Το 2003 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας άγγιξε τα 1,8 δισ. ευρώ ή το 15% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών. Κύριος "ένοχος" είναι οι εισαγωγές τροφίμων οι οποίες συνεχίζουν να αυξάνονται, σε αντίθεση με τις εξαγωγές μας οι οποίες δεν καλύπτουν ούτε το 50% των εισαγωγών. Το μέλλον είναι εξαιρετικά δυσοίωνο για τα αγροτικά προϊόντα μας. Στο σύνολο των προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα η εισαγωγική διείσδυση από 30,3% που ήταν το 1988, έφθασε στο 45,7% το 2000. Σήμερα έχει υπερβεί κατά πολύ το 50%.

Ενώ οι εισαγωγές τροφίμων συνεχίζουν να αυξάνονται, οι εξαγωγές μας δεν καλύπτουν ούτε το 50% των εισαγωγών προϊόντων της κατηγορίας. Το μέλλον μοιάζει εξαιρετικά δυσοίωνο για τα αγροτικά προϊόντα μας, που αποτελούν την αιχμή του δόρατος των ελληνικών εξαγωγών. Στο σύνολο των προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα η εισαγωγική διείσδυση από 30,3% που ήταν το 1988, αναρριχήθηκε στο 45,7% το 2000, ενώ σήμερα έχει κατά πολύ ξεπεράσει το 50%.

Το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2004 οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία της ΕΣΥΕ, έφθασαν τα 3.060 εκατ. ευρώ, από 2.989 εκατ. το αντίστοιχο διάστημα του 2003, σημειώνοντας μια αύξηση της τάξης του 2,4%. Το ίδιο διάστημα οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων μειώθηκαν από 1.788 σε 1.479 εκατ. ευρώ, δηλαδή παρουσίασαν κάμψη άνω του 17%! Στο σύνολό τους οι ελληνικές εξαγωγές το οκτάμηνο μειώθηκαν κατά 2,2%, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 6,4%.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι εισαγωγές τροφίμων, ποτών και λοιπών βρώσιμων αγροτικών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένου και του καπνού) συνεχίζουν να αυξάνονται, έστω και με ρυθμό βραδύτερο από εκείνον του συνόλου των εισαγωγών. Αντίθετα, οι εξαγωγές υπέστησαν καθίζηση και ήδη δεν καλύπτουν ούτε το 50% των εισαγωγών προϊόντων της κατηγορίας.

Το μέλλον εξάλλου εμφανίζεται εξαιρετικά δυσοίωνο για τα αγροτικά προϊόντα, τα οποία αποτελούν την αιχμή του δόρατος των ελληνικών εξαγωγών. Ήδη το οκτάμηνο του 2004 το μερίδιό τους στο σύνολο των εξαγωγών περιορίστηκε στο 18,8% από 22,2% που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2003. Και αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, λόγω του οξύτατου ανταγωνισμού που θα υποστεί ο κλάδος από τις 10 χώρες της νέας διεύρυνσης, από τις οποίες οι περισσότερες είναι ιδιαίτερα «δυνατές» στον αγροτικό τομέα (κυρίως σε ό,τι αφορά τις τιμές). Επιπλέον, ο κλάδος θα υποστεί οξύτατο ανταγωνισμό και στην εσωτερική αγορά από τα φθηνά αγροτικά προϊόντα που θα εισάγονται χωρίς κανένα εμπόδιο πλέον από τις χώρες της νέας διεύρυνσης (παρά τις όποιες μεταβατικές ρυθμίσεις ισχύσουν στην αρχή).

Ο κατακλυσμός της ελληνικής αγοράς από εισαγόμενα προϊόντα δεν ήταν σε καμία περίπτωση κεραυνός εν αιθρία. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα μηνύματα που εξέπεμπε η αγορά ήταν εξαιρετικά εμφανή. Μόνο οι κυβερνήσεις της εποχής δεν τα «έπιαναν», αφού δεν ελήφθη κανένα μέτρο για τη ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και τη θωράκισή της έναντι της επερχόμενης θύελλας.

Το 2000 η εισαγωγική διείσδυση στο σύνολο της μεταποίησης ξεπέρασε το 51%, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ). Το αντίστοιχο ποσοστό το 1988 ήταν 34,2% και δέκα χρόνια μετά το 1998 έφτασε το 45,5%. Δηλαδή, μέσα σε μόλις μία διετία τα εισαγόμενα προϊόντα κέρδισαν περισσότερες από 5,5 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που φανερώνει ότι η διαδικασία υποκατάστασης των ελληνικών προϊόντων από τα ξένα επιταχύνθηκε το τελευταίο διάστημα. Στελέχη των εξαγωγικών επιχειρήσεων υπολογίζουν ότι σήμερα η εισαγωγική διείσδυση στη μεταποίηση καλύπτει ποσοστό που αγγίζει ή και υπερβαίνει το 60%.

Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι τα 6 από τα 10 ευρώ που «πέφτουν» στην ελληνική αγορά, κατευθύνονται σε εισαγόμενα προϊόντα. Λέγοντας εισαγωγική διείσδυση, εννοούμε το ποσοστό των εισαγωγών επί της φαινομενικής κατανάλωσης (παραγωγή + εισαγωγές – εξαγωγές).

Η ίδια τάση επιτάχυνσης των διαδικασιών παρατηρήθηκε και στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του ΚΕΕΜ, η εισαγωγική διείσδυση το 1988 διαμορφώθηκε στο 18,9%. Το 1998 είχε μειωθεί στο 17,5%, για να εκτιναχθεί το 2000 στο 28,3%. Ήδη, το ποσοστό αυτό θα πρέπει να έχει ξεπεράσει κατά πολύ το 30%.

Στο σύνολο των προϊόντων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, η εισαγωγική διείσδυση από 30,3% που ήταν το 1988, αναρριχήθηκε στο 45,7% το 2000 και σήμερα υπολογίζεται ότι έχει κατά πολύ ξεπεράσει το 50%.

Εξαγωγικές επιδόσεις: Τελευταίοι στην ΕΕ

Από την άλλη πλευρά, η πορεία των ελληνικών εξαγωγών τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά θετική μπορεί να χαρακτηριστεί, προκαλώντας νέα αδιέξοδα στις επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να αναπληρώσουν στις ξένες αγορές τις απώλειες που υφίστανται στην ελληνική αγορά.

Μόνο το ¼ της εγχώριας παραγωγής, τονίζει το ΚΕΕΜ, προορίζεται για εξαγωγές. Ο πρωτογενής τομέας στο σύνολό του παρουσιάζει μικρή εξαγωγική επίδοση και σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας ο συνολικός βαθμός εξωστρέφειας ήταν μικρότερος του 10%. Στον δευτερογενή τομέα η εικόνα ήταν καλύτερη. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της μεταποίησης βελτιώθηκαν τη δεκαετία του ’90 και ο συνολικός δείκτης εξωστρέφειας αυξήθηκε από 21,5% το 1988 σε 31,2% το 2000. Παρά την αύξηση αυτή όμως το ποσοστό της παραγωγής που προορίζεται για εξαγωγές είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ των 15. Σε σχέση με το ΑΕΠ, οι εξαγωγές αγαθών στην Ελλάδα καλύπτουν ποσοστό περί το 8%, έναντι μέσου ποσοστού άνω του 25% για την ΕΕ (από 18,3% στην Ισπανία έως 74,4% στην Ιρλανδία).

Μεγεθύνεται η εισαγωγική διείσδυση

Τη μεγαλύτερη πίεση από τις εισαγωγές, δέχονται εντός των ελληνικών συνόρων τα προϊόντα ορισμένων από τους πιο παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής μεταποίησης, όπως η καπνοβιομηχανία, η ένδυση, η υπόδηση και η κλωστοϋφαντουργία, όπου μέσα σε δέκα χρόνια τα ποσοστά κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης από τα εισαγόμενα σχεδόν διπλασιάστηκαν. Όμως, καθόλου αμελητέα δεν είναι η πίεση και στα μεταποιημένα είδη διατροφής, αφού σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω από το 25% της εγχώριας κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγωγές.

Η μελέτη του ΚΕΕΜ αποκάλυψε ότι ο μόνος, από τους συνολικά 22, κλάδος του δευτερογενούς τομέα που παρουσίασε μείωση στην εισαγωγική διείσδυση τη δεκαετία του ’90 είναι αυτός των προϊόντων διύλισης πετρελαίου (-1,4%). Σε 16 κλάδους η αύξηση του σχετικού δείκτη υπερβαίνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες.

Πιο αναλυτικά, η εικόνα στους κλάδους που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το λιανεμπόριο, είναι η εξής:

  • Ένδυση: Η εισαγωγική διείσδυση από 27,5% το 1988 αυξήθηκε σε 43,2% το 1998, δηλαδή 15,7 ποσοστιαίες μονάδες. Ήδη, το ποσοστό πρέπει να πλησιάζει το 60%, λόγω της τεράστιας αύξησης που υφίσταται ο κλάδος από προϊόντα προερχόμενα από τις χώρες χαμηλού κόστους, και ιδιαίτερα από την Κίνα.
  • Δέρμα, είδη ταξιδιού, υπόδηση: Η εισαγωγική διείσδυση από το 18,3% έφτασε το 34,8%, δηλαδή αυξήθηκε κατά 16,5 εκατοστιαίες μονάδες. Και αυτός ο κλάδος πιέζεται αφόρητα από τις εισαγωγές προϊόντων από τις χώρες χαμηλού κόστους και εκτιμάται ότι σήμερα το ποσοστό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης από εισαγόμενα προϊόντα έχει υπερβεί το 50%.
  • Κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα: Η εισαγωγική διείσδυση αυξήθηκε από 29,1% σε 43,2%, ενώ εκτιμάται ότι σήμερα έχει ξεπεράσει το 50%.
  • Προϊόντα καπνού: Το 1988 οι εισαγωγές κάλυπταν μόλις το 11,2% της εγχώριας κατανάλωσης. Το 1998 το ποσοστό κάλυψης είχε ανέλθει στο 53,3% (!), δηλαδή αυξήθηκε κατά 42,1 εκατοστιαίες μονάδες. Σήμερα εκτιμάται ότι έχει ξεπεράσει το 60%.
  • Χαρτί: Τα εισαγόμενα προϊόντα το 1988 κάλυπταν το 39,8% της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης, ενώ το 1998 το ποσοστό αυτό είχε φθάσει το 51%.
  • Έπιπλα: Η εισαγωγική διείσδυση αυξήθηκε από 18,2% σε 32,9%.
  • Ηλεκτρικές συσκευές: Το ποσοστό κάλυψης από 41,9% ανήλθε στο 58,5%.
  • Συσκευές ήχου και εικόνας: Σημειώθηκε αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης από 62,9% σε 73,6%.

Αντιστέκεται ο κλάδος των μεταποιημένων ειδών

Ο μόνος παραδοσιακός κλάδος που επέδειξε αξιοσημείωτη αντίσταση στις εισαγωγές ήταν αυτός των μεταποιημένων ειδών διατροφής και ποτών. Η εισαγωγική διείσδυση αυξήθηκε μέσα σε μία δεκαετία μόλις κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (από 20,5% σε 21%), που ως κάποιο βαθμό εξηγείται και από την ύπαρξη μιας ισχυρής εγχώριας βιομηχανίας, αλλά και από τις ιδιαιτερότητες πολλών προϊόντων του κλάδου αυτού (επί παραδείγματι η μικρή διάρκεια ζωής του παστεριωμένου γάλακτος εμποδίζει τη διείσδυση ξένων προϊόντων στην ελληνική αγορά). Όμως, σήμερα εκτιμάται ότι και στον εν λόγω κλάδο ο ρυθμός υποκατάστασης των ελληνικών προϊόντων από ξένα έχει επιταχυνθεί και ήδη η εισαγωγική διείσδυση κινείται σε ποσοστά υψηλότερα του 25%.