Ο ακριβής υπολογισμός των συνολικών επενδύσεων που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων στην Ελλάδα αποτελεί μία δύσκολη άσκηση. Η δυσκολία έγκειται, κυρίως, αφενός στον μεγάλο αριθμό εξαγορών και συγχωνεύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί την τελευταία δεκαετία και το δεύτερο στη μη δημοσίευση ισολογισμών από την εταιρεία Lidl. Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι τα μεγέθη είναι ιδιαίτερα υψηλά και πιθανότατα υψηλότερα από την υπάρχουσα γενική αντίληψη.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα βασικά οικονομικά μεγέθη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, όπως προκύπτουν από τους δημοσιευμένους ισολογισμούς τους και αναλύονται στην ετήσια έκδοση «Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ Μάρκετ», κατά την τελευταία 5ετία οι επενδύσεις ξεπερνούν το 1,2 δισ. ευρώ, ενώ ο μέσος όρος τους σε ετήσια βάση είναι πάνω από 200 εκατ. ευρώ. Με δεδομένη την απουσία μίας από της σημαντικότερες εταιρείες του κλάδου από το δείγμα, είναι δεδομένο ότι τα συνολικά μεγέθη του κλάδου είναι κατά πολύ μεγαλύτερα (σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της, η Lidl πραγματοποίησε κατά την τελευταία πενταετία επενδύσεις της τάξης των 100 εκατ. ευρώ ετησίως, βλ. σχετικό κείμενο στη σελ. 64).

Πάγιο ενεργητικό: Αύξηση κατά 18%
Το πάγιο ενεργητικό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα αυξήθηκε την τελευταία 5ετία, παρά τις σημαντικές εξελίξεις στον κλάδο, κατά περίπου 18%, ποσοστό που μεταφράζεται σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περί το 3%. Το 2017 τα πάγια των αλυσίδων σούπερ μάρκετ που δημοσιεύουν οικονομικές καταστάσεις ανέρχονται σε 3,8 δισ. ευρώ έναντι 3,3 δισ. ευρώ το 2012. Η εξέλιξη αυτή είναι αξιοσημείωτη για την ελληνική οικονομία, η οποία την τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από αποεπένδυση. Τα στοιχεία των παγίων των εταιρειών παρουσιάζουν μεγάλες αυξήσεις κάθε χρόνο. Ειδικά τα έτη 2016 και 2017 ήταν ιδιαίτερα μεγάλες, λόγω των μεταφορών παγίων από τις εξαγορασθείσες εταιρείες στους νέους ομίλους και εταιρείες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικά μετά το 2013, η αύξηση των παγίων ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ ανά έτος, ενώ οι αποσβέσεις των παγίων ανά έτος παραμένουν σταθερές περί τα 120 εκατ. ευρώ. Στον πίνακα έχει γίνει προσπάθεια να εκτιμηθεί η πραγματική μεταβολή των παγίων στοιχείων του ενεργητικού των εταιρειών μέσω των επενδύσεων, ώστε να εξισορροπηθεί η επίδραση των μεταφορών παγίων από εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα και να εκτιμηθεί η πραγματική επίδραση του κεφαλαίου που επενδύθηκε. Προκύπτει μια αρκετά συντηρητική εκτίμηση, η οποία όμως δίνει πολύ υψηλά νούμερα. Ο λόγος της «υποεκτίμησης» της πραγματικής μεταβολής των παγίων είναι ότι ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις των εξαγορών, αν και ένα μέρος της μεταβολής των παγίων είναι αναμφίβολα η μεταφορά στοιχείων του ενεργητικού από τις «παλαιές» εταιρείες, όπως κτήρια, οχήματα και εξοπλισμός, ένα άλλο σημαντικό μέρος αφορά σε επενδύσεις που έγιναν και γίνονται για την ανακαίνιση των δικτύων των καταστημάτων. Δυστυχώς, είναι αδύνατον να υπολογιστεί η σχετική αναλογία. Όλοι οι νέοι όμιλοι και εταιρείες κατά κανόνα δεν έκλεισαν παρά ελάχιστα καταστήματα, επενδύοντας σημαντικά ποσά στη διαμόρφωση ενός ομοιογενούς και αποδοτικού δικτύου, κάτι που αφορά εκτός από τα ίδια τα καταστήματα και στις λοιπές υποστηρικτικές υποδομές (πχ αποθήκες, μεταφορές, τεχνικός εξοπλισμός κλπ).

Αυτή η επενδυτική τάση αντικατοπτρίζεται σε ένα βαθμό και στον μακροχρόνιο δανεισμό των επιχειρήσεων. Μετά τα ιστορικά χαμηλά που σημείωσε το συγκεκριμένο μέγεθος το 2015, την τελευταία διετία παρατηρείται συνεχής ενίσχυσή του. Συγκεκριμένα, το 2017 ο μακροχρόνιος δανεισμός του δείγματος καταγράφεται αυξημένος κατά το εντυπωσιακό 123,82%, διαμορφούμενος στα 1,51 εκατ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται αναμφίβολα με τις σημαντικές εξελίξεις στον κλάδο και τη χρηματοδότηση του από τις ελληνικές τράπεζες, καθώς ο τριπλασιασμός του δανεισμού σε σχέση με το 2014 (τότε κατέγραφαν 548,55 εκατ. ευρώ) δεν είναι τυχαίος. Παραδοσιακά οι επενδύσεις και ο μακροχρόνιος δανεισμός ακολουθούν στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις παράλληλη πορεία, καθώς είναι αλληλένδετες. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των νέων κεφαλαίων που εισέρευσαν από τον δανεισμό μετατράπηκαν σε ανακαινίσεις καταστημάτων, σε ανακαινίσεις εξοπλισμού, σε κέντρα διανομής κ.ά.

Πόσο αποδοτικές είναι οι επενδύσεις;
Ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτές οι επενδύσεις είναι αποδοτικές. Αυτό το ερώτημα προφανώς δεν μπορεί να απαντηθεί βραχυχρόνια, αλλά μόνο σε βάθος χρόνου. Είναι σημαντικό, μάλιστα, να γνωρίζουν όσοι ενδιαφέρονται για τα στοιχεία του κλάδου ότι η άμεση επίδραση αυτών των κινήσεων σε συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες ενδεχομένως να είναι ακόμα και αρνητική. Αρκετές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια χαμηλή κυκλοφοριακή ταχύτητα παγίων, εξαιτίας των σημαντικών επενδύσεών τους σε ενσώματες ακινητοποιήσεις (νέα καταστήματα, κέντρα διανομών) και ιδίως μετά το 2014 σε συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις (εξαγορές μικρότερων αλυσίδων ή μεμονωμένων καταστημάτων άλλων αλυσίδων), οι οποίες αυξάνουν τα πάγια τους, κρατώντας χαμηλά την τιμή του δείκτη, λίγο πάνω από 2,00. Ο λόγος είναι ότι οι επενδύσεις αυτές είναι λογικό μέσα στο επιχειρηματικό περιβάλλον της Ελλάδας να μην προλαβαίνουν να κεφαλαιοποιηθούν άμεσα σε αύξηση των πωλήσεων, ενώ επιπροσθέτως προκύπτουν σταθερά νέες εξελίξεις που καθυστερούν περαιτέρω την κεφαλαιοποίηση σε αντίστοιχη αύξηση πωλήσεων. Πρακτικά, δηλαδή, αυτό που παρατηρείται είναι ότι με τα αρκετά περισσότερα πάγια, οι επιχειρήσεις κερδίζουν λίγο περισσότερες πωλήσεις άμεσα και αναμένουν να αυξήσουν αυτές τις πωλήσεις τα επόμενα έτη. Αθροιστικά αυτές οι δύο τάσεις προκαλούν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα στον εν λόγω δείκτη.

Η παρούσα κατάσταση στην ελληνική αγορά, με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ζήτησης (και κατά συνέπεια των πωλήσεων), ευνοεί τη συνέχιση του φαινομένου. Κατά συνέπεια, η απάντηση στο ερώτημα της αποδοτικότητας των επενδύσεων θα πρέπει να δοθεί αργότερα.