ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ ΚΑΙ ΕΒΕΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΔΟΥ

Συνεχίζεται ο αναβρασμός στον εμπορικό κόσμο για το κλείσιμο των ανέλεγκτων χρήσεων της περιόδου 1993-1998. Οι ΔΟΥ ζητούν από τους φορολογούμενους επαγγελματίες να κλείσουν τις υποθέσεις τους με βάση τη ρύθμιση που προβλέπει την καταβολή ελάχιστων ποσών πρόσθετων φόρων από 1.056 έως 5.282 ευρώ, ενώ ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ και ΕΒΕΑ ζητούν την άμεση διακοπή της αποστολής φύλλων ελέγχου.

Για το μείζον αυτό θέμα η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών & Εμπόρων Ελλάδας απέστειλε προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Νίκο Χριστοδουλάκη, το παρακάτω υπόμνημα:

Η ΓΣΕΒΕΕ εκφράζει την έντονη διαμαρτυρία της για τη νέα εκβιαστική εκστρατεία που έχει εξαπολυθεί εναντίον των φορολογουμένων επαγγελματιών, βιοτεχνών και μικροεμπόρων, προκειμένου να υποβάλλουν δηλώσεις για το κλείσιμο των υποθέσεων 1993-1998.

Η μαζική αποστολή φύλλων ελέγχου και η εκβιαστική προτροπή των ΔΟΥ να κλείσουν τις υποθέσεις με βάση τη ρύθμιση –διαφορετικά θα ελεγχθούν αυστηρά– όχι μόνο καταρρακώνει το δήθεν προαιρετικό χαρακτήρα της ρύθμισης, αλλά την έχει ήδη μετατρέψει σε βιομηχανία εκβιαστικής είσπραξης φόρων.

Οι ΕΒΕ, όπως δείχνουν και τα στοιχεία, αδυνατούν να καταβάλουν τα ποσά που απαιτούνται για τη ρύθμιση. Έτσι μόνο 250.000 από τις 700.000 προσέφυγαν σε αυτή. Ο εκβιασμός των υπολοίπων 450.000 να κλείσουν τις υποθέσεις τους μόνο κράτος δικαίου και νομιμότητας δεν στοιχειοθετεί.

Η ΓΣΕΒΕΕ σάς καλεί για άλλη μία φορά να δώσετε άμεση εντολή διακοπής της αποστολής των εκβιαστικών σημειωμάτων ελέγχου και να προχωρήσετε σε αναστολή της ρύθμισης, προκειμένου να βρεθεί μέσα από διάλογο άλλη λύση κλεισίματος των υποθέσεων, που δεν θα είναι εξοντωτική για τους ΕΒΕ.

ΕΣΕΕ

Η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Φωνή Παντοπωλών», παρενέβη στο θέμα, επισημαίνοντας πως το δικαίωμα του Υπουργείου Οικονομικών να ασκεί τακτικούς ελέγχους ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον εμπορικό κόσμο, διαρκούσης όμως της περιόδου άσκησης του δικαιώματος των φορολογουμένων, ο τρόπος αυτός θεωρείται άκομψος και ερμηνεύεται από πολλούς ως εκβιαστικός.

Η Συνομοσπονδία θεωρεί ότι τέτοιες ενέργειες υποβαθμίζουν το ευνομούμενο κράτος, υπονομεύουν τις σχέσεις κράτους-πολιτών, προκαλούν τη δίκαιη αγανάκτηση του κόσμου, αναπαράγουν τη φοροδιαφυγή, δικαιώνουν τους φοροφυγάδες και επιπλέον εκθέτουν τόσο την ηγεσία τουΥπουργείου Οικονομικών όσο και την ίδια την ΕΣΕΕ, αφού θεωρείται από πολλούς ότι άλλα συμφωνήθηκαν και άλλα τηρούνται.

Για τους προαναφερθέντες λόγους η ΕΣΕΕ ζητεί, με ιδιαίτερη έμφαση, την άμεση διακοπή της αποστολής φύλλων ελέγχου, την αναστολή όσων ήδη έχουν σταλεί –έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 που είναι και η καταληκτική ημερομηνία ισχύος της ρύθμισης– ώστε να ενταχθεί οικειοθελώς στη ρύθμιση ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

ΕΒΕΑ

Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Δρακούλης Φουντουκάκος, σύμφωνα πάντα με την «Φωνή Παντοπωλών», καταγγέλλει την τακτική που ακολουθεί το Υπουργείο Οικονομικών για την αύξηση των φορολογικών εσόδων, η οποία στηρίζεται στον εκφοβισμό των επιχειρήσεων.

Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, η προαιρετική υπαγωγή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη ρύθμιση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων για το χρονικό διάστημα 1993-1998, έχει καταστεί από το Υπουργείο Οικονομικών «υποχρεωτική διαδικασία».

Συνεχίζοντας ο κ. Φουντουκάκος επισημαίνει ότι: «η ηγεσία του Υπουργείου υποστήριζε πως η υπαγωγή των εμπορικών επιχειρήσεων και των επιτηδευματιών με βιβλία Β΄ κατηγορίας, στη ρύθμιση εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ των ετών 1993-1998 δεν θα ήταν υποχρεωτική. Ωστόσο τώρα αποδεικνύεται ότι η ρύθμιση είναι υποχρεωτική για όλους, καθώς το υπουργείο επισείει την απειλή του εξονυχιστικού τακτικού ελέγχου σε κάθε επιτηδευματία που δεν προσέρχεται στην Εφορεία για να υποβάλει το ειδικό σημείωμα περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων.

Οι εφορίες αποστέλλουν ειδοποιητήρια ελέγχου, αν και δεν έχει λήξει ακόμα η προθεσμία υπαγωγής στη ρύθμιση την οποία έχει ορίσει το Υπουργείο Οικονομικών για τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

Οι μέθοδοι αυτοί πλήττουν τον ιστό της ελληνικής οικονομίας, σε μία εποχή επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης και δεν έχουν καμία σχέση με τη φορολογική μεταρρύθμιση για την οποία έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση».

Καταλήγοντας ο κ. Φουντουκάκος υπογραμμίζει: «Το ΕΒΕΑ είναι προσανατολισμένο σε μία φορολογική πολιτική που θα λειτουργεί αναπτυξιακά και όχι ως μέσο εκφοβισμού και πίεσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Επομένως οι παραγωγικές τάξεις θεωρούν ως επιβεβλημένη κίνηση να αποσύρει το Υπουργείο Οικονομικών τις απειλές των ελέγχων και να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών του για τη δίκαιη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Το ΕΒΕΑ είναι αντίθετο σε κάθε προσπάθεια επαναφοράς “αντικειμενικών κριτηρίων” δια της πλαγίας οδού».

ΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΔΙΩΧΝΟΥΝ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΜΑΣ

Οι εξελίξεις των τελευταίων ετών στο μέτωπο των εισαγωγών επιβεβαιώνουν ότι ο ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές τροφίμων έχει ήδη μεταφερθεί στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι σε αυξανόμενο βαθμό τα ελληνικά τρόφιμα αποβάλλονται από τα ράφια του λιανεμπορίου και τη θέση τους παίρνουν τα εισαγόμενα.

Οι λόγοι είναι πολλοί. Κατά πρώτον οι τιμές των ελληνικών προϊόντων αυξάνονται με ρυθμούς κατά πολύ μεγαλύτερους των εισαγόμενων. Το ζήτημα αυτό έχει παρουσιασθεί αρκετές φορές από το περιοδικό μας και το συμπέρασμα ήταν ότι ο επίμονα υψηλός ρυθμός αύξησης του τιμάριθμου των τροφίμων εκβάλλει τα ελληνικά προϊόντα από τις επιλογές ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος καταναλωτών.

Ακριβά τα ελληνικά τρόφιμα

Στον πίνακα φαίνεται ότι οι εισαγωγές πολλαπλασιάζονται από τη μία χρονιά στην άλλη για να φθάσουν φέτος στα 35.000 εκατ. ευρώ (κατ’ εκτίμηση), δηλαδή στο 1/4 του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ως προς το ζήτημα των τιμών πρέπει να πούμε ότι οι ειδικοί τιμάριθμοι των βασικών αγαθών στους τομείς της διατροφής και της ένδυσης-υπόδησης κινήθηκαν ανοδικά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, με ρυθμό κατά πολύ μεγαλύτερο του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή. Στους κλάδους αυτούς όμως η παρουσία του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού είναι πολύ έντονη, αλλά και οι εισαγωγές κάνουν πλέον έντονη της παρουσία τους. Έτσι, ενώ οι ελληνικές πληθωριστικές πιέσεις απειλούν ελάχιστα ή και καθόλου την αξία και τη διεθνή θέση του εγχώριου νομίσματος, οι αυξήσεις των τιμών στα εξαγόμενα αγαθά προκαλούν προβλήματα κατευθείαν στο χώρο της παραγωγής. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται με τη μείωση της ζήτησης για προϊόντα της εγχώριας παραγωγής τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή αγορά (μείωση εξαγωγών). Δεν πουλάει μόνο η Ελλάδα κονσέρβες ροδάκινο και φρέσκα φρούτα και λαχανικά…

Yποκατάσταση των ελληνικών με ξένα προϊόντα

Ήδη στις προθήκες του λιανεμπορίου διατίθενται αυξημένες ποσότητες εισαγόμενων φρούτων και λαχανικών, ενώ η επέκταση στην εσωτερική αγορά των ευρωπαϊκών αλυσίδων σούπερ μάρκετ βγάζει εκτός αγοράς ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής παραγωγής. Τα νοικοκυριά που αποφασίζουν να αγοράσουν με δάνειο ένα καινούργιο αυτοκίνητο αναγκάζονται στο τέλος να αναζητήσουν τρόπους μείωσης του κόστους διαβίωσης, οπότε περικόπτουν δαπάνες και από το λογαριασμό της διατροφής, υποκαθιστώντας τα ακριβά ελληνικά προϊόντα με εισαγόμενα, χαμηλότερης ίσως ποιότητας, αλλά σαφώς φθηνότερα (κρέατα, τυριά, αλλαντικά, χυμοί, ποτά, έτοιμα είδη για κατανάλωση κλπ).

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των εισαγωγών ελαιολάδου στην… Κρήτη! Ούτε λίγο ούτε πολύ οι πληθωριστικές πιέσεις μετατρέπονται αμέσως σε υποχώρηση της ελληνικής παραγωγής και σε αύξηση της ανεργίας. Η εξέλιξη αυτή προσφέρει μεν ένα πλεονέκτημα στους καταναλωτές, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν εισαγόμενα προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές, αλλά τους στερεί από το πολύ πιο βασικό αγαθό: την παραγωγική απασχόληση.

Εισαγωγές

Περίοδος   Εισαγωγές αγαθών (σε εκατ. ευρώ)

1994          20615,9

1995           25221,5

1996          26549,1

1997          26008,5

1998           25571,6

1999           25919,5

2000          33021,1

2001           33156,3

2002*         35000,0

————————————–

Πηγή: Τράπεζα Ελλάδος

*Εκτίμηση «σελφ σέρβις»

XΡΗΣΤΟΣ ΤΣΕΝΤΕΜΕΪΔΗΣ * : ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΘΑΥΜΑΤΑ…

Μόνο η σύνθεση των γνώσεων του λιανέμπορου για τα ενδιαφέροντα και τη συμπεριφορά του πελάτη του και του προμηθευτή για το τι επιλέγει σήμερα και τι θα αγοράζει αύριο ο καταναλωτής μπορεί να δώσει μια αποτελεσματική βάση συνεργασίας των δύο πλευρών, η οποία θα υπηρετεί τη στρατηγική διαφοροποίησης κάθε αλυσίδας, υποστηρίζει ο κ. Χρήστος Τσεντεμεΐδης

«Η εξέλιξη της συγκέντρωσης της αγοράς του λιανεμπορίου πού διευκολύνει και πού δυσχεραίνει τις κεντρικές συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών-λιανεμπορίου;», ρωτήσαμε το συνομιλητή μας ξεκινώντας τη συζήτηση μαζί του.

«Η συγκέντρωση της αγοράς του λιανεμπορίου δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Οι συνέπειές της ήδη μας ήταν γνωστές από την Αγγλία, τις σκανδιναβικές χώρες κ.ά., όπου τέσσερις-πέντε αλυσίδες καταστημάτων κάθε χώρας συγκεντρώνουν το συντριπτικό μέγεθος του λιανεμπορικού τζίρου. Το ενδιαφέρον είναι να σχολιάσουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό ως θετική πρόκληση για τη συνεργασία λιανεμπορίου-προμηθευτών», σχολίασε ο κ. Τσεντεμεΐδης, εξηγώντας: «Συγκέντρωση εν πρώτοις σημαίνει τη δραστηριοποίηση τελικά μικρού αριθμού επιχειρήσεων, επομένως οι σχέσεις των δύο εταίρων της αγοράς συμπυκνώνονται, όμως κάθε άλλο παρά απλοποιούνται. Η πολυπλοκότητα αυξάνεται πριν απ’ όλα στο εσωτερικό των ίδιων των επιχειρήσεων του λιανεμπορίου και κατ’ επέκταση των προμηθευτών τους.

Εκδηλώνεται με την επέκταση των αλυσίδων σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και με την ανάπτυξη πλέον από τις ίδιες επιχειρήσεις, πέραν των κλασικών σούπερ μάρκετ, περισσότερων τύπων καταστημάτων –υπερμάρκετ, discounts, convenience stores, cash & carries κοκ. Δηλαδή αν και αριθμητικώς τα κέντρα διαπραγμάτευσης περιορίζονται, η φύση της συνεργασίας γίνεται σύνθετη και πολυδιάστατη. Για εμάς τους προμηθευτές λοιπόν η πρόκληση συνίσταται στο ότι πρέπει να δημιουργούμε όλο και πιο εξειδικευμένους και διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους προσέγγισης των καταναλωτών μέσα από ενιαία κέντρα συνεργασίας και σχεδιασμού –δηλαδή στο πλαίσιο του εκάστοτε μεγάλου λιανέμπορου, ο οποίος έχει αναπτύξει διαφορετικούς τύπους καταστημάτων.

Αυτό που συμβαίνει στην ελληνική αγορά είναι ότι όλοι μας τώρα μαθαίνουμε από «πρώτο χέρι» τη νέα κατάσταση».

σελφ σέρβις: Πέρα από την οργανωτική-τεχνική αντιμετώπιση του θέματος ή καλύτερα σε σχέση και με αυτήν, δεδομένης μάλιστα της αύξησης της διαπραγματευτικής ισχύος του λιανεμπορίου, ποιες είναι οι επιπτώσεις της συγκέντρωσης στο επίπεδο της ποιότητας των σχέσεων συνεργασίας των δύο εταίρων της αγοράς;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Η πολυπλοκότητα για την οποία μιλούμε υποχρέωσε τις αλυσίδες να αλλάξουν την οργάνωσή τους, είτε αναφερόμαστε στις μεγάλες εταιρείες του κλάδου είτε στους ομίλους αγορών. Έτσι βλέπουμε πλέον ότι σε ενδοεπιχειρησιακό επίπεδο αναπτύσσουν διαφορετικά τμήματα μάρκετινγκ, αγορών, πωλήσεων, logistics κοκ, το καθένα από τα οποία ανταποκρίνεται στις διαφορετικές ανάγκες κάθε τύπου καταστημάτων –το ίδιο ισχύει με την εξειδίκευση των στελεχών. Συνεπεία αυτού εμφανίστηκε η ανάγκη για μια αντίστοιχη εξειδίκευση της δουλειάς των προμηθευτών.

Στα νέα δεδομένα της αγοράς η πλατφόρμα συνεργασίας μεταξύ προμηθευτών-λιανεμπορίου οικοδομήθηκε σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο από το ECR –κι αυτό είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό των σχέσεων συνεργασίας των δύο πλευρών: η συνέργια στις κοινές διαδικασίες, η αναγνώριση της αμοιβαιότητας συμφερόντων στη βάση του κοινού οφέλους και η αμοιβαιότητα στην επικοινωνία για την ανταλλαγή πληροφοριών και τεχνογνωσίας. Όπως γνωρίζετε, η υπόθεση αυτή αφορά αφενός τον τομέα του supply side (των logistics) και αφετέρου τον τομέα του demand side (category management, promotions κοκ). Στόχος είναι η αμοιβαία μείωση του κόστους, η μεγιστοποίηση του αισθήματος ικανοποίησης του καταναλωτή και κατ’ επέκταση η αύξηση της ζήτησης –συνεπώς η άνοδος του τζίρου και της κερδοφορίας προμηθευτών και λιανέμπορων. Με άλλα λόγια το ECR εκπαιδεύει τους οργανισμούς των δύο πλευρών να συνεργάζονται κάτω από κοινά πρότυπα διαδικασιών για την επίτευξη κοινών στόχων. Η επίτευξη αυτού του στόχου σε συνθήκες συγκέντρωσης της αγοράς είναι από μόνη της μια πρόκληση.

Η σύνθεση της τεχνογνωσίας κάνει θαύματα

σελφ σέρβις: Πάντως κορυφαίο σημείο συνάντησης των εταίρων της αγοράς παραμένει η ετήσια εμπορική διαπραγμάτευση και συμφωνία. Πώς αξιολογείτε το επίπεδο ανταπόκρισης της λιανεμπορικής επιχείρησης στα νέα δεδομένα κατά τη διαπραγμάτευση;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Την τελευταία πενταετία, με την επιτάχυνση της συγκέντρωσης και την ένταση του ανταγωνισμού των αλυσίδων, που είχε ως συνέπεια μια σχετική εξισορρόπηση στις τιμές σε ολόκληρο το φάσμα της αγοράς, πρόβαλε έντονα η ανάγκη της στρατηγικής διαφοροποίησης των αλυσίδων μεταξύ τους. Στο επίπεδο της συνεργασίας με τους προμηθευτές αυτό σημαίνει πολύ περισσότερα από την κλασική ετήσια εμπορική συμφωνία. Φυσικά η εξασφάλιση του αμοιβαίου οφέλους ως στόχος κάθε εμπορικής συμφωνίας ούτε έπαψε ούτε θα πάψει να είναι κεντρικό ζητούμενο, αλλά σήμερα η εμβάθυνση από κοινού στην επεξεργασία των θεμάτων που δίνουν έμφαση στο στοιχείο της διαφοροποίησης κάθε αλυσίδας είναι ο νέος τόπος συνάντησης των ενδιαφερόντων μας. Όλες πλέον οι αλυσίδες έχουν σταθερά στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην ανάδειξη της διαφορετικότητάς τους –το αναγνωρίζει κανείς στην έκδοση καρτών πιστότητας καταναλωτών, στα διαφημιστικά φυλλάδια, στα ραδιοτηλεοπτικά μηνύματά τους κλπ. Από αυτή την άποψη η μεταξύ μας συνεργασία εξ αντικειμένου παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, έχει μόνιμο χαρακτήρα και καλύπτει σαφώς ευρύτερο φάσμα από εκείνο που κάλυπτε η κλασική κεντρική διαπραγμάτευση και συμφωνία. Εδώ ακριβώς υπάρχει η εξής πρόκληση: να επιτυγχάνεται η σύνθεση της πολύτιμης γνώσης του λιανέμπορου για τα ενδιαφέροντα και τη συμπεριφορά του πελάτη του με τη γνώση του προμηθευτή για το τι θέλει ο καταναλωτής. Μόνο αυτή η σύνθεση μπορεί να δώσει μια αποτελεσματική βάση συνεργασίας, που να υπηρετεί τη στρατηγική διαφοροποίησης κάθε αλυσίδας. Δεν είναι τυχαίο το ότι έχουμε ξεφύγει πλέον από το «μία προωθητική ενέργεια, ίδια για όλους τους πελάτες» ή το ότι χρησιμοποιούμε τα μέσα και το ύφος κάθε χωριστής αλυσίδας (περιοδικά, κάρτες κλπ), δημιουργώντας ακόμα πιο ειδικές επικοινωνιακές ενέργειες που απευθύνονται στο «δικό της» πελάτη.

Η γνώση του προμηθευτή για τον καταναλωτή σχετίζεται όχι μόνο με το τι αυτός αγοράζει σήμερα, αλλά και με το τι θα προτιμά στο μέλλον. Ε λοιπόν, στο βαθμό που η συσσωρευμένη γνώση των δύο πλευρών θα ενοποιείται και θα συντίθεται, μπορούμε να κάνουμε θαύματα. Διότι θα είναι δυνατός και ο σχεδιασμός μακροπρόθεσμων στρατηγικών στις επιμέρους αγορές.

Η ανταλλαγή της τεχνογνωσίας είναι κάτι στο οποίο εκπαιδευόμαστε και οι δύο πλευρές, μαθαίνουμε και ωριμάζουμε βελτιώνοντας από κοινού την απόδοσή μας.

Σε μεταβατικό στάδιο

σελφ σέρβις: Σε επίπεδο διακηρύξεων σίγουρα κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Από άποψη οργανωτικής ετοιμότητας και επάρκειας τι γίνεται;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Σίγουρα είμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο. Όμως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η γενική κατεύθυνση της συνεργασίας είναι παντού η ίδια. Ήδη στις περισσότερες αλυσίδες, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, έχουν δημιουργεί οι υποδομές κι οι αναγκαίες οργανωτικές τροποποιήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό εξάλλου εκφράζεται τόσο στη σύνθεση όσο και στις αποφάσεις της διοίκησης του ECR Hellas -της οποίας είμαι μέλος- όπου μετέχουν οι εκπρόσωποι των έξι μεγαλύτερων αλυσίδων σούπερ μάρκετ της αγοράς μας.

Πάντως νομίζω ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ του βαθμού συγκέντρωσης της εγχώριας αγοράς του λιανεμπορίου και των βημάτων που έχουν γίνει στο επίπεδο της συνεργασίας βάσει της πλατφόρμας του ECR. Εννοείται ότι η οργάνωση των υποδομών της συνεργασίας δεν είναι ζητούμενο μόνο για το λιανεμπόριο αλλά και για τους προμηθευτές –φυσικά δεν μιλώ για εκείνες τις διεθνείς εταιρείες με τον εξαιρετικό βαθμό οργάνωσης, που μετριούνται στα δάκτυλα, αλλά για τη μεγάλη μάζα των προμηθευτών.

Αναβάθμιση και εμπλουτισμός της συνεργασίας

σελφ σέρβις: Είναι σωστό να μιλούμε για «νέες μορφές συνεργασίας»; Τι είναι αυτό που συνιστά το «νέο»;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Οι αλλαγές που προκύπτουν και θα προκύπτουν όλο και περισσότερο από την αναβάθμιση της συνεργασίας των δύο πλευρών δεν οδηγούν απαραίτητα στη δραματική αλλαγή όσων ήδη κάνουμε. Ο κορμός της εμπορικής συνεργασίας δεν θα τροποποιηθεί, αλλά θα εμπλουτίζεται συνεχώς. Σήμερα επί παραδείγματι προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των ελλείψεων στα ράφια. Ήδη τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο εξελίσσονται έρευνες προκειμένου να εντοπιστούν οι κύριες αιτίες που το προκαλούν και που οδηγούν σε ένα ευρωπαϊκό μέσο όρο ελλείψεων γύρω στο 7% ή 8%, ώστε να λάβουμε από κοινού τα αναγκαία μέτρα για τον περιορισμό του. Στην προκειμένη περίπτωση εμπλουτισμός της συνεργασίας σημαίνει κοινές προσπάθειες για τη συστηματική αντιμετώπιση συγκεκριμένων εμποδίων στη ροή της τροφοδοσίας.

Ένα άλλο θέμα σχετίζεται με την ανάπτυξη του category management. Εδώ το επιθυμητό πρότυπο ανάπτυξης θέτει το ζήτημα της απεμπλοκής των σχέσεών μας από τη στενή θεώρηση της διαχείρισης των επί μέρους προϊόντων μιας κατηγορίας προς όφελος της ολικής διαχείρισής της, με στόχο τη γενική άνοδο των πωλήσεων και της κερδοφορίας. Στην προκειμένη περίπτωση η έννοια του εμπλουτισμού σημαίνει τη σύνθεση των γνώσεων λιανέμπορου και προμηθευτή, για την αποτελεσματικότητα της οποίας μιλήσαμε προηγουμένως. Επομένως δεν πρόκειται για εξαιρετικά νέες ιδέες στη συνεργασία των δύο πλευρών, αλλά για την αναβάθμιση των δομών της και τον εμπλουτισμό του περιεχομένου της.

σελφ σέρβις: Υπάρχουν εκτιμήσεις από το ECR HELLAS σχετικά με το τι παράγοντες ευθύνονται για τις ελλείψεις στα ράφια;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Η σχετική μελέτη θα ολοκληρωθεί μέσα στους επόμενους μήνες, οπότε θα παρουσιαστεί το πόρισμα με τη λεπτομερή καταγραφή των αιτίων. Το σίγουρο είναι ότι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των ελλείψεων σχετίζεται με την οργάνωση της παραγγελιοληψίας των καταστημάτων. Σημειώνω πάντως ότι ήδη οι δύο πλατφόρμες Β2Β συνεργασιών που λειτουργούν στην ελληνική αγορά από την be4 Retail και την ΩΝΙΑ net δημιουργούν από την πλευρά τους τις προϋποθέσεις για τη σωστή παραγγελιοληψία.

Η σημασία της «κρίσιμης μάζας»

σελφ σέρβις: Αλήθεια, τι προϋποθέσεις υπάρχουν για την επέκταση των Β2Β εφαρμογών στον τομέα των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Διεθνώς εξελίσσεται συνεχώς η προτυποποίηση των διαδικασιών, που προϋποθέτει την εφαρμογή των σχετικών τεχνολογιών κατά περίπτωση κλάδου της οικονομίας. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον πρόκειται για ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει μακροπρόθεσμα. Σε κάθε περίπτωση πάντως εκείνο που θα κρίνει το χρόνο και την έκταση τέτοιων εφαρμογών είναι η αξιολόγηση των Β2Β συνεργασιών εκ μέρους των εταιρειών που πρόκειται να τις χρησιμοποιήσουν στη βάση της κοινής ωφέλειάς τους και της απόφασης να επενδύσουν στην οργάνωση και στα συστήματα που θα εξασφαλίσουν τη συμβατότητα μεταξύ τους.

σελφ σέρβις: Συχνά ακούγεται: «Καλές και άγιες οι τεχνολογίες των ποικίλων κατευθύνσεων, αλλά ήδη επενδύσαμε πολλά σε αυτές κι ακόμα αποσβέσεις και οικονομίες κλίμακος δεν είδαμε». Πώς το σχολιάζετε;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Η οποιαδήποτε επένδυση στις τεχνολογίες, για να είναι ανταποδοτική, πρέπει να ακουμπά σε μία «κρίσιμη μάζα» επιχειρήσεων που τις εφαρμόζουν και διατίθενται να συνεργαστούν με τον καθένα που αποφασίζει να επενδύσει σε αυτές. Στο παρελθόν, ναι, ίσως οι επιχειρήσεις επένδυσαν και σε τεχνολογίες που χρησιμοποιήθηκαν λιγότερο απ’ όσο υπολόγιζαν. Αλλά από την άλλη πλευρά το internet, επί παραδείγματι, που σίγουρα αποτελεί μια καλή πλατφόρμα για ενός είδους Β2Β συνεργασίες και επικοινωνίες, το εκμεταλλεύτηκαν οι επιχειρήσεις όσο θα έπρεπε; Σίγουρα όχι.

* O κ. Χρήστος Τσεντεμεϊδης είναι μέλος της διοίκησης του ECR Hellas

ΑΛΛΑΝΤΙΚΑ : ΔΙΨΗΦΙΟ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΟΥΣ

Υψηλό ρυθμό ανάπτυξης παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η αγορά των αλλαντικών στη χώρα μας, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων –ειδικότερα στην ανάπτυξη των χώρων μαζικής εστίασης (fast food). Πρόσφατη έρευνα της Market Analysis έδειξε πως το 59% του πληθυσμού καταφεύγει στο έτοιμο φαγητό.

Tα διατροφικά σκάνδαλα που ξέσπασαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και η τάση για υγιεινή διατροφή έχουν επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη της κατηγορίας των αλλαντικών. Οι καταναλωτές έχουν γίνει πολύ απαιτητικοί, ζητούν επώνυμα και πιστοποιημένα προϊόντα, με χαμηλά λιπαρά και με υψηλή διατροφική αξία. Αυτό ώθησε τις εταιρείες του κλάδου να παράγουν νέα καινοτόμα προϊόντα, επιτυγχάνοντας την αύξηση της κατά κεφαλή κατανάλωσης αλλαντικών, η οποία στην Ελλάδα παραμένει ακόμα σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η υποκατηγορία των αλλαντικών με χαμηλά λιπαρά είναι σχετικά νέα και κατέχει μικρό μερίδιο στις συνολικές πωλήσεις, αλλά παρουσιάζει εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η κατηγορία των αλλαντικών «ελέγχεται» από τις εγχώριες μεγάλες βιομηχανίες του κλάδου, που πραγματοποιούν άνω του 70% των συνολικών πωλήσεών της. Οι επιχειρήσεις αυτές δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην ποιότητα της παραγωγικής διαδικασίας και των προϊόντων τους, λανσάρουν συνεχώς νέα είδη που ικανοποιούν τις γευστικές απαιτήσεις των καταναλωτών και επενδύουν σημαντικά κονδύλια στη διαφήμιση.

Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2000 οι πωλήσεις της κατηγορίας που περιλαμβάνει λουκάνικα, σαλάμια αέρος, βραστά και καπνιστά, μορταδέλα, πάριζα κ.ά. ανήλθαν σε 34,9 χιλ. τόνους, αξίας 38 δισ. δρχ. έναντι 33,6 χιλιάδων τόνων, αξίας 38,5 δισ. δρχ. το 1999. Το 2000 οι πωλήσεις των προϊόντων και υποπροϊόντων κρέατος ανήλθαν σε 60 χιλ. τόνους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Επεξεργασίας Κρέατος, το 2000 οι πωλήσεις αλλαντικών (στην εσωτερική αγορά) που παράγονται από την εγχώρια βιομηχανία ανήλθαν σε 83 δισ. δρχ., καλύπτοντας το 58,3% του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Όπως εκτιμάται, η αγορά κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο και το 2001, ενώ και για το 2002 δεν προβλέπονται σημαντικές αλλαγές στο πεδίο των πωλήσεων.

Κυριότερες υποκατηγορίες

Με βάση τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και με κριτήριο τον τρόπο παρασκευής τους, τα αλλαντικά χωρίζονται σε δύο κύριες υποκατηγορίες:

  • τα θερμικής επεξεργασίας, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα αλλαντικά που υφίστανται βρασμό, και
  • τα ωρίμανσης, όπως τα αλλαντικά αέρος και το προσιούτο.

Η πρώτη κατηγορία είναι η πιο διαδομένη, διαθέτει πλούσια γκάμα προϊόντων και έχει και τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Στα προϊόντα θερμικής επεξεργασίας συγκαταλέγονται τα αλλαντικά:

    • από σύγκοπτο κρέας, δηλαδή από πάστα που περιέχει ψιλοκομμένα κομμάτια κρέατος (π.χ. πάριζες, μορταδέλες, λουκάνικα κ.ά.),
    • από κομμάτια κρέατος (π.χ. ζαμπόν ωμοπλάτη),
    • διάφορα κρεατοσκευάσματα και άλλα προϊόνταενδεικτικά αναφέρονται τα προϊόντα: πηκτή, πατέ, κορν-μπηφ, λάντσιον μητ και τσοπτ μητ, τα προϊόντα από βοδινό ή χοιρινό κρέας σε ζελατίνη ή στο φυσικό ζωμό τους, παστό (σύγλινο) κρέας, καθώς και άλλα προϊόντα σε τεμάχια κρέατος, όπως φιλετάκι, πικ-νικ κλπ.

Το μεγαλύτερο μερίδιο πωλήσεων στην ελληνική αγορά κατέχουν οι πάριζες και οι μορταδέλες (περίπου 40% επί των συνολικών πωλήσεων). Ακολουθούν τα λουκάνικα (18%), τα προϊόντα φυσικής ωρίμανσης «αέρος» (14%) και το ζαμπόν (περίπου 13%).

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΕΙΔΟΣ ΑΛΛΑΝΤΙΚΩΝ

πάριζες και μορταδέλες 40%

λουκάνικα 18%

προϊόντα φυσικής ωρίμανσης «αέρος» 14%

ζαμπόν 13%

Οι εταιρείες προχωρούν όμως και σε περαιτέρω κατηγοριοποίηση των αλλαντικών με κριτήριο:

  • τον τρόπο πώλησης, δηλαδή αλλαντικά κοπής ή πάγκου και αλλαντικά ραφιού ή self-service (τυποποιημένα αλλαντικά),
  • το είδος του ζώου από το οποίο παράγονται (αλλαντικά από χοιρινό, γαλοπούλα κ.ά.),
  • αλλαντικά υγιεινής διατροφής: light προϊόντα, προϊόντα από γαλοπούλα και άλλα αλλαντικά που διαφέρουν από τα κοινά.

Εισαγωγές

Μικρές είναι οι εισαγωγές αλλαντικών στη χώρα μας σε σχέση με την εγχώρια παραγωγή και κατανάλωση. Συγκεκριμένα το ποσοστό των εισαγόμενων αλλαντικών κυμαίνεται μεταξύ 8% και 10% επί της συνολικής κατανάλωσης στην Ελλάδα (χωρίς να υπολογίζονται οι κονσέρβες κρέατος). Οι εισαγωγές προβλέπεται να διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα, λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς αλλά και των ιδιαίτερων γευστικών προτιμήσεων του Έλληνα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών και εισαγόμενων προϊόντων είναι μικρός και περιορίζεται στα προϊόντα ωρίμανσης (σαλάμι αέρος και καπνιστά).

Tο 1999 οι εισαγωγές αλλαντικών (χωρίς τις κονσέρβες) κυμάνθηκαν στους 2.484 τόνους και το 2000 στους 3.212 τόνους (στοιχεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας). Τα προϊόντα που παράγονται από γνωστές βιομηχανίες κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό, δεδομένου ότι ο κλάδος αποτελείται από λίγες μεγάλες εταιρείες, υπεύθυνες για περισσότερο από το 70% των πωλήσεων, και αρκετές μικρές επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα, με μικρή παραγωγική δυναμικότητα, οι οποίες λόγω του έντονου ανταγωνισμού και των υψηλών standards που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναγκαστούν να αποσυρθούν από τον κλάδο ή θα απορροφηθούν από τις μεγαλύτερες. Οι μικροί παραγωγοί, που δρουν σε τοπικό επίπεδο και προσφέρουν κατά βάση τοπικά παραδοσιακά προϊόντα, καλύπτουν περίπου το 10% της αγοράς, σύμφωνα με εκτιμήσεις εταιρειών του κλάδου.

CRETA FARM

Η CRETA FARM, σε συνεργασία με το «Κτήμα Βαβουράκη», είναι η πρώτη και η μόνη στην Ελλάδα που δημιούργησε βιολογικό συσκευασμένο χοιρινό κρέας, το νωπό «βιολογικό χοιρινό Κρήτης». H εταιρεία έχει πιστοποιηθεί για όλα τα στάδια παραγωγής του «βιολογικού χοιρινού Κρήτης» από τη ΔΗΩ.

Στην γκάμα των αλλαντικών της CRETA FARM ανήκουν οι σειρές «0%-3% λιπαρά», με μειωμένα λιπαρά έως και κατά 93% σε σχέση με τα κοινά αλλαντικά, και «Εν Ελλάδι», αλλαντικά με παρθένο κρητικό ελαιόλαδο. Τα «Εν Ελλάδι» έχουν πατενταριστεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) ως η μοναδική σειρά προϊόντων κρέατος στον κόσμο με την ελάχιστη δυνατή περιεκτικότητα σε ζωικό λίπος και τη μέγιστη δυνατή περιεκτικότητα ελαιολάδου.

Η εταιρεία παράγει επίσης το «Κρητικό Κρέας», από χοιρινά που εκτρέφονται αποκλειστικά με ζωοτροφές φυτικής προέλευσης (με πιστοποίηση διασφάλισης ποιότητας κατά ISO 9002).

Η CRETA FARM είναι πιστοποιημένη κατά ISO 9001 για την παραγωγή αλλαντικών, κατά ISO 9002 στη χοιροτροφική της μονάδα και κατά ISO 14001 για τη διαχείριση του περιβάλλοντος. Επίσης εφαρμόζει το Σύστημα Ελέγχου Κρίσιμων Σημείων (HACCP) σε όλη την παραγωγική διαδικασία.

ΘΡΑΚΗ ΑΕ

Η βιομηχανία ΘΡΑΚΗ έχει σημειώσει μέση αύξηση των πωλήσεών της της τάξης του 20% την τελευταία τριετία. Μέχρι σήμερα έχει πετύχει πλήρη καθετοποίηση της παραγωγικής της διαδικασίας, κατά την οποία εφαρμόζει τις διαδικασίες ISO και HACCP.

Η εταιρεία λανσάρει συνεχώς νέα προϊόντα στο χώρο. Η κυριότερη νέα της πρόταση είναι τα προϊόντα «Γαλοπουλάκι», «Ζαμπονάκι» και «Σαλαμάκι Γαλοπούλας» σε τεμάχια 350 γρ.

Τα προϊόντα της διατίθενται όχι μόνο στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αλλά και στα μικρότερα καταστήματα ειδών διατροφής. Σε αυτό έχει βοηθήσει το ευρύ δίκτυο διανομής που διαθέτει, με 14 υποκαταστήματα σε όλη τη χώρα και στόλο 110 φορτηγών αυτοκινήτων.

Κάθε χρόνο τα προϊόντα της εταιρείας υποστηρίζονται από έντονη διαφημιστική καμπάνια στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ενώ αρκετές φορές υπάρχουν στα περιοδικά αφιερώματα σχετικά με την διατροφή. Τα τελευταία χρόνια έχουν διπλασιαστεί οι σχετικές δαπάνες, φθάνοντας το 2002 στα 2 εκατ. ευρώ και για την επόμενη περίοδο σχεδιάζεται ακόμη πιο έντονο διαφημιστικό πρόγραμμα.

Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ABEE

Η εταιρεία λάνσαρε πρόσφατα τα εξής προϊόντα:

«Μεριδάκια», μικρά και πρακτικά αλλαντικά σε τέσσερις γεύσεις, χοιρινό, γαλοπούλα, κοτόπουλο και αρνί, «Παριζάκι», «Μπυράκι», σαλάμι μπύρας σε μικρό πρακτικό μέγεθος με ιδιαίτερο σχήμα.

Ένας από τους πιο «δυνατούς» κωδικούς της εταιρείας είναι τα τυποποιημένα λουκάνικα Νίκας.

Η ΝΙΚΑΣ εδώ και χρόνια εφαρμόζει σε όλα τα στάδια παραγωγής το «Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Ποιότητας». Από το 1996 εφαρμόζει το Σύστημα Ελέγχου Κρίσιμων Σημείων (Hazard Analysis Critical Control Point) ή HACCP σε όλα τα κρίσιμα σημεία της παραγωγής καθώς και στις πρώτες ύλες. Το 1997 η εταιρεία πιστοποιήθηκε και κατά ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001.

 

 

 

ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ – ΑΡΩΜΑΤΑ

Αυξητικές τάσεις παρουσιάζει η αγορά των προϊόντων περιποίησης προσώπου και μακιγιάζ, αλλά και των αρωματικών προϊόντων της ευρείας διανομής. Συχνά τα προϊόντα αυτά αγοράζονται από τους καταναλωτές συμπληρωματικά προς τα προϊόντα της επιλεκτικής διανομής. Οι πωλήσεις των συγκεκριμένων κατηγοριών εκτιμάται ότι κατανέμονται μεταξύ των σούπερ μάρκετ και των καταστημάτων καλλυντικών με ποσοστά περίπου 70% και 30% αντίστοιχα. Τα ποσοστά αυτά διαφοροποιούνται από κατηγορία σε κατηγορία. Στο σύνολο της αγοράς παρατηρείται περαιτέρω αύξηση του μεριδίου των σούπερ μάρκετ εις βάρος των καταστημάτων καλλυντικών.

Προϊόντα περιποίησης προσώπου

Η κατηγορία προϊόντων περιποίησης προσώπου παρουσιάζει αυξητικές τάσεις τόσο σε αξία όσο και σε όγκο. Οι καταναλώτριες στρέφονται σε προϊόντα πιο εξειδικευμένα, που προσφέρουν λύσεις σε πολλαπλές απαιτήσεις και είναι πιο πρακτικά στη χρήση τους. Η διείσδυση της κατηγορίας είναι αρκετά υψηλή στη χώρα μας και περίπου ίση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η αγορά των προϊόντων αυτών χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:

α) προϊόντα καθαρισμού (γαλακτώματα, αντισάπουνα/αφροί, μαντηλάκια κ.ά.) που κατέχουν πάνω από το 60% της αξίας της συνολικής αγοράς και των οποίων οι πωλήσεις αυξάνονται τα τελευταία χρόνια και

β) προϊόντα ενυδάτωσης (όπως κρέμες, μάσκες κ.ά.)

Έρευνες σχετικά με τη συμπεριφορά των αγοραστών προϊόντων περιποίησης προσώπου αποδεικνύουν ότι η πληροφόρηση σχετικά με το τι προσφέρει ένα συγκεκριμένο προϊόν, για ποιο τύπο επιδερμίδας είναι κατάλληλο και σε τι διαφέρει από τα υπόλοιπα του είδους του είναι ιδιαίτερα σημαντική για την απόφαση αγοράς, η οποία λαμβάνεται μπροστά στο ράφι έκθεσής τους. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες, εκτός από τη σωστή ομαδοποίηση των προϊόντων στα ράφια με βάση τη μάρκα και την υποκατηγορία, δισκάκια και δείκτες ραφιών, όπου αναγράφονται εύκολα αναγνώσιμες πληροφορίες για το προϊόν.

Για την κίνηση κάθε κατηγορίας υπάρχουν τα εξής στοιχεία:

Η αγορά των υγρών μαντηλιών ντεμακιγιάζ αυξάνεται ετησίως με ρυθμό άνω του 40%. Σε αξία ανέρχεται σε ετήσια βάση σε 2,4 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της AC NIELSEN που έδωσαν στο «σελφ σέρβις» στελέχη εταιρειών. Η αγορά των δίσκων ντεμακιγιάζ (σε αξία) είναι μεγαλύτερη και, σύμφωνα με στοιχεία της AC NIELSEN, ανέρχεται σε 3,7 εκατ. ευρώ, ενώ αυξάνεται κατά 8% ετησίως.

Η αύξηση της κατανάλωσης υγρών μαντηλιών ντεμακιγιάζ λειτουργεί συμπληρωματικά προς την κατανάλωση των δίσκων ντεμακιγιάζ (που χρησιμοποιούνται μαζί με γαλάκτωμα), καθώς τα υγρά μαντηλάκια είναι περισσότερο πρακτικά και χρησιμοποιούνται σε ταξίδια ή διακοπές. Ωστόσο σε μόνιμη βάση οι γυναίκες επιλέγουν τους κλασικούς τρόπους ντεμακιγιάζ. Εξάλλου, σύμφωνα με στοιχεία εταιρειών, η κατά κεφαλή κατανάλωση δίσκων ντεμακιγιάζ στην Ελλάδα ανέρχεται σε 35 δίσκους ετησίως, έναντι 239 δίσκων που είναι η αντίστοιχη κατανάλωση στη Γαλλία, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν ακόμη πολύ μεγάλα περιθώρια διείσδυσης του προϊόντος στην ελληνική αγορά.

Αναλυτικό ρεπορτάζ και πίνακες βλέπε τεύχος 311 σελ.62-71

ΜΕΤΡΟ : ΜΕ ΡΥΘΜΟΣ 16,7% ΑΥΞΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 9ΜΗΝΟΥ

Με ρυθμό αύξησης 16,7% «έτρεξε» ο κύκλος εργασιών της ΜΕΤΡΟ στο εννεάμηνο του 2002 έναντι του αντίστοιχου περσινού διαστήματος.

Οι ανοδικές τάσεις που καταγράφονται στα έσοδα της αλυσίδας (σούπερ μάρκετ και cash & carries) οφείλονται κατά 3,9% στη δημιουργία νέων εμπορικών μονάδων και κατά 12,8% στην αύξηση των πωλήσεων στα καταστήματα που λειτουργούσαν από την προηγούμενη χρονιά. Ανάλογη εικόνα παρουσίασαν τα έσοδα της ΜΕΤΡΟ και στο οκτάμηνο του 2002, με το σχετικό δείκτη να καταγράφει άνοδο 17% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα της περσινής χρονιάς και τα νέα καταστήματα να συμβάλλουν στην άνοδο αυτή με ποσοστό 4%.

Στοιχεία για την πορεία των πωλήσεων της ΜΕΤΡΟ παρουσίασε ο πρόεδρός της, κ. Παντ. Παντελιάδης, μιλώντας στο πλαίσιο του πέμπτου ετήσιου συνεδρίου της εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, με τη συμμετοχή 175 στελεχών της αλυσίδας.

Υπενθυμίζεται ότι το 2001 η ΜΕΤΡΟ παρουσίασε κύκλο εργασιών 318,4 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη 7,33 εκατ. ευρώ.

ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΑ : ΦΘΗΝΟΤΕΡΑ ΣΤΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ, ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΛΑΪΚΕΣ

Ισχυρός μοχλός πίεσης για την πτώση των τιμών των οπωροκηπευτικών αναδεικνύεται ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των Υπουργείων Ανάπτυξης και Γεωργίας. Από τις μετρήσεις του Παρατηρητηρίου Τιμών που έχουν συστήσει τα δύο υπουργεία προκύπτει ότι ο ανταγωνισμός στον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου έχει περιορίσει τις τιμές των αγροτικών προϊόντων σε επίπεδα χαμηλότερα των λαϊκών αγορών.

Τα ποσοστιαία ανοίγματα στις τιμές παραγωγής και λιανικής διάθεσης των οπωροκηπευτικών είναι εμφανώς μικρότερα στα σούπερ μάρκετ έναντι των λαϊκών αγορών, ενώ κατά παράδοξο τρόπο τα ανοίγματα εμφανίζονται στις λαϊκές μεγαλύτερα ακόμη και από τα οπωροπωλεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πατάτες και τις τομάτες (προϊόντα με μεγάλη στάθμιση στον πληθωρισμό) τα ανοίγματα τιμών από την παραγωγή στην κατανάλωση είναι 200% και 109,9% αντίστοιχα στις λαϊκές, όταν στα σούπερ μάρκετ οι ποσοστιαίες διαφορές περιορίζονται σε 125% και 61,36%. Την ίδια στιγμή στα οπωροπωλεία τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται σε 156% και 88,64% (Αναλυτικό πίνα βλέπε τεύχος 311 σελ.19).

Από τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών (ΠΤ) προκύπτει ότι οι λαϊκές αγορές έπαψαν πλέον να αποτελούν το προπύργιο των χαμηλών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα. Τα σούπερ μάρκετ δείχνουν να εξασφαλίζουν τις χαμηλότερες δυνατές τιμές στην αγορά, γεγονός το οποίο εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε σταδιακή εξασφάλιση μεγαλύτερης συμμετοχής του οργανωμένου λιανεμπορίου στην τελική διάθεση των οπωροκηπευτικών.

Σημειώνεται όμως ότι παρά τις κυβερνητικές πιέσεις που ασκήθηκαν στον κλάδο των αγροτικών προϊόντων, στο σύνολο της αγοράς τα ανοίγματα των τιμών από τον παραγωγό στην κατανάλωση παραμένουν σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα. Στο διάστημα του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου, το μεγαλύτερο ποσοστό που διαπιστώθηκε στις λαϊκές αγορές αφορούσε τα ροδάκινα και ήταν της τάξης του 366%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στα οπωροπωλεία και τα σούπερ μάρκετ ήταν 340,74% και 251,85%. Δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα το μεγαλύτερο άνοιγμα στις τιμές παραγωγού-λιανοπωλητή ήταν 630%, ενώ για ένα διάστημα ξεπέρασε και το 800%! Ωστόσο, σύμφωνα με παράγοντες που συμμετέχουν στο ΠΤ, ανοίγματα της τάξης του 366% δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, που όπως είναι γνωστό προβλέπει για τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα ανώτατα περιθώρια κέρδους τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική διακίνηση. Στα υπό παρακολούθηση προϊόντα περιλαμβάνονται και τα ροδάκινα, στα οποία καταγράφηκε η απόκλιση του 366%.

Το χονδρεμπόριο δουλεύει με υπερβολικό κέρδος

Στην τελευταία έκθεση του ΠΤ αναφέρεται: «Για το σύνολο σχεδόν των υπό παρακολούθηση οπωροκηπευτικών το συνολικό ποσοστό ανοίγματος που εμφανίζεται μονίμως στη διάρκεια ενός έτους συλλογής και επεξεργασίας των στοιχείων υπερβαίνει τα οριζόμενα από το νόμο «λογικά» περιθώρια αποκλίσεων – κυμαινόμενα αναλόγως, τόσο ως προς τον χονδρέμπορο όσο και ως προς τον τελικό φορέα λιανικής πώλησης».

Ειδικότερα για το άνοιγμα των τιμών παραγωγού-χονδρεμπόρου, στην ίδια έκθεση τονίζεται ως γενικό συμπέρασμα ότι το χονδρεμπόριο πραγματοποιεί υπερβολικό κέρδος, ενώ για το άνοιγμα χονδρικής-λιανικής διάθεσης, ως γενική παρατήρηση δηλώνεται ότι: «Τα ανοίγματα εμφανίζονται «μάλλον» λογικά ή αλλιώς «μη υπερβολικά». Παραμένει ωστόσο η βασική διαπίστωση ότι για αρκετά προϊόντα τα ανοίγματα γενικώς εμφανίζονται πολύ χαμηλότερα στις υπεραγορές παρά στις λαϊκές».

Πώς γίνονται οι υπερτιμολογήσεις

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια που διατυπώνονται στην έκθεση του ΠΤ για τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών στα οπωροκηπευτικά από την παραγωγή έως και τη διάθεσή τους στην κατανάλωση. Στο επίμαχο σημείο της έκθεσης για τις παρατυπίες των εμπόρων αναφέρονται τα εξής:

«Α. Ο έμπορος εκδίδει τιμολόγιο αγροτικών προϊόντων με ποσότητες και τιμή μονάδας που κατά κανόνα είναι διαφορετικά από την πραγματικότητα. Τούτο δικαιολογείται επειδή ο παραγωγός ενδιαφέρεται στην εν λόγω συναλλαγή μόνο για την είσπραξη του συμφωνηθέντος τιμήματος και όχι για τα στοιχεία του παραστατικού που θα εκδοθεί και που σε τελική ανάλυση δεν είναι δικό του στοιχείο πέραν του ότι εκδίδεται εν αγνοία του και ετεροχρονισμένα.

Β. Ο έμπορος ενδιαφέρεται να εμφανίσει στο τιμολόγιο αυξημένη τιμή μονάδος (αέρα) και μειωμένη ποσότητα αγοράς. Αυτό έχει διπλό όφελος υπέρ του εμπόρου:

α) διαμορφώνει τιμή πώλησης με βάση την τιμή αγοράς που ο ίδιος καθορίζει,

β) έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τις επιπλέον ποσότητες χωρίς συνοδευτικά έγγραφα, λόγω μείωσης των πραγματικών ποσοτήτων στο παραστατικό που εξέδωσε.

Γ. Έχει διαμορφωθεί σχέση οικονομικής εξάρτησης του παραγωγού από τους εμπόρους με χρηματοδοτήσεις, με αποτέλεσμα ο παραγωγός σε αρκετές περιπτώσεις να είναι δέσμιος του εμπόρου και να υποκύπτει στις πιέσεις του όσον αφορά κυρίως τη διαμόρφωση τιμών και ποσοτήτων στα στοιχεία συναλλαγής που εκδίδονται.

Δ. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι να διαμορφώνονται οι τελικές τιμές καταναλωτή σε υψηλότερα επίπεδα και να υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή σε αυτό το στάδιο της συναλλαγής από τις αναγραφόμενες μειωμένες ποσότητες».

ΟΜΙΛΟΣ ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ : ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟ PCSO ΤΗΣ ΩΝΙΑ ΝΕΤ

Μετά από σκληρή προσπάθεια δύο ετών η ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι πλέον έτοιμη να ολοκληρώσει την εγκατάσταση μιας πρωτοποριακής ηλεκτρονικής πλατφόρμας διαχείρισης των παραγγελιών: του συστήματος PCSO (Process of Collaborative Store Ordering) της ΩΝΙΑ ΝΕΤ.

Το σύστημα αυτό επιτρέπει στο χρήστη του την παραγγελία προϊόντων απ' ευθείας από την κεντρική αποθήκη της λιανεμπορικής αλυσίδας βάσει των πωλήσεων που πραγματοποιούνται από το σύνολο των καταστημάτων της. Η εφαρμογή του PCSO εξασφαλίζει ακριβή υπολογισμό των παραγγελιών, καθώς αυτός στηρίζεται στα στοιχεία πωλήσεων κάθε αγαθού και όχι στις ποσότητες των αποθεμάτων των κεντρικών αποθηκών. Μάλιστα το σύστημα έχει τη δυνατότητα προγραμματισμού, ώστε σε τακτά χρονικά διαστήματα (δύο με τρεις ημέρες) ή βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων να παραδίδει αυτόματα στο τμήμα Αγορών της αλυσίδας τις αναγκαίες για τα καταστήματά της παραγγελίες. Τα στοιχεία των παραγγελιών παρουσιάζονται είτε σε συνολικό επίπεδο είτε ανά εμπορική μονάδα.

Στελέχη της ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, αναφερόμενα στο πρόγραμμα PCSO, υπογραμμίζουν δύο από τα βασικά πλεονεκτήματά του: α) τη μείωση του επιπέδου αποθεμάτων κατά 15% με 20%, β) τη μείωση των ελλείψεων σε αποθήκες και ράφια καταστημάτων έως και 80%.

Το νέο πρόγραμμα διαχείρισης παραγγελιοδοσίας, που στο σύνολό του υλοποιείται μέσω διαδικτύου, εφαρμόζουν ήδη σε συνεργασία με τη ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ πέντε από τους μεγαλύτερους προμηθευτές της. Πρόκειται για τις επιχειρήσεις PROCTER & GAMBLE, UNILEVER, ΕΛΓΕΚΑ, DIAGEO και ΑΤΛΑΝΤΑ, οι οποίες προμηθεύουν την αλυσίδα με περίπου 5.500 κωδικούς προϊόντων. Το PCSO χρησιμοποιείται ήδη από 110 καταστήματα της ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, εκ των οποίων τα 40 βρίσκονται στην επαρχία, ενώ έως το τέλος του έτους εκτιμάται ότι η χρήση του θα επεκταθεί στο σύνολο του δικτύου πωλήσεών της. Επίσης τους πρώτους δύο με τρεις μήνες του 2003 θα εφαρμοστεί και από τα καταστήματα της ΠΑΝΕΜΠΟΡΙΚΗΣ, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι νωρίτερα θα έχουν ενταχθεί στο μηχανογραφικό σύστημα του ομίλου.

Συγκρατημένη η αποδοχή των προμηθευτών παρά τα τεράστια οφέλη

Σύμφωνα με τα όσα τονίζουν στο «σελφ σέρβις» κορυφαίοι παράγοντες της ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, το παράδοξο με το PCSO είναι ότι οι προμηθευτές της το αντιμετωπίζουν με μεγάλη διστακτικότητα, χωρίς ουσιαστικά να συνεκτιμούν τα θετικά στοιχεία που έχουν να αποκομίσουν και το γεγονός ότι η αλυσίδα δεν ζητά αυξημένες παροχές ή εκπτώσεις από όσους δέχονται να ενταχθούν στο νέο περιβάλλον παραγγελιοδοσίας. «Η ανταπόκριση των προμηθευτών, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, δεν ήταν η επιθυμητή», δηλώνουν οι ίδιοι παράγοντες, θεωρώντας ότι η άρνηση ορισμένων εταιρειών εκπορεύεται από τη λανθασμένη εικόνα την οποία ενδεχομένως σχηματίζουν τα στελέχη τους για τον τρόπο χρήσης του νέου προγράμματος. Πολλοί προμηθευτές θεωρούν ότι για να ενταχθούν στο PCSO θα υποχρεωθούν σε ριζική αναδιοργάνωση των τμημάτων πωλήσεων ή ότι θα επωμιστούν το υπέρογκο κόστος εγκατάστασης. Η πραγματική εικόνα ωστόσο είναι διαφορετική, καθ’ ότι οι συμμετέχοντες στο νέο σύστημα εξασφαλίζουν τεράστια ανταποδοτικά οφέλη.

Από τις επαφές της ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ –για την επέκταση του συστήματος– τόσο με νέους προμηθευτές όσο και με τους υπεύθυνους άλλων κατηγοριών αγαθών, όπως τα τυροκομικά και γαλακτοκομικά αγαθά, προκύπτει ότι όσοι αντιμετωπίζουν θετικά το ενδεχόμενο ένταξής τους στο PCSO έχουν ήδη εξοικειωθεί με τις νέες τεχνολογίες, ενώ αντίθετα οι παραδοσιακού τύπου προμηθευτές επιμένουν στο ισχύον καθεστώς. Σημειώνεται ότι η εταιρεία σε συνεργασία με την ΩΝΙΑ ΝΕΤ παρουσίασαν το PCSO στο πλαίσιο του τελευταίου ECR στη Βαρκελώνη, όπου εκδηλώθηκε έντονο ενδιαφέρον από ξένους ομίλους να επενδύσουν στη λειτουργικότητα του νέου συστήματος.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΑΔΗΣ : Η ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ

Δεν έχουν λόγο ύπαρξης πιθανά νέα αιτήματα της κυβέρνησης περί «παγώματος» των τιμών με στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού, δηλώνει στο «σελφ σέρβις» ο πρόεδρος του ΣΕΣΜΕ κ. Παντελής Παντελιάδης, προσθέτοντας ότι για τον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου η αυτοσυγκράτηση στην τιμολογιακή πολιτική είναι αυτονόητη. Ωστόσο χαρακτηρίζει αναγκαίες τις ανατιμήσεις που αποφάσισαν φέτος οι προμηθευτές των σούπερ μάρκετ, καθ’ ότι, όπως αναφέρει, στηρίχθηκαν σε πραγματικά στοιχεία κόστους. Δηλώνει ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης «συνειδητά ανέχεται τις πωλήσεις κάτω του τιμολογιακού κόστους, διαβλέποντας πρόσκαιρα οφέλη», ενώ κάνει λόγο και για μηνύσεις που ασκήθηκαν κατά παρανομούντων.

σελφ σέρβις: Θεωρείτε ότι ο θόρυβος που δημιουργήθηκε φέτος για το ζήτημα των ανατιμήσεων ανταποκρίνεται στο πραγματικό μέγεθος του προβλήματος ή μήπως ορισμένοι υπερέβαλαν;

Παντελής Παντελιάδης: Yπήρξαν πράγματι υπερβολές, εξάρσεις και κραυγές που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα της αγοράς. Θα σας πω μόνο ότι η μέση αύξηση των τιμών στα σούπερ μάρκετ στο 9μηνο Iανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2002 διαμορφώθηκε στο 2,5 %, ενώ ο επίσημος πληθωρισμός κινείται στο 3,5 %. Mπορεί το ποσοστό αυτό να είναι από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, είναι όμως από τα χαμηλότερα που έχει γνωρίσει η ελληνική οικονομία. Δεν είναι σωστό να διαγράφουμε όλα αυτά τα σημαντικά βήματα προόδου που έγιναν, ορμώμενοι από μεμονωμένες περιπτώσεις. Θα σας έλεγα ακόμη ότι ο κλάδος μας αισθάνεται ενοχλημένος από το γεγονός ότι η «φιλολογία» περί θεαματικών ανατιμήσεων έπληξε αδιάκριτα τους πάντες, είτε είχαν μερίδιο ευθύνης είτε όχι.

Δεν αντιλέγουμε ότι σε ορισμένες τουριστικές περιοχές υπήρξαν φαινόμενα εκμετάλλευσης του καταναλωτή, όχι μόνο στον τομέα των τροφίμων, αλλά και στις υπηρεσίες των ξενοδοχείων, καθώς και στα καύσιμα. Όμως δεν ήταν αυτή η εικόνα που παρουσίασαν τα καταστήματα των αλυσίδων μας. Επίσης δεν αντιλέγουμε ότι υπήρξαν εξάρσεις στις τιμές κήρυξε το Iνστιτούτο Kαταναλωτών έδρασε μάλλον αποπροσανατολιστικά. Δεν υπήρχε συγκεκριμένος στόχος και τα στοιχεία περί ανατιμήσεων στα οποία βασίστηκε αποδείχθηκε ότι ήταν εσφαλμένα. Τελικά δεν θεωρούμε ότι το κίνημα των καταναλωτών –ή όποιος άλλος υπέθαλψε αυτή την κινητοποίηση– νομιμοποιείτο να στραφεί εναντίον της αγοράς συνολικά.

Ομαλό το 2003 εκτός απροόπτων

σελφ σέρβις: Ποια είναι η εκτίμησή σας για την εξέλιξη των τιμών το 2003; Θα γίνουν ανατιμήσεις, σε ποιο βαθμό και τι περιθώρια υπάρχουν από την πλευρά του λιανεμπορίου για την απορρόφηση μέρους αυτών;

Παντελής Παντελιάδης: Στο βαθμό που δεν θα υπάρξουν έκτακτα γεγονότα τα οποία θα επηρεάσουν την οικονομία, πιστεύω ότι οι τιμές στα σούπερ μάρκετ θα ακολουθήσουν την πορεία που ακολούθησαν και τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή με αυξήσεις χαμηλότερες ή στα όρια του πληθωρισμού –εφόσον βέβαια υπάρξουν οι αντίστοιχες προσαρμογές από τους προμηθευτές μας. Kαι όταν λέω έκτακτα γεγονότα, αναφέρομαι, όπως αντιλαμβάνεστε, στο ενδεχόμενο επίθεσης στο Iράκ και στις επακόλουθες επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου, που θα ανεβάσουν το κόστος παραγωγής και μεταφοράς των αγαθών. Bέβαια η εικόνα διαφοροποιείται από κλάδο σε κλάδο, όμως η γενική πρόβλεψη είναι αυτή που σας ανέπτυξα. Όσο για το αν υπάρχουν περιθώρια απορρόφησης μέρους των αυξήσεων από την πλευρά του λιανεμπορίου, είναι αλήθεια ότι αυτό αποτελεί συνήθη πρακτική τα τελευταία χρόνια, ωστόσο τα περιθώρια ολοένα στενεύουν. Οι αλυσίδες πάντως πιέζουν τους προμηθευτές ώστε οι νέοι τιμοκατάλογοί τους να μην ισχύουν άμεσα, αλλά να υπάρχει μία μικρή ή μεγάλη «περίοδος χάριτος». Αυτή η διαδικασία αποβαίνει τελικά προς όφελος του καταναλωτή.

Ξεχάστε τις «συμφωνίες κυρίων»…

σελφ σέρβις: Aν το Υπουργείο Aνάπτυξης ζητήσει από τον κλάδο σας «πάγωμα» των τιμών για το 2003 ή έστω για τους πρώτους μήνες της επόμενης χρήσης, θα ανταποκριθείτε στο αίτημά του;

Παντελής Παντελιάδης: Γνωρίζετε ότι την πρωτοβουλία για το «πάγωμα» των τιμών την πήραν τα ίδια τα σούπερ μάρκετ στα τέλη του 2001 με αρχές του 2002 –με αφορμή τη μετατροπή των τιμών σε ευρώ– και τήρησαν στο ακέραιο τη δέσμευσή τους. Δεν σας κρύβω ότι αυτό το αίτημα τέθηκε και στη διάρκεια του 2002. Όμως οι συνθήκες της αγοράς δεν επιτρέπουν κάθε φορά που «ξεφεύγει» ο πληθωρισμός λόγω ανατιμήσεων σε κάποιο άλλο τομέα της οικονομίας να καλούνται τα σούπερ μάρκετ και η βιομηχανία τροφίμων να «παγώνουν» τις τιμές. Eμείς είμαστε οι πρώτοι που πιέζουμε για σταθερότητα τιμών, γιατί από αυτήν εξαρτάται η ανταγωνιστικότητα και η επιβίωση των επιχειρήσεών μας. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απορρίπτουμε εκ των προτέρων κάθε αίτημα ή απόφαση των προμηθευτών να προχωρήσουν σε ανατιμήσεις. Πολύ περισσότερο όταν αυτές δεν γίνονται αυθαίρετα, αλλά στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία κόστους. Kατά συνέπεια δεν πιστεύω ότι αιτήματα –αν υπάρξουν– για «συμφωνίες κυρίων» τα επόμενα χρόνια έχουν λόγο ύπαρξης και πιθανότητες επιτυχίας. H προσπάθεια για τη συγκράτηση των τιμών είναι αυτονόητη και μια συμφωνία με το Υπουργείο δεν προσθέτει τίποτε ουσιαστικό. Σημειώστε ακόμη ότι Υπουργείο θυμάται τον κλάδο όταν έχει να προβάλει αιτήματα περί τιμών. Mε αυτή την τακτική ασφαλώς δεν καλλιεργείται κλίμα συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών.

«Εύκολος στόχος» για την κυβέρνηση η βιομηχανία τροφίμων και τα σούπερ μάρκετ

σελφ σέρβις: Θεωρείτε πως η κυβέρνηση υπέπεσε σε λάθη στην προσπάθειά της να συγκρατήσει τις τιμές ή τελικά ήταν αναπόφευκτες οι ανατιμήσεις το 2002;

Παντελής Παντελιάδης: Oι αναλύσεις του ίδιου του Υπουργείου Aνάπτυξης δείχνουν ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα. Kατά συνέπεια η λογική λέει πως η προσπάθεια θα έπρεπε να επικεντρωθεί εκεί και όχι στα σούπερ μάρκετ και τη βιομηχανία τροφίμων, που αποτελούν, όπως φαίνεται, τον εύκολο στόχο. Aνατιμήσεις έγιναν επίσης από επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα με αποφάσεις της ίδιας της κυβέρνησης. Θεωρούμε ότι και εκεί θα μπορούσαν να γίνουν διαφορετικοί χειρισμοί. Στην κριτική μας θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και το γεγονός ότι η ενημερωτική καμπάνια για το ευρώ διακόπηκε μάλλον γρήγορα, κάτι που αποδείχθηκε άλλωστε και από την επανέναρξή της τον Oκτώβριο, αλλά και την αδιαφορία που επιδείχθηκε στην επίλυση μικρών, καθημερινών προβλημάτων, τα οποία μπορεί να δείχνουν ασήμαντα, ωστόσο επηρεάζουν το κόστος. Γνωρίζετε, για παράδειγμα, ότι τα σούπερ μάρκετ πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας για τα κλαρκ που μεταφέρουν τα εμπορεύματα σε απόσταση λίγων μέτρων από τα φορτηγά στις αποθήκες;

Η κυβέρνηση ανέχεται συνειδητά τις πωλήσεις κάτω του κόστους

σελφ σέρβις: Σύντομα θα κλείσει ένας χρόνος από την εφαρμογή της διάταξης που απαγορεύει τις πωλήσεις κάτω του τιμολογιακού κόστους. Kάνοντας ένα σύντομο απολογισμό, σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε; Yπήρξαν περιπτώσεις επιχειρήσεων στις οποίες ασκήθηκαν μηνύσεις μέσω του δικηγορικού γραφείου που εξουσιοδοτήσατε για την παρακολούθηση της εφαρμογής του νόμου;

Παντελής Παντελιάδης: Tο βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι ότι η κυβέρνηση δεν δείχνει το ενδιαφέρον που θα ανέμενε κανείς για την εφαρμογή ενός νόμου τον οποίο η ίδια ψήφισε, με την υποστήριξη και τη σύμφωνη γνώμη του συνόλου της αγοράς, δηλαδή των προμηθευτών και του λιανεμπορίου. Kαι οδηγούμαι στη δυσάρεστη σκέψη ότι η κυβέρνηση συνειδητά ανέχεται τις πωλήσεις κάτω του τιμολογιακού κόστους, προσβλέποντας σε πρόσκαιρα οφέλη, αλλά αγνοώντας τους τεράστιους κινδύνους για το μέλλον. Kατά την άποψή μας, δεν μπορεί να υπάρξει συνεπής αντιπληθωριστική πολιτική χωρίς πλήρη εφαρμογή του νόμου, ο οποίος έχω πει κατ’ επανάληψη ότι δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία αλλά εφαρμόζεται και στις πιο ανεπτυγμένες και φιλελεύθερες αγορές της Δύσης. Αυτό αποδεικνύεται εξάλλου και από την πρόσφατη –θετική για το νόμο– απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Για να απαντήσω όμως και στο δεύτερο μέρος της ερώτησής σας, σχετικά με τις μηνύσεις που ασκήθηκαν, πρέπει να προσθέσω ότι τα πράγματα ξεκαθάρισαν τελικά μετά από την τελευταία συνέντευξη του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού στο περιοδικό σας. Η βασική ευθύνη για το νόμο έχει φύγει από την Ανεξάρτητη Αρχή και έχει περιέλθει στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στις νομαρχίες, οι οποίες σε αντίθεση με την Επιτροπή Ανταγωνισμού διαθέτουν τους απαιτούμενους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Οι υπηρεσίες λοιπόν των δύο αυτών φορέων πρέπει από μόνες τους να διενεργούν ελέγχους και να παρεμβαίνουν όπου διαπιστώνεται ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται, δηλαδή όπου υπάρχουν πωλήσεις κάτω του τιμολογιακού κόστους. Κατά την ίδια λογική οποιοσδήποτε διαπιστώνει μία παράβαση μπορεί να την καταγγείλει στις υπηρεσίες αυτές, που είναι υποχρεωμένες να παρέμβουν. Βάσει των πληροφοριών που διαθέτουμε έχουν ήδη ασκηθεί έλεγχοι από τις εν λόγω υπηρεσίες και σε ορισμένες περιπτώσεις διαπιστώθηκαν παραβάσεις και ασκήθηκαν μηνύσεις.

Οι εισαγωγές επιδρούν ευνοϊκά στη συγκράτηση των τιμών

σελφ σέρβις: Mε την πάροδο των χρόνων το οργανωμένο λιανεμπόριο στηρίζεται όλο και περισσότερο στις εισαγωγές αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται απ’ ευθείας από τα σούπερ μάρκετ. Θα ενταθεί περαιτέρω αυτή η δραστηριότητα του κλάδου και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην τιμολόγηση των προϊόντων;

Παντελής Παντελιάδης: Πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε ότι η έννοια του όρου εισαγωγές για τις ευρωπαϊκές χώρες έχει αλλάξει. Αγορές από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελούν εισαγωγές και είναι σχεδόν το ίδιο εύκολες όπως και οι αγορές από το εσωτερικό. Βέβαια δεν ισχύει το ίδιο για όλους, διότι η επιτυχία των εισαγωγών εξαρτάται από το μέγεθος της εταιρείας, την οργάνωσή της και την επιφάνειά της. Εν πάση περιπτώσει όμως, οι δυνατότητες υπάρχουν και αξιοποιούνται όλο και περισσότερο από τους Έλληνες επιχειρηματίες. Τέλος, σημειώνω ως βασικό κριτήριο για την προτίμηση ενός προϊόντος από την Ευρώπη την ποιότητα και την τιμή του, γι’ αυτό και θεωρώ αυτονόητο ότι οι εισαγωγές επιδρούν ευνοϊκά στη συγκράτηση των τιμών μας.

σελφ σέρβις: Tα first price, καθώς και τα private label προϊόντα συμβάλλουν στη συγκράτηση των τιμών, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους των αλυσίδων. Ποια είναι η μεσοσταθμική συμμετοχή τους στις πωλήσεις του κλάδου και ποια αναμένεται να είναι η εξέλιξη που θα παρουσιάσουν τα επόμενα χρόνια;

Παντελής Παντελιάδης: Τα προϊόντα αυτά εφευρέθηκαν ως λύση για χαμηλότερες τιμές έναντι των επωνύμων αγαθών και για την ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων λιανικής. Τα εν λόγω κίνητρα εγγυώνται την περαιτέρω ευνοϊκή εξέλιξη του εγχειρήματος, γι’ αυτό προβλέπω ότι τα επόμενα 5 χρόνια το ποσοστό συμμετοχής των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στον τζίρο των επιχειρήσεών μας θα αυξηθεί. Ωστόσο οι ρυθμοί αύξησης θα είναι χαμηλότεροι απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, μια και οι περισσότερες αλυσίδες έχουν καλύψει ήδη τις βασικές κατηγορίες αγαθών με private label και first price κωδικούς. Κατά τη γνώμη μου οι πωλήσεις των αλυσίδων σε προϊόντα χαμηλών τιμών δεν θα πρέπει να ξεπεράσουν το 12%-15% του τζίρου τους, γιατί τότε θα αλλάξουν το προφίλ τους, υιοθετώντας διαφορετική φιλοσοφία ανάπτυξης.

ΚΥΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ LEADER ΤΑ ΜΕΣΑΙΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ

Στις μεσαίου μεγέθους εμπορικές μονάδες φαίνεται ότι επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων επιχειρήσεων οργανωμένου λιανεμπορίου για την επέκτασή τους με νέα καταστήματα στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αισθητός περιορισμός των επενδύσεων σε νέα καταστήματα, ο αριθμός των οποίων ακολουθεί σταθερά φθίνουσα πορεία.

Τα προαναφερόμενα προκύπτουν ως βασικά συμπεράσματα από την ανάλυση των στοιχείων που συγκέντρωσε το «σελφ σέρβις» σχετικά με τη στρατηγική εφτά μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ (ΚΑΡΦΟΥΡ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, ΜΕΤΡΟ, ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΣΟΥΤΗΣ, ΑΤΛΑΝΤΙΚ) ως προς την ίδρυση των εμπορικών μονάδων τους στην τετραετία 1998-2001 (συνολικά 120 καινούργια καταστήματα), προκειμένου να προσδιοριστούν οι σχετικές τάσεις στον κλάδο. Σημειώνεται ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο ιδρύθηκαν συνολικά από τις επιχειρήσεις του κλάδου περίπου 850 νέες εμπορικές μονάδες (πηγή: ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ 2002).

Ειδικότερα στο διάστημα 1998-2001 τα νεοϊδρυθέντα καταστήματα των εξεταζόμενων εταιρειών, με επιφάνεια πώλησης από 401 τ.μ. έως και 850 τ.μ., έχουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή επί του συνόλου των νέων μονάδων τους, με ποσοστό 35,83%. Ακολουθούν τα καταστήματα έκτασης από 851 τ.μ. έως 1500 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής 27,50% και τα καταστήματα έκτασης άνω των 1.500 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής 21,67%, ενώ τελευταία κατατάσσονται τα καταστήματα με έκταση που δεν ξεπερνά τα 400 τ.μ., με ποσοστό συμμετοχής 15%.

Οι περισσότερες επενδύσεις σε νέες εμπορικές μονάδες πραγματοποιήθηκαν το 1999. Τη χρονιά αυτή η συμμετοχή των νεοϊδρυθέντων καταστημάτων στο σύνολο των νέων καταστημάτων της τετραετίας ήταν 34,17%, ενώ σε υψηλά επίπεδα, 30,83%, ήταν και το 1998. Όμως το 2000 το αντίστοιχο ποσοστό περιορίστηκε στο 24,17% και το 2001 διαμορφώθηκε σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, σε 10,83%. Συμπερασματικά αναφέρεται ότι σε κλαδικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια οι επενδύσεις σε νέες μονάδες περιορίζονται σημαντικά, γεγονός το οποίο επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα του κορεσμού στην ανάπτυξη του οργανωμένου λιανεμπορίου.

Αποτελεσματικότερες οι μικρομεσαίες μονάδες

Από τα προαναφερόμενα στοιχεία προκύπτει επίσης ότι οι αλυσίδες επιλέγουν για την ανάπτυξή τους την ίδρυση μικρομεσαίων καταστημάτων, θεωρώντας ότι οι μονάδες έκτασης 400 τ.μ. έως 850 τ.μ. είναι αποτελεσματικότερες έναντι των πολύ μικρών ή των ιδιαιτέρως μεγάλων μονάδων. Σημειώνεται ωστόσο ότι η συμμετοχή των πολύ μικρών καταστημάτων, με ποσοστό 15%, στο σύνολο των νέων εμπορικών μονάδων κατά το διάστημα 1998-2001 αποτυπώνει στατιστικά την πρώτη προσπάθεια ορισμένων αλυσίδων να διεισδύσουν σε μικρές συνοικιακές γειτονίες. Ως χαρακτηριστικότερα εγχειρήματα αναφέρονται τα «Αλφαβητάκια» της Α-Β ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ και οι μικρές μονάδες της ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ. Προς στιγμήν η πολιτική της δημιουργίας μικρών καταστημάτων φάνηκε να εγκαταλείπεται από τους ισχυρούς του κλάδου, αλλά τους τελευταίους μήνες επανήλθαν σε αυτή με μία δεύτερη «επιθετική» κίνηση προς τις γειτονιές. Όσοι επιλέγουν αυτή την τακτική, όπως η ΚΑΡΦΟΥΡ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ με τα «5’ Μαρινόπουλος» και εκ νέου η Α-Β ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ με τα «ΑΒ City Market», υποστηρίζουν ότι τα μικρά καταστήματα, ως πιο ευέλικτα, έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν σε σημαντικό βαθμό τα μερίδια αγοράς τους, καθώς, ευρισκόμενα πιο κοντά στις κατοικίες των πελατών τους, τους προσφέρουν επιπλέον κίνητρα να τους προτιμούν. Ανάλογη πολιτική, αλλά βάσει της φιλοσοφίας του franchising, ακολούθησε και η DIA με στόχο την ταχύτατη διείσδυσή της σε επαρχιακές-τοπικές αγορές.

Πάντως όσοι δοκίμασαν το concept των μικρών μονάδων και στη συνέχεια το εγκατέλειψαν, κάνουν λόγο για τύπο μονάδων που απαιτεί ειδική παρακολούθηση και υποστήριξη, ο οποίος δεν έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό του εκάστοτε γειτονικού μεγάλου σούπερ μάρκετ. Ως εκ τούτου οι μικρές μονάδες τίθενται πολύ εύκολα εκτός αγοράς…

Επεκτείνονται και τα υπέρ μάρκετ

Παράλληλα με την ανάπτυξη των μικρών και μικρομεσαίων καταστημάτων στην εγχώρια αγορά επεκτείνονται και τα υπέρ μάρκετ, που υποστηρίχθηκαν κυρίως από τον όμιλο της ΚΑΡΦΟΥΡ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, πρώτα με τη μετατροπή των Continent σε Carrefour και στη συνέχεια με τη δημιουργία νέων υπερκαταστημάτων. Παράλληλα η ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ πραγματοποίησε ένα τολμηρό εγχείρημα με τη δημιουργία του πολύ μεγάλου υπέρ μάρκετ στη Νέα Χαλκηδόνα, ενώ ανάλογες κινήσεις, με υπέρ-καταστήματα, μικρότερης όμως έκτασης, πραγματοποίησαν και άλλες λιανεμπορικές αλυσίδες.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ

Έτη   0-400 τ.μ.  401-850 τ.μ.    851-1.500 τ.μ.   >1.501 τ.μ.

1998  27,03%      35,14%           13,51%              24,32%

1999     9,76%     39,02%           29,27%              21,95%

2000     6,90%      31,03%          37,93%             24,14%

2001     15,38%    38,46%            38,46%               7,69%

Μ.Ο.     15,00%     35,83%           27,50%              21,67%

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

ΝΕΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ: ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΤ’ ΕΤΟΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΘΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

τ.μ.           1998       1999        2000      2001

0-400     55,56%     22,22%   11,11%      11,11%

401-850   30,23%     37,21%  20,93%     11,63%

851-1.500 15,15%    36,36%   33,33%      15,15%

>1.500      34,62%   34,62%     26,92%      3,85%