Οι καταναλωτές πληρώνουν πλέον πολύ περισσότερα για τρόφιμα, καύσιμα και υπηρεσίες, ενόσω ο πληθωρισμός συνεχίζει απτόητος, καθώς «εξωγενείς» παράγοντες στρεβλώνουν την οικονομία. Τώρα προστίθεται και η επισιτιστική ανασφάλεια εξαιτίας της καταστροφής του θεσσαλικού κάμπου. Για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού έχουν διατυπωθεί ιστορικά διαφορετικές, αντικρουόμενες και ενίοτε ιδεολογικά φορτισμένες προτάσεις, που εμπλέκουν λιγότερο ή περισσότερο το κράτος. Εκτός των κλασικών μέτρων φορολογικής και αναδιανεμητικής πολιτικής (μείωση ΦΠΑ, επιδόματα κ.ά.) αρκετές φορές εφαρμόζονται άμεσες παρεμβάσεις στον πυρήνα των λειτουργιών της αγοράς, δηλαδή στη διαμόρφωση των τιμών.
Eγείρεται στο δημόσιο διάλογο το ερώτημα, αν πρέπει οι κυβερνώντες να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των τιμών στα βασικά αγαθά ή να αφήνεται «ελεύθερη» η αγορά να τις διαμορφώνει. Πριν αποπειραθούμε κάποια απάντηση, ας βάλουμε σε σειρά τις βασικές έννοιες της «ελευθερίας της αγοράς» και της «αποτελεσματικότητας των ελέγχων στις τιμές».
Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια ελεύθερη αγορά;
Κατά τη θεωρία η ελεύθερη αγορά είναι ένα ανεξέλεγκτο σύστημα οικονομικών συναλλαγών, στο οποίο φόροι, ποιοτικοί έλεγχοι, ποσοστώσεις, δασμοί και άλλες μορφές κυβερνητικών οικονομικών παρεμβάσεων είτε δεν υπάρχουν είτε είναι ελάχιστες. Δεδομένου ότι αυτό το ιδεατό επίπεδο Pareto-αποτελεσματικής κατανομής των πόρων στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (όλοι οι οικονομολόγοι συμφωνούν σχετικά), οι σύγχρονες κοινωνίες μόνο να το προσεγγίσουν μπορούν.
Βασική προϋπόθεση για τη ζητούμενη βέλτιστη ισορροπία είναι η απουσία ασυμμετριών στην πληροφόρηση κι η ελεύθερη-εύκολη πρόσβαση στη γνώση, ήτοι αν ο καταναλωτής παραπλανάται σχετικά με την πραγματική τιμή ενός προϊόντος ή δεν του είναι εύκολη η σύγκριση της τιμής-του μεταξύ διαφορετικών εμπόρων, τότε δεν μπορεί να επιτευχθεί το ιδανικό αποτέλεσμα. Επίσης, αναγκαίοι παράγοντες είναι η απουσία απευκταίων εξωτερικοτήτων κι η εκδήλωση σύνεσης και αυτοσυγκράτησης, συμπεριφορών, δηλαδή, που δεν ευδοκιμούν στη σκληρή καθημερινότητα.
Σημειωτέον ότι μια ανέλεγκτη αγορά μπορεί να δελεάζει τους ανταγωνιστές να συνωμοτούν κατά την πρόβλεψη του Adam Smith ή να ευνοεί τη δημιουργία επιχειρηματικών οντοτήτων τεράστιας ισχύος, που την χρησιμοποιούν για να χειραγωγούν τον ανταγωνισμό.
Σχεδόν όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις δεν ισχύουν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά πιθανώς πουθενά στον κόσμο. Καταρχάς ο καταναλωτής δυσκολεύεται να αποκτά σαφή εικόνα των τιμών, αφού μεταβάλλονται συνεχώς, κυρίως λόγω των προσφορών. Ακριβώς για την αντιμετώπιση των κινδύνων παραπλάνησης η ΕΕ επέβαλε σειρά κανονιστικών διατάξεων, για περισσότερη διαφάνεια στην εμπορική επικοινωνία των πρόσκαιρων μειώσεων τιμής. Όμως, ασύμμετρη πληροφόρηση υπάρχει και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αγαθών, που συνδέονται με τη διαφορετικότητα των τιμών. Αντίστοιχη ασυμμετρία ενημέρωσης (μικρότερου βαθμού, πάντως) εντοπίζεται μεταξύ των αναζητούντων τη βέλτιστη λύση πηγών πρώτων υλών. Τα σχετικά …παρατράγουδα αντιμετωπίζονται ως ιδιωτικές διαφορές, είτε μεταξύ επιχειρήσεων (αθέμιτος ανταγωνισμός) είτε μεταξύ καταναλωτών κι επιχειρήσεων (δίκαιο καταναλωτή), και διευθετούνται δικαστικά.
Το βασικότερο εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού είναι ασφαλώς η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης στον ανταγωνισμό της –πολύ δε περισσότερο όταν η ισχύ της την καθιστά μονοπώλιο, οπότε επιβάλλει τους δικούς της κανόνες τιμολόγησης. Στη χώρα μας εξαιτίας της ρηχής αγοράς (μικρός τζίρος) και του γεωγραφικού (και πολιτικού επί μακρόν) αποκλεισμού της από άλλες αγορές, δημιουργήθηκαν σε πολλούς κλάδους ολιγοπωλιακές συνθήκες, που ευθύνονται για την υστέρηση της ανάπτυξης της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Εξάλλου, ιστορικά έχει εντοπιστεί στη χώρα μας σωρεία περιπτώσεων επιχειρήσεων που προσχώρησαν σε εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ) για τον έλεγχο των τιμών πώλησης ή/και αγοράς. Άλλοτε επρόκειτο για συμπτώματα πλεονεξίας (αισχροκέρδειας), άλλοτε για απότοκα αποφάσεων κυβερνήσεων ή τραπεζών (π.χ. η Αγροτική Τράπεζα κατηύθυνε την τιμολογιακή πολιτική των υπερχρεωμένων σε αυτήν πτηνοτροφικών μονάδων).
Η ύπαρξη μονοπωλίων, ολιγοπωλίων και καρτέλ καθιστά αναγκαία την ειδική νομοθεσία για τον ανταγωνισμό και προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρής αρχής εποπτείας της αγοράς (Επιτροπής Ανταγωνισμού) για τον έλεγχό τους.
Φέρνει αποτελέσματα ο έλεγχος τιμών;
Οι κανόνες της αγοράς δεν είναι ούτε ουδέτεροι ούτε καθολικοί. Αντικατοπτρίζουν εν μέρει τους εξελισσόμενους κανόνες και αξίες της κοινωνίας, αλλά και το ποιος έχει την ισχύ να διαμορφώνει κανόνες και να επιδρά στις κοινωνικές αξίες.
Θεωρητικώς οι έλεγχοι τιμών είναι περιορισμοί, που επιβάλλονται θεσμικά προκειμένου να διατηρείται η οικονομική πρόσβαση στα αγαθά ακόμη και υπό συνθήκες έλλειψής τους, να επιβραδύνεται ο πληθωρισμός, να διασφαλίζεται η επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων και των χαμηλών εισοδημάτων κ.ά. Υπάρχουν δύο κύρια κριτήρια ελέγχου των τιμών, ενός ανώτατου κι ενός κατώτατου ορίου, που εφαρμόζονται άλλοτε απευθείας στις τιμές, άλλοτε στο ποσοστό κέρδους κι άλλοτε ως ποσοστό μεταβολής. Τα πιο συνηθισμένα όρια παγκοσμίως εφαρμόζονται στα ενοίκια (ανώτατο ποσοστό αύξησης) και στους μισθούς (κατώτατο χρηματικό όριο πληρωμής της εργασίας).
Ιστορικά οι έλεγχοι των τιμών έχουν επιβληθεί συχνά ως μέρος ευρύτερων πακέτων εισοδηματικής πολιτικής και δη περιορισμένης διάρκειας, εφόσον τέτοιοι περιορισμοί ενοχοποιούνται για τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, ενώ μόνο προσωρινά μειώνουν τον πληθωρισμό.
Η «αγάπη» των πολιτικών παρεμβάσεων στην αγορά
«Ρυθμίσεις των τιμών» στην αγορά μας καταγράφονται από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και επαναλαμβάνονται με διαφορετική ένταση και μορφή μέχρι σήμερα. Τουλάχιστον έναν αιώνα οι περισσότερες τιμές προσδιορίζονταν από ένα ειδικό κανονιστικό πλαίσιο, το «αγορανομικό». Προσδιορισμένες τιμές από το κράτος παραμένουν των συνταγογραφούμενων φαρμάκων και ορισμένων βασικών τροφίμων-ποτών στα κυλικεία των κλειστών αγορών (σχολείων, σταθμών, σινεμά κ.α.). Σε έκτακτες περιπτώσεις ανώτατες τιμές επιβάλλονται και σε άλλα προϊόντα ή περιοχές (π.χ. οι υγειονομικές μάσκες στην πανδημία). Η τελευταία σχετική ρύθμιση στη χώρα μας ξεκίνησε πριν ένα χρόνο κι ανανεώθηκε τον Αύγουστο φέτος. Αφορά ως γνωστόν την επιβολή ανώτατου περιθωρίου (ποσοστού) μικτού κέρδους στους εμπόρους των FMCG. Τους κινδύνους στρέβλωσης του ανταγωνισμού μεταξύ λιανεμπόρων-προμηθευτών, μεγάλου-μικρού λιανεμπορίου εξαιτίας της εφαρμογής του σχετικού μέτρου ήδη έχει υποδείξει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε η εμπειρία των «συμφωνιών κυρίων» μεταξύ πολιτείας και επιχειρήσεων για τη συγκράτηση τιμών σε βασικά αγαθά. Αυτές εισήχθησαν αποτελεσματικά στην προενταξιακή στην ΟΝΕ περίοδο, με σκοπό την ταχύτερη μείωση του τιμαρίθμου, έπειτα από σύμφωνη γνώμη (λόγω του ειδικού σκοπού: την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ) της μη ανεξάρτητης ακόμα Επιτροπής Ανταγωνισμού. Έκτοτε αρκετοί αποπειράθηκαν να επαναλάβουν το εγχείρημα, αλλά αναποτελεσματικά.
Ωστόσο, η χώρα μας πρωτοτύπησε με τη χρήση ενός άλλου τύπου κανονιστικής παρέμβασης, που αφορά την υποβολή σε δημόσια αρχή ή/και δημοσίευση τιμών και τιμοκαταλόγων. Μεταπολιτευτικά, σε αντιστάθμισμα της υποχώρησης των άκαμπτων «αγορανομικών τιμών» ως μη παραγωγικών υποχρεώθηκαν οι προμηθευτές να υποβάλουν στο Υπουργείο Εμπορίου τους τιμοκαταλόγους χονδρικής προτού ισχύσουν, με σκοπό τον έλεγχο της οικονομικής βασιμότητας των ενδεχόμενων ανατιμήσεων. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 2000 έγινε κατανοητό ότι οι τιμές τιμοκαταλόγου ήταν ονομαστικές, δηλαδή οι πραγματικές τιμές χονδρικής πώλησης προέκυπταν μετά από ειδικές ατομικές συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών και εμπόρων, ζητήθηκε και η αποστολή των ίδιων των εμπιστευτικών συμφωνιών.
Φυσικά, καμιά από τις εν λόγω παρεμβάσεις δεν πέτυχε το σκοπούμενο, τη μείωση του τιμαρίθμου ει μη μόνο την κομματικά κηδεμονευόμενη συναλλαγή πολιτείας-αγοράς, ενώ –ακόμα χειρότερα– ώθησε τους προμηθευτές να μεταβάλουν τις τιμές τους με ενιαίο τρόπο παντού στην αγορά, αποφεύγοντας τις διαπραγματεύσεις με κάθε πελάτη χωριστά. Τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας καταργήθηκε ο Αγορανομικός Κώδικας με τις αντιπαραγωγικές ρυθμίσεις του και αντικαταστάθηκε από ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο (ΔΙΕΠΠΥ), συμβατό με το ευρωπαϊκό Δίκαιο Ανταγωνισμού.
Πώς θα έχουμε Pareto αποδοτικότητα;
Παραγωγοί, έμποροι και καταναλωτές είναι οι τρεις ενεργοί πυλώνες διαμόρφωσης των τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα. Οι πρώτοι διαπραγματεύονται χαμηλότερες τιμές πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας προς όφελος της ανταγωνιστικότητάς τους. Οι λιανέμποροι διαπραγματεύονται αντίστοιχα την αγορά των εμπορευμάτων, ώστε να «κερδίσουν» πελάτες από τους ανταγωνιστές τους, ενώ οι καταναλωτές αναζητούν τον καλύτερο συνδυασμό τιμής, ποιότητας και εξυπηρέτησης. Η ομαλή σχέση μεταξύ των τριών συντελεστών οδηγεί στο καλύτερο για το σύνολο αποτέλεσμα. Οτιδήποτε τους παρεμποδίζει, αυξάνει τις τιμές και χαμηλώνει το βαθμό ικανοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του κράτους είναι να επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και την προστασία του καταναλωτή.