Το "σελφ σέρβις" παρουσιάζει την αξιολόγηση των επιδόσεων των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ της χώρας μας, με κριτήρια αποτελεσματικότητας (διαφορετικής βαρύτητας το καθένα) τις πωλήσεις, το μικτό κέρδος, το λειτουργικό κόστος, τα αποτελέσματα προ αποσβέσεων και τα καθαρά αποτελέσματα προ φόρων. Όπως διαπιστώνεται, τις καλύτερες αποδόσεις έχουν οι ΜΜΕ του κλάδου. Οι δέκα μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, από την Αφοί Βερόπουλοι ΑΕΒΕ (αξιολόγηση: 40ή θέση) έως την Πέντε ΑΕ (5η καλύτερη θέση) -οι υπόλοιπες οκτώ, κινούμενες εντός αυτών των ορίων, παρουσιάζουν εντυπωσιακές διαφοροποιήσεις στις πωλήσεις και στα μικτά κέρδη.

Το "σελφ σέρβις" παρουσιάζει την αξιολόγηση των επιδόσεων των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ της χώρας μας, με κριτήρια αποτελεσματικότητας (διαφορετικής βαρύτητας το καθένα) τις πωλήσεις, το μικτό κέρδος, το λειτουργικό κόστος, τα αποτελέσματα προ αποσβέσεων και τα καθαρά αποτελέσματα προ φόρων. Τα σχετικά στοιχεία αντλήθηκαν από τους ισολογισμούς του 2004, όπως τα επεξεργαστήκαμε στο πλαίσιο της ετήσιας έκδοσής μας “Πανόραμα των ελληνικών σούπερ μάρκετ".

Όπως και στο παρελθόν είχαμε επισημάνει, η αξιολόγηση των επιχειρήσεων δεν έχει μία μόνο εκδοχή ούτε άγει σε αποκλειστικά και μονοσήμαντα συμπεράσματα. Σε άλλα συμπεράσματα καταλήγει η αξιολόγηση με χρηματιστηριακά κριτήρια και στόχους, σε άλλα με επενδυτικούς-επεκτατικούς στόχους και σε άλλα με τεχνοκρατικά οικονομικά κριτήρια, που στοχεύουν στην ανίχνευση της οικονομικής αποδοτικότητας κάθε επιχείρησης. Πολλές φορές, οι διαφορετικές οπτικές γωνίες συνυπάρχουν και δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η μία αντιμάχεται την άλλη. Αντίθετα, συγκλίνουν και αποδίδουν σφαιρικά τη φυσιογνωμία της κάθε επιχείρησης και του κλάδου συνολικά.

Αν εδώ και μερικά χρόνια επιλέγουμε τη μέθοδο αξιολογικής κατάταξης των επιχειρήσεων με κριτήρια αποδοτικότητας συμβαίνει γιατί εκείνος που επενδύει, όχι μόνο περιμένει κάποιο αποτέλεσμα ικανοποιητικό για τα δεδομένα του κλάδου που επέλεξε, αλλά και γιατί η καλή ή κακή επίδοση των αποτελεσμάτων της επιχείρησής του καθορίζει εν πολλοίς και τη στρατηγική που επιλέγει για την ανάπτυξη και επέκτασή της. Φυσικά η αποδοτικότητα (κερδοφορία) αποτελεί την πρώτη και πιο υγιή πηγή αυτοχρηματοδότησης.

Στο λιανικό εμπόριο, ιδιαίτερα στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, οι αξιολογήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας επικεντρώνονται στις πωλήσεις και στις μεταβολές που παρουσιάζουν από χρόνο σε χρόνο και σε μερικές περιπτώσεις στα καθαρά κέρδη προ φόρων. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τη βιομηχανία δημοσιεύονται περισσότερα στοιχεία, με έμφαση στα λειτουργικά αποτελέσματα (EBITDA) και στα καθαρά αποτελέσματα προ και μετά τους φόρους κερδών. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση συνηθίζεται η απλή παράθεση στοιχείων, με την παραδοχή ότι η επιχείρηση με τα καλύτερα αποτελέσματα μετά από φόρους έχει τις καλύτερες επιδόσεις. Αυτός είναι ένας κλασικός τρόπος αξιολόγησης, που ακολουθείται κυρίως για χρηματιστηριακούς λόγους, καθώς ο μέτοχος αποβλέπει στην απόδοση ικανοποιητικού μερίσματος και χρηματιστηριακής υπεραξίας της μετοχής του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα δημοσιεύτηκαν στοιχεία και αξιολογικές κρίσεις για “Τα 100 διαμάντια του εμπορίου” και τα “Τα 100 διαμάντια της βιομηχανίας”, με μοναδικό κριτήριο το ποσοστό του καθαρού κέρδους στις πωλήσεις των επιχειρήσεων, όπου εμφανίζονται μικρές εταιρείες, με ελάχιστο βάρος στο σύνολο των εμπορικών δραστηριοτήτων, σαν “διαμάντια”. Είναι ενδιαφέρουσα από κάποια άποψη, αυτού του είδους η προσέγγιση, αλλά μόνο ως επισήμανση και όχι ως βαρύνουσα και κρίση (“διαμάντια”!), που αφορά όχι απλώς τη θέση μιας επιχείρησης σε έναν κλάδο του εμπορίου, αλλά στο σύνολο των κλάδων του εμπορίου!

Αυτοί είναι οι λόγοι που μας ώθησαν όχι μόνο να επιχειρήσουμε μία "άλλη", μία "διαφορετική" αξιολόγηση, αλλά και να αναλύσουμε τη μέθοδό της, δίνοντας το έναυσμα, σε όποιον έχει τη διάθεση να εμβαθύνει, να δει ανάγλυφα τις επιδόσεις των επιχειρήσεων στα διαφορετικά μεγέθη που διαμορφώνουν τον λογαριασμό εκμετάλλευσης.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δρουν ερευνητικά κέντρα που ασχολούνται συστηματικά με τη μελέτη της αξιολόγησης. Στην πλειονότητά τους λειτουργούν στο πλαίσιο των πανεπιστημίων, τα οποία είναι οι πλέον αρμόδιοι φορείς για την προώθηση της έρευνας και τη διαμόρφωση σύγχρονης κουλτούρας οικονομικής ανάλυσης. Δυστυχώς, στη χώρα μας αυτό όχι μόνο χωλαίνει, αλλά και οι λίγες μεμονωμένες απόπειρες που γίνονται σχετικώς δεν συναντούν ευμενή υποδοχή.

Πάντως, όσο η αγορά θα “σφίγγει” και θα κατακλύζεται από νέους πολυεθνικούς ομίλους με οικονομική ευρωστία πρωτάκουστη για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο η καταφυγή σε περισσότερα αξιολογικά κριτήρια θα καθίσταται αναγκαία.

Ορθολογικά κριτήρια και επιχειρηματικές επιλογές

Η αποδοχή ή όχι, η εφαρμογή ή μη της μίας ή της άλλης αξιολογικής μεθοδολογίας δεν υπακούει μόνο σε εταιρικά κριτήρια ορθολογικότητας, αλλά και σε αντικειμενικά κριτήρια, που απηχούν την ωριμότητα, το μέγεθος και την περιφερειακή βαρύτητα μιας αγοράς. Για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς, η οποία δέχεται πλέον άμεσα και πιεστικά τις επιδράσεις και τις παρενέργειες του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, ο όγκος των πωλήσεων και το μέγεθος των δικτύων (αριθμός καταστημάτων) εξακολουθούν να αποτελούν τα κύρια κριτήρια ανάπτυξης και επιβίωσης των επιχειρήσεων. Όλες οι επιχειρήσεις (κυρίως οι μεγάλες) αποδύονται σε έναν αγώνα ταχύτητας, επεκτεινόμενες και στην τελευταία γωνιά της χώρας. Οι μικρές και οι μεμονωμένες επιχειρήσεις, μπροστά στον κίνδυνο του αφανισμού τους, καταφεύγουν στην “προστασία” των μεγάλων ομίλων, εντασσόμενες στο σύστημα franchise.

Οι αποδόσεις: Μικροί και μεγάλοι

Όπως προκύπτει ανάγλυφα από τους πίνακες που παραθέτουμε, τις καλύτερες αποδόσεις παρουσιάζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, διαπίστωση που έχουμε επισημάνει και στο "Πανόραμα των ελληνικών σούπερ μάρκετ". Εδώ, όμως, με τη σύνθετη κατάταξη (διάγραμμα 1) φαίνεται ότι οι 10 μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, από την Αφοί Βερόπουλοι ΑΕΒΕ (με 229 μονάδες αξιολόγησης, στην 40ή θέση) έως την Πέντε ΑΕ (με 559 μονάδες, στην 5η καλύτερη θέση). Οι υπόλοιπες οκτώ μεγάλες αλυσίδες κινούνται μέσα σε αυτά τα όρια, με εντυπωσιακές διαφοροποιήσεις στις πωλήσεις και στα μικτά κέρδη.

Το ποσοστό των καθαρών αποτελεσμάτων είναι ένας απλός δείκτης που σηματοδοτεί την αποτελεσματικότητα και μόνο. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι απόλυτοι αριθμοί και η μάζα (όγκος) των καθαρών κερδών πολλές φορές είναι συχνά καθοριστικός.

Για να γίνει σαφέστερη η άποψη αυτή, παραθέτουμε ένα παράδειγμα, συγκρίνοντας δύο εταιρείες:

Η πρώτη θα κατατασσόταν στα “διαμάντια”, ενώ η δεύτερη -μια μεγάλη επιχείρηση με καθαρά αποτελέσματα- κατατάσσεται στις λιγότερο αποδοτικές…

Η "καλύτερη αποδοτικότητα", επομένως, δεν βρίσκεται στον όγκο πωλήσεων. Αλλά και η βαρύτητα κάθε επιχείρησης στην αγορά δεν κρίνεται από το ποσοστό του καθαρού κέρδους. Με καλή αποδοτικότητα οι μικρομεσαίοι μεν επιβιώνουν, δεν έχουν όμως την εμβέλεια επιρροής στην αγορά που θα τους εξασφάλιζε την επέκταση. Υπάρχει μια κρίσιμη μάζα πωλήσεων, μικτού κέρδους (περιθωρίου) και καθαρού κέρδους, που αντιστοιχεί στο νεκρό σημείο κάθε επιχείρησης, με όλες τις θετικές και τις αρνητικές της παραμέτρους. Αυτές πρέπει να αναζητήσει επίμονα και μεθοδικά η κάθε επιχείρηση, αξιοποιώντας τα θετικά και περιορίζοντας τα αρνητικά. Με αυτό το πρίσμα η αξιολόγηση των επιμέρους επιχειρήσεων αποκτά μια πιο σημαντική διάσταση και προοπτική.

Περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικούς πίνακες βλέπε σελ.11-18