Τον βηματισμό της εν μέσω πολύπλοκων εξελίξεων και μεγάλων προκλήσεων αναζητά η ελληνική αγορά, ελπίζοντας πως το 2018 θα αποτελέσει έτος σταθεροποίησης και ήπιας ανάκαμψης στην πραγματική οικονομία. Η απουσία αρνητικών ειδήσεων από το Νοέμβριο και το κλίμα συνεννόησης, το οποίο καλλιεργεί όχι μόνο η Αθήνα αλλά και η πλευρά των «θεσμών», συντηρούν κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας για την προοπτική της οικονομίας, που αποτυπώνεται στην εξέλιξη ορισμένων πρόδρομων δεικτών.

Γεγονός, πάντως, παραμένει πως το 2018 χαρακτηρίζεται από συσσωρευμένη κόπωση σε όλα τα επίπεδα υπό το βάρος της υψηλής φορολογίας, των νέων μέτρων που εφαρμόστηκαν, επιβαρύνοντας αισθητά ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, και της προβληματικής κατάστασης που εξακολουθεί να ζει η αγορά εργασίας στη χώρα, με χαμηλούς μισθούς και υψηλή ανεργία.

Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν τον προβληματισμό εντός και εκτός Ελλάδας για τη δυναμική της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας με τον απαιτούμενο ρυθμό, ώστε να επιτευχθούν οι συμφωνημένοι δημοσιονομικοί στόχοι. Ειδικά φέτος ο παράγοντας «ανάπτυξη» είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αποτελεί κεντρικό ζήτημα στην υπό εξέλιξη μεγάλη διαπραγμάτευση, αναφορικά με το πλαίσιο του μεταμνημονιακού καθεστώτος της χώρας, μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος τον προσεχή Αύγουστο.

Κομβικό σημείο στις εξελίξεις είναι η επιτυχημένη επιστροφή του δημοσίου στις διεθνείς αγορές, με την έκδοση του νέου επταετούς ομολόγου σε περιβάλλον αισθητά χαμηλότερων επιτοκίων συγκριτικά με το Νοέμβριο του 2017. Η βελτίωση αυτή διευκολύνει και μια σειρά άλλων κινήσεων δανεισμού (είναι στα σκαριά) μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, με την οικονομία να βρίσκεται στην αφετηρία της πορείας επιστροφής της σε πιο κανονικές συνθήκες. Ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τους επόμενους μήνες θα έχουν οι εξελίξεις και στον τραπεζικό κλάδο, ειδικότερα σε ό,τι αφορά στη διενέργεια των τεστ αντοχής και στην αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων». Μια ομαλή έκβαση στο δύσκολο αυτό «μέτωπο» το Μάιο θα διευκολύνει αισθητά τη βελτίωση του γενικότερου κλίματος στην οικονομία, όπως και το κλίμα για την Ελλάδα στις αγορές.

Ο δρόμος παραμένει μακρύς
Ήδη ξένοι τεχνοκράτες και εγχώριοι οικονομικοί παράγοντες υπογραμμίζουν πως το κλίμα για την Ελλάδα στο εξωτερικό έχει βελτιωθεί αισθητά. Αυτό αποτυπώνεται έντονα στα Road Shows που γίνονται τους τελευταίους μήνες σε μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα του εξωτερικού. Η βελτίωση είναι εμφανής και πρακτικά στη μεγάλη μείωση των επιτοκίων δανεισμού για το ελληνικό δημόσιο, τα οποία έχουν επιστρέψει σε προ κρίσης επίπεδα, παραμένοντας, πάντως, ευάλωτα στη διεθνή συγκυρία, όπως και στο ενδεχόμενο αρρυθμιών κατά τις διαπραγματεύσεις για το μεταμνημονιακό πλαίσιο. Άλλωστε, από το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα μέχρι η βελτίωση αυτή ν’ αρχίσει να ανακλάται ευεργετικά στην πραγματική οικονομία, η απόσταση είναι σημαντική και απαιτείται χρόνος. Η έξοδος, όμως, της ελληνικής οικονομίας από την πολυετή κρίση, που αποδείχθηκε πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας για τα ευρωπαϊκά και παγκόσμια δεδομένα, δεν είναι ούτε απλή ούτε σύντομη διαδικασία. Πρέπει, όμως, να ξεκινήσει από κάπου και, όπως όλα δείχνουν, το σημείο αφετηρίας μπορεί να είναι το πρώτο εξάμηνο του 2018.

Το πρώτο σημαντικό ορόσημο στην πολύπλοκη αυτή διαδικασία είναι το Eurogroup της 12ης Μαρτίου. Εκεί, βάσει του συνολικού πολιτικού σχεδιασμού της κυβέρνησης, πρέπει να έχει κλείσει και τυπικά η τρίτη αξιολόγηση, να έχει δρομολογηθεί η εκταμίευση των πρώτων 5,7 δισ. ευρώ και να έχει μπει σε μια σχετικά ώριμη φάση η μεγάλη διαπραγμάτευση αφενός για το μεταμνημονιακό πλαίσιο και αφετέρου την αναδιάρθρωση του χρέους.


Το «δικό μας μνημόνιο»
Η κυβέρνηση, όπως προκύπτει από πρόσφατες δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, κ. Ευκλίδη Τσακαλώτου, σχεδιάζει μέχρι το Πάσχα να έχει ετοιμάσει ένα δικό της σχέδιο, που θα το παρουσιάσει ως μεταμνημονιακό πρόγραμμα «ελληνικής ιδιοκτησίας». Το σχέδιο αυτό, με συγκεκριμένους αναπτυξιακούς και μεταρρυθμιστικούς στόχους στη μεταμνημονιακή εποχή (το πιθανότερο έως και το 2022), στην ιδανική για την Αθήνα περίπτωση, μπορεί να συνδυαστεί με τα προαπαιτούμενα, που θα συνοδεύουν την απόφαση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.

Η Ελλάδα επιμένει να μην αιτείται προληπτική πιστωτική γραμμή, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να παρουσιάσει το σχέδιο –το πρόγραμμά της– για τις μεταρρυθμίσεις που μέλλει να συνεχιστούν μετά τη λήξη του μνημονίου και το σχέδιο για την ανάπτυξη της οικονομίας, που είναι το μεγάλο στοίχημα. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται κρίσιμης σημασίας για το γενικότερο κλίμα να δρομολογηθούν στους επόμενους μήνες ορισμένες μεγάλες κινήσεις, όπως π.χ. η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό που, όπως εκτιμάται, θα «μετρήσει στα μάτια» των αγορών, οι οποίες αναμένουν πειστήρια ότι η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί τις δεσμεύσεις της.

Σημειώνουμε πως οι κυοφορούμενες αποφάσεις ειδικά ως προς το σχέδιο «ολιστικής ανάπτυξης» που προετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την προεκλογική ρητορική της, που εκ των πραγμάτων θα ξεκινήσει να κλιμακώνεται μετά τον Αύγουστο του 2018. Μέχρι τότε, άλλωστε, θα είναι ορατά τα πρώτα σημάδια για την εξέλιξη της τάσης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ως σημαίνοντος παράγοντα επιτυχίας ή αποτυχίας των σχεδίων που βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι. Η κυβέρνηση ελπίζει, άλλωστε, πως μέσω του προγράμματός της θα μπορεί να υποσχεθεί δέσμη μέτρων για την αύξηση της απασχόλησης και τη σταδιακή μείωση των φορολογικών βαρών, ειδικά των επιχειρήσεων, μόνο, όμως, εφόσον το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες και δεν υπάρξει εκτροχιασμός των στόχων (π.χ. ελέω χαμηλότερης ανάπτυξης).

Στην τελική ευθεία από τον Απρίλιο και μετά
Το τοπίο αναμένεται ότι θ’ αρχίσει να ξεκαθαρίζει απ’ τον Απρίλιο. Με αφορμή την ετήσια Σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας μεταξύ 20 και 22 Απριλίου είναι πιθανόν το ελληνικό ζήτημα να περάσει σε ωριμότερη φάση. Με ξεκάθαρο τον παράγοντα των τραπεζικών τεστ αντοχής, μπορεί να οριστικοποιηθούν αποφάσεις για δύο βασικά ζητήματα: Για το ύψος των κεφαλαίων που θα διαθέσουν οι Ευρωπαίοι από τα αδιάθετα του τρίτου μνημονίου, προκειμένου να αυξηθεί στα 19 δισ. ευρώ το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» της χώρας μετά τη λήξη του μνημονίου, και το μίγμα των μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.

Μεγάλο στοίχημα είναι η επίτευξη συμβιβασμού, που θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να αποφανθεί θετικά για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου ότι η ρητορική του Ταμείου «μετρά» ιδιαίτερα στις αγορές…

Ο χρόνος για να ολοκληρωθεί ο συνολικός σχεδιασμός και να υπάρξει τελική συμφωνία είναι συγκεκριμένος, καθώς το αργότερο έως τον Ιούλιο πρέπει να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις, με την έγκριση των Ευρωπαίων και την τελική απόφαση του ΔΝΤ, αναφορικά με το πώς θα λειτουργεί η ελληνική οικονομία στη μεταμνημονιακή εποχή.

Βεβαίως, ακόμη και εφόσον η χώρα δεν αιτηθεί προληπτική πιστωτική γραμμή, το υβριδικό μοντέλο που θα υιοθετηθεί και το οποίο ήδη οικοδομείται στο παρασκήνιο, χαρακτηρίζεται από σαφείς κανόνες τακτικής εποπτείας. Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Τσακαλώτος παραδέχθηκε πως η εποπτεία θα μειώνεται σταδιακά μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Είναι δε δεδομένο πως η πιο σκληροπυρηνική πτέρυγα στο Eurogroup θα απαιτήσει κατά το δυνατόν αυστηρότερη εποπτεία, στο πλαίσιο του υβριδικού προγράμματος που «ψήνεται» στο παρασκήνιο. Η ισορροπία στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα λεπτή, όχι μόνο από πολιτική άποψη αλλά και από τη σκοπιά των αγορών. Οι αγορές, στις οποίες θα απευθύνεται στο εξής η ελληνική οικονομία με την ελπίδα ότι θα διαμορφώνεται κατά το δυνατόν χαμηλότερα το κόστους δανεισμού της τα επόμενα χρόνια, δεν αρκούνται μόνο στην υλοποίηση των ελληνικών δεσμεύσεων. Θέλουν να πειστούν πως η υλοποίησή τους δίνεται κατά προτεραιότητα από τη χώρα, ώστε να περάσει σε φάση βιώσιμης ανάπτυξης, και ότι δεν το κάνει μόνο υπό το ασφυκτικό πλαίσιο της σκληρής εποπτείας.