Η παχυσαρκία που κοστίζει αρκετά χρήματα στα Εθνικά Συστήματα Υγείας των χωρών της ΕΕ είναι μέρος του «κρυφού κόστους» που πληρώνουμε έμμεσα για να έχουμε φθηνά τρόφιμα. Πιο ασφαλή τρόφιμα στις περισσότερες περιπτώσεις σημαίνει πιο ακριβά τρόφιμα. Αν το ζητούμενο είναι "φθηνά τρόφιμα για όλους", η λύση βρίσκεται στην απόκτηση ικανότητας από τον αναπτυσσόμενο κόσμο να αγοράζει τρόφιμα από τη Δύση. Αν, όμως, είναι "ποιοτικό και ασφαλές τρόφιμο σε ένα υγιές περιβάλλον", πρέπει να κινηθούμε το ταχύτερο στην κατεύθυνση της βιολογικής γεωργίας, της μείωσης των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, των λιπασμάτων και των εντομοκτόνων.

Ασφαλέστερα τρόφιμα στις περισσότερες περιπτώσεις σημαίνει ακριβότερα τρόφιμα. Αν, λοιπόν, το ζητούμενο είναι "φθηνά τρόφιμα για όλους", η λύση έγκειται στην απόκτηση ικανότητας από τον αναπτυσσόμενο κόσμο να αγοράζει τρόφιμα παραγόμενα από τη δυτική κοινωνία. Αν, όμως, το ζητούμενο είναι "ποιοτικό και ασφαλές τρόφιμο σε ένα υγιές περιβάλλον" πρέπει να κινηθούμε στην κατεύθυνση της βιολογικής γεωργίας, της μείωσης των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, των λιπασμάτων και των εντομοκτόνων.

Ο πληθυσμός της γης, που σήμερα είναι περίπου 6,5 δισ. άνθρωποι, είναι άνισα κατανεμημένος οικονομικά και κοινωνικά. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο ζουν 5 δισ. άνθρωποι εκ των οποίων τα 2,6 δισ. κατοικούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Στις δυτικές κοινωνίες ζουν μόλις 1 δισ. Από τα 5 δισ. ανθρώπους των αναπτυσσόμενων χωρών τα 4 δισ. ζουν σε αστικές περιοχές και στην πλειονότητά τους είναι αγρότες.

Ένας σημαντικός δείκτης διαφοροποίησης των όπου γης ανθρώπων σχετίζεται με το ποσοστό του οικογενειακού εισοδήματός τους που δαπανούν για τη διατροφή τους. Στις αναπτυσσόμενες χώρες ανέρχεται σε 30%-80%, στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ σε 25%-50% και μόλις 10% στη Δύση. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπ' όψιν μας και ως καταναλωτές όταν απαιτούμε πιο φθηνά τρόφιμα και ως παραγωγοί-έμποροι που επιδιώκουμε την αύξηση του ποσοστού κέρδους.

Η Δύση κι ο υπόλοιπος κόσμος

Η ευημερία της Δύσης βρίσκεται σε εκρηκτική αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδόν 1 δισ. άνθρωποι ζουν κατά μέσο όρο έκαστος με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, ενώ για το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού η αναλογία αυτή είναι λιγότερο από 2 δολάρια την ημέρα. Από την άλλη πλευρά, το εισόδημα του πιο πλούσιου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού ισοδυναμεί με το συνολικό εισόδημα του 57% του πληθυσμού του πλανήτη! Οι ανισότητες είναι τεράστιες και στους κόλπους της Δύσης, πχ στις ΗΠΑ, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής (2004), το 12% του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχιας. Επίσης, ενώ το 20% του πληθυσμού συνεισφέρει το 50% του ΑΕΠ, το πλουσιότερο 1% συνεισφέρει το 20% του ΑΕΠ.

Ενώ η παγκόσμια κατά κεφαλή παραγωγή τροφίμων έχει αυξηθεί, σύμφωνα με μελέτη του ΟΗΕ (2004), 840 εκατ. άνθρωποι υποσιτίζονται! Στην ίδια μελέτη συμπεραίνεται ότι, ευτυχώς, η πείνα και η φτώχια δεν είναι πάντα συνώνυμα: Οι άνθρωποι που ζουν σε αγροτικές περιοχές είναι συνήθως φτωχοί, αλλά σπάνια λιμοκτονούν (κυρίως λόγω πολέμων ή πολύ κακής σοδειάς). Όμως, οι φτωχοί των δυτικών κοινωνιών έχουν διαφορετική τύχη: μπορούν μεν να πωλούν την εργασία τους, αλλά δεν έχουν την αγοραστική δύναμη να αποκτούν αγαθά. Επίσης, στη Δύση η γη ανήκει σε λίγους, επομένως, οι πολλοί δεν έχουν άμεση πρόσβαση στα γεωργικά τρόφιμα όπως στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Παγκοσμιοποίηση της γεωργίας

Σήμερα, οι πιο πολλές ανεπτυγμένες χώρες ακολουθούν πολιτική παγκοσμιοποίησης της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών, της εργασίας και του κεφαλαίου, στο όνομα της επέκτασης της ευημερίας όλων και, συνεπώς, του μετριασμού της φτώχιας και της πείνας στον πλανήτη. Η παραδοχή τους είναι η εξής: Αν οι φτωχές χώρες άρουν όλους τους περιορισμούς στο εμπόριο, το οικονομικό μοντέλο που έφερε φθηνά τρόφιμα στη Δύση μπορεί να αναπαραχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό, ωστόσο, είναι η μισή αλήθεια, αφού τόσο οι χώρες της ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ επιδοτούν την αγροτική παραγωγή τους, ενώ έχουν πλαφόν στις εισαγωγές, άρα δεν μπορούμε να μιλάμε για ελεύθερο εμπόριο. Η Δύση, λοιπόν, πιέζει τις αναπτυσσόμενες χώρες να υιοθετούν το φιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής πολιτικής τη στιγμή που η δική της γεωργία μόνο φιλελεύθερη δεν είναι! Σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα αυτή ακριβώς η αντίφαση ήταν η κύρια αιτία που απέτυχαν οι συνομιλίες στο Κανκούν του Μεξικού (Σεπτέμβριος 2003) στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Πόσο "χαμηλού κόστους" είναι τα τρόφιμα στη Δύση;

Η ιστορία της επιδοτούμενης γεωργίας στη Δύση ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Μέχρι τότε τα τρόφιμα παράγονταν φθηνά σε τρίτες χώρες και εισάγονταν -πχ πριν τον πόλεμο η Μεγάλη Βρετανία εισήγαγε το 50% των τροφίμων που κατανάλωνε: πρόβειο κρέας και βούτυρο από τη Νέα Ζηλανδία, στάρι από τον Καναδά, καφέ από την Κένυα, μπέικον και αυγά από τη Δανία, πατάτες από την Ιρλανδία, μοσχαρίσιο κρέας από την Αργεντινή, τσάι από την Ινδία και φρούτα από τη Νότια Αφρική. Στη διάρκεια του πολέμου, μπροστά στον φόβο της εμφάνισης λιμού εξαιτίας της παράλυσης του εμπορίου, οι κυβερνήσεις έδωσαν προτεραιότητα στην τοπική παραγωγή τροφίμων, χορηγώντας πλήθος κινήτρων στους αγρότες -επιδοτήσεις λιπασμάτων, ζωοτροφών και τεχνητής γονιμοποίησης, προώθηση χρήσης νέων σπόρων μεγαλύτερης απόδοσης, εκπαίδευση νέων αγροτών κλπ. Αυτά τα μέτρα ισχύουν μέχρι σήμερα. Οι μικροί αγροτικοί συνεταιρισμοί εξακολουθούν να χαίρουν της κρατικής προστασίας από τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ενώ τεράστια ποσά συνεχίζουν να διατίθενται στην αγροτική έρευνα και εκπαίδευση. Έτσι, ήδη στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 το έλλειμμα της Δύσης σε τρόφιμα είχε γίνει πλεόνασμα.

Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το κάθε τρόφιμο είναι απλά ένα προϊόν σ’ έναν αγώνα δρόμου αύξησης του κέρδους-μείωσης του κόστους ανά μονάδα παραγωγής και σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, που επιδιώκουν την αύξηση του μεριδίου τους προς ικανοποίηση των μετόχων τους. Το εισόδημα των αγροτών, όμως, μειώνεται συνεχώς. Από την τελική τιμή του τροφίμου μόλις το 20% πηγαίνει "στην τσέπη" του παραγωγού, σύμφωνα με μελέτη του αμερικανικού Υπουργείου Γεωργίας (2004). Αυτό υποχρεώνει τους αγρότες να εφαρμόζουν ακόμα πιο εντατικές μεθόδους καλλιέργειας, που όμως αυξάνουν το λεγόμενο “κρυφό κόστος”. Σήμερα, στην ΕΕ η δύναμη των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ είναι τεράστια, ενώ η γιγάντωσή τους μέσω της εξαγοράς μικρότερων λιανέμπορων αδυνατίζει τον ανταγωνισμό, ανοίγοντας τον δρόμο στην επικράτηση ολιγοπωλιακού καθεστώτος.

Ο δυτικός καταναλωτής, δαπανώντας μόνο το 10% του οικογενειακού προϋπολογισμού του για τρόφιμα, θεωρεί ότι “τα τρόφιμα είναι φθηνά”. Αν, όμως, ληφθούν υπ' όψιν όλα τα κόστη, μόνο φθηνά δεν είναι. Στην πραγματικότητα ο δυτικός καταναλωτής πληρώνει τα τρόφιμα τρεις φορές: Άμεσα, στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, και έμμεσα, αφενός το λεγόμενο “κρυφό κόστος” και αφετέρου την κυβερνητική επιδότηση των αγροτών.

“Κρυφό κόστος” και επιδότηση

Πόσο υψηλό είναι το λεγόμενο “κρυφό κόστος” και πόσο επιβαρύνει τις τσέπες των φορολογούμενων η κρατική επιδότηση για να έχουν “φθηνά” τρόφιμα;

Το “κρυφό κόστος” δεν υπήρχε καν όταν γινόταν πιο ορθολογική καλλιέργεια της γης (αγρανάπαυση και κυκλική καλλιέργεια διαφορετικών ειδών). Με την ολοένα αυξανόμενη, όμως, ζήτηση φθηνών τροφίμων, το “κρυφό κόστος” αυξάνεται εκθετικά, αφού επιβαρύνονται η υγεία των ανθρώπων και των ζώων, χειροτερεύει η ποιότητα και μειώνεται η ασφάλεια των παραγόμενων τροφίμων, με ταυτόχρονη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Για παράδειγμα, το φαινόμενο της παχυσαρκίας που κοστίζει αρκετά χρήματα στα Εθνικά Συστήματα Υγείας (ΕΣΥ) των χωρών της ΕΕ είναι μέρος του “κρυφού κόστους” που πληρώνουμε έμμεσα για να έχουμε φθηνά τρόφιμα. Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας συσσωρεύει πόρους όχι μόνο από το σήμερα, αλλά και από το αύριο της δυτικής κοινωνίας, το ύψος των οποίων είναι ακόμα άγνωστο ή πολύ δύσκολο να υπολογισθεί.

Εκτός του "κρυφού κόστους", μεγάλα ποσά των κρατικών προϋπολογισμών καταλήγουν στις αγροτικές επιδοτήσεις, που αυξάνουν το έμμεσο κόστος των τροφίμων. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2004 το ύψος αυτών των επιδοτήσεων ήταν 53 δισ. δολάρια στην ΕΕ, 32 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ και 32 δισ. δολάρια στην Ιαπωνία.

Η λεγόμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΟΚ, μεταξύ της έναρξης της εφαρμογής της το 1968 και του τέλους του αιώνα εξελίχθηκε σε ένα “ευρω-βόρο” τέρας, που σήμερα απορροφά το 60% του κοινοτικού προϋπολογισμού και οδηγεί σε υπερπαραγωγή τροφίμων, τα οποία συχνά καταλήγουν σε …χωματερές. Στο μεταξύ, η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα άφησε πίσω της μεγαλύτερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες σήμερα καλλιεργούνται πιο εντατικά από ποτέ άλλοτε, πράγμα που έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στις τοπικές αγροτικές μικρο-οικονομίες.

Το “φθηνό τρόφιμο” είναι μια φενάκη που σύντομα θα πέσει αν συνεχιστεί η παρούσα πολιτική και πρακτική. Ειδικά στη χώρα μας, όπου τα ελληνόπουλα του 2005 είναι τα πλέον παχύσαρκα στην Ευρώπη, πρέπει να αναρωτηθούμε αν θέλουμε φθηνά ή υγιεινά τρόφιμα.

Είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για την ασφάλεια;

Πιο ασφαλή τρόφιμα στις περισσότερες περιπτώσεις σημαίνει πιο ακριβά τρόφιμα. Σε πρόσφατη μελέτη (2004) στη Γερμανία, διαπιστώθηκε ότι το 80% των καταναλωτών είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν πιο πολλά χρήματα για πιο ασφαλή τρόφιμα (πίνακας 1). Ειδικότερα, οι καταναλωτές δεν έχουν αντίρρηση να πληρώσουν μέχρι και 30% ακριβότερα για αυγά και κιμά και μέχρι 22% για μήλα. Αυτή η προθυμία για πιο ασφαλή τρόφιμα με αυξημένες τιμές διαπιστώθηκε εντονότερη όσον αφορά τα ζωικά τρόφιμα έναντι των φυτικών.

Αναλυτικούς πίνακες βλέπε σελ.62-64