Ποιότητα, νέες συσκευασίες, σωστές συνθήκες φύλαξης και υγιεινής είναι τα βασικά κριτήρια με τα οποία οι καταναλωτές αγοράζουν ξηρούς καρπούς.

Ποιότητα, νέες συσκευασίες, σωστές συνθήκες φύλαξης και υγιεινής είναι τα βασικά κριτήρια με τα οποία οι καταναλωτές αγοράζουν ξηρούς καρπούς.

Στροφή προς τα ποιοτικά προϊόντα φανερώνουν οι καταναλωτικές τάσεις στην κατηγορία των ξηρών καρπών. Ο καταναλωτής έχει γίνει πιο απαιτητικός στο θέμα της ποιότητας, επιλέγοντας βάση αυτής το προϊόν που θα αγοράσει και αφήνοντας ως τελευταίο κριτήριο την τιμή.

Όπως προκύπτει από καταναλωτικές έρευνες, ο καταναλωτής επιζητά και νέες, πιο χρηστικές συσκευασίες –και όχι το κλασικό σακουλάκι– με αποτέλεσμα οι εταιρείες να προσπαθούν να ικανοποιήσουν αυτή την απαίτηση λανσάροντας καινούργιες συσκευασίες.

Η αγορά των ξηρών καρπών είναι προγραμματισμένη από τον καταναλωτή πριν επισκεφθεί το κατάστημα. Σύμφωνα με έρευνες, μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών πωλήσεων οφείλεται σε αυθόρμητη αγορά.

Μικρά σημεία πώλησης

Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης αγοράς κατά την τελευταία διετία είναι η αύξηση που παρουσιάζουν οι πωλήσεις των ανάλατων ξηρών καρπών, γεγονός που αποδίδεται από στελέχη των εταιρειών του κλάδου στη στροφή των καταναλωτών προς την υγιεινή διατροφή. Την τελευταία διετία οι ανάλατοι (ψημένοι) ξηροί καρποί εκτιμάται ότι έχουν κερδίσει μερίδιο της τάξης του 15%.

Η αγορά των ξηρών καρπών είναι μία ιδιόμορφη αγορά, για το μέγεθος της οποίας δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία. Το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων εξάλλου πραγματοποιούν οι χύμα ξηροί καρποί, ενώ οι συσκευασμένοι εκτιμάται ότι κατέχουν μερίδιο περίπου 30% επί των συνολικών πωλήσεων. Ωστόσο, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, την τελευταία διετία παρατηρείται αύξηση των πωλήσεων των συσκευασμένων ξηρών καρπών, με ρυθμό της τάξης του 10% ετησίως.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών των εταιρειών που δραστηριοποι-ούνται στον κλάδο, οι πωλήσεις ξηρών καρπών πραγματοποιούνται σε ποσοστό περίπου 60% από τα σούπερ μάρκετ και σε ποσοστό 40% από τα μικρά κανάλια λιανικής πώλησης, όπως καταστήματα ψιλικών, περίπτερα και μίνι μάρκετ.

Όπως επισημαίνουν, κύριο πρόβλημα των μικρών σημείων πώλησης είναι η αποθήκευση των ξηρών καρπών, που μπορεί να αλλοιώσει την ποιότητά τους. Η ποιότητα μπορεί να αλλοιωθεί επίσης αν δεν ανανεώνεται συχνά το προϊόν στο ράφι, πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πιο συχνά τα μικρά καταστήματα σε σχέση με τα σούπερ μάρκετ.

Καθώς ο καταναλωτής δίνει βαρύτητα στην ποιότητα, μένει συχνά δυσαρεστημένος από τα μικρά σημεία πώλησης, λόγω του τρόπου με τον οποίο σερβίρεται το χύμα προϊόν. Στελέχη των εταιρειών επισημαίνουν ότι συχνά ο λιανέμπορος σερβίρει τους ξηρούς καρπούς με τα χέρια, χωρίς να σέβεται τους βασικούς κανόνες υγιεινής, με αποτέλεσμα να χάνει τους πελάτες του. Από την άλλη πλευρά οι μεγάλες εταιρείες φροντίζουν να προμηθεύουν με ειδικά stands τα μικρά σημεία, ώστε να αναδεικνύουν το προϊόν τους, αλλά και να αυξάνουν τις πωλήσεις της κατηγορίας συνολικά.

Τα μικρά σημεία όμως συγκεντρώνουν και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των βιοτεχνιών. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το 2002η εταιρεία ΚΑΛΑΘΕΡΗΣ, σε 750 μικρά σημεία πώλησης, που αποτέλεσαν το δείγμα, πουλιόταν η παραγωγή 25 μικρών οικοτεχνιών και βιοτεχνιών. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα επιπλέον κίνητρο για τις επώνυμες βιομηχανίες να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, καθώς προσφέρουν την ποιότητα που επιζητά ο καταναλωτής.

Αγορά

Στην κατηγορία έχουν παρουσία τέσσερις-πέντε επώνυμες επιχειρήσεις και πλήθος βιοτεχνιών και οικοτεχνιών.

Ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει το συνολικό όγκο πωλήσεων είναι οι εισαγωγές ξηρών καρπών που πραγματοποιούνται ετησίως, το μέγεθος των οποίων εξαρτάται από την ελληνική παραγωγή, γι’ αυτό και ποικίλλουν ανά έτος.

Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, της μόνης υπηρεσίας που έχει στοιχεία σχετικά με το προϊόν, οι πωλήσεις των ξηρών καρπών ανήλθαν το 2000 σε 17,7 δισ. δρχ. (στα στοιχεία περιλαμβάνονται ξηροί καρποί με κέλυφος, φυστίκια, ηλιόσποροι, στραγάλια, αμυγδαλόψιχα, φουντουκόψιχα, καρυδόψιχα, σησάμι, αράπικα φυστίκια και λοιπά). Το μέγεθος αυτό όμως, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, δεν είναι αντιπροσωπευτικό, διότι δεν περιλαμβάνει τους τζίρους όσων μεσολαβούν από την παραγωγή ή την εισαγωγή του προϊόντος έως τον τελικό καταναλωτή. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο ετήσιος τζίρος των δύο μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου ξεπέρασε το 2001 τα 50 δισ. δρχ.

ΑΦΟΙ ΚΑΛΑΘΕΡΗ

Η εταιρεία διαθέτει στην ελληνική αγορά τους ξηρούς καρπούς Καλαθέρης, ενώ διακινεί κατά 60% συσκευασμένο προϊόν και κατά 40% χύμα. Πρόσφατα λάνσαρε τους ξηρούς καρπούς Καλαθέρης So sweet, με επικάλυψη καραμέλα, φράουλα και πραλίνα, νέους ανάλατους ξηρούς καρπούς και ξηρούς καρπούς σε οκτώ πικάντικες γεύσεις (με κάρυ, mexican κτλ.). Το 2003 θα υποστηρίξει τα νέα της προϊόντα με έντονη διαφημιστική καμπάνια. Στις αρχές Οκτωβρίου εξάλλου προχώρησε σε αλλαγή των συσκευασιών των προϊόντων της, λανσάροντας νέες χάρτινες συσκευασίες, διπλής προστασίας, όπου οι ξηροί καρποί είναι συσκευασμένοι σε ένθετο σακουλάκι που εξασφαλίζει τη φρεσκάδα τους. Η πολιτική της εταιρείας στα μικρά σημεία πώλησης διαφέρει από τα μεγάλα, καθώς εξασφαλίζει ειδικά stands στο λιανέμπορο. Από φέτος προχώρησε σε ειδική συμφωνία με εταιρείες διανομής, που θα αναλάβουν τη διανομή των προϊόντων της στα μικρά σημεία. Στα μικρά σημεία λιανικής, καθώς και στις ενέργειες που απαιτούνται για την αύξηση των πωλήσεών τους, θα δώσει εξάλλου ιδιαίτερη βαρύτητα από το 2003.

ΜΠΑΛΑΜΟΥΤΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

Η εταιρεία διαθέτει στην αγορά τους ξηρούς καρπούς με την επωνυμία Baly nuts, ενώ διακινεί τόσο χύμα όσο και συσκευασμένους ξηρούς καρπούς, σε αναλογία 45% και 55% αντίστοιχα.

Ευχαριστούμε για τη συμβολή τους στο ρεπορτάζ τα στελέχη των εταιρειών: Γιώργο Σαϊνη, εμπορικό διευθυντή της ΑΦΟΙ ΚΑΛΑΘΕΡΗ και Μιχάλη Μπαλαμούτσο, ιδιοκτήτη της ομώνυμης εταιρείας.