Ζήτω οι ζωικές πρωτεΐνες, κάτω το άμυλο και οι υδρογονάνθρακες, λοιπόν! Με αυτό το σύνθημα θα μπορούσε να εκφραστεί πλήρως το διατροφικό μοντέλο που επικράτησε σταδιακά στη χώρα μας την τελευταία τριακονταετία. Η επεξεργασία των στοιχείων της ΄Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, δείχνει με πολύ παραστατικό τρόπο την -όχι και τόσο χρονοβόρα- μετάβαση της Ελλάδας από την “εποχή της φασολάδας” στην “εποχή της μπριζόλας” και… των καρδιοπαθειών.

Σύμφωνα με την ΄Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών που είχε πραγματοποιήσει η ΕΣΥΕ το 1974, το καθημερινό τραπέζι του μέσου ΄Ελληνα καταναλωτή περιείχε άφθονο ψωμί και όσπρια, ενώ σε μεγάλες ποσότητες καταναλωνόταν και η ζάχαρη (πάνω από ένα κιλό η μηνιαία κατά κεφαλή κατανάλωση). Τριάντα χρόνια μετά, η ΄Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2005 δείχνει ότι ουσιαστικά δεν περνάει ούτε μία ημέρα χωρίς ο ΄Ελληνας να καταναλώνει ζωικά τρόφιμα, και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες.

Αντίθετα, σε υποχώρηση βρίσκονται τα βασικότερα αμυλούχα τρόφιμα, με τα οποία ο λαός μας χόρταινε κυριολεκτικά την πείνα του τις προηγούμενες δεκαετίας, καθώς επίσης και τα φρούτα! Βέβαια, ο κανόνας έχει και κάποιες εξαιρέσεις. ΄Ετσι, στην επίθεση των ζωικών τροφίμων φαίνεται να αντέχει το ελαιόλαδο, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι προβλήθηκε πολύ έντονα τα τελευταία 15-20 χρόνια ως βασικό στοιχείο της μεσογειακής (υγιεινής) διατροφής.

Εξαιρετική ανθεκτικότητα έδειξαν και τα ζυμαρικά, μια τροφή ιδιαίτερα αγαπητή στα παιδιά, που παρεμπιπτόντως ταιριάζει με τα κρεατικά και τα τυριά και, επιπροσθέτως, μαγειρεύονται εύκολα και γρήγορα. Το τελευταίο αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα, το “έτοιμο” και το “πρόχειρο”, όπως η σημερινή. Αντίθετα, υπό εξαφάνιση από το καθημερινό τραπέζι φαίνεται να βρίσκεται ένα ζωικό προϊόν, ακολουθώντας εντελώς αντίστροφη πορεία από τα υπόλοιπα τρόφιμα της ίδιας κατηγορίας. Για τα αυγά ο λόγος, η κατανάλωση των οποίων μειώθηκε πάνω από το μισό την τελευταία τριακονταετία. Μάλλον, υπεύθυνα για την κατηφορική αυτή πορεία πρέπει να είναι τα εκατοντάδες σνακ, τα οποία αντικατέστησαν το αυγό στο πρωινό και στο κολατσιό των παιδιών. Και, βεβαίως, η χοληστερίνη που κατέστησε απαγορευτικό αυτό το τρόφιμο στις κάπως μεγαλύτερες ηλικίες.

Το πριν και το τώρα

Συγκρίνοντας τα δύο “καλάθια της νοικοκυράς”, που απέχουν μεταξύ τους τριάντα χρόνια, η πιο εντυπωσιακή -ποσοστιαία- αλλαγή που παρατηρούμε είναι ο διπλασιασμός, σχεδόν, της κατανάλωσης γιαουρτιού. Σήμερα η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση του εν λόγω προϊόντος ανέρχεται σε 715 γραμμάρια τον μήνα και είναι αυξημένη κατά 92%, ή 343 γραμμάρια σε σχέση με το 1974.

΄Ομως, η πιο ουσιαστική αλλαγή είναι αυτή που αφορά στη σταδιακή αντικατάσταση -στην κυριολεξία- του ψωμιού από το κρέας: Σήμερα η μέση μηνιαία κατανάλωση κρέατος ανέρχεται σε 4,8 κιλά το μήνα, έναντι 3 κιλών το 1974. Δηλαδή, έχουμε μια αύξηση που αγγίζει τα 1,8 κιλά μηνιαίως, ή ποσοστιαία το 60%. Αντίθετα, η κατανάλωση ψωμιού μειώθηκε κατά 2,5 κιλά το μήνα, από 6,8 σε λιγότερο από 4,3 κιλά. Η μείωση αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε ποσοστό, μετά τα αυγά (37,2%).

Η κατανάλωση τυριών αυξήθηκε κατά 44%, ή 435 γραμμάρια τον μήνα. Επίσης, οι ΄Ελληνες σήμερα καταναλώνουν σχεδόν 1,3 λίτρα νωπό γάλα περισσότερο σε σχέση με το 1974, ποσότητα που μεταφράζεται σε ποσοστό 40%. Μικρότερη ποσοστιαία, αλλά σημαντική, είναι και η αύξηση της κατανάλωσης ψαριών (300 γραμμάρια περισσότερα τον μήνα ή 27%). Στα ζυμαρικά καταγράφηκε μια αύξηση της τάξης του 26% (περίπου 200 γραμμάρια), ενώ 20% είναι αυξημένη και η κατά κεφαλή κατανάλωση ελαιολάδου (περίπου 1/3 του λίτρου επιπλέον).

Αντίθετα, οι ΄Ελληνες εξακολουθούν να καταναλώνουν περίπου όσες πατάτες κατανάλωναν και πριν από 30 χρόνια, ενώ πτώση της κατά κεφαλή κατανάλωσης έχουμε:

  • Στο ρύζι, κατά 63 γραμμάρια, ή ποσοστό 11,5%.
  • Στα φρούτα, κατά 1.095 γραμμάρια, ή ποσοστό 12% (από 9,15 κιλά σε 8,05 κιλά το μήνα).
  • Στα όσπρια, κατά 87 γραμμάρια, ή ποσοστό 16,7%.
  • Στη ζάχαρη, κατά 423 γραμμάρια, ή ποσοστό 35,9%.
  • Στο ψωμί, όπως προαναφέραμε, κατά 2,5 κιλά, ή ποσοστό 37,2%.
  • Στα αυγά, από 15 τεμάχια τον μήνα σε 7, δηλαδή, μείωση 8 τεμάχια, ή ποσοστό 53,3%.

΄Οπως σημειώνει η ΕΣΥΕ, η μέση ατομική κατανάλωση υπολογίστηκε από το πηλίκο της μέσης κατανάλωσης των νοικοκυριών για ένα συγκεκριμένο είδος και του μέσου αριθμού των ατόμων ανά νοικοκυριό. Ο μέσος αριθμός των ατόμων ανά νοικοκυριό ήταν 3,41 το 1974 και 2,73 το 2005. Επίσης, διευκρινίζεται ότι στην κατανάλωση έχει ληφθεί υπόψη η απόκτηση των συγκεκριμένων αγαθών με όλους τους τρόπους κτήσης, δηλαδή με αγορά ή με άλλους τρόπους (από παραγωγή του ίδιου του καταναλωτή ή δική του επιχείρηση, από το κράτος, από άλλα νοικοκυριά, από τον εργοδότη).