Οι βιοκαλλιεργητές μιλούν για «πράσινο χρυσό» και οι επιστήμονες για ιδανική απάντηση στις συνεχείς διατροφικές κρίσεις. Οι επιχειρηματίες συν τω χρόνω επενδύουν μεγάλα ποσά στη βιολογική κτηνοτροφία, τα προϊόντα της οποίας όλοι συμφωνούν ότι μπορεί να καθιερωθούν και στην Ελλάδα, αναδεικνύοντάς την σε μία μεταξύ των πλέον επικερδών δραστηριοτήτων. Για την ώρα η έλλειψη ομαλής ροής εφοδιασμού, καθώς και υψηλή τιμή διάθεσης δεν έχουν επιτρέψει στο βιολογικό κρέας να φτάσει στα σούπερ μάρκετ.
Οι βιοκαλλιεργητές μιλούν για «πράσινο χρυσό». Οι επιστήμονες κάνουν λόγο για την ιδανική απάντηση στις συνεχείς διατροφικές κρίσεις. Οι επιχειρηματίες σιγά σιγά επενδύουν μεγάλα ποσά σε έναν τομέα με δυναμικές προοπτικές. Όλοι συμφωνούν ότι τα προϊόντα της βιολογικής κτηνοτροφίας μπορούν να καθιερωθούν και στην Ελλάδα και ότι στο μέλλον η παραγωγή τους θα είναι από τις πλέον επικερδείς δραστηριότητες.
Οι προοπτικές υπάρχουν: το κλίμα, οι αγροτικές εκτάσεις και τα εδάφη στην Ελλάδα ευνοούν την ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας, της σημαντικότερης εναλλακτικής λύσης που ήρθε και πάλι στο προσκήνιο μετά το σκάνδαλο των «τρελών αγελάδων». Λείπει όμως η οργανωμένη πολιτική και τα κίνητρα που θα μπορούσαν να μετατρέψουν σε επιχειρήσεις τις αρκετές μικρές, μεμονωμένες και διάσπαρτες σε χωριά της Ελλάδας βιολογικές κτηνοτροφικές μονάδες. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήδη εδώ και χρόνια κυκλοφορούν βιολογικά κτηνοτροφικά προϊόντα. Για παράδειγμα στη Δανία το οργανικό γάλα καταλαμβάνει το 20% της αγοράς γάλακτος, ενώ στη Γερμανία και στην Αυστρία το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 5%.
Αυτή τη στιγμή λειτουργούν στη χώρα μας μικρές μονάδες βιολογικής παραγωγής αυγών (στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα), γαλακτοκομικών προϊόντων (στη Θράκη, την Κέρκυρα και αλλού), αλλά και βιολογικής εκτροφής αιγοπροβάτων, χοίρων και πουλερικών. Η ειδοποιός διαφορά της βιολογικής κτηνοτροφίας σε σχέση με τη συμβατική είναι ότι τα ζώα αναπτύσσονται σε ανοικτό (περιφραγμένο μεν αλλά μεγάλο σε έκταση) χώρο, με αποτέλεσμα να μην προκαλούνται ασθένειες, ενώ δεν χρησιμοποιούνται ηρεμιστικά, φάρμακα και χημικές ουσίες, η χρήση των οποίων δεν συμβιβάζεται με τη βιολογική κτηνοτροφία. Επιπλέον τα ζώα που εκτρέφονται με τις μεθόδους αυτές τρέφονται αποκλειστικά και μόνο με φυτικές ζωοτροφές, οι οποίες προέρχονται από βιολογικές καλλιέργειες.
Τα επιχειρήματα τα οποία συνηγορούν υπέρ της ανάπτυξης βιολογικής κτηνοτροφίας είναι πολλά. Μεταξύ αυτών είναι οι εδαφικές και κλιματικές συνθήκες, οι πλούσιοι φυσικοί πόροι των ορεινών, ημιορεινών και νησιωτικών περιοχών, οι παραδοσιακές τεχνικές που διατηρούνται σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές και το διαθέσιμο αυτόχθονο γενετικό υλικό.
Πάντως προς το παρόν τουλάχιστον η επέκταση του προγράμματος σε άλλα είδη, όπως κουνέλια και αλιεύματα, δεν έχει συζητηθεί, ενώ όσον αφορά τη μελισσοκομία, προβλέπονται άριστες προοπτικές για τη χώρα μας, αφού μεγάλο μέρος της παραγωγής μελιού μπορεί να χαρακτηρισθεί ως βιολογικό, με δεδομένο ότι πολλά σμήνη μελισσών έχουν ως πηγή για το νέκταρ δάση και δασικές ή θαμνοσκεπείς εκτάσεις.
«Αγκάθι» το κόστος, οι τιμές και ο εφοδιασμός της αγοράς
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανάπτυξης της βιολογικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα είναι σήμερα η έλλειψη εγχωρίως παραγόμενων βιολογικών ζωοτροφών, με αποτέλεσμα οι μονάδες βιολογικής κτηνοτροφίας να αναγκάζονται να τις εισάγουν από χώρες του εξωτερικού αυξάνοντας κατά πολύ το κόστος.
Μεγάλο είναι και το πρόβλημα της διάθεσης του βιολογικού κρέατος. Αν και υπάρχουν παραγωγοί βιολογικών αρνιών, κατσικιών, κοτόπουλων, χοιρινών και μοσχαριών, τις περισσότερες φορές η διακίνηση γίνεται χέρι με χέρι. Τα μαγαζιά που πωλούν βιολογικά προϊόντα δεν μπορούν να διαθέτουν και κρέας, καθώς δεν έχουν άδεια κρεοπωλείου. Επιπλέον οι ποσότητες είναι πολύ μικρές για να φτάσουν στα μεγάλα καταστήματα και οι ελάχιστες ποσότητες που φτάνουν στην αγορά κυριολεκτικά εξαφανίζονται. Τον τελευταίο καιρό γίνονται κάποιες προσπάθειες για τη δημιουργία των πρώτων βιολογικών κρεοπωλείων.
Η έλλειψη ομαλής ροής εφοδιασμού καθώς και η υψηλή τιμή διάθεσης δεν έχουν επιτρέψει μέχρι σήμερα το βιολογικό κρέας να φτάσει στα καταστήματα των αλυσίδων σούπερ μάρκετ. Όπως επισημαίνει ο υπεύθυνος του τμήματος κρεάτων των καταστημάτων ΒΕΡΟΠΟΥΛΟΣ κ. Χρήστος Λαγός, «Το κοστολόγιο πώλησης αυτών των προϊόντων είναι ιδιαίτερα υψηλό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το συμβατικό αρνί διατίθεται σήμερα με τιμή περίπου 7 ευρώ (2.250 δρχ.) το κιλό, το αντίστοιχο βιολογικό θα κυμαινόταν μεταξύ 12 και 15 ευρώ (4.000-5.000 δρχ.) το κιλό, γεγονός που το καθιστά δυσπρόσιτο στον καταναλωτή». Μάλιστα ο τελευταίος εκτιμάται ότι είναι μάλλον ανέτοιμος –λόγω έλλειψης ενημέρωσης, η οποία εκδηλώνεται με την εκδήλωση καχυποψίας– να καθιερώσει τα προϊόντα της βιολογικής κτηνοτροφίας στο διαιτολόγιό του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα μόνο το 10% της συνολικής παραγωγής βιολογικών προϊόντων απορροφάται από την εγχώρια αγορά, ενώ το υπόλοιπο 90% εξάγεται σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου οι καταναλωτές είναι πιο ενημερωμένοι για τα προϊόντα αυτά και τα αναζητούν στα ράφια των καταστημάτων.
Στο χορό… και η Εκκλησία
Ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη της βιολογικής κτηνοτροφίας σχεδιάζει να παίξει και η Εκκλησία. Μία τέτοια μονάδα της λειτουργεί ήδη στη Λέσβο υπό τη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Μυτιλήνης με πολύ καλά αποτελέσματα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι βιοκαλλιέργειες εκτός από κάποια μεμονωμένα μοναστήρια απασχολούν σοβαρά και τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο. Ήδη εξετάζει το ενδεχόμενο δραστηριοποίησης της Εκκλησίας στο συγκεκριμένο τομέα, με βασικό στόχο τη στήριξη νέων αγροτών.
Στα σχέδια του Αρχιεπισκόπου (πάντα σε συνεργασία με τις τοπικές μητροπόλεις και μονές) είναι η παραχώρηση εκτάσεων για βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία έναντι συμβολικού ενοικίου. Με τον τρόπο αυτό (προσφορά γης – βιοκαλλιέργειες) θα αξιοποιηθεί η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία, η οποία σήμερα αποδίδει ελάχιστα. Όπως ήδη έχει αποφασιστεί, το σχετικό πρόγραμμα θα αρχίσει πιλοτικά με τη δημιουργία οργανωμένου αγροκτήματος, στο οποίο εκτός των άλλων θα γίνεται και εκπαίδευση των νέων αγροτών ή των μοναχών, αλλά και όσων θέλουν να έρθουν σε επαφή με τα οικολογικά προϊόντα.