ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ : ΤΟ ΛΙΑΝΕΜΠΟΡΙΟ ΕΠΙΑΣΕ ΠΑΤΟ

Η αντίδραση των περισσότερων στελεχών του κλάδου στην ερώτηση “τι προσδοκάτε από το 2006;” ήταν… παύση διαρκείας. Η αμηχανία τους στην προσπάθειά τους να εκφρασθούν θετικά, απερίγραπτη. Γνωρίζοντας τις αντίξοες συνθήκες στις οποίες λειτουργεί και αναπτύσσεται το οργανωμένο λιανεμπόριο την τελευταία διετία, αλλά και τα πρόσφατα στοιχεία για την πορεία του κλάδου το 2005, τελικά εκφράστηκαν με μεγάλη απαισιοδοξία για τους μήνες που έπονται.

Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, “ο κλάδος έχει πιάσει "πάτο", οπότε κάτι χειρότερο -υπό φυσιολογικές πάντα συνθήκες- δεν έχει να περιμένει. Το 2006 θα παρουσιάσει μια σταθερότητα σε συνολικά μεγέθη, ενώ από εταιρεία σε εταιρεία θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις, από τις οποίες θα διαφανεί και το ποιοι είναι πραγματικά σε θέση να αντεπεξέλθουν των δυσκολιών της αγοράς”.

Η αρνητική δημοσιότητα

Κατά κοινή ομολογία το 2005 -και κυρίως το α' εξάμηνό του- ήταν "εξαιρετικά κακό". Η οργανική ανάπτυξη της αγοράς ήταν ουσιαστικά μηδενική και σε ορισμένες περιπτώσεις και αρνητική. Αν κάτι έδωσε την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης, αυτό ήταν τα νέα καταστήματα, όπου και εδώ υπήρξε μια ιδιαιτερότητα. Κυρίαρχο ρόλο στις επεκτάσεις έπαιξαν φέτος οι δύο αλυσίδες discount, Dia και Lidl, που, όπως εκτιμάται, δημιούργησαν περισσότερες από 50 μονάδες, όταν άλλες μεγάλες παραδοσιακές αλυσίδες ήταν εξαιρετικά συγκρατημένες στα επεκτατικά τους σχέδια.

Σημαντική συμμετοχή στους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είχε όμως φέτος και η αρνητική δημοσιότητα του οργανωμένου λιανεμπορίου, που καλλιεργήθηκε με μεγάλη ομολογουμένως επιτυχία από τις ελεγκτικές αρχές, αλλά και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία ξεπέρασαν τον εαυτό τους, κάνοντας την "τρίχα-τριχιά". Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν ζητήματα όπως η ποιότητα και οι τιμές των αγαθών, καθώς και την υπόθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προκάλεσε αρνητική ψυχολογία στους καταναλωτές και εν γένει στην αγορά, η οποία αποτυπώθηκε στους τζίρους των αλυσίδων. Εκπρόσωποι του κλάδου στέκονται ιδιαίτερα στο ζήτημα αυτό, τονίζοντας την πολύ δύσκολη θέση στην οποία θα βρεθεί το λιανεμπόριο αν η αρνητική δημοσιότητα συνεχιστεί και το 2006, όπως δυστυχώς αναμένεται.

Η έλευση της Plus

Όμως το 2006 οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ πρόκειται να αντιμετωπίσουν μια ακόμη δύσκολη εξέλιξη: την έλευση της Plus. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τους πρώτους μήνες του νέου έτους η Plus θα θέσει σε λειτουργία τις πρώτες εμπορικές μονάδες, που εκτιμάται ότι θα είναι περί τις 10. Η διείσδυσή της αναμένεται να αρχίσει από τη Θεσσαλονίκη όπου είναι η έδρα της και να συνεχιστεί τόσο στα βόρεια όσο και προς τα νότια.

Δύο είναι τα ερωτήματα που τίθενται ως προς την ανάπτυξή της. Πόσο σκληρή θα είναι η τιμολογιακή πολιτική που θα ακολουθήσει και από ποιες εταιρείες θα αποσπάσει μερίδια; Από τις Dia και Lidl, τις οποίες θα ανταγωνιστεί ευθέως, ή και από το υπόλοιπο λιανεμπόριο; Όπως και να έχει, η επέκτασή της στην εγχώρια αγορά, μόνο προβλήματα θα προκαλέσει στο υπόλοιπο λιανεμπόριο, με σοβαρότερο αυτό της συμπίεσης της κερδοφορίας του κλάδου. Όταν μάλιστα όλοι γνωρίζουν ότι οι δείκτες των κερδών για τις περισσότερες εταιρείες είναι διαμορφωμένοι στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα, είναι να διερωτάται κανείς αν υπάρχουν πραγματικά περιθώρια μεγαλύτερης συμπίεσης, χωρίς ορισμένες αλυσίδες να “καταγράψουν” ζημιές.

Οι ανατιμήσεις και οι εξαγορές

Στο μεταξύ, κάθε εξέλιξη στην αγορά του λιανεμπορίου δεν μπορεί παρά να επιδρά και στις τιμές των αγαθών. Η πορεία τους κατά το 2006 εκτιμάται ότι δεν θα είναι έντονα ανοδική. Ανατιμήσεις θα υπάρξουν μεν -αυτό είναι το πλέον σίγουρο- αλλά σε ποσοστιαία βάση εκτιμάται ότι θα κινούνται κοντά στα όρια του πληθωρισμού. Εξάλλου, οι καταναλωτές είναι σε θέση να πληρώσουν ακριβότερα τα αγαθά, όταν το κύμα της ακρίβιας έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και όταν από κάθε πλευρά -με εξαίρεση βέβαια από τους διαμορφωτές των τιμών- διατυπώνονται διαμαρτυρίες για τις υπέρογκες ανατιμήσεις που πέρασαν στην κατανάλωση τα τελευταία τρία χρόνια;

Τι θα γίνει όμως το 2006 με το ζήτημα των εξαγορών; Στελέχη της αγοράς εκτιμούν πως πλέον δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για εντυπωσιακές κινήσεις, παρά μόνο εφόσον κάποιοι εκ των ισχυρών, αυτοί δηλαδή που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα του κλάδου, αποφασίσουν να κινηθούν ανάλογα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο φαντάζει, όμως, μάλλον απίθανο και υπό αυτή την έννοια στο πεδίο των εξαγορών δεν αναμένονται παρά μόνο εξελίξεις περιορισμένου ενδιαφέροντος, που δεν θα προκαλέσουν ανατροπές. Ανακατατάξεις, όμως, στις επιχειρήσεις της οργανωμένης λιανικής θα μπορούσαν να υπάρξουν εφόσον η είσοδος νέων διεθνών ανταγωνιστών συνδυαστεί με εξαγορές -πχ τι τεύξεται η επιούσα της εισόδου της Aldi; Κάποιοι κουνούν με σημασία το κεφάλι τους…

Οι ετήσιες συμφωνίες

Ένα ακόμη ζήτημα, το οποίο ενδεχομένως θα απασχολήσει τον κλάδο, είναι η επαναδιαπραγμάτευση των ετήσιων συμφωνιών που συνάπτουν τα σούπερ μάρκετ με τους προμηθευτές τους. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, οι δύο πλευρές θα κάτσουν και πάλι στο τραπέζι στις αρχές του 2006, χωρίς όμως ιδιαίτερες απαιτήσεις ή επιδιώξεις. Η αίσθηση των στελεχών του λιανεμπορίου είναι ότι "οι συμφωνίες σε γενικές γραμμές δεν θα αλλάξουν. Οι παροχές και οι εκπτώσεις έχουν πλέον φθάσει στα όριά τους και υπό αυτή την έννοια ανατροπές δεν αναμένονται". Πάντως, οι αλυσίδες θα έχουν την προσοχή τους τεταμένη και, εφόσον διαπιστώσουν ότι κάποιος από τον ανταγωνισμό επιχειρεί να θέσει νέους όρους στις ετήσιες συμφωνίες, θα είναι πανέτοιμες να παρέμβουν, είτε για να “παγώσουν” ένα τέτοιο ενδεχόμενο είτε για να διεκδικήσουν ανάλογες παροχές.

Τα σχέδια των ισχυρών "σε τίτλους"

  • Καρφούρ-Μαρινόπουλος: Έχει πάντα "τα ραντάρ ανοικτά" για νέες εξαγορές. Η στρατηγική της προβλέπει ανάπτυξη προς κάθε κατεύθυνση, με νέες μονάδες, οργανική αύξηση τζίρου και εξαγορές.
  • Άλφα-Βήτα Βασιλόπουλος: Σχεδιάζει περισσότερα καταστήματα στη Βόρειο Ελλάδα, ενισχύει την παρουσία της στην Αττική, όντας εισηγμένη στοχεύει σε περαιτέρω βελτίωση των αποτελεσμάτων της, ενώ ολοκληρώνει την πλήρη εξυγίανση του cash & carry.
  • Αφοί Βερόπουλοι: Συνεχίζει με εντατικούς ρυθμούς την επέκτασή της στα Βαλκάνια, βελτιώνει τους οικονομικούς της δείκτες με περικοπές δαπανών. Θεωρείται πολύ πιθανό να προβεί σε εξαγορά εντός του 2006.
  • Μετρό: Συνεχίζει και το 2006 τα πλάνα ανάπτυξης σε δύο άξονες (χονδρική και λιανική), ενώ παράλληλα προετοιμάζει τις νέες κεντρικές αποθήκες της.
  • Σκλαβενίτης: Για μία ακόμη φορά θα κληθεί να απαντήσει στο ίδιο κρίσιμο ερώτημα: Μήπως συμφέρει η ανάπτυξη και εκτός συνόρων Αττικής;
  • Ατλάκτικ: Συνεχίζει την πορεία της με νέες μονάδες στη λιανική και δεν εγκαταλείπει τα πεδία της χονδρικής και του franchise.
  • Dia: Παραμένει σταθερή στη στρατηγική της ταχύτατης επέκτασης με νέα καταστήματα. Με το franchise "πάει" παντού. Παράλληλα αναμορφώνει τους χώρους πωλήσεων αυξάνοντας τον τζίρο της. Και το 2006 αναμένει διψήφιους αριθμούς ανάπτυξης.
  • Lidl: Θα παραμείνει το αίνιγμα του κλάδου. Πόσα τζιράρει, πόσα κερδίζει, τι σχέδια επεξεργάζεται; Όπως και να έχει πάντως, ο ανταγωνισμός κρίνει ότι κινείται σωστά και αποτελεσματικά.
  • Makro: Έχει εισέλθει σε περίοδο μεγάλων επενδύσεων. Στόχος της τα 12 καταστήματα, από 7 που ήδη διαθέτει και φυσικά η αύξηση των μεριδίων της στην εγχώρια αγορά.
  • Plus: To 2006 βγαίνει στον "πόλεμο" της απόσπασης μεριδίων. Έχει ήδη προετοιμάσει τις πρώτες κινήσεις της που προβλέπουν την άμεση λειτουργία των 10 πρώτων καταστημάτων της.

CASH & CARRY : ΣΕ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Κατά του παραδοσιακού χονδρεμπορίου “βάλλουν” τα cash & carry εκμεταλλευόμενα κάθε δυνατό μέσο ή πρακτική. Η στρατηγική τους προσανατολίζεται προς νέες αγορές, η εμπορική πολιτική τους επαναπροσδιορίζεται εστιάζοντας στην κατηγορία του φαγητού, ενώ στη μάχη του ανταγωνισμού το cash & carry αρνείται ακόμη και τον τίτλο του: Σε αρκετές περιπτώσεις μεριμνά για τη διανομή των προϊόντων στους πελάτες, ενώ δέχεται και "βερεσέ".

Πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά, όταν στην αγορά συνολικά διαπιστώνεται μια πτώση της κατανάλωσης, όταν μέχρι και πρότινος σχεδόν όλος κλάδος απείχε από τον τομέα του Ho.Re.Ca., και όταν το χονδρεμπόριο με την παραδοσιακή του μορφή συνεχίζει να αποτελεί ένα αχανές πεδίο από διάσπαρτες επιχειρήσεις μικρού βεληνεκούς;

Η πρώτη αντίδραση των C&C στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μερίδια ήταν να στραφούν στην αγορά του Ho.Re.Ca., ρίχνοντας τις τιμές τους και τονώνοντας το ανταγωνιστικό προφίλ τους. Ταυτόχρονα "ανοίχθηκαν" στο έτοιμο φαγητό. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά: τα μερίδια του κλάδου στην κατηγορία σχεδόν διπλασιάσθηκαν την τελευταία τριετία.

Η εν λόγω εξέλιξη βοήθησε τα C&C να αντιμετωπίσουν την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης. Ανεπίσημες μετρήσεις αποκαλύπτουν ότι, ενώ τα τελευταία χρόνια οι ρυθμοί αύξησης του κύκλου εργασιών ήταν 13% σε ετήσια βάση, το 2004 το ποσοστό αυτό περιορίσθηκε στο 8%, εξέλιξη η οποία θα ήταν ακόμη χειρότερη αν εξέλιπε η διέξοδος του Ho.Re.Ca.

Τι ώθησε όμως τα C&C να στραφούν προς αυτή την αγορά; Εκεί που η αγορά των ψιλικών και εν γένει των μικρών σημείων πώλησης, πιεζόμενη από το οργανωμένο λιανεμπόριο, συρρικνώνεται περίπου κατά 400-600 σημεία πώλησης τον χρόνο, ο τομέας του τουρισμού και της μαζικής εστίασης αναπτύσσεται με σημαντικούς ρυθμούς. Ήταν λογικό η οργανωμένη χονδρική να διευρύνει τη στρατηγική προσέγγισης της πελατειακής της βάσης. Στοιχεία της αγοράς αναφέρουν ότι το C&C έχει απέναντί του σήμερα περί τα 10.000 σημεία πώλησης στο Ho.Re.Ca.

Σήμερα εκτιμάται ότι η συμμετοχή των πωλήσεων των C&C στα τρόφιμα, στο σύνολο των πωλήσεων του κλάδου, διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 70%, ποσοστό που δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί τα επόμενα χρόνια, κυρίως λόγω του "ανοίγματος" των C&C και σε ειδικές κατηγορίες του non food, όπως οι κάρτες κινητών τηλεφώνων.

Μέσο μικτό κέρδος 10%-12%

Στο μεταξύ, όπως σε κάθε κλάδο έτσι και στα C&C, κρίσιμο ζήτημα είναι οι τιμές -και κατ' επέκταση τα περιθώρια κέρδους. Στην οργανωμένη χονδρική φαίνεται πως τα δεδομένα δεν αλλάζουν σημαντικά έναντι της οργανωμένης λιανικής. Σε μέσα επίπεδα, το καθαρό περιθώριο κέρδους διαμορφώνεται στο 1,8% (1,3% είναι στα σούπερ μάρκετ), με το μέσο μικτό κέρδος να φθάνει στο 10% με 12%, δηλαδή σχεδόν στο μισό του μέσου μικτού κέρδους των σούπερ μάρκετ.

Στην προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν το παραδοσιακό χονδρεμπόριο ορισμένες από τις αλυσίδες C&C καταστρατηγούν τις βασικές αρχές της οργανωμένης χονδρικής. Ειδικότερα, πραγματοποιούν διανομές, έστω και επιλεκτικά, προκειμένου να "ρατήσουν" τους πελάτες που ζητούν την ευκολία της παράδοσης των παραγγελιών στα μαγαζιά τους. Παρατηρούνται, όμως, και περιπτώσεις μονάδων που διαθέτουν προϊόντα επί πιστώσει. Παράγοντες του κλάδου, σχολιάζοντας αυτές τις πρακτικές, εκτιμούν ότι με την πάροδο του χρόνου και την όξυνση του ανταγωνισμού θα γίνονται όλο και πιο συχνές, καθιστώντας δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ παραδοσιακού και σύγχρονου χονδρεμπορίου.

Οι βασικοί παίκτες

Το C&C αποτελεί αγορά για λίγους παίκτες. Τον τζίρο της ελέγχουν μόλις τρεις μεγάλες και άρτια οργανωμένες αλυσίδες, οι Μετρό, ΕΝΑ, και Makro, καθώς και οι Γαλαξίας, Ατλάντικ και Βερόπουλος που διαθέτουν σημαντικό αριθμό μονάδων χονδρικής πώλησης. Ποια είναι, όμως, σήμερα η εικόνα και η στρατηγική κάθε εταιρείας;

ΕΝΑ: Πρόκειται για ένα δίκτυο καταστημάτων με 10 σημεία χονδρικής, το οποίο κληρονόμησε η Α-Β Βασιλόπουλος με την εξαγορά της ΕΝΑ. Μετά από μεθοδικές ενέργειες η εταιρεία πέτυχε την ανάκαμψη της ΕΝΑ, που πριν από την εξαγορά της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Οι παρεμβάσεις της αφορούσαν το σύστημα logistics, το software, την εμπορική πολιτική (στράφηκε περισσότερο στα τρόφιμα), την πολιτική προσέγγισης των πελατών (ομαδοποιήθηκε το πελατολόγιο ανά κατηγορία επιχειρήσεων), τις αναβαθμίσεις και ανακαινίσεις των εγκαταστάσεων, τον περιορισμό της έκτασης των καταστημάτων από τα 3.500 τμ που ήταν τα περισσότερα στα 2.500 τμ και την αναβάθμιση των standards υγιεινής. Έτσι, η ΕΝΑ στο εννεάμηνο του 2005 εμφάνισε κέρδη 700.000 ευρώ, έχοντας προοπτικές περαιτέρω τόνωσης της κερδοφορίας της.

Μετρό: Κατέχοντας τον μεγαλύτερο αριθμό καταστημάτων χονδρικής ανά την Ελλάδα, 27 σε σύνολο (στις αρχές του 2006 επρόκειτο να ανοίξει ακόμα ένα στην Ξάνθη), η Μετρό έχει ήδη αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της δίνοντας έμφαση στον τομέα του Ho.Re.Ca. Παράλληλα, δρομολόγησε τον πλήρη διαχωρισμό των καταστημάτων χονδρικής από εκείνα της λιανικής, μετονομάζοντας τα δεύτερα σε My market. Αν κρίνει κανείς από τα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, τα οποία ωστόσο δεν διαχωρίζουν τις δύο διαφορετικές δραστηριότητές της, θα έλεγε κανείς ότι πορεύεται με πολύ θετικούς δείκτες. Το 2004 παρουσίασε συνολικές πωλήσεις 464,38 εκατ. ευρώ έναντι 422,75 εκατ. ευρώ το 2003, ενώ το 2005 ανέμενε νέα άνοδο έως τα 500 εκατ. ευρώ. Όσο για τα κέρδη της, το 2004 ήταν της τάξης των 20 εκατ. ευρώ έναντι 15,6 εκατ. ευρώ το 2003. Το 2005 η κερδοφορία της θα διαμορφωθεί μεταξύ των 15 και 20 εκατ. ευρώ.

Makro: Πρόκειται για τη θυγατρική στην Ελλάδα του πολυεθνικού “γίγαντα” Metro, ο οποίος για τα επόμενα 5 χρόνια προγραμματίζει επενδύσεις συνολικής αξίας 50 εκατ. ευρώ, με την προοπτική να αυξήσει τις μονάδες πώλησης από 6 σε 12. Ήδη τον περασμένο Οκτώβριο εγκαινίασε το 7ο κατάστημα (Θεσσαλονίκη), ενώ μελετά τον χάρτη της χώρας, προκειμένου να αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις της, θέτοντας σε προτεραιότητα περιοχές όπως η Θράκη, η Κεντρική Ελλάδα και η Ήπειρος. Ωστόσο, νέες επενδύσεις προβλέπονται και στην Αττική. Το 2004 η Makro πέτυχε κύκλο εργασιών 457 εκατ. ευρώ έναντι 443 εκατ. ευρώ το 2003 και κέρδη προ φόρων 6,176 εκατ. ευρώ έναντι 4,985 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρήση. Η στρατηγική της προβλέπει στροφή προς τη μαζική εστίαση, που ήδη άρχισε σταδιακά από το 2004, με το πελατολόγιό της (σε σύνολο φθάνει τους 280.000 κωδικούς εγγραφής), να περιλαμβάνει περί τους 50.000 επαγγελματίες της εστίασης και περίπου 40.000 κωδικούς πολύ μικρών, μικρών και μικρομεσαίων εταιρειών τροφίμων. Σήμερα, το 83% του τζίρου της εταιρείας προέρχεται από αγορές που πραγματοποιούν επαγγελματίες του χώρου των τροφίμων.

Ατλάντικ: Η Ατλάντικ έχει δώσει μεγάλος βάρος στην ανάπτυξη των πωλήσεών της στη χονδρική. Το 2005 είχε προγραμματίσει την επέκταση του δικτύου των καταστημάτων C&C με 4 νέες μονάδες, οι οποίες προστίθενται στα 20 καταστήματα που διέθετε στα τέλη του 2004, 8 εκ των οποίων εδρεύουν στην Αθήνα. Η στρατηγική της εταιρείας προβλέπει την ανάπτυξη των πωλήσεων σε όλες τις κατηγορίες -καταστημάτων, λιανική, χονδρική και franchise- και στο πλαίσιο αυτό, δαπανά κάθε χρόνο σημαντικά κεφάλαια στην ισχυροποίηση του δικτύου C&C.

ΟΜΙΛΟΣ ΜΑΣΟΥΤΗΣ : ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΜΕΣΩ ΕΞΑΓΟΡΑΣ

Την “πύλες” της νότιας Ελλάδας, και πιθανότατα και της Αττικής, θα επιχειρήσει να “εκπορθήσει” το 2006 ο όμιλος Μασούτης, που αρχίζει να επεκτείνεται σε περιοχές όλο και εγγύτερα προς την πρωτεύουσα.Σύμφωνα με τον κ. Διαμαντή Μασούτη, πρόεδρο του ομίλου, "ήδη αναζητούμε τους κατάλληλους χώρους στη Λαμία για τη δημιουργία καταστημάτων, ενώ δεν αποκλείουμε την κάθοδο στην Αττική, που ενδεχομένως να υλοποιηθεί μέσω εξαγοράς, καθώς η αυτόνομη ανάπτυξη παρουσιάζει μεγαλύτερες δυσκολίες".

Η Μασούτης λειτουργεί περισσότερα από 170 καταστήματα στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, από τα οποία τα νοτιότερα βρίσκονται στα Τρίκαλα (1 σούπερ μάρκετ) και στην Καρδίτσα (2 σούπερ μάρκετ και 1 cash & carry). "Μία αλυσίδα μικρομεσαίου μεγέθους, με ικανοποιητική παρουσία σε περιοχές της Αττικής, μπορεί να αποτελέσει στόχο εξαγοράς, αφού πλέον με την προγραμματισμένη επέκτασή μας στη Λαμία διευρύνουμε το δίκτυό μας, άρα και τις υπηρεσίες logistics, τις οποίες αναγκαστικά πρέπει να διαθέτουμε", επισημαίνει ο κ. Μασούτης.

Ο όμιλος Μασούτης υλοποιεί κίνηση-ματ και στο χονδρεμπόριο, αποβλέποντας στην απόσπαση μεγάλων μεριδίων από τις προμήθειες των ξενοδοχειακών μονάδων-καταστημάτων εστίασης της Χαλκιδικής, που σήμερα εξυπηρετούνται από τη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο αυτό, προχωρά στην κατασκευή καταστήματος χονδρικής στα Μουδανιά Χαλκιδικής, το οποίο θα λειτουργήσει παράλληλα με ένα υπερκατάστημα Grand Μασούτης.

Grand Μασούτης στο Mediterranean Cosmos

Σημαντική προσθήκη στο δίκτυο καταστημάτων του ομίλου αποτέλεσε η λειτουργία του νέου υπερκαταστήματος Grand, καλυμμένης επιφάνειας 4.500 τμ σε ένα επίπεδο, εντός των εγκαταστάσεων του εμπορικού κέντρου Mediterranean Cosmos στη Θεσσαλονίκη (11ο χλμ Θεσσαλονίκης-Μουδανιών). Το νέο κατάστημα, που διαθέτει 30 ταμεία και απασχολεί 160 υπαλλήλους, αποτελεί πρότυπο σχεδιασμού και εργονομίας. Περιλαμβάνει, πέραν των κλασικών τμημάτων του σούπερ μάρκετ, τμήματα κρεοπωλείου, οπωροπωλείου, ντελικατέσεν, αρτοζαχαροπλαστείου, ιχθυοπωλείου, ειδών δώρου, υαλικών, ηλεκτρικών, ένδυσης-υπόδησης, ειδών αυτοκινήτου και γυναικείων αξεσουάρ. Οι πελάτες του έχουν τη δυνατότητα στάθμευσης, εντός parking 3.000 θέσεων, που διαθέτει το εμπορικό κέντρο. Ειδικά για το νέο υπερκατάστημα, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο κ. Αθανάσιος Παρτσάλογλου, υλοποιείται ξεχωριστή πολιτική marketing, η οποία προβλέπει μεγάλες προσφορές.

Ως προς τα οικονομικά μεγέθη της Μασούτης, η διοίκησή της, που επρόκειτο να εγκαινιάσει ένα ακόμη Grand και Cash & Carry στη Βέροια πριν το τέλος του χρόνου, χαρακτήρισε το 2005 ως "μία δυσχερή χρονιά για το εγχώριο λιανεμπόριο", αναμένοντας οριακή αύξηση του τζίρου της, της τάξης περίπου του 1%, με συμπίεση όμως των κερδών. Παράλληλα, διέψευσε τις πληροφορίες για ενδεχόμενη εξαγορά της εταιρείας από έτερο κορυφαίο εγχώριο λιανεμπορικό όμιλο.

ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ : ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΝΟΜΗ

Με ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση περίπου 29,6 κιλά και ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 3%, η ελληνική αγορά των τυροκομικών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανατιμητικές τάσεις. Αν και χωρίς σημαντική ανάπτυξη πωλήσεων, στο εσωτερικό της συμβαίνουν σημαντικές ανακατατάξεις, που περιλαμβάνουν και το χώρο της διανομής. Ο κυρίαρχος της τελευταίας στα τυροκομικά, το σούπερ μάρκετ, γίνεται όλο και περισσότερο τυποποιητής των τυριών που διαθέτει. Μέσω αυτού πραγματοποιείται το 85% των συνολικών πωλήσεων της κατηγορίας.

Η συνολική αγορά των τυριών στη χώρα μας ανέρχεται σε περίπου 260.000 τόνους ετησίως. Ορισμένες εταιρείες τυροκομικών εκτιμούν ότι οι πωλήσεις σε όγκο είναι χαμηλότερες, διαμορφούμενες σε 230.000 τόνους. Ο εγχώριος κλάδος της τυροκομίας αποτελείται από μεγάλες βιομηχανίες και πληθώρα μικρών βιοτεχνιών, από τις οποίες απουσιάζει η οργάνωση και ο εκσυγχρονισμός.

Οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και το ενδιαφέρον που δείχνουν τα ελληνικά νοικοκυριά στην κατανάλωση τροφίμων με χαμηλότερα λιπαρά οδήγησαν στη σημαντική ενίσχυση τα τελευταία χρόνια των κίτρινων τυριών με χαμηλά λιπαρά. Η τάση αναμένεται να συνεχιστεί και τo 2006, ενώ επιπρόσθετα επίκειται η εδραίωση του μεριδίου των “λειτουργικών” τυριών (εμπλουτισμένων με επιπλέον θρεπτικά συστατικά), που, όπως είναι αναμενόμενο, τους επόμενους μήνες θα έχουν εντονότερη επικοινωνιακή υποστήριξη -πχ για την προώθηση των εμπλουτισμένων με ασβέστιο λειτουργικών τυριών που απευθύνονται σε γυναίκες, θεωρείται σίγουρη η επικοινωνιακή υποστήριξη με τη συνδρομή γιατρών.

Η τιμή διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιλογή του προϊόντος. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η εταιρεία παραγωγής, η γεύση, η ποιότητα και οι χρήσεις για τις οποίες προορίζεται.

Τάσεις διαφοροποίησης και ανατιμήσεων

Μεγάλες εταιρείες, όπως πχ η Campina και η Arla -μετά το “ναυάγιο” της συγχώνευσής τους- κατευθύνονται, σύμφωνα με πληροφορίες, προς την κατεύθυνση της έντονης διαφοροποίησης, επιδιώκοντας το λανσάρισμα προϊόντων που ενδείκνυνται για πολλές χρήσεις (πχ για σάντουιτς, σαγανάκι, τρίψιμο στα ζυμαρικά κλπ). Παράλληλα, οι μεγάλες εταιρείες αναμένεται να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο λανσάρισμα πρωτοποριακών συσκευασιών, που συντηρούν αναλλοίωτο το προϊόν. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τους επόμενους μήνες αναμένεται αύξηση των τιμών του προϊόντος, στα επίπεδα του 5%-7%. Ήδη οι μεγάλες βιομηχανίες προέβησαν σε ανατιμήσεις, ενώ ανάλογα αναμένεται ότι θα κινηθούν οι περισσότερες εταιρείες του κλάδου πριν τις αρχές του έτους, ώστε να τις “περάσουν” όσο πιο αθόρυβα γίνεται.

Πίνακας 1: Πωλήσεις στο σύνολο της αγοράς




















Σε αξία (χιλ. ευρώ)

2004

Ιαν.-Αύγ. 2004

Ιαν.-Αύγ. 2005

Μεταβολή

Σύνολο

130.022

105.865

116.941

10,5%

Σκληρά

88.913

72.382

78.670

8,7%

Ημίσκληρα

32.599

26.660

27.031

1,4%

Μαλακά

46.019

37.358

42.419

13,5%

Μυτζήθρα

324

255

356

39,6%

Κρεμώδη

22.270

18.211

21.512

18,1%

Τριμμένο

12.305

10.014

11.267

12,5%

Φέτες

6.532

5.257

5.491

4,4%

Σε όγκο

2004

Ιαν.-Αύγ. 2004

Ιαν.-Αύγ. 2005

Μεταβολή

Σύνολο

14.393

11.753

12.577

7%

Σκληρά

1.043

852

893

4,8%

Ημίσκληρα

3.611

2.959

2.898

-2,1%

Μαλακά

5.656

4.608

5.076

10,2%

Μυτζήθρα

82

63

79

25,4%

Κρεμώδη

2.409

1.973

2.259

14,5%

Τριμμένο

883

722

781

8,1%

Φέτες

709

574

590

2,9%

Πηγή: Information Resources Hellas

Τα τυροκομικά στο σούπερ μάρκετ

Στην κατηγορία των τυροκομικών, σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, μέσω του σούπερ μάρκετ πραγματοποιείται το 85% των συνολικών πωλήσεων της κατηγορίας. Αν συνυπολογιστεί ο τομέας του catering, εκτιμάται ότι το σούπερ μάρκετ κατέχει το 50% των πωλήσεων σε όγκο και το 60% σε αξία -το υπόλοιπο ελέγχεται από το food service (λόγω της διάθεσης ακριβότερων προϊόντων μέσω των καταστημάτων λιανικής).

Τα χύμα τυριά κατέχουν περίπου το 90% των συνολικών πωλήσεων, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αφορά πωλήσεις συσκευασμένων. Πολλές αλυσίδες σούπερ μάρκετ επιδιώκουν τη διάθεση τυροκομικών που συσκευάζουν σε δικά τους συσκευαστήρια, προκειμένου να μειώνουν το λειτουργικό κόστος που συνεπάγεται η απασχόληση επιπλέον υπαλλήλων στους πάγκους κοπής. Υπάρχουν όμως και αλυσίδες που επιδιώκουν την ανάδειξη του πάγκου κοπής ως χώρου πώλησης ποιοτικών προϊόντων για τη θεμελίωση σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους.

Ένα από τα είδη που αναμένεται η αύξηση της διανομής του σε συσκευασίες φίρμας λιανεμπορίου είναι το τριμμένο τυρί. Επειδή αφενός η ζήτηση του προϊόντος είναι μεγάλη και αφετέρου απαγορεύεται το τρίψιμό του πριν από την παραγγελία, οι αλυσίδες στρέφονται τη διάθεση τυποποιημένου τριμμένου τυριού για μακαρόνια, “ελαφρύνοντας” τον φόρτο εργασίας στους πάγκους κοπής. Μάλιστα, επειδή τελευταία δίνεται μεγάλη βαρύτητα στη νοθεία και διάθεση σε υπέρογκα ακριβές τιμές πολλών προϊόντων, οι αλυσίδες προσανατολίζονται στη διάθεση φθηνού τυριού για τρίψιμο (λόγω χαμηλής τιμής μετριάζεται ο κίνδυνος νοθείας). Όπως επισημαίνεται, η ανάγκη για διάθεση οικονομικών προϊόντων για χρήσεις όπου η γεύση δεν διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο είναι έντονη, πράγμα που δικαιολογεί τη μεγάλη άνοδο πωλήσεων της μυτζήθρας.

Τα συσκευασμένα τυριά επίσης ενισχύονται σημαντικά. Με βάση τις μετρήσεις της αγοράς, το πρώτο οκτάμηνο του 2005 ενισχύθηκαν κατά 9%. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αξιοσημείωτη στροφή των καταναλωτών προς τους πάγκους κοπής. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών οδηγεί τον καταναλωτή στην εναλλακτική κατανομή του εισοδήματός του, σε συχνότερες επισκέψεις στα σούπερ μάρκετ με μικρότερο κάθε φορά “καλάθι”. Ο καταναλωτής πλέον αγοράζει μόνο όσα του χρειάζονται άμεσα, αποφεύγοντας το “στοκάρισμα”. Στο πλαίσιο αυτό, όταν οι καταναλωτές χρειάζονται μικρό αριθμό ειδών προς αγορά, αποφεύγουν συνειδητά την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ, έχοντας επίγνωση ότι είναι εύκολο εκεί να παρασυρθούν σε περιττά έξοδα, προτιμώντας τα μικρά, συνοικιακά καταστήματα.

Στα τυποποιημένα τυριά το οργανωμένο λιανεμπόριο ζητά επίμονα την προσαρμογή της βιομηχανίας, προκειμένου να του διαθέτει τα προϊόντα της σε διαφορετική τιμή από ό,τι στα μικρά σημεία πώλησης. Η σχετική ένταση στις σχέσεις των δύο εταίρων μόλις άρχισε: οι μεν αλυσίδες πιέζουν τη βιομηχανία να τους δώσει τη δυνατότητα επαναζύγισης του τυποποιημένου προϊόντος στο σημείο πώλησης, ώστε να το πωλούν πιο οικονομικά, η δε βιομηχανία θεωρεί το ζήτημα πρόσχημα επιδίωξης ακόμα μεγαλύτερων παροχών.

Private label Vs hard discount

Η κατηγορία προσελκύει το ενδιαφέρον των αλυσίδων για την παραγωγή PL. Τα μερίδιά τους ωστόσο παραμένουν μικρά και δεν υπερβαίνουν το 1,5%. Στη φέτα το μερίδιό τους διαμορφώνεται κάτω του 1%, στα κίτρινα τυριά σε περίπου 1% και στα κρεμώδη τυριά σε περίπου 3%-4%.

Η εικόνα είναι διαφορετική στα hard discount καταστήματα, ιδιαίτερα στη Lidl. Με βάση στοιχεία εταιρειών του κλάδου, το μερίδιό της στην κατηγορία υπερβαίνει το 10% -όπως εκτιμάται, κυμαίνεται περίπου στο 12%, δηλαδή απέχει μακράν του 8,5% που θεωρείτο μέχρι πρόσφατα το μερίδιό της. Η τάση είναι σημαντικά ανοδική και, όπως επισημαίνεται, το μερίδιό της θα ενισχυθεί περαιτέρω. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες απόψεις, το μερίδιο της Lidl είναι μικρότερο, διαμορφούμενο στο 6,5%. Όμως και πάλι εκτιμάτο ότι έως το τέλος του 2005 θα είχε ενισχυθεί τουλάχιστον κατά 1%. Το μερίδιο της Dia, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, κυμαίνεται περίπου στο 8% επί του συνόλου της αγοράς των τυροκομικών.

Πίνακας 2: Κατανομή πωλήσεων τυροκομικών ανά κανάλι διανομής












Σε αξία (χιλ. ευρώ)

2004

Ιαν.-Αύγ. 2004

Ιαν.-Αύγ. 2005

Μεταβολή

Σύνολο καταστημάτων

130.022

105.865

116.941

10,5%

Σούπερ μάρκετ

106.572

86.998

96.191

10,6%

Μικρά σημεία

13.099

10.439

11.750

12,6%

Γαλακτοπωλεία, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα ψιλικών

10.349

8.427

9.000

6,8%

Σε όγκο

2004

Ιαν.-Αύγ. 2004

Ιαν.-Αύγ. 2005

Μεταβολή

Σύνολο καταστημάτων

14.393

11.753

12.577

7%

Σούπερ μάρκετ

11.824

9.675

10.410

7,6%

Μικρά σημεία

1.464

1.173

1.250

6,6%

Γαλακτοπωλεία, φούρνοι, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα ψιλικών

1.104

905

917

1,4%

Πηγή: Information Resources Hellas

 

 

 

ΣΟΚΟΛΑΤΑ : ΣΥΝΕΧΗ ΛΑΝΣΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΑΜΕΙΩΤΟ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ

Η ενίσχυση των πωλήσεων της σοκολάτας σε πλάκα (8%) δίνει αυξητικό ρυθμό στις πωλήσεις συνολικά της αγοράς της σοκολάτας, η οποία κατατάσσεται κατά το μείζον μέρος της στις αυθόρμητες αγορές και χαρακτηρίζεται από υψηλή πιστότητα στη μάρκα και υψηλή εποχικότητα. Η έντονη κινητικότητα από τα συνεχή λανσαρίσματα νέων προϊόντων, που διατηρεί αμείωτο το καταναλωτικό ενδιαφέρον, θα συνεχιστεί και το 2006. Ωστόσο, η οικονομική στενότητα δίνει ώθηση στις πωλήσεις σοκολατών ιδιωτικής ετικέτας.

Μικρή ανοδική τάση παρουσιάζει τους τελευταίους μήνες η κατηγορία της σοκολάτας, καθώς οι πωλήσεις της ενισχύονται περίπου κατά 2%. Η συνολική άνοδος της κατηγορίας αποδίδεται στην αύξηση των πωλήσεων μίας από τις κύριες υποκατηγορίες της, της σοκολάτας σε πλάκα, η οποία ενισχύεται με ρυθμούς της τάξης του 8%.

Η κατά κεφαλήν κατανάλωση σοκολάτας στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλή -περίπου 2,3 κιλά ετησίως-, πράγμα που αποδίδεται κυρίως στις κλιματολογικές συνθήκες. Αντίθετα, στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπου το κλίμα είναι πιο ψυχρό, η κατανάλωση του προϊόντος είναι πολλαπλάσια: στην Ελβετία, για παράδειγμα, διαμορφώνεται σε 10 κιλά ετησίως.

Συνολικά η εγχώρια αγορά καταναλώνει ετησίως περίπου 21.000 τόνους σοκολάτας. Οι κύριες υποκατηγορίες της είναι τρεις: οι σοκολάτες τύπου πλάκας ή ταμπλέτες, οι γεμιστές σοκολάτες (τύπου bars, γκοφρέτες κλπ) και τα σοκολατάκια. Οι πρώτες κατέχουν μερίδιο άνω του 50% του συνολικού όγκου των πωλήσεων της κατηγορίας, οι γκοφρέτες περίπου 35% και τα σοκολατάκια περίπου 15%.

Η κατανάλωση της σοκολάτας σε πλάκα, όπως δείχνουν οι σχετικές έρευνες, γίνεται κατά κανόνα τις βραδινές ώρες και είναι συνδεδεμένη με την απόλαυση. Αντίθετα, οι γεμιστές σοκολάτες προτιμώνται και ως σνακ. Η κατανάλωσή τους είναι πολυσχιδής: είτε αγοράζονται για να καταναλωθούν κατ' οίκον είτε αγοράζονται από τα σημεία πώλησης της αυθόρμητης αγοράς ως κολατσιό, όχι μόνο όταν ο καταναλωτής "θέλει κάτι γλυκό" αλλά και όταν θέλει, όπως χαριτωμένα λέγεται, να "ξεγελάσει την πείνα του". Τα σοκολατάκια έχουν κατά παράδοση συνδεθεί με την προσφορά, δηλαδή αγοράζονται ως δώρο για να προσφερθούν σε επισκέπτες ή επισκεπτόμενους. Η κατανάλωσή τους χαρακτηρίζεται από υψηλή εποχικότητα -ο κύριος όγκος των πωλήσεών τους γίνεται την περίοδο των εορτών.

Ισχυρό brand loyalty

Συνολικά στην κατηγορία της σοκολάτας τους τελευταίους μήνες γίνονται συνεχή λανσαρίσματα νέων προϊόντων, τα οποία αποβλέπουν στην κάλυψη των νέων καταναλωτικών αναγκών που σχετίζονται είτε με τη γεύση είτε με τον τρόπο κατανάλωσης του προϊόντος. Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, η πιστότητα στη μάρκα στην κατηγορία της σοκολάτας είναι ιδιαίτερα υψηλή, γεγονός που σχετίζεται με την ιδιαίτερη γεύση της εκάστοτε ισχυρής μάρκας σοκολάτας, που, προσφέροντας απόλαυση, δημιουργεί σχέσεις σταθερότητας με το καταναλωτικό κοινό. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι η εκδήλωση της πιστότητας στη μάρκα και στη γεύση είναι ακριβώς αυτή που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για switching (εναλλαγή στην αγορά προϊόντων). Επίσης, η μάρκα του προϊόντος αποτελεί βασικό κριτήριο επιλογής του για έναν πρόσθετο λόγο: συνδέεται με την εγγύηση ποιότητας που παρέχει. Από αυτή την άποψη η επιλογή υποκατηγορίας προϊόντος, είναι απλώς θέμα ιδιαίτερης ανάγκης ή διάθεσης του καταναλωτή τη δεδομένη στιγμή που αποφασίζει να αγοράσει σοκολάτα (πχ αν θελήσει να νιώσει καλύτερα καταναλώνοντας "κάτι γλυκό", θα προτιμήσει μια πλάκα σοκολάτα, αν πεινάει, ίσως, επιλέξει μια γκοφρέτα, ή, αν θέλει να κεράσει τους επισκέπτες του, θα αγοράσει σοκολατάκια).

Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία ναι μεν η πιστότητα είναι υψηλή, αλλά ο καταναλωτής όταν προτίθεται να αγοράσει σοκολάτα, όπως δείχνει η καταναλωτική έρευνα, έχει στο μυαλό του μια ποικιλία δύο ή τριών διαφορετικών προϊόντων, μεταξύ των οποίων κάνει την τελική επιλογή του.

Η αγορά της κατηγορίας σχεδόν μονοπωλείται από δύο μεγάλες εταιρείες: την Παυλίδης και την ΙΟΝ, που κατέχουν μερίδια στις συνολικές πωλήσεις της ύψους περίπου 75%. Με καλές επιδόσεις, ωστόσο, δραστηριοποιούνται επίσης και οι εταιρείες Ferrero (ΕΛΓΕΚΑ), Nestle, Masterfoods και Γιώτης.

Περί σοκολάτας υγείας

Σημαντική ώθηση στην κατηγορία της σοκολάτας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σχετικά με θέματα υγιεινής διατροφής. Μάλιστα, λόγω της έντονης δημοσιότητας που δίνεται στις ευεργετικές επιδράσεις των συστατικών της σοκολάτας υγείας στον οργανισμό, έχει απενοχοποιηθεί ο πειρασμός της κατανάλωσης του προϊόντος, ιδιαίτερα από τους καταναλωτές κάποιας ηλικίας. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι εταιρείες σήμερα έχουν παρουσία στην κατηγορία με το λανσάρισμα προϊόντων σοκολάτας υγείας.

Πάντως, οι καταναλωτές επιζητούν συνεχώς νέες προτάσεις και καινοτομικά προϊόντα, με νέους συνδυασμούς γεύσεων. Γι' αυτό οι περισσότερες εταιρείες του τομέα φροντίζουν μέσω του λανσαρίσματος νέων προϊόντων να διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον των καταναλωτών, με αποτέλεσμα την τόνωση της ζήτησης. Η ένταση της κινητικότητας σε αυτό το επίπεδο αναμένεται να συνεχιστεί το 2006.

Ως σημαντική τάση στην κατηγορία τα τελευταία χρόνια καταγράφεται η άνοδος της ζήτησης των πολυσυσκευασιών σοκολάτας (μικρές πλάκες σοκολάτας σε σακουλίτσα). Οι συσκευασίες αυτές, σύμφωνα με σχετική έρευνα, ικανοποιούν την ανάγκη του καταναλωτή για κατανάλωση γλυκού σε μικρές ποσότητες.

Μεταξύ σούπερ μάρκετ και περιπτέρων

Τα καταστήματα σούπερ μάρκετ και το χονδρεμπόριο που τροφοδοτεί τα μικρά σημεία πώλησης (περίπτερα, καταστήματα ψιλικών κλπ) αποτελούν τα δύο κύρια κανάλια διανομής της σοκολάτας. Σε ό,τι αφορά τη διανομή στο σούπερ μάρκετ, η κατανομή των πωλήσεων διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με την υποκατηγορία του προϊόντος: Στις σοκολάτες σε πλάκα το μερίδιο των σούπερ μάρκετ εκτιμάται ότι είναι ύψους περίπου 40%, στις γεμιστές σοκολάτες ανέρχεται περίπου στο 60%, ενώ στα σοκολατάκια είναι το υψηλότερο και διαμορφώνεται περίπου στο 80% επί του συνόλου της αγοράς. Εξάλλου, κατά κανόνα τα μικρά σημεία πώλησης, με εξαίρεση τα ζαχαροπλαστεία, δεν διαθέτουν σοκολατάκια.

Η ζήτηση στρέφεται υπέρ των καταστημάτων σούπερ μάρκετ κυρίως λόγω των πολυσυσκευασιών που διατίθενται σε πιο οικονομική τιμή. Ωστόσο, η σοκολάτα παραμένει στην ουσία ένα προϊόν αυθόρμητης αγοράς, κατά συνέπεια η δύναμη των σημείων πώλησης που ανήκουν στο κατ' εξοχήν κανάλι της αυθόρμητης αγοράς, όπως τα περίπτερα, θα παραμείνει σημαντική.

Η λιτότητα αυξάνει το μερίδιο των PL

Παρά το γεγονός ότι η σοκολάτα χαρακτηρίζεται από υψηλή πιστότητα στη μάρκα και έχει χαμηλή τιμή, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας διαθέτουν παρουσία, η δε δύναμή τους βαίνει αυξανόμενη. Αυτό αποδίδεται στη συρρίκνωση του καταναλωτικού εισοδήματος, που υποχρεώνει τους καταναλωτές να δοκιμάζουν και πιο φτηνά προϊόντα: όταν κάποιο από αυτά τους αρέσει, το προτιμούν και στην επόμενη αγορά τους. Το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας διαμορφώνεται σε περίπου 10% σε όγκο και σε 4,6% σε αξία. Τα PL έχουν παρουσία μόνο στην υποκατηγορία της σοκολάτας σε πλάκα, καθώς για την παραγωγή στις υπόλοιπες υποκατηγορίες απαιτείται μεγαλύτερη τεχνογνωσία. Υψηλό εκτιμάται ότι είναι και το μερίδιο των hard discounters, με αντίστοιχα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία.

Πίνακας 1: Πωλήσεις σοκολάτας στα σούπερ μάρκετ





Σε αξία (χιλ. ευρώ)

2004

Ιαν.-Σεπτ. 2004

Ιαν.-Σεπτ. 2005

Σοκολάτες

47.493

31.255

35.161

Πραλίνες

26.968

16.073

16.713

Πηγή: Information Resources Hellas

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΕΣΥΕ 2004-2005 : "ΚΟΠΗΚΕ Η ΦΟΡΑ" ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Σημαντική επιβράδυνση παρουσίασαν οι καταναλωτικές δαπάνες την περίοδο 2004-2005, σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ. Οι ‘χαμένοι’ της περιόδου ήταν οι κυριότεροι κλάδοι του λιανεμπορίου, όπως τα είδη διατροφής, η ένδυση-υπόδηση και τα είδη οικιακής χρήσης, που είδαν τα μερίδιά τους στο ‘καλάθι της νοικοκυράς’ να συρρικνώνονται. Από την άλλη, καταγράφεται έκρηξη στις δαπάνες του τομέα των ‘επικοινωνιών’, ενώ αυξημένο σε μικρότερο βαθμό είναι το ειδικό βάρος των δαπανών για μεταφορές, υγεία και ξενοδοχεία-εστίαση.

Τα κυριότερα ευρήματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

  • Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών εμφανίζονται αυξημένες κατά 12,15% σε σχέση με την περίοδο 1998-1999 που είχε διενεργηθεί η προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα. Την προηγούμενη περίοδο είχε καταγραφεί αύξηση 22%. Δηλαδή, η Έρευνα, καταγράφοντας τη μείωση της ανοδικής τάσης της καταναλωτικής δαπάνης, απλώς επιβεβαίωσε τις ‘γκρίνιες’ τόσο των καταναλωτών όσο και των εμπόρων, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια διαμαρτύρονται όλο και εντονότερα για την μείωση της αγοραστικής δύναμης στην αγορά.

Όπως σημειώνει η ΕΣΥΕ, η αύξηση αυτή είναι σε πραγματικούς όρους, δηλαδή έχει ληφθεί υπόψη η μεταβολή των τιμών κατά το διάστημα 1998/1999-2004/2005 (κι αυτό για να αποτραπεί το ενδεχόμενο σύγχυσης από τα διαφορετικά ποσοστά που εμφανίζονται στους πίνακες, τα οποία είναι σε τρέχουσες τιμές).

  • Πάνω από το 20% των Ελλήνων, δηλαδή περισσότεροι από 2 εκατομμύρια συμπατριώτες μας, ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Την κατάσταση τη ‘σώζει’ κάπως η αυξημένη ιδιοκατοίκηση, η οποία περιορίζει το ποσοστό αυτό περίπου κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες.
  • Η κοινωνική ανισότητα επιμένει, καθώς οι αγορές που πραγματοποιούν οι πλουσιότεροι είναι περίπου έξι φορές μεγαλύτερες από τις αγορές του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού.
  • Έντονες είναι και οι γεωγραφικές ανισότητες. Μόνο τρεις περιφέρειες, η Αττική, η Κεντρική Μακεδονία και το Νότιο Αιγαίο, ξοδεύουν πάνω από το μέσο όρο της χώρας, ενώ στη φτωχότερη περιφέρεια, την Ήπειρο, οι οικογενειακές δαπάνες δεν καλύπτουν ούτε το 70% του πανελλαδικού μέσου όρου. Σε έξι από τις 13 περιφέρειες της χώρας, το ‘καλάθι της νοικοκυράς’ δεν φθάνει ούτε το 90% του μέσου όρου.

Οριακή μείωση στα είδη διατροφής

Κατά μέσο όρο, η μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών με τρόπο κτήσης “αγορά” ανέρχεται σε 1.792,28 ευρώ. Το σχετικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αφορά σε είδη διατροφής (17,10%) και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές (12,60%), ενώ το μικρότερο μέρος των δαπανών αφορά στην εκπαίδευση (2,86%).

Η ΕΣΥΕ επισημαίνει ιδιαίτερα ότι για τη χρονική περίοδο 1999-2004 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και ειδικότερα, μετατόπιση των δαπανών για διατροφή, ένδυση-υπόδηση, διαρκή καταναλωτικά και λοιπό αγαθά προς τις υπόλοιπες κατηγορίες, κυρίως προς τις δαπάνες που αφορούν στις επικοινωνίες.

Αυξητικές τάσεις εξακολουθούν να παρουσιάζουν οι ιδιωτικές κοινωνικές δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση. Ειδικότερα, την 30ετία 1974-2004 οι δαπάνες υγείας, ως ποσοστό του συνόλου των δαπανών της χώρας, αυξήθηκαν από 4,75% σε 7,15%, ενώ οι δαπάνες για εκπαίδευση αυξήθηκαν από 1,26% σε 2,86% (δηλαδή το ειδικό βάρος τους στο ‘καλάθι της νοικοκυράς’ υπερδιπλασιάστηκε).

Οι δαπάνες για αγορές ειδών διατροφής εμφανίζονται σε τρέχουσες τιμές αυξημένες κατά 27%. Όμως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, αφού σε σταθερές τιμές, οι δαπάνες αυτές εμφανίζουν οριακές μειώσεις σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (1998/1999). Όπως αναφέρει η ΕΣΥΕ, στην τελευταία έρευνα καταγράφηκε μείωση στις δαπάνες για λαχανικά 0,77%, κρέας 0,75%, φρούτα 0,55% και καφέ-τσάι-κακάο 0,34%. Αντίθετα, αυξήθηκαν 0,56% οι δαπάνες για ψάρια, 0,33% για έλαια και λίπη, 0,45% για ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά και 0,43% για μεταλλικά νερά, χυμούς και αναψυκτικά.

Αποτέλεσμα αυτών των αυξομειώσεων είναι η μείωση του μεριδίου των ειδών διατροφής στις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών, έστω και οριακά, από το 17,4% στο 17,1%.

Πάντως, τα σκήπτρα στις δαπάνες για τα είδη διατροφής συνεχίζει να κρατά το κρέας. Το 22,08% των χρημάτων που δαπανώνται για τρόφιμα αφορούν σε αγορές κρεάτων. Οι δαπάνες για ψάρια αντιπροσωπεύουν το 8,27% του συνόλου, για γαλακτοκομικά προϊόντα το 18,4%, για φρούτα το 7,56%, για έλαια και λίπη το 5,5%, για λαχανικά το 11,55%, για δημητριακά (αλεύρι, ψωμί κλπ) το 13,13%, για μη οινοπνευματώδη ποτά το 3,91%, για είδη ζαχαροπλαστικής το 6,46% και για άλλα τρόφιμα το 1,35%.

Αν ληφθεί ως κριτήριο η ποσότητα των ειδών διατροφής που αγοράζει κατά μέσο όρο το ελληνικό νοικοκυριό, τότε έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

  • Σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα παρατηρείται μείωση της κατανάλωσης σε ποσότητες στις κατηγορίες: αλεύρι-δημητριακά-ψωμί -7,41%, ψάρια -2,84%, φρούτα -20,74%, λαχανικά -8,64% και κρέας -1,45%.
  • Αντίθετα, αυξήθηκαν οι ποσότητες των γαλακτοκομικών 1,74%, των ελαίων 21,76%, των μεταλλικών νερών-αναψυκτικών-χυμών 20,21%.
  • Επίσης, η ποσότητα των οινοπνευματωδών ποτών που αγοράζει η ελληνική οικογένεια αυξήθηκε κατά 23,4%, ενώ αυξημένες 3,2% εμφανίζονται και οι αγορές τσιγάρων (πάντα σε ότι αφορά τις ποσότητες).

Διευρύνθηκαν οι ανισότητες

Οι ανισότητες στην ελληνική κοινωνία διογκώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Όπως έδειξε η έρευνα της ΕΣΥΕ, το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,90 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης καταναλωτικής δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Ο δείκτης μειώνεται στο 4,65% όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη κλπ).

Ο κίνδυνος της φτώχειας απειλεί το 20,8% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή πάνω από 2,2 εκατομμύρια κατοίκους, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η καταναλωτική δαπάνη με τρόπο κτήσης “αγορά”. Όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά κλπ), τότε το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 17,1% του πληθυσμού.

Σε ότι αφορά τις γεωγραφικές ανισότητες, να επισημάνουμε ότι η σχέση της υψηλότερης προς τη χαμηλότερη μέση μηνιαία καταναλωτική δαπάνη κατά νοικοκυριό, στις περιφέρειες της χώρας (Αττικής και Ηπείρου) είναι 1,61.

Αυξήθηκε η μέση οικογενειακή δαπάνη

Η μέση μηνιαία οικογενειακή δαπάνη, αν ληφθούν υπόψη όλοι οι τρόποι κτήσης αγαθών και υπηρεσιών, αυξάνει σε 2.163,06 ευρώ. Το ποσό αυτό κατανέμεται ως εξής:

  • 1.792,28 ευρώ ή 82,86% από αγορές.
  • 21,24 ευρώ ή 0,98% από δική του παραγωγή.
  • 294,82 ευρώ ή 13,63% από δική του επιχείρηση.
  • 54,73 ευρώ ή 2,53% από άλλες πηγές.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ίδια παραγωγή, η οποία καλύπτει περίπου το 1% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών. Η ίδια παραγωγή αφορά κυρίως τρόφιμα και ποτά και είναι ιδιαίτερα αυξημένη στα Ιόνια Νησιά, στην Πελοπόννησο, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, κυρίως λόγω της μεγάλης παραγωγής και κατανάλωσης ελαιολάδου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Δυτική Ελλάδα η ίδια παραγωγή καλύπτει το 2,94% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών και ανέρχεται σε 55,51 ευρώ. Στα νησιά του Ιονίου το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 61,26 ευρώ, στην Πελοπόννησο σε 51,42 ευρώ, στην Κρήτη σε 53,58 ευρώ. Αντίθετα, η ίδια παραγωγή στην Αττική ανέρχεται μόλις σε 3,72 ευρώ και καλύπτει το 0,15% του συνόλου των δαπανών των νοικοκυριών. Στην Κεντρική Μακεδονία το αντίστοιχο ποσό είναι 10,43 ευρώ που αντιστοιχεί στο 0,48% των συνολικών δαπανών.

Η ιδιοκατοίκηση κερδίζει έδαφος

Από την έρευνα προκύπτει ότι η ήδη εκτεταμένη ιδιοκατοίκηση (συμπεριλαμβανομένης και της δωρεάν χρήσης ή παραχώρησης με μειωμένο ενοίκιο), που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη έρευνα (79,6%) αυξήθηκε και ανήλθε σε ποσοστό 80,05%. Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασαν οι αστικές περιοχές από 72,6% σε 73,53%, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, 96,96%, εμφανίζεται στις αγροτικές περιοχές.

Στην Περιφέρεια της Πρωτεύουσας η ιδιοκατοίκηση φθάνει το 70,87%. Στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης το 78,03%, στις λοιπές αστικές περιοχές το 75,97% και στις ημιαστικές το 87,64%.

Αναφορικά με ορισμένους ακόμη δείκτες που δείχνουν τις συνθήκες διαβίωσης, η έρευνα της ΕΣΥΕ κατέγραψε τα εξής σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα του 1998/1999:

  • Αυξήθηκαν από 14,5% σε 17,7% τα νοικοκυριά που διαθέτουν δεύτερη κατοικία.
  • Υπερδιπλασιάστηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν τουλάχιστον ένα κινητό τηλέφωνο.
  • Σχεδόν όλα τα νοικοκυριά διαθέτουν έγχρωμη τηλεόραση και σταθερό τηλέφωνο.
  • Αυξήθηκαν σημαντικά, από 12,1% σε 34,02%, τα νοικοκυριά που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή.
  • Σήμερα πάνω από 1 στα 4 νοικοκυριά διαθέτει DVD και φούρνο μικροκυμάτων.
  • Η κεντρική θέρμανση έχει ‘φτάσει’ περίπου στα Ύ των ελληνικών νοικοκυριών.
  • Τα 2/3 των νοικοκυριών της χώρας διαθέτουν σήμερα επιβατικό αυτοκίνητο. Πριν πέντε χρόνια είχαν κάνει αυτό ‘το όνειρο πραγματικότητα’ μόνο το 52% των νοικοκυριών της χώρας.
  • Επίσης, περίπου 1 στα 12 νοικοκυριά διαθέτουν κλειστό γκαράζ, ποσοστό διπλάσιο από αυτό που είχε καταγραφεί πριν πέντε χρόνια.

Οι δέκα μεγαλύτερες δαπάνες

Το πιο βαρύ έξοδο στο ‘καλάθι της νοικοκυράς’ αποτελούν οι δαπάνες στον τομέα της μαζικής εστίασης. Κατά μέσο όρο στα εστιατόρια και τα καφενεία δαπανάται το 8,6% του οικογενειακού προϋπολογισμού. Το υψηλότερο ποσοστό (9,7%) συναντάται στις οικογένειες με παιδιά άνω των 16 ετών, ενώ το χαμηλότερο (2,48%) στα νοικοκυριά του ενός ατόμου ηλικίας πάνω από 65 χρόνων.

Τον πίνακα των δέκα μεγαλύτερων δαπανών κλείνουν τα εξής αγαθά και υπηρεσίες:

  • Ενδύματα, 5,76%. Το υψηλότερο ποσοστό συναντάται στις οικογένειες με δύο παιδιά έως και 16 ετών (6,22%).
  • Αυτοκίνητα, 4,68%. Το υψηλότερο ποσοστό συναντάται στις οικογένειες που απαρτίζονται από ένα γονέα και τουλάχιστον ένα παιδί έως 16 ετών (6,22%).
  • Υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, 4,47%. Το υψηλότερο ποσοστό συναντάται στις οικογένειες που απαρτίζονται από ένα γονέα και τουλάχιστον ένα παιδί έως 16 ετών (5,32%).
  • Κρέας, 3,78%, με υψηλότερο ποσοστό στο ζευγάρι με τουλάχιστον τρία παιδιά έως 16 ετών ((3,93%)
  • Καύσιμα και λιπαντικά 3,77%, με υψηλότερο ποσοστό στις οικογένειες με παιδιά άνω των 16 ετών (4,44%).
  • Καπνός 3,30%, με υψηλότερο ποσοστό στις οικογένειες με παιδιά άνω των 16 ετών (3,81%).
  • Διάφορες υπηρεσίες 3,27%, με υψηλότερο ποσοστό στις οικογένειες με παιδιά άνω των 16 ετών (3,44%).
  • Ενοίκιο κύριας κατοικίας 3,22%, με υψηλότερο ποσοστό στις οικογένειες που απαρτίζονται από ένα γονέα και τουλάχιστον ένα παιδί έως 16 ετών (8,05%).
  • Γαλακτοκομικά προϊόντα 3,15%, με υψηλότερο ποσοστό στο ζευγάρι με τουλάχιστον τρία παιδιά έως 16 ετών (4,12%).

Από τα είδη λιανεμπορίου που βρίσκονται σχετικά ψηλά στον ίδιο πίνακα, αξίζει να αναφέρουμε τα είδη ατομικού ευπρεπισμού που απορροφούν κατά μέσο όρο το 2,49% των οικογενειακών δαπανών (11η θέση), τα είδη από δημητριακά (αλεύρι, ψωμί κλπ) με ποσοστό 2,25% (12η θέση), τα είδη υπόδησης με ποσοστό 2,1% (14η θέση) και τα λαχανικά με ποσοστό 1,97% (15η θέση).

Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι της αγοράς

Ο κλάδος με τα περισσότερα ‘κέρδη’ την τελευταία πενταετία είναι οι επικοινωνίες, οι οποίες αύξησαν το μερίδιό τους στο καλάθι της νοικοκυράς κατά 0,98 ποσοστιαίες μονάδες. Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί σε αύξηση του μεριδίου του κλάδου κατά 27,8% (από 3,53% το 1999 σε 4,52% το 2005).

Στους κερδισμένους ανήκουν ακόμη:

  • Από το λιανεμπόριο μόνο ο κλάδος των οινοπνευματωδών ποτών και του καπνού. Το μερίδιό του αυξήθηκε κατά 0,33 ποσοστιαίες μονάδες ή ποσοστό 9,1%.
  • Το μερίδιο των δαπανών στέγασης κατά 0,59 ποσοστιαίες μονάδες ή ποσοστό 5,8%.
  • Το μερίδιο του κλάδου των μεταφορών κατά 0,43 μονάδες ή ποσοστό 3,5%.
  • Το μερίδιο του κλάδου υγείας κατά 0,33 μονάδες ή ποσοστό 4,9%.
  • Το μερίδιο του κλάδου των ξενοδοχείων και της εστίασης κατά 0,26 μονάδες ή ποσοστό 2,7%.
  • Το μερίδιο του κλάδου αναψυχή και πολιτισμός κατά 0,11 μονάδες ή ποσοστό 2,3%.
  • Το μερίδιο στους κλάδους της εκπαίδευσης κατά 0,07 μονάδες ή ποσοστό 2,43%.

Οι μεγαλύτερες απώλειες καταγράφηκαν στον κλάδο ΄διάφορα αγαθά και υπηρεσίες’, του οποίου το μερίδιο στο σύνολο των δαπανών του νοικοκυριού μειώθηκε κατά 1,23 ποσοστιαίες μονάδες ή ποσοστό 10,4%.

Παραπλήσιες είναι οι απώλειες και του κλάδου της ένδυσης και υπόδησης, Εδώ η μείωση έφτασε τις 0,94 μονάδες, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 10,1%.

Στα είδη οικιακής χρήσης και τα διαρκή αγαθά καταγράφηκε μείωση του μεριδίου κατά 0,63 μονάδες, που αντιστοιχεί στο 7,7% του μεριδίου που κατείχε ο κλάδος κατά την προηγούμενη έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών.

Στους χαμένους περιλαμβάνεται και ο μεγαλύτερος κλάδος του λιανεμπορίου, τα είδη διατροφής. Το μερίδιο του κλάδου στο ‘καλάθι της νοικοκυράς’ μειώθηκε από το 17,4% στο 17,1%, δηλαδή καταγράφηκε μείωση 0,3 ποσοστιαίων μονάδων, που αντιστοιχούν στο 1,7% του μεριδίου του κλάδου κατά την προηγούμενη έρευνα της ΕΣΥΕ (την περίοδο 1998/1999).

Το μερίδιο του λιανικού εμπορίου

Από τα 1.792,26 ευρώ που αντιστοιχούν στις μέσες μηνιαίες δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών από αγορές, στο λιανικό εμπόριο κατευθύνονται τα 746 ευρώ, έναντι 603 ευρώ το 1999. Δηλαδή, σε τρέχουσες τιμές η αύξηση είναι της τάξης του 24%, ποσοστό που είναι χαμηλότερο από την αντίστοιχη αύξηση στο σύνολο των δαπανών, το οποίο πλησίασε το 30%. Αν συμπεριληφθούν και οι δαπάνες στον κλάδο της εστίασης, τότε το συνολικό κονδύλι ανέρχεται σε 900 ευρώ από 725 ευρώ που ήταν το 1999.

Στον κλάδο των τροφίμων η αύξηση κυμαίνεται γύρω στο 27%, ενώ στον κλάδο των οινοπνευματωδών ποτών και του καπνού ξεπερνά το 41%. Όμως, οι αυξήσεις στους υπόλοιπους δύο κυριότερους κλάδους του λιανεμπορίου ήταν ιδιαίτερα χαμηλές: 15,6% στην ένδυση και υπόδηση και 11,3% στα διαρκή αγαθά οικιακής χρήσης. Σχετικά υψηλές, αλλά χαμηλότερες από την μέση αύξηση (30%), ήταν οι αυξήσεις για αγορές οικιακών ειδών άμεσης κατανάλωσης, και ειδών που σχετίζονται με την κουλτούρα και την αναψυχή (συσκευές ήχου και εικόνας, βιβλία, εφημερίδες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, παιχνίδια κλπ).

Τα νοικοκυριά της Αττικής ξοδεύουν τα περισσότερα χρήματα σε όλη τη χώρα για αγορές ειδών λιανεμπορίου. Κατά μέσο όρο το σχετικό κονδύλι φθάνει τα 827 ευρώ μηνιαίως. Ακολουθεί, σε απόσταση αναπνοής, η περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου με 823 ευρώ, ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνει η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας με 775 ευρώ. Στον αντίποδα βρίσκονται η Ήπειρος με 567 ευρώ και η περιφέρεια Βορείου Αιγαίου με 604 ευρώ.

Αναλυτικούς πίνακες βλέπε τεύχος Νο. 346 σελ.78-86