των hard discount εκτιμάται ότι έχουν σήμερα ικανοποιητική ποιότητα, ενώ η ποιότητα των PL έχει βελτιωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να προσελκύουν όλο και περισσότερο τις μητέρες που αναζητούν πιο οικονομικές προτάσεις.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις σερβιέτες και τα σερβιετάκια, με τη διαφορά ότι εδώ το μερίδιο των hard discounters είναι εξαιρετικά χαμηλό εξαιτίας της κακής ποιότητας των προϊόντων που διαθέτουν. Στις σερβιέτες το μερίδιο των PL εκτιμάται ότι διαμορφώνεται σε 7,4% σε όγκο και στα σερβιετάκια σε 8,9% και αναπτύσσεται διαρκώς λόγω των προσπαθειών των αλυσίδων να προσφέρουν ποιοτικά προϊόντα.

Στα μωρομάντιλα, την ταχύτερα αναπτυσσόμενη κατηγορία των προϊόντων προσωπικής υγιεινής, τα PL κατέχουν μερίδιο περίπου 7,5%, ενώ στους ωτοκαθαριστές το μερίδιό τους είναι εξαιρετικά υψηλό και υπερβαίνει το 40%.

Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, οι καταναλωτές επιζητούν οικονομικές εναλλακτικές προτάσεις σε σχέση με τα επώνυμα προϊόντα, που ωστόσο προσφέρουν ποιότητα εφάμιλλη των επωνύμων. Η ζήτηση είναι τόσο έντονη, ώστε ακόμη και σε κατηγορίες όπως είναι οι πάνες ενηλίκων, όπου τα PL δεν έχουν παρουσία στο ράφι, τα σούπερ μάρκετ χάνουν πωλήσεις τις οποίες θα μπορούσαν να συγκρατήσουν μέσω της προσφοράς προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, καθώς οι καταναλωτές στρέφονται σε άλλα κανάλια διανομής φθηνών προϊόντων, όπως στις αποθήκες χαρτικών.


Από τις ίδιες μονάδες παραγωγής


Η οικονομική στενότητα των νοικοκυριών είναι φυσικά ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά την αγορά, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν είναι ευαισθητοποιημένος αναφορικά με την ποιότητα των προϊόντων προσωπικής υγιεινής, δεδομένου ότι έρχονται σε άμεση επαφή με το δέρμα και τις ευαίσθητες περιοχές. Στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποιοτικά PL να κερδίζουν την πιστότητα του καταναλωτή, συχνά στον ίδιο βαθμό με τα προϊόντα των καταξιωμένων μαρκών.

Οι προμηθεύτριες εταιρείες στην πλειονότητά τους διαθέτουν και προϊόντα PL, ενώ οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ δεν σταματούν να αναζητούν στις αγορές του εξωτερικού ακόμα πιο συμφέρουσες προσφορές. Στις περισσότερες εταιρείες παραγωγής το ποσοστό του ετήσιου τζίρου τους που αντιστοιχεί στην παραγωγή προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας για λογαριασμό των οργανωμένων πελατών τους δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό, βαίνει ωστόσο αυξανόμενο, καθώς πλέον θεωρείται μονόδρομος η εμπλοκή της επώνυμης βιομηχανίας και στην παραγωγή PL, μπροστά στον κίνδυνο της απώλειας μεριδίων αγοράς.

Οι ίδιες εταιρείες προχωρούν στην ανανέωση των προωθητικών ενεργειών στα επώνυμα προϊόντα τους, προκειμένου να ανταγωνίζονται τα PL στο ράφι. Η προσφορά "επιπλέον ποσότητας" (συχνά 2+1 δώρο) και οι εκπτώσεις τιμών είναι οι πλέον συνηθισμένες προωθητικές ενέργειες. Ωστόσο, η μείωση των τιμών των προϊόντων προβληματίζει το λιανεμπόριο για δύο λόγους: Πρώτον, διότι μειώνεται ο συνολικός τζίρος της κατηγορίας και, δεύτερον, διότι ο ανταγωνισμός των επωνύμων έναντι των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας γίνεται ολοένα και πιο άμεσος. Οι μειώσεις τιμών, ωστόσο, θεωρούνται “αναγκαίο κακό”, το οποίο οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ δεν μπορούν να αγνοήσουν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους. Από την πλευρά τους, όμως, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα προγράμματα επιβράβευσης της πιστότητας των καταναλωτών που προσφέρουν οι προμηθεύτριες εταιρείες. Ένα τέτοιο πρόγραμμα προβλέπει συνήθως την προσφορά δώρου με την αγορά ενός προϊόντος, κάτι που ικανοποιεί όλες τις πλευρές: Τον καταναλωτή, επειδή πήρε ένα καλό δώρο, τον λιανέμπορο και τον προμηθευτή, επειδή έτσι διατηρούν την αξία της κατηγορίας.


Βρεφικές πάνες: πιστότητα στη μάρκα και "αντι-Lidl" πολιτική


Η κατηγορία χαρακτηρίζεται από σταθερότητα στις πωλήσεις σε όγκο, ενώ παράλληλα ισχυρή παρουσία διαθέτουν τόσο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας όσο και των αλυσίδων hard discount.

Το μερίδιο των PL προϊόντων είναι υψηλό και εκτιμάται ότι διαμορφώνεται σε 5% σε αξία και σε 11,6% σε όγκο, παρουσιάζοντας διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας χαρακτηρίζονται ως το "αντι-Lidl" όπλο άμυνας, καθώς το μερίδιο των hard discounters στην κατηγορία είναι ιδιαίτερα υψηλό και εκτιμάται ότι κυμαίνεται σε περίπου 9% σε όγκο. Οι βρεφικές πάνες των Lidl εκτιμάται ότι έχουν ικανοποιητική ποιότητα, ενώ είναι ιδιαίτερα οικονομικές.

Η κατηγορία βρεφικών πανών χωρίζεται σε δύο μεγάλες υποκατηγορίες: τις ανοιχτές πάνες (80%) και τις πάνες-βρακάκια (20%). Οι τεχνολογικές εξελίξεις στη συγκεκριμένη κατηγορία σχετίζονται κυρίως με τη βελτίωση της εφαρμογής του προϊόντος στο σώμα του μωρού και, επομένως, με τη μεγιστοποίηση της άνεσης που μπορεί να προσφέρει. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις πάνες για βρέφη, πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει, αφενός, η απαλότητα του προϊόντος και, αφετέρου, το να μην έχει πρόσθετες ουσίες, όπως lotion που ενδεχομένως θα μπορούσε να προξενήσει μικροερεθισμούς στο δέρμα.

Η τοποθέτηση των προϊόντων στο ράφι πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, με γνώμονα το βάρος του μωρού από πάνω προς τα κάτω -το μικρότερο επάνω, το μεγαλύτερο κάτω- και με τη διάκριση ανάμεσα σε ανοιχτές πάνες και πάνες-βρακάκια.

Η πιστότητα στη μάρκα στην εν λόγω κατηγορία είναι ιδιαίτερα υψηλή και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το προϊόν που θα προταθεί στη μητέρα, ενώ βρίσκεται ακόμα στο μαιευτήριο. Αν μείνει ικανοποιημένη, τις περισσότερες φορές συνεχίζει να επιλέγει το ίδιο προϊόν. Ωστόσο, βαρύνοντα ρόλο παίζει και η τιμή του προϊόντος, καθώς η αγορά πάνας αποτελεί ένα σημαντικό μηνιαίο έξοδο για το νοικοκυριό. Έτσι, πολλές μητέρες στρέφονται γρήγορα στην αναζήτηση οικονομικών προϊόντων προς όφελος της ανάπτυξης των μεριδίων των PL και των προϊόντων που διαθέτουν οι hard discounters.


Μωρομάντιλα: οικονομικές προσφορές και πολλαπλές χρήσεις


Σημαντικά ανοδική σε αξία είναι η κατηγορία των μωρομάντιλων, γεγονός που αποδίδεται σε διεύρυνση των χρήσεων του προϊόντος (πχ χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των χεριών, την ενυδάτωση του προσώπου κλπ). Το α’ πεντάμηνο 2005, σύμφωνα με στοιχεία των προμηθευτριών εταιρειών, η κατηγορία ενισχύθηκε κατά 22,7% σε αξία και κατά 17,3% σε όγκο. Στην αύξησή της συντελεί σημαντικά η προσφορά "οικονομικών πακέτων" εκ μέρους των προμηθευτών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους, τα οποία συνήθως παρέχουν ως δώρο στον καταναλωτή επιπλέον ποσότητα του προϊόντος. Το μερίδιο των PL στη συγκεκριμένη κατηγορία εκτιμάται ότι είναι περίπου 7,6% σε όγκο.

Η κατηγορία αποτελείται από δύο βασικά segments, τα μαντίλια thick παχιάς υφής και μεγαλύτερης ανθεκτικότητας, που κατέχουν και το μεγαλύτερο μερίδιο -89% σε όγκο (equivalized units)- και τα λεπτά μαντίλια thin, μια κατηγορία προϊόντων χαμηλής τιμής που αποτελείται κυρίως από PL.

Το προϊόν εκτιμάται ότι πρέπει να γειτνιάζει στο ράφι με την κατηγορία της βρεφικής πάνας, ώστε να υπενθυμίζεται στον καταναλωτή η αγορά του.


Σερβιέτες – Σερβιετάκια: τιμή, πιστότητα και εξειδίκευση


Η κατηγορία της σερβιέτας χαρακτηρίζεται από την αρκετά υψηλή πιστότητα και από το ιδιαίτερα απαιτητικό καταναλωτικό κοινό. Η αγορά των σερβιετών αποτελείται από δύο βασικά segments: τις συμβατικές σερβιέτες (μεγάλου πάχους), με μερίδιο 14% σε όγκο (equivalized units), και τις σερβιέτες ultra-λεπτές, με μερίδιο 86% αντίστοιχα.

Η κατηγορία είναι πτωτική κυρίως σε όγκο παρά σε αξία, λόγω του ότι οι καταναλώτριες στρέφονται σε πιο premium προϊόντα, ενώ, όπως εκτιμάται, επηρεάζονται σημαντικά από τη διαφήμιση. Σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, το α’ πεντάμηνο 2005 οι πωλήσεις σερβιέτας υποχώρησαν κατά 1,1% σε αξία και κατά 1,7% σε όγκο.

Στο segment των σερβιετών ultra, οι χρήστριες έχοντας εξασφαλίσει σε γενικές γραμμές την απορροφητικότητα, αναζητούν πλέον πιο εξειδικευμένες λύσεις για όλες τις επιμέρους ανάγκες τους. Παράλληλα, στρέφονται σε προϊόντα με υλικά φιλικά προς το δέρμα, που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη υγιεινή προστασία.

Σε ό,τι αφορά τα σερβιετάκια διαπιστώνεται σταδιακή αύξηση της κατηγορίας τους και σε όγκο και σε αξία, που οφείλεται σε αύξηση της διείσδυσής της στον γυναικείο πληθυσμό. Η πορεία της κατηγορίας είναι πολύ καλύτερη συγκριτικά με εκείνη της σερβιέτας: το α’ πεντάμηνο 2005, σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, ενισχύθηκε κατά 1,7% σε αξία και παρέμεινε σταθερή σε όγκο.

Το βασικό κριτήριο επιλογής του προϊόντος είναι η τιμή και το brand loyalty για τις σερβιέτες, ενώ σχεδόν αποκλειστικά η τιμή για τα σερβιετάκια. Η πιστότητα στη μάρκα είναι υψηλή κυρίως σε ό,τι αφορά τα προϊόντα των δύο βασικών παικτών της κατηγορίας.

Η τοποθέτηση των προϊόντων στο ράφι, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα τον βαθμό απορροφητικότητας του κάθε προϊόντος. Οι δύο παραπάνω κατηγορίες χαρακτηρίζονται από έντονες προωθητικές ενέργειες, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία. Οι πωλήσεις τους γίνονται κατά κύριο λόγο μέσω των σούπερ μάρκετ, που εκτιμάται ότι κατέχουν μερίδιο περίπου 80% του συνόλου της κατηγορίας.

Τα PL έχουν παρουσία και στις δύο κατηγορίες, με αρκετά σημαντικά μερίδια, καθώς οι αλυσίδες δίνουν έμφαση στην ποιότητα, λανσάροντας προϊόντα εφάμιλλα των επώνυμων προϊόντων και σε τιμή χαμηλότερη περίπου κατά 20%. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εκτιμάται ότι κατέχουν στο σύνολο της αγοράς μερίδιο σε όγκο στις μεν σερβιέτες 7,4%, στα δε σερβιετάκια 8,9%. Το μερίδιο των hard discounters εκτιμάται ότι είναι ιδιαίτερα μικρό και δεν υπερβαίνει το 1%-1,5%, γεγονός που αποδίδεται στη χαμηλή ποιότητα των προϊόντων που διαθέτουν -παράγοντες της αγοράς τα χαρακτηρίζουν "πολύ πλαστικοποιημένα".


Ταμπόν: κατηγορία θερινής χρήσης


Η κατηγορία του ταμπόν είναι ανοδική αλλά ιδιαίτερα μικρή. Η εποχικότητά της δεν είναι τόσο έντονη όσο παλαιότερα, αλλά το καλοκαίρι ενισχύονται οι πωλήσεις της λόγω της τοποθέτησης του προϊόντος σε επιπλέον stands δίπλα στα αντηλιακά κτλ. Η κατηγορία έχει πολύ μικρή διείσδυση στην εγχώρια αγορά λόγω της δυσπιστίας των Ελληνίδων προς το εν λόγω προϊόν. Εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνει το 15%, έναντι τουλάχιστον 50% στις αγορές του εξωτερικού.


Μαντιλάκια για τη γυναικεία υγιεινή: το merchandising κρίνει τις πωλήσεις


Η σωστή τοποθέτηση του προϊόντος στο ράφι θεωρείται ο κύριος παράγοντας για την τόνωση των πωλήσεων της κατηγορίας και, ειδικότερα, η γειτνίασή της με την κατηγορία της σερβιέτας θεωρείται η πλέον αποδοτική στρατηγική απόφαση. Αντίθετα, η τοποθέτησή της λχ δίπλα στα μαντιλάκια ντεμακιγιάζ διαπιστώνεται ότι μειώνει κατακόρυφα τις πωλήσεις της. Ο τζίρος της κατηγορίας εμφανίζεται χαμηλός, καθώς εκτιμάται ότι το μέγεθός του αντιστοιχεί περίπου στο 5% των συνολικών πωλήσεων της σερβιέτας. Τα PL δεν έχουν παρουσία στη συγκεκριμένη κατηγορία, λόγω του μικρού της μεγέθους.


Πάνες ενηλίκων: ενίσχυση της κατηγορίας


Η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί σε άνοδο πωλήσεων την κατηγορία της πάνας ακράτειας για ενήλικες. Ειδικότερα, όπως εκτιμάται, οι πωλήσεις της κατηγορίας ενισχύονται ετησίως κατά περίπου 6% σε όγκο, ενώ η άνοδος της διείσδυσης των προϊόντων για την ακράτεια ελαφράς μορφής συντελεί στην περαιτέρω αύξηση των πωλήσεων.

Η κατηγορία χωρίζεται στις υποκατηγορίες των προϊόντων για την ακράτεια ελαφράς και βαριάς μορφής και περιλαμβάνει τρεις βασικούς τύπους προϊόντων: την ανοικτή πάνα, την πάνα-βρακάκι και την σερβιέτα ακράτειας. Bασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι τα pants (πάνες-βρακάκια) κατέχουν μερίδιο σε αξία 43%, ενώ το μερίδιό τους σε όγκο είναι 23%.

Η χρήση των προϊόντων για την ακράτεια ελαφράς μορφής έχει ακόμα μικρή διείσδυση στην εγχώρια αγορά -υπολογίζεται περίπου 10%-, ενώ για την ακράτεια βαριάς μορφής η αγορά χαρακτηρίζεται fully penetrated.

Οι καινοτομίες του leader στην εν λόγω κατηγορία σχετίζονται με τον τομέα της ευκολίας στη χρήση τόσο για τους πάσχοντες από ακράτεια βαριάς μορφής όσο και για τις γυναίκες με ελαφράς μορφής ακράτεια που αντιμετωπίζουν το πρόβλημά τους με σερβιέτες ή σερβιετάκια. Μια ακόμη τεχνολογική τάση στην κατηγορία αφορά τα προϊόντα με εξωτερική επιφάνεια "που αναπνέει".

Η επιλογή προϊόντος στην κατηγορία σχετίζεται κυρίως με το brand image και δευτερευόντως με την τιμή.

Στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι η τοποθέτηση της κατηγορίας στο ράφι πρέπει να γίνεται εγγύς εκείνης της σερβιέτας, η δε ταξινόμησή της πρέπει με γνώμονα τον βαθμό απορροφητικότητας των προϊόντων.

Κεντρικός στόχος των προμηθευτών της κατηγορίας είναι η εκπαίδευση των καταναλωτριών που χρησιμοποιούν σερβιέτες για το πρόβλημα της ελαφράς ακράτειας στα εξειδικευμένα προϊόντα. Ωστόσο, βασικό εμπόδιο παραμένει το σχετικό “ταμπού”, σε σημείο μάλιστα που η αγορά των εξειδικευμένων προϊόντων, όπως έχει διαπιστωθεί, γίνεται διακριτικά -είναι χαρακτηριστικό ότι η καταναλώτρια αποφεύγει να επιλέξει φανερά το προϊόν παρουσία άλλων ατόμων κοντά της.

Τα PL έχουν πολύ μικρό μερίδιο στην κατηγορία, πράγμα που δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα, καθώς η κατηγορία είναι brand driven. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι οι αποθήκες χαρτικών εξακολουθούν να διατηρούν στα προϊόντα της κατηγορίας ένα μερίδιο πωλήσεων της τάξης του 15%-20%, τα οποία διακρίνονται για την αισθητά χαμηλότερη τιμή τους. Το πλεονέκτημα της χαμηλής τιμής ελκύει πολλούς καταναλωτές, δεδομένου ότι η ακράτεια των ενηλίκων (σε αντίθεση με των βρεφών) σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται χρόνιο πρόβλημα, δηλαδή με μακροπρόθεσμα υψηλό κόστος αντιμετώπισης. Από αυτή την άποψη η προσφορά προϊόντων PL από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ παραμένει μια πρόκληση. Ωστόσο, στελέχη της αγοράς υπογραμμίζουν τη σημασία της καλής ποιότητας της πάνας ακράτειας, δεδομένης της αρνητικής ψυχολογικής επιρροής των κακής ποιότητας προϊόντων στους ηλικιωμένους χρήστες τους.


Προφυλακτικά: ανταγωνισμός των καναλιών διανομής


Αύξηση και σε όγκο και σε αξία παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η κατηγορία των προφυλακτικών. Ειδικότερα, η αγορά της ενισχύεται κατά περίπου 2% σε όγκο και κατά 10% σε αξία -στην Ελλάδα το προφυλακτικό παραμένει η κύρια μέθοδος αντισύλληψης, εκτός της σημασίας του στην αποτροπή της μετάδοσης ασθενειών, που τα τελευταία χρόνια έχει τονιστεί ιδιαίτερα.

Το μερίδιο των σούπερ μάρκετ στις συνολικές πωλήσεις της κατηγορίας εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 40% περίπου σε όγκο και 23%-24% σε αξία, ενώ των φαρμακείων σε περίπου 11% σε αξία, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή των φαρμακείων στη διανομή του προϊόντος αυξάνεται σημαντικά -είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο έτος οι σχετικές πωλήσεις τους αυξήθηκαν κατά 18%. Τα περίπτερα, εν τούτοις, παραμένουν το βασικό κανάλι διανομής των προφυλακτικών -ιδιαίτερα των μικρών συσκευασιών-, με μερίδιο που ανέρχεται περίπου στο 66% της αγοράς. Όπως εκτιμάται, το κύριο κοινό των περιπτέρων στα προϊόντα της κατηγορίας είναι οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών ή και οι λίγο μεγαλύτεροι. Από την ηλικία των 25 ετών και άνω οι καταναλωτές επιλέγουν να αγοράζουν προφυλακτικά από το σούπερ μάρκετ ή το φαρμακείο, ενώ το τελευταίο κανάλι διανομής προτιμάται σταθερά από καταναλωτές άνω των 30 ετών με υψηλότερο εισόδημα -σημειώνεται ότι από το εν λόγω κανάλι διατίθενται κυρίως οι μάρκες που έχουν “χτίσει” προφίλ ταυτισμένο με τη "μεγαλύτερη ασφάλεια".

Το σούπερ μάρκετ διαθέτει τη μεγαλύτερη ποικιλία προφυλακτικών, ενώ σημαντικό μέρος του αγοραστικού κοινού αποτελούν πλέον οι γυναίκες. Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, λόγω της “ευαισθησίας” του προϊόντος, σημαντικό στοιχείο στην τοποθέτησή του είναι να βρίσκεται σε θέσεις εύκολα αναγνωρίσιμες, ώστε ο καταναλωτής να το βρίσκει, χωρίς να χρειάζεται να ρωτά σχετικώς. Στην εν λόγω κατηγορία η πιστότητα στη μάρκα είναι ιδιαίτερα υψηλή, ενώ αρκετά είναι τα προωθητικά προγράμματα (συνήθως εκπτωτικά στίκερ ή προσφορά επιπλέον προϊόντος -κυρίως νέου τύπου- για δοκιμή).


Ωτοκαθαριστές: συντριπτική νίκη των PL


Η τιμή διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην επιλογή προϊόντος της κατηγορίας, και, ως εκ τούτου, σημαντική είναι η δύναμη των PL, το μερίδιο των οποίων σε όγκο -συμπεριλαμβανομένων των first price προϊόντων- εκτιμάται ότι ανέρχεται περίπου σε 40%. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του μεριδίου τους υπολογίζονται σε 10% σε όγκο και περίπου 6%-7% σε αξία (στοιχεία εταιρειών, 2004). Αξιοσημείωτη είναι η τάση της ζήτησης υπέρ των προϊόντων ασφαλείας, που προορίζονται για χρήση από παιδιά (με “καμπανίτσα” ασφαλείας). Το μερίδιο των ωτοκαθαριστών ασφαλείας εκτιμάται ότι κατέχει περίπου το 4% σε όγκο επί του συνόλου της κατηγορίας.


 

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ : ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, ΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

Αύξηση των πωλήσεων σε όγκο και συρρίκνωση σε αξία εμφανίζει την τελευταία πενταετία η ελληνική αγορά παιχνιδιών. Η οικονομική κρίση επηρέασε και θα εξακολουθήσει να επηρεάζει σημαντικά την κατηγορία. Η τάση είναι να αγοράζονται παιχνίδια με την ίδια συχνότητα μεν -κατ' εκτίμηση 5 έως 6 φορές τον χρόνο για κάθε παιδί- να δαπανώνται δε λιγότερα χρήματα για κάθε παιχνίδι. Η μέση ετήσια δαπάνη για παιχνίδια στην ελληνική αγορά εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 120 και 150 ευρώ ανά παιδί.

Παρά την υπογεννητικότητα της ελληνικής κοινωνίας, οι οικονομικοί μετανάστες συντελούν στην αύξηση του πληθυσμού των παιδιών στη χώρα μας, γεγονός που ευνοεί την αύξηση των πωλήσεων σε όγκο της κατηγορίας των παιχνιδιών. Για το κάθε ελληνόπουλο αγοράζουν παιχνίδια συνήθως πέντε ή έξι άτομα κατ’ ελάχιστο (γονείς, παππούδες, θείοι, νονοί) -“πρόκειται για ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο που "σώζει" την αγορά παιχνιδιού”, σχολιάζει χαρακτηριστικά στέλεχος της αγοράς.

Η μεν αύξηση των πωλήσεων σε όγκο η δε σταθεροποίηση ή και συρρίκνωση της αγοράς σε αξία εκτιμάται ότι θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι κάθε φορά που λανσάρεται ένα επώνυμο προϊόν, το οποίο δημιουργεί “παιδική μόδα”, οι πωλήσεις σε αξία αυξάνονται. Η αγορά του παιχνιδιού, εν τούτοις, είναι αρκετά "παράδοξη": Αν η επιτυχία ενός παιχνιδιού δεν εξαρτάται μόνο από την τιμή ή την ποιότητά του, αλλά από τη "μαγεία" που ασκεί στο παιδί, αυτή ακριβώς η "μαγεία" που δίνει ένα εμπορικό προβάδισμα σε αγορές του εξωτερικού δεν μοιάζει και τόσο απίθανο να μη σημαίνει τίποτα απολύτως για το παιδί που μεγαλώνει στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο έχει επιβεβαιωθεί αρκετές φορές στο παρελθόν…

200-340 εκατ. ευρώ ετησίως!

Στοιχεία για το μέγεθος της αγοράς των παιχνιδιών δεν υπάρχουν, καθώς οι πωλήσεις της δεν καταγράφονται επισήμως. Πάντως, το μέγεθός της, σύμφωνα με στοιχεία και εκτιμήσεις των εταιρειών του χώρου, φαίνεται ότι ανέρχεται περίπου σε 200-220 εκατ. ευρώ, ενώ σχετική έρευνα της ICAP το 2001 την προσδιόρισε στα 200 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, το μέγεθός της, συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, που, όπως υπολογίζεται, κατέχουν μερίδιο περίπου 30%-35% στις συνολικές πωλήσεις της κατηγορίας, ανέρχεται περίπου σε 230-240 εκατ. ευρώ. Πάντως, οι πλέον "αισιόδοξοι" εκτιμητές διατείνονται ότι η αγορά του παιχνιδιού είναι σημαντικά μεγαλύτερη και φθάνει τα 280 εκατ. ευρώ. Συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της αγοράς του ηλεκτρονικού παιχνιδιού, την υπολογίζουν περίπου στα 340 εκατ. ευρώ! Οι "μετριοπαθείς" συνάδελφοί τους, ωστόσο, θεωρούν ότι “τέτοια νούμερα είναι υπεραισιόδοξα…”.

Στην ελληνική αγορά παιχνιδιού κυριαρχούν τέσσερις μεγάλες εταιρείες: η Mattel, η Hasbro, η AS Company και η Giochi Preziosi, που τα τελευταία χρόνια αύξησε τη δύναμή της. Στην υπόλοιπη αγορά, που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο τμήμα της, δραστηριοποιούνται πολλές μικρές (εισαγωγικές κατά κανόνα) εταιρείες, που διαθέτουν "ανώνυμα" παιχνίδια -στην εγχώρια αγορά "ανώνυμο" νοείται κυρίως το μη διαφημιζόμενο παιχνίδι.

Καθοριστικός παράγοντας η τιμή

Η τιμή του παιχνιδιού είναι καθοριστικός παράγοντας προκειμένου για την επιλογή του. Η οικονομική στενότητα ενισχύει την εν λόγω τάση, καθώς ένα μερίδιο των δαπανών που σε άλλες εποχές προορίζονταν για την αγορά παιχνιδιών καλύπτει πλέον άλλες ανάγκες (πχ την αγορά παιδικών ρούχων). Ωστόσο, όπως τονίζεται, η αγορά είναι απρόβλεπτη: Επανειλημμένως στο παρελθόν έχει συμβεί ένα παιχνίδι με απαγορευτική τιμή να πραγματοποιεί υψηλές πωλήσεις!

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στην προ-ευρώ εποχή η "αποδεκτή τιμή" ενός "καλού" δώρου κυμαινόταν περίπου στις 20.000 δρχ, σήμερα, ωστόσο, ο μέσος καταναλωτής επιζητά με 30 ευρώ να αγοράζει δύο ή και τρία δώρα, τακτοποιώντας όλες τις υποχρεώσεις του. Είναι ενδεικτικό ότι τον Δεκέμβριο του 2004 -οπότε οι πωλήσεις παιχνιδιών σε αξία υποχώρησαν- η μέση τιμή ανά μονάδα παιχνιδιού στις μεγάλες αλυσίδες κυμάνθηκε στα 7,5 ευρώ.

Γενικά, τα Χριστούγεννα ο αγοραστής παιχνιδιών δαπανά περισσότερα χρήματα -σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η "αποδεκτή τιμή" ανά μονάδα παιχνιδιού γι’ αυτή την περίοδο είναι το ανώτερο έως 50 ευρώ. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ανώτερη "αποδεκτή τιμή" έχει συμπιεστεί σημαντικά και κυμαίνεται μεταξύ 30-40 ευρώ. Σε άλλες δε περιόδους, ο καταναλωτής δεν διαθέτει περισσότερα από 20 έως 30 ευρώ ανά μονάδα παιχνιδιού.

Επώνυμα και "ανώνυμα"

Τα παιχνίδια που διατίθενται στην εγχώρια αγορά σχεδόν στο σύνολό τους είναι εισαγόμενα -η ελληνική παραγωγή είναι πολύ μικρή και αφορά κυρίως τα παζλ και τα επιτραπέζια παιχνίδια. Όπως εκτιμάται, η αγορά μοιράζεται ισόποσα μεταξύ επώνυμων και "ανώνυμων" παιχνιδιών. Η κατανομή πωλήσεων μεταξύ τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι αποκαλεί κάποιος επώνυμο. Αν υπολογιστούν αποκλειστικά οι πωλήσεις παιχνιδιών των τεσσάρων μεγάλων εταιρειών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται πχ τα παιχνίδια που εισάγει για λογαριασμό της και διαθέτει η κάθε λιανεμπορική αλυσίδα), το μερίδιο των επώνυμων παιχνιδιών εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 30%-35% -το υπόλοιπο ανήκει στα "ανώνυμα" παιχνίδια.

Το μερίδιο των εισαγόμενων παιχνιδιών χαμηλής αξίας και ποιότητας δεν υπερβαίνει το 15% της συνολικής αγοράς, ενώ δεν διατίθενται από τα μεγάλα κανάλια διανομής (αλυσίδες παιχνιδιών, σούπερ μάρκετ) αλλά από μικρά σημεία πώλησης (καταστήματα ψιλικών κλπ). Μάλιστα, το μερίδιό τους τείνει να ελαττώνεται έως την εξάλειψή του -πράγμα που συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές- λόγω της αυστηρότητας των νέων σχετικών Οδηγιών της ΕΕ.

Η διαφορά τιμής μεταξύ επώνυμου και "ανώνυμου" παιχνιδιού είναι τεράστια: συχνά το "ανώνυμο" -που σε πολλές περιπτώσεις είναι απομίμηση ενός πετυχημένου επώνυμου- διατίθεται σε τιμή έως και στο 1/3 του επώνυμου. Η συνήθης διαφορά τιμής κυμαίνεται μεταξύ 30%-40%. Την τελευταία τριετία διαπιστώνεται μια τάση μείωσης της τιμής του επώνυμου παιχνιδιού, οπότε κλείνει αξιοσημείωτα η “ψαλίδα” στις τιμές επώνυμων-"ανώνυμων" παιχνιδιών. Ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις η διαφορά τιμής μεταξύ τους δεν υπερβαίνει το 10%-20% (και αντιστοιχεί στο κόστος της επικοινωνίας των επωνύμων). "Η τάση είναι μεν υπέρ των φθηνών παιχνιδιών", επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, "αλλά η οικονομική κρίση οδηγεί στη συγκράτηση των τιμών των επώνυμων". Ωστόσο, άλλοι συνάδελφοί τους, διαφωνώντας, τονίζουν: "Όταν διαθέτεις ένα ποιοτικό προϊόν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συμπιέζεις τόσο την τιμή του, ώστε η διαφορά του με το "ανώνυμο" να φτάσει στο 10%. Η διαφορά τιμής πρέπει να υπάρχει". Όπως, εξάλλου, εκτιμούν, σήμερα η τάση υπέρ των "ανώνυμων" παιχνιδιών παραμένει ούτως ή άλλως σημαντική.

Πωλήσεις όλο τον χρόνο

Ενώ παλαιότερα η χριστουγεννιάτικη περίοδος ήταν η κατ' εξοχήν προσοδοφόρα για την αγορά των παιχνιδιών, κύρια τάση των τελευταίων ετών είναι η κατανομή των πωλήσεων καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Σήμερα υπολογίζεται ότι το 60% των ετήσιων πωλήσεων της κατηγορίας πραγματοποιείται εκτός Χριστουγέννων -το αντίστοιχο μερίδιο των σούπερ μάρκετ υπολογίζεται σε 40%. Παράλληλα, αυξάνεται η διάθεση και πώληση επώνυμων προϊόντων χαμηλής τιμής (έως 5 ευρώ) στα κανάλια της αυθόρμητης αγοράς, στα οποία οι προμηθευτές υποστηρίζουν τα προϊόντα τους με έντονες ενέργειες μάρκετινγκ -συνήθης είναι η εξειδικευμένη προώθηση, όπως η τοποθέτηση σε stands, σε γατζάκια κλπ.

Η κατηγοριοποίηση των παιχνιδιών γίνεται με βάση κυρίως τους αποδέκτες των παιχνιδιών. Ως εκ τούτου, οι βασικές κατηγορίες είναι: τα παιχνίδια που απευθύνονται σε αγόρια, εκείνα που απευθύνονται κορίτσια και τα βρεφικά παιχνίδια (για μωρά έως 2 ετών) -τα ηλεκτρονικά παιχνίδια αποτελούν ξεχωριστή υποκατηγορία.

Η αγορά των βρεφικών παιχνιδιών παρουσιάζει ιδιαίτερα έντονο ανταγωνισμό και αύξηση πωλήσεων -αν και όχι με ιδιαίτερα σημαντικό ρυθμό-, η οποία οφείλεται στην προτίμηση επώνυμων και ακριβότερων προϊόντων, λόγω της αυξημένης ευαισθησίας των αγοραστών σε σχέση με τις εγγυήσεις καταλληλότητας και ασφάλειας των παιχνιδιών που προσφέρονται στα βρέφη. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται υψηλή πιστότητα στη μάρκα -πράγμα που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τις νέες μητέρες, ενώ ατονεί στις μητέρες με περισσότερα τους ενός παιδιά.

Ο "ντόρος" για θέματα ποιότητας

Η έντονη δημοσιότητα που δόθηκε πρόσφατα αναφορικά με την ακαταλληλότητα ενός "ανώνυμου" εισαγόμενου παιχνιδιού καταδεικνύει, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, τον τρόπο που διαχειρίζονται οι φορείς την ενημέρωση του καταναλωτή σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών. “Αποτελεί ελληνικό φαινόμενο η ένταση κι ο "ντόρος" γύρω από θέματα ποιότητας να συμπίπτουν με τις περιόδους υψηλής εποχικότητας του παιχνιδιού, πράγμα που βλάπτει το εμπόριο”. Πάντως, οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου πραγματοποιούν συνεχείς ελέγχους ποιότητας στα προϊόντα τους, ενώ σε πολλές υποκατηγορίες παιχνιδιών προσφέρουν εγγύηση ποιότητας και δυνατότητα after sales service.

…ΚΑΠΝΟΣ Η ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΤΩΝ ΤΣΙΓΑΡΩΝ


Σύμφωνα με την υπ' αριθ. Υ1/Γ.Π. οικ. 81348 Υπουργική Απόφαση, με την οποία προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία στην Οδηγία 2003/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, η διαφήμιση των προϊόντων καπνού στον Τύπο και σε άλλα έντυπα μέσα απαγορεύεται.

Η σχετική υπουργική απόφαση τέθηκε σε ισχύ από 31 Ιουλίου 2005. Η διαφήμιση προϊόντων καπνού επιτρέπεται μόνο σε έντυπα που προορίζονται αποκλειστικά για τους επαγγελματίες του εμπορίου καπνού και σε έντυπα που τυπώνονται και εκδίδονται σε τρίτες χώρες, εφόσον η κοινοτική αγορά δεν είναι ο κύριος προορισμός των εντύπων αυτών. Επίσης, απαγορεύεται κάθε μορφή ραδιοφωνικής διαφήμισης προϊόντων καπνού. Τα ραδιοφωνικά προγράμματα δεν λαμβάνουν χορηγίες από επιχειρήσεις η κύρια δραστηριότητα των οποίων είναι η παραγωγή ή η πώληση προϊόντων καπνού.

Παράλληλα με τις απαγορεύσεις της παραπάνω υπουργικής απόφασης ισχύουν: η απαγόρευση της διαφήμισης προϊόντων καπνού, ιδίως των τσιγάρων, συμπεριλαμβανόμενης και της έμμεσης διαφήμισης από την ΕΡΤ ΑΕ (ν. 1730/1987), η απαγόρευση κάθε μορφής τηλεοπτικής διαφήμισης τσιγάρων και άλλων προϊόντων καπνού (π.δ. 236/1992), η απαγόρευση της χορηγίας τηλεοπτικών προγραμμάτων από επιχειρήσεις που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή ή την πώληση τσιγάρων ή άλλων προϊόντων καπνού (π.δ. 236/1992), η απαγόρευση κάθε είδους διαφήμισης στους χώρους υπηρεσιών υγείας, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, κέντρων νεότητας, χώρων άθλησης κλπ (Υπ. Αποφ. Α2γ/οικ. 1591/29.5.1989).


Διαφήμιση προϊόντων καπνού στα περίπτερα


Σε ό,τι αφορά τα περίπτερα, επιτρέπεται η διαφήμιση σε πλαίσιο ύψους 0,40 μ. από τη βάση της στέγης του περίπτερου. Δεν επιτρέπεται γενικά η τοποθέτηση ή ανάρτηση υπαίθριων διαφημίσεων, επομένως και εκείνων που προβάλλουν προϊόντα καπνού στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Αθηνών (άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2833/2000). Η απαγόρευση περιλαμβάνει και τα περίπτερα.


Η ορολογία


Στην υπουργική απόφαση καθορίζονται σαφώς οι όροι που είναι σημαντικοί για την κατανόηση και την εφαρμογή της, ως ακολούθως:

“…Για τους σκοπούς της παρούσας Κοινής Υπουργικής Απόφασης νοούνται ως:


α)"προϊόντα καπνού": όλα τα προϊόντα που προορίζονται για κάπνισμα, εισρόφηση από τη μύτη, εκμύζηση ή μάσηση, εφόσον αποτελούνται, έστω και εν μέρει, από καπνό,


β)"διαφήμιση": κάθε μορφή εμπορικής ανακοίνωσης με σκοπό ή με άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα την προώθηση ενός προϊόντος καπνού,


γ)"χορηγία": κάθε δημόσια ή ιδιωτική συμβολή σε εκδήλωση, δραστηριότητα, ή σε άτομο με σκοπό ή με άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα την προώθηση ενός προϊόντος καπνού και δ)"υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας": οι υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 της Οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως η οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το π.δ. 39/2001 (Α 28).

ΓΑΛΑ : ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ

Στα μέσα του καλοκαιριού η θερμοκρασία ανέβηκε στην κατηγορία του γάλακτος με το λανσάρισμα του “νέας γενιάς εβαπορέ” από τη Δέλτα. Η “επίθεση” για την κατάκτηση της πρώτης θέσης συνεχίστηκε από θυγατρική της με το νέο παστεριωμένο γάλα περιοχής Ολύμπου. O leader της αγοράς απάντησε στην πρόκληση δηλώνοντας πως είναι “ανοικτός σε προτάσεις συνεργασίας” και πως υπάρχει σκέψη για άνοιγμα και στην αγορά του παστεριωμένου.

Με εμφανή την προσπάθεια να θυμίζει η συσκευασία του προϊόντος τον leader της κατηγορίας αλλά με διαφορετικό concept σε ό,τι αφορά τη χρήση του (έχει διάρκεια ζωής μόλις δύο μηνών και χρώμα που θυμίζει το φρέσκο, και προκύπτει από ειδική πατενταρισμένη θερμική διαδικασία), η Δέλτα δήλωνε πως στόχος της είναι η κατάκτηση της πρώτης θέσης στην αγορά του γάλακτος, την οποία κατέχει η Friesland Hellas με ποσοστό 28% σε όγκο πωλήσεων. Η επένδυση για την παραγωγή του νέου προϊόντος κυμάνθηκε μεταξύ 2,5 και 3 εκατ. ευρώ, συνυπολογιζόμενων των κονδυλίων που διατέθηκαν για έρευνα). Σε ό,τι αφορά την απόφαση της Δέλτα να επενδύσει σε μια πτωτική αγορά, ο κ. Αθανάσιος Γιαννακάκος, διευθύνων σύμβουλος στη Δέλτα Πρότυπος Βιομηχανία Γάλακτος ΑΕ, δήλωνε σε συνέντευξη τύπου πως η αγορά του εβαπορέ εξακολουθεί να είναι μια αγορά σημαντική -32% περίπου των συνολικών πωλήσεων της κατηγορίας σε όγκο και 27% σε αξία- που μπορεί, εφόσον δεν προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, να προσφέρει στην εταιρεία τις πωλήσεις που χρειάζεται για να καταλάβει την πρώτη θέση στην αγορά του γάλακτος.

Επόμενος στόχος η Θεσσαλία

Η επόμενη κίνηση της Δέλτα είχε στόχο τη θεσσαλική αγορά γάλακτος. Η εταιρεία παρουσίασε στις αρχές Σεπτεμβρίου το προϊόν προέλευσης, με ονομασία "Αυθεντικό περιοχής Ολύμπου" και με στόχο την κατάκτηση αρχικά του 10% της αγοράς γάλακτος της Θεσσαλίας. Το νέο φρέσκο γάλα του ομίλου διανέμεται μόνο στη Θεσσαλία και κατ' εξαίρεση στην Κοζάνη από την εταιρεία Βίγλα Ολύμπου ΑΕΒΕ, 100% θυγατρική της Δέλτα Συμμετοχών ΑΕ.

Όπως είναι γνωστό, η Βίγλα Ολύμπου ΑΕΒΕ ιδρύθηκε το 1990 στην Ελασσόνα, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στην παραγωγή τυροκομικών προϊόντων και από το 1997 έχει περιέλθει στον έλεγχο της Δέλτα Συμμετοχών. Λόγω όμως της εποχικότητας από την οποία χαρακτηρίζεται η παραγωγή τυροκομικών προϊόντων και προκειμένου το εργοστάσιο να λειτουργεί σε 12μηνη βάση, η διοίκηση του ομίλου έλαβε την απόφαση να επεκτείνει η δράση της Βίγλα και στην κατηγορία του γάλακτος, συσκευάζοντας όμως γάλα μόνο για την αγορά της Θεσσαλίας.

Η Βίγλα προμηθεύεται για τον σκοπό αυτό γάλα αποκλειστικά από τους παραγωγούς της Θεσσαλίας και σε ποσότητες που, όπως αναφέρεται επισήμως, αντιστοιχούν στο 60% της συνολικής τοπικής παραγωγής, η οποία φθάνει τους 25.000 τόνους ετησίως. Η νέα επένδυση κόστισε περί τα 1,8 εκατ. ευρώ. Με την κίνησή της αυτή η Δέλτα "απάντησε" και στον ανταγωνισμό και ουσιαστικά στη γαλακτοβιομηχανία Όλυμπος, που από μια μικρή τοπική παραγωγική μονάδα γιγαντώθηκε σε μια μεγάλη εταιρεία συλλογής και επεξεργασίας γάλακτος, με μερίδια υψηλότερα του 10% ανά την επικράτεια και ισχυρή παρουσία στα περισσότερα αστικά κέντρα της χώρας. Το νέο τοπικό προϊόν της Δέλτα, κυκλοφορεί σε συσκευασία του ενός λίτρου, σε δύο τύπους -πλήρες και ελαφρύ-, σε πλαστικές διαφανείς φιάλες (!) με ειδική επεξεργασία, διατηρείται στο ψυγείο μια μέρα λιγότερη από ό,τι τα υπόλοιπα φρέσκα γάλατα, διατίθεται στη χονδρική φθηνότερα κατά περίπου 9% έναντι του ανταγωνισμού και θα υποστηριχθεί επικοινωνιακά μόνο στην αγορά της Θεσσαλίας. Ο διευθύνων σύμβουλος της Δέλτα Πρότυπος Βιομηχανία Γάλακτος, κ. Α. Γιαννακάκος, αναφερόμενος στην πολιτική ανάπτυξης της εταιρείας, τόνισε, στο πλαίσιο ειδικής παρουσίασης της νέας γραμμής παραγωγής στην Ελασσόνα, ότι η εταιρεία δεν θα προβεί σε άλλη επένδυση τοπικής εμβέλειας, ότι μέχρι το τέλος του έτους η Δέλτα επιφυλάσσει και άλλη… έκπληξη στον ανταγωνισμό, ενώ επανέλαβε τις προθέσεις που υπάρχουν για επενδύσεις σε τρίτες χώρες, επισημαίνοντας ότι ήδη μελετώνται συγκεκριμένες αγορές.

Η απάντηση της Friesland

Διατηρώντας “ήπιους τόνους”, σύμφωνα με την έκφραση του κ. Γιάννη Σιαμπάνη, του νέου διευθύνοντος συμβούλου της Friesland Foods Hellas, η γαλακτοβιομηχανία εξαπολύει αντεπίθεση σε όλα τα μέτωπα, με σκοπό τη διατήρηση της πρωτιάς που κατέχει στο σύνολο της αγοράς λευκού γάλακτος (24,3%) αλλά και την εξασφάλιση ανάλογης θέσης στο σύνολο των γαλακτοκομικών προϊόντων.

Τα πλάνα τα οποία επεξεργάζεται προβλέπουν ότι σε διάστημα τριών ετών θα αυξήσει τα ετήσια έσοδά της κατά τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ, στα 330 εκατ. ευρώ. Στην πρώτη επίσημη τοποθέτησή του, ο κ. Γιάννης Σιαμπάνης, αφού έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η θυγατρική της ολλανδικής Friesland Foods στην Ελλάδα, με τις ενέργειες τις οποίες δρομολογεί δεν θα κινηθεί στα όρια των "γκρίζων ζωνών" όπως άλλες εταιρείες του ανταγωνισμού, ανέλυσε τη στρατηγική της Friesnald Hellas που προβλέπει μια σειρά από νέες δραστηριότητες, σε όλες τις βασικές κατηγορίες των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και σχέδια για εξαγορές ή συνεργασίες με τρίτες εταιρείες, τα οποία θα αφορούν στην είσοδο της εταιρείας στην κατηγορία του φρέσκου γάλακτος.

Ειδικότερα, ο κ. Σιαμπάνης τόνισε ότι οι προθέσεις της Friesland για επενδύσεις στο φρέσκο γάλα παραμένουν, αφού θα στηρίξουν σε μεγάλο βαθμό τα σχέδιά της για την κατάκτηση της πρώτης θέσης στο σύνολο των υποκατηγοριών των γαλακτοκομικών προϊόντων. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, επιδίωξή της είναι να προβεί σε εξαγορά ή σε συνεργασία με τρίτη εταιρεία τοπικής εμβέλειας και "κτίζοντας" στη σχέση αυτή να ανοιχτεί πανελλαδικά στο παστεριωμένο γάλα.

Ένα δεύτερο μεγάλο project το οποίο επεξεργάζεται η Friesland Hellas αφορά τον τομέα των τυροκομικών προϊόντων και μεταξύ άλλων προβλέπει την εισαγωγή και διακίνηση στην εγχώρια αγορά ολλανδικών τυριών ειδικού τύπου, στη συνέχεια την παραγωγή κίτρινων τυριών στην Ελλάδα, αλλά και την παραγωγή φέτας, τόσο για την ελληνική, όσο -κυρίως- και για ξένες αγορές, όπου θα διεισδύσει εκμεταλλευόμενη το διεθνές δίκτυο πωλήσεων της μητρικής Friesland Foods.

Το τρίτο, επίσης σημαντικό project της Friesland Hellas, αφορά στην κατηγορία του γιαουρτιού, όπου ήδη κατέχει μερίδια 10% και που στις επιδιώξεις της είναι να αυξήσει τη συμμετοχή της στο ψυγείο το 2006 στο 15% και το 2007 στο 20%. Σήμερα, η εταιρεία διακινεί 14 από τους 28 κωδικούς τους οποίους προτίθεται να λανσάρει σε σύνολο, στηριζόμενη παραγωγικά στο νέο εργοστάσιο στην Πάτρα, ενώ από το 2006 θα αρχίσει και τις εξαγωγές, αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στο εβαπορέ, στο οποίο τα μερίδιά της φθάνουν στο 64,7%, η εταιρεία θα επιμείνει στην ίδια στρατηγική, παρά την είσοδο της Δέλτα στην εν λόγω κατηγορία και την επιθετική επικοινωνιακή της πολιτική, εκτιμώντας ότι με τις κατάλληλες προωθητικές ενέργειες και τα νέα προϊόντα τα οποία σχεδιάζει, θα κρατήσει την ίδια συμμετοχή. Σημειώνεται ότι η Δέλτα, τον πρώτο μήνα παρουσίας της στο εβαπορέ πήρε μερίδιο κοντά στο 3,2% με 3,4%, ενώ σε σύνολο η αγορά ανέκοψε αισθητά τη σχεδόν σταθερή πτωτική της πορεία.

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ : ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, ΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

Αύξηση των πωλήσεων σε όγκο και συρρίκνωση σε αξία εμφανίζει την τελευταία πενταετία η ελληνική αγορά παιχνιδιών. Η οικονομική κρίση επηρέασε και θα εξακολουθήσει να επηρεάζει σημαντικά την κατηγορία. Η τάση είναι να αγοράζονται παιχνίδια με την ίδια συχνότητα μεν -κατ' εκτίμηση 5 έως 6 φορές τον χρόνο για κάθε παιδί- να δαπανώνται δε λιγότερα χρήματα για κάθε παιχνίδι. Η μέση ετήσια δαπάνη για παιχνίδια στην ελληνική αγορά εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 120 και 150 ευρώ ανά παιδί.

Παρά την υπογεννητικότητα της ελληνικής κοινωνίας, οι οικονομικοί μετανάστες συντελούν στην αύξηση του πληθυσμού των παιδιών στη χώρα μας, γεγονός που ευνοεί την αύξηση των πωλήσεων σε όγκο της κατηγορίας των παιχνιδιών. Για το κάθε ελληνόπουλο αγοράζουν παιχνίδια συνήθως πέντε ή έξι άτομα κατ’ ελάχιστο (γονείς, παππούδες, θείοι, νονοί) -“πρόκειται για ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο που "σώζει" την αγορά παιχνιδιού”, σχολιάζει χαρακτηριστικά στέλεχος της αγοράς.

Η μεν αύξηση των πωλήσεων σε όγκο η δε σταθεροποίηση ή και συρρίκνωση της αγοράς σε αξία εκτιμάται ότι θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι κάθε φορά που λανσάρεται ένα επώνυμο προϊόν, το οποίο δημιουργεί “παιδική μόδα”, οι πωλήσεις σε αξία αυξάνονται. Η αγορά του παιχνιδιού, εν τούτοις, είναι αρκετά "παράδοξη": Αν η επιτυχία ενός παιχνιδιού δεν εξαρτάται μόνο από την τιμή ή την ποιότητά του, αλλά από τη "μαγεία" που ασκεί στο παιδί, αυτή ακριβώς η "μαγεία" που δίνει ένα εμπορικό προβάδισμα σε αγορές του εξωτερικού δεν μοιάζει και τόσο απίθανο να μη σημαίνει τίποτα απολύτως για το παιδί που μεγαλώνει στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο έχει επιβεβαιωθεί αρκετές φορές στο παρελθόν…

200-340 εκατ. ευρώ ετησίως!

Στοιχεία για το μέγεθος της αγοράς των παιχνιδιών δεν υπάρχουν, καθώς οι πωλήσεις της δεν καταγράφονται επισήμως. Πάντως, το μέγεθός της, σύμφωνα με στοιχεία και εκτιμήσεις των εταιρειών του χώρου, φαίνεται ότι ανέρχεται περίπου σε 200-220 εκατ. ευρώ, ενώ σχετική έρευνα της ICAP το 2001 την προσδιόρισε στα 200 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, το μέγεθός της, συμπεριλαμβανομένων και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, που, όπως υπολογίζεται, κατέχουν μερίδιο περίπου 30%-35% στις συνολικές πωλήσεις της κατηγορίας, ανέρχεται περίπου σε 230-240 εκατ. ευρώ. Πάντως, οι πλέον "αισιόδοξοι" εκτιμητές διατείνονται ότι η αγορά του παιχνιδιού είναι σημαντικά μεγαλύτερη και φθάνει τα 280 εκατ. ευρώ. Συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της αγοράς του ηλεκτρονικού παιχνιδιού, την υπολογίζουν περίπου στα 340 εκατ. ευρώ! Οι "μετριοπαθείς" συνάδελφοί τους, ωστόσο, θεωρούν ότι “τέτοια νούμερα είναι υπεραισιόδοξα…”.

Στην ελληνική αγορά παιχνιδιού κυριαρχούν τέσσερις μεγάλες εταιρείες: η Mattel, η Hasbro, η AS Company και η Giochi Preziosi, που τα τελευταία χρόνια αύξησε τη δύναμή της. Στην υπόλοιπη αγορά, που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο τμήμα της, δραστηριοποιούνται πολλές μικρές (εισαγωγικές κατά κανόνα) εταιρείες, που διαθέτουν "ανώνυμα" παιχνίδια -στην εγχώρια αγορά "ανώνυμο" νοείται κυρίως το μη διαφημιζόμενο παιχνίδι.

Καθοριστικός παράγοντας η τιμή

Η τιμή του παιχνιδιού είναι καθοριστικός παράγοντας προκειμένου για την επιλογή του. Η οικονομική στενότητα ενισχύει την εν λόγω τάση, καθώς ένα μερίδιο των δαπανών που σε άλλες εποχές προορίζονταν για την αγορά παιχνιδιών καλύπτει πλέον άλλες ανάγκες (πχ την αγορά παιδικών ρούχων). Ωστόσο, όπως τονίζεται, η αγορά είναι απρόβλεπτη: Επανειλημμένως στο παρελθόν έχει συμβεί ένα παιχνίδι με απαγορευτική τιμή να πραγματοποιεί υψηλές πωλήσεις!

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στην προ-ευρώ εποχή η "αποδεκτή τιμή" ενός "καλού" δώρου κυμαινόταν περίπου στις 20.000 δρχ, σήμερα, ωστόσο, ο μέσος καταναλωτής επιζητά με 30 ευρώ να αγοράζει δύο ή και τρία δώρα, τακτοποιώντας όλες τις υποχρεώσεις του. Είναι ενδεικτικό ότι τον Δεκέμβριο του 2004 -οπότε οι πωλήσεις παιχνιδιών σε αξία υποχώρησαν- η μέση τιμή ανά μονάδα παιχνιδιού στις μεγάλες αλυσίδες κυμάνθηκε στα 7,5 ευρώ.

Γενικά, τα Χριστούγεννα ο αγοραστής παιχνιδιών δαπανά περισσότερα χρήματα -σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η "αποδεκτή τιμή" ανά μονάδα παιχνιδιού γι’ αυτή την περίοδο είναι το ανώτερο έως 50 ευρώ. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ανώτερη "αποδεκτή τιμή" έχει συμπιεστεί σημαντικά και κυμαίνεται μεταξύ 30-40 ευρώ. Σε άλλες δε περιόδους, ο καταναλωτής δεν διαθέτει περισσότερα από 20 έως 30 ευρώ ανά μονάδα παιχνιδιού.

Επώνυμα και "ανώνυμα"

Τα παιχνίδια που διατίθενται στην εγχώρια αγορά σχεδόν στο σύνολό τους είναι εισαγόμενα -η ελληνική παραγωγή είναι πολύ μικρή και αφορά κυρίως τα παζλ και τα επιτραπέζια παιχνίδια. Όπως εκτιμάται, η αγορά μοιράζεται ισόποσα μεταξύ επώνυμων και "ανώνυμων" παιχνιδιών. Η κατανομή πωλήσεων μεταξύ τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι αποκαλεί κάποιος επώνυμο. Αν υπολογιστούν αποκλειστικά οι πωλήσεις παιχνιδιών των τεσσάρων μεγάλων εταιρειών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται πχ τα παιχνίδια που εισάγει για λογαριασμό της και διαθέτει η κάθε λιανεμπορική αλυσίδα), το μερίδιο των επώνυμων παιχνιδιών εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 30%-35% -το υπόλοιπο ανήκει στα "ανώνυμα" παιχνίδια.

Το μερίδιο των εισαγόμενων παιχνιδιών χαμηλής αξίας και ποιότητας δεν υπερβαίνει το 15% της συνολικής αγοράς, ενώ δεν διατίθενται από τα μεγάλα κανάλια διανομής (αλυσίδες παιχνιδιών, σούπερ μάρκετ) αλλά από μικρά σημεία πώλησης (καταστήματα ψιλικών κλπ). Μάλιστα, το μερίδιό τους τείνει να ελαττώνεται έως την εξάλειψή του -πράγμα που συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές- λόγω της αυστηρότητας των νέων σχετικών Οδηγιών της ΕΕ.

Η διαφορά τιμής μεταξύ επώνυμου και "ανώνυμου" παιχνιδιού είναι τεράστια: συχνά το "ανώνυμο" -που σε πολλές περιπτώσεις είναι απομίμηση ενός πετυχημένου επώνυμου- διατίθεται σε τιμή έως και στο 1/3 του επώνυμου. Η συνήθης διαφορά τιμής κυμαίνεται μεταξύ 30%-40%. Την τελευταία τριετία διαπιστώνεται μια τάση μείωσης της τιμής του επώνυμου παιχνιδιού, οπότε κλείνει αξιοσημείωτα η “ψαλίδα” στις τιμές επώνυμων-"ανώνυμων" παιχνιδιών. Ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις η διαφορά τιμής μεταξύ τους δεν υπερβαίνει το 10%-20% (και αντιστοιχεί στο κόστος της επικοινωνίας των επωνύμων). "Η τάση είναι μεν υπέρ των φθηνών παιχνιδιών", επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, "αλλά η οικονομική κρίση οδηγεί στη συγκράτηση των τιμών των επώνυμων". Ωστόσο, άλλοι συνάδελφοί τους, διαφωνώντας, τονίζουν: "Όταν διαθέτεις ένα ποιοτικό προϊόν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συμπιέζεις τόσο την τιμή του, ώστε η διαφορά του με το "ανώνυμο" να φτάσει στο 10%. Η διαφορά τιμής πρέπει να υπάρχει". Όπως, εξάλλου, εκτιμούν, σήμερα η τάση υπέρ των "ανώνυμων" παιχνιδιών παραμένει ούτως ή άλλως σημαντική.

Πωλήσεις όλο τον χρόνο

Ενώ παλαιότερα η χριστουγεννιάτικη περίοδος ήταν η κατ' εξοχήν προσοδοφόρα για την αγορά των παιχνιδιών, κύρια τάση των τελευταίων ετών είναι η κατανομή των πωλήσεων καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Σήμερα υπολογίζεται ότι το 60% των ετήσιων πωλήσεων της κατηγορίας πραγματοποιείται εκτός Χριστουγέννων -το αντίστοιχο μερίδιο των σούπερ μάρκετ υπολογίζεται σε 40%. Παράλληλα, αυξάνεται η διάθεση και πώληση επώνυμων προϊόντων χαμηλής τιμής (έως 5 ευρώ) στα κανάλια της αυθόρμητης αγοράς, στα οποία οι προμηθευτές υποστηρίζουν τα προϊόντα τους με έντονες ενέργειες μάρκετινγκ -συνήθης είναι η εξειδικευμένη προώθηση, όπως η τοποθέτηση σε stands, σε γατζάκια κλπ.

Η κατηγοριοποίηση των παιχνιδιών γίνεται με βάση κυρίως τους αποδέκτες των παιχνιδιών. Ως εκ τούτου, οι βασικές κατηγορίες είναι: τα παιχνίδια που απευθύνονται σε αγόρια, εκείνα που απευθύνονται κορίτσια και τα βρεφικά παιχνίδια (για μωρά έως 2 ετών) -τα ηλεκτρονικά παιχνίδια αποτελούν ξεχωριστή υποκατηγορία.

Η αγορά των βρεφικών παιχνιδιών παρουσιάζει ιδιαίτερα έντονο ανταγωνισμό και αύξηση πωλήσεων -αν και όχι με ιδιαίτερα σημαντικό ρυθμό-, η οποία οφείλεται στην προτίμηση επώνυμων και ακριβότερων προϊόντων, λόγω της αυξημένης ευαισθησίας των αγοραστών σε σχέση με τις εγγυήσεις καταλληλότητας και ασφάλειας των παιχνιδιών που προσφέρονται στα βρέφη. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται υψηλή πιστότητα στη μάρκα -πράγμα που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τις νέες μητέρες, ενώ ατονεί στις μητέρες με περισσότερα τους ενός παιδιά.

Ο "ντόρος" για θέματα ποιότητας

Η έντονη δημοσιότητα που δόθηκε πρόσφατα αναφορικά με την ακαταλληλότητα ενός "ανώνυμου" εισαγόμενου παιχνιδιού καταδεικνύει, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, τον τρόπο που διαχειρίζονται οι φορείς την ενημέρωση του καταναλωτή σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών. “Αποτελεί ελληνικό φαινόμενο η ένταση κι ο "ντόρος" γύρω από θέματα ποιότητας να συμπίπτουν με τις περιόδους υψηλής εποχικότητας του παιχνιδιού, πράγμα που βλάπτει το εμπόριο”. Πάντως, οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου πραγματοποιούν συνεχείς ελέγχους ποιότητας στα προϊόντα τους, ενώ σε πολλές υποκατηγορίες παιχνιδιών προσφέρουν εγγύηση ποιότητας και δυνατότητα after sales service.