Η επιστημονική κριτική στην πολιτική οικονομία του συστήματος της ελεύθερης αγοράς έχει δείξει, εδώ και 140 χρόνια, πως το δημόσιο χρέος μιας χώρας αποτελεί το ξεπούλημα του κράτους της –ανεξάρτητα της πολιτικής μορφής του– και είναι το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στον σύγχρονο κόσμο επιβαρύνει το σύνολο της κοινωνίας.

Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του Economist, στη συγκυρία σήμερα των αλλεπάλληλων κρίσεων του παραγωγικού και διανεμητικού μοντέλου της παγκόσμιας οικονομίας, με επίπτωση την εμφάνιση υψηλού πληθωρισμού και την ακολουθημένη αύξηση των επιτοκίων, αυξάνονται τα χρέη των κρατών και υπονομεύεται το μέλλον τους. Βάσει των στοιχείων του Institute of International Finance (IIF), τους πρώτους μήνες του 2023 το παγκόσμιο χρέος άγγιξε τα 305 τρισ. δολάρια, ενώ ο λόγος του χρέους προς την παραγωγή έχει σταθεροποιηθεί γύρω στο 335%. Οι ΗΠΑ πρόσθεσαν στο χρέος τους το προηγούμενο οικονομικό έτος 2,1 τρισ. δολάρια ή 8,1% του ΑΕΠ τους, ενώ στην ΕΕ η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει πως το χρέος που χρηματοδοτεί μεγάλο μέρος του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 800 δισ. ευρώ, απειλεί να εξαντλήσει τον κοινό προϋπολογισμό.

Σύμφωνα με μερίδα οικονομολόγων της κυρίαρχης οικονομικής αντίληψης, η δημοσιονομική πολιτική της χαλαρότητας που ακολουθούν οι περισσότερες κυβερνήσεις είναι καταστροφική και η πλέον ακατάλληλη για την αντιμετώπιση των διαφαινόμενων οικονομικών επιπτώσεων. Σύμφωνα με αυτούς, απαιτείται σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και μείωση των δημοσίων δαπανών, αφού καμία έκτακτη συνθήκη πλέον (lock down ή ενεργειακή κρίση) δεν τις καθιστά αναγκαίες. Η ενεργειακή κρίση –προϊόν του πολέμου στην Ουκρανία– βρίσκεται σε καταστολή, ενώ τα διαρκώς υψηλότερα επιτόκια προκαλούν αστάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επηρεάζουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς, αφού κάθε αύξησή τους αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Επίσης, οι ερευνητές του IIF σημειώνουν πως δύο παράγοντες απαιτούν αύξηση των δημοσίων δαπανών: η γήρανση του πληθυσμού (αύξηση των δαπανών υγείας) και οι αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις (μεσοπρόθεσμη αύξηση των εθνικών αμυντικών δαπανών). Ωστόσο, σύμφωνα με τον Economist, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ οι πολιτικοί δεν ερμηνεύουν σωστά τα δεδομένα και προαναγγέλλουν νέες αυξήσεις των επιτοκίων. Το ΙIF καταλήγει στο συμπέρασμα πως, αν οι κυβερνήσεις θέλουν να αντιμετωπίσουν το ζοφερό μέλλον, θα πρέπει να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες και ν’ αυξήσουν τους φόρους.

«Ιδιαίτερα εύθραυστη» η οικονομία μας
Στην Ευρωζώνη των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων κάποιες οικονομίες (Ελλάδας και Ιταλίας) χαρακτηρίζονται ως «ιδιαίτερα εύθραυστες». Το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη είναι το ελληνικό παρά τον γρήγορο ρυθμό μείωσής του. Βάσει των στοιχείων της Eurostat, η Ελλάδα κατάφερε μεν να μειώσει το επίπεδο του (κατά Μάαστριχτ) χρέους της στο 168,3% του ΑΕΠ από 171,3% στο τέταρτο τρίμηνο του 2022 και 189,4% πριν από ένα έτος, αλλά η μείωση αυτή οφείλεται στην άνοδο του ΑΕΠ και του πληθωρισμού. Σε απόλυτα μεγέθη το ελληνικό χρέος μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2023 στα 355,2 δισ. ευρώ από 356,2 δισ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο και 357,7 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, συνολικά το χρέος (κατά Μάαστριχ) το 2022 ανήλθε στα 356,256 δισ. ευρώ έναντι 353,489 δισ. το 2021 και 341,227 δισ. ευρώ το 2020. Η Κομισιόν είναι αρκετά ανήσυχη και επισημαίνει πως η Ελλάδα και άλλα οκτώ κράτη «αντιμετωπίζουν υψηλούς κινδύνους βιωσιμότητας». Μαζί με τα στελέχη της εγχώριας τραπεζικής αγοράς κρούουν το κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας πως το εξαιρετικά υψηλό χρέος επιτάσσει δημοσιονομική σύνεση, επιβάλλοντας τα επόμενα χρόνια μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ, όπως άλλωστε προβλέπει το Πρόγραμμα Σταθερότητας. Βάσει του Μεσοπρόθεσμου 2023-2026, που η Ελλάδα κατέθεσε τον Απρίλιο στην Κομισιόν, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος αναθεωρήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ για φέτος (συνολικά 27,2 δισ. ευρώ φορολογικά έσοδα το πρώτο εξάμηνο φέτος και 2,1 δισ. ευρώ πρωτογενές πλεόνασμα) από 0,7% του ΑΕΠ, στο 2,1% του ΑΕΠ για το 2024, στο 2,3% το 2025 και στο 2,5% το 2026.

Διαρθρωτικά προβλήματα και αποτυχημένα κόλπα
Η εφιαλτική μνημονιακή περίοδος πέρασε(;), αλλά ο εφιάλτης των πρωτογενών πλεονασμάτων παραμένει, απειλώντας νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις. Αν μάλιστα ληφθούν υπόψιν οι επισημάνσεις των διεθνών οικονομικών ταγών για την επιβεβλημένη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, η εποχή των μνημονίων όχι μόνο δεν αποτελεί παρελθόν αλλά είναι ήδη παρούσα.

Μιας και η κατάσταση διαμορφώνεται κάπως έτσι, ας θυμηθούμε το 2010. Τότε τα προβλήματα του χρέους και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μεταμορφώθηκαν από μορφές εκδήλωσης της κρίσης σε γενεσιουργά αίτιά της, σηματοδοτώντας την έναρξη των μέτρων σε βάρος της πλειονότητας της κοινωνίας. Γιατί όχι ακόμα μια φορά;… Το χρέος παρά την επίπλαστη μείωση του λόγου του (ελέω πληθωρισμού και ανόδου του ΑΕΠ) αυξάνεται δραματικά, αγγίζοντας δυσθεώρητα ύψη, ενόσω και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει σημαντική επιδείνωση. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2019 ήταν στο -1,5%, το 2020 στο -6,6%, το 2021 στο -6,8% και το 2022 στο -9,7%. Κατά τον καθηγητή πολιτικής οικονομίας του Πάντειου κ. Σ. Μαυρουδέα, η εν λόγω επιδείνωση οφείλεται στα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που σχετίζονται με τον τρόπο ένταξής της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας και που συντελούν ώστε η παραμικρή αύξηση των εξαγωγών και του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας να συνεπιφέρει την αύξηση των εισαγωγών (κυρίως ενδιάμεσων εισροών).

Επιπλέον, σύμφωνα με τον καθηγητή, το «κόλπο» του ενδοκυβερνητικού δανεισμού με πόρους των φορέων της γενικής κυβέρνησης (όπως των ασφαλιστικών ταμείων), προκειμένου να κουκουλώνεται όπως-όπως το πρόβλημα του χρέους, ναρκοθετεί τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι, τα πλεονάσματα φορέων της γενικής κυβέρνησης χρησιμοποιούνται για την αγορά δανειακών τίτλων της κεντρικής κυβέρνησης, ώστε να φαίνεται το χρέος της γενικής κυβέρνησης χαμηλότερο εκείνου της κεντρικής… Το ποσό του δανεισμού (σε repos) το 2022 εκτιμάται στα 49 δισ. ευρώ και φέτος στα 51 δισ. ευρώ. Εννοείται ασφαλώς ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο τίθεται σε κίνδυνο η ανθεκτικότητα των φορέων που δανείζουν την κεντρική κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διοίκηση του ΕΦΚΑ αποφάσισε πρόσφατα τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Επικουρικού Ταμείου, συνολικού ύψους 155 εκατ. ευρώ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ρευστότητα για την πληρωμή των επικουρικών συντάξεων Ιουνίου-Ιουλίου. Κάπως έτσι, σύμφωνα με το Δελτίο Δημόσιου Χρέους του Υπουργείου Οικονομικών, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης το 2022 διαμορφώθηκε στα 400.275,64 εκατ. ευρώ και στα τέλη του πρώτου τριμήνου φέτος ανήλθε στα 401.528,24 εκατ. ευρώ.

Ο οικονομικός ανορθολογισμός εξουθενώνει
Για τους οικονομικούς ταγούς σε ΕΕ και Ελλάδα ο κρίσιμος παράγοντας, που θα κρίνει τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, είναι η αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι προβλέψεις είναι ευοίωνες για την ερχόμενη τετραετία, καθώς η οικονομία μας θα ευνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα κοινοτικά κονδύλια, που θα εισρεύσουν με τη μορφή επιδοτήσεων και δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το τρέχον ΕΣΠΑ. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του ΑΕΠ αποτελεί τον βασικό παράγοντα βιωσιμότητας του χρέους και εξαρτάται από τα νέα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Όμως είναι φως-φανάρι η υπονόμευση του οικονομικού ορθολογισμού, καθώς δεν είναι δυνατόν η ελληνική οικονομία να βασίζεται εσαεί σε νέα δάνεια και σε τερτίπια «δημιουργικής λογιστικής». Απαιτείται ο σχεδιασμός ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αντιμετώπισης του χρέους και εναλλακτικών πολιτικών, προσανατολισμένων όχι στη φορο-αφαίμαξη των νοικοκυριών, αλλά σ’ ένα διαφορετικό καταμερισμό εργασίας στην ΕΕ, με πρόνοιες για τη δημιουργία νέων παραγωγικών υποδομών, που θα αναβαθμίσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ειδάλλως ακόμα μια φορά οι επιπτώσεις του χρέους θα εξουθενώσουν τα νοικοκυριά, όπως άλλωστε τεκμηριώνει η κριτική σκέψη εδώ και 140 χρόνια.