Πολλές από τις αλλαγές του μοντέλου ζωής του σύγχρονου ‘Ελληνα καταναλωτή καθρεφτίζονται στις ανακατατάξεις των μεριδίων ανά κανάλι διανομής στα νωπά οπωροκηπευτικά. Πράγματι, όλο και περισσότερο οι καταναλωτές στρέφονται από τις λαϊκές αγορές και τα μανάβικα στα σούπερ μάρκετ, που έχουν ισχυροποιήσει σημαντικά το μερίδιό τους στην εν λόγω αγορά. Ο βασικότερος λόγος, προφανής: η έλλειψη χρόνου της σύγχρονης εργαζόμενης Ελληνίδας, κυρίως των μεγάλων αστικών κέντρων, περιορίζει τη δυνατότητά της να επισκέπτεται τη λαϊκή αγορά, στρέφοντάς την στα σούπερ μάρκετ για την ικανοποίηση του συνόλου των αναγκών του νοικοκυριού της.
Αυξάνει το μερίδιο των σούπερ μάρκετ
Κατά μέσο όρο, το μερίδιο των σούπερ μάρκετ στη συνολική αγορά των οπωροκηπευτικών, αναλόγως του είδους, κυμαίνονται μεταξύ 10%-15% και 50%, με διαρκώς αυξητική τάση. ‘Ετσι, στα δημοφιλή και εύκολα στη διαχείριση φρουτολαχανικά τα μερίδια των σούπερ μάρκετ είναι υψηλά.
Στην εγχώρια αγορά φρούτων τις υψηλότερες πωλήσεις έχουν η μπανάνα, με μικρή απόσταση τα μήλα, ενώ έπονται πορτοκάλια, αχλάδια και ροδάκινα -ενδεικτικά, η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση μπανάνας στην Ελλάδα εκτιμάται περίπου στα 10 κιλά. Στην αντίστοιχη αγορά των λαχανικών, πρώτο σε κατανάλωση προϊόν είναι η ντομάτα, και την ακολουθούν οι πατάτες, τα λεμόνια, τα κρεμμύδια, οι πιπεριές και τα αγγούρια.
Τόσο οι χονδρέμποροι όσο και οι λιανεμπορικές αλυσίδες προτιμούν τα οπωροκηπευτικά ελληνικής παραγωγής. «Τα εισαγόμενα προτιμώνται είτε στα προϊόντα που δεν υπάρχει εγχώρια παραγωγή είτε όταν η ποιότητα της εγχώριας παραγωγής είναι υποβαθμισμένη, συνήθως λόγω κακοκαιρίας», σχολιάζει στέλεχος μεγάλης χονδρεμπορικής εταιρείας.
Φειδωλός ο καταναλωτής σήμερα
Η οικονομική δυσχέρεια του ελληνικού νοικοκυριού τα τελευταία χρόνια αντανακλάται έντονα στην αγορά των οπωροκηπευτικών. «Παλιότερα, ο καταναλωτής αγόραζε σε ποσότητες τα φρουτολαχανικά. Σήμερα, αγοράζει μετρημένα, δηλαδή όσα ακριβώς του χρειάζεται», διαπιστώνει στέλεχος της χονδρεμπορικής αγοράς. Εξάλλου, η αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς σε αυτή την κατεύθυνση συντελεί στην ενίσχυση των πωλήσεων των σούπερ μάρκετ, γιατί «οι λαϊκές, σε αντίθεση με όσα συνέβαιναν προ δεκαετίας ή δεκαπενταετίας, δεν πωλούν πια σε οικονομικές τιμές», σχολιάζει ο ίδιος.
Στην οικονομική επιδείνωση αποδίδεται, επίσης, μια μέση κάμψη στις συνολικές πωλήσεις φρουτολαχανικών της τάξης του 10%. «Δεν λέμε πια ότι ο καταναλωτής κόβει τα περιττά, αυτό το έχει κάνει προ πολλού. Τώρα κόβει πλέον από τα αναγκαία», τονίζει στέλεχος προμηθευτικής εταιρείας φρούτων, προσθέτοντας ότι η μεγαλύτερη πτώση πωλήσεων καταγράφεται σε είδη που θεωρούνται πολυτελείας, όπως ο ανανάς.
Σημειώνουμε ότι οι πωλήσεις οπωροκηπευτικών είναι έντονες την πρώτη εβδομάδα κάθε μήνα, γεγονός που συνδέεται με την καταβολή του μισθού στους εργαζόμενους. Αντίστοιχα, για προφανείς λόγους στο δεύτερο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα η ζήτηση περιορίζεται σημαντικά.
Απαιτήσεις και… αντιστάσεις
Ο τομέας των φρέσκων οπωροκηπευτικών είναι από τους πλέον δύσκολους στη διαχείριση των προϊόντων, και γι’ αυτό συχνά δημιουργούνται κόντρες μεταξύ προμηθευτών και αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Οι ειδικές συνθήκες συντήρησης των προϊόντων, η ευαισθησία κι ο μικρός κύκλος ζωής τους επιβάλλουν να διακινούνται τακτικά και σε περιορισμένες ποσότητες, πράγμα που αυξάνει σημαντικά το κόστος διαχείρισης.
Υπάρχουν, τάχα, σταθερά κριτήρια επιλογής προμηθευτών στις αλυσίδες; «Εξαρτάται από την αλυσίδα, από το πώς δουλεύει», λένε οι προμηθευτές. «‘Αλλοι δίνουν έμφαση στην ποιότητα, απόφαση που καθορίζει το σύνολο των ενεργειών τους, οπότε συνήθως μας ζητούν αναγνωρισμένα πιστοποιητικά ποιότητας, όπως HACCP, ISO και συστήματα ιχνηλασιμότητας. ‘Αλλες πάλι, αρκούνται στα ελάχιστα που απαιτεί ο νόμος…». Κάποιες απαιτούν και την υπογραφή συμβολαίων με ποινικές ρήτρες, ενώ άλλες κλείνουν συμφωνίες αποκλειστικά με γνώμονα την τιμή. Γενικά, εκτιμάται ότι ο βαθμός του ενδιαφέροντος του λιανέμπορου για την ποιότητα καθορίζει και την πολιτική του στο θέμα των τιμών και των εκπτώσεων που ζητά από τους προμηθευτές του.
«Οι εκπτώσεις που μας ζητούνται ξεκινούν από ένα λογικό 2%-3% και φτάνουν στο εξωφρενικό 20% ή και 25%!», επισημαίνει στέλεχος προμηθευτικής εταιρείας φρούτων, προσθέτοντας: «Αρκεί μια βόλτα στα ράφια των φρουτολαχανικών ενός σούπερ μάρκετ για να διαπιστώσεις, ακόμη και ως μη ειδικός, τη σημασία που δίνει η αλυσίδα στην ποιότητα των ειδών της και να συμπεράνεις ποια είναι η πολιτική έναντι των προμηθευτών της».
Αλλά η πολιτική τιμών του λιανέμπορου συναρτάται και με την εικόνα ποιότητας που «χτίζει» το ίδιο το προϊόν κι ο προμηθευτής του. Πράγματι, το επώνυμα διακινούμενο προϊόν υψηλής ποιότητας «δεν σηκώνει» τις ίδιες πιέσεις στη διαπραγμάτευση με τα φτηνά φρουτολαχανικά. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, «τα σούπερ μάρκετ πάντα αναζητούν το φθηνότερο», επισημαίνει εκπρόσωπος μεγάλου αγροτικού συνεταιρισμού με υψηλή εξαγωγική δραστηριότητα -περίπου το 50% της παραγωγής του (ροδάκινα και νεκταρίνια) διοχετεύεται σε ξένες αγορές. «Οι αλυσίδες ζητούν χαμηλότερες τιμές έως και κατά 30%-40% από αυτές που πουλάμε», σημειώνει εξηγώντας γιατί ο συνεταιρισμός έχει απορρίψει προτάσεις συνεργασίας με εταιρείες σούπερ μάρκετ.
«Ισορροπία στις σχέσεις μας με τις αλυσίδες θα υπάρξει μόνο εάν η αγορά αφεθεί να ρυθμίσει μόνη τους κανόνες. Οι διάφορες παρεμβάσεις του κράτους στο όνομα της “εξυγίανσης” της αγοράς στην ουσία μόνο κακό προκαλεί, καθότι οι ιθύνοντες αγνοούν το πώς λειτουργεί πραγματικά η αγορά», σχολιάζει ένας εκ των συνομιλητών μας.
Τα πάθη της φυσικής διανομής
Σχετικά με τον τρόπο διακίνησης των φρουτολαχανικών στα σούπερ μάρκετ, αν και αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας με κάθε προμηθευτή, είναι σχεδόν αυτονόητες οι κεντρικές παραδόσεις στα logistics center των αλυσίδων, απ’ όπου οργανώνεται η τροφοδοσία των καταστημάτων με ευθύνη των αλυσίδων. Ωστόσο, η φύση των φρουτολαχανικών επιβάλλει η αναπλήρωσή τους στο ράφι να είναι συχνή και ταχεία, «κάτι που δεν συμβαίνει, με αποτέλεσμα τις συχνές ελλείψεις στο ράφι», επισημαίνει ένας από τους προμηθευτές του κλάδου.
‘Υστερα υπάρχει κι ο πονοκέφαλος των επιστροφών εμπορεύματος. Αν και ανά έκαστο είδος γίνονται διαφορετικοί χειρισμοί, ο κανόνας είναι, τουλάχιστον στα προϊόντα υψηλής ποιότητας που επιλέγονται με αυστηρά κριτήρια, να μην συνηθίζονται οι επιστροφές. ‘Οπως τονίζει ο πρόεδρος μιας προμηθευτικής εταιρείας, «ως επιστροφές νοούνται, κατά την παράδοση του εμπορεύματος, όσα προϊόντα δεν γίνονται δεκτά από τον πελάτη, γιατί δεν ανταποκρίνονται στις συμφωνημένες προδιαγραφές. ‘Ομως, αυτό ενίοτε καταστρατηγείται. ‘Ετσι, συμβαίνει να καλούμαστε να παραλαμβάνουμε ως επιστρεφόμενα και προϊόντα που έμειναν απούλητα στην αλυσίδα, πχ μια εβδομάδα μετά την παράδοσή τους. Φυσικά, πια δεν γίνεται να πουληθούν πουθενά…».
Από το τίποτα, καλύτερες οι μεταχρονολογημένες…
Τι γίνεται, όμως, με τις επιταγές εξόφλησης του προμηθευτή; Ο αποδεκτός μέσος όρος είναι οι 30-45 ημέρες. Αλλά «ανάλογα με το μερίδιο αγοράς, την ισχύ κάθε αλυσίδας, μας επιβάλλονται -συχνά σιωπηρά- οδυνηροί όροι συνεργασίας, με βάση τους οποίους πληρωνόμαστε ύστερα από τρεις ή ακόμα και έξι μήνες! Δεν είναι λίγες οι φορές που γινόμαστε όμηροι των αλυσίδων», τονίζει στέλεχος χονδρεμπορικής εταιρείας του χώρου.
Σε μια αγορά, όμως, με μεγάλα προβλήματα ρευστότητας, η συνεργασία με το οργανωμένο λιανεμπόριο είναι, μάλλον, μονόδρομος. «Η πρακτική των μεταχρονολογημένων επιταγών είναι κανόνας, ενώ τώρα ζούμε διαρκώς και το άγχος των “κανονιών”…», λέει ο συνομιλητής μας. Αυτή η πρακτική, βέβαια, οφείλεται στα διαχειριστικά ήθη των περιόδων ευημερίας, όταν «το χρήμα γινόταν βίλες, πολυτελή αυτοκίνητα ή τζόγος στα καζίνο… Επομένως, τώρα η συνεργασία μας με τις αλυσίδες ή όποιον άλλο παρέχει εγγυητικές επιστολές είναι μονόδρομος. Είναι ο μόνος τρόπος να μην χάνει κανείς τα λεφτά του!».
Υπάρχει, όμως, ακόμα κάτι στις σχέσεις των προμηθευτών με ορισμένες αλυσίδες, που όταν το ρωτάς εισπράττεις αμήχανα χαμόγελα ή μισόλογα. «Η μίζα, δυστυχώς, είναι κομμάτι της πραγματικότητάς μας. Ευτυχώς, αφορά σε ορισμένες μόνο αλυσίδες, σε καμιά περίπτωση στο σύνολό τους. Σε εκείνες, λοιπόν, όλοι ξέρουν: αν δεν τα “πιάσει” ο αγοραστής, ο προμηθευτής δεν παίρνει τη δουλειά. Αλλά πρόσεξε πώς θα το γράψεις! Σύμφωνοι;». Σύμφωνοι…
Αυξάνει η ζήτηση βιολογικών οπωροκηπευτικών
Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση βιολογικών οπωροκηπευτικών στην εγχώρια αγορά αυξάνεται διαρκώς. Οι σχετικές καταναλωτικές έρευνες δείχνουν ότι προτιμώνται από καταναλωτές μέσου ή ανώτερου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, με οικολογικές ευαισθησίες.
Ο ρυθμός ανάπτυξης των πωλήσεών τους στα σούπερ μάρκετ είναι σημαντικά ανοδικός, αλλά τα μερίδιά τους διαφέρουν από είδος σε είδος προϊόντος. Ορισμένες αλυσίδες επενδύουν στρατηγικά στη σχετική κατηγορία, ενώ άλλες της δίνουν σταδιακά μεγαλύτερη σημασία. Εξάλλου, οι τιμές των βιολογικών οπωροκηπευτικών, αν και σημαντικά υψηλότερες των συμβατικών, πλέον διαμορφώνονται χαμηλότερα σε σχέση με το παρελθόν -κατά μέσο όρο περίπου 50% υψηλότερα, έναντι 100% μερικά χρόνια πριν. Πάντως, η κινητικότητά τους είναι σαφώς χαμηλότερη, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λόγω είτε της σύγχυσης του ελληνικού κοινού αναφορικά με τους χαρακτηρισμούς «βιολογικό» και «οργανικό» είτε των υψηλών τιμών τους.
Το ότι τα βιολογικά οπωροκηπευτικά, βάσει του νόμου, διατίθενται συσκευασμένα καθιστά την κατηγορία πρόσφορη στο λανσάρισμα προϊόντων σε πρωτοποριακές συσκευασίες, φιλικές στο περιβάλλον.
Σε είδη προϊόντων, όπως τα ροδάκινα, είναι ασύμφορη η βιολογική παραγωγή, λόγω της υψηλής τους ευπάθειας. Ωστόσο, οι νέοι κοινοτικοί περιορισμοί, που επιβάλλουν τις χαμηλές περιεκτικότητες φυτοφαρμάκων στα εμπορεύσιμα οπωροκηπευτικά, αντισταθμίζουν το «μειονέκτημα» της μη οργανικής παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες επιχειρήσεις εμπορίας παρέχουν στήριξη στους καλλιεργητές για την παραγωγή προϊόντων βάσει των αρχών ολοκληρωμένης διαχείρισης. ‘Ετσι, σήμερα, στον τομέα της φυτοπροστασίας, σε πολλές περιπτώσεις εξαντλούνται όλα τα μέσα φυσικής προστασίας πριν από τη χρήση φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων, που, πάντως, επιλέγονται με κριτήριο τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του περιβάλλοντος και του καταναλωτή.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 385 (Ιούνιος 2009) του περιοδικού «σελφ σέρβις» (Εκδόσεις Comcenter).