Το 1/3 του τζίρου της μπίρας προέρχεται από τη “ζεστή” αγορά – το 63% της κατανάλωσης γίνεται το καλοκαίρι. Ο Έλληνας πίνει σχεδόν 40 λίτρα μπίρας το χρόνο. Οι μεγάλοι του ανταγωνισμού τοποθετούν νέα προϊόντα στην αγορά.
Η αγορά της μπίρας στη χώρα μας έχει σταθεροποιηθεί περίπου στα 40 εκατομμύρια κιβώτια το χρόνο. Μια τάση ανάπτυξης της αγοράς σε όγκο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, που διαπιστώνεται την τελευταία τριετία, αποδίδεται στη φυσιολογική διακύμανση της κατανάλωσης. Το ήπιο καλοκαίρι ευνοεί την ανάπτυξη των πωλήσεων του προϊόντος, καθώς σε περιόδους με υψηλές θερμοκρασίες η πόση των αλκοολούχων αντενδείκνυται.
Περίπου το 63% της ετήσιας κατανάλωσης του προϊόντος γίνεται μεταξύ Μαϊου και Σεπτεμβρίου. Η τουριστική κίνηση επηρεάζει θετικά την κίνηση του προϊόντος σε ποσοστό 5% έως 7% επί της συνολικής κατανάλωσής του.
Σταθερή προτίμηση στις… ξανθιές
Οι Έλληνες καταναλωτές σε ποσοστό άνω του 90% προτιμούν σταθερά τη μπίρα τύπου lager (ξανθιά). Αυτό είναι και το είδος μπίρας που παράγει η ελληνική ζυθοποιία.
Οι μπίρες που ανήκουν στην κατηγορία standard (ή mass) έχουν μερίδιο κατανάλωσης άνω των 3/5 της αγοράς -τέτοιες μπίρες είναι οι Amstel, Heineken, Mythos και Lowenbrau κ.ά. Το υπόλοιπο της κατανάλωσης αφορά τις μπίρες premium, από τις οποίες οι εγχώριας παραγωγής ικανοποιούν περίπου το 85%-90% της ζήτησης -τέτοιες είναι οι Fischer, Kaiser, Carlsberg, Stella Artois κ.ά. Οι μπίρες της κατηγορίας premium είναι περίπου κατά 35% ακριβότερες από εκείνες της κατηγορίας standard.
Οι καταναλώσεις των σπέσιαλ τύπων μπίρας (της μαύρης, των μοναστηριακών μεγάλης περιεκτικότητας αλκοόλ, των χαμηλής περιεκτικότητας αλκοόλ κλπ) κατέχουν μικρά αλλά σταθερά μερίδια αγοράς.
H κατανάλωση της μπίρας σε βαρέλι εκτιμάται ότι καταλαμβάνει σταθερά περίπου το 10% της ζήτησης (αγορά του catering) και χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα, καθώς το προϊόν πρέπει να καταναλώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την αποσφράγισή του.
Η γυάλινη συσκευασία του προϊόντος κατέχει περίπου το 60%-65% της αγοράς, ενώ το μικρό μεταλλικό κουτί το 15%. Το υπόλοιπο 20% μοιράζεται στο μικρό γυάλινο μπουκάλι, στο βαρέλι και στο μεγάλο μεταλλικό κουτί.
Το 1/3 της διανομής στα σούπερ μάρκετ
Περίπου το 30% έως 35% της διανομής του προϊόντος γίνεται μέσω του λιανεμπορικού ραφιού, ενώ το υπόλοιπο μέσω της “κρύας” αγοράς, στην οποία οι ταβέρνες και τα εστιατόρια έχουν τη “μερίδα του λέοντος”. Τα τελευταία χρόνια δεν διαπιστώνονται μετατοπίσεις στη διανομή από τη μία αγορά προς την άλλη.
Η ελληνική αγορά μοιράζεται μεταξύ των βιομηχανικών εταιριών “Αθηναϊκή Ζυθοποιία” (κύρια προϊόντα της είναι η Amstel και η Heineken), “Ζυθοποιία Β. Ελλάδος” του ομίλου Μπουτάρη (Mythos, Henninger, Kaiser), “Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης” (Lowenbrau, Pills), “Ζυθοποιία Μακεδονίας-Θράκης” (Βεργίνα) και “Ελληνική Ζυθοποιία- ΦΩΤΙΑΔΗΣ” (Carlsberg).
Μπαρ και μπιραρίες ενισχύουν το καταναλωτικό ενδιαφέρον
Η ειδίκευση στην προσφορά μεγάλης ποικιλίας ειδών μπίρας από τα νυχτερινά σημεία πώλησης (μπαρ και μπιραρίες) τα τελευταία χρόνια εκτιμάται ότι συμβάλει γενικότερα στη δημιουργία θετικής τάσης προς το προϊόν από τους νέους σε ηλικία καταναλωτές. Στο πλαίσιο αυτό έχει διαπιστωθεί ότι η κατανάλωση των μικρών συσκευασιών, δηλαδή αυτών που σερβίρονται στα νυχτερινά σημεία πώλησης, σημειώνει ανοδικές τάσεις.
Σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη της νυχτερινής αγοράς στηρίχτηκε και στις εισαγόμενες φίρμες μπίρας, οι οποίες σήμερα εκτιμάται ότι κατέχουν περίπου το 6% επί του συνόλου της ετήσιας κατανάλωσης του προϊόντος. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι ιδιαίτερα έντονος, αφού το ποσοστό αυτό το μοιράζονται περίπου 150 επωνυμίες (πολλές από αυτές καταναλώνονται σχεδόν αποκλειστικά στις μπιραρίες). Όμως, τα περιθώρια ανάπτυξης του μεριδίου αγοράς της εισαγόμενης μπίρας φαίνεται ότι είναι περιορισμένα, αφού η αισθητά μεγαλύτερη τιμή της από το προϊόν της εγχώριας ζυθοποιίας αποτρέπει τους καταναλωτές από τη ζήτησή της πέραν των μπαρ. Σημειώνεται ότι το μερίδιο που κατέχουν τα μπαρ και οι μπιραρίες -ως προς το σύνολο των σημείων μαζικής εστίασης (περίπου 75.000 καταστημάτων) που διαθέτουν το προϊόν της εγχώριας ζυθοποιίας- είναι μικρό και σταθερό.
Νέα προϊόντα από τους μεγάλους της αγοράς
Κινητικότητα παρουσιάζεται από πέρυσι στην αγορά, με το λανσάρισμα νέων προϊόντων από τους δύο επικεφαλής του ανταγωνισμού. Ειδικότερα:
- Η “Αθηναϊκή Ζυθοποιία” πέρυσι τοποθέτησε στην αγορά τη μπίρα Fischer, ενώ από τις αρχές του Απριλίου φέτος λανσάρει ένα νέο προϊόν, βασισμένο σε μια από τις δοκιμασμένες συνταγές που παραχώρησε ο Φιξ στην εταιρία με την παλαιά και καταξιωμένη επωνυμία ΑΛΦΑ. Και τα δύο προϊόντα, που κυκλοφορούν σε μπουκάλι και σε μικρό κουτί, υποστηρίζονται με τηλεοπτική, ραδιοφωνική και υπαίθρια διαφήμιση, καθώς και με ειδικές προωθητικές ενέργειες στα σούπερ μάρκετ και στη νυχτερινή αγορά.
- Η “Ζυθοποιία Β. Ελλάδος” του ομίλου Μπουτάρης στο τέλος του περσινού καλοκαιριού λανσάρισε την αυστραλιανής προέλευσης ξανθή μπίρα Foster’s. Το Δεκέμβριο του ’99 παρουσίασε στην αγορά του catering την κόκκινη μπίρα, ιρλανδικής καταγωγής, Kilkenny σε βαρέλι. Και τα δύο προϊόντα βρίσκονται στη φάση του λανσαρίσματος και υποστηρίζονται με προωθητικά προγράμματα στα σημεία πώλησης.
Η διαφημιστική δαπάνη της μπίρας, σύμφωνα με τα στοιχεία της MEDIA SERVICES, το 1999 ανήλθε στα 3,8 δισ. δρχ., παρουσιάζοντας, σε σχέση με το 1998, μια ανάπτυξη της τάξης του 2,7% .
Δυναμικές ανάπτυξης στην αγορά των own labels
Οι φτηνότερες own labels μπίρες αποτελούν ένα καινούργιο κομμάτι της “ζεστής” αγοράς του προϊόντος, το οποίο, όπως εκτιμάται, κατέχει το 8,5% της κίνησής του στο λιανεμπορικό ράφι (πηγή: “Αθηναϊκή Ζυθοποιία”). Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη φτάνει το 15%-20%. Σημειώνεται πάντως ότι δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί με ασφάλεια το πραγματικό μέγεθος του μεριδίου των own labels, δεδομένων των πρόσφατων αλλαγών στο ελληνικό λιανεμπόριο και της υιοθέτησης νέων στρατηγικών σχετικά με τα προϊόντα αυτά. Επίσης, δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός του μεριδίου αρκετών μικρών επωνυμιών μπίρας, που εισάγονται περιστασιακά από ανεξάρτητους εισαγωγείς -συμπεριλαμβανομένων και των αλυσίδων- και πωλούνται από τα σούπερ μάρκετ.
Η κατανάλωση μπίρας στην Ευρώπη το 1998
ΧΩΡΑ |
Κατά κεφαλή κατανάλωση |
Συνολική κατανάλωση (σε χιλ. λίτρα) |
Τσεχία |
164,7 |
1.683,6 |
Ιρλανδία |
155,5 |
560,0 |
Γερμανία |
128,8 |
10.578,5 |
Δανία |
114,3 |
600,9 |
Αυστρία |
112,3 |
912,6 |
Αγγλία |
105,0 |
6.175,0 |
Βέλγιο |
100,5 |
1.024,0 |
Σλοβενία |
93,8 |
180,0 |
Ολλανδία |
85,1 |
1.332,5 |
Σλοβακία |
84,5 |
453,0 |
Κροατία |
82,9 |
372,3 |
Φιλανδία |
80,8 |
416,1 |
Ουγγαρία |
74,6 |
741,0 |
Ισπανία |
67,0 |
2.642,1 |
Πορτογαλία |
65,7 |
651,2 |
Ελβετία |
61,8 |
442,5 |
Σουηδία |
57,8 |
512,1 |
Νορβηγία |
55,2 |
243,1 |
Γιουγκοσλαβία |
53,9 |
560,3 |
Πολωνία |
53,2 |
2.055,5 |
Βουλγαρία |
46,3 |
388,3 |
Εσθονία |
45,6 |
66,0 |
Λιθουανία |
41,8 |
155,0 |
Ρουμανία |
40,1 |
906,0 |
Γαλλία |
39,0 |
2.290,0 |
Ελλάδα |
38,2 |
402,8 |
FYROM |
27,3 |
60,1 |
Ιταλία |
25,9 |
1.487,4 |
Ρωσία |
19,6 |
2.881,9 |
Ουκρανία |
12,9 |
661,6 |
Τουρκία |
12,2 |
780,0 |
Μολδαβία |
7,2 |
32,2 |
ΠΗΓΗ: “Αθηναϊκή Ζυθοποιία”