Το ερώτημα είναι ρητορικό. Φυσικά υπάρχει ελπίδα. Μπορεί όμως να ζήσει κανείς έχοντας την ελπίδα κρυμμένη τόσο βαθιά, ώστε να μην μπορεί να τη μετουσιώσει σε καθημερινή δράση για μια καλύτερη τύχη; Αυτό είναι σήμερα το πρόβλημα.
Οι περισσότεροι Έλληνες ζουν συνεχώς κάτω από μια απειλή. Άλλες φορές έχει τη μορφή της ανεργίας, άλλες της πείνας, κάποιες φορές έρχεται σαν φάντασμα που δείχνει με το δάχτυλο ένα μαύρο μέλλον, άλλες πάλι παρουσιάζεται με τη μορφή μιας ξένης δύναμης και έχει τη δυνατότητα να συντρίψει τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων, ολόκληρων λαών για δεκαετίες.
Υπάρχει ένα βασικό λάθος που κάνουν οι περισσότεροι, όταν βρίσκονται υπό συνεχή απειλή. Αναζητούν λύσεις στο οικονομικό αδιέξοδο όχι μόνο της χώρας αλλά και του συστήματος που καθορίζει τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, στο ίδιο πλαίσιο που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Αυτό που οι πολίτες, αλλά και ορισμένοι πολιτικοί, δηλώνουν, ότι δηλαδή δεν μπορούν οι άνθρωποι που μας οδήγησαν ως εδώ να αποφασίζουν για το πώς θα βγούμε από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης, είναι μια μεγάλη αλήθεια. Δεν είναι, όμως, μόνο τα πρόσωπα που καθορίζουν τις ιστορικές εξελίξεις αλλά και η φιλοσοφία -και κυρίως αυτή- που έχουν ως οδηγό.
Μεγαλώσαμε σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεχόταν τη διαφθορά ως μια πραγματικότητα και πίστευε πως θα μπορούσε να συνεχίσει να εξελίσσεται κρατώντας στη σκιά το παιχνίδι της βρόμικης συναλλαγής. Αυτό ίσχυε σε όλα τα επίπεδα. Στις σχέσεις κράτους-πολίτη, επιχειρηματία-πελάτη, καθηγητή-φοιτητή, εργοδότη-εργαζόμενου, τράπεζας-δανειζόμενου, συνδικαλιστή-πολιτικού, γιατρού-ασθενή κοκ. Το τοπίο αυτό φαινόταν να έχει ειδυλλιακά χρώματα με τις σκιάσεις απλώς να κάνουν πιο αληθοφανές το αποτέλεσμα.
Με σκαμπανεβάσματα, με ευκαιριακά θύματα, με πυροσβεστικές κινήσεις και μικροαλλαγές, το σύστημα έδειχνε να δουλεύει. Όσοι είχαν στο μυαλό τους έναν άλλο τρόπο ζωής, έπρεπε να τον αναζητήσουν στα οράματα μιας άλλης ιδεολογίας ή στον δικό τους προσωπικό χώρο. Και όταν προσπαθούσαν να μιλήσουν για τα προβλήματα που θα έφερνε το μέλλον, αντιμετωπίζονταν από την πλειοψηφία ως γραφικοί ή άνθρωποι του περιθωρίου, που δεν μπορούσαν να κάνουν έναν απλό συμβιβασμό: να αποδεχθούν την πραγματικότητα ως έχει και να γίνουν μέρος της.
Αυτή η κρίση, πέρα από τα θύματα που αφήνει πίσω της, δίνει σε κάποιους ανθρώπους την ευκαιρία να ξαναδούν τη βάση του «κοινωνικού συμβολαίου» και να ξανασκεφτούν πώς μπορούν να ξαναγίνουν μέλος ενός συνόλου με την πραγματική του έννοια.
Σε ένα σύνολο, πέρα από τις ιδιότητες που μοιράζονται τα μέλη του, έχουν κοινό και το μέλλον. Κάθε κίνηση του ενός, επηρεάζει την κίνηση και την κατάσταση του άλλου. Οι μεγάλες ανισορροπίες οδηγούν σε σπάσιμο των δεσμών και σε καταστροφή του. Βέβαια, πάντοτε υπάρχουν αυτοί που διαφεύγουν τον κίνδυνο χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το περιβάλλον στο οποίο θα κληθούν να ζήσουν δεν θα έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα.
Η ελπίδα υπάρχει πάντοτε γιατί σε κάθε περίπτωση υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Η ζωή δεν μπορεί να σταματήσει. Μπορεί να αλλάξουν οι συνθήκες της ζωής, μπορεί να αλλάξουν σύνορα, χώρες, εθνικές οντότητες, σχέσεις και προοπτικές. Το δύσκολο είναι να βρει ο καθένας τον δρόμο που θέλει να ακολουθήσει για να μην παρακολουθεί αμέτοχος τις εξελίξεις που καθορίζουν ακόμη και το αν αύριο θα έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με την ευρεία έννοια της πολιτικής.
Σε αυτήν τη διαδικασία, καλό είναι να μην ξεχνάμε πως κάνοντας ο καθένας από εμάς με τιμιότητα τη δουλειά του και με κοινωνική ευαισθησία, συμβάλλουμε στο να μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε σε μια διαφορετικής ποιότητας ζωή.