Στην πενταετία 2000-2004 έγιναν σοβαρές προσπάθειες ανάκαμψης των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα και προσαρμογής τους στο πλαίσιο των διεθνών επιδόσεων του κλάδου, από τις οποίες, όμως, βρισκόμαστε ακόμα αισθητά πίσω. Μια σειρά παραγόντων, κυρίως ενδογενείς, επέδρασαν στη μερική ανάσχεση της σταθεροποιητικής προοπτικής και της κερδοφορίας. Ο θόρυβος γύρω από την υποτιθέμενη κερδοσκοπία, την αλόγιστη αύξηση των τιμών και τις υπέρογκες πιστώσεις των προμηθευτών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η αυξητική αποτελεσματικότητα του κλάδου στην πενταετία δεν χαρακτηρίζει μια κερδοσκοπική τάση, αλλά την επιβεβλημένη προσπάθεια ανάκτησης των ζημιών και των χαμηλών αποδόσεών του.
Είναι σύνηθες να "βλέπουμε το δέντρο, χάνοντας το δάσος". Κάποτε αυτό αποτελεί συγκυριακή ανάγκη και κάποτε ηθελημένη επιλογή, ενίοτε καλόβουλη και ενίοτε κακόβουλη.
Κάθε χρόνο δημοσιεύονται αναλύσεις για τον κλάδο των σούπερ μάρκετ, που προκύπτουν από τα στοιχεία των ισολογισμών των εταιρειών. Οι συνήθεις αναλύσεις περιορίζονται στην παράθεση των δεδομένων της τελευταίας και της προηγούμενης χρονιάς, καταρτίζονται δείκτες και επισημαίνονται γεγονότα και παράμετροι που επέδρασαν στη διαμόρφωση των μεγεθών και των δεικτών. Το συχνότερο είναι η προσοχή να εστιάζεται στις πωλήσεις και στα αποτελέσματα, που είναι εν τέλει και ο τελικός σκοπός της λειτουργίας οποιασδήποτε επιχείρησης. Αυτή τη μεθοδολογία ακολουθούμε κι εμείς στην ετήσια έκδοση το Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ.
Επικαιρική και διαχρονική προσέγγιση
Αυτός ο κλασικός τρόπος ανάλυσης και μελέτης έχει το πλεονέκτημα της επικαιρικότητας ("τι συμβαίνει σήμερα"), καθώς αποσκοπεί όχι μόνο στην ερμηνεία της οικονομικής κατάστασης των εταιρειών του κλάδου, αλλά και στην πρόβλεψη κατά το δυνατόν του μέλλοντός τους. Δεν διαπιστώνει, όμως, τις διαχρονικές τάσεις, αποστερώντας μας από τη συνθετική εμπειρία του παρελθόντος, επομένως κι από την πρόβλεψη των υπό διαμόρφωση τάσεων. Το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν ο στόχος είναι όχι η μελέτη των μεμονωμένων εταιρειών, αλλά η γενικευμένη ανάλυση του κλάδου, η οποία απαιτεί να φωτίζεται το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι επιμέρους επιχειρήσεις.
Με μια πρώτη ματιά διαπιστώνουμε ότι δεν είναι ούτε εύκολο ούτε πάντα εφικτό να ανατρέχουμε με κάθε ευκαιρία στο παρελθόν, σε βάθος χρόνου, για να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των τάσεων που διαμορφώνονται. Οι δυσκολίες είναι πολλές και μπορεί να προκαλέσουν παρανοήσεις, αν τα δεδομένα δεν είναι συγκρίσιμα υπό τις παραδεκτές στατιστικές μεθόδους.
Στην ανάλυση αυτή θα επιχειρήσουμε μια διαχρονική παρουσίαση των κυριοτέρων μεγεθών και δεικτών του κλάδου κατά την πενταετία 2000-2004, βάσει των πραγματικών στοιχείων των επιχειρήσεων, όπως καταγράφηκαν και αναλύθηκαν στην ετήσια έκδοση Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ, με τις παρατηρήσεις και τις στατιστικές παραδοχές που αναφέρονται στους πίνακες που παρουσιάζουμε.
Στην ανάλυσή μας αναφερόμαστε στα “Αποτελέσματα”, στην “Απόδοση των ιδίων κεφαλαίων”, στις “Πιστώσεις των προμηθευτών” και στα “Αποθέματα” για δύο λόγους:
● Γιατί όλες οι καλές ή κακές επιλογές, οι θετικές και αρνητικές συγκυρίες, οι εσωτερικές ή εξωτερικές επιδράσεις "χωνεύουν" στην αποτελεσματικότητα του κλάδου και σηματοδοτούν τις θετικές ή τις αρνητικές εξελίξεις.
● Γιατί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα το 2004, ο κλάδος υπέστη μία άνευ προηγουμένου επίθεση, εγκαλούμενος για κερδοσκοπία και -εν πολλοίς- ως ο κύριος υπεύθυνος για τις ανατιμήσεις. Πρόκειται για την εύκολη επικοινωνιακή μέθοδο, που αποσκοπεί να στραφούν οι καταναλωτές σε κατευθύνσεις τις οποίες έχουν επιλέξει οι εμπνευστές της…
Τι δείχνουν τα στοιχεία της πενταετίας 2000-2004
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Πχ η αύξηση των πωλήσεων σημαίνει και αύξηση της κερδοφορίας; Η πρόσκαιρη για μία χρονιά μεγάλη μεταβολή των καθαρών κερδών σηματοδοτεί κερδοσκοπία, ανατροπή των σχέσεων με τους προμηθευτές στις τιμές και τις εκπτώσεις, τη στιγμή που τις προηγούμενες χρονιές τα αποτελέσματα ήταν καθηλωμένα ή και ζημιογόνα;
Να τι δείχνουν τα στοιχεία της πενταετίας 2000-2004:
Σε απόλυτα μεγέθη:
● οι πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 50,96%
● τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 88,79%
● το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 71,92%
● τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 490,64%.
Ως ποσοστά επί των πωλήσεων:
● τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 4,36%
● το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 2,46%
● τα διάφορα και τα ανόργανα “έσοδα-έξοδα” αυξήθηκαν κατά 0,70% (0,55%+0,15%=0,70%)
● τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 2,12%.
Πώς ερμηνεύονται οι μεταβολές αυτές, οι οποίες με την πρώτη ματιά φαίνονται υπερβολικές σε ορισμένα μεγέθη και δείκτες;
Οι πωλήσεις
1. Η μεταβολή των πωλήσεων κατά 50,96% δεν απέχει πολύ από τους δείκτες της ΕΣΥΕ για το εμπόριο, για την ίδια περίοδο, που έχουν ως εξής:
- Γενικός δείκτης: 35%.
- Μεγάλα καταστήματα τροφίμων: 49,4%,
- Πολυκαταστήματα: 40,1%.
- Τρόφιμα-Ποτά-Καπνός: 27,4%
2. Οι μεταβολές των μεγεθών είναι οι τρέχουσες ονομαστικές. Με μέσο πληθωρισμό στην πενταετία για την κατηγορία "Τρόφιμα" (αυτή είναι το βασικό αντικείμενο των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ) 16,52%, η αποπληθωρισμένη πραγματική μεταβολή είναι 50,96%-16,52%=34,44%. Η μεταβολή αυτή είναι σημαντική και οφείλεται στη συγκριτική αύξηση του όγκου των πωλήσεων αφενός, αλλά και στη λειτουργία των νέων καταστημάτων αφετέρου. Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, η “Παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών” αυξήθηκε κατά 23% και η “Ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών” κατά 31%. Αυτά σημαίνουν με απλά λόγια ότι τα σούπερ μάρκετ εισέπραξαν στην πενταετία μια φυσιολογική αύξηση, που ανταποκρίνεται στον πληθωρισμό και στην αύξηση της κατανάλωσης, ενώ μόνο ένα μικρό μέρος ήταν η πραγματική αύξηση του μεριδίου τους στη συνολική κατανάλωση (50,96%-16,52%-31%=3,44%).
3. Από όποια κατεύθυνση και αν προέρχεται η μεταβολή αυτή σηματοδοτεί την αύξηση του μεριδίου των σούπερ μάρκετ, σε σχέση με τη συνολική κατανάλωση και τα παραδοσιακά καταστήματα τροφίμων, η οποία όμως απέχει πολύ από το να θεωρείται "υπερβολική" ή "εντυπωσιακή", σε σύγκριση με τη γενική τάση της περιόδου.
4. Εκείνο που συνέβη κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2000-2004 είναι ότι εντατικοποιήθηκαν ο ανταγωνισμός και η οικονομική συγκέντρωση στον κλάδο.
Τα μικτά κέρδη
1. Η μεταβολή των μικτών κερδών κατά 88,79% υπερτερεί της μεταβολής των πωλήσεων κατά 37,83% και ως ποσοστό επί των πωλήσεων υπερτερεί κατά 4,36%.
Είναι σαφές ότι η αύξηση των πωλήσεων, συγκεντρωμένη κατά το 80% σε μια δεκάδα επιχειρήσεων, όξυνε τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο τιμών, αλλά, από την άλλη πλευρά, τους έδωσε τη δύναμη να αποσπάσουν καλύτερες τιμές από τους προμηθευτές και μεγαλύτερες εκπτώσεις κλίμακας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το περιθώριο κέρδους. Τονίσουμε ότι το μικτό κέρδος του 2000, το οποίο ήταν 17,40%, ήταν απελπιστικά χαμηλό, για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και η μεταβολή φαντάζει μεγάλη, ενώ ουσιαστικά μόνο μετά το 2003 προσεγγίζει τα φυσιολογικά επίπεδα. Αυτό γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικό αν το συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα του μέσου μικτού κέρδους σε ενοποιημένο επίπεδο. Από τα στοιχεία πέντε μεγάλων πολυεθνικών ευρωπαϊκών αλυσίδων -με παρουσία σε πλειάδα ξένων χωρών- προκύπτει ότι το 2003 το μέσο μικτό κέρδος ήταν γύρω στο 22%. Επομένως, ακόμα και σε σύγκριση με το 2004, το περιθώριο μικτού κέρδους του κλάδου υπολείπεται στην Ελλάδα.
2. Στα δεδομένα του δείγματος των ελληνικών σούπερ μάρκετ περιλαμβάνεται μικρό μόνο μέρος επιχειρήσεων που λειτουργούν καταστήματα discount. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις πολυεθνικές ευρωπαϊκές αλυσίδες, οι οποίες λειτουργούν διαφόρους τύπους καταστημάτων discount που καλύπτουν μεγάλο μέρος των πωλήσεών τους. Επομένως, με απολύτως συγκρίσιμα δεδομένα, η διαφορά σε βάρος των ελληνικών σούπερ μάρκετ θα ήταν μεγαλύτερη.
3. Συνεπώς η μεταβολή 88,79% του μικτού κέρδους, σε απόλυτα μεγέθη ή 4,36% ως ποσοστό επί των πωλήσεων, αποκαθιστά και μάλιστα με καθυστέρηση τη δυσμενή θέση των ελληνικών σούπερ μάρκετ, ερχόμενη να αντιμετωπίσει το λειτουργικό τους κόστος που συνεπάγεται η αύξηση των πωλήσεων.
Το λειτουργικό κόστος
1. Το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε κατά 71,92% και είναι κατά 16,87% μικρότερο της μεταβολής του μικτού κέρδους. Ως ποσοστό επί των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 2,46%, απορροφώντας μεγάλο μέρος της αύξησης του μικτού κέρδους.
2. Η αύξηση του λειτουργικού κόστους προήλθε από την αύξηση των αναλογικών εξόδων λόγω αύξησης των πωλήσεων, από τη λειτουργία νέων καταστημάτων και τη μεταβολή της τιμής των εξόδων (ενέργεια, υλικά και υπηρεσίες), καθώς και από την αύξηση του εργασιακού κόστους, που σε κάποιες χρονιές ανήλθε στο 5%-7%.
3. Υπήρξε μερική συγκράτηση του κόστους, που επέδρασε θετικά σε εταιρείες που προέβησαν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις και εκμεταλλεύτηκαν τις οικονομίες κλίμακος των κεντρικών υπηρεσιών και της εφοδιαστικής αλυσίδας.
4. Το λειτουργικό κόστος εξελίχθηκε σχεδόν φυσιολογικά προς τη σωστή κατεύθυνση παρά τις δυσκολίες, αντικειμενικές και θεσμικές. Κινήθηκε με μικρότερο ρυθμό αυξητικής μεταβολής από το μικτό κέρδος, δίνοντας τη δυνατότητα βελτίωσης της καθηλωμένης κερδοφορίας.
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων
1. Τα καθαρά κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν κατά 490,64%. Επηρεάσθηκαν από τους παράγοντες που προαναφέραμε, συνυπολογιζομένου του ότι το έτος-αφετηρία 2000, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείγματος, ο κλάδος παρουσίασε ζημιές της τάξης των 30,9 εκατ. ευρώ. Με τόσο χαμηλή αφετηριακή βάση η μεταβολή φαντάζει τεράστια. Ουσιαστικά, πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας ανάκαμψης, με τεράστιες επενδυτικές προσπάθειες, που συνοδεύτηκαν από επενδύσεις εκσυγχρονισμού σε νέες τεχνολογίες (POS/barcode, logistics, σύγχρονη πληροφορική, εφαρμογές διαδικτύου, φορητά τερματικά κλπ).
2. Ως ποσοστό επί των πωλήσεων τα καθαρά προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 2,12%. Η μεταβολή αυτή, απόρροια όσων προαναφέραμε, είναι εντελώς φυσιολογική. Θα περίμενε κανείς μια σταθεροποίηση των αποτελεσμάτων του κλάδου, που θα απέσβυνε τους κλυδωνισμούς του παρελθόντος. Δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Η τελευταία χρονιά ανέτρεψε αυτή τη σταθεροποιητική διαδικασία, μειώνοντας την κερδοφορία, η οποία από 1,89% το 2003 έπεσε στο 1,53% το 2004. Οι ενδείξεις και τα στοιχεία του 2005, που μέχρι αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμα, υποθάλπουν ανησυχίες για μια περαιτέρω ανάσχεση, ενώ υποβάλλουν επιτακτικά τη σύνεση στην επέκταση, τον ορθολογισμό στη διαχείριση και τη θωράκιση του κλάδου, επιχειρησιακή και θεσμική.
3. Στην τελική διαμόρφωση των καθαρών κερδών σημαντική επίδραση άσκησαν τα διάφορα έσοδα-έξοδα και τα ανόργανα έσοδα-έξοδα, με αξιοσημείωτες διακυμάνσεις από χρήση σε χρήση. Οι κύριες πηγές που τροφοδότησαν αυτούς τους λογαριασμούς ήταν οι υπεραξίες που προέκυψαν σε ορισμένες περιπτώσεις συγχωνεύσεων, καθώς και οι υπεραξίες περιουσιακών παγίων στοιχείων (στην πλειονότητα ακινήτων), που απετέλεσαν αντικείμενο αποεπένδυσης και επαναχρηματοδότησης με τον μηχανισμό του Sale & Leaseback.
4. Το μέσο καθαρό κέρδος κατά την πενταετία 2000-2004 ως ποσοστό επί των πωλήσεων ανήλθε σε 1,16%. Το 2003 ήταν 1,89% και το 2004 1,53%, όταν ο μέσος όρος του καθαρού κέρδους εννέα μεγάλων πολυεθνικών ευρωπαϊκών αλυσίδων για το 2003 ήταν 2,70%. Η σύγκριση, δυσμενέστατη για τα ελληνικά σούπερ μάρκετ, τα λέει όλα, απαντώντας στους μεγαλόσχημους επικριτές του κλάδου. (Εκτός και αν η παραίνεση “να γίνουμε Ευρωπαίοι” -όπως αυτοί το εννοούν- αποτελεί στάχτη στα μάτια του κοσμάκη για να μη βλέπει πέρα από τη μύτη του ή εξυπηρετεί αλλότριους, απώτερους στόχους, για τους οποίους ορισμένοι αποτελούν συνειδητό ή μη νεροκουβαλητή…).
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων
1. Ανάλογη της κερδοφορίας και της κεφαλαιουχικής αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων του κλάδου ήταν και η εξέλιξη της απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων. Από αρνητική το 2000, ανήλθε σε ικανοποιητικά (υποφερτά, θα λέγαμε) επίπεδα το 2003, για να σημειώσει, όμως, πτώση το 2004 ως συνέπεια της πτώσης των καθαρών κερδών.
2. Οι προοπτικές για την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων είναι, από τη μία πλευρά, παράλληλες με την προοπτική της κερδοφορίας και, από την άλλη, συναρτώνται με τα επίπεδα της χρηματοδότησης της αγοράς, δηλαδή του χρόνου εξόφλησης των αγορών και τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο άμεσο μέλλον, σε συνδυασμό με τη διαχείριση των αποθεμάτων και τη διαφορική πίστωση.
Οι πιστώσεις και τα αποθέματα
1. Οι ημέρες πιστώσεων, με οριακή μεταβολή -1 ημέρας, δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά. Εντός της πενταετίας οι διακυμάνσεις είναι αμελητέες. Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται (ή "διοχετεύονται" στον Τύπο), συνολικά η πιστωτική πολιτική των προμηθευτών δεν άλλαξε. Έτσι, αποδεικνύεται ότι οι θρυλούμενες αυξημένες πιστώσεις των προμηθευτών στα σούπερ μάρκετ δεν ευσταθούν και μάλλον διαχέονται, αποβλέποντας σε μια συνολική αλλαγή των σχέσεων προμηθευτών-σούπερ μάρκετ (τιμές αγοράς, παρεχόμενες εκπτώσεις, ανεφοδιαστική αλυσίδα κλπ).
2. Οι ημέρες αποθεμάτων ελαττώθηκαν σημαντικά κατά -9 ημέρες (15,8%), πράγμα που οφείλεται στις σοβαρές προσπάθειες και επενδύσεις του κλάδου στην ορθολογική διαχείριση των αποθεμάτων (logistics, ροή ανεφοδιασμού κλπ).
3. Συνέπεια των παραπάνω ήταν να αυξηθεί η διαφορική πίστωση που καρπώνονται τα σούπερ μάρκετ και που είναι το πραγματικό ποσό των πιστώσεων που χρησιμοποιείται για επενδύσεις και εκσυγχρονισμό. Κατά μέσο όρο, σε απόλυτο ποσό, η μεταβολή της διαφορικής πίστωσης ανέρχεται 14,8 εκατ. ευρώ κατ’ έτος.
Συμπεράσματα
- Στην πενταετία 2000-2004 έγιναν σοβαρές προσπάθειες ανάκαμψης και προσαρμογής των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα σε σωστότερο οικονομικό πλαίσιο, στην κατεύθυνση της προσέγγισης των διεθνών επιδόσεων του κλάδου, από τις οποίες, όμως, στο επίπεδο των τελικών αποτελεσμάτων, βρισκόμαστε ακόμα αισθητά πίσω.
- Μια σειρά παράγοντες, κυρίως ενδογενείς, επέδρασαν στη μερική ανάσχεση της σταθεροποιητικής προοπτικής και της κερδοφορίας.
- Ο θόρυβος γύρω από την υποτιθέμενη κερδοσκοπία, την αλόγιστη αύξηση των τιμών και τις υπέρογκες πιστώσεις των προμηθευτών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η αυξητική αποτελεσματικότητα του κλάδου στην πενταετία δεν χαρακτηρίζει μια κερδοσκοπική τάση, αλλά την επιβεβλημένη προσπάθεια ανάκτησης των ζημιών και των χαμηλών αποδόσεών του. Και είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί ακόμα και από δικαστικές αντιδικίες, ότι σε μερικές περιπτώσεις υπήρξαν και αφανείς ζημίες που εμφανίστηκαν μετά από εξαγορές και συγχωνεύσεις.
- Οι προοπτικές, μετά τη λαίλαπα της δυσφήμισης των σούπερ μάρκετ τα δύο τελευταία χρόνια, δεν φαίνονται σαφείς και διαυγείς. Η ατμόσφαιρα θα βαρύνει ακόμα περισσότερο με την είσοδο νέων πολυεθνικών ανταγωνιστών που έχουν εξαγγείλει την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ή που καθ' υπότροπη διοχετεύουν ειδήσεις στον Τύπο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στον κλάδο.