Τι είναι σωστό ή λάθος δεν το γνωρίζουμε μέχρι την ηλικία των τεσσάρων ετών περίπου. Μέχρι τότε ο εγκέφαλός μας καταγράφει εμπειρίες, μαθαίνει να ξεχωρίζει τις πράξεις που επιβραβεύονται από εκείνες που τιμωρούνται, αναζητά μόνο την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση βασικών αναγκών, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σιγά-σιγά, αναπτύσσεται η ιδέα του ελέγχου. Πριν από κάθε απαγορευμένη πράξη, το παιδί προσπαθεί να διαπιστώσει αν υπάρχει κάποιος μάρτυρας, ο οποίος θα μπορούσε να το τιμωρήσει. Αν δει πως το πεδίο είναι ελεύθερο, είναι βέβαιο πως, όχι μόνο θα προχωρήσει στη συγκεκριμένη πράξη, αλλά θα νιώσει και ιδιαίτερη ικανοποίηση γιατί κατάφερε να γλιτώσει από τα… αδιάκριτα βλέμματα.
Αυτοί που παραβαίνουν τους νόμους εις βάρος των πολλών -είναι κοινά αποδεκτό πως οι πολλοί είναι εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο σε συνθήκες κρίσης- δεν μπορούν πλέον να γίνονται δεκτοί με κρυφό θαυμασμό και ζήλια. Αντίθετα, ζητείται η παραδειγματική τους τιμωρία
Μεγαλώνοντας, μέσω των εμπειριών αλλά και της καθοδήγησης γονιών, δασκάλων και γενικότερα του κοινωνικού περιβάλλοντος, αποκτούμε συνείδηση των πράξεών μας. Δημιουργούμε ένα σύστημα αξιών που μας οδηγεί στις αποφάσεις και τις πράξεις μας.
Από αυτές τις αξίες εξαρτάται και το εσωτερικό μας σύστημα ελέγχου, οι τύψεις, ένα σύστημα που λειτουργεί ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κανείς άλλος για να μας κατακρίνει. Οι αξίες, βάσει των οποίων το κοινωνικό μας περιβάλλον θα αποφασίσει αν θα μας κατατάξει στους άξιους επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, αλλάζουν ανάλογα με την εποχή και την εξέλιξη του κοινωνικού ιστού. Το σημαντικό όμως αναλλοίωτο στοιχείο είναι πως ως ενήλικοι, σε κάθε κοινωνία και εποχή, έχουμε ευθύνη των πράξεών μας.
Στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η κοινωνία είχε διαχωρίσει τους ρόλους του κακού και του καλού, με τη σχετική… ώσμωση των μεν προς τους δε. Ακόμη και όταν οι πράξεις ήταν πανομοιότυπες, η σκοπιμότητα πίσω από αυτές έδινε τη λύση σε όσους προβληματίζονταν για το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο.
Με την έξαρση, όμως, του καταναλωτισμού και τη στροφή της προσωπικής προσπάθειας των περισσότερων να ενταχθούν σε ένα lifestyle που απαιτούσε την επένδυση αρκετών κεφαλαίων σε απόκτηση κατοικίας πολλών τετραγωνικών με πισίνα, αυτοκινήτου πολλών κυβικών -κατάλληλου για εξορμήσεις σε δημοφιλείς πλατείες και κέντρα διασκέδασης- επώνυμων ρούχων, εξοχικών σε Κυκλαδίτικο νησί κλπ, το να ζεις εις βάρος των υπολοίπων, όχι μόνο δεν ήταν στην πράξη κατακριτέο, αλλά, αντίθετα, αποτελούσε ένδειξη ευφυΐας. Κι αυτό γιατί όλοι αυτοί είχαν την «εξυπνάδα», που τους επέτρεπε να παρανομούν, έχοντας εξασφαλίσει την κάλυψη των αρχών ή ακόμη και τη συνεργασία τους.
Η οικονομική κρίση έφερε πολλή οργή. Η οργή αυτή στένεψε τα όρια ελαστικότητας σε παραβατικές συμπεριφορές. Αυτοί που παραβαίνουν τους νόμους εις βάρος των πολλών -είναι κοινά αποδεκτό πως οι πολλοί είναι εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο σε συνθήκες κρίσης- δεν μπορούν πλέον να γίνονται δεκτοί με κρυφό θαυμασμό και ζήλια. Αντίθετα, ζητείται η παραδειγματική τους τιμωρία.
Πόσο εύκολο είναι, όμως, να αλλάξει ο καμβάς πάνω στον οποίο σχεδιάστηκε η ανάπτυξη των σχέσεων των πολιτών με το κράτος, αλλά και μεταξύ τους; Όταν οι πόροι ελαχιστοποιούνται, ο πόλεμος για τη νομή τους αγριεύει. Οι επιδοτήσεις που κόβονται ή δίνονται με έλεγχο και μέτρο, οι σύμβουλοι που χάνουν την προεδρία σε δημόσιους οργανισμούς-σφραγίδες, οι συμβασιούχοι που καλύπτουν θέσεις ανύπαρκτες, οι πολιτικοί που βρίσκονται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης, δημιουργούν μια εικόνα αλλαγής.
Δύο είναι τα ερωτήματα: Το κλίμα αυτό θα υπάρχει και στην εποχή της ανάκαμψης, που αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα θα έρθει; Και, κατά δεύτερον: Στη δίνη της τάσης για επαναφορά σε μια ζωή με μεγαλύτερο μέτρο, θα παρασυρθούν και όσα με κόπο έχουν κατακτήσει οι κοινωνικές ομάδες, οι οποίες παραδίδουν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση την εξουσία σε εκπροσώπους, διατηρώντας μόνο το δικαίωμα της διαμαρτυρίας;