Με στρατηγικό στόχο «να συμβάλλουμε στην ούτως ή άλλως αξιοσημείωτη δυναμική του ηλεκτρονικού εμπορίου, όπως καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα», τονίζει ο κ. Αντώνης Παπαδεράκης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση «εργαζόμαστε πάνω στους εξής άξονες προτεραιότητας, που αντανακλούν τα βασικά αιτήματα των εμπορικών επιχειρήσεων και των Ελλήνων καταναλωτών, όπως και τη στρατηγική της ΕΕ για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά: στην ισοτιμία, την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια και την καινοτομία». Ειδικότερα, όπως εξήγησε, η έννοια της ισοτιμίας αναφέρεται στην πλήρη αξιοποίηση των προσφερόμενων ευκαιριών από την Ενιαία Αγορά εκ μέρους των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων.
«Παρά τη σημαντική πρόοδο που διαπιστώνεται σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφειά τους, οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε δεν είναι αμελητέες. Παραδειγματικά, το μεταφορικό κόστος που αντιμετωπίζουν, όταν πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις, είναι αυξημένο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η πρόσβασή τους σε ευρυζωνικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας χρήζει βελτιώσεων. Και φυσικά είναι απαραίτητο να αξιοποιήσουμε τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, προκειμένου να αναπτυχθούν οι συνέργειες και οι οικονομίες κλίμακας, που θα τονώσουν την ανταγωνιστικότητά τους», σχολιάζει ο συνομιλητής μας.
Αναφορικά με την ασφάλεια των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα ηλεκτρονικά καταστήματα, ο κ. Παπαδεράκης, επικαλούμενος τα διαθέσιμα στοιχεία ερευνών και ιδιαίτερα την πρόσφατη έρευνα του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ELTRUN), σημείωσε ότι τα δύο αυτά αλληλένδετα ζητήματα αναδεικνύονται ως κομβικής σημασίας για την περαιτέρω ανάπτυξη της ηλεκτρονικής επιχειρηματικότητας. Αυτό σημαίνει, είπε, ότι «η διάδοση και η ορατότητα αξιόπιστων σημάτων αξιοπιστίας (trustmark) σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να αποτελέσει μια δημόσια παρέμβαση υψηλής προστιθέμενης αξίας», τονίζοντας πως «εξυπακούεται ότι τα σήματα αυτού του τύπου πρέπει να βασίζονται σε ξεκάθαρους κανόνες δεοντολογίας, ως προς τους οποίους είναι αναγκαίο να δεσμεύονται οικειοθελώς οι εμπορικές επιχειρήσεις», όπως επίσης «είναι απαραίτητο οι φορείς που τα χορηγούν, να πιστοποιούνται βάσει συγκεκριμένων και διαφανών διαδικασιών».
Σχετικά με το θέμα της καινοτομίας δήλωσε: «Η δική μας αντίληψη για την ηλεκτρονική επιχειρηματικότητα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο όραμα για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Ο στόχος μας είναι το ηλεκτρονικό εμπόριο να συμβάλλει στην επίτευξη δύο βασικών ζητουμένων, που συνδέονται με την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας: της κινητοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης που διαθέτει η χώρα μας και της ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής. Επομένως, στον σχεδιασμό μας πρέπει να ληφθεί υπόψιν η κουλτούρα της νεοφυούς και καινοτόμου επιχειρηματικότητας που αναπτύσσεται στον τόπο μας, αλλά είναι, ταυτόχρονα, αναγκαίο να ενθαρρυνθεί και η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διάστασης των «παραδοσιακών» εμπορικών επιχειρήσεων».
Μητρώο επιχειρήσεων ηλεκτρονικού εμπορίου
Ρωτήσαμε, λοιπόν, τον κ. Παπαδεράκη σε ποιες ενέργειες θα προβεί η Γενική Γραμματεία Εμπορίου, προκειμένου να υλοποιηθεί η εν λόγω στρατηγική. Όπως μας εξήγησε, η υλοποίηση του σχετικού σχεδιασμού θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στους συλλογικούς φορείς-εκφραστές της υγιούς επιχειρηματικότητας της χώρας. Γι’ αυτό, άλλωστε, στο πλαίσιο της Γ. Γ. Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή έχει συσταθεί ειδική Ομάδα Εργασίας, με αντικείμενο το ηλεκτρονικό εμπόριο, στην οποία συμμετέχουν οι βασικοί θεσμοθετημένοι εκπρόσωποι της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας, δηλαδή οι ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΣΕΠΕ, GRECA, Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων, Σύνδεσμος Εταιρειών Κινητών Εφαρμογών Ελλάδος και ELTRUN, και οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες της Γενικής Γραμματείας.
Ο κ. Παπαδεράκης επισήμανε ότι στην εναρκτήρια συνεδρίασή της καταγράφηκε η διάθεση συνεργασίας για την ανάληψη πρωτοβουλιών σε τέσσερα βασικά πεδία. Πρώτον, της αποτύπωσης της υφιστάμενης οικονομικής και θεσμικής κατάστασης στον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου, με απώτερο σκοπό την από κοινού διαμόρφωση δράσεων προτεραιότητας. Δεύτερον, της συνεργασίας σε θέματα που έχουν ήδη αναδείξει οι φορείς ως βασικούς πυλώνες για την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής επιχειρηματικότητας και του ηλεκτρονικού εμπορίου –εν προκειμένω ο Γ. Γ. ανέφερε ενδεικτικά τα θέματα των trustmark και του μεταφορικού κόστους. Τρίτον, της αξιοποίησης των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, δημόσιων και ιδιωτικών, και τέταρτον, της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω συγκεκριμένων δράσεων, όπως η δημιουργία μητρώου επιχειρήσεων του κλάδου, το οποίο θα βασίζεται στο ΓΕΜΗ.
«Για την υλοποίηση αυτού του μητρώου, το οποίο θα συμβάλλει αποφασιστικά στην καλύτερη χαρτογράφηση του κλάδου, έχει ήδη περιληφθεί διάταξη σε νομοσχέδιο που θα κατατεθεί άμεσα στη Βουλή», τόνισε ο συνομιλητής μας, προσθέτοντας: «Επισημαίνω ότι η συγκεκριμένη Ομάδα Εργασίας είναι ανοιχτή και σε άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που συμμερίζονται το όραμά μας. Ελπίζουμε, μάλιστα, ο ανοιχτός χαρακτήρας της να επιβεβαιωθεί στην ειδική ημερίδα, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις αρχές Ιουνίου υπό την αιγίδα του Υπουργείου Οικονομίας, με σκοπό την άντληση ιδεών και πρακτικών λύσεων, σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ηλεκτρονική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα».
Πολλαπλή ωφέλεια
Σχετικά με την ένταξη των σχετικών ενεργειών της Γ. Γ. Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή στον συνολικό αναπτυξιακό σχεδιασμό της κυβέρνησης ο κ. Παπαδεράκης, τονίζοντας ότι η ενθάρρυνση της καινοτομίας, της νεανικής επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας της οικονομίας αποτελούν προτεραιότητα της κυβερνητικής στρατηγικής για την ανάπτυξη, διαπίστωσε: «Η ενίσχυση της ηλεκτρονικής επιχειρηματικότητας μπορεί να επιδράσει θετικά με οριζόντιο τρόπο στην υλοποίηση αυτής της στρατηγικής. Το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν μπορεί να είναι υπόθεση λίγων επιχειρήσεων. Αντίθετα, οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο δείχνουν ότι η ηλεκτρονικοποίηση μπορεί να ωφελήσει μια σειρά κλάδων –από την πρωτογενή παραγωγή μέχρι τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή ψηφιακού περιεχομένου.
Εξάλλου, το ηλεκτρονικό εμπόριο μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά και στην ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ των «παραδοσιακών» και των «ηλεκτρονικών» επιχειρήσεων. Το ζητούμενο είναι οι εμπορικές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν όσο το δυνατό περισσότερα κανάλια πώλησης (online και offline) για να μεγιστοποιήσουν τη δυναμική τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι «παραδοσιακές» επιχειρήσεις έχουν μια σημαντική ευκαιρία να αναδιαρθρώσουν και να εκσυγχρονίσουν την λειτουργία τους, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται».
Εκτός της αξιοποίησης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών για την βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχουν οι εμπορικές επιχειρήσεις στους καταναλωτές, εξίσου κρίσιμη είναι και η αναδιοργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας τους. «Η προώθηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μπορεί να μειώσει δραστικά τα λειτουργικά κόστη μιας επιχείρησης και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τους προμηθευτές της. Αντίστοιχα, η αποδοχή των ηλεκτρονικών πληρωμών μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση πόρων από εργασίες διαχείρισης μετρητών, ώστε να αξιοποιηθούν σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες», παρατήρησε ο συνομιλητής μας, καταλήγοντας: «Η ηλεκτρονική επιχειρηματικότητα συνδέεται άμεσα και με τη λεγόμενη οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy), η οποία αναπτύσσεται ραγδαία. Ο δικός μας στόχος είναι η ανάπτυξη του συγκεκριμένου αντικειμένου δραστηριοτήτων στην Ελλάδα κατά τρόπο που θα προστατεύει τα δικαιώματα των καταναλωτών και θα αποτρέπει τα φαινόμενα φοροδιαφυγής και αθέμιτου ανταγωνισμού…».