«Η σημερινή «υπο-ανάπτυξη» και η αναμενόμενη «ανάπτυξη» στην Αφρική είναι και θα είναι –αν κάτι δεν αλλάξει– ενισχυτικοί παράγοντες της μετανάστευσης στη γηραιά Ευρώπη. Αυτό που είδαμε με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα και την Ευρώπη, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που έρχεται στις δυο-τρεις επόμενες δεκαετίες», προειδοποιεί, μεταξύ άλλων, ο διακεκριμένος δημογράφος κ. Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντής του πανεπιστημιακού Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων.

Oι προβλέψεις ενός οικονομολόγου σε ορίζοντα δεκαετίας ή και πενταετίας ακόμα μάλλον σπάνια επαληθεύονται. Στη δημογραφία αντίθετα οι προβλέψεις στον βραχύ και μέσο χρόνο είναι σχετικά ασφαλείς, «γιατί ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται από μια σχετική «αδράνεια», καθώς γνωρίζουμε ήδη το πλήθος των γυναικών που θα τεκνοποιήσουν τα επόμενα είκοσι χρόνια (είναι οι γυναίκες που είναι σήμερα 0-20 ετών), όπως γνωρίζουμε αυτούς που θ’ αρχίσουν να συνταξιοδοτούνται μετά από 15 χρόνια (είναι οι εργαζόμενοι που έχουν περάσει σήμερα το κατώφλι των 50 ετών και δεν θα πεθάνουν μέχρι το 2033). Επομένως η ιδιαιτερότητα της δημογραφίας σε σχέση με τις υπόλοιπες ανθρωπιστικές επιστήμες έγκειται στην ικανότητα «πρόγνωσης» των εξελίξεων στο βραχύ και το μέσο χρόνο με σχετική ακρίβεια. Φυσικά υπάρχει και στην δημογραφία μια απρόβλεπτη παράμετρος, η μετανάστευση, που μπορεί να επηρεάσει κάπως τις προβλέψεις μας. Αντίθετα οι θάνατοι και οι γεννήσεις για την επόμενη εικοσαετία είναι προβλέψιμοι», εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης. Όταν του ζητήσαμε μια δημογραφική πρόβλεψη για το πώς θα εξελιχθεί ο πληθυσμός ανά περιφέρεια της χώρας μας ως το 2035, μας είπε απλά «δυστυχώς δεν χρηματοδοτούνται τέτοιες έρευνες», οπότε άνοιξε η συζήτηση.

Πρόβλημα παιδείας

    σελφ σέρβις: Γιατί δεν χρηματοδοτούνται;

Β.Κ: Δεν έχει συνειδητοποιηθεί ακόμη στη χώρα μας σε όλα τα επίπεδα λήψης των αποφάσεων, εθνικό και περιφερειακό, η σημασία της μεταβλητής «πληθυσμός», ενώ ταυτόχρονα υπάρχει ελλιπής δημογραφική παιδεία. Έτσι, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε πώς φθάσαμε στην σημερινή κατάσταση και δε φανταζόμαστε τις συνέπειές της τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Σχετικά πρόσφατα αρχίσαμε να ανησυχούμε και να σκεφτόμαστε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, για να επηρεάσουμε μεσοπρόθεσμα κάποιες παραμέτρους, που εν μέρει, ίσως, αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων –πράγμα εξαιρετικά δύσκολο ούτως ή άλλως. Δεν πρόκειται απλώς για ένα πρόβλημα μέριμνας ή όχι της πολιτείας, αλλά γενικότερης παιδείας. Δεν κατανοείται π.χ. ότι οι αναπαραγωγικές μας συμπεριφορές δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη ούτε επηρεάζονται από αποσπασματικά μέτρα. Το θέμα ενίοτε ανακινείται στον δημόσιο διάλογο, αλλά συχνά, με τον τρόπο που τίθεται, δεν βοηθά την κατανόηση των βαθύτερων αιτιών, που προσδιορίζουν π.χ. τις αναπαραγωγικές συμπεριφορές. Ένα πρόσφατο παράδειγμα: Συχνά μου θέτουν το ερώτημα, αν η αύξηση των γεννήσεων μεταξύ 1999 και 2008 (περί τις 18.000 ή 16%) σχετίζεται με τα μέτρα υπέρ των πολυτέκνων (2005-2006) της τότε κυβέρνησης Καραμανλή –άποψη ευρύτατα διαδεδομένη. Υπάρχει μερικώς μια συναρτησιακή σχέση, που δεν είναι αιτιακή, καθώς οι γεννήσεις είχαν αρχίσει να αυξάνονται πριν την εφαρμογή των μέτρων. Η αύξησή τους, λοιπόν, οφείλεται κυρίως στο ότι πολλές γυναίκες που ανέβαλαν την τεκνοποίηση την προηγούμενη δεκαπενταετία (κυρίως οι αλλοδαπές), τεκνοποίησαν σε μεγαλύτερη ηλικία –ένα φαινόμενο που στη δημογραφία λέγεται «αναπλήρωση των γεννήσεων» και περιγράφει την αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης (κι όχι την αύξηση του μέσου αριθμού παιδιών ανά γυναίκα) των γενεών αναπαραγωγικής ηλικίας, που διατρέχουν μια συγκεκριμένη περίοδο.

Οι επιπτώσεις της κρίσης

    σ. σ.: Πάντως, η οικονομική κρίση έκαμψε τον δείκτη γεννήσεων. Έτσι δεν είναι;

Β. Κ.: Ασφαλώς επέδρασε, γιατί καταρχάς πολλά νέα ζευγάρια ανέβαλαν για αργότερα την τεκνοποιία, οπότε συνεχίσθηκε η άνοδος της μέσης ηλικίας γέννησης των παιδιών, μια τάση που προϋπήρχε της κρίσης, λόγω της αυξανόμενης συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και της αύξησης των ετών παραμονής τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ενίσχυση της τάσης αυτής και εξαιτίας της κρίσης –ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά την απόκτηση του πρώτου παιδιού–, θα έχει όμως και άλλες επιπτώσεις, καθώς όσο αυξάνει η εν λόγω ηλικία (στην έναρξη της κρίσης ήταν τα 30 χρόνια) τόσο μειώνονται οι πιθανότητες σύλληψης των γυναικών, όταν πια αποφασίσουν σε μεγαλύτερη ηλικία να κάνουν ένα παιδί. Έτσι, οι βιολογικοί περιορισμοί «διασταυρώνονται» σήμερα με τους αυτοπεριορισμούς των ανθρώπων (λόγω μείωσης των εισοδημάτων, υψηλής ανεργίας των νέων και ανασφάλειας για το παρόν και το μέλλον), με αποτέλεσμα οι γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1985 να κάνουν ακόμη λιγότερα παιδιά απ’ όσες γεννήθηκαν μια δεκαετία πριν (από το 1975), στις οποίες αναλογούσαν 1,6 παιδιά ανά μία. Δεν πρέπει να υποτιμώνται και οι επιπτώσεις της μετανάστευσης. Ενώ μέχρι το 2010 οι είσοδοι στη χώρα ήταν περισσότερες από τις εξόδους, η ζυγαριά αντιστράφηκε με την κρίση. Νέα άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας φεύγουν πλέον, χωρίς να είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επιστρέψουν, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στην Ελλάδα να μειώνεται και γι’ αυτό.


Παρά τις φαντασιώσεις…
Ως προς τις γεννήσεις το καθοριστικό, πάντως, είναι η ύπαρξη σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες (και η χώρα μας εντάσσεται στην ομάδα αυτή) μιας τάσης αφενός μεν τεκνοποίησης σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες, αφετέρου δε μείωσης του αριθμού των παιδιών. Παρά τα λεγόμενα περί πολυμελούς ελληνικής οικογένειας, ποτέ οι Ελληνίδες που γεννήθηκαν μετά το 1935 δεν έκαναν περισσότερα παιδιά απ’ όσα χρειάζονται για την αναπλήρωσή τους (2,2 παιδιά αναλογούσαν στις γυναίκες που γεννήθηκαν λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Άλλωστε στην Ελλάδα, λόγω της ακολουθίας Κατοχή-Εμφύλιος-μετεμφυλιακή περίοδος, αν εξαιρέσουμε μερικώς την Αττική, δεν γνωρίσαμε καν το φαινόμενο του baby boom, δηλαδή τη μεταπολεμική (1945-1965) «έκρηξη» γεννήσεων, που ανέκοψε προσωρινά τη μακρόχρονη πτώση της τελικής γονιμότητας. Μετά την παρένθεση αυτή η πτώση συνεχίσθηκε. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, οι δείκτες γονιμότητας μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση πέφτουν συνεχώς και μόλις δεκαπέντε γενεές γυναικών όλο κι όλο (αυτές κυρίως που γεννήθηκαν μεταξύ 1925 και 1940), ανέκοψαν τη σχετική πτώση ως συνέπεια του κλίματος υπεραισιοδοξίας των ανθρώπων για το μέλλον, όπως αποτυπώθηκε μεταπολεμικά στη λεγόμενη «Χρυσή Εποχή» της Ευρώπης. Έτσι, σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες οι γυναίκες που γεννήθηκαν μεταπολεμικά γεννούν κατά μέσο όρο συνήθως λιγότερα από 2 παιδιά, αναλογία που υπολείπεται, ωστόσο, για την αναπαραγωγή τους (σήμερα απαιτούνται σχετικά τα 2,07 παιδιά, ενώ πριν 60 χρόνια απαιτούντο σχεδόν 2,2 λόγω υψηλότερης θνησιμότητας). Ακόμα δε και οι σκανδιναβικές χώρες και η Γαλλία είναι κάτω του ορίου αναπαραγωγής, αν και υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «1,8-2,0 παιδιά/γυναίκα» σε αυτές από το δικό μας «1,65 παιδιά/γυναίκα» (μιλώ για τις γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1970).

Παρόμοια κατάσταση με τη δική μας αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όλες σχεδόν οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης και παραδόξως η Γερμανία. Σημειωτέον ότι οι Γερμανοί, έχοντας μελετήσει τις σχετικές επιπτώσεις (αύξηση γήρανσης, μείωση εργατικού δυναμικού, κρίση ασφαλιστικού συστήματος κ.λπ.), προνοούν για τη μερική άμβλυνσή τους, μέσω της στοχευμένα ποιοτικής προσέλκυσης μεταναστών, και φαίνεται ότι μεσοπρόθεσμα ρυθμίζουν οριακά την κατάσταση…

Η γερμανική περίπτωση

    σ. σ.: Πώς εξηγείται το παράδοξο της δημογραφικής κρίσης στην πλούσια Γερμανία;

Β. Κ.: Το άγος της ναζιστικής πολιτικής ενίσχυσης των γεννήσεων, του ευγονισμού κ.λπ. τους «στοιχειώνει» εν μέρει ακόμα. Η ανάγκη απώθησης του παρελθόντος τους τούς απέτρεπε από την άσκηση ενεργών πολιτικών, που τυχόν θα το θύμιζε. Την ίδια στιγμή σε πολλά γερμανικά κρατίδια το εισόδημα της γυναίκας είναι ακόμη συμπληρωματικό του άνδρα κι ένα μεγάλο ποσοστό Γερμανίδων εργάζεται με μερική απασχόληση, η ισότητα των φύλων δεν είναι στο επίπεδο των σκανδιναβικών χωρών, οι ασυμβατότητες ανάμεσα στην εργασιακή και την οικογενειακή ζωή είναι ακόμη ισχυρές και ταυτόχρονα δεν έχουν αναπτυχθεί σοβαρές υποδομές για τη στήριξη της μητρότητας. Αντίθετα, οι Γάλλοι κι οι Σκανδιναβοί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με κοινωνικές και δημογραφικές πολιτικές, με πολιτικές ισότητας των φύλων κ.λπ., σταθεροποιώντας έτσι το δείκτη γονιμότητας κοντά στα όρια της αναπαραγωγής (2 παιδιά ανά γυναίκα). Απ’ όλο τον Δυτικό κόσμο η μόνη χώρα που «ακμάζει» δημογραφικά ακόμη είναι οι ΗΠΑ εξαιτίας των μεταναστευτικών εισροών και των υψηλών δεικτών γονιμότητας των μεταναστών τους, αν ως «ακμή» εννοήσουμε 2,2 παιδιά ανά γυναίκα. Οι «γηγενείς» Αμερικάνοι κατά τα άλλα ελάχιστα διαφέρουν από τους Ευρωπαίους στον τομέα που συζητούμε.

Παγκόσμια σύγκλιση

    σ. σ.: Πού οφείλεται ο αυξημένος δείκτης γονιμότητας στις λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες;

Β. Κ.: Είναι γεγονός ότι οι δείκτες γονιμότητας είναι ακόμη υψηλοί στις περισσότερες από τις «λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες» του πλανήτη μας σήμερα. Με την εξαίρεση της υποσαχάριας Αφρικής, όμως, οι διαφορές ανάμεσα σε αυτές κι «εμάς» μειώνονται την τελευταία τριακονταετία και υπάρχουν αργές ενδεχομένως, αλλά σαφείς τάσεις σύγκλισης. Οι σχετικές στάσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές τείνουν να ομογενοποιηθούν και ο επιθυμητός αριθμός των παιδιών ανά γυναίκα, ακόμη και στις «λιγότερο ανεπτυγμένες» περιοχές του πλανήτη, μειώνεται συνεχώς.

Τουρκία: δημογραφική ακμή και παρακμή

    σ. σ.: Πάντως, η γειτονική Τουρκία επενδύει στη γεωπολιτική χρήση του δημογραφικού της δυναμικού. Αληθεύει ότι ως το 2050 ο πληθυσμός της θα έχει φτάσει τα 95 εκατομμύρια;

Β. Κ.: Η δυτική παράκτια ζώνη της Τουρκίας, που ακολουθεί το δυτικό πρότυπο ανάπτυξης, συγκλίνει με το ευρωπαϊκό μοντέλο. Στην Ανατολία, ναι, κυριαρχεί το μοντέλο της πολυτεκνίας των αγροτικών κοινωνιών, στο οποίο επενδύει πράγματι ο Έρντογαν, με την πεποίθηση ότι στα γεωπολιτικά ζητήματα το δημογραφικό βάρος συνιστά πλεονέκτημα. Αλλά και εκεί η καμπύλη της γονιμότητας είναι κατιούσα, ενώ ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται. Επομένως και η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη και αυτή, μετά μία τριακονταετία, με μια έντονη και ταχύτατη δημογραφική γήρανση –όπως και η Αλβανία, άλλωστε, πιο νωρίς, καθώς μόλις σε μια τριακονταετία ο δείκτης της από τα 4 παιδιά ανά γυναίκα περιορίσθηκε στα 2… Φανταστείτε τη δημογραφική πυραμίδα των χωρών αυτών σαν ένα μανιτάρι, διογκωμένο στις ηλικίες των ηλικιωμένων και των υπερηλίκων, πράγμα που δεν έζησε η Ευρώπη, η οποία «χρειάσθηκε» πάνω από έναν αιώνα για να περάσει από τα 3,5 στα 2 παιδιά ανά γυναίκα.


Αφρική: Απειλητική δημογραφική έκρηξη

    σ.σ.: Μιλήσατε για την απρόβλεπτη παράμετρο στη δημογραφική πρόγνωση των μεταναστευτικών ροών, οι οποίες εύλογα είναι αδύνατον να εικάζονται όταν διαμορφώνονται τα σενάρια πρόγνωσης της επιστήμης σας. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του ’90 η Ευρώπη –και προπάντων η Ελλάδα μέσα σε αυτήν– ζει μια πλημμυρίδα προσφύγων, διαφορετικής μεν αιτιότητας πλην πολλαπλών συνεπειών για την ευρωπαϊκή ζωή. Τι σκέφτεστε για την επίδρασή τους στη δημογραφική κατάσταση των κοινωνιών μας μελλοντικά;

Β. Κ.: Σωστά, ποιος μπορούσε να εικάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80 την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη φυγή δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων των χωρών του προς τις δυτικές κοινωνίες; Κανείς!… Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι αυτό που είδαμε με τους πρόσφυγες στην Ελλάδα και την Ευρώπη, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που έρχεται στις δυο-τρεις επόμενες δεκαετίες. Οι δημογραφικές εξελίξεις σ’ ένα μεγάλο τμήμα της Αφρικής, ιδιαίτερα την υποσαχάρια, είναι συνταρακτικές. Υπάρχουν χώρες που οι γυναίκες γεννούν ακόμη σήμερα κατά μέσο όρο έως τρεις φορές περισσότερα παιδιά απ’ ότι εμείς (4-6 παιδιά!). Ακόμη κι αν περιοριστούν τις επόμενες δεκαετίες οι σχετικοί δείκτες, το πλήθος των γεννήσεων είναι και θα εξακολουθήσει να είναι συγκλονιστικό. Τα σημερινά παιδιά σύντομα θα μπουν στην ομάδα του ενεργού πληθυσμού των χωρών αυτών. Ποιοί και πώς θα τα «συγκρατήσουν», όταν ήδη πολλές αφρικανικές κοινότητες έχουν ερείσματα παντού στην Ευρώπη; Η ευρωπαϊκή ακτογραμμή στη Μεσόγειο είναι αδύνατο να γεμίσει τείχη και συρματοπλέγματα…

    σ. σ.: Ο δείκτης γονιμότητας των Αφρικανών θα συγκλίνει ποτέ με τα ισχύοντα στις άλλες ηπείρους;

Β. Κ.: Ενδεχομένως ως το 2100, αλλά ως τότε τι γίνεται; Κι αν έστω οι Αφρικανοί τώρα κιόλας συνέκλιναν στο μοντέλο των 2 παιδιών, σημασία έχει ότι στους 100 απ’ αυτούς μπορεί να τεκνοποιούν οι 65, ενώ στους Ευρωπαίους πολύ λιγότεροι, λόγω γήρανσης του πληθυσμού!

Μεταναστευτικό τσουνάμι

    σ. σ.: Γιατί εκρήγνυται δημογραφικά η Αφρική;

Β. Κ.: Στο μεγαλύτερο τμήμα της τα παραγωγικά συστήματα είναι διαφορετικά από τα δικά μας (είναι εντάσεως εργασίας), όπως διαφέρουν η κοινωνική οργάνωση, τα αξιακά συστήματα, οι στάσεις και αντιλήψεις απέναντι στη ζωή και τον θάνατο. Έτσι, εκτός των άλλων, σε περιοχές όπου η χειρωνακτική εργασία είναι κυρίαρχη για την επιβίωση, ενώ η ζωή κρέμεται από μια κλωστή (υψηλή θνησιμότητα, ασθένειες, λιμοί, εμφύλιοι) και το στοιχειώδες κράτος πρόνοιας είναι ανύπαρκτο, οι πολλές –σε σχέση μ’ εμάς– γεννήσεις διασφαλίζουν την επιβίωση και αναπαραγωγή της διευρυμένης κοινότητας. Οι γυναίκες κάνουν πολλά παιδιά, γιατί αρκετά θα πεθάνουν, ενώ από αυτά που θα επιβιώσουν, άλλα θα παρέχουν την αναγκαία εργασία επί τόπου κι άλλα θα μεταναστεύσουν (εσωτερική κι εξωτερική μετανάστευση) για να στηρίξουν την διευρυμένη οικογένειά τους. Η μετανάστευση των Αφρικανών δεν είναι επομένως μια «ατομική επιλογή», αλλά συνήθως μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιβίωσης και αναπαραγωγής των κοινοτήτων τους (όπως εν μέρει στην Ελλάδα ή την Ιταλία 150 χρόνια πριν –φυσικά με όρους ασύγκριτα μικρότερων πληθυσμιακών μεγεθών).

Ταυτόχρονα, το μέχρι στιγμής «αναπτυξιακό μοντέλο» της Αφρικής δεν πρόκειται να ανακόψει τις μεταναστευτικές πιέσεις –και εξόδους προς την Ευρώπη. Κατά την γνώμη μου θα τις εντείνει, καθώς, στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων, ceteris paribus, αριθμητικά οι πληθυσμοί που θα υποστούν/ενταχθούν στο σχετικό μοντέλο τις επόμενες δεκαετίες θα είναι πολλαπλάσιοι των σημερινών, λόγω της αυξημένης γονιμότητας και της συνεχιζόμενης μείωσης της θνησιμότητας. Η Νιγηρία, για να δώσω ένα παράδειγμα, με πληθυσμό σήμερα 192 εκατομμύρια, θα ξεπεράσει πιθανότατα τα 400 το 2050 και η Δημοκρατία του Κονγκό τα 200 εκατομμύρια (82 σήμερα), ενώ ο πληθυσμός της Ε.Ε. των 28 το 2050 θα παραμείνει, εάν δεν δεχθεί «μεταναστευτικό τσουνάμι», σταθερός γύρω στα 510 εκατομμύρια… Κανένα όπλο, καμία απειλή δεν θα μπορέσει τις επόμενες δεκαετίες να συγκρατήσει στη βορειοαφρικανική ακτογραμμή τα δεκάδες εκατομμύρια νέων και «θαμπωμένων» ανθρώπων από τον δυτικό τρόπο ζωής! Δεν θα έχουν, άλλωστε, τίποτε να χάσουν… Επομένως, κατά την γνώμη μου, τόσο η σημερινή «υπο-ανάπτυξη» όσο και η αναμενόμενη «ανάπτυξη» είναι και θα είναι –αν κάτι δεν αλλάξει– ενισχυτικοί παράγοντες της μετανάστευσης στη γηραιά Ευρώπη…

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
Η Ελλάδα γερνάει

Ο πληθυσμός της Ελλάδας από τα 7,6 εκατ. το 1951 έφτασε τα 10,7 το 2017, αλλά γηράσκει προοδευτικά: Ενώ η μέση ηλικία μας το 1951 ήταν τα 30 έτη, σήμερα είναι τα 43,5 έτη. Στην ίδια περίοδο η γονιμότητά μας περιορίστηκε και αυξήθηκε περίπου κατά 15 έτη ο μέσος προσδόκιμος χρόνος της ζωής μας, ενώ αστικοποιηθήκαμε κατά το 80% (μόλις το 6% του εδάφους της ελληνικής επικράτειας –η Αθήνα κι η Θεσσαλονίκη– «χωράει» το 50% του συνολικού πληθυσμού) και από σχετικά «εθνικά ομοιογενής» ο πληθυσμός μας μεταπολεμικά περιλαμβάνει πλέον περίπου ένα εκατομμύριο αλλοδαπούς.
Ο πληθυσμός μας γνώρισε τη μεγαλύτερή του αύξηση στις δεκαετίες του ’50 και του ’70. Πρόσφατα, την εξαετία 2011-2017 μειώθηκε περίπου κατά 350 χιλιάδες (3%). Σήμερα, με εξαίρεση τις περιφέρειες Κρήτης και Νότιου Αιγαίου, σε όλες τις άλλες περιφέρειες κάθε χρόνο πεθαίνουμε περισσότεροι/ες απ’ όσους/ες γεννιόμαστε, ενώ στο σύνολο της χώρας ο μισός πληθυσμός είναι άνω των 44 ετών.

Η προβολή του πληθυσμού μας το 2035 βάσει εναλλακτικών σεναρίων
Η μείωση του πληθυσμού μας ως το 2035 αναμένεται συνεχής, ανεξαρτήτως σεναρίων. Με έτος βάσης το 2015 (10,8 εκατ.) το 2035 θα κυμαίνεται από 10,4 έως 9,5 εκατ. (μείωση 0,4-1,3 εκατ.). Τα «φυσικά ισοζύγια» (γεννήσεις-θάνατοι) είναι αρνητικά σε όλα τα σενάρια.
Η μέση ηλικία από 43,45 έτη το 2015 αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά 4,5-3,6 έτη, η δε διάμεση κατά 5,5-7,1 έτη. Ειδικότερα, το ποσοστό των άνω των 65 και 85 ετών ανθρώπων στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015) θα κυμανθεί από 27,2%-27,9% στους πρώτους και 4,1%-4,5% στους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων 0-14 και 0-18 ετών θα κυμανθούν από 11,0% έως 12,4% για την πρώτη ομάδα και 15,8%-14,2% για τη δεύτερη.
Ο ρυθμός μείωσης του νεανικού πληθυσμού θα είναι ταχύτερος απ’ ότι του συνολικού πληθυσμού. Οι «πολύ μικροί» (3-5 ετών) θα μειώνονται συνεχώς, τουλάχιστον ως το 2030 –πιθανότατα κατά 25% συγκριτικά με το 2015. Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά (6-11 ετών) θα μειώνονται συνεχώς ως το 2035 με ρυθμό ελαφρώς υψηλότερο από των «πολύ μικρών», ενώ το πλήθος των εφήβων (12-17 ετών) θα μειώνεται συνεχώς ως το 2040.
Τα προαναφερόμενα θα οδηγήσουν στη μείωση των οικονομικά ενεργών ατόμων (κατά 15%-20% το 2035 συγκριτικά με το 2015). Ειδικότερα, από 7 εκατ. το 2015, οι 15-64 ετών το 2035 θα κυμαίνονται από 5,8 έως 6,3 εκατ., οι δε 20-69 ετών (7,1 εκατ. το 2015) από 6,6 έως 6,1 εκατ. Η μείωση του πλήθους των ατόμων εργάσιμης ηλικίας στη διάρκεια της επόμενης περιόδου επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030. Στο πλαίσιο αυτό, ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός από 4,7 εκατ. το 2015 πιθανότατα το 2035 θα περιοριστεί κατά 0,6-0,9 εκατ.