Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το 2019 οι ΞΑΕ ανήλθαν στο 2,4% του ΑΕΠ, το 2020 παρέμειναν χαμηλές, λόγω της υγειονομικής κρίσης, ενώ τα έτη 2021 και 2022 οι εισροές των ΞΑΕ στη χώρα ενισχύθηκαν σημαντικά, ανερχόμενες στο 2,8% και το 3,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα έναντι μέσου όρου 0,9% την περίοδο 2002-18.

Στην πρόσφατη έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2022 γίνεται εκτενής αναφορά στις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) στην Ελλάδα τη διετία 2021-2022. Τι είναι, όμως, οι ΞΑΕ; Είναι οι άμεσες επενδύσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό, με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος άμεσου ελέγχου του επενδυτή πάνω στην ξένη επιχείρηση. Οι διεθνείς επενδυτές επιδιώκουν να επενδύουν τα κεφάλαιά τους –συνήθως τα πλεονάζοντα– στο εξωτερικό υπό τη συγκεκριμένη μορφή, γιατί είναι η πιο κερδοφόρα και γιατί τους δίνει τον έλεγχο ενίοτε ολόκληρων κλάδων της οικονομίας των χωρών στις οποίες επενδύουν.

Oι ΞΑΕ αποτελούν, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, βασικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, την προώθηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης και την εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών.

Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το 2019 οι ΞΑΕ ανήλθαν στο 2,4% του ΑΕΠ, το 2020 παρέμειναν χαμηλές, λόγω της υγειονομικής κρίσης, ενώ τα έτη 2021 και 2022 οι εισροές των ΞΑΕ στη χώρα ενισχύθηκαν σημαντικά, ανερχόμενες στο 2,8% και το 3,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα έναντι μέσου όρου 0,9% την περίοδο 2002-18. Οι (καθαρές) εισροές στο σύνολο του 2022 ξεπέρασαν τα 7,2 δισ. ευρώ έναντι 5,3 δισ. ευρώ το 2021, δείγμα της ανοδικής πορείας της ελληνικής οικονομίας. Το μεγάλο μέρος της αύξησης των εισροών ΞΑΕ το 2022 σημειώθηκε το πρώτο τρίμηνο, ενώ κατά το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο οι εισροές υποχώρησαν κατά 28% και 58% αντίστοιχα έναντι του προηγούμενου τριμήνου. Η τάση αυτή, που παρατηρήθηκε παγκοσμίως, οφείλεται στην επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος, λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού, των υψηλών επιτοκίων και της αύξησης των τιμών της ενέργειας. Αποτελεί δε δείκτη αυστηροποίησης των οικονομικών συνθηκών και υψηλής αβεβαιότητας των επενδυτών. Επίσης, σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΤτΕ, στη διάρκεια της πανδημίας συντελέστηκε μια μεγάλη φυγή ξένων κεφαλαίων από τη χώρα, που μείωσε τα αποθέματα των ΞΑΕ από 40.194 εκατ. ευρώ το 2019 σε 31.849 εκατ. ευρώ το 2020. Το 2021 τα αποθέματα ανέκαμψαν μεν, φτάνοντας τα 37.182 εκατ. ευρώ, αλλά η σχετική ετήσια επίδοση παρέμεινε χαμηλότερη εκείνης του 2019.

Η κατεύθυνση και η προέλευση των ΞΑΕ
Το υψηλό επίπεδο των ΞΑΕ της περιόδου 2021-22 οφείλεται κυρίως στην ολοκλήρωση προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων και στην πώληση των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών αποδοχής καρτών και εκκαθάρισης συναλλαγών από τις συστημικές ελληνικές τράπεζες. Οι ΞΑΕ κατευθύνθηκαν κυρίως σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και εξαγορές και δευτερευόντως σε επενδύσεις σε ακίνητα, ενώ οι επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία νέων άμεσων παραγωγικών επιχειρήσεων ή νέων εγκαταστάσεων (greenfield investment) παρέμειναν χαμηλότατες σε όρους αξίας. Το 2022 ήταν το πρώτο έτος εφαρμογής του τριετούς στρατηγικού σχεδίου της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (Υπερταμείου-Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου-ΤΑΙΠΕΔ) και χαρακτηρίστηκε από σημαντικές νέες πρωτοβουλίες και δράσεις. Οι σημαντικότερες εξ αυτών αφορούσαν την εξαγορά της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ από τη Spear WTE Investments Sarl, την πώληση του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΠΑ Υποδομών ΑΕ στον ιταλικό όμιλο Italgas SpA και την είσπραξη της πρώτης δόσης από την πώληση και μεταβίβαση της Ελληνικό ΑΕ στην Hellinikon Global I SA (θυγατρική της Lamda Development).

Ειδικότερα, με βάση τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, οι ΞΑΕ κατευθύνθηκαν κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, συνολικά 4,3 δισ. ευρώ (για χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες 2,42 δισ. ευρώ, για ενέργεια και διαχείριση ακίνητης περιουσίας 1,03 δισ. ευρώ και για ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων 918 εκατ. ευρώ), και στον τομέα της μεταποίησης συνολικά 1,15 δισ. ευρώ (για είδη διατροφής-ποτά-προϊόντα καπνού 436 εκατ. ευρώ, για λοιπές μεταποιητικές βιομηχανίες 428 εκατ. ευρώ και για τη φαρμακοβιομηχανία 189 εκατ. ευρώ). Επίσης, επενδύθηκαν 319 εκατ. ευρώ στις κατασκευές, 309 εκατ. ευρώ σε επιχειρήσεις ενημέρωσης και επικοινωνίας, 291 εκατ. ευρώ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, 265 εκατ. ευρώ στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και μικρότερα ποσά σε άλλες δραστηριότητες.

Οι εισροές των ΞΑΕ στην Ελλάδα τη διετία 2021-22 προήλθαν κυρίως από προηγμένες οικονομίες, ειδικότερα από χώρες της ΕΕ (2021: 62% και 2022: 69% επί του συνόλου), κυρίων την Ιταλία και την Γερμανία. Το αντίστροφο παρατηρήθηκε στις επενδύσεις σε ακίνητα, οι οποίες προήλθαν κυρίως από χώρες εκτός ΕΕ (2021: 54% και 2022: 65%), με σημαντικότερες τις ΗΠΑ, το Χονγκ Κονγκ, την Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σιγκαπούρη και το Ισραήλ.

Ωφέλειες εναντίον κινδύνων
Σύμφωνα με τους φορείς χάραξης της οικονομικής πολιτικής στη χώρα, οι ΞΑΕ αποτελούν παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ για την ανάπτυξη, αλλά με πολλούς περιορισμούς. Κατά τον ΟΟΣΑ οι περιορισμοί στην ελληνική οικονομία σχετίζονται με το μέγεθος της εγχώριας αγοράς, τις τεχνολογικές και καινοτομικές δυνατότητές της και τις δυνατότητες έρευνας και ανάπτυξης. Αντιθέτως, η μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση των τελευταίων χρόνων, που επέβαλλε το ευέλικτο πρότυπο εργασίας, δημιούργησε ένα φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο ελκυστικό για τη διενέργεια ΞΑΕ.

Το τελευταίο διάστημα οι οικονομικοί ταγοί αναφέρονται στα ρεκόρ των ΞΑΕ το 2022 και στα αναμενόμενα νέα ρεκόρ φέτος, στο πλαίσιο της επιδίωξης να πάρει η οικονομία μας «ψήφο εμπιστοσύνης» από τις αγορές, με την κατοχύρωση της πολυπόθητης «επενδυτικής βαθμίδας». Είναι όμως αυτό πανάκεια;

Όπως προαναφέραμε, οι ΞΑΕ κατευθύνθηκαν κυρίως σε αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων και σε εξαγορές, ενώ οι επενδύσεις σε νέες παραγωγικές επιχειρήσεις παρέμειναν χαμηλές. Σύμφωνα με οικονομολόγους των συστημικών τραπεζών, οι greenfield investments εμπεριέχουν μεγαλύτερο βαθμό επιχειρηματικού κινδύνου και κατευθύνονται σε κλάδους όπου υπάρχουν ξεκάθαρα πλεονεκτήματα (πχ. τουρισμός). Όμως, όπως ισχυρίζεται επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, «όλες οι επενδύσεις είναι χρήσιμες, αλλά αυτές που κυρίως αυξάνουν την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας είναι οι greenfield investments».

Επιπλέον, σε πείσμα κάθε είδους ιδεοληψιών, πάντα τίθεται το ερώτημα αν, πώς και κατά πόσο κερδίζουν τα νοικοκυριά της χώρας από τις ΞΑΕ. Συχνά οι επενδύσεις που προβάλλονται σαν σανίδα σωτηρίας αντλούν προοπτικές μεγάλων κερδών από τους χαμηλούς μισθούς, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, την απελευθέρωση των απολύσεων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων κ.ά., ενώ πριμοδοτούν συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας έναντι άλλων. Για παράδειγμα, η παραχώρηση δημοσίων υποδομών, λιμανιών, σιδηροδρόμων, ναυπηγοεπισκευαστικών ζωνών, φορέων διαχείρισης του νερού κ.ά. σε ξένες πολυεθνικές εταιρείες εγείρουν σοβαρά ερωτήματα, ενίοτε με τραγικό τρόπο, για την ποσότητα αλλά και την ποιότητα των ωφελειών για τη χώρα. Από τη μέχρι τώρα πρακτική φαίνεται πως μεγάλες επενδύσεις από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους κατευθύνονται στις «αγορές κατοικιών», έχοντας στο στόχαστρό τους τα 700.000 ακίνητα που θα βρεθούν άμεσα υπό την απειλή πλειστηριασμού. Σε κλάδους όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα, όπου οι διεθνείς όμιλοι απολαμβάνουν ήδη αρκετά κέρδη, τα νοικοκυριά «χτυπιούνται» από την ακρίβεια. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτέλεσαν το πιο συχνό κίνητρο προσέλκυσης ΞΑΕ. Όλα σχεδόν τα κινητά και ακίνητα στοιχεία της περιουσίας του Δημοσίου μεταβιβάστηκαν στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ ή Υπερταμείο), μεταξύ αυτών και τα πλειοψηφικά πακέτα των μετοχών των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ, τα οποία είναι υποψήφια προς πώληση. Η μεταβίβαση αυτή αρχικά κρίθηκε αντισυνταγματική, αλλά με νόμο που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2022 οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ επαναμεταβιβάστηκαν στο Υπερταμείο, οπότε παραβιάστηκαν κατάφορα οι αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ. Έτσι, οι δύο βασικοί φορείς υδροδότησης της χώρας έπαψαν να ελέγχονται από το κράτος –στην ουσία ιδιωτικοποιήθηκαν. Η εξαγορά τους από ένα ξένο fund, ακόμα κι αν αφήσει σημαντικό κέρδος για την αποπληρωμή του χρέους, θα δεσμεύσει την υδροδότηση του πληθυσμού της χώρας, προκαλώντας μόνιμα κοινωνική αναταραχή. Η εμπειρία χωρών ή πόλεων που ιδιωτικοποίησαν το νερό (Αγγλία, Παρίσι, Βερολίνο κ.ά.,) είναι απογοητευτική εξαιτίας των υψηλών τιμών και της κακής ποιότητας του νερού. Συνεπώς το ερώτημα που προκύπτει, αναζητώντας απάντηση είναι «ναι στις ΞΑΕ, αλλά με κάθε κόστος;»…