Με τριπλό «φρένο» στην ανάπτυξη θα φτάσει η αγορά του κλάδου ως τις γιορτές, που δεν θα θυμίζουν σε τίποτα τις αντίστοιχες του 2020. Το σαρωτικό κύμα των ανατιμήσεων, ο φόβος για τις ελλείψεις στα ράφια και το άπιαστο όνειρο για πωλήσεις αντίστοιχες των ανέλπιστα υψηλών πέρυσι –ελέω lockdown– θα δυσκολέψουν τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ να κρατήσουν τη στάθμη των επιδόσεών τους σε ένα επίπεδο ανεκτό από άποψη συγκρίσεων με του περσινού Δεκεμβρίου. Κάποιες φαίνεται, μάλιστα, ότι θα δυσκολευτούν ακόμη και να διατηρήσουν το θετικό πρόσημο στον ετήσιο τζίρο τους.

Ο κόσμος της αγοράς το συζητούσε ήδη από την άνοιξη ότι το τελευταίο δίμηνο του 2021 έμελλε δύσκολο. Και μόνο το γεγονός ότι στο δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου πέρυσι η κλαδική αγορά εμφάνιζε αναπτύξεις τζίρου της τάξης του 10% έως 20%, ανάλογα με την εταιρεία, λόγω του μακρού lockdown, έκανε προφανές ότι θα ήταν αδύνατο να ξεπεράσει τον εαυτό της. Όμως αυτό που κάνει μαρτυρική τη λήξη της χρονιάς φέτος για τις αλυσίδες είναι η συγκυρία των άνευ προηγουμένου εδώ και πολλά χρόνια πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία, που αφαιρούν εισόδημα από το μέσο καταναλωτή και παγώνουν την αγοραστική του διάθεση, όπως και οι ελλείψεις μιας σειράς προϊόντων από το λιανεμπορικό ράφι, που κανείς σήμερα δεν μπορεί να εκτιμήσει τι έκταση θα λάβουν ως τα τέλη του χρόνου, δηλαδή πάνω στις γιορτές.

Χάθηκε το προβλεπόμενο 2,5%
Η εύλογη ανησυχία για την εξέλιξη του κλίματος στην αγορά ωθεί τα στελέχη της στο συμπέρασμα ότι ο κλάδος εντέλει δεν θα πιάσει το στόχο μιας μέσης ανάπτυξης του ετήσιου τζίρου του κατά 2,5%, όπως προβλεπόταν μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η χρονιά θα κλείσει μεν θετικά, αλλά με πρόσημο σαφώς χαμηλότερο του μέσου κατά το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, ο ρυθμός ανάπτυξης του τζίρου φέτος θα είναι χαμηλότερος του 2% με βάση εκκίνησης το 1,5%, ενώ αναμένεται ότι οι βασικοί «παίκτες» του κλάδου θα εμφανίσουν έντονα διαφοροποιημένη εικόνα μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις καθενός. Όπως λέγεται, ορισμένων οι πωλήσεις θα κινηθούν μεν ανοδικά, αλλά συγκρατημένα, ενώ άλλων θα ακολουθήσουν καθοδική πορεία. Ως ξεχωριστή περίπτωση εκτιμάται η εξέλιξη των πωλήσεων του leader του κλάδου.

Πράγματι, φαίνεται πως θα είναι από τους πιο κερδισμένους της χρονιάς και μάλιστα με διαφορά από τους ανταγωνιστές του, αν και το δίκτυό του έχει μεγάλο αριθμό υπέρ μάρκετ, τα οποία δοκιμάζονται περισσότερο σε αυτή τη φάση. Σε κάθε περίπτωση τούτο δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από την επιβεβαίωση της γενικής αρχής ότι «ο μεγαλύτερος έχει παντού τη μεγαλύτερη μερίδα», μια αρχή που έχει ισχύ τόσο στα τυχερά παιχνίδια όσο και στο «παίγνιο» του οικονομικού ανταγωνισμού και που οι εξαιρέσεις της, κατά κανόνα λόγω της έλλειψης φρόνησης, απλώς την επιβεβαιώνουν από την ανάποδη…

Με τρεις ταχύτητες
Ειδικότερα, θεωρείται ότι ως το τέλος της χρονιάς φέτος οι πωλήσεις των κλαδικών δικτύων θα εξελιχθούν σε τρεις βασικά ταχύτητες. Η πρώτη είναι για τους λίγους και θα οριστικοποιηθεί πάνω από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης του κλαδικού τζίρου, η δεύτερη θα κυμανθεί μεταξύ της μηδενικής ανάπτυξης και του μέσου ρυθμού της αγοράς και η τρίτη, που κινείται με την όπισθεν, θα εμφανίσει από ελαφρώς έως έντονα αρνητική ανάπτυξη. Συνεπώς αρκετές αλυσίδες του κλαδικού «top 20» στην έξοδο του 2021 θα είναι εμφανώς τραυματισμένες, με απώλειες μεριδίων αγοράς, και θα εκκινήσουν με χαμηλή ταχύτητα στην κούρσα του ανταγωνισμού το 2022, αντιμέτωπες, μάλιστα, στο ξεκίνημά της μ’ ένα δύσκολο τετράμηνο. Διότι ας μην λησμονείται ότι το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου του 2021 η αγορά λειτούργησε υπό το καθεστώς του μακρού lockdown, οπότε τα σούπερ μάρκετ εξακολούθησαν να επωφελούνται από την επιβεβλημένη αργία στην λοιπή αγορά. Στο βαθμό, λοιπόν, που ως την ερχόμενη άνοιξη το εμπόριο λειτουργήσει σε συνθήκες σχετικής κανονικότητας, είναι αναμενόμενο έως προκαταβολικά βέβαιο ότι ο κλάδος θα εμφανίσει σοβαρή κάμψη εσόδων.

Αν και είναι νωρίς για σχετικές εκτιμήσεις, ήδη παράγοντες της αγοράς προβλέπουν ότι το 2022 θα εξελιχθεί για τα σούπερ μάρκετ με υποχώρηση του τζίρου κάτω από το όριο του 0%, στο -1,7%, και με σοβαρές απώλειες εσόδων κυρίως στο πρώτο τετράμηνο του έτους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ βρίσκονται σε κατάσταση ετοιμότητας, καθώς οι συνθήκες παραμένουν εξαιρετικά ευμετάβολες, κυρίως εφόσον η αφρικανική μετάλλαξη του Covid-19, η Omicron, απειλώντας με εμπρησμό τα συστήματα υγείας της ΕΕ, ενδέχεται να ανατρέψει κάθε σχεδιασμό στο εμπόριο και την οικονομική δραστηριότητα εν γένει.

Οι ελλείψεις στο ράφι
Σαν να μην έφθαναν οι αναποδιές της πανδημίας, του πληθωρισμού και της διαρκούς υπονόμευσης των εισοδημάτων και της καταναλωτικής διάθεσης, πρώτη φορά φέτος εγγράφεται στην ατζέντα της οργανωμένης λιανικής ακόμη ένα πρόβλημα: Αυτό των ελλείψεων προϊόντων πρώτης ανάγκης από τα ράφια της, ιδίως δε προϊόντων που την περίοδο των γιορτών έχουν υψηλή ζήτηση.

Αν και οι εκτιμήσεις για την ώρα λένε ότι η κατάσταση την περίοδο των γιορτών «δεν θα είναι τραγική» από άποψη ελλείψεων, κανείς δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει με κάποια ασφάλεια το πρόβλημα σε προοπτική διμήνου-τριμήνου. «Στα σούπερ μάρκετ δεν πρόκειται να δούμε άδεια ράφια, όπως συμβαίνει π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το εμπόριο επηρεάζεται από το Brexit.

Ωστόσο, τουλάχιστον σε κάποιες κατηγορίες αγαθών αναμένεται κάποια ανάσχεση πωλήσεων, εξαιτίας του ότι οι προμηθευτές δεν θα μπορέσουν να καλύψουν απόλυτα στις ανάγκες της ζήτησης», αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, προσθέτοντας ότι οι σοβαρότερες ελλείψεις αναμένεται να υπάρξουν στις κάβες των αλκοολούχων ποτών, σύμφωνα με τα μηνύματα των εισαγωγέων τους προς τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Το πρόβλημα, βέβαια, αφορά όλη την Ευρώπη.

Ελλείψεις εκτιμάται ότι θα υπάρξουν και σε ορισμένα είδη bazaar, ιδίως σε προϊόντα χριστουγεννιάτικου στολισμού, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στις διεθνείς μεταφορές και τις παραλαβές. Καθυστερήσεις παραδόσεων διαπιστώνονται, επίσης, και στα είδη δώρων, αλλά η επίδρασή τους στις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ είναι περιορισμένη. Περισσότερο θα θιγούν σχετικά τα δίκτυα των υπέρ μάρκετ, που έχουν εκτεταμένα τμήματα πώλησης ειδών bazaar.

Πρόνοιες κατά των ελλείψεων
Πάντως, στελέχη του κλάδου επισημαίνουν ότι, στο πλαίσιο της μέριμνάς τους για την αποφυγή των ελλείψεων, ο προγραμματισμός των παραγγελιών τους για τις γιορτές φέτος έγινε πιο νωρίς απ’ όσο συνήθως και ότι τα μηνύματα των προμηθευτών τους, τουλάχιστον στα τέλη του Νοεμβρίου, δεν δημιουργούσαν την εντύπωση για το ενδεχόμενο εκπρόθεσμης παράδοσης των παραγγελιών. Ωστόσο, δηλώνουν τη βεβαιότητά τους για μια σχετική δοκιμασία φέτος τον Δεκέμβριο στη σχέση προσφοράς και ζήτησης, η έκταση της οποίας, όπως λένε, θα φανεί εκ των υστέρων στον απολογισμό της περιόδου.

Η αισιοδοξία των στελεχών του κλάδου για περιορισμένη έκταση των ελλείψεων στην εγχώρια αγορά αποδίδεται σε δύο βασικά λόγους. Στο ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξαν εκδηλώσεις αγοραστικού πανικού εκ μέρους των καταναλωτών, όπως συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, και στο ότι οι περισσότερες αλυσίδες έχουν φροντίσει να αποθεματοποιήσουν έγκαιρα αρκετά προϊόντα, ώστε να ανταποκριθούν επαρκώς στη ζήτηση. Πλην όμως η αποθεματοποίηση ήταν ανέφικτο να περιλάβει το σύνολο των προϊόντων, που πιθανώς θα λείψουν από το ράφι πηγαίνοντας προς τα Χριστούγεννα. Το βέβαιο είναι ότι το πρωτεύον επιχείρημα για τη δημιουργία υψηλών στοκ στις αποθήκες των αλυσίδων ήταν η πρόνοια να προλάβουν –επί της ουσίας να καθυστερήσουν κατά το δυνατόν– τις παραλαβές εμπορεύματος με αυξημένους τιμοκαταλόγους χονδρικής. Με άλλα λόγια, να επιβραδύνουν τη μετακύληση των ανατιμήσεων στο ράφι.

Σε πληθωριστικό κλοιό
Όπως επισημαίνουν ανώτατα στελέχη του κλάδου, συνήθως οι ανατιμήσεις περνούν στο ράφι περίπου ένα δίμηνο μετά την ανακοίνωσή τους από τους προμηθευτές στις αλυσίδες. Σε πρώτη φάση περνούν κατά το ήμισυ και, μετά την παρέλευση ενός-δύο μηνών, εμφανίζονται ολόκληρες στις πινακίδες αναγραφής των τιμών λιανικής. Σχολιάζοντας, πάντως, την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων σήμερα, τη χαρακτηρίζουν «αμείωτη», προειδοποιώντας ότι θα εξακολουθήσει να ασκείται τουλάχιστον τους πρώτους μήνες του 2022. Χαρακτηριστικά λένε ότι όλο τον Νοέμβριο και τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου ένας μεγάλος αριθμός προμηθευτών κυριολεκτικά «βομβάρδισε» τα σούπερ μάρκετ με νέες ανατιμήσεις, κυμαινόμενες οι περισσότερες μεταξύ 3% και 8%. Δεν είναι λίγες, όμως, οι περιπτώσεις αγαθών πρώτης ανάγκης, των οποίων οι ήδη ανακοινωμένες ανατιμήσεις είναι άνω του 10% ή και του 15%.

Σε αυτή τη φάση η οργανωμένη λιανική προσπαθεί να συγκρατήσει, όσο γίνεται, την ένταση του ανατιμητικού κύματος, φοβούμενη ότι μια μίξη της δυσθυμίας του κοινού, λόγω των δυσμενών εξελίξεων στο πεδίο της πανδημίας, με τα συναισθήματά του από τις ελλείψεις αγαθών και από μια ανεξέλεγκτη ακρίβεια θα δημιουργήσει αναπόφευκτες εκρήξεις στην αγοραστική συμπεριφορά, με απρόβλεπτες επιπτώσεις στον τζίρο.

Τα δύσκολα έπονται
Ωστόσο, όπως εξηγούν παράγοντες του κλάδου, μετά τις γιορτές κάθε δράση ανάσχεσης της ανατιμητικής πίεσης θα εξουδετερωθεί. «Τότε ακριβώς ο καταναλωτής θα καταλάβει στο πορτοφόλι του το μέγεθος του προβλήματος, όταν πια θα έχουν εκλείψει όλες οι ανοχές της λιανικής στις μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις, όταν θα έχει φορτωθεί και η ίδια τα αυξημένα κόστη της ενέργειας και θα υποχρεωθεί να περάσει το μεγαλύτερο μέρος των ανατιμήσεων στις τελικές τιμές των προϊόντων», λένε. Αυτό που τους τρομάζει ασφαλώς είναι το χαμηλό μέσο εισόδημα των νοικοκυριών, η υψηλή πραγματική ανεργία και η κόπωση του κόσμου από την διάρκεια της πανδημίας και των σκληρών επιπτώσεών της –ατομικά και συλλογικά, στην κοινωνική και την οικονομική ζωή.

Κι όλα αυτά με τον πληθωρισμό τον Νοέμβριο σκαρφαλωμένον στο 4,8% σε ετήσια βάση και τον εναρμονισμένο πληθωρισμό στο 4%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Στη Γερμανία ο πληθωρισμός ήδη έφτασε στο 6% τον Νοέμβριο και στην Ισπανία στο 5,9%, προδιαγράφοντας ορισμένως την πορεία του τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα, αποτυπωμένη στο δείκτη τιμών καταναλωτή. Διότι ο εγχώριος πληθωρισμός είναι γνωστό πως ακολουθεί με χρονική υστέρηση λίγων μηνών την πορεία του τιμαρίθμου στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές.

Εξάλλου, η πορεία του πληθωρισμού τούς επόμενους μήνες προδιαγράφεται και από την εκρηκτική αύξηση κατά 35,6% των τιμών της ενέργειας τον μήνα Νοέμβριο, όπως και από την κατακόρυφη αύξηση (23,5%) του δείκτη τιμών παραγωγού στη βιομηχανία τον μήνα Οκτώβριο…