Του ζητήσαμε, λοιπόν, στην έναρξη της συζήτησής μας να κάνει την αποτίμηση της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, λίγες μόλις μέρες μετά τη σύγκλισή της: «Ήταν αναμφίβολα πολύ σημαντική, καθώς οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών-μελών της ΕΕ πλην Βρετανίας πειθάρχησαν στη γερμανική θέση περί ελέγχου των εθνικών τους προϋπολογισμών -ουσιαστικά από το Βερολίνο–, περί αυτοματοποίησης των κυρώσεων για όποιον παραβιάζει τα όρια ελλείμματος και δημόσιου χρέους, τα οποία συμφωνήθηκε να αλλάξουν επί το αυστηρότερον, και περί της παραπομπής των παραβατών στο ευρωδικαστήριο.
Έχουμε κατ’ ουσίαν, επομένως, μια «καινούργια» ΕΕ. Αυτό από νομική σκοπιά συνιστά πραξικόπημα, δεδομένου ότι τέτοιες αλλαγές νομιμοποιούνται μόνο από νέα Συνθήκη. Η Αγγλία δεν συναίνεσε, οπότε τα συμφωνηθέντα θα προωθηθούν μέσω διμερών διακυβερνητικών συμφωνιών, οι οποίες, όμως, δεν πρέπει να παραβιάζουν ρητές διατάξεις των υφιστάμενων Συνθηκών της ΕΕ, όπως το άρθρο 126 της Συνθήκης της Λισαβώνας, που ορίζει επακριβώς τα επίμαχα όρια και τη διαδικασία κατά το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αν και τούτο διατηρεί τη νομική του αξία, είναι βέβαιο ότι πολιτικά καταστρατηγήθηκε.
Ωστόσο, η νέα κατάσταση είναι πολύ ασταθής. Λάβετε υπόψη ότι η γερμανίδα καγκελάριος και ο γάλλος πρόεδρος απέτυχαν την προηγούμενη της Συνόδου να γίνουν οι θέσεις τους αποδεκτές από τους ομοϊδεάτες τους στη σύνοδο του Λαϊκού Ευρωπαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στη Μασσαλία. Σχεδόν κανείς δεν συμφώνησε με το «σχέδιό» τους, έτσι ώστε δεν υπήρξε καν σχετική νύξη στο ανακοινωθέν της συνόδου του ΕΛΚ.
Αντίθετα, στο σύνολό τους οι ευρωπαίοι ηγέτες -πράγματι, όλοι τους ήταν εκεί, αφού δεν υπάρχουν πλέον σοσιαλιστές πρωθυπουργοί στην Ευρώπη- τάχθηκαν υπέρ του σχεδίου του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν βαν Ρομπέι, το οποίο απέρριψαν οι Μέρκελ-Σαρκοζί. Το ότι την επόμενη ημέρα στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής οι ίδιοι ακριβώς ηγέτες άλλαξαν ριζικά στάση, αποτελεί πειστήριο του πειθαναγκασμού που υπέστησαν, αλλά και ένδειξη για την εν καιρώ πιθανή αποστασιοποίησή τους από το γερμανο-γαλλικό σχέδιο».
Δομική συστημική κρίση
σελφ σέρβις: Με ένα φύσει ασταθές πολιτικό πλαίσιο στην «καινούργια» ΕΕ, θα μπορέσει το ευρώ στις επόμενες εβδομάδες ή μήνες να αντέξει στις πιέσεις των χρηματαγορών;
Γιώργος Δελαστίκ: Το ευρώ βρίσκεται σε δεινή θέση. Ήδη είναι πασιφανές ότι το πρόβλημα δεν ήταν η Ελλάδα, η Πορτογαλία κι η Ιρλανδία, που δήθεν αποσταθεροποιούν το ενιαίο νόμισμα, αλλά τα δομικά προβλήματα της συγκρότησής του που το κάνουν ασταθές, καθιστώντας ευάλωτο σήμερα τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όταν η Ιταλία τώρα πληρώνει υπέρογκα επιτόκια για να δανείζεται, πράγμα πρωτόγνωρο από την ένταξή της στην ΟΝΕ, όταν οι μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες υποβαθμίζονται, ενώ επικρέμαται ως απειλή η υποβάθμιση της ίδιας της Γαλλίας και ολόκληρης της ευρωζώνης από τους αμερικάνικους οίκους αξιολόγησης, προφανώς το πρόβλημα είναι κατά πολύ σοβαρότερο.
Το μείζον πρόβλημα στη διαχείριση της κρίσης του ευρώ είναι ότι δεν αφήνεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παίξει τον ρόλο, που φυσιολογικά ανήκει στην κεντρική τράπεζα και του τελευταίου εθνικού κράτους –δηλαδή, το να δανειοδοτεί ως ύστατη καταφυγή τις ανάγκες του κράτους. Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα, αν η ΕΚΤ αγόραζε απευθείας τα κρατικά ομόλογα των χωρών-μελών της ευρωζώνης κι όχι μόνο κατ’ εξαίρεση στη δευτερογενή αγορά. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να δανείζονται σε πλήρως εξυπηρετήσιμα επιτόκια, και σε χρονική διάρκεια που θα επέτρεπε να ασκούνται πολιτικές ανάπτυξης.
Αυτό κάνει πχ η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, που έχει δημόσιο χρέος 200%: αγοράζει κρατικά ομόλογα δεκαετούς διάρκειας, με επιτόκιο 0,25%! Αυτό κάνει κι η αμερικανική FED: έχει ήδη αγοράσει ομόλογα αξίας άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, με επιτόκιο γύρω στο 0,5%, πριμοδοτώντας την ανάπτυξη της υπερχρεωμένης αμερικανικής οικονομίας. Χωρίς αντίστοιχη ευρωπαϊκή πολιτική, δεν υπάρχει σωτηρία για το ευρώ!
Η γερμανική υστεροβουλία
σελφ σέρβις: Πρόκειται, όμως, για τη λύση που αποκλείει η ηγεμονεύουσα Γερμανία. Τι σημαίνει κατά την κρίση σας η δογματική εμμονή της στη «δημοσιονομική πειθαρχία» των κρατών-μελών της ΕΕ;
Γιώργος Δελαστίκ: Ας δούμε πρώτα το δίκιο της: Σήμερα η Γερμανία δανείζεται με επιτόκια μεταξύ 0,5% ως 2%, όταν άλλες χώρες της ευρωζώνης δανείζονται για τη χρηματοδότηση του χρέους τους με 7% ή 8%. Είναι εύλογο να μη θέλει να δανείζεται με «ευρωπαϊκά επιτόκια», δηλαδή με επιτόκια διαμορφωμένα στον μέσο όρο του ευρωπαϊκού αξιόχρεου.
Από εκεί και πέρα, όμως, διακρίνονται άλλες σκοπιμότητες: Αν ληφθεί υπόψη ότι στην Ευρώπη είναι μετρημένες οι τράπεζες, που μπορούν να καλύπτουν με δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ τις ανάγκες δανεισμού των κρατών, με πρώτες τις γερμανικές και εν συνεχεία τις μεγάλες γαλλικές, αγγλικές, ελβετικές και δυο-τρεις ακόμα, είναι προφανές το κέρδος τους από τις «μικρές» διαφορές των επιτοκίων δανεισμού, που αντιστοιχούν σε κολοσσιαία ποσά. Συνεπώς, το διακύβευμα από άποψη οικονομικού αντικειμένου είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Αλλά είναι, τάχα, από τιμωρητική διάθεση της Γερμανίας, έναντι των δημοσιονομικά απείθαρχων, η επιβολή της λιτότητας σε όλη την ΕΕ; Ή μήπως πρόκειται για «παράπλευρη απώλεια» μιας… αναγκαίας αγωγής εξυγίανσης της οικονομίας; Ούτε το ένα ούτε το άλλο ισχύει. Η στρατηγική της ύφεσης είναι επιλογή του Βερολίνου, που εξυπηρετεί τους στόχους της γερμανικής ηγεμονίας στην ΕΕ.
Η εξήγηση είναι απλή: Λάβετε υπόψη σας ότι, ενώ λίγο-πολύ έχουν εξισωθεί οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τα γερμανικά προϊόντα κάθε είδους έχουν διεισδύσει πλέον παντού. Και ενόσω η «δημοσιονομική πειθαρχία» κι η λιτότητα θα εξοντώνουν εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις σε όλη την ΕΕ, οι γερμανικές ανταγωνίστριές τους, με καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, θα αποδειχθούν πιο ανθεκτικές.
Έτσι, παρά τη γενική συρρίκνωση της ευρωπαϊκής ζήτησης, οι Γερμανοί υπολογίζουν ότι μοιραία θα περάσει υπό τον έλεγχό τους. Οι υπολογισμοί τους είναι πολύ πιο στέρεοι απ’ όσο, ίσως, φαντάζεται ο καθένας, ιδίως αν σκεφτούμε ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν εκταθεί σε όλους τους τομείς των καταναλωτικών αγαθών, ότι για να είναι τα προϊόντα τους ανταγωνιστικά και εξαγώγιμα σε όλη την ΕΕ οι Γερμανοί υπέστησαν χρόνια σκληρή λιτότητα κι ότι σε συνθήκες στασιμότητας και ύφεσης, όπως προδιαγράφονται, χωρίς χρηματοδότηση οι μη γερμανικές επιχειρήσεις δύσκολα θα σταθούν στα πόδια τους.
σελφ σέρβις: Εξίσου σημαντική στην ευρωπαϊκή αγορά είναι και η παρουσία των πολυεθνικών αμερικανικών προϊόντων. Τι θέση έχει αυτό στη συλλογιστική σας; Και, πάντως, παραμένει παράδοξο το φαινόμενο της σχεδόν πανευρωπαϊκής υποταγής στη γερμανική βούληση.
Γιώργος Δελαστίκ: Το κύριο πρόβλημα των Γερμανών δεν είναι η ανταγωνιστική απόκρουση των αμερικανικών προϊόντων, αλλά η κυριαρχία στην ευρωζώνη! Παρακολουθώντας στενά μια τριακονταετία τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ανέκαθεν στα στρατηγικά ζητήματα επικρατούσε η γερμανική άποψη. Μόνο που το κόστος της ο εκάστοτε γερμανός καγκελάριος ήταν διατεθειμένος να το καταβάλει στους εταίρους –κι εννοώ οικονομικά, πολιτικά, θεσμικά. Αυτό ακριβώς είναι που πλέον έχει αλλάξει και μαζί του de facto κι ο τρόπος λειτουργίας της ΕΕ.
Κυνισμός και προσχήματα
σελφ σέρβις: Πώς συνδέεται κατά την άποψή σας η «παράκαμψη» του προβλήματος της πτώχευσης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος δια της επιβολής πανευρωπαϊκού προγράμματος λιτότητας, στο όνομα της «δημοσιονομικής πειθαρχίας»;
Γιώργος Δελαστίκ: Εντάχθηκε η Ελλάδα σε καθεστώς μνημονίου διότι, όπως υποστηρίχθηκε, έχουμε μεγάλο δημόσιο χρέος, που το δημιουργεί ο διογκωμένος δημόσιος τομέας. Σε καθεστώς μνημονίου, ωστόσο, σύρθηκε και η Ιρλανδία, που δεν είχε μεγάλο δημόσιο χρέος (το 2007 ανερχόταν μόλις στο 25% του ΑΕΠ της, ενώ ως το 2008 επί εννιά χρόνια η χώρα είχε μέσο πλεόνασμα 1,5%!) και καθόλου δημόσιο τομέα, λόγω ιδιωτικοποίησης των πάντων. Αλλά την ακολούθησε κι η Πορτογαλία, επίσης με το ζόρι, μια χώρα χωρίς υπέρογκο δημόσιο χρέος, χωρίς υψηλούς μισθούς κλπ.
Μετά τα προγράμματα λιτότητας και περικοπής δημοσίων δαπανών στα περίφημα PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία), τέτοια προγράμματα προωθούνται στην Ιταλία, στη Γαλλία, ακόμα και στη Γερμανία! Κάτι άλλο ανομολόγητο, λοιπόν, κρύβεται πίσω από την ξαφνική επιβολή εξουθενωτικής λιτότητας στην ΕΕ…
Με τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση οι κυβερνήσεις της ΕΕ ξόδεψαν κατά τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς τουλάχιστον 3 τρισ. ευρώ, εν μέρει και σε ρευστό, για να διασώσουν το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα (κατά άλλους το ποσό υπερέβη τα 7 τρισ. ευρώ!).
Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα κατά την άποψή μου προχώρησε με κυνισμό στον εξής υπολογισμό: Σχηματικά μιλώντας, εάν από κάθε κάτοικο από τα 500 εκατ. πληθυσμό της ΕΕ δεσμευτούν μεσοσταθμικά λχ 1.000 ευρώ (με τη μορφή της περικοπής μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, κοινωνικών δαπανών, φορολόγησης) θα συλλεχθούν 500 δισ. ευρώ τον χρόνο, άρα σε πέντε-έξι χρόνια θα έχει καλυφθεί το κόστος της διάσωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος…
Αυτό, που πρακτικά σημαίνει μια κολοσσιαία αναδιανομή πλούτου υπέρ των τραπεζών, εξηγεί το «γιατί» στην οποιαδήποτε χώρα που ασκείται πολιτική λιτότητας προβάλλονται ως δικαιολογία οι υφιστάμενες αδυναμίες της. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος το 1993 ήταν στο ύψος του 111% του ΑΕΠ κι ότι για 17 ολόκληρα χρόνια κυμαινόταν μεταξύ 100% και 110%, χωρίς ποτέ αυτό να δημιουργεί ουσιώδες πρόβλημα, για να αντιληφθεί ότι το χρέος και τα ελλείμματα δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς μνημονίου.
Παντελώς αδιέξοδη πολιτική
Οι συνέπειες στις παραγωγικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, με την έλλειψη χρηματοδότησης, είναι γνωστές. Δεν κινδυνεύουν μόνο εκείνες που είχαν υπερέκταση δανεισμού από την εποχή της αφειδούς τραπεζικής χρηματοδότησης, αλλά πλέον και οι υγιέστατες. Τους προσφέρεται, βέβαια, ως δέλεαρ τώρα μια ακόμα δυσμενής για την κοινωνία αναδιανομή των εισοδημάτων: η μείωση των μισθών κι η κατάργηση των δικαιωμάτων της εργασίας, έναντι μιας προσωρινής ανακούφισης στην έλλειψη ρευστότητας.
Αλλά τουλάχιστον όσες επιχειρήσεις σχετίζονται άμεσα με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, ήδη το αισθάνονται: Όταν το διακύβευμα δεν είναι απλώς το επίπεδο ευημερίας του κόσμου, αλλά η δυνατότητα της απλής επιβίωσής του, δεν γλιτώνει κανείς.
Πρόκειται για μία παντελώς αδιέξοδη πολιτική. Αν δεν αλλάξει, θα οδηγήσει οπωσδήποτε στην κατάρρευση του ευρώ, με βίαιο και δραματικό τρόπο για τους ευρωπαϊκούς λαούς και σε μια άναρχη επιστροφή σε εθνικές οικονομίες, με προστατευτικούς δασμούς ως αδήριτη ανάγκη της αυτοσυντήρησής τους.
Σε «πολεμική οικονομία» το 2012
σελφ σέρβις: Ο επιχειρηματίας σήμερα, ο μικρός ή ο μεγάλος, στην παραγωγή ή στη διανομή, με «το μαχαίρι στο λαιμό», διερωτάται συνεχώς αν υπάρχει δυνατότητα ελιγμών σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Τι θα του λέγατε;
Γιώργος Δελαστίκ: Δυστυχώς όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι το 2012 θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, τόσο που δεν είμαστε καθόλου σίγουροι γι’ αυτό που θα υπάρχει στο τέλος του χρόνου από το σήμερα γνωστό. Είναι βέβαιο ότι χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων η κατάσταση είναι αδιέξοδη. Αλλά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα περάσει από πολύ δύσκολη φάση τους ερχόμενους μήνες.
Οι προσπάθειες ουσιαστικά της διάσωσής του, με την προώθηση –μεταξύ άλλων– της αλλαγής σε ικανό βαθμό του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος, δεν θα επιτρέψουν σε πρώτη φάση τη χρηματοδότηση της αγοράς. Μόνο να ελπίζουμε μπορεί ότι στη διάρκεια του χρόνου θα υπάρξει μια κάποια χαλάρωση, γιατί κατά τα άλλα δεν έχουμε καν την ελάχιστη σχετική ένδειξη. Οι αρχικές προσδοκίες του επιχειρηματικού κόσμου ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου, μέσω των διεθνών διασυνδέσεων και του κύρους του πρωθυπουργού, θα βελτίωνε κάπως αυτές τις προοπτικές δυστυχώς διαψεύδονται.
Οι δε δηλώσεις των γερμανών «διοικητών» ουσιαστικά της ελληνικής οικονομίας, του εκπροσώπου της ΕΕ, Χορστ Ράιχενμπαχ, και του «ταμία» της Μέρκελ, Χανς Γιόεχιμ Φούχτελ, δεν δίνουν ελπίδες για την οποιαδήποτε κινητικότητα πριν παρέλθει τουλάχιστον ένα εξάμηνο, είτε πρόκειται για τα μεγάλα έργα, δικαιοδοσίας ελέγχου του κ. Ράιχενμπαχ, είτε για τις χαμηλής χρηματοδότησης τοπικού χαρακτήρα δραστηριότητες, ευθύνης του κ. Φούχτελ.
Στο μεταξύ, αναμένεται η αύξηση της πίεσης συνολικά στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η πρόσφατη υποβάθμιση των τριών μεγαλύτερων γαλλικών τραπεζών και οι φήμες περί κρατικής διάσωσης της δεύτερης σε μέγεθος γερμανικής τράπεζας Commerz Bank, χωρίς να αναφερθούμε στα προβλήματα των μεγαλύτερων τραπεζών άλλων χωρών, εκπέμπουν απαισιόδοξα μηνύματα. Από στενή οικονομική άποψη, λοιπόν, φαίνεται αναπόφευκτο ο κάθε επιχειρηματίας να υπολογίζει για την επιβίωση της επιχείρησής του αποκλειστικά πια σε δικά του χρηματοδοτικά μέσα, σε ένα περιβάλλον «πολεμικής οικονομίας».
Μια χαραμάδα αισιοδοξίας ανοίγει η ελπίδα της πολιτικής λύσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γιατί κακά τα ψέματα, λύση σε ελληνικό επίπεδο δεν μπορεί να υπάρξει. Το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου θα γίνουν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, τις οποίες θεωρείται βέβαιο ότι θα τις χάσει ο Νικολά Σαρκοζί. Ο σοσιαλιστής υποψήφιος, Φρανσουά Ολάν, έχει δηλώσει την πρόθεσή του να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία της 9ης Δεκεμβρίου με τη Γερμανία. Αλλά και στην ίδια τη Γερμανία, στην οποία προεξοφλείται ήδη η ήττα της Άγκελα Μέρκελ (αν και οι εκλογές θα γίνουν τον μακρινό Σεπτέμβριο του 2013), οι σοσιαλδημοκράτες και οι «πράσινοι», που δημοσκοπικά εμφανίζονται ικανοί να σχηματίσουν κυβέρνηση, αλλά και λίαν σοβαρές πολιτικές προσωπικότητες του παρελθόντος, όπως ο δεξιός Χέλμουτ Κολ, ο σοσιαλδημοκράτης Χέλμουτ Σμιτ και ο φιλελεύθερος Χανς Ντίτντριχ Γκένσερ, δημοσίως έχουν ταχθεί εναντίον της πολιτικής Μέρκελ.
Δημιουργείται, έτσι, η ελπίδα ότι διαμορφώνεται στον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας η συναίσθηση πως ο βραχυπρόθεσμος προσπορισμός κερδών της Γερμανίας εις βάρος όλων των άλλων Ευρωπαίων, τελικά θα την ζημιώσει πρωτίστως πολιτικά. Και εν πάση περιπτώσει, αν και για την ώρα πολιτική βούληση αλλαγής πλεύσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει, δεν μπορούμε να την αποκλείσουμε, βοηθούσης ενδεχομένως και της κοινωνικής αναταραχής, που κατά τη γνώμη μου αναπόφευκτα θα εκδηλωθεί σε αρκετές χώρες της Ευρώπης.
Οι εξαγωγές λύσεις για λίγους
σελφ σέρβις: Ο εξαγωγικός προσανατολισμός των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί, τάχα, εν δυνάμει σωσίβιο απεγκλωβισμού τους από τις αφόρητες πιέσεις της εσωτερικής αγοράς;
Γιώργος Δελαστίκ: Η εσωτερική υποτίμηση που συντελείται υπό καθεστώς μνημονίου τονώνει εν γένει τις εξαγωγές. Το ζήτημα είναι, μιλώντας για την Ελλάδα, αν η αύξηση των εξαγωγών της, την οποία όντως διαπιστώνουμε, μπορεί να εξισορροπήσει κάπως τις συνολικές απώλειες της οικονομίας μας, πρώτα απ’ όλα σε ό,τι αφορά τις θέσεις εργασίας. Υπάρχουν τομείς όπου μπορεί να αυξηθούν οι ελληνικές εξαγωγές.
Δεν πιστεύω, όμως, στην κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία μας, με τον αγροτικό τομέα εξαρθρωμένο, με την καταστροφή πλέον και των βιοτεχνιών, με ένα δημόσιο τομέα διαλυμένο κι ανήμπορο να δίνει τις όποιες επιδοτήσεις έδινε, ότι οι εξαγωγές μπορεί να αναζωογονήσουν την οικονομία. Επομένως, προσφέρουν μεν λύση, αλλά μεμονωμένα για κάποιες επιχειρήσεις.
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζονται παντού στην Ευρώπη. Βλέπετε, οι περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες έχουν μεταναστεύσει στις ασιατικές αγορές, όπου οι μισθοί είναι ευτελείς, άρα μη ανταγωνίσιμοι ακόμα και σε συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης στην οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Πρόκειται για μια από τις συνέπειες της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και προϊόντων.
Δεν είναι τυχαίο ότι το φαινόμενο της μετεγκατάστασης ευρωπαϊκών παραγωγικών επιχειρήσεων στις φτηνότερου λειτουργικού κόστους χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, που ήταν σε έξαρση την προηγούμενη δεκαπενταετία, εξασθενεί συνεχώς. Γιατί, στο μεταξύ, αναπτύχθηκε τόσο πολύ η ασιατική παραγωγή κι οι εξαγωγές, ώστε τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα αναζητήθηκαν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια έχουν ήδη χαθεί.
Καμμία λύση χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση
σελφ σέρβις: Οι έλληνες επιχειρηματίες θεωρούν την κρατική γραφειοκρατία και τη διαφθορά της, περιλαμβανομένης της αστάθειας του φορολογικού περιβάλλοντος για το επιχειρείν, στοιχεία της ελληνικής κρίσης. Η αντιμετώπισή τους μπορεί να συνεισφέρει στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων;
Γιώργος Δελαστίκ: Αναμφίβολα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την καταπολέμηση του τέρατος της κρατικής γραφειοκρατίας, το οποίο υπάρχει γιατί το αναπαράγει η διαφθορά. Η τελευταία προσδιορίζει την υλική του βάση ως συστατικού της παραοικονομίας και της ευημερίας ολόκληρων τμημάτων της υπαλληλίας και ιδιωτικών συμφερόντων που διαπλέκονται μαζί της. Ελπίζω ότι οι προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος θα ενταθούν, αλλά οριστική λύση δεν θα υπάρξει, ας μη δημιουργούνται αυταπάτες.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, οι σχετικοί συντελεστές έχουν μειωθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια, τόσο ώστε βρίσκονται χαμηλότερα από τα επίπεδα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αλλά νομίζω ότι στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα μας, μια περαιτέρω μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων μάλλον θα έδινε το έναυσμα στο κράτος να αρχίσει να ζητά από τους επιχειρηματίες ειδικές έκτακτες εισφορές και λογής χαράτσια…
Ούτε η πάταξη της γραφειοκρατίας ούτε η μείωση της φορολογίας εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, αν δεν επιλυθεί το θεμελιώδες πρόβλημα της χρηματοδότησής τους, που συνεχώς επανέρχεται στη συζήτησή μας. Στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να λειτουργήσει καμμία οικονομία, χωρίς τραπεζική δραστηριότητα!