Η Ελλάδα, χώρα της χρονιάς!» κατά τον Economist. Ωραία ακούγεται! Πέρυσι «χώρα της χρονιάς» ήταν η Ουκρανία και ανά έτος παραπίσω η Ουρουγουάη, η Τυνησία, η Μιανμάρ, η Κολομβία, η Γαλλία, η Αρμενία, το Ουζμπεκιστάν, το Μαλάουι, αλλά και πάλι, ωραίο ακούγεται!

Στο πρώτο και το πέμπτο κριτήριο της αξιολόγησης του Economist, σχετικά με τον «πληθωρισμό» και το «χρηματιστήριο», πετύχαμε διάνα και δη με όρους ταυτότητας των αιτίων επιτυχίας. Το φωνάζουν τα στοιχεία της ICAP CRIF, που προέκυψαν από την επεξεργασία των ισολογισμών των πεντακοσίων πιο κερδοφόρων ελληνικών εταιρειών: Τα προ φόρων κέρδη τους το 2022 υπερδιπλασιάστηκαν με ρυθμό 137,9%! Έφτασαν τα 19,953 δισ. ευρώ έναντι 8,389 δισ. το 2021, δηλαδή, μόλις σε μια χρονιά κέρδισαν παραπάνω 11,5 δισ. ευρώ –όσο είναι ο ετήσιος τζίρος των σούπερ μάρκετ! Κι αυτό συνέβη ακριβώς τη χρονιά που ο πληθωρισμός έφτασε το 9,5% και που το μέσο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (πηγή, ΕΛΣΤΑΤ). Υπερδιπλασιασμός κερδών απ’ τη μια, αύξηση τζίρου 58,7% απ’ την άλλη στα 156,5 δισ. ευρώ. Αν δει κανείς τις κορυφαίες εταιρείες της σχετικής κατάταξης (τράπεζες, ομίλους πετρελαιοειδών κ.ά.), η άσκηση λύνεται πια χωρίς μολύβι! Πώς να μην υπεραποδώσει έτσι το ελληνικό χρηματιστήριο; Με ετήσια κέρδη 10,5 δισ. ευρώ και αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της ελληνικής αγοράς κατά 43,8%, γίνεται κανονικό πάρτι!

Κι επειδή ο πληθωρισμός, «φουσκώνοντας» τους τζίρους ολίγων επιχειρήσεων, «φουσκώνει» και το ΑΕΠ και τον κρατικό κορβανά –ο οποίος γεμίζει πια τώρα κατά το 63% από έμμεσους φόρους, ενώ ως άθροισμα έμμεσων, άμεσων φόρων κι εισφορών το έχειν του έφτασε να αναλογεί στο 43% του ΑΕΠ–, πετύχαμε και στο κριτήριο αξιολόγησης του Economist που σχετίζεται με το ΑΕΠ!…
Ήταν κι ένα τέταρτο κριτήριο, που συνδέεται με τις «θέσεις εργασίας», αλλά οι αξιολογητές του Economist μάλλον δεν έλαβαν υπόψιν τα στοιχεία των τελευταίων μηνών, που δείχνουν ότι οι νέες θέσεις εργασίας μοιράζονται πια μεταξύ πλήρους και μερικής απασχόλησης, ενόσω οι επιχειρηματίες διαμαρτύρονται ότι δεν βρίσκουν εργατικά χέρια…

Γι’ αυτή τη χρυσοτόκο χρονιά, λοιπόν, το 2022, η Eurostat μας κατέταξε στην 25η θέση στην ΕΕ στην πραγματική ατομική κατανάλωση, κατά 22% χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου! Μάλιστα, όπως υπολογίζει η ευρωπαϊκή στατιστική αρχή, για κάθε 100 ευρώ εισοδήματος ο μέσος Ευρωπαίος ξοδεύει τα 87,30, αλλά ο μέσος Έλληνας «τρώει» τα …104!
Πράγματι, τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου επιχειρήσεις και νοικοκυριά «έβαλαν χέρι» στις καταθέσεις τους, μειώνοντάς τις κατά 3 δισ. ευρώ. Φυσικά, αυτοί που απέσυραν άνω του 92% αυτού του ποσού, ήταν επιχειρηματίες, πράγμα ερμηνεύσιμο αν αναλογιστεί κανείς, για παράδειγμα, ότι από τη δόση δανείων 2,7 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, τα 2,3 δισ. πήγαν μόλις σε 36 ομίλους επιχειρήσεων. Η «μαρίδα» παίρνει μόνο το 0,4% «Η του όλου!… Το στρίμωγμα του εγχώριου επιχειρείν δεν κρύβεται πια ότι αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερα επιχειρηματικά μεγέθη.

Φέτος ως γνωστόν θα καταβληθούν φόροι σχεδόν 63 δισ. ευρώ. Αλλά από τους 4.013.138 φορολογούμενους, που στα τέλη του Οκτωβρίου είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση, οι 2.041.234 ήδη βρίσκονται στην επικίνδυνη ζώνη των αναγκαστικών μέτρων, στους 1.479.507 έχουν ήδη επιβληθεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, ενώ σε εκκρεμότητα είναι η λήψη αναγκαστικών μέτρων επί μισθών, συντάξεων, ακίνητων περιουσιακών στοιχείων κ.ά. στους 561.727 (πηγή, ΑΑΔΕ).

Κι όμως, όπως φαίνεται από στοιχεία της ΑΑΔΕ που επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μόλις 9.198 ΑΦΜ χρωστούν τα 81,95 δισ. ευρώ από τα 105,1 δισ. του συνόλου των φορολογικών χρεών. Αν ληφθεί υπόψιν ότι το 72,9% των οφειλετών χρωστούν από 50 έως  10.000 ευρώ, φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της εγχώριας επιχειρηματικότητας όλης της γκάμας των εταιρικών μεγεθών αργοσαπίζει. Να πώς εξηγείται και το χρέος των 47,16 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία… Είναι μαγεία, όμως, η πρωτιά της χώρας κατά Economist, την ώρα που ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του γιατί δεν έχει να ξοδέψει έξω, οπότε ανεβάζει την κατανάλωσή του στα FMCG, έστω ψωνίζοντας ό,τι φτηνότερο βρίσκει. Γι’ αυτό χαίρεται η Lidl, κάνοντας επικοινωνιακό μεράκι τη φτήνια της