Προγράμματα πιστότητας: Ούτε εύκολη υπόθεση ούτε φτηνή επιλογή

Η ψηφιοποίηση των αγορών μέσω καρτών πιστότητας, έξυπνων τηλεφώνων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, tablets ή άλλων ανάλογων συσκευών, όπως κι η καθιέρωση των e-shops στη συνείδηση των καταναλωτών, συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα για τα σούπερ μάρκετ, η οποία μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης εξελίσσεται ταχύτατα. Οι αλυσίδες με την πάροδο του χρόνου θα ψηφιοποιούνται όλο και περισσότερο, επενδύοντας στην ανάπτυξη αλγορίθμων, big data και ΙοΤ, ενώ η εγκατάσταση του 5G σε βάθος τριετίας θα τους επιτρέψει μεγαλύτερη και ταχύτερη πρόσβαση στην ψηφιακή πληροφορία.
πολογίζεται ότι μέχρι σήμερα η οργανωμένη λιανική έχει διαθέσει περί τα 400 εκατ. ευρώ στο πεδίο της ψηφιακής πληροφορίας, δίχως στα κεφάλαια αυτά να υπολογίζονται οι βασικές υποδομές σε συστήματα μηχανογράφησης. Στην επόμενη τριετία-τετραετία αναμένεται ότι θα επενδυθούν περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ για αναβαθμίσεις λογισμικών, που θα αποβλέπουν στην ορθολογικότερη αξιοποίηση των καρτών πιστότητας και των e-shops. Κι όλα αυτά στο όνομα του καταναλωτή, ώστε να τον καταστήσουν περισσότερο «πιστό» στις αγορές του.
Οι νεο-τεχνολογικές εφαρμογές αναμένεται, μάλιστα, να ανοίξουν την πόρτα του εγχώριου λιανεμπορίου και σε ξένους «παίκτες», που ειδικεύονται στην ψηφιακή διαχείριση αγορών.

Στελέχη του κλάδου αναφέρουν ότι η κρίση του κορονοϊού μπλόκαρε τις εξελίξεις, ωστόσο μετά το 2023, οπότε οι αγορές θα επιστρέψουν πλήρως στην κανονικότητά τους, αναμένεται αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την Ελλάδα, κυρίως από αμερικανικές και κινεζικές εταιρείες με μεγάλη εξειδίκευση στην τομέα. Θεωρείται βέβαιο ότι η είσοδός τους, που θα υλοποιηθεί είτε αυτόνομα είτε σε συνεργασία με ισχυρά εμπορικά δίκτυα, θα ανατρέψει πλήρως τη λογική, βάσει της οποίας η αγορά «κτίζει σχέσεις με τον πιστό πελάτη».

Πόσες κάρτες μένουν στο πορτοφόλι του πελάτη;
Σήμερα, ο τζίρος της οργανωμένης λιανικής που «περνά» μέσα από τις κάρτες πιστότητας, κλασικού ή πιο σύγχρονου τύπου, υπολογίζεται στο 60%-65% επί του συνόλου των εσόδων, που πραγματοποιούν όσες αλυσίδες έχουν λανσάρει ανάλογες παροχές, ενώ μεσοπρόθεσμα το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο 80%-85% σε μέσα επίπεδα και, αντίστοιχα, οι πωλήσεις των e-shops θα έχουν εκτιναχθεί από το 1,5% επί του συνολικού τζίρου της αγοράς σήμερα, στο 15%.

Γενικότερα είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα λανσαριστούν από τα εμπορικά καταστήματα περισσότερες κάρτες πιστότητας. Ωστόσο, λιγότερες θα είναι εκείνες που θα μείνουν στα πορτοφόλια των καταναλωτών. Συστατικά κάθε επιτυχημένης συνταγής θα είναι η διασύνδεση δικτύων από διαφορετικούς κλάδους της αγοράς και ειδικότερα οι συνδυασμένες προσφορές μέσω των καρτών πιστότητας, όπως κι η παροχή πραγματικής αξίας στον καταναλωτή, με την εφαρμογή πρακτικών, που θα λογίζονται «φιλικές» στην κοινωνία και το περιβάλλον.

Για την οργανωμένη λιανική το λανσάρισμα κάρτας πιστότητας δεν αποτελεί μια εύκολη ή φθηνή επιλογή. Αρκεί κανείς να σκεφθεί ότι η κάρτα κοστίζει περίπου 1% επί του ετήσιου τζίρου μιας αλυσίδας κι ότι για να καταστεί κερδοφόρα, θα πρέπει να ενισχύσει τις πωλήσεις του παρόχου της κατά 5%. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για κάθε 1 δισ. ευρώ τζίρου, η κάρτα απαιτεί κόστος παροχών και διαχείρισης 10 εκατ. ευρώ, οπότε προϋποθέτει έξτρα πωλήσεις 50 εκατ. ευρώ. Το βαρύ αυτό φορτίο είναι προφανώς ο λόγος, για τον οποίο ορισμένοι από τους βασικούς «παίκτες» της οργανωμένης λιανικής αποφεύγουν να λανσάρουν κάρτες πιστότητας… Ας δούμε, όμως, πώς η κάθε αλυσίδα κινείται στρατηγικά στην προσπάθειά της να καταστεί περισσότερο πιστός ο πελάτης της.
ΕΥΣ
Ο leader του κλάδου παρά τη γιγάντωσή του μένει πιστός στις παραδοσιακές του αρχές. Δεν διαφημίζεται ούτε λανσάρει κάρτα πιστότητας. Και γιατί να πράξει διαφορετικά, όταν όλες οι μελέτες δείχνουν ότι διατηρεί τους πιο πιστούς πελάτες του κλάδου;

Κατά τα στελέχη της ΕΥΣ, η εταιρεία επενδύει με μεθοδικότητα σε άλλους τομείς, προκειμένου να κρατήσει κοντά της τους καταναλωτές. Όπως αναφέρουν, η τακτική της αυτή αποδίδει περισσότερο στο «ισοζύγιο επιλογής» του πελάτη απ’ όσο οι κάρτες πιστότητας των ανταγωνιστών της. Όπως εξηγούν, για την ΕΥΣ πιστότητα σημαίνει διαφοροποίηση στις υπηρεσίες και το σέρβις προς τον πελάτη, γι’ αυτό, άλλωστε, τα καταστήματα της αλυσίδας απασχολούν 20% περισσότερους υπαλλήλους έναντι των άλλων δικτύων. Επίσης, εφιστούν την προσοχή στο κεντρικό μήνυμα της αλυσίδας προς στο ευρύ κοινό, που δεν είναι άλλο από το «τόσο φθηνά, όσο πουθενά», το οποίο λειτουργεί από μόνο του σαν προωθητικό όχημα και δη σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, σημειώνουν ότι «η πολιτική προώθησης της ΕΥΣ ισχύει για όλους και εξασφαλίζει την απόλυτη διαφάνεια τιμών. Στην πράξη η εταιρεία διατηρεί την πιστότητα του πελάτη της μέσα από ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα προωθήσεων, που δεν δημιουργεί δυσλειτουργίες ή στρεβλώσεις, όπως η tailor made προσέγγιση του καταναλωτή. Μπορεί να χάνονται data από το μη προσωποποιημένο μάρκετινγκ, όμως δεν χάνεται η πιστότητα του κοινού». Μάλιστα, δηλώνουν ότι έχει αποδειχθεί, βάσει διεθνών μελετών, πως τις υψηλότερες επιδόσεις τζίρου τις έχουν όσες αλυσίδες δεν εφαρμόζουν προγράμματα πιστότητας, προσθέτοντας ότι ανάλογη πολιτική θα εφαρμόσει η εταιρεία και με το e-shop. «Δεν θα βομβαρδίζουμε τον καταναλωτή με προσφορές», αναφέρουν, εξηγώντας ότι το sklavenitis.gr θα ακολουθεί τις αρχές του φυσικού καταστήματος κι ότι η εταιρεία δεν θα αξιοποιεί τα στοιχεία του.

ΑΒ Βασιλόπουλος
Σε συνεχείς αναβαθμίσεις της ΑΒ Plus, της πρώτης κάρτας πιστότητας που λανσαρίστηκε στην αγορά του κλάδου (1997), επενδύει η ΑΒ Βασιλόπουλος, προσβλέποντας σε μια περισσότερο προσωποποιημένη προσέγγιση του πελάτη της. Η αλυσίδα, διαθέτοντας συσσωρευμένη εμπειρία σε προγράμματα πιστότητας, μένοντας συνδεδεμένη μέσω της κάρτας με 2,4 εκατ. πελάτες και πραγματοποιώντας το 83% του τζίρου της από την AB Plus, περνά σε μια πιο εξελιγμένη, πιο προσωπική μορφή παροχής υπηρεσιών για τους πελάτες της, έχοντας ήδη από το 2019 μετασχηματίσει ψηφιακά το «εργαλείο» αυτό, με νέες λύσεις και νέες δυνατότητες. Σήμερα, οι πελάτες της, όπως δηλώνει η εταιρεία, απολαμβάνουν μια omnichannel εμπειρία, καθώς, δημιουργώντας τον online λογαριασμό τους και συνδέοντας σε αυτόν την κάρτα AB Plus, αποκτούν ολοκληρωμένη εικόνα των αγορών και των παροχών τους. Τέλος, με την αξιοποίηση της επιστήμης των δεδομένων (Data Science), η εταιρεία σχεδιάζει και νέα αναβάθμιση των στοχευμένων ενεργειών της, βασισμένη στις προτιμήσεις των πελατών, ώστε αναλύοντας τις αγοραστικές τους ανάγκες, να προσφέρει προσωποποιημένη επικοινωνία και περιεχόμενο, μέσω πολλών εναλλακτικών καναλιών και σύγχρονων εργαλείων.

Lidl
Με το λανσάρισμα του Lidl Plus, της εφαρμογής που λειτουργεί τόσο μέσω του App Store όσο και του Google Play, η Lidl Hellas επιχειρεί να φέρνει πιο κοντά της το καταναλωτικό κοινό, προσφέροντάς του έναν επιπλέον τρόπο εξοικονόμησης κόστους αγορών, αλλά και καλύπτοντας τις αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις του. Πρόκειται για μια σύγχρονη προσέγγιση του πελάτη, η οποία δεν προβλέπει την αναγνώριση πόντων ή τη χρήση πλαστικής κάρτας, αλλά βασίζεται μόνο στη χρήση ενός smartphone (Android & iOS). Tο Lidl Plus παρέχει στους εγγεγραμμένους χρήστες εκπτωτικά κουπόνια σε προϊόντα που συνηθίζουν να επιλέγουν, όπως και τη λειτουργία του «Ξύνεις Κερδίζεις» για περισσότερη εξοικονόμηση. Παράλληλα, δίνει στον πελάτη τη δυνατότητα να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή τις συναλλαγές του και το ποσό που εξοικονομεί, μέσω των ηλεκτρονικών αντιγράφων αγορών και της επισκόπησης αγορών, εντός της εφαρμογής και, επιπλέον, παρέχει πρόσβαση στα ψηφιακά φυλλάδια της Lidl.

Το Lidl Plus προβλέπει επίσης τη συνεχή ανανέωσή του με νέες δυνατότητες και περιεχόμενο και περισσότερα χαρακτηριστικά, για επιπλέον ολοκληρωμένες υπηρεσίες. Με το Lidl Plus οι πελάτες θα επωφελούνται προοπτικά και από μια ποικιλία υπηρεσιών, προσαρμοσμένων στις ανάγκες τους, όπως οι προσωποποιημένες προσφορές, η συμμετοχή σε διαγωνισμούς, οι εκπτώσεις και οι ειδικές προωθητικές ενέργειες. Οι χρήστες του Lidl Plus επωφελούνται άμεσα με εκπτώσεις για κάθε αγορά, στο ταμείο.

Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο η Lidl να οργανώσει e-shop και να συνδέσει με αυτό το Lidl Plus, στελέχη της αναφέρουν ότι το ψηφιακό κατάστημα δεν αποτελεί βραχυπρόθεσμο στόχο ούτε προτεραιότητα, καθότι «η Lidl δεν αναζητεί αύξηση τζίρου με κάθε κόστος, αλλά στοχεύει στην εξασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας κάθε δραστηριότητάς της, όπως και της ίδιας της επιχείρησης».

Metro
Αν και η διοίκηση της Metro γνωρίζει ότι τα προγράμματα πιστότητας με τη χρήση των ψηφιακών καρτών είναι μονόδρομος για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, σε αυτή τη φάση δηλώνει ότι αναζητά το μοντέλο εκείνο, που θα μπορούσε να είναι οικονομικά αποδοτικό –με την ευρύτερη έννοια του όρου–, όμως «η άσκηση φαίνεται δύσκολη» και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το πότε θα λανσαριστεί κάρτα πιστότητας για τα My Market.

Όπως σημειώνουν στελέχη της εταιρείας, «το δύσκολο δεν είναι να καθιερώσεις στην αγορά τη δική σου κάρτα, αλλά να την κάνεις αποδοτική. Αν μάλιστα αποτύχεις στο δεύτερο, τότε κινδυνεύεις με μόνιμη ζημιά από ένα προϊόν, το οποίο κοστίζει, τόσο σε παροχές όσο και στη διαχείρισή του, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορείς να το καταργήσεις». Πάντως, κύκλοι της Metro αναφέρουν ότι η εταιρεία μέσω του e-shop καταφέρνει να αντλεί περισσότερα στοιχεία για τον πελάτη της απ’ όσα θα ελάμβανε από μια κάρτα πιστότητας. Ωστόσο, θεωρούν ότι σε αυτή τη φάση που, λόγω του Covid-19, όλοι «τρέχουν» να επενδύσουν στα ψηφιακά καταστήματα, δεν υπάρχει ο διαθέσιμος χρόνος για την ανάλυση και αξιολόγηση των δεδομένων, που παρέχουν οι online παραγγελίες.

Μασούτης
Για τη βορειοελλαδίτικη αλυσίδα η χρήση της Mas Card αποτελεί το κύριο εργαλείο αύξησης της πιστότητας του κοινού των πελατών της εδώ και μια εικοσαετία. Η αλυσίδα διαθέτει στους πελάτες της ψηφιακή κάρτα ήδη από το 2000, έχοντας «συνδέσει» με αυτή το 92% των συναλλαγών που πραγματοποιούνται στα καταστήματά της. Μέσω της Mas Card o πελάτης αποκτά πρόσβαση σε μια σειρά από παροχές, δώρα και e-κουπόνια, πολλά από τα οποία είναι προσωποποιημένα, όπως και σε ενέργειες που εξελίσσονται μέσω του φυλλαδίου της αλυσίδας, ενώ απολαμβάνει και επιστροφές χρημάτων από τις αγορές του, που λαμβάνει άμεσα από το ταμείο. Μόνο οι επιστροφές χρημάτων κοστίζουν ετησίως στη Μασούτης περί τα 8 εκατ. ευρώ. Το e-shop της εταιρείας ανήκει στο ευρύτερο «οικοσύστημα» της κάρτας, αφού ο πελάτης αγοράζει ψηφιακά, κάνοντας χρήση του κωδικού που αναγράφεται στη Mas Card.

Μελλοντικά η διοίκηση της αλυσίδας σχεδιάζει μια σειρά από ψηφιακές ευκολίες, που θα έχουν εφαρμογή στα καταστήματά της, όπως το self shopping, οι «έξυπνες» ουρές στα ταμεία και τα αυτοματοποιημένα ταμεία, προκειμένου μέσω και αυτών των υπηρεσιών να τονώσει ακόμη περισσότερο την πιστότητα του πελάτη της.

Πέντε
Η εταιρεία του δικτύου καταστημάτων Γαλαξίας εισήλθε τελευταία στο πεδίο της ψηφιακής επικοινωνίας και συναλλαγής με το καταναλωτικό κοινό. Ως εκ τούτου είναι νωρίς ακόμη για τη διοίκησή της να αξιολογήσει τα όποια μηνύματα προκύπτουν από την κάρτα πιστότητας, που φέρει τον τίτλο «Η δική μου κάρτα Bonus» και κόστισε επενδυτικά περί τα 200.000 ευρώ. Με την ενέργειά της αυτή η Πέντε κατάφερε σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους «να μπει στο πορτοφόλι» 520.000 πελατών της, καθιστώντας τους περισσότερους εξ αυτών πιστότερους στις επισκέψεις τους στα καταστήματα Γαλαξίας, με την εφαρμογή δύο προγραμμάτων «ποντοδότησης», τα «Bravo Bonus» και «Εxtra Bonus».

Το επόμενο βήμα της προς την τεχνολογία θα της κοστίσει περί τα 4 εκατ. ευρώ και θα αφορά την οργάνωση του δικού της e-shop. Η Πέντε ήδη μελετά τρεις προτάσεις παρόχων σχετικών υπηρεσιών, ώστε να επιλέξει αυτή που εξυπηρετεί περισσότερο τον στόχο της. Η πρόθεσή της είναι, όπως στην περίπτωση της κάρτας, να αξιοποιήσει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και στο ψηφιακό της κατάστημα.

Ηλεκτρονικό Εμπόριο: Προς αλλαγή υποδείγματος σούπερ μάρκετ

Μητέρα των οικονομικών κρίσεων επί των ημερών μας η κρίση της πανδημίας, ενέγραψε ήδη στα μητρώα της παγκόσμιας οικονομίας το μωρό της, το e-commerce. Μια για πάντα! Τα funds διεκδικούν την πατρότητα, η βιομηχανία ποθεί να το μεγαλώσει κι ο μεγάλος του αδερφός, το φυσικό κατάστημα, στη σκέψη ότι μια μέρα ίσως του πουλήσει τα πρωτοτόκια, αυτοσχεδιάζει αγχωμένος επάνω σε τσουνάμι, με άδηλο ακόμα το ως πότε και μέχρι πού θα φτάσει η πλημμυρίδα του και τι θα καταστρέψει η άμπωτή του…

 

Ακόμα, γράφοντας τούτες τις σελίδες, δεν ξέρουμε πώς θα είναι η κατάσταση της δημόσιας υγείας και γενικά η καθημερινότητά μας, όταν δημοσιευτούν. Αρκετές φορές στη διάρκεια του τελευταίου οκταμήνου νιώσαμε την υγειονομική κρίση να κλονίζει την κανονικότητα του κόσμου μας, αλλάζοντας τις προβλέψεις για το μέλλον της κοινωνικοοικονομικής του ζωής. Αν και οι πανδημίες συνοδεύουν τον ανθρώπινο πολιτισμό ως συντελεστής της εξέλιξής του ήδη από την εμφάνισή του, το πρωτοφανές με την τελευταία –πέραν του σοκ στην ατομική εμπειρία καθενός– είναι ασφαλώς η ταχύτητα της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης των κυμάτων της σε πλανητική κλίμακα, γεγονός που θέτει σε αδιανόητη δοκιμασία την ισορροπία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.

Τούτο ακριβώς καθιστά την οικονομική κρίση, η οποία ακολουθεί την πανδημία όπως το τσουνάμι την υποθαλάσσια σεισμική δραστηριότητα, αβυσσαλέα. Δεν απαιτούνται δα ειδικές γνώσεις, για να καταλάβει κανείς ότι η ύφεση μόνο φέτος στη χώρα μας (σίγουρα πια άνω του 10%) αναμένεται ότι θα της κοστίσει περισσότερο από το ένα τρίτο όλων όσα της στοίχισαν οκτώ χρόνια μνημονίων (-25% του ΑΕΠ). Αρκεί επίσης να σκεφτεί ότι, σε αντίθεση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που εκδηλώθηκε ως κρίση διακοπής και αποκατάστασης των χρηματοροών και ανεξαρτήτως των μεταμορφώσεών της μέχρι τώρα ως κρίσεων χρέους στις κατά τόπους εκδηλώσεις της, αυτή εδώ είναι ευθέως κρίση της προσφοράς και της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς επιβάλλεται με κρατική εντολή η διακοπή τους, αμέσως ή εμμέσως, μερικώς ή εξ ολοκλήρου για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Με άλλα λόγια, τώρα πλήττονται οι στοιχειώδεις, οι συστατικές λειτουργίες της πραγματικής οικονομίας κι αυτό συμβαίνει για δεύτερη φορά σ’ ένα χρόνο πριν καν ολοκληρωθεί το ντόμινο των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της πρώτης φοράς.

Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση των νοικοκυριών στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο φέτος, δηλαδή την περίοδο του εαρινού lockdown, κατέγραψε σοκαριστική πτώση 10,7%, μετά από πτώση 3,3% το πρώτο τρίμηνο, μεγεθύνοντας την αγωνία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τις επιπτώσεις του εξελισσόμενου δεύτερου lockdown, ενόσω ο χειμώνας προμηνύεται μαρτυρικός για δημόσια υγεία και οικονομία. Στο μεταξύ, όλο και πιο πολλοί επιστήμονες του τομέα της υγείας προϊδεάζουν το παγκόσμιο κοινό ότι πρέπει να μάθει να ζει με τη μάσκα, εφόσον, λόγω της φύσης του, ο κορονοϊός μεταλλάσσεται. Γι’ αυτό, λένε, πιθανώς πρέπει να σκεφτόμαστε ένα «ετήσιο εμβόλιο» κατά του Covid-19 πριν καν εμφανιστεί και διατεθεί το αρχικό…

«Ζούμε στο μέλλον του κόσμου μας»
Υπό την οπτική όσων εξ όνυχος του λέοντος περιγράψαμε, είναι φανερό ότι εν αγνοία μας από τα μέσα του Μαρτίου, οπότε επιβλήθηκε το lockdown, τρόπον τινά «ήδη ζούμε στο μέλλον του κόσμου μας». Για την ώρα σαν δυστοπία μεν, αλλά είναι βέβαιο πως οι δευτερογενείς επιδράσεις της πανδημίας στις κοινωνίες μας, τόσο τώρα όσο κι όταν η δημόσια υγεία αποκατασταθεί, είναι και θα εξακολουθήσουν να είναι πολύπλευρα μεταμορφωτικές.

Η εκτίναξη παγκοσμίως φέτος υπό το καθεστώς ζόφου των ηλεκτρονικών πωλήσεων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις παρακαταθήκες της, είναι μια ένδειξη περί αυτού και ισχύει, πράγματι, το ότι «η πανδημία μάς έβαλε σε μια χρονο-κάψουλα, που μας ταξίδεψε πέντε-έξι χρόνια αργότερα», όπως προσφυώς έχει ειπωθεί. Έχει, ωστόσο, μια ειδική σημασία, έτσι που ο χρόνος έχει συμπτυχθεί, να στοχαστεί κανείς τι δήλωνε η προβολή των «πέντε-έξι χρόνων» εκτός από στατιστική πρόγνωση. Δήλωνε ορισμένως μια αδημονία να περάσει έγκαιρα και ευρέως η τεχνολογική καινοτομία –ψηφιακή και ρομποτική– από την άσκηση της κοινωνίας των χρηστών σ’ αυτήν (επιχειρηματικών χρηστών και απλών ιδιωτών, ασκημένων μέσω των ποικίλων μορφών επικοινωνίας και των συναλλαγών) στο πλήρες φάσμα της διανομής των εμπορευμάτων, αναδιαρθρώνοντάς την. Αδημονία, όμως, τίνος και έγκαιρα ως προς τι;

«Αδημονία τίνος;»
Σε πολύ γενικές γραμμές, ανέκαθεν η καινοτομία, τεχνολογική και οργανωσιακή, υπηρετεί τη μείωση του παραγωγικού και εν γένει του λειτουργικού κόστους χάριν της αύξησης του κέρδους. Η εισαγωγή της κάθε φορά εγκαινιάζει ένα νέο ανταγωνιστικό κύκλο, όπου οι πρωτοπόρες στις σχετικές εφαρμογές επιχειρήσεις παίρνουν τα μερίδια του λέοντος των κερδών και (μέσω του «πολέμου τιμών») του τζίρου στις αγορές τους, ώσπου η καινοτομία να γίνει κοινό κτήμα μεταξύ των περισσότερων ανταγωνιστών, οπότε ισοσταθμίζεται λίγο-πολύ το μέσο ποσοστό κέρδους όλων, μέχρι την έναρξη ενός νεότερου ανταγωνιστικού κύκλου πάλι με κέντρο αναφοράς κάποιες νέες καινοτομίες κοκ. Εννοείται ότι, στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρηματικές οπισθοφυλακές των απερχόμενων τεχνολογιών και συστημάτων οργάνωσης αργά ή γρήγορα είτε απορροφώνται από τις δυναμικές επιχειρηματικές δομές είτε απαξιώνονται και καταστρέφονται.
Εννοείται επίσης ότι τεχνολογικές καινοτομίες σαν αυτές για τις οποίες μιλούμε σήμερα –τεχνητής νοημοσύνης, ρομποτικής, Διαδικτύου Πραγμάτων, νανοτεχνολογίας, βιοτεχνολογίας κ.ά., οι περισσότερες από τις οποίες, πάντως, βρίσκονται σε νηπιακή ηλικία– ως επέκταση της ψηφιακής οικονομίας δεν αφορούν απλά μεμονωμένους κλάδους, αλλά το σύνολο της οικονομίας, πράγμα που τις καθιστά επαναστατικές. Ακριβώς γι’ αυτό, άλλωστε, η βιομηχανική βάση της οικονομίας σαν επιθετικός προσδιορισμός δείχνει το στρατηγικό βάρος της τεχνολογικής επανάστασης: Η «4η Βιομηχανική Επανάσταση», λέμε. Η κυριαρχία της, λοιπόν, προοιωνίζεται το συνολικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την ανατροπή του τρόπου ζωής, εργασίας και κοινωνικοποίησης, με υποσχόμενες ωφέλειες για το κεφάλαιο, στις οποίες και προσβλέπει. Οπότε στο ερώτημα «αδημονία τίνος;» μια καταρχήν απάντηση τη δίνει ήδη η «των ονομάτων επίσκεψις».

Φυγή προς τα μπρος με ψευδαισθήσεις;
Περαιτέρω απαντήσεις τις δίνουν ασφαλώς η εμπειρία των επενδύσεων στους αυτοματισμούς της βιομηχανικής παραγωγής κυρίως την τελευταία τριακονταετία κι η θεσμική απίσχναση των δικαιωμάτων της εργασίας, επίσης, ως τεκμήριο κι αυτή της ανεπάρκειας του βιομηχανικού κέρδους, που αιτιολογεί τη φυγή προς τα μπρος με όχημα την καινοτομία. Από μια άλλη σκοπιά το ίδιο βεβαιώνει η σταθερή προτίμηση της πολυεθνικής βιομηχανίας μάλλον για επενδύσεις χαρτοφυλακίου, για παιχνίδια στη χρηματική σφαίρα της οικονομίας, όπου οι αποδόσεις του κεφαλαίου είναι υψηλότερες απ’ ό,τι στη βραδυκίνητη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας, και για απολύσεις προσωπικού χάριν των οικονομιών κλίμακος και της ευεξίας των χρηματιστηριακών δεικτών. Αντίστοιχα για τις εθνικές βιομηχανίες συμβαίνει η υστέρηση σε επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, σε ανταγωνιστικότητα και σε κέρδη να αναπληρώνεται από την ευελιξία της εργασίας, δυνατότητα που, ωστόσο, βαίνει στα όριά της. Η υπέρβασή τους οδηγεί είτε σε αναγκαστικές συγχωνεύσεις επιχειρήσεων είτε στην απαξίωσή τους.

Ωστόσο, ενώ η υποκατάσταση της εργασίας από την επιστήμη και την τεχνολογία παραμένει όραμα του κεφαλαίου, η συνολική παραγωγικότητα, που λαμβάνει υπόψιν τις δαπάνες κεφαλαίου και εργασίας, μειώθηκε παγκοσμίως το 2018 κατά 0,1% μετά από μια δεκαετία στασιμότητας παρά την εκθετική πρόοδο της τεχνολογίας. Το όραμα αποκαλύπτεται εν μέρει σαν ψευδαίσθηση. Αλλά αυτό που το ξεθωριάζει είναι ότι ο κανόνας των προηγούμενων τεχνολογικών επαναστάσεων, σύμφωνα με τον οποίο η καταστροφή θέσεων εργασίας από την εισαγωγή των μηχανών σε ορισμένους κλάδους παραγωγής αντισταθμίζεται από τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε νέους κλάδους, δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται στο πλαίσιο της διττής μεταμοντέρνας Βιομηχανικής Επανάστασης (3ης και 4ης), ανακλώντας άσχημα στη μελλοντική παραγωγική και τελική κατανάλωση.

Ο ΟΟΣΑ προ διετίας προέβλεπε συρρίκνωση της απασχόλησης κατά 8% από την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης. Σχετική μελέτη που παρουσιάστηκε το 2016 στο Νταβός προειδοποιούσε ότι η εισαγωγή τεχνητής νοημοσύνης και ρομπότ επρόκειτο να καταστρέψει ως το 2021 περί τις 7,1 εκατ. θέσεις εργασίας σε 15 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Γερμανία και Ινδία, έναντι μόλις 2,1 εκατ. καινούργιων.

Πολύ περισσότερο στις ΗΠΑ, τη μήτρα της ψηφιακής οικονομίας, τούτη αντιστοιχεί μόλις στο 6,8% της συνολικής προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα και απασχολεί μόλις το 2,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ διαπιστώνεται με αμηχανία από τις ελίτ ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στις ΗΠΑ, που σημείωνε κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση 2,8% την περίοδο 1947-1983 και 2,6% μεταξύ 2000 και 2007, δέκα χρόνια αργότερα είχε ανέβει μόλις κατά 1,3% (πηγή: Πέτρος Παπακωνσταντίνου: «Άνθρωποι και Ρομπότ», Λιβάνης, 2020).
Η συνέπεια τούτων είναι η διαρκής πίεση για περαιτέρω ευελιξία της εργασίας, η μεγέθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, ο αργός μαρασμός της ζήτησης κι η μείωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Αναφορικά με το διεθνή κλάδο των σούπερ μάρκετ επισημαίνουμε προκαταβολικά ότι, ενόσω το βασικό μοντέλο του εξακολουθεί να βασίζεται στην ένταση της εργασίας, η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών σύμπτυξης του κόστους ολοκληρώνεται στα συστήματα κεντρικοποίησης των διανομών και επουσιωδώς προάγεται στα φυσικά καταστήματα.

Funds και βιομηχανία λατρεύουν το e-commerce
Επειδή εν γένει το κεφάλαιο για να ξαναγεννηθεί πραγματοποιείται ως αξία στην κατανάλωση, όντας συσσωρευμένο στη χρηματική σφαίρα της οικονομίας, αδημονεί να επενδύεται σε τομείς, που υπόσχονται σοβαρά κέρδη από την τελική κατανάλωση. Και μολονότι αυτή αντιστοιχεί κατά μέσο όρο περίπου στο 80% του ακαθάριστου προϊόντος των δυτικών κοινωνιών, οι ευκαιρίες των funds για κερδοφόρες επενδύσεις ανά κλάδο, δηλαδή τέτοιες που ν’ ανταποκρίνονται στα κριτήρια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι πολύ περιορισμένες.

Ως τέτοια ευκαιρία, λοιπόν, προτάχθηκε εξ αρχής γενικά ο τομέας του ηλεκτρονικού εμπορίου. Όντως τα πλεονεκτήματά του είναι τεράστια: Το κόστος του, σταθερό και μεταβλητό, συγκρινόμενο προς εκείνο των δομών των κλασικών B2B και B2C εμπόρων, εθνικών και πολυεθνικών, είναι χαμηλότατο, ενώ η απόδοσή του με πλήρη αυτοματοποίηση υποδομών γίνεται ασύγκριτα υψηλότερη. Κυρίως η εκθετική μαζικοποίηση των χρηστών-πελατών του, χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς, προσφέρει στις φιλόδοξες επιχειρηματικές δράσεις του e-commerce δυναμική μονοπώλησης των αγορών –εθνικών και διεθνώς– σε αδιανόητη συντομία χρόνου για φυσικές επιχειρηματικές δομές. Στο πλαίσιο αυτό, το e-commerce αποσπά γρήγορα μερίδια από τις κλασικές δομές του εμπορίου, μετατρέποντας σε κέρδος για λογαριασμό του ένα σημαντικό τμήμα του ανελαστικού γι’ αυτές κόστους διαχείρισης και λειτουργίας.
Όχι τυχαία επιχειρηματικοί κολοσσοί, όπως η Amazon, η Ocado κι η Alibaba, για να αναφέρουμε μόνο κάποιες με κριτήριο την εστίασή μας, ενόσω επεκτείνουν ορμητικά τη δράση τους ανεβάζοντας τις χρηματιστηριακές τους αξίες, επανεπενδύουν διαρκώς τα κέρδη τους, καλώντας τους μετόχους τους, αν έχουν ανάγκες ρευστότητας, να πωλούν μετοχές, σε αντίθεση με την πρακτική πλείστων πολυεθνικών εταιρειών να διαθέτουν ένα σημαντικό μέρος των κερδών τους στην επαναγορά των ίδιων τους των μετοχών!

Εξάλλου, για το βιομηχανικό κεφάλαιο η on time online ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ παραγωγής και διάθεσης ως προϋπόθεση της λειτουργίας του e-commerce έρχεται κουτί στο ιδεώδες της βιομηχανικής ευελιξίας για ακριβή πρόβλεψη και σχεδιασμό της παραγωγής ει δυνατόν σε επίπεδο παραγγελίας, για μείωση του ρίσκου, για έλεγχο και εξάλειψη των αποθεμάτων, για ανεμπόδιστη γεωγραφική πώληση και δη με προσωποποιημένο μάρκετινγκ κοκ. Μέσω της βιομηχανοποίησης εντέλει της διανομής, το e-commerce καθίσταται φυσική συνέχεια του προγραμματισμού της βιομηχανίας, ανακλώντας πιστότερα τις προσδοκίες της για ευελιξία και οικονομίες κλίμακος απ’ όσο οι κλασικοί εταίροι της-δίκτυα διανομής. Άλλωστε, ο επενδυτής τώρα σε δομές ηλεκτρονικού εμπορίου δεν είναι δεσμευτικά μόνο τυπικός λιανέμπορος, αλλά ο τεχνολόγος-μηχανικός ως πωλητής «έξυπνων» μηχανών, ο οποίος δρα είτε ως υπεργολάβος του τυπικού λιανέμπορου ή της ίδιας της βιομηχανίας είτε αυτόνομα και, μάλιστα, με επιλογές αντικειμένων εμπορίας ενίοτε ασύμβατες προς τα παραδεδεγμένα.

Από αυτή την άποψη εκ των πραγμάτων, όσο αναπτύσσεται το e-commerce, θα λειτουργεί όλο και περισσότερο αποσυνθετικά για τους λίγο-πολύ αποκρυσταλλωμένους γενικούς κλάδους του εμπορίου. Το βλέπουμε κιόλας σε διαφορετικές αγορές προϊόντων εξ αρχής πρόσφορων στην εξ αποστάσεως πώληση, τα εμπορεύματα των οποίων συνυπάρχουν στο ηλεκτρονικό κανάλι διάθεσής τους υπό κοινή διαχείριση.

Η μεταπρατική λειτουργία ανέκαθεν μετασχηματίζεται, ακολουθώντας πάντα τις τεχνολογικές και οργανωσιακές καινοτομίες της βιομηχανίας. Μόνο που τώρα οι τελευταίες, βιομηχανοποιώντας τη διανομή ως την παράδοση της παραγγελίας, δείχνουν ως γενική τάση την προοπτική μιας μερικής ή μεγαλύτερης ανασύνθεσης των κλαδικών δράσεων του μεταπρατικού κεφαλαίου και δη στο πλαίσιο μιας ακόμα μεγαλύτερης πόλωσης ανάμεσα σε γιγαντιαίες και μικρές επιχειρηματικές δομές, όπου τη νέα σύνθεση κλαδικών αντικειμένων εμπορίας θα την ορίζουν στον ένα πόλο οι προδιαγραφές αυτοματοποίησης των δομών διαχείρισης και διάθεσης των εμπορευμάτων και στον άλλο η εξειδίκευση του λιανέμπορου ανάλογα με τα ενδιαφέροντα της τοπικής πελατείας και συμπληρωματικά στα κενά δράσης του πρώτου πόλου.
Το ερώτημα «αδημονία τίνος;» έχει απαντηθεί, αλλά δεν εξαντλήθηκε. Στο μεταξύ, αναφύεται το ερώτημα πόθεν η βεβαιότητα, αν όχι για την περιγραφόμενη τάση, τουλάχιστον για την ενδεχομένως υπονοούμενη δυσκολία κατανόησής της από τους κατεστημένους κλασικούς μεγαλέμπορους –της ταχύτητάς της σε τελική ανάλυση, που ίσως τους υπερβαίνει.

Ομολογουμένως, σενάρια αγωνίας για μεγαλοεπιχειρηματίες της διανομής –και δη των FMCG– εύκολα μπορεί κανείς να σκαρφίζεται, αλλά τα σχετικά χαμηλά ακόμα ποσοστά του e-commerce εγχωρίως, χαμηλά και στην Ευρώπη προ πανδημίας, μολονότι παρουσιάζουν τεράστιες διαφορές από κλάδο σε κλάδο λιανικής, δικαιολογούν μάλλον ενόχληση εκ μέρους τους παρά ανησυχία.

Το φυσικό σούπερ μάρκετ ως πρόβλημα
Ο πολύπλοκος και απαιτητικός κλάδος της διάθεσης FMCG και μη τυποποιημένων φρέσκων προϊόντων ήταν εξ αρχής δεδομένο ότι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τομέα τροφίμων, ήταν απρόσφορος στο e-commerce «ανοικτών συνόρων». Διότι προϋποθέτει αφενός τη γεωγραφική εγγύτητα κεντρικών δομών εφοδιασμού και καταναλωτών και αφετέρου τα logistics τής κατ’ οίκον διάθεσης των παραγγελιών, επειδή ακριβώς οι παραγγελίες ειδών πρώτης ανάγκης επαναλαμβάνονται με συχνότητα μεγαλύτερη από κάθε άλλο κλάδο λιανικής, είναι ασύμφορα να τα πληρώνει ο πελάτης ή να τα επιχορηγεί ο επιχειρηματίας. Άλλο τόσο ήταν δεδομένη η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των κλασικών λιανεμπόρων σούπερ μάρκετ, ώστε να θεωρείται φυσικό, τουλάχιστον μέχρι πρότινος στην ηπειρωτική Ευρώπη, ότι το μοντέλο του ηλεκτρονικού σούπερ μάρκετ θα ωριμάσει μεν, αλλά κατ’ ανάγκην υπό την υφιστάμενη υποδομή εφοδιασμού των επιχειρήσεων του κλάδου και με γνώμονα σύγκρισης της αποδοτικότητάς του το φυσικό κατάστημα.

Μόνο που αυτό αποδεικνύεται γόρδιος δεσμός. Γιατί το ηλεκτρονικό κατάστημα προϋποθέτει διαφορετικές δομές λειτουργίας «απ’ την κορφή ως τα νύχια» και γιατί οι υφιστάμενες δομές βιομηχανοποίησης του έργου του πιθανώς δεν «σηκώνουν» το εύρος της ποικιλίας ειδών και κωδικών του φυσικού καταστήματος. Μοιάζει, λοιπόν, αυτό να είναι η αχίλλειος φτέρνα όχι του ηλεκτρονικού καταστήματος, αλλά του φυσικού σούπερ μάρκετ.

Διότι το πρόβλημα με το μοντέλο του φυσικού σούπερ μάρκετ είναι ότι, βασισμένο στην ένταση εργασίας, όπως διαπλάστηκε διαδοχικά πρώτα στο πλαίσιο της κεϋνσιανικής οικονομίας κι ύστερα της νεοφιλελεύθερης πιστωτικής επέκτασης, απάδει προς το πρωτεύον σήμερα αιτούμενο της βιομηχανίας, την ευελιξία. Με άλλα λόγια, το κόστος της συντήρησής του είναι πια μόνον «αναγκαίο κακό» για τη βιομηχανία κι όχι στρατηγική της προτεραιότητα, όπως στα χρόνια του κατακερματισμού της διανομής. Εφόσον της προταθούν λύσεις εκβιομηχάνισης της τελικής διάθεσης των προϊόντων της (ως τα χέρια του καταναλωτή), ευχαρίστως θα το ξεφορτωθεί, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν θα θίγονται τα συμφέροντά της. Φυσικά, οι προδιαθέσεις του κόσμου της βιομηχανίας (και εν γένει του κεφαλαίου) ουδέποτε «προσχεδιάζονται» στην ελεύθερη οικονομία, αλλά ανιχνεύονται πρώτα σαν αυθόρμητες λογικές τάσεις, υποκείμενες στις αδήριτες αναγκαιότητες της αιτιότητάς τους.

Εκδηλώνονται το ίδιο αυθόρμητα σαν «αναζήτηση ευκαιριών», όταν πια αρχίσουν να διαγράφονται από την καινοτομία νέες κοίτες δυνατοτήτων κερδοφορίας, τις οποίες ανοίγει η συγκυρία της επιχειρηματικής δράσης, δεσμευμένη κι αυτή από τη λογική της αναγκαιότητα. Η βαθύτερη κοίτη μεταξύ των δυνητικών είναι αυτή που αφήνεται κάθε φορά στη διάνοιξη από μια «κρίσιμη μάζα» εφαρμογών, η οποία γίνεται πια ο οδηγός της εξέλιξης…

«Αδημονία έγκαιρα ως προς τι;»
Στα προηγούμενα χρόνια, λοιπόν, οι νέοι παγκόσμιοι επενδυτές στο e-commerce, ενόσω άλωναν άλλους κλάδους της λιανικής και ανταγωνίζονταν στην εισαγωγή νέων συστημάτων βιομηχανοποίησης των υποδομών τους, δεν σταμάτησαν να πολιορκούν το φυσικό σούπερ μάρκετ και δη με επιτυχία πρώτα στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Αλλά κι η βιομηχανία από την πλευρά της έκανε το ίδιο, αυθόρμητα –με το μάρκετινγκ. Πώς; Εκπαιδεύοντας επί μακρόν τις κοινωνίες στον ούτως ή άλλως διευρυνόμενο κόσμο της online πληροφόρησης, αναζήτησης και παραγγελίας προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε η online παραγγελία στα είδη του σούπερ μάρκετ να εκφραστεί συν τω χρόνω ως αυτονόητη κοινωνική απαίτηση, όπως συμβαίνει σε τόσους κλάδους της λιανικής. Ειρήσθω εν παρόδω, το iphone της Apple παρουσιάστηκε το 2007 και μόλις σε οκτώ χρόνια κυκλοφορούσαν παγκοσμίως περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια smartphones –αυτό σαν μέτρο της κοινωνικοποίησης της ζήτησης στο μετασχηματισμό της οικονομίας…

Εξ ου και η δημογραφική ακρίβεια των στατιστικών προβλέψεων για το χρόνο ανταπόκρισης της κοινωνίας στο e-commerce ειδικά του σούπερ μάρκετ –υποτίθεται αρχικά, έστω ατελέσφορα, «με γνώμονα σύγκρισης της αποδοτικότητας του e-shop, το φυσικό σούπερ μάρκετ». Μέχρι, δηλαδή, να θορυβηθούν οι κατεστημένοι λιανέμποροι από το γόρδιο δεσμό τού «γνώμονα», να κάνουν το e-commerce υπόθεση δική τους και να βιομηχανοποιήσουν –υποτίθεται– τη διανομή τους ως τα χέρια του καταναλωτή, αφήνοντας τα υπόλοιπα να τα τακτοποιήσει το σπαθί του ανταγωνισμού τους, διαμορφώνοντας αυτό το διφυές πια υπόδειγμα του επιχειρηματικού τους μοντέλου.

Στο μεταξύ, υποτίθεται, πολλά από τα διαθέσιμα εργαλεία των σχετικών καινοτομιών, που ήδη «καίγονται» καθώς επινοούνται νέες, θα έκαναν τις επενδύσεις στο e-commerce βολετές στο στρατηγικό σχεδιασμό των κλασικών μεγαλο-λιανεμπόρων, οι σχετικές υποδομές θα επεκτείνονταν κοκ. Ταυτόχρονα, υποτίθεται, θα στρωνόταν έτσι ο δρόμος για εξαγορές διαθέσιμων «παικτών» να εξαγοραστούν ή να γίνουν μεγαλομέτοχοι διανομέων με μονοπωλιακή θέση στο εμπόριο «ανοικτών συνόρων»…

Αρχικά ένας δόκιμος στόχος «online απόσπασης μεριδίου» 10%-15% από το φυσικό κατάστημα έως το 2030 φάνταζε εφικτός και ικανός ασφαλώς ν’ ανοίξει την κοίτη των μελλοντικών εξελίξεων, με όραμα τη συν τω χρόνω αλλαγή καναλιού ως γνώμονα στη σύγκριση της αποδοτικότητας του ενός προς το άλλο –όχι πια, βέβαια, στη βάση της ομοιότητας, αλλά του διαφορετικού καταμερισμού καθενός, όπως και να τον εικάσει κανείς (από άποψη τζίρου, λειτουργικού κόστους, κέρδους, εξειδίκευσης στη διάθεση προϊοντικών κατηγοριών κοκ.). Διότι άπαξ και επεκταθεί σημαντικά η ηλεκτρονική πώληση του σούπερ μάρκετ, προδιαγράφεται η αλλαγή δομικών στοιχείων της σημερινής του ταυτότητας.

Εν τέλει όταν το επίδικο είναι το πέταμα στη χωματερή «πλεονάζουσας» εργασίας, η λύση επινοείται και υιοθετείται –πάντα στο όνομα των κοινωνικών συμφερόντων– ανεξαρτήτως αν, μετά τη γενίκευση της υιοθέτησης των καινοτομιών (που πια δεν αργοπορεί), ακολουθεί η αμηχανία κι η συνοφρύωση μπροστά στο αμείλικτο «γιατί η παραγωγικότητα και τα κέρδη πέφτουν πάλι;».

Η τάση στασιμότητας και επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας παρ’ όλες τις «ποσοτικά χαλαρωτικές» ενέσεις ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών προ της υγειονομικής κρίσης ενίσχυαν απ’ όλες τις μεριές τη φιλολογία για το αδήριτο της ανταπόκρισης στην online ζήτηση –άσχετα αν αυτό ήταν ή εξακολουθεί να είναι ακόμα δευτερεύον σε κλάδους, όπως των σούπερ μάρκετ. Η υποψία της νέας οικονομικής ύφεσης θέρμανε το επενδυτικό ενδιαφέρον ειδικά για το σούπερ μάρκετ όχι μόνο για την περιούσια συμμετοχή του στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν και την ανελαστικότητα της ζήτησής του, ζηλευτή μεταξύ πολλών κλάδων λιανικής, αλλά και γιατί η κρίση δημιουργεί σπουδαίες ευκαιρίες για την αλλαγή υποδείγματος… Και μ’ αυτά, νομίζουμε, το ερώτημα «αδημονία τίνος και έγκαιρα ως προς τι;» έχει απαντηθεί.

«Τρεχάτε ποδαράκια μου,…»
Κι ήρθε ξάφνου το τσουνάμι της οικονομικής κρίσης του Covid-19, με άδηλο ακόμα το ως πότε και μέχρι πού θα φτάσει η πλημμυρίδα του και τι θα καταστρέψει η άμπωτή του, να συμπτύξει το χρόνο σε βαθμό ακόμα αδιανόητο. Οπότε δεν «υποτίθεται» τίποτα πια… Το βέβαιο είναι ότι λίγα χρόνια μετά, τίποτα δεν θα είναι ίδιο στη διάρθρωση των δυτικών οικονομιών. Αλλά ακόμα πιο βέβαιο είναι ότι τώρα οι μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου των σούπερ μάρκετ έχουν εκτεθεί ανεπανόρθωτα ενώπιον της βιομηχανίας. Ας εστιαστούμε στα της χώρας μας:

Για λόγους οικονομίας εξαιρούμε από τη συζήτηση την αντανάκλαση μεσομακροπρόθεσμα στον κλάδο του ξεκληρίσματος της «μεσαίας τάξης» και της επισώρευσης νέων ανέργων πάνω στους παλαιούς. Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ για τη μισθολογική κατάσταση στη χώρα το δεύτερο τρίμηνο φέτος, από 1% οι μισθωτοί με καθαρές αποδοχές μικρότερες των 200 ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, έφτασαν στο 12%! Αντίστοιχα, το ποσοστό των εργαζομένων με μισθό 400- 600 ευρώ από 16,3% μειώθηκε σε 12,3%, με μισθό 601-800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5% και με μισθό 801-1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3%.

Κοντολογίς οι πέντε στους δέκα μισθωτούς-πελάτες του σούπερ μάρκετ καταφανώς υποφέρουν και οι δύο στους δέκα τα φέρνουν βόλτα με το ζόρι. Ένα κομμάτι, λοιπόν, αυτού του πελατολογίου, που ψώνισε ηλεκτρονικά, συμβάλλοντας στην εκτίναξη των online παραγγελιών σε εταιρείες του κλάδου έως 600% την περίοδο του πρώτου lockdown, η γαλαντόμος αμεριμνησία των αλυσίδων το εξυπηρετούσε, χάριν του ανταγωνισμού τους, με κατ’ οίκον παραδόσεις παραγγελιών σε τιμές του φυσικού καταστήματος, καλύπτοντας το κόστος των μεταφορικών από τα κέρδη τους (8 εκατ. ευρώ κατά το ΙΕΛΚΑ, μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου), την ίδια στιγμή που οι προμηθευτές ανέβαζαν τις τιμές, μειώνοντας τις προσφορές τους, και που το 80% των αμιγώς ηλεκτρονικών σούπερ μάρκετ είναι γνωστό πως δουλεύουν με ζημιές! (Θα είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον να μάθουμε το μέσο εργατικό κόστος των αλυσίδων ανά ηλεκτρονική παραγγελία που εξυπηρετούν…).

Ο σουρεαλισμός μετά βίας κρύβεται πίσω από την επίκληση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης «για την αντιμετώπιση της πανδημίας», ενόσω οι αλυσίδες επισπεύδουν τους αυτοσχεδιασμούς τους στη δημιουργία e-shops, εφάμιλλης ανταγωνιστικότητας προς τα φυσικά καταστήματα(!), πράγμα που τους προσθέτει ένα έκτακτο ετήσιο επενδυτικό έξοδο πιθανώς ακόμα 8 εκατ. ευρώ (πηγή ΙΕΛΚΑ). Τα συνολικά 16 εκατ. ευρώ δεν είναι δα τίποτα το τερατώδες, αλλά ως κόστος αυτοσχεδιασμού ξεπερνάει τη φαντασία…

«Καβάλα στο τσουνάμι»
Όχι τυχαία μόλις προ διμήνου, δηλαδή κυριολεκτικώς «καβάλα στο τσουνάμι», ανακοινώθηκε η συμφωνία απόκτησης από την Ocado μειοψηφικού μεριδίου στη startup εταιρεία πρωτοπόρων λύσεων τεχνολογίας Myrmex Inc. Συνέντευξη του ιθύνοντος νου της εταιρείας, κ. Γιάννη Κανέλλου, φιλοξενήσαμε την άνοιξη του 2019 υπό τον τίτλο «Χωρίς αυτοματισμούς, το πρόβλημα του e-grocery δεν λύνεται». Ο αναγνώστης, ανατρέχοντας στη συνέντευξη, μπορεί να αναγνωρίσει άμεσα το στρατηγικό πλεονέκτημα που αποκτά τώρα η Ocado έναντι των θηριωδών ανταγωνιστών της στο e-grocery και, φυσικά, όλων των κλασικών λιανεμπόρων του κλάδου, εθνικών και πολυεθνικών, που αναπτύσσουν το κανάλι του e-commerce (η καινοτομία για την οποία γίνεται ο λόγος, αφορά την αυτοματοποίηση του έργου των αποθηκών μετά την ολοκλήρωση του fulfillment). Το θέμα αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον, δεδομένων των συμβολαίων της Ocado για τη βιομηχανοποίηση του έργου λιανεμπορικών αποθηκών κορυφαίων αλυσίδων σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία, Καναδά, Σουηδία…

Πέραν τούτων προέχει κανείς να αξιολογήσει ότι στις ΗΠΑ και στη Γαλλία το store pick up είναι ο δημοφιλέστερος τρόπος του e-grocery. Στις ΗΠΑ από μερίδιο 50,8% επί του συνόλου των online παραγγελιών το 2018, τον Αύγουστο πέρυσι κατείχε το 57,9% και ακριβώς ένα χρόνο μετά, «καβάλα στο τσουνάμι», κατείχε το 69,4%, ενόσω η αγορά του e-grocery από μερίδιο 3,5% επί του εθνικού κλαδικού τζίρου το 2018, φέτος έφτασε το 11,9%! Στη Γαλλία το store pick up κυριαρχούσε με μερίδιο 90% και μόνο μετά την είσοδο της Ocado στο home delivery, στα περίχωρα του Παρισιού, …εξακολουθεί να κυριαρχεί με μερίδιο 85%. Επίσης, έχει μια ιδιαίτερη αξία, εξηγητική των τάσεων, το γεγονός ότι η αφύπνιση του θηρίου της Walmart στο ηλεκτρονικό εμπόριο, μετά την πρόκληση της Amazon Fresh, της έδωσε εντέλει την ηγεμονία και σ’ αυτό το κανάλι, με μέση αξία καλαθιού ανά online παραγγελία τα 145 δολάρια έναντι μόλις 42 δολαρίων πλέον της Amazon Fresh…(πηγή: Γιάννης Κανέλλος). Όπως ήδη το θέσαμε, η βαθύτερη κοίτη μεταξύ των δυνητικών, που δημιουργούνται μετά την εισαγωγή ριζοσπαστικών τεχνολογιών, αφήνεται κάθε φορά στη διάνοιξη από μια «κρίσιμη μάζα» εφαρμογών, η οποία γίνεται ο οδηγός της εξέλιξης. Η κοίτη, λοιπόν, υπάρχει κι «κρίσιμη μάζα» είναι ήδη επί τω έργω…

Πάντως, προς διάψευση του τεχνολογικού φετιχισμού και του οράματος υποσκελισμού της ανθρώπινης εργασίας, αφενός η μηχανή ναι μεν ξεπερνάει τον ενήλικο άνθρωπο σε ταχύτητα και ακρίβεια αλγεβρικών πράξεων, αλλά υπολείπεται παρασάγγες του νηπίου ως προς τις απλούστερες αισθητικές του και κινητικές ικανότητες. Αφετέρου όσο αγνοείται ότι η αναπαραγωγή των δυνάμεων της εργασίας σημαίνει καθαυτή την οικονομία, τα όρια της τεχνολογικής καινοτομίας ως προς το να βελτιώνει την κερδοφορία του κεφαλαίου, θα εξαντλούνται ολοένα ταχύτερα.

CENSUS 2019: Η εξέλιξη τζίρου και δικτύου καταστημάτων από την IRΙ

Ενώ βρισκόμαστε ήδη στο μάτι του κυκλώνα Covid-19, με το δεύτερο κύμα της πανδημίας να λειτουργεί ευνοϊκά προς το παρόν για τις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ, αλλά με τις προβλέψεις για το 2021 να έχουν αρνητικό πρόσημο, παρουσιάζουμε την πορεία του κύκλου εργασιών και του δικτύου καταστημάτων λιανικής πώλησης FMCG κατά το 2019, όπως καταγράφονται στην ετήσια έρευνα Census της IRI, που μελετά όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, περιλαμβανομένης της Κρήτης και της Εύβοιας. Μια πρώτη ματιά μιας δείχνει για μία ακόμη χρονιά άνοδο τζίρου, κατά 254 εκατ. ευρώ στο σύνολο της εξεταζόμενης αγοράς και κατά 211 εκατ. ευρώ στο κανάλι των σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ. Όσο για το κανάλι του discount, η κατ΄ εκτίμηση αύξηση ήταν της τάξης των 46 εκατ. ευρώ.

Όπως δείχνει η μελέτη των στοιχείων του πίνακα 1, ο κύκλος εργασιών στα διαφορετικά κανάλια πώλησης ταχυκίνητων προϊόντων, μετά τη σημαντική διακύμανση που σημείωσε κυρίως έως την πραγματοποίηση της εξαγοράς της Μαρινόπουλος από την Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης, η οποία ολοκληρώθηκε το 2017, και τη σταδιακή επαναλειτουργία των καταστημάτων της, σημειώνει από το 2016 έως και το 2019 σχετική σταθερότητα. Το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά την κατηγοριοποίηση των καταστημάτων ανάλογα με το μέγεθός τους (σούπερ μάρκετ, υπέρ μάρκετ και μικρά καταστήματα τροφίμων). Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι ενδεικτικό της ελαχιστοποίησης τα τελευταία χρόνια της μετακίνησης τζίρου από τα μικρά καταστήματα τροφίμων στις οργανωμένες αλυσίδες λιανικής, που έχουν εν τω μεταξύ επενδύσει σημαντικά στην ανάπτυξη των δικών τους μικρών καταστημάτων, κυρίως μέσω franchising.

Συνολικά ο τζίρος των καταστημάτων τροφίμων εκτιμάται από την IRI πως το 2019 ανήλθε σε 9,2 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,84%. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα σούπερ μάρκετ και τα υπέρ μάρκετ, εκτιμάται πως αύξησαν τον τζίρο τους κατά υψηλότερο ποσοστό και συγκεκριμένα κατά 3%, σε 7,23 δισ. ευρώ έναντι 7,02 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Εάν προστεθούν οι πωλήσεις των καταστημάτων που βρίσκονται στα νησιά (εκτός Κρήτης), τις οποίες η IRI υπολογίζει σε περίπου 0,5 δισ. ευρώ και τις πωλήσεις των cash & carry, περίπου 1,2 δισ. ευρώ, ο συνολικός τζίρος ανεβαίνει στα 8,93 δισ. ευρώ. Προσθέτοντας και τις εκτιμώμενες από την εταιρεία ερευνών πωλήσεις της Lidl, δηλαδή 1,5 δισ. ευρώ, ο συνολικός τζίρος διαμορφώνεται σε 10,43 δισ. ευρώ.

Όσο για το δίκτυο καταστημάτων τροφίμων -σούπερ μάρκετ, μίνι μάρκετ, discount και μικρά καταστήματα -παραδοσιακά και μίνι μάρκετ, το 2019 μειώθηκε κατά 14,9%, από 12.711 σε 12.462 καταστήματα. Αντίθετα, το δίκτυο των σούπερ/υπέρ μάρκετ αυξήθηκε κατά 1,95% (+48 καταστήματα). Θετικό ήταν το πρόσημο και στα εκπτωτικά καταστήματα, με ανάπτυξη κατά 5 σημεία πώλησης, από 208 σε 213.Τα παραδοσιακά μικρά καταστήματα μειώθηκαν σε αριθμό κατά 4,12%, ενώ μείωση είχαν και τα μίνι μάρκετ, σε μικρότερο όμως ποσοστό, (-2,5%). Υπενθυμίζεται πως στις συγκεκριμένες κατηγορίες δεν περιλαμβάνονται τα καταστήματα ψιλικών ούτε τα περίπτερα, που εξετάζονται ως διαφορετικό κανάλι από την IRI.

Σχετικά αναφέρουμε, εξετάζοντας τα «μη εικονιζόμενα» στην παρουσίασή μας στοιχεία του Census 2019, πως η έρευνα καταμέτρησε το 2019 μείωση των καταστημάτων ψιλικών, από 4.831 το 2018 σε 4.731 (-2,1%), των περιπτέρων από 4.638 σε 4.496 (-3,06%) και των convenience από 8.036 σε 7.826 (-2,6%). Συγκρίνοντας τα μερίδια των διαφορετικών τύπων καταστημάτων, τόσο ως προς τον αριθμό τους όσο και ως σταθμισμένο μερίδιο, όπου απεικονίζεται η συμμετοχή τους στον τζίρο, σε σχέση με τα αντίστοιχα της περσινής χρονιάς (βλ. τεύχος Σεπτεμβρίου 2019), δεν παρατηρούμε καμία σημαντική μεταβολή, παρά μόνο την αύξηση του αριθμητικού μεριδίου των καταστημάτων των σούπερ μάρκετ/υπέρ μάρκετ, από 19,4% το 2018 σε 20,1% το 2019 και των εκπτωτικών καταστημάτων από 1,6% σε 1,7% αντίστοιχα.

Η σταθμισμένη συμμετοχή όλων των καναλιών παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη, γεγονός που καταδεικνύει την ισορροπημένη διασπορά των νέων πωλήσεων στο σύνολο των καταστημάτων και την αδυναμία απόκτησης επιπλέον πωλήσεων από κάποιο κανάλι. Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ αριθμητικής και σταθμισμένης κατανομής των σούπερ μάρκετ και υπέρ μάρκετ στην Αττική. Με μερίδιο στον συνολικό αριθμό καταστημάτων 22,7%, η Αττική έχει συμμετοχή στον τζίρο 49%. Η μόνη από τις άλλες περιοχές που έχει μεγαλύτερο σταθμισμένο μερίδιο στις πωλήσεις από το αριθμητικό μερίδιο του δικτύου καταστημάτων είναι η Θεσσαλονίκη, αλλά η διαφορά είναι ελάχιστη (10,2% αριθμητικό μερίδιο και 11,2% σταθμισμένη συμμετοχή στις πωλήσεις). Ενδιαφέρον έχουν και τα στοιχεία για τα σημεία πώλησης χονδρικής (cash & carry) στο σύνολο της χώρας (πίνακας 7). Μετά την επέκτασή τους το 2017 από 1 έως 3 νέα καταστήματα ανά περιφέρεια και τη σταθεροποίησή τους το 2018, δεν σημειώθηκα καμία ουσιαστική αλλαγή το 2019.
Στην έρευνα παρουσιάζονται επίσης στοιχεία για τα καταστήματα καλλυντικών, που μειώθηκαν από 576 το 2018 σε 559 το 2019, καθώς και για τα φαρμακεία, που επίσης μειώθηκαν από 8.768 σε 8.742 τις αντίστοιχες χρονιές.

Η καταταξη των καταστηματων κατα την IRI
Τα καταστήματα, σύμφωνα με την IRI, κατατάσσονται ανά είδος ή κατηγορία σε «καταστήματα τροφίμων», «καταστήματα cash & carry», «καταστήματα ευκολίας» (ή convenience), «καταστήματα ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης» και σε «φαρμακεία/καταστήματα καλλυντικών». Τα «καταστήματα τροφίμων» ως ειδική κατηγορία, χωρίζονται σε «σούπερ μάρκετ» (εμπορικές μονάδες με σύστημα σελφ σέρβις, τουλάχιστον δύο ταμείων και άνω), σε «υπέρ μάρκετ» (μονάδες αντίστοιχου είδους άνω των 2.500τμ), discount και σε «μικρά καταστήματα τροφίμων» μίας ταμειακής μηχανής, τα οποία κατανέμονται σε «μίνι μάρκετ», που δουλεύουν με σύστημα σελφ σέρβις, και σε «παραδοσιακά παντοπωλεία», που διαθέτουν εκτός των τυποποιημένων ειδών και περιορισμένη ποικιλία φρέσκων τροφίμων.
Αντίστοιχα ως «καταστήματα ευκολίας» ή convenience εννοούνται όσα δουλεύουν με διευρυμένο ωράριο άνω των 10 ωρών, διαθέτοντας τυποποιημένα γαλακτοκομικά και είδη αρτοποιίας, αλκοολούχα και μη ποτά, σνακ και ζαχαρώδη προϊόντα. Τα «καταστήματα ειδών καπνιστού και πρώτης ζήτησης» χωρίζονται στα τυπικά καταστήματα ψιλικών και τα κλασικά περίπτερα.

Κατεψυγμένα προϊόντα: Άνοδος πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ, αγωνία για το ho.re.ca.

Η πανδημία εκτόξευσε τις πωλήσεις σε ορισμένες κατηγορίες κατεψυγμένων προϊόντων στα σούπερ μάρκετ, ενώ οι ανατιμήσεις σε κάποιες αύξησαν εντυπωσιακά το μερίδιο των PL προϊόντων. Ωστόσο, το βαρύτατο πλήγμα στην αγορά ho.re.ca. δημιουργεί ανησυχία μέχρι πανικό στη βιομηχανία, καθώς οι μειώσεις τζίρου έως 35% ωθούν κατά περίπτωση σε εξαγορές και συγχωνεύσεις. Τη χαρά για τη διατροφική καταξίωση των κατεψυγμένων τροφίμων από το καταναλωτικό κοινό την παγώνει ο βοριάς της διπλής κρίσης, στη δημόσια υγεία και την οικονομία.

Μια από τις ευρείες κατηγορίες τροφίμων που ευνόησε η πανδημία, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, είναι αυτή των κατεψυγμένων. Το ότι αποθηκεύονται για σαφώς μεγαλύτερο διάστημα από ό,τι τα νωπά, ενώ η τιμή τους σε πολλές κατηγορίες τροφίμων κατάψυξης είναι χαμηλότερη από των φρέσκων, όπως και γιατί πιθανώς θεωρήθηκαν ασφαλέστερα σε περίοδο πανδημίας, ώθησε σε εντυπωσιακή άνοδο τη ζήτηση αρκετών κατηγοριών τους.

Όπως σημειώνει η κ. Κατερίνα Παπαγεωργίου, αγοράστρια της Διεύθυνσης Νωπών Τροφίμων της Metro, κατεψυγμένα τρόφιμα όπως το κρέας, το ψάρι, οι πίτες, οι πατάτες, τα λαχανικά και τα έτοιμα γεύματα «είναι το μέλλον του λιανεμπορίου και οι προμηθευτές οφείλουν να επενδύουν στην εξέλιξή τους, καλύπτοντας τις καταναλωτικές ανάγκες με όσο το δυνατόν πιο προσιτές τιμές». Για τα στελέχη της Μπάρμπα Στάθης, η στροφή των καταναλωτών στα κατεψυγμένα είναι φαινόμενο πολυπαραγοντικό. Η η αντίληψή τους γι’ αυτά άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια, «με την καταλυτική συνεισφορά της Μπάρμπα Στάθης, τόσο μέσω της εκπαίδευσης των καταναλωτών στις ορθές διατροφικές πρακτικές και την υγιεινή διατροφή, όσο και με τις συνεχείς καινοτόμες προτάσεις προϊόντων». Και σχολιάζουν ότι η αγορά τους τα τελευταία χρόνια «παρουσιάζει σταθερή και επιταχυνόμενη ανάπτυξη ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα προϊόντα λαχανικών, στο πλαίσιο της τάσης για υγεία και ευεξία (health & wellness). Ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης παρουσιάζουν και τα προϊόντα ζυμών, όπου η τάση για την παραδοσιακή τοπική διατροφή είναι ο οδηγός».
Από μια άλλη σκοπιά, ο κ. Ιωάννης Ρούδας, γενικός διευθυντής Délifrance Hellas, σημειώνει πως οι παραγωγοί κατεψυγμένων αρτοσκευασμάτων, το λιανεμπόριο και η μαζική εστίαση τα τελευταία χρόνια βρίσκονται αντιμέτωποι με συνεχείς προκλήσεις, όπως «οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες, οι αυξημένες απαιτήσεις σε παραγωγές, οι επιβολές έμμεσων ή άμεσων φόρων, δασμών ή περιορισμών στις εισαγωγές τρίτων χωρών κ.ά. Όλα αυτά σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν σε αυξήσεις τιμών, σε άλλες σε μείωση κερδών, με αποτέλεσμα την αδυναμία των επιχειρήσεων να διαχειριστούν τη νέα κρίση, λόγω της πανδημίας», αποδίδοντας σε αυτή την αδυναμία τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, στον τομέα τόσο της παραγωγής όσο και της λιανικής, ενώ στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνει: «Ελάχιστες εταιρείες έχουν επενδύσει σε νέες γραμμές παραγωγής, εξοπλισμό και νέες τεχνολογίες…».

Πώς εξελίχθηκε η αγορά ανά κατηγορία
Όπως μας είπε η κ. Βάσω Μωραϊτέλη, Client Service Executive της IRI, από την έναρξη του έτους ως τις 27 Σεπτεμβρίου η κατηγορία των κατεψυγμένων συσκευασμένων κρεάτων εμφάνισε άνοδο πωλήσεων 7,6% σε όγκο και 12,5% σε αξία, επισημαίνοντας τη σημαντική άνοδο στις τιμές των προϊόντων της, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η εκρηκτική άνοδος πωλήσεων του κατεψυγμένου κρέατος ιδιωτικής ετικέτας κατά 81,3% σε όγκο και 72,9% σε αξία πωλήσεων. Μόλις σε ένα χρόνο το μερίδιό του ανέβηκε από 21% σε 36% στο σύνολο της κατηγορίας! «Εδώ υπάρχει και η μεγάλη ευκαιρία για το κατεψυγμένο κρέας», λέει η κ. Παπαγεωργίου, σχολιάζοντας: «Πρόκειται για ένα ακριβό προϊόν, που σαφώς δεν μπορεί να λείπει από τη διατροφή μας. Το νωπό κρέας είναι ακόμα πιο ακριβό, άρα η πρότασή μας είναι να προσφέρουμε στον καταναλωτή μια πιο οικονομική επιλογή. Το ίδιο ισχύει και για το ψάρι. «Έξυπνες» και πρακτικές μερίδες στην κατάψυξη. Δε λήγουν άμεσα, δεν τα πετάω! Σε περιόδους κρίσης η ιστορία έχει δείξει ότι τα premium προϊόντα που καταναλώνονται στο σπίτι εμφανίζουν ανοδική τάση πωλήσεων. Έτσι, γιατί να μη βρίσκω στην κατάψυξη του σπιτιού μου την tomahawk μπριζόλα ή το rib-eye και το black angus κρέας;».
Όλες οι κατηγορίες κατεψυγμένων προϊόντων σημείωσαν άνοδο την εν λόγω περίοδο, αν και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξής τους διαφοροποιούνται ανά περίπτωση.

Οι πωλήσεις των κατεψυγμένων ημιέτοιμων και έτοιμων φαγητών αυξήθηκαν κατά 8,9% σε όγκο και 10,7% σε αξία, αλλά εδώ το μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας ανέβηκε μόλις 1% σε όγκο, εμφανίζοντας οριακή πτώση σε αξία (0,6%).

Αντίθετα, στα κατεψυγμένα ψάρια η σημαντική άνοδος των πωλήσεων στα επώνυμα προϊόντα κατά 16,9% σε όγκο και 17,4% σε αξία εκφράστηκε και στο μερίδιο της ιδιωτικής ετικέτας με 16,6% κι ένα εντυπωσιακό 23,5% αντίστοιχα. Στα κατεψυγμένα λαχανικά η άνοδος των πωλήσεων μεταξύ επώνυμων και ιδιωτικής ετικέτας προϊόντων ήταν αναλογική. Στα μεν πρώτα ανήλθαν κατά 10,2% σε όγκο και 10,6% σε αξία, στα δε ιδιωτικής ετικέτας κατά 12,2% και 10,8% αντίστοιχα. Στην κατηγορία της κατεψυγμένης πατάτας, όμως, που στα επώνυμα η άνοδος των πωλήσεων ήταν σημαντική κατά 13,1% σε όγκο και 10,4% σε αξία, η άνοδος στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ήταν υπερδιπλάσια κατά 27,8% σε όγκο και 27,7% σε αξία. Ομοίως στην κατηγορία της κατεψυγμένης ζύμης και της πίτσας η μεγάλη άνοδος πωλήσεων κατά 18,4% σε όγκο και 14,8% σε αξία στα επώνυμα προϊόντα, ήταν εντυπωσιακή στην περίπτωση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, κατά 32,1% και 21,8% αντίστοιχα. Συμπερασματικά, η πίεση του μεριδίου των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας φαίνεται πως οδηγεί σε συγκράτηση, αν όχι σε πτώση, των τιμών.

Η κακοκαιρία πιέζει τις τιμές
Σύμφωνα με τον κ. Κώστα Σίμο, διευθυντή πωλήσεων της Alterra, «οι κακές καιρικές συνθήκες τα τελευταία χρόνια επηρεάζουν αρνητικά τη γεωργική παραγωγική ικανότητα, με συνέπεια μικρές ελλείψεις σε κάποιους κωδικούς και αύξηση του κόστους των προϊόντων». Παρ’ όλα αυτά η κατανάλωση των κατεψυγμένων λαχανικών είναι αυξητική και οι τιμές στο ράφι γενικά σταθερές. Μολονότι λόγω καιρικών συνθηκών και πανδημίας η τάση των τιμών στις πρώτες ύλες, κυρίως λόγω ελλείψεων, είναι αυξητική, λένε τα στελέχη της Μπάρμπα Στάθης, «η εταιρεία ακολουθεί σταθερή τιμολογιακή πολιτική, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και το εισόδημα των νοικοκυριών. Προσαρμόζεται, στοχεύοντας στην προσφορά ασφαλών, ποιοτικών προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών και προσφέρουν προστιθέμενη αξία στις επιλογές τους. Κυρίως φροντίζει η σχέση ποιότητας/τιμής να λειτουργεί προς όφελος του καταναλωτή».

Σε ό,τι αφορά τα κανάλια διανομής, ασφαλώς το πρωτεύον από κάθε άποψη είναι των σούπερ μάρκετ και cash & carry, που έχουν τη δυνατότητα διάθεσης ευρύτατης γκάμας προϊόντων κατάψυξης. Όπως σημειώνει ο κ. Χαράλαμπος Αλεξόπουλος, διευθυντής Πωλήσεων Ελλάδας και Κύπρου της McCain, οι λιανεμπορικές αλυσίδες είναι σημαντικό κανάλι διανομής, τόσο γιατί η διανομή, μέσω αυτών, γίνεται βάσει των προδιαγραφών της McCain όσο και λόγω της μεγάλης γεωγραφικής κάλυψης των δικτύων διανομής. Ως προς το e-trade τονίζει ότι «αναπτύσσεται με αργούς ρυθμούς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δική μας κατηγορία προϊόντων», εξηγώντας ότι «τα κατεψυγμένα έχουν υψηλότερες δαπάνες μεταφοράς και αποθήκευσης, μια πραγματικότητα που τα διαφοροποιεί από άλλες προϊοντικές κατηγορίες».

Το παζλ των καταναλωτικών τάσεων
«Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, κυρίως όμως οι αλλαγές λόγω της πανδημίας, ωθούν τους καταναλωτές σε περιορισμό του χρόνου παρουσίας τους στα καταστήματα. Η ανάπτυξη ηλεκτρονικών σούπερ μάρκετ και e-food, καθώς και νέων εφαρμογών App στα κινητά τηλέφωνα, εξελίχτηκαν σε βασικούς συντελεστές επικοινωνίας», λέει ο κ. Γιώργος Κωνσταντινίδης, διευθυντής Πωλήσεων της Ioniki.

Από την πλευρά της η κ. Παπαγεωργίου παρατηρεί ότι αφενός «καθημερινά ο χρόνος προετοιμασίας του γεύματος γίνεται όλο και πιο περιορισμένος, λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων». Αφετέρου «ο καταναλωτής στρέφεται πλέον πιο πολύ στα βιολογικά προϊόντα, στη vegan διατροφή και γενικότερα σε υγιεινές επιλογές για όλη την οικογένεια. Γι’ αυτό οι καταψύξεις των καταστημάτων εμπλουτίζονται με πλήθος επιλογών σε vegan πίτσες, πίτες, μπιφτέκια, γύρο κ.ά. Η μία μετά την άλλη οι εταιρείες παραγωγής αντιλαμβάνονται τη σχετική τάση της ζήτησης, προτείνοντας προϊόντα που ενθουσιάζουν το λιανεμπόριο». «Το κίνημα των Vegan έχει αλλάξει τη δομή της αγοράς, οδηγώντας την σε νέα προϊόντα, που πριν μερικά χρόνια φάνταζαν αδύνατον να υλοποιηθούν, όπως η μπουγάτσα με κιμά από φυτικό κρέας ή η σφολιάτα με φυτικό τυρί», επιβεβαιώνει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Εξάλλου, «η πανδημία και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης άλλαξαν τον τρόπο που οι καταναλωτές κάνουν τις αγορές τους αλλά και καταναλώνουν», σημειώνουν τα στελέχη της Μπάρμπα Στάθης», επισημαίνοντας την αύξηση της κατ’ οίκον κατανάλωσης και των online παραγγελιών τροφίμων. «Επιπλέον καταγράφεται μία αυξανόμενη προτίμηση σε ελληνικά προϊόντα, απόρροια της επιτυχούς διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης στην Ελλάδα την περίοδο του lockdown. Παράλληλα οι καταναλωτές φαίνεται ότι νοιάζονται περισσότερο για τη σχέση ποιότητας/τιμής, ενώ η στροφή τους σε πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές, όπως στα λαχανικά και τις σαλάτες, ενισχύθηκε περαιτέρω», λένε.

Κλειδί, η στροφή στην υγιεινή διατροφή
«Η στροφή στην υγιεινή διατροφή είναι κατά τη γνώμη μου η σημαντικότερη καταναλωτική τάση των τελευταίων χρόνων», σημειώνει ο κ. Αλεξόπουλος, συμπληρώνοντας: «Όλοι μας ως καταναλωτές δίνουμε έμφαση στα συστατικά ή τον τρόπο παρασκευής των προϊόντων. Η McCain αναγνωρίζει τη σύγχρονη τάση και λανσάρει προϊόντα πατάτας, που παρασκευάζονται στο φούρνο και είναι το ίδιο νόστιμα και τραγανά, όπως τα τηγανητά. Παράλληλα, όμως, αποφεύγουμε τα έξτρα λιπαρά, τις μυρωδιές και την ατσαλιά στη κουζίνα, αφού η ευκολία αποτελεί πάντα βασικό στοιχείο της επιλογής ενός προϊόντος για την εργαζόμενη μητέρα».
«Δύο είναι οι κύριες τάσεις στην αγορά του foodservice», εξηγεί ο κ. Ρούδας: «Η πιο comfort προσέγγιση στην εστίαση και η υγιεινή διατροφή ή, αλλιώς, απενοχοποιημένη διατροφή, οπότε οι επιχειρήσεις προσπαθούν να επενδύουν σε προϊόντα που απαντούν στην street food τάση, καθώς και σε clean label –όπως ονομάζονται τα προϊόντα, στα οποία δεν χρησιμοποιούνται καθόλου ή χρησιμοποιούνται ελάχιστα τα ενοχοποιημένα συστατικά (αλάτι, ζάχαρη, φοινικέλαιο κ.ά.)–, στηρίζοντας παράλληλα τις τάσεις vegan/gluten και lactose free».

«Υπάρχουν νέα προϊόντα, διαφορετικές συσκευασίες και νέες κατηγορίες κατεψυγμένων προϊόντων, που επηρεάζουν πολύ θετικά την κατανάλωση», λέει ο κ. Σίμος, προσθέτοντας ότι η Alterra κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, «έχοντας ήδη δημιουργήσει νέες κατηγορίες με φρούτα και smoothies στην ελληνική αγορά, ενώ άλλες καινοτόμες ιδέες νέων προϊόντων θα πραγματοποιηθούν άμεσα».

Η Μπάρμπα Στάθης από την πλευρά της επενδύει στις βιολογικές καλλιέργειες, με στόχο τα επόμενα χρόνια να παρέχει σχετικά πλήρη γκάμα, να υπάρχει επάρκεια βιολογικών προϊόντων, αλλά και να μειωθεί το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της εταιρείας. Εξάλλου, επειδή ο καταναλωτής θέλει να γνωρίζει την «ιστορία» κάθε προϊόντος που του αρέσει, πράγμα που εκφράζεται ως τάση, «δημιουργήσαμε γεύσεις που συνδέονται με τόπους καταγωγής, βασισμένες σε τοπικές συνταγές, τις οποίες ακολουθώντας με ακρίβεια, δημιουργήσαμε μοναδικές προϊοντικές προτάσεις, όπως τις Ηπειρώτικες Πίτες, τη Σφολιάτα με Κασέρι Μυτιλήνης, την Χειροποίητη με Γραβιέρα Κρήτης και πολλές ακόμη, που αναδεικνύουν την γαστρονομία κάθε τόπου της χώρας», λέει ο κ. Κωνσταντινίδης

Η κατάψυξη κερδίζει τη ζήτηση
«Για όλους όσοι διαχειριζόμαστε προϊόντα κατάψυξης, είναι και ξεκάθαρο και πολύ ευχάριστο το ότι η κατάψυξη απενοχοποιείται. Καταρρίπτεται η αντίληψη ότι το κατεψυγμένο δεν είναι ποιοτικό», λέει η κ. Παπαγεωργίου.
«Ο κλάδος των κατεψυγμένων λαχανικών έχει θετικές προοπτικές ανάπτυξης, δεδομένων της αύξησης της κατανάλωσής τους, των νέων καταναλωτικών συνηθειών και των καινοτομιών από τις εταιρείες του κλάδου.

Ο καταναλωτής σήμερα ξέρει ότι τα κατεψυγμένα λαχανικά είναι πολύ θρεπτικά και υγιεινά, ενώ προσφέρονται στο χαμηλότερο κόστος. Η σχετική διατροφική συνήθεια προοπτικά αναμένουμε ότι θα επεκταθεί με μεγαλύτερους ρυθμούς», τονίζει ο κ. Σίμος, ενώ η κ. Παπαγεωργίου συμπληρώνει: «Αξίζει να σημειώσουμε ότι η κατάψυξη έχει κερδίσει τον καταναλωτή, που μέχρι πρότινος δε μαγείρευε, δηλαδή δεν αγόραζε τα υλικά και δε διέθετε χρόνο για να ετοιμάσει το γεύμα του.

Όμως, εφόσον του παρέχεται η ευκαιρία να διατηρεί στην κατάψυξη του σπιτιού του λαχανικά, πίτες, κρέας ή ψάρι, χωρίς να ανησυχεί ότι γρήγορα θα αλλοιωθούν, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για τη δική του διευκόλυνση. Γι’ αυτό οι προμηθευτές του προτείνουν καινοτόμες ιδέες, π.χ. συγκεντρώνοντας σε μία σακούλα αρακά με κρεμμυδάκι και καρότο, απαλλάσσοντάς τον από το να τα εφοδιάζεται ξεχωριστά, όπως και έτοιμο κομμένο ψάρι ή κρέας».

Αισιόδοξος για τις προοπτικές ο κ. Αλεξόπουλος, επισημαίνει ότι «το λιανεμπόριο στη McCain «κλείνει» τα τελευταία χρόνια με θετικό πρόσημο, λόγω της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, όχι μόνο στο core business, αλλά και στα καινοτόμα προϊόντα. Η περίοδος που διανύουμε λειτουργεί αθροιστικά στην ανάπτυξή μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να μπούμε σε περισσότερα νοικοκυριά».

«Η Μπάρμπα Στάθης, αντιλαμβανόμενη τις αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά, λόγω της πανδημίας, ανταποκρίθηκε άμεσα και με υπευθυνότητα έναντι καταναλωτών και λιανεμπόρων, φροντίζοντας για την επάρκεια της αγοράς και δη σε περιπτώσεις που, λόγω της αυξημένης ζήτησης, χρειάστηκε να υποστηριχτεί έκτακτα η εφοδιαστική αλυσίδα», επισημαίνουν τα στελέχη της εταιρείας.

«Ο κλάδος μας αναπτύσσεται διαρκώς, η παγκοσμιότητα των τάσεων και η ταχύτητα μετάδοσής τους φέρνουν σημαντικές αλλαγές σε όλο το εμπόριο. Χορτοφάγοι, vegan, flexitarian είναι η εξέλιξη των διατροφικών μας συνηθειών και βρισκόμαστε μονάχα στην αρχή…», τονίζει ο κ. Κωνσταντινίδης.

Στην κατάψυξη της κρίσης οι προσδοκίες
Στο πλαίσιο νέων ενδεχομένως lockdown, η κ. Παπαγεωργίου υποστηρίζει ότι «οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ θα αυξηθούν, αλλά όχι στο επίπεδο του Μαρτίου, ενώ αντίστοιχα η αναστολή λειτουργίας της αγοράς ho.re.ca θα επιδράσει αρνητικά στις πωλήσεις των Cash & Carry».

Ο κ. Ρούδας παρατηρεί ότι «η πανδημία, ωθώντας τον κόσμο στις σάλες των σούπερ μάρκετ, του έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσει προϊόντα, που παραδοσιακά αναζητούσε σε άλλα κανάλια (π.χ. ψωμί, καφέ, πίτες, σάντουιτς κ.ά.). Στην ακριβώς αντίθετη πλευρά το κανάλι ho.re.ca., με εξαίρεση ίσως τα καφέ, υποφέρει. Δύσκολη η χρονιά και για τη βιομηχανία. Περιμένουμε πτώση τζίρου που θα αγγίξει το 35%, αρκετές εξαγορές και συγχωνεύσεις, μείωση των επενδύσεων και γενικά επιφυλακτικούς, αν όχι πανικόβλητους, επιχειρηματίες…».

Προωθήσεις: «Εχουμε την υποχρέωση να γινόμαστε προσιτοί…»
Σύμφωνα με τα στοιχεία Ιουλίου της IRI, οι πωλήσεις μέσω εκπτωτικών ενεργειών στην κατηγορία των κατεψυγμένων λαχανικών έφτασαν στο 12,7%, στα κατεψυγμένα έτοιμα γεύματα στο 26,2% και στην κατεψυγμένη πίτσα στο 27,1%.
Πάντως ο κ. Ι. Ρούδας (Délifrance Hellas) είναι υπέρμαχος των γευστικών δοκιμών, πιστεύοντας πως είναι ο μόνος τρόπος να πείθεται ο καταναλωτής για την ποιότητα των προϊόντων. Επίσης, θεωρεί ως πολύ σημαντικό βήμα «την οριοθέτηση και σωστή εφαρμογή του concept Bake-Off. Οι πρωτοπόρες βιομηχανίες, γνωρίζοντας τον τομέα της παραγωγής αρτοσκευασμάτων, μπορούν να βοηθήσουν στον σχεδιασμό των χώρων, την οργάνωση της παραγωγής, τα μενού κ.ά. Η συνεργασία αφενός δίνει τα σωστά αποτελέσματα για το προϊόν κι αφετέρου βοηθά στην προσέγγιση του καταναλωτή. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι οι πιέσεις του λιανεμπορίου για παροχές και η προσφορά της βιομηχανίας για φτηνό προϊόν…», συμπεραίνει.
«Η Alterra ακολουθεί με συνέπεια για χρόνια μία συγκεκριμένη εμπορική πολιτική, με σεβασμό στον καταναλωτή, προσφέροντας τα προϊόντα της στην καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής, ενώ διοργανώνει προωθητικές ενέργειες σε όλα τα επίπεδα της λιανικής, δηλαδή τις μεγάλες και τις μεσαίες αλυσίδες, καθώς και τις μικρές επιχειρήσεις λιανικής», λέει ο κ. Κ. Σίμος (Alterra), προσθέτοντας: «Συμμετέχουμε με έξτρα παροχές σε φυλλάδια, οργανώνουμε in store ενέργειες, τηλεοπτικά και in store promotions. Η απόδοση όλων αυτών των ενεργειών είναι σημαντική, αυξάνει τις πωλήσεις. Ιδιαίτερο βάρος δίνουμε στο να υπάρχει ισορροπία και δικαιοσύνη σχετικά με το πόσες ενέργειες γίνονται ανά αλυσίδα και κατάστημα και ως προς τα ποσοστά των έξτρα παροχών ανά ενέργεια».
Όπως τονίζει ο κ. Χ. Αλεξόπουλος (McCain), «είμαστε premium, αλλά έχουμε την υποχρέωση να γινόμαστε προσιτοί. Μέσω της προώθησης καινοτόμων προϊόντων, που καλύπτουν την ανάγκη του καταναλωτή για διαφοροποίηση, εφαρμόζουμε πιο χαμηλές τιμές στο ράφι, είτε μέσω μεμονωμένων προωθητικών ενεργειών είτε μέσω co-branding».
«Στόχος των My Market», λέει η κ. Κ. Παπαγεωργίου, «είναι η δημιουργία ενός «έξυπνου» κωδικολογίου, δηλαδή χωρίς υπερβολές στον αριθμό των κωδικών, να εξασφαλίζεται μία πλούσια γκάμα. Αυτό σημαίνει ότι προτεραιότητά μας είναι η εξυγίανση της κατάψυξης, η διαμόρφωση του ραφιού κατά τρόπο ώστε ο πελάτης να βρίσκει εύκολα αυτό που αναζητά. Θέλουμε ένα ξεκάθαρο ράφι που να μην τον μπερδεύει και χάνει το χρόνο του. Επιδιώκουμε να έχει ποικιλία και συνδυαστικές επιλογές προϊόντων κατάψυξης στην ίδια περιοχή του καταστήματος».
«Ακόμα και στη δύσκολη συγκυρία της αγοράς μας, προτεραιότητά μας είναι ο σχεδιασμός νέων καινοτόμων προϊόντων, που ανταποκρίνονται στις νέες τάσεις, οι οποίες εξελίσσονται ταχύτατα», τονίζει ο κ. Γ. Κωνσταντινίδης (Ioniki), προσθέτοντας ότι «τα καινοτόμα προϊόντα ενισχύονται από τις έξυπνες προωθητικές ενέργειες, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να τα δοκιμάσει και να τα εντάσσει στη διατροφή του».

 

Το Λονδίνο υποδέχεται το πρώτο vegan «κρεοπωλείο»

Το καταναλωτικό κοινό της βρετανικής πρωτεύουσας υποδέχθηκε πρόσφατα το Ruby’s Vegan. Σε μια εποχή έντονης διαμάχης για την κατοχύρωση των όρων που δηλώνουν πως προϊόντα που μοιάζουν με γνωστά προϊόντα κρέατος, όπως burger, λουκάνικα, μπέικον κλπ, δεν περιέχουν κρέας, παρά μόνο φυτικά συστατικά, εγκαινιάστηκε την 1η Νοεμβρίου, συμπίπτοντας με την Παγκόσμια Ημέρα Vegan, το πρώτο vegan «κρεοπωλείο» στη χώρα. Στο κατάστημα διατίθενται μόνο προϊόντα που ανήκουν κλασικά στη γκάμα ενός κρεοπωλείου, με 100% φυτικά συστατικά. Το Ruby’s Vegan διαθέτει plant-based καπνιστό χοιρινό, παϊδάκια, σαλάτα σολωμού, μπέργκερ, πατέ κοτόπουλου, λουκάνικα κ.ά.

Στο πλαίσιο δε των επερχόμενων εορτών των Χριστουγέννων, οι πελάτες μπορούν να προμηθευτούν ήδη ψημένη vegan γαλοπούλα, όπως και σπιτικές vegan ομελέτες, ενώ για τους κατοίκους περιοχών εκτός Λονδίνου, υπάρχει διαθέσιμη υπηρεσία delivery.

Η τάση για φυτικά προϊόντα θεωρείται από τις πλέον ανερχόμενες στον καιρό της πανδημίας, που έχει ευαισθητοποιήσει το κοινό σε θέματα που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας, και ειδικότερα τη λειτουργία των σφαγείων, ιδιαίτερα μετά και τα κρούσματα μολύνσεων από τον ιό Covid-19 σε αντίστοιχες εγκαταστάσεις. Η τάση καταγράφεται και σε πρόσφατες έρευνες σε Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Χονγκ Κονγκ , με αύξηση του ενδιαφέροντος των πολιτών για τη vegan διατροφή, αλλά και της πρόθεσης σημαντικής μερίδας τους να μειώσουν την κατανάλωση κρέατος, μετά την εκδήλωση της πανδημίας.

Η Ocado επενδύει 287 εκατ. δολάρια σε ρομποτικές λύσεις

Στις αρχές Νοεμβρίου η βρετανική εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου και τεχνολογίας αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις της για τα κέρδη του τελευταίου τριμήνου του έτους, αποκαλύπτοντας παράλληλα δύο νέες εξαγορές στον τομέα της ρομποτικής. Συγκεκριμένα, η Ocado ανακοίνωσε την εξαγορά της Kindred Systems, με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, αντικείμενο της οποίας είναι ο σχεδιασμός ρομπότ για τη προετοιμασία και συσκευασία online παραγγελιών (picking-packing), που πραγματοποιείται στα αντίστοιχα κέντρα διανομής, έναντι ποσού 262 εκατ. δολαρίων.

Παράλληλα, εξαγόρασε και την εταιρεία Haddington Dynamics, με έδρα το Μαϊάμι, έναντι 25 εκατ. δολαρίων. Και οι δύο εξαγορές θα πρέπει να αναμένουν την έγκριση των αρμόδιων αρχών των ΗΠΑ, ώστε να ολοκληρωθούν.

Όπως δήλωσε σχετικά ο CEO της Ocado, Tim Steiner, η εταιρεία έχει ήδη εξελίξει σε μεγάλο βαθμό τις τεχνολογικές λύσεις που αξιοποιεί για την εξυπηρέτηση των δικών της αναγκών, αλλά και των πελατών της, ειδικότερα σε ό,τι αφορά το online λιανεμπόριο, αλλά με τις συγκεκριμένες εξαγορές θα βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις επιδόσεις της στα πεδία της ταχύτητας εξυπηρέτησης, της ακρίβειας στην εκτέλεση των εργασιών, της γκάμας των προσφερόμενων προϊόντων και των οικονομιών κλίμακας.

Ανάπτυξη των PL λόγω νέων συνηθειών

Στο πλαίσιο της νέας συνθήκης που δημιουργεί στο πεδίο της κατανάλωσης η πανδημία, έχει δοθεί ώθηση στις πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, δηλώνει η Aimee Becker, Senior Vice President Strategic Advisory της Daymon, στο ενημερωτικό site SN. H Daymon είναι μια από τις ηγετικές και πρωτοποριακές στον τομέα της επιχειρήσεις των ΗΠΑ, με αντικείμενο τη ανάπτυξη προϊόντων PL. Όπως σημειώνει η Becker, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν σταματήσει εδώ και αρκετά χρόνια να θεωρούνται μια φθηνή εναλλακτική λύση αγοράς, και η εξέλιξή τους διαμόρφωσε μια πολύ καλή συνθήκη για την περαιτέρω ενίσχυσή τους στον καιρό της πανδημίας. Σύμφωνα με την ίδια, τα PL έχουν πλέον αποκτήσει στη συνείδηση των καταναλωτών ισότιμη θέση με τα επώνυμα καταναλωτικά προϊόντα, ως συνέπεια της επικέντρωσης των λιανεμπόρων στη βελτίωση της ποιότητάς τους.

«Σήμερα», σημειώνει, «στην αγορά των ΗΠΑ, το 86% των καταναλωτών θεωρεί πως η ποιότητα των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι ισάξια ή και ανώτερη των επώνυμων brands». Επίσης, όπως καταγράφεται στη σχετική έρευνα της εταιρείας (Daymon Private Brand Intelligence Report), ένα ποσοστό των καταναλωτών, που προσεγγίζει το 90%, δηλώνει πως εμπιστεύονται στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο τα PL σε σύγκριση με τα επώνυμα brands (89%) και κατά ένα εξίσου υψηλό ποσοστό (87%), θεωρεί πως διαθέτουν την ίδια ή και μεγαλύτερη ποικιλία.

Η Becker εκτιμά πως η ανάπτυξη του μεριδίου των PL θα εξακολουθήσει και στους επόμενους μήνες, σε συνέχεια της δυναμικής που απέκτησαν κατά την εξάπλωση της πανδημίας. Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με την προαναφερθείσα έρευνα, η προτίμηση στα PL αφορά όλες ανεξαιρέτως τις δημογραφικές ομάδες.

Η ΔΕΛΤΑ στη «Συμμαχία για τη μείωση της Σπατάλης Τροφίμων»

Η ΔΕΛΤΑ συμμετέχει εθελοντικά στη «Συμμαχία για τη μείωση της Σπατάλης Τροφίμων». Άλλωστε, η εταιρεία υλοποιεί από το 2018 το στοχευμένο πρόγραμμα-παραμύθι «Ταξίδι στην Τροφούπολη», μέσω του οποίου οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι του Κέντρου Ενημέρωσης ΔΕΛΤΑ επισκέπτονται παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, συμβάλλοντας στην κοινωνικοποίηση των παιδιών αναφορικά με τη σωστή αγορά και αποθήκευση των τροφίμων, την πρόληψη της σπατάλης και την προστασία του περιβάλλοντος. Το εν λόγω πρόγραμμα κατέκτησε πρόσφατα το χρυσό βραβείο στα Environmental Awards 2020, ενώ έχει βραβευθεί φέτος στα Responsible Business Awards 2020 και Corporate Affairs Excellence Awards 2020.

Εξάλλου, η εταιρεία πρόσφατα επιβραβεύτηκε για τους Χυμούς Life και το γιαούρτι Advance Bio, στο πλαίσιο των Packaging Awards 2020. Ειδικότερα, έλαβε το χρυσό βραβείο στις κατηγορίες Labelling Innovation και Successful Branding για τη νέα συσκευασία των φυσικών χυμών Life και το ασημένιο στην κατηγορία Successful Branding για τη νέα βιολογική βρεφική σειρά ΔΕΛΤΑ Advance Bio.

SAS: Μικρή η ανοχή των καταναλωτών στην κακή εξυπηρέτηση

Οι τέσσερις στους δέκα Έλληνες καταναλωτές θεωρούν πιο σημαντική την καταναλωτική εμπειρία από τις χαμηλές τιμές και τις προσφορές, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της SAS. Ειδικότερα, σχεδόν ο ένας στους τρεις θα σταματούσε να προτιμά μια εταιρεία, μετά από μια κακή εμπειρία εξυπηρέτησης, ενώ οι έξι στους δέκα ανέχονται από δύο έως πέντε φορές τις ενδείξεις αρνητικής καταναλωτικής εμπειρίας από μια εταιρεία πριν στραφούν σε άλλες. Η έρευνα έδειξε, επίσης, ότι κατά το 64% οι καταναλωτές προτίθενται να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για τις αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών από επιχειρήσεις, που τους πρόσφεραν μια καλή εμπειρία στη διάρκεια της πανδημίας. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι προ της πανδημίας το 60,4% των καταναλωτών τοποθετούσε την τιμή στους τρεις σημαντικότερους παράγοντες της θετικής καταναλωτικής εμπειρίας, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό είναι 59%, πράγμα που σημαίνει ότι, αν και η μεταβολή είναι μικρή, είναι σημαντική, καθώς συνέβη σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αναφορικά με τις αντιλήψεις σχετικά με το τι συνιστά θετική αγοραστική εμπειρία, κατά το 26,4% οι ερωτηθέντες ανέφεραν τις ευέλικτες επιστροφές προϊόντων ή τις αποζημιώσεις, κατά το 25% τη γρήγορη εξυπηρέτηση, κατά το 40% τις μειωμένες τιμές και τις προσφορές, κατά το 33,2% την υπεύθυνη συμπεριφορά και κατά το 36,4% τις «διάφορες διευκολύνσεις».
Σημειώνεται ότι η περσινή σχετική έρευνα είχε επισημάνει ένα έλλειμμα συγχρονισμού των επιχειρήσεων με τις απαιτήσεις των πελατών τους, καθώς λ.χ., ενώ είχε φανεί ότι στο 58% των επιχειρήσεων κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η υψηλή ποιότητα είναι πρωτεύον κριτήριο των πελατών τους, αποδείχθηκε ότι μόνο το 35% των καταναλωτών συμμερίζονται κάτι τέτοιο.

Women on Top: Ολοκληρώθηκε ο «Κύκλος Ενδυνάμωσης»

Με ενεργή συμμετοχή πραγματοποιήθηκαν τα διαδικτυακά σεμινάρια του «Κύκλου Ενδυνάμωσης» του Women On Top, με την υποστήριξη της Henkel και των My market. Ο τομέας Απορρυπαντικών & Καθαριστικών της Henkel Hellas, στο πλαίσιο της δέσμευσης της εταιρείας και του προγράμματος Εταιρικής Υπευθυνότητας «Για καλό», ενίσχυσε τη σύμπραξή της με τα My market και το WoT για την προσωπική ενδυνάμωση και προσαρμογή των γυναικών στο σύγχρονο αβέβαιο περιβάλλον. Μέσα από μια σειρά τεσσάρων διαδικτυακών βιωματικών συναντήσεων, που πραγματοποιήθηκαν διαδικτυακά μεταξύ 5 και 26 Οκτωβρίου, σαράντα γυναίκες απέκτησαν τις απαραίτητες προσωπικές δεξιότητες για τη «διαχείριση της αλλαγής».