Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση προωθεί ένα σχέδιο αλλαγής υποδείγματος της οικονομικής ανάπτυξης, βασισμένο στην εμβάθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της περιόδου 2010-2019, με βαθιές τομές σε πολλούς τομείς της οικονομίας και του κράτους. Σύμφωνα με τα κέντρα τεκμηρίωσης των παραγωγικών φορέων της ελληνικής οικονομίας, οι πρώτες παρεμβάσεις της νέας κυβέρνησης αναδιαμορφώνουν τις εκτιμήσεις για τη διετία 2019-2020. Ειδικότερα, η μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% από φέτος, η μείωση του φόρου επί των κερδών των επιχειρήσεων από 28% στο 24% ήδη φέτος, όπως και η μείωση του φόρου επί των διανεμόμενων μερισμάτων από 10% σε 5%, εκτιμάται πως θα μειώσουν τα έσοδα της ΓΚ κατά 0,7 δισ. ευρώ (αναλογία 0,35% επί του ΑΕΠ). Για να μην επηρεαστεί ο στόχος διαμόρφωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 3,5%, η κυβέρνηση σκοπεύει αφενός ν’ αυξήσει την εισπραξιμότητα των φόρων και αφετέρου να μειώσει τις Πρωτογενείς Δημόσιες Δαπάνες κατά 0,5 δισ. ευρώ. Για το 2020 εκτιμάται πως η εφαρμογή πρόσθετων φοροελαφρύνσεων, όπως η αναστολή του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές, η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ στο 13% σε συγκεκριμένα είδη κατανάλωσης, η διαμόρφωση του φόρου των επιχειρηματικών κερδών στο 20%, η προσαρμογή του κατώτατου και του οριακού συντελεστή στον Φόρο Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων στο 9% από 22%, και η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης και των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία από το 2020 (κόστους 2 δισ. ευρώ, δηλ. 500 εκατ. ετησίως ), συνεπάγεται μια μείωση των φορολογικών εσόδων ύψους 1,6 δισ. ευρώ (αναλογία 0,8% επί του ΑΕΠ). Αν η εφαρμογή των περιγραφόμενων μέτρων από το 2020 α) επιφέρει αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ στο 3,8% έναντι προβλεπομένου 3,3%, β) αυξηθεί σημαντικά η εισπραξιμότητα των εσόδων, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων της ΓΚ κατά 0,6 δισ. ευρώ και γ) συγκρατηθούν οι Πρωτογενείς Δαπάνες της ΓΚ (1,2% έναντι προβλεπομένου 1,8%), τότε το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στο 3,5%. Η εξίσωση είναι πρακτικά πολύ δύσκολη. Σημειωτέον ότι η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται 2,4% φέτος, 3% το 2020, 2,8% το 2021 και 2,7% το 2022.
Οι επενδύσεις και το νέο αναπτυξιακό νομοσχέδιο
Από φέτος εκτιμά η κυβέρνηση ότι ωριμάζουν οι συνθήκες για τη δυναμική αύξηση των επενδύσεων. Ειδικότερα, το σχέδιο ανάπτυξης για τη περίοδο 2019-2023 περιλαμβάνει τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων σε κατοικίες με Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) 21,8% έναντι 17,2% το 2018 και -66,5% την περίοδο 2014-2018, την αύξηση των επενδύσεων σε λοιπές κατασκευές με ΜΕΡΜ 7,8%, τη συνεχιζόμενη αύξησή τους σε μηχανολογικό εξοπλισμό με ΜΕΡΜ 7,9% (μετά το 8,9% την περίοδο 2014-2018), την αύξησή τους σε μεταφορικό εξοπλισμό με ΜΕΡΜ 8,5% έναντι 0,5% μεταξύ 2014 και 2018 και σε λοιπές επενδύσεις με ΜΕΡΜ 4,8% έναντι αντιστοίχως 1,7%. Επίσης, η κυβέρνηση εκτιμά ότι ως 2023 θα αναπτυχθούν οι επενδύσεις της ΓΚ (από ΕΣΠΑ 2014-2020 και ιδιωτικοποιήσεις), αλλά και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με αναμενόμενη σημαντική συμβολή των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται η επένδυση στο Ελληνικό (8 δισ. ευρώ), η περιβαλλοντική αναβάθμιση της επένδυσης της Eldorado Cold στις Σκουριές και η επέκτασή της στη Θράκη (1 δισ. ευρώ), η επέκταση της επένδυσης της Cosco στον Πειραιά (800 εκατ. ευρώ), η δημιουργία επενδύσεων ψηφιακής τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης από την PRIZER, οι διενέργεια επενδύσεων (460 εκατ. ευρώ) από 17 φαρμακοβιομηχανίες κ.ά.
Για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της η νέα κυβέρνηση ήδη κατέθεσε στη Βουλή νέο αναπτυξιακό νομοσχέδιο, το οποίο, σύμφωνα με τους συντάκτες του, εισάγει «σαρωτικές παρεμβάσεις», που διαμορφώνουν ένα νέο, ευέλικτο για την προσέλκυση νέων επενδύσεων πλαίσιο. Εν συντομία στο νομοσχέδιο προβλέπεται η απλούστευση των διαδικασιών έναρξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η άρση των εμποδίων αναφορικά με τον χωροταξικό σχεδιασμό της, η κατάργηση της κατηγορίας των «μεσαίας όχλησης» επιχειρήσεων υπέρ βιοτεχνικών και εμπορικών επενδύσεων, η απλούστευση των περιβαλλοντολογικών προϋποθέσεων, η άρση με fast track διαδικασίες των «αρχαιολογικών εμποδίων», ενώ διπλασιάζεται ο συντελεστής δόμησης για στρατηγικές επενδύσεις, καθιερώνεται το «Επιχειρηματικό Πάρκο Μεγάλης Μονάδας» για την εγκατάσταση μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεων, δημιουργείται ο Ενιαίος Ψηφιακός Χάρτης για την άμεση πρόσβαση σε γεωχωρικά δεδομένα και συγκροτείται Εθνικό Μητρώο Υποδομών. Επίσης, προβλέπεται η διενέργεια του ελέγχου των επενδυτικών σχεδίων και της υλοποίησής τους από τρίτους (τράπεζες, ιδιωτικές επιχειρήσεις) αντί των δημόσιων υπηρεσιών, η προκαταβολή των κρατικών ενισχύσεων με την ολοκλήρωση της υλοποίησης του 50% των επενδυτικών σχεδίων κ.ά.
Σημειώνουμε ότι το νομοσχέδιο επιφυλάσσει μεγάλες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, καθώς καθιστά τις επιχειρησιακές συμβάσεις υπερισχύουσες των κλαδικών, για επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε οικονομική δυσχέρεια, και τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αρμόδιο για την επέκταση ή μη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αναλόγως των επιπτώσεών τους στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την απασχόληση, ενώ καθιερώνει την ηλεκτρονική ψηφοφορία στις γενικές συνελεύσεις των εργαζομένων και ορίζει τη δημιουργία Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Εργοδοτών. Επιπροσθέτως προβλέπει την αύξηση του κόστους της πρόσθετης εργασίας στη μερική απασχόληση και την εφαρμογή της ηλεκτρονικής κάρτας εργαζομένων, με σκοπό την πάταξη της αδήλωτης εργασίας κ.ά.
Υπόσχεση ανάπτυξης σε χαλεπούς καιρούς
Η κυβέρνηση, πάντως, δέχεται δριμεία κριτική περί ωραιοποίησης των επιπτώσεων από την άσκηση της οικονομικής πολιτικής της υπό το γενικό μότο ότι η είναι καταφανώς μεροληπτική υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων και εις βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι υπόκειται σε έμμεση πλην σαφή κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και σε ασφυκτικό έλεγχο της συνδικαλιστικής τους δράσης. Επίσης, αμφισβητείται η δυνατότητα «γενικευσιμότητας» της εν λόγω πολιτικής, εφόσον αγνοεί, όπως υποδεικνύεται, τις δομικές αντιθέσεις του τρόπου οργάνωσης της παγκόσμιας και εγχώριας οικονομίας.
Το βέβαιο είναι ότι η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης θα κριθεί στην καθημερινότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ιδιαίτερα σε εποχή διεθνούς επιβράδυνσης, με αρνητικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία εξαιτίας τριών παραγόντων: Της σημαντικής αύξησης του ποσοστού εξωστρέφειας της οικονομίας (ποσοστό εξαγωγών στο ΑΕΠ 19,9% το 2009 έναντι 34% το 2018), του εμπορικού πολέμου μεταξύ των υπερδυνάμεων, που ανακόπτει τις άμεσες ξένες επενδύσεις, και της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος να διασφαλίσει συμφέροντες όρους δανεισμού στις εγχώριες επιχειρήσεις.
Στο μεταξύ, «η κρίση ξαναχτυπά!», προειδοποιούν οι αναλυτές των διεθνών οργανισμών, οι πολιτικοί ταγοί και οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών σε ΕΕ και ΗΠΑ. Η Fed μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου «έριξε» στη διατραπεζική αγορά, όπως το 2008, 278,2 δισ. δολάρια, προκειμένου να παράσχει ρευστότητα σε τράπεζες, που αδυνατούσαν να κλείσουν τους ημερήσιους λογαριασμούς τους. Μια εβδομάδα νωρίτερα η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει την ενεργοποίηση ενός νέου κύκλου ποσοτικής χαλάρωσης. Την ίδια ώρα ο πρόεδρος των ΗΠΑ πιέζει τη Fed να μειώσει τα επιτόκιά της και ετοιμάζει τόνωση της ανάπτυξης μέσω μειώσεων στη φορολογία των επιχειρήσεων, ενόσω οι Δημοκρατικοί προτείνουν ένα Green New Deal, με επενδύσεις στις υποδομές βάσει των «πράσινων» τεχνολογιών. Στη Γερμανία τα δύο συνεχόμενα αρνητικά τρίμηνα ανάπτυξης προκαλούν ανησυχία και οι φωνές που ζητούν επανεξέταση της δημοσιονομικής πολιτικής πολλαπλασιάζονται. Ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα και ευρωπαϊκές χώρες, εκδηλωμένος με πολιτικές υπερβάλλουσας δασμολόγησης και προστατευτισμού, σε συνδυασμό με τις δυσμενέστατες προοπτικές του Brexit για την ευρωπαϊκή οικονομία, δημιουργούν προϊούσα αστάθεια και ανασφάλεια. Αν σε αυτά προστεθεί η νέα φάση της διαρκούς διεθνούς κρίσης στη Μέση Ανατολή και η όξυνση της προσφυγικής κρίσης, το συμπέρασμα είναι πως η διαχείριση της κατάστασης είναι ιδιαίτερα σοβαρή, πιθανώς ανάλογη του 2008.