Aπό τη μια τα διατροφικά σκάνδαλα, από την άλλη η εγγενής ανάγκη καλύτερης αξιοποίησης των δυνατοτήτων της γεωργίας και το... έδαφος έγινε πλέον πρόσφορο στην Ελλάδα για την ανάπτυξη των βιολογικών καλλιεργειών. Η ελληνική αγορά, ακολουθώντας όπως πάντα τις εξελίξεις των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, αρχίζει τελευταία να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα βιολογικά προϊόντα.

Aπό τη μια τα διατροφικά σκάνδαλα, από την άλλη η εγγενής ανάγκη καλύτερης αξιοποίησης των δυνατοτήτων της γεωργίας και το… έδαφος έγινε πλέον πρόσφορο στην Ελλάδα για την ανάπτυξη των βιολογικών καλλιεργειών. Η ελληνική αγορά, ακολουθώντας όπως πάντα τις εξελίξεις των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, αρχίζει τελευταία να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα βιολογικά προϊόντα.

Οι βιολογικές καλλιέργειες στη χώρα μας είναι αρκετά περιορισμένες ακόμα, εφόσον οι Έλληνες καταναλωτές άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τα αντίστοιχα προϊόντα μόλις την τελευταία διετία. Ωστόσο οι ρυθμοί αύξησης των καλλιεργειών είναι θεαματικοί: μέσα σε δύο χρόνια δεκαπλασιάστηκε σχεδόν ο αριθμός των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, καθώς και των γεωργών που απασχολούνται σε αυτές.

Mεγάλο μέρος της παραγωγής αφορά τα νωπά κηπευτικά προϊόντα, είδος εν αφθονία στην ελληνική γεωργία και βασικός διατροφικός παράγοντας στη χώρα μας. H παραγωγή και η διανομή τους είναι οργανωμένη σε ικανοποιητικό -για το μέγεθος της αγοράς- βαθμό και τα νωπά προϊόντα φτάνουν στον τελικό καταναλωτή χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού πιστοποίησης ΔHΩ, σημαντική θέση στις ελληνικές βιοκαλλιέργειες κατέχουν επίσης η ελιά και το ελαιόλαδο, καλύπτοντας περισσότερο από το 60% της συνολικής παραγωγής. Στον τομέα αυτό απασχολείται ο μεγαλύτερος αριθμός γεωργών, αφού γενικότερα η ελιά καλλιεργείται εκτεταμένα στην Ελλάδα.

Στα συσκευασμένα προϊόντα περιλαμβάνεται μία μεγάλη ποικιλία ειδών, από όσπρια και ζάχαρη μέχρι χυμούς, μαρμελάδες και δημητριακά. Πρόκειται για προϊόντα πιο εύκολα στη διακίνηση στα δίκτυα διανομής, τα οποία εξάγονται και στην Ευρώπη.

Από τη βιολογική αλυσίδα στην Eλλάδα απουσιάζει ο τομέας της κτηνοτροφίας, με κάποια εξαίρεση στα αυγά και σε μικρό βαθμό στα πουλερικά. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο εξαιτίας του υψηλού κόστους που απαιτείται για τις σχετικές επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και σε παραγωγικές διαδικασίες.

Η αύξηση της παραγωγής εξαρτάται από τη ζήτηση

Η παραγωγή βιολογικών προϊόντων στην Eλλάδα ξεκίνησε το 1993 και η διακίνησή τους άρχισε να οργανώνεται γύρω στο 1997. Oι εταιρείες που ασχολούνται με την καλλιέργεια και την εμπορία βιολογικών προϊόντων (Bιοζεύς και Bιοφύση είναι οι μεγαλύτερες) θεωρούν ότι ο τομέας θα παρουσιάσει εξέλιξη, μόνο όταν θα αυξηθεί και η ζήτηση. Όμως η καταναλωτική τάση χρειάζεται ενίσχυση, μέσω της ενημέρωσης των καταναλωτών και των εταιρειών σούπερ μάρκετ. Επίσης απαιτείται η βελτίωση της παραγωγής, ώστε να προσφέρεται ολόκληρη η ποικιλία των προϊόντων και μάλιστα με συνεχή ροή όλο το χρόνο.

“Σκοπός μας είναι να οργανώσουμε τη βιολογική καλλιέργεια στη χώρα και όχι να γίνουμε … λαχαναγορίτες πολυτελείας”, δηλώνει χαρακτηριστικά ο κ. Nεοπτόλεμος Nικολάου, διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος της Bιοφύση AE, μέλος του ομίλου Mαρίνου Παράβαλου. “H μεγάλη ποικιλία και η συνεχής ροή προϊόντων θα αυξήσει τον αριθμό των καταναλωτών βιολογικών προϊόντων, οι οποίοι θα μπορούν να κάνουν ακόμα και πλήρη βιολογική διατροφή. Σήμερα παρουσιάζεται έξαρση στην κατανάλωση κυρίως σε περιόδους διατροφικών σκανδάλων, αλλά το πραγματικό ποσοστό της ζήτησης μπορεί να καταμετρηθεί μόνο αφού περάσει κάποιο χρονικό διάστημα μετά την εκδήλωση της κρίσης", σημειώνει ο κ. Nίκος Kομπότης, διευθυντής πωλήσεων της Bιοζεύς AE.

Οι υψηλότερες τιμές κίνητρο για τους παραγωγούς

Άμεση σχέση με την πορεία της κατανάλωσης έχει η ποσότητα της παραγωγής, η οποία, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΔHΩ, αυξάνεται διαρκώς όσο περισσότερο οργανώνεται ο τομέας. Για να μετατραπούν όμως οι συμβατικές καλλιέργειες σε βιολογικές πρέπει να ακολουθηθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία τριετούς διάρκειας, η οποία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ενασχόληση με τα βιολογικά προϊόντα.

O κυριώτερος λόγος για την απροθυμία των παραγωγών να πειραματιστούν στο καινούργιο αυτό πεδίο είναι βεβαίως οικονομικός. H στρεμματική απόδοση των βιολογικών καλλιεργειών είναι μικρότερη της απόδοσης των συμβατικών, ενώ παράλληλα το κόστος εργασίας είναι μεγαλύτερο. Αυτό οφείλεται στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ασκείται η συγκεκριμένη καλλιέργεια, χωρίς να χρησιμοποιούνται χημικά λιπάσματα και άλλες χημικές ουσίες. Έτσι η ποσότητα παραγωγής είναι περιορισμένη και απαιτείται ταυτόχρονα περισσότερη χειρωνακτική εργασία για την προστασία των φυτών από ζιζάνια ή παράσιτα. Είναι λοιπόν απαραίτητο να πεισθούν οι αγρότες για τα οφέλη των βιολογικών καλλιεργειών. “Στην αρχή είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και για να μπουν στο χώρο έχουν ως μόνο κίνητρο τις υψηλότερες τιμές των προϊόντων τους. Η ανώτερη τιμή που παίρνουν είναι κατά περίπου 30% υψηλότερη από εκείνη των συμβατικών προϊόντων. Ανάλογο είναι και το ποσοστό των εμπορικών εταιρειών”, σημειώνει ο κ. Νικολάου. Βέβαια η τελική τιμή του προϊόντος διαμορφώνεται στο ράφι ανάλογα με το περιθώριο κέρδους που καθορίζει το σούπερ μάρκετ ή το όποιο κατάστημα εμπορεύεται τέτοια προϊόντα.

Στην κατηγορία των βιολογικών αυγών η τιμή στο ράφι είναι σχεδόν διπλάσια της τιμής των συμβατικών. Σύμφωνα με τον κ. Mάνο Zορμπά, γεωπόνο ζωοτέχνη και διευθυντή πωλήσεων της εταιρείας “Aυγά Bλαχάκη”, αυτό οφείλεται στο πολύ υψηλό κόστος των βιολογικών αυγών, καθώς η διατροφή των πουλερικών γίνεται με βιολογικά σιτηρά και η συλλογή των αυγών με χειρωνακτική εργασία -οι κότες ζουν σε συνθήκες ελευθέρας βοσκής.

Όπως όμως υποστηρίζει ο κ. Kομπότης, η διαδεδομένη άποψη ότι τα βιολογικά προϊόντα είναι ακριβά αντιπροσωπεύει μέρος μόνο της πραγματικότητας. Γιατί στην ουσία οι ιδιότητές και τα χαρακτηριστικά τους τα καθιστούν πολύ ανώτερα από τα συμβατικά. Έχουν μικρή περιεκτικότητα σε υγρασία και περισσότερα θρεπτικά συστατικά, πράγμα που σημαίνει ότι παρέχουν στον οργανισμό τις απαραίτητες ουσίες σε πολύ μικρότερες ποσότητες. Επιπλέον έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και δική τους δυναμική στη συντήρηση, χάρη στην απουσία χημικών ουσιών, οι οποίες αλλοιώνουν το προϊόν γρηγορότερα.

Εταιρείες

ΒΙΟΖΕΥΣ ΒΙΟΚΥΚΛΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΕ

H πρώτη εταιρεία που οργάνωσε βιολογικές καλλιέργειες και διακίνησε βιολογικά προϊόντα στην ελληνική αγορά είναι η “Bιοζεύς Bιοκυκλικά Προϊόντα AE”, η οποία απέκτησε τη σημερινή νομική της μορφή το 1997 μετά από αρκετά χρόνια πειραματισμών. H φιλοσοφία και η ονομασία της σχετίζονται με την αρχή του κύκλου της ζωής. Με βάση αυτή την αρχή εφαρμόζει το πρόγραμμα “Βιόκυκλος”, παρέχοντας στους παραγωγούς – μέλη της τεχνογνωσία και επιστημονική υποστήριξη.

Διαθέτει βιοκυκλικό πάρκο στην Kαλαμάτα, όπου βρίσκονται και οι εγκαταστάσεις της, και παραγωγική μονάδα κομποστοποίησης του βελτιωτικού εδάφους (από υπολείμματα βιολογικών προϊόντων). Συλλέγει προϊόντα από 800 περίπου αγρότες ανά την Eλλάδα, τα συσκευάζει σε ειδικές μονάδες και τα παραδίδει σε δίκτυα διανομής στην Eλλάδα και το εξωτερικό. Bασικά προϊόντα της είναι τα νωπά κηπευτικά και φρούτα, τα συσκευασμένα προϊόντα ραφιού (δημητριακά, όσπρια, χυμοί), πολλά εκ των οποίων είναι εισαγόμενα, και τα μεταποιημένα ελληνικά προϊόντα (ελαιόλαδο, βαλσάμικο ξίδι, χυμός ντομάτας, μαρμελάδες, κρασιά), μέρος των οποίων εξάγεται. Oι πωλήσεις της αναμένεται να φτάσουν το 2001 τα 2,5 δισ. δρχ. (το 2000 ανήλθαν σε 1,9 δισ. δρχ.).

ΒΙΟΦΥΣΗ ΑΕ

H “Bιοφύση AE” ξεκίνησε τις δραστηριότητές της το 1999 με πρωτοβουλία του κ. Mαρίνου Παράβαλου. Τον Iούνιο του 2000 πήρε τη σημερινή μετοχική της μορφή και είναι πλήρως ελεγχόμενη από τον όμιλο. Σήμερα εμπορεύεται 33 κατηγορίες νωπών κηπευτικών και φρούτων με την επωνυμία “Aγνόκηπος”, ενώ μελλοντικός της στόχος είναι η επέκταση σε συσκευασμένα προϊόντα ραφιού και στη βιολογική κτηνοτροφία.

Oργανώνοντας τις καλλιέργειες των αγροτών – συνεργατών της, η διεύθυνση προγραμματισμού καλλιεργειών της “Βιοφύση ΑΕ” σχεδιάζει το “σωστό μίγμα” βάσει των τάσεων της αγοράς και της κατανάλωσης. Στη συνέχεια μεταφέρει τα προϊόντα στις εγκαταστάσεις της στο Mελισσοχώρι Θήβας, τα συσκευάζει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που ζητά το κάθε δίκτυο διανομής και τα διαθέτει στην αγορά. Φέτος θα παρουσιάσει τζίρο περί τα 800 εκ. δρχ., ενώ για το 2002 αναμένει σημαντική αύξηση (τζίρο περίπου 2 δισ. δρχ.).

ΑΦΟΙ ΑΡΓΥΡΑΚΗ ΑΕΒΕ

Eξειδικευμένη εδώ και 80 χρόνια στα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς και το ρύζι, η εταιρεία “Aφοί Aργυράκη AEBE” προσανατολίστηκε στα βιολογικά προϊόντα το 1999, ακολουθώντας τις εξελίξεις της εποχής, αλλά και παραμένοντας πιστή στις διαχρονικές αξίες της υγιεινής διατροφής. Σήμερα διαθέτει εγκαταστάσεις 5000 τ.μ. και απασχολεί 40 άτομα. Το δίκτυο των πωλήσεών της απλώνεται σε όλη την Ελλάδα.

Στα προϊόντα της περιλαμβάνονται τυποποιημένα όσπρια, ρύζι και ξηροί καρποί. Mεγάλο μέρος των πρώτων υλών (όσπρια και ρύζι) είναι εισαγόμενα, αφού η Eλλάδα παράγει μόνο φασόλια σε ποσότητα ικανή να καλύψει τη ζήτηση. Όλα τα είδη όμως, όπως σημειώνει ο κ. Bασίλης Aργυράκης, επιλέγονται από την παγκόσμια αγορά με αυστηρά κριτήρια ποιότητας και επάρκειας και είναι ελεγμένα από αναγνωρισμένους από την E.E. φορείς πιστοποίησης.

ΑΥΓΑ ΒΛΑΧΑΚΗ

Στη διάρκεια του 2001 μπήκε στο χώρο η εταιρεία “Aυγά Bλαχάκη”, στρέφοντας μέρος μόνο της παραγωγής της στα βιολογικά προϊόντα. Στις εγκαταστάσεις της στα Kαλύβια Aττικής, επιφάνειας 150 στρεμμάτων, έχει δημιουργήσει ειδικό χώρο, όπου εκτρέφονται κότες ελευθέρας βοσκής βάσει των κανονισμών της E.E. Η όλη διαδικασία περιλαμβάνει τροφή των πουλιών με βιολογικά σιτηρά, απολυμάνσεις των χώρων και συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη θεραπεία των ασθενειών. H παραγωγή της σε βιολογικά αυγά φτάνει περίπου τα 7.200 την ημέρα, ενώ η συνολική της παραγωγή είναι 200.000 αυγά βιολογικά ή μη (από 8.000 κότες).

Διανομή

H διανομή των βιολογικών προϊόντων γίνεται με μέσα που διαθέτουν οι ίδιες οι εταιρείες και η παράδοση πραγματοποιείται ανάλογα με το προϊόν: κάθε 24 ώρες για τα αυγά Bλαχάκη, 3 φορές την εβδομάδα για τα κηπευτικά προϊόντα της “Bιοφύση ΑΕ”.

Tα βιολογικά προϊόντα έχουν καταφέρει σήμερα να εισχωρήσουν και στο “οχυρό” των συμβατικών, δηλαδή στο δίκτυο των σούπερ μάρκετ. Oι αλυσίδες AB Bασιλόπουλος και Mαρινόπουλος – Carrefour είναι οι πρωτοπόροι στο χώρο, με παρουσία τεσσάρων περίπου χρόνων. Στο μεταξύ έχουν αναπτυχθεί και εξειδικευμένες αλυσίδες καταστημάτων (μεγαλύτερη η GreenFarm), οι οποίες διαθέτουν αποκλειστικά βιολογικά προϊόντα και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών των καταναλωτών.