Πλήρη απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων και παύση κάθε κρατικής παρέμβασης σε θέματα εκπτώσεων και προσφορών των λιανεμπορικών επιχειρήσεων προς όφελος του ανταγωνισμού τους συνιστά, μεταξύ άλλων, στην κυβέρνηση πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank, με τίτλο «Αγορά και ρυθμιστικό πλαίσιο: Μια σχέση άκρως ανταγωνιστική». Η μελέτη ανιχνεύει τα σημεία στα οποία στρεβλώνεται ή καταργείται ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά. ΄Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε αυτήν, η χώρα μας βρίσκεται μόλις τρία σκαλοπάτια πάνω από τον "πάτο" σε έναν πίνακα 25 αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, σε ό,τι αφορά στην ένταση του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά

Τα σημεία αυτά στις περισσότερες περιπτώσεις, σύμφωνα τουλάχιστον με τη μελέτη, έχουν να κάνουν με τις λειτουργίες του ίδιου του κράτους, με τις παρεμβάσεις του ή τις… μη παρεμβάσεις του (πχ στην περίπτωση των κλειστών επαγγελμάτων), με τη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία και ελάχιστα με τις επιχειρήσεις, ιδίως αυτές που θέλοντας και μη είναι ήδη εκτεθειμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό (κλάδοι της βιομηχανίας τροφίμων, καύσιμα, λιανικό εμπόριο κλπ). ΄Ομως, ακριβώς αυτοί οι κλάδοι βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σημειώνουν οι συντάκτες της εν λόγω μελέτης.

Σχεδόν 15 χρόνια μετά την έναρξη των μεταρρυθμίσεων και «αντίθετα με την ανάγκη για αποτελεσματική λειτουργία των ανταγωνιστικών συνθηκών σε όλους τους τομείς της οικονομίας, στην Ελλάδα ο βαθμός υιοθέτησης και αποτελεσματικότητας της λειτουργίας αυτών των συνθηκών βρίσκεται ακόμη σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε σχέση με άλλες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, με στόχο την ενίσχυση των ανταγωνιστικών συνθηκών στην ελληνική οικονομία, ήταν σημαντικές, αλλά όχι αρκετές για να διορθώσουν τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα και τις δυσλειτουργίες των αστικών αγορών και κλάδων που τη χαρακτηρίζουν σε πολλές περιπτώσεις», επισημαίνεται στη μελέτη. Ενδεικτικά μάλιστα αναφέρεται ότι η χώρα μας βρίσκεται μόλις τρία σκαλοπάτια πάνω από τον “πάτο” σε έναν πίνακα 25 αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, σε ό,τι αφορά στην ένταση του ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά. Η Ελλάδα ισοβαθμεί με την τριτοκοσμική Αίγυπτο και υπερτερεί μόνο έναντι της Βουλγαρίας και της Πολωνίας, ενώ η Τουρκία μάς “ατενίζει” από οκτώ σκαλοπάτια ψηλότερα.

Τα έξι σημεία

Το ανταγωνιστικό και ρυθμιστικό περιβάλλον στη χώρα μας προσδιορίζεται σήμερα από έξι βασικά σημεία, τονίζει η μελέτη:

  • Την παραγωγή και προσφορά ενός μεγάλου αριθμού βασικών αγαθών και υπηρεσιών αποκλειστικά και μόνο από το κράτος, σε ένα καθεστώς πλήρους ή μερικής εξάλειψης των ανταγωνιστικών συνθηκών: δημόσια διοίκηση, τριτοβάθμια εκπαίδευση, αστικές συγκοινωνίες, σιδηροδρομικές μεταφορές, σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, ταχυδρομικές υπηρεσίες, ύδρευση και αποχέτευση, καθαριότητα πόλεων, χρηματοδότηση αγροτικού τομέα, δημόσια έργα, αρχαιολογικά μουσεία και χώροι κά.
  • Τη λειτουργία ορισμένων σημαντικών κλάδων της οικονομίας σε ένα καθεστώς ουσιαστικής απουσίας ανταγωνισμού, παρά το ότι σε αυτούς έχει επιτραπεί η λειτουργία και ιδιωτικών μονάδων: υγεία, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
  • Την αδυναμία επίτευξης ουσιαστικής προόδου στην προσπάθεια που καταβάλλεται για αποκατάσταση υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών σε κλάδους που κυριαρχούνται ακόμη από τη λειτουργία κρατικών μονοπωλίων, φυσικών ή όχι: ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση-αποχέτευση, αεροπορικές συγκοινωνίες.
  • Τη λειτουργία ορισμένων πολύ σημαντικών κλάδων σε καθεστώς ανταγωνιστικών συνθηκών, μετά την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, τη δημιουργία ανεξάρτητων αρχών εποπτείας και το άνοιγμα των κλάδων στον διεθνή ανταγωνισμό: χρηματοοικονομικός τομέας, τηλεπικοινωνίες, ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες.
  • Τη λειτουργία ακόμη και σήμερα μεγάλου αριθμού κλάδων προσφοράς υπηρεσιών, στους οποίους ο ανταγωνισμός παραβιάζεται από την εφαρμογή εναρμονισμένων και άλλων μη ανταγωνιστικών πρακτικών, οι οποίες επιβάλλονται με κρατικές νομοθετικές ρυθμίσεις: κλειστά επαγγέλματα.
  • Τη λειτουργία των κατ’ εξοχήν παραγωγικών τομέων της χώρας (βιομηχανία, τουρισμός, ανταγωνιστική γεωργία), οι οποίοι είναι άμεσα εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό. Η κρατική παρέμβαση σε αυτούς τους κλάδους έχει μειωθεί στο ελάχιστο. Περιπτώσεις παραβίασης των ανταγωνιστικών συνθηκών είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και σε αυτούς τους τομείς. Η αντιμετώπισή τους, όμως, πρέπει να επιδιώκεται περισσότερο με την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς, με πραγματικό άνοιγμα στον διεθνή ανταγωνισμό και με την πλήρη εφαρμογή των ρυθμίσεων και των προδιαγραφών που υπάρχουν για τα αγαθά και τις υπηρεσίες, για την ενημέρωση και την προστασία των καταναλωτών.

΄Ενα επιπλέον στοιχείο, που δημιουργεί τεράστιες παρενέργειες στην ομαλή λειτουργία του συνόλου της αγοράς, είναι η μονιμότητα και οι ειδικές εργασιακές σχέσεις που ισχύουν για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και τις ΔΕΚΟ, γεγονός που “συνεπάγεται κατάργηση των ανταγωνιστικών συνθηκών και της άμιλλας σε επίπεδο στελεχών και εργαζομένων”. Στον ελληνικό δημόσιο τομέα, τονίζεται χαρακτηριστικά, “ασφάλεια εργασίας” σημαίνει απόλυτη μονιμότητα, ενώ οι μισθοί και οι προαγωγές αποφασίζονται κατά κύριο λόγο με βάση τον χρόνο εργασίας (ηλικιακή επετηρίδα).

Επιτροπή Ανταγωνισμού: Ναι μεν αλλά…

Ιδιαίτερη μνεία κάνουν οι συντάκτες της μελέτης στην ενασχόληση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τους κλάδους των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων, τονίζοντας με έμφαση ότι μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις του “καρτέλ του γάλακτος” και το πόρισμα για τα καύσιμα. «Στις ανωτέρω περιπτώσεις και σε ένα πλήθος άλλων που αφορούν στους κλάδους των καλλυντικών, του καφέ, των κατεψυγμένων προϊόντων, της τσιμεντοβιομηχανίας, της ακτοπλοΐας, των φυτοφαρμάκων, του αιγοπρόβειου κρέατος, των αυτοκινήτων, των ηλεκτρικών ειδών, των τραπεζών, των λιμένων κά, έχει επιληφθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, με στόχο να αποκτήσει τη δυνατότητα εξασφάλισης υγιούς ανταγωνισμού στους κλάδους της αρμοδιότητάς της».

΄Ομως, επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης, οι πραγματικές δυνατότητες της Επιτροπής έχουν ενδεχομένως υπερεκτιμηθεί, ενώ η ισχύουσα νομοθεσία δεν φαίνεται να προσδιορίζει με σαφήνεια τις περιπτώσεις ή πρακτικές κάτω από τις οποίες υπάρχει πράγματι παραβίαση των ανταγωνιστικών συνθηκών, ιδιαίτερα στους κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικούς κλάδους. ΄Ετσι, στην Επιτροπή εκκρεμούν σήμερα εκατοντάδες υποθέσεις, οι περισσότερες άνω της τριετίας. Από την άλλη, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει αρμοδιότητα σε ένα πλήθος περιπτώσεων περιορισμού ή πλήρους κατάργησης των συνθηκών του υγιούς ανταγωνισμού, οι οποίες στηρίζονται σε κρατικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων, όπως είναι τα λεγόμενα “κλειστά επαγγέλματα”, με πιο ενδεικτικές περιπτώσεις τα φαρμακεία, του συμβολαιογράφους και δικηγόρους, τους πολιτικούς μηχανικούς, τα ταξί κά.

Δέον γενέσθαι…

Στην ίδια κατηγορία, κατά τη μελέτη, συμπεριλαμβάνονται και οι ρυθμίσεις για το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων και τις εκπτώσεις, που «αποτελούν εναρμονισμένες πρακτικές επιβαλλόμενος με νόμο». Αυτό «υποτίθεται ότι ευνοεί τη συνέχιση λειτουργίας ενός μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), αλλά στην πραγματικότητα οδηγεί σε κατακερματισμό και μη αποδοτική οργάνωση της αγοράς και αφαιρεί βαθμούς ελευθερίας από την επιχειρηματική δράση των επιχειρήσεων». Στις άμεσες προτεραιότητες της κυβέρνησης πρέπει να ενταχθούν η αποκατάσταση των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στους τομείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, των αστικών συγκοινωνιών και της ενέργειας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα, η εκλογίκευση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των φαρμακείων, η κατάργηση των ενορχηστρωμένων από το κράτος εναρμονισμένων πρακτικών στους τομείς του ωραρίου των καταστημάτων και των περιόδων εκπτώσεων.

Σε ό,τι αφορά στους κλάδους που είναι ήδη εκτεθειμένοι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, με τους οποίους φαίνεται να ασχολείται κατά προτεραιότητα η Επιτροπή Ανταγωνισμού, τονίζεται ότι τα προβλήματα παραβίασης των υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών, όταν διαπιστώνονται και υπάρχουν, πρέπει να εξετάζονται εμπεριστατωμένα και να δίδονται κάθε φορά οι αρμόζουσες λύσεις. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποβαθμίζονται τα εξίσου σημαντικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας και αποδοτικότητας που προκύπτουν από το πολύ μικρό μέγεθος της ελληνικής εγχώριας αγοράς, που δεν επιτρέπει την αποδοτική λειτουργία πολλών επιχειρήσεων σε πολλούς κλάδους.

Βασικός μηχανισμός για την αναγκαία ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι εκτεθειμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, καταλήγει η μελέτη, πρέπει να είναι η παροχή κινήτρων για την προώθηση συγχωνεύσεων και εξαγορών και η δημιουργία επιχειρήσεων ικανοποιητικού μεγέθους, με σύγχρονη οργανωτική δομή και λειτουργία και ουσιαστική εξωστρέφεια για εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας, όπου αυτές υπάρχουν. Γιατί τότε μόνο θα επιβιώσουν και θα παραμείνουν σε ελληνικά χέρια οι παραγωγικές δραστηριότητες, στις οποίες η Ελλάδα κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.