Την παραμονή των Χριστουγέννων, σύμφωνα με τα στοιχεία του e-katanalotis του Υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση τιμή της επώνυμης συσκευασμένης φέτας στα σούπερ μάρκετ άγγιξε τα 16 ευρώ το κιλό έναντι 11,50 ευρώ το 2021 και 14 ευρώ το 2022. Παρόμοια εξελίσσονται τα πράγματα στα χύμα τυριά. Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση της κατανάλωσης, η υποκατάσταση των ακριβότερων προϊόντων από φθηνότερα και η ενίσχυση της ζήτησης των τυριών ιδιωτικής ετικέτας ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενες τάσεις.

Aναφορικά με τη μείωση της κατανάλωσης σχετική έρευνα της εταιρείας Interview, που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο, δείχνει ότι κατά το 77% οι καταναλωτές έχουν μειώσει τις αγορές κασεριών και γραβιέρας και κατά το 73%, αντίστοιχα, τις αγορές φέτας! Στο ίδιο πλαίσιο, ανησυχία δημιουργεί η στροφή σημαντικής μερίδας καταναλωτών από τη φέτα στο λευκό τυρί, δεδομένου ότι το μερίδιο της φέτας στης συνολική εγχώρια κατανάλωση τυριών είναι περίπου 25%.

Πάντως, η σημαντική μείωση του όγκου πωλήσεων φέτας κατά 5,6% στο εντεκάμηνο από την έναρξη του 2023 συνδυάστηκε με την άνοδό τους σε αξία κατά 13,8 %. Η σχέση όγκου/τιμής του προϊόντος διαμορφώθηκε στο 20,6 % συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, πράγμα που δείχνει την πολύ μεγάλη αύξηση της τιμής του. Συνολικά οι εγχώριες πωλήσεις τυριών από τον Ιανουάριο έως και τον Νοέμβριο πέρυσι μειώθηκαν σε όγκο κατά 0,7%, αλλά ενισχύθηκαν σε αξία κατά 9,4%. Η σχέση όγκου/τιμής τους διαμορφώθηκε στο 10,1% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.

Σε ό,τι αφορά στις εξαγωγές φέτας, που είναι κύριο εξαγωγικό προϊόν της χώρας, κάμφθηκαν σε όγκο κατά 2,7% το πρώτο εξάμηνο του 2023 συγκριτικά με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022. Ωστόσο, σε αξία οι εξαγωγές φέτας αυξήθηκαν αντίστοιχα από τα 302,8 εκατ. ευρώ στα 370,1 εκατ. ευρώ. Η Αυστραλία μείωσε τις εισαγωγές ελληνικής φέτας κατά 29,9%, η Ολλανδία κατά 28%, η Ισπανία κατά 25,8% και η Σουηδία κατά 25,7%. Σύμφωνα με τον κ. Χρήστο Αποστολόπουλο, πρόεδρο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ), η εν λόγω κάμψη των εξαγωγών είναι φυσιολογική δεδομένων των συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι σε περιόδους κρίσης η φέτα, ένα δημοφιλές προϊόν σε όλο τον κόσμο, απειλείται από τις απομιμήσεις. Πάντως, εκτιμά ότι η κατάσταση είναι αναστρέψιμη.

Η ακρίβεια απωθεί, η φτήνια έλκει
Στην εσωτερική αγορά εντυπωσιακή είναι η άνοδος της ζήτησης των τυριών ιδιωτικής ετικέτας κατά 18,3% σε όγκο και 13,6% σε αξία πωλήσεων –με την εξαίρεση των τυριών τύπου ένταμ, δεν υπάρχει άλλη περίπτωση επώνυμων τυριών, που η σχέση όγκου/τιμής τους να διαμορφώθηκε με αρνητικό πρόσημο, όπως συνέβη με τα PL τυριά (-3,9%).

Στο εν λόγω εντεκάμηνο η ζήτηση κίτρινων τυριών έπεσε οριακά (-0,1%), αλλά σε αξία οι πωλήσεις τους αυξήθηκαν κατά 4,7%. Αντίστοιχα η κατανάλωση λευκών τυριών μειώθηκε κατά 1,5%, αλλά ο τζίρος τους αυξήθηκε κατά 15,2%. Μεγάλη πτώση της τάξης του 16,1% είχε η κατανάλωση γραβιέρας, αλλά ο τζίρος της τονώθηκε κατά 3,9% (η σχέση όγκου/τιμής του προϊόντος διαμορφώθηκε στο 23,9%!). Αντίθετα, η ζήτηση των μαλακών λευκών τυριών αυξήθηκε σε όγκο κατά 20,1% και σε τζίρο κατά 27,5% και της παρμεζάνας κατά 1,3% σε όγκο και κατά 8% σε αξία.

Η οικονομική λύση του τυριού ένταμ εκτίναξε την κατανάλωσή του κατά 29,2%, ενώ ο τζίρος του τονώθηκε κατά 13,5%. Το τυρί τσένταρ έχασε 6,5% πωλήσεις σε όγκο, αλλά τις αύξησε σε αξία κατά 5,5%. Αντίστοιχα η κατανάλωση ημίσκληρων τυριών μειώθηκε κατά 10%, αλλά ο τζίρος τους αυξήθηκε κατά 1,9%. Πολύ μεγάλη πτώση, της τάξης του 20,7%, είχε η κατανάλωση κασεριού, αλλά η μείωση του τζίρου του περιορίστηκε στο 4,2% (η σχέση όγκου/τιμής του κασεριού διαμορφώθηκε στο 20,8% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος), ενώ η ζήτηση της οικονομικής μοτσαρέλας αυξήθηκε και σε όγκο κατά 7,4% και σε τζίρο κατά 8,4%, καθώς η σχέση όγκου/τιμής του προϊόντος διαμορφώθηκε μόλις στο 1%. Επίσης, τα vegan τυριά έχασαν όγκο πωλήσεων 2,2 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά ο τζίρος τους αυξήθηκε κατά 4,6%.

Μια από τις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, η Όλυμπος, τον Σεπτέμβριο μείωσε τις τιμές της στο γάλα και στα τυριά της, μετά τις αντίστοιχες μειώσεις τιμών στα γιαούρτια, τα φυτικά της προϊόντα και το βούτυρο τον Απρίλιο. Σε σχετική ανακοίνωση της εταιρείας, αφού γίνεται αναφορά στις αξίες της, στις οποίες περιλαμβάνεται η στήριξη των κτηνοτρόφων συνεργατών της, τονίζεται ότι «νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε ένα ακόμη βήμα μπροστά, μειώνοντας τις τιμές μας προς όφελος των καταναλωτών και της κοινωνίας».

Υψηλοί ρυθμοί αύξησης του κόστους παραγωγής
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε δελτίο Τύπου στις 28 Δεκεμβρίου, σχετικό με την εκ μέρους της «χαρτογράφηση των συνθηκών ανταγωνισμού στο φρέσκο αγελαδινό γάλα», επισημαίνει ότι κατά τη Eurostat η τιμή του αγελαδινού γάλακτος που έλαβαν οι κτηνοτρόφοι παρουσίασε σχετική σταθερότητα μεταξύ 2019 και 2021, αλλά το 2022 αυξήθηκε παντού στην Ευρώπη. Ειδικότερα για την Ελλάδα αναφέρεται ότι «η τιμή του κυμαίνεται σε υψηλότερο επίπεδο από όλες σχεδόν τις [ευρωπαϊκές] χώρες εκτός από την Ιταλία. Η τιμή του σε επίπεδο παραγωγού αυξήθηκε από 0,39 ευρώ ανά κιλό το 2021 σε 0,53 ανά κιλό το 2022 ή κατά 33%». Όπως εξηγείται, σύμφωνα με την εξέλιξη των δεικτών κόστους της κτηνοτροφίας, «μετά το 2020 η ελληνική κτηνοτροφία αντιμετωπίζει υψηλούς ρυθμούς αύξησης σε βασικές κατηγορίες κόστους όπως Ενέργεια, Ζωοτροφές και Εργατικό Κόστος.

Ειδικά το 2022 ο δείκτης ενέργειας στην κτηνοτροφία αυξήθηκε κατά 40%, ο δείκτης κόστους ζωοτροφών κατά 24% και ο δείκτης εργατικού κόστους κατά 17%». Στα σχετικά συμπεράσματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την τιμή του προϊόντος αναφέρεται ότι «συγκρίνοντας το 2020 με το πρώτο εξάμηνο του 2023 ως προς τη διαμόρφωση της τελικής τιμής φρέσκου αγελαδινού γάλακτος, αυτό που παρατηρείται στην αλυσίδα αξίας είναι μια σχετική μείωση του ποσοστού που αντιστοιχεί στο περιθώριο μεταποίησης (-2%) και λιανικής (-3,7%) κατά περίπου 5,7% συνολικά και αύξηση του ποσοστού του παραγωγού κατά 5,1% και μεταφορικού κόστους (συλλογή και διανομή) κατά 2%. Η αυξημένη συμμετοχή ποσοστού του παραγωγού στην διαμόρφωση της τελικής τιμής του φρέσκου αγελαδινού γάλακτος μεταξύ του 2020 και του πρώτου εξαμήνου του 2023 εξηγείται τουλάχιστον εν μέρει από την σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής, πρωτίστως του κόστους ζωοτροφών και κτηνιατρικών φαρμάκων και δευτερευόντως από την αύξηση της ενέργειας και του εργατικού κόστους…».

Ό,τι ισχύει για το φρέσκο γάλα ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα τυριά. Όπως σημειώνεται στην έρευνα της ICAP «Τυροκομικά προϊόντα 2023», «η εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τυριά ελληνικής παραγωγής, ενώ διαχρονικά οι επιχειρήσεις του κλάδου ενισχύουν τον εξαγωγικό τους χαρακτήρα. Το αυξημένο κόστος στις τιμές του γάλακτος επηρεάζει άμεσα τον κλάδο, με τα τυροκομικά προϊόντα να χαρακτηρίζονται από σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις. Η άνοδος των Private Label προϊόντων, αλλά και η στροφή σε οικονομικότερα τυριά συνιστούν κυρίαρχες τάσεις που παρατηρούνται το τελευταίο έτος».

Εξάλλου, οι επιπτώσεις από τις σχετικά πρόσφατες καταστροφές στο ζωικό και το φυτικό κεφάλαιο της οικονομίας μας αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να επιβαρύνουν τις τιμές του συνόλου των γαλακτοκομικών προϊόντων. Μόνο οι απώλειες των αιγοπροβάτων από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες υπολογίζονται στα 200.000 ζώα.

Οι κτηνοτρόφοι ζητούν καλύτερες τιμές
Τον Νοέμβριο ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας εξέφρασε τον έντονο προβληματισμό του για τις πιέσεις της βιομηχανίας να μειωθούν οι τιμές παραγωγού αιγοπρόβειου γάλατος και για τις καθυστέρησης των διαπραγματεύσεων σχετικά με την υπογραφή συμβολαίων για τη νέα σεζόν, τονίζοντας ότι οι βιομηχανίες προμηθεύονται το γάλα, χωρίς να γνωρίζουν οι παραγωγοί του την τιμή στην οποία θα το πληρωθούν. Ο σύνδεσμος αντιδρά στην τάση μείωσης των τιμών παραγωγού αγελαδινού γάλακτος, ενόσω συνεχίζεται η αύξηση της τιμής του στο λιανεμπορικό ράφι, επισημαίνοντας ότι, αν δεν υπάρξουν ικανοποιητικές, βιώσιμες συμφωνίες, η ελληνική κτηνοτροφία κινδυνεύει να αφανιστεί εξαιτίας της μείωσης του ζωικού κεφαλαίου και της παύσης δραστηριοτήτων. Οι κτηνοτρόφοι διεκδικούν για την περίοδο 2023-2024 ελάχιστες τιμές πώλησης ανά κιλό του πρόβειου γάλατος 1,70 ευρώ, του γίδινου γάλατος 1,15 ευρώ και του αγελαδινού γάλατος 0,60 ευρώ.

Το σήμα κινδύνου της κλιματικής κρίσης
Σύμφωνα με την «Έκθεση για τις Εξαγωγές» του τρίτου τριμήνου του 2023 της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η κλιματική κρίση «έκρουσε εμφατικό σήμα κινδύνου», καθώς οι πλημμύρες από την κακοκαιρία Daniel έπληξαν σχεδόν το 20% της Θεσσαλίας, η οποία «με περίπου 2 δισ. ευρώ εξαγωγές ετησίως, καλύπτει το 6% των ελληνικών εξαγωγών, διαγράφοντας ανοδική πορεία την τελευταία εικοσαετία (έναντι μεριδίου 4% το 2000)». Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα γαλακτοκομικά προϊόντα, στην έκθεση αναφέρεται ότι «σημείωσαν εκρηκτικά ανοδικά μερίδια την τελευταία εικοσαετία, φθάνοντας το 44% των ελληνικών εξαγωγών το 2022 έναντι 21% το 2002», ενώ υπογραμμίζεται ως «σημάδι ωριμότητας του κλάδου» η υψηλή εξωστρέφειά του, καθώς το μερίδιό του στις εξαγωγές είναι διπλάσιο του μεριδίου του στην παραγωγή. Επίσης, επισημαίνεται η κρίσιμη συνεισφορά της Θεσσαλίας στην παραγωγή άνω του 40% της εγχώριας φέτας, καθώς και του 20% των ελληνικών ζωοτροφών και του γάλακτος, ενώ εκτιμάται ότι η επέλαση του Daniel στην περιφέρεια επρόκειτο να μειώσουν κατά 0,5% τις ετήσιες ελληνικές εξαγωγές.

ΝΕΑ ΛΑΝΣΑΡΙΣΜΑΤΑ
• Η Τυράς λάνσαρε το Regato τριμμένο Τυράς και το κυπριακό χαλούμι ΠΟΠ Κουρούσιης.
• Στα Vegan προϊόντα του brand «ΕβΛΟΓΗΜΕΝΟ νηστίσιμο» της Family Food προστέθηκε το ΕβΛΟΓΗΜΕΝΟ νηστίσιμο γεύσης cheddar σε συσκευασία των 200γρ. Το προϊόν δεν έχει ζωικά λιπαρά, παράγεται με επιλεγμένα συστατικά φυτικής προέλευσης και είναι εμπλουτισμένο με βιταμίνη Β12 και φυτική πρωτεΐνη. Διατίθεται και χύμα.

ΤΑ ΤΥΡΙΑ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΕΧΟΥΝ ΕΥΟΙΩΝΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Το vegan τυρί είναι μη γαλακτοκομικό προϊόν, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει κατακτήσει ένα σημαντικό μερίδιο. Ωστόσο, την τελευταία διετία διαπιστώνεται μια σχετική στασιμότητα στην ανάπτυξή του παρά τις νέες προϊοντικές προτάσεις και τη στροφή του κοινού στα προϊόντα φυτικής προέλευσης. Η «προϊστορία» του vegan τυριού, σχολιάζουν στελέχη εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα, δεν βοήθησε αρχικά στην αποδοχή του από το ευρύτερο κοινό. Όπως εξηγούν, η γεύση και η υφή του απόκλινε από εκείνη των τυριών της γαλακτοκομίας –παρέπεμπε μάλλον σε κερί, κιμωλία, αν όχι και σε πλαστικό–, ενώ μειονεκτούσε και ως προς το ότι οι περισσότεροι κωδικοί του περιείχαν καζεΐνη, μια ζωική πρωτεΐνη ακατάλληλη για vegans. Εξάλλου, το τυρόπηγμα σόγιας –το γνωστό tofu–, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην παραγωγή vegan τυριών, αφενός δεν αποδίδει την υφή του τυριού της γαλακτοκομίας και αφετέρου δεν ενδείκνυται για τη διατροφή ανθρώπων οι οποίοι εμφανίζουν ευαισθησία σε αλλεργίες, που προκαλεί η κατανάλωση σόγιας.

«Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια για να υπάρξει σημαντική μετατόπιση της παραγωγής vegan τυριών ως προς την ποικιλία των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών και τη γεύση», σχολιάζουν οι υπεύθυνοι του «ΕΒΛΟΓΗΜΕΝΟ νηστίσιμο». Όπως εξηγούν, σήμερα τα vegan τυριά παρασκευάζονται από σόγια/tofu, ρύζι, καρύδια, καρύδες, ταπιόκα, ακόμα και από πατάτες, ενώ είναι πιο εύκολα διαθέσιμα στην αγορά. «Από τα σούπερ μάρκετ μέχρι τα vegan εστιατόρια, η ποικιλία των vegan τυριών προσφέρει επιλογές στους καταναλωτές για δημιουργικές γεύσεις και συνταγές. Οι προσδοκίες είναι υψηλές, καθώς η ποιότητα του vegan τυριού έχει βελτιωθεί σημαντικά», επισημαίνουν. Πάντως, οι τιμές του προϊόντος την τελευταία διετία ακολούθησαν εκείνες των τυριών της γαλακτοκομίας, πράγμα που ανέκοψαν την επέκταση του μεριδίου του, αν και οι προοπτικές του είναι ευοίωνες, καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές αποφεύγουν ή μειώνουν την κατανάλωση προϊόντων ζωικής προέλευσης.

Όπως εξηγεί η κ. Ιωάννα Αδαμίδου, διαιτολόγος-διατροφολόγος και βιολόγος MS RD, τα vegan φυτικής προέλευσης τυριά δεν προτιμώνται μόνο από τους αυξανόμενους vegans και τους απανταχού χορτοφάγους, αλλά και από όσους νηστεύουν ή λατρεύουν να δοκιμάζουν διαφορετικές γεύσεις. «Τόσο η σταθερά αυξανόμενη επίδραση της φυτοφαγικής διεθνούς κουλτούρας, που απομακρύνει το ευρύ κοινό από το κρέας προς όφελος της υγείας και του περιβάλλοντος, όσο και η εμπειρία των lockdowns, που έδωσε στον κόσμο την αφορμή να ψαχτεί λίγο περισσότερο με τη διατροφή του, έπαιξαν ρόλο στο αγκάλιασμα των προϊόντων φυτικής προέλευσης από τους καταναλωτές», διαπιστώνει η κ. Αδαμίδου. Συνοψίζοντας τα διατροφικά προτερήματα των τυριών φυτικής προέλευσης, επισημαίνει πως δεν έχουν γλουτένη ή αυξημένα κορεσμένα λιπαρά, περιέχουν καλά λιπαρά, φυτική πρωτεΐνη ή/και βιταμίνη Β12 και υποκαθιστούν την κατανάλωση κρέατος και τυροκομικών προϊόντων, είτε εξολοκλήρου είτε εν μέρει.