Αν και ο τομέας των βιολογικών προϊόντων θα μπορούσε να αποτελέσει και για τη χώρα μας μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση στο μέγα πρόβλημα της διατροφής, εν τούτοις δεν αξιοποιήθηκε αποτελεσματικά από το σύνολο των παραγόντων που έχουν άμεση σχέση όπως η πολιτεία, οι καλλιεργητές, οι γεωργοκτηνοτροφικοί και οι επαγγελματικοί φορείς κ.ά.
Αν και ο τομέας των βιολογικών προϊόντων θα μπορούσε να αποτελέσει και για τη χώρα μας μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση στο μέγα πρόβλημα της διατροφής, εν τούτοις δεν αξιοποιήθηκε αποτελεσματικά από το σύνολο των παραγόντων που έχουν άμεση σχέση όπως η πολιτεία, οι καλλιεργητές, οι γεωργοκτηνοτροφικοί και οι επαγγελματικοί φορείς κ.ά.
Αν ακόμη και σήμερα η βιολογική καλλιέργεια και κτηνοτροφία δεν έχει αναπτυχθεί, τουλάχιστον στην Ευρώπη, στο βαθμό που το απαιτεί έστω και δυνητικά η ζήτηση των Ευρωπαίων καταναλωτών, θα μπορούσε να αποτελέσει για τη χώρα μας μία ελπιδοφόρα προοπτική από πολλές πλευρές (υγιεινή και ποιότητα τροφίμων, μεγαλύτερη ζήτηση εγχώριων αγροτικών προϊόντων στη θέση των εισαγόμενων, δυναμική ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, των αντίστοιχων εξαγωγών, συναλλαγματικά οφέλη, βελτίωση γεωργικού εισοδήματος, σταδιακή αλλαγή – βελτίωση του διατροφικού μοντέλου με άξονα τη “μεσογειακή- ελληνική δίαιτα”, κ.ά.).
Μεγαλύτερο κόστος
Ο λόγος για τον οποίο δεν έχει αναπτυχθεί η βιολογική καλλιέργεια και κτηνοτροφία στο ύψος των καταναλωτικών ευρωπαϊκών προσδοκιών, παρά την έντονη ζήτηση και επιθυμία για υγιεινές και διασφαλισμένες τροφές, είναι διότι τα βιολογικά προϊόντα κοστίζουν περισσότερο, δεν διαθέτουν οργανωμένα εμπορικά κανάλια και ο ανταγωνισμός των συμβατικών γεωργικών προϊόντων, σε ποσότητα, τιμές, διαφήμιση, οργανωμένα εμπορικά κανάλια κλπ, παραμένει ισχυρότατος. Γενικά, τα βιολογικά προϊόντα βρίσκονται στην αρχική και δύσκολη φάση τους.
Όμως, οι προοπτικές γι’ αυτά είναι σίγουρες και τεράστιες. Πολύ περισσότερο που εδώ και 15 χρόνια η διατροφική κρίση με τις “τρελές αγελάδες”, τις επιζωοτίες, τις διοξίνες, αλλά και τα φυτοφάρμακα, τις ορμόνες και τα εκατοντάδες χημικά πρόσθετα για την καλλιέργεια ή την εκτροφή των ζώων, έχει αποσταθεροποιήσει τον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα και φυσικά έχει ανησυχήσει παραγωγούς, επιχειρηματίες, τα ίδια τα κράτη και πάνω απ’ όλα τους απανταχού καταναλωτές, που βλέπουν την τεράστια απειλή για την υγεία τους. Κοντολογίς, η βιολογική καλλιέργεια και κτηνοτροφία αναδεικνύει σε μία άλλη πρωτόγνωρη διάσταση το επείγον πρόβλημα της ανθρώπινης διατροφής, της υγείας και των συνθηκών ζωής. Υποχρεωτικά παραγκωνίζει και αντικαθιστά τη συμβατική και κυρίως την επικίνδυνη για την υγεία μας “χημική” καλλιέργεια και εκτροφή ζώων. Γι’ αυτό και οι νέες πολυάριθμες πρακτικές για φυσική καλλιέργεια, για τα αειφόρα καλλιεργητικά συστήματα, για ολοκληρωμένη διαχείριση καλλιεργειών, για περιβαλλοντική γεωργική εκμετάλλευση και για πολλές άλλες νέες καλλιεργητικές πρακτικές, που βρίσκονται στον αντίποδα της συμβατικής γεωργίας, ιδιαίτερα της “χημικής” και που όλες μαζί συνιστούν και κωδικοποιούν τη νέα γεωργία, δυναμικός πυρήνας της οποίας είναι η βιοκαλλιέργεια.
Στην τελευταία θέση
Παρ' όλα αυτά η χώρα μας βρίσκεται τελευταία μεταξύ των 15 χωρών της ΕΕ στη βιολογική καλλιέργεια, παρ’ όλο που από το 1992 η ΕΕ έχει υιοθετήσει με τον Κανονισμό 2078/92 τη βιοκαλλιέργεια, την οποία και ενισχύει οικονομικά, θεσμικά, με διάφορες επιδοτήσεις (από 7-30 χιλ. δρχ./στρέμμα, ανάλογα την καλλιέργεια). Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό βιοκαλλιεργούμενης γεωργικής έκτασης (μόλις 0,50% ή 180 χιλ. στρέμματα), έναντι 2,1% της ΕΕ (28 εκατ. στρέμματα και 31 εκατ. στρέμματα σε όλη την Ευρώπη), ενώ σε ορισμένες χώρες το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο όπως: Αυστρία 9%, Ελβετία 8%, Δανία 6%, Ιταλία 5,5%, Φινλανδία 6,3%, Γερμανία 2,4%, Σουηδία 3,7%, Αγγλία 1,8%, Ολλανδία 1,2% κ.λπ.
Το γιατί μείναμε πίσω σαν χώρα έχει σχέση τόσο με την ολιγωρία και ραθυμία της επίσημης κρατικής αγροτικής πολιτικής, όσο και με την καθυστέρηση του ίδιου του γεωργικού τομέα (καλλιεργητές, φορείς, οργάνωση κλπ), που από την αρχή δεν συνέλαβαν και δεν συνειδητοποίησαν τα μηνύματα και τις τάσεις της εποχής μας. Οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων στις αγορές της Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας έφθασαν το 2000 τα 20 δισ. δολ. (διπλασιασμός σε σύγκριση με το 1997), ενώ για τα επόμενα χρόνια προβλέπεται ακόμα μεγαλύτερη αύξηση.
Για τη χώρα μας αποκτά μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι το 1/3 των εξαγωγών της αποτελούν τα γεωργικά προϊόντα, από τα οποία το 40% είναι σε φρούτα-λαχανικά. Η γερμανική αγορά, η οποία είναι η πλέον δυναμική σε τζίρο, εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα εισαγόμενα βιολογικά προϊόντα και η Ελλάδα, που εξάγει περίπου τα μισά της γεωργικά προϊόντα στη Γερμανία, θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας, πραγματοποιώντας μεγαλύτερες και περισσότερο κερδοφόρες πωλήσεις.
Νέο μοντέλο ανάπτυξης
Τέλος, δεν πρέπει να βλέπουμε τη βιολογική καλλιέργεια μονοδιάστατα, αλλά θα πρέπει να τη συσχετίζουμε και με πολλές άλλες πλευρές, όπως το επίπεδο και τη δυναμική της οικονομικής, παραγωγικής και κοινωνικής ζωής. Διότι μία κυριαρχική ανάπτυξη της φυσικής ή βιολογικής καλλιέργειας δίχως χημικά μπορεί να οδηγήσει προς ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης του αγροτικού χώρου, σε αρμονία με τις περιβαλλοντικές ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου. Μπορεί, δηλαδή, αν συνδυαστεί με δράσεις όπως αγροτουρισμός, οικοτουρισμός, εκπαιδευτικός τουρισμός κ.ά., να αποτελέσει συνολικά μια απάντηση σε θέματα ζωτικής σημασίας που αντιμετωπίζει σήμερα ο αγροτικός κόσμος, αλλά και προς την κατεύθυνση διαφύλαξης της υπαίθρου από την απειλή της απερήμωσης.