Η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα χαμηλού κόστους. Είναι… καταδικασμένη να παράγει προϊόντα υψηλών καταναλωτικών προτύπων αποδεκτών στη διεθνή αγορά. Μόνον η εξαγωγική δραστηριότητα θα μας λυτρώσει από τα δεινά της υστέρησης και της ομφαλοσκόπησης.

Η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα χαμηλού κόστους. Είναι… καταδικασμένη να παράγει προϊόντα υψηλών καταναλωτικών προτύπων αποδεκτών στη διεθνή αγορά. Μόνον η εξαγωγική δραστηριότητα θα μας λυτρώσει από τα δεινά της υστέρησης και της ομφαλοσκόπησης.

Είναι περίπου παροιμιώδης, ήδη από τη δεκαετία του ’60, η έκφραση: "έγινε επένδυση στην Ελλάδα της τάξεως των τόσων εκατ. δολαρίων, με την οποία προσδοκάται υποκατάσταση εισαγωγών τόσων εκατ. δολαρίων…". Και μόνη η διατύπωση αποκαλύπτει μια ποιοτικής τάξης κρίση, στη βάση της οποίας αναγνωρίζεται ότι ουδέποτε κάποιος διανοήθηκε με ποια άλλη επενδυτική στρατηγική, στρατηγική προσανατολισμού του παραγωγικού δυναμικού μας σε εξαγωγικές δραστηριότητες, θα εξάλειφε εν δυνάμει το τριτοκοσμικό αίτημα της "υποκατάστασης" των εισαγωγών. Διότι περί αυτού πρόκειται, αφού μόνο κάποιες από τις χώρες του Τρίτου κόσμου, μη έχοντας τη στοιχειώδη επάρκεια πόρων, προβάλλουν τέτοιου είδους αιτήματα. Ή μάλλον περί αυτού καταντάει να πρόκειται, καθώς το εξαγωγικό μας πρόβλημα συνοψίζεται στη φράση: Οι ελληνικές επιχειρήσεις ΔΕΝ αξιοποιούν επαρκώς το παραγωγικό-εξαγωγικό τους δυναμικό, με αποτέλεσμα η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ να βρίσκεται στην τελευταία θέση -και με απόσταση από τις άλλες- στη σχέση των εξαγωγών της προς το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της (όπου η αναγωγή στο ΑΕΠ δείχνει το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας).

Η… κάθοδος των "μοιραίων"

Ειδικότερα, οι εξαγωγές της χώρας μας ως ποσοστού του ΑΕΠ της από 19,1% το 1987 (τότε ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 27,2%) περιορίστηκαν στο 15,7% του ΑΕΠ το 1998 (με μέσο όρο στην Ένωση 32,1%), όταν τα σχετικά ποσοστά άλλων χωρών της ΕΕ, όπως της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας ανήλθαν το 1998 αντιστοίχως σε 33% (από 32% το 1987), σε 84,9% (από 55,8% το 1987) και σε 29,7% (από 19,4% το 1987). Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την αύξηση των παγκόσμιων εξαγωγών κατά 68,5% την οκταετία 1990-1998 οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν μόλις κατά 22%, όταν την ίδια χρονική περίοδο οι εξαγωγές της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας αυξήθηκαν αντίστοιχα κατά 47,5%, 169% και 96% (πηγή: ΟΠΕ)!

Εν πάση περιπτώσει, σημασία έχει ότι κι αυτή ακόμα η κοντόθωρη πολιτική γενναιότητα της "υποκατάστασης" έπαιξε, όσο έπαιξε, το ρόλο της στο πλαίσιο των κλειστών και προστατευμένων οικονομιών. Αφ΄ ης στιγμής απελευθερώθηκε το παγκόσμιο εμπόριο δεν υπάρχει πλέον ζήτημα "υποκατάστασης των εισαγωγών". Αντ’ αυτού, στο βαθμό που η ελληνική παραγωγή θα συνεχίσει να ομφαλοσκοπεί αδιαφορώντας για την ανάγκη έγκαιρης προσαρμογής της στις "μεγάλες πιέσεις" του διεθνούς καταμερισμού, κινδυνεύει με αφανισμό που θα έχει και το βαρύ τίμημα της ανεργίας. Διότι οι εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο εντείνουν αντί να περιορίζουν τα υφιστάμενα προβλήματα. Ήδη η επιτάχυνση και η ένταση του ανταγωνισμού διευρύνουν την απόσταση που χωρίζει τις ισχυρές εξαγωγικές οικονομίες από τις χώρες που σπρώχνονται να αναπτύξουν τις εξαγωγές τους. Αλλά εμείς επιδιώκουμε κάτι τέτοιο ή εμμένουμε στην ανακύκλωση της υστέρησής μας;

Η μεταφυσική προσδοκία της ανόδου

Προ εβδομάδων, στην ετήσια έκθεση του διοικητού της ΤτΕ κ. Λ. Παπαδήμου, σχετικά με την επιδείνωση της διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας (ειρήσθω εν παρόδω, χρωστάμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε, ήτοι για κάθε 100 δρχ. που παράγουμε εγχωρίως οι περίπου 43 φεύγουν προς το εξωτερικό) ως αίτιο της αιμορραγίας των πόρων μας εκτιμάται και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, ενώ γίνεται η εξής υπόδειξη: απαιτείται η υλοποίηση επενδύσεων οι οποίες θα υποκαταστήσουν τις σημερινές υψηλές εισαγωγές με εγχώρια παραγωγή, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα περιόριζε τους πόρους που φεύγουν στο εξωτερικό…

Διερωτάται, λοιπόν, κανείς: Η επένδυση για τη βελτίωση της παραγωγής π.χ. του ελληνικού ροδάκινου ή της πατάτας ή της μπλούζας μακό κοκ εγγυάται ότι θα περιοριστούν οι εισαγωγές των αντίστοιχων προϊόντων από τις χώρες του Τρίτου κόσμου, που είναι και φθηνότερα; Οι αγοραστές των επιχειρήσεων του οργανωμένου λιανεμπορίου θα έσκαζαν στα γέλια. Η διαφορά του κόστους των προϊόντων μας από τα προϊόντα Τρίτων χωρών δεν αφορίζεται με μεταφυσικές προσδοκίες.

Αναπροσανατολισμός της παραγωγής με στόχο τις εξαγωγές

Συμπέρασμα πρώτο: Άπαξ δια παντός η πολιτεία οφείλει να ξεκαθαρίσει στους παραγωγούς -και του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης- ότι η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα φτηνού κόστους. Συνεπώς δεν μπορεί πλέον να παράγει προϊόντα που απευθύνονται σε καταναλωτές χαμηλών απαιτήσεων, κυρίως όταν η διάθεση αυτών των προϊόντων της προσκρούει στον ανταγωνισμό οικονομιών που ανήκουν σε κατώτερη φάση ανάπτυξης από τη δική της. Επομένως, είναι καταδικασμένη να επαναπροσδιορίσει και να διαφοροποιήσει πολλά από τα προϊόντα της και τις μεθόδους (συστήματα, τεχνολογίες) παραγωγής τους, ώστε να προσφέρει προϊόντα υψηλών καταναλωτικών προτύπων προκειμένου να τα κάνει τι; -Συμπέρασμα δεύτερο:- Να τα εξάγει! Άλλη περίπτωση ικανότητας αναπαραγωγής και ανθεκτικότητας του πλουτοπαραγωγικού δυναμικού της χώρας σε βάθος χρόνου δεν υπάρχει.

Η λογική του "να παράγουμε εγχωρίως το ίδιο προϊόν που σήμερα εισάγουμε" (με κίνδυνο ασφαλώς να τρωθεί από το διεθνή ανταγωνισμό του στον "πόλεμο των τιμών" που μαίνεται κι αυτός εγχωρίως) είναι το λιγότερο φενάκη. Ως κατεξοχήν λογική της "σχετικής οικονομικής αυτάρκειας", δηλαδή της βραδύτητας, είναι τελειωμένη υπόθεση για τον υπερκινητικό και έντονα εξωστρεφή χαρακτήρα του παγκόσμιου εμπορίου.

Ήρθε η ώρα να ξεβολευτούμε

Αλλά η προοπτική της οργάνωσης της ελληνικής παραγωγής στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας ουδέποτε απασχόλησε σοβαρά τους εκάστοτε ιθύνοντες των οικονομικών επιτελείων. Ο λόγος είναι απλός μέσα στην τραγικότητά μας, όπως την ορίζει η συνενοχή της αδράνειας πάντων των πολιτικών ηγεσιών και των παραγωγικών τάξεων: Θα έπρεπε άπαντες να ξεβολευτούμε: η μεν (ή η όποια) πολιτική ηγεσία από τη λογική των "στόχων άμεσης απόδοσης" και από το φόβο του πολιτικού κόστους, οι δε παραγωγικές τάξεις από την ευκολία με την οποία περνάνε από την καταγγελία του "κρατισμού" στην καταγγελία της "κρατικής απουσίας", αρκεί να μη χρεώνεται σ’ αυτές ουδεμία ευθύνη για το κόστος των συνεπειών παρά μόνον στο κράτος.

Με δυο λόγια χρειάζεται ένα νέο "καθαρό συμβόλαιο" μεταξύ παραγωγικών τάξεων και πολιτείας, όπου να συμφωνηθεί ποια είναι επιτέλους η θέση της οικονομίας μας στην παγκόσμια αγορά -στον καταμερισμό της-, τι είδους προσαρμογές απαιτούνται στη δραστηριότητα κάθε κλάδου, ώστε τα προϊόντα του να γίνουν "απαραίτητα" για ποιες ακριβώς αγορές και κυρίως να συμφωνηθεί ότι χρειάζεται μια στρατηγική ανάπτυξης μακρού ορίζοντα, συστηματικότητα στην αναζήτηση των ευκαιριών και πειθαρχημένη δουλειά.

Επί παραδείγματι, αν στο πλαίσιο ενός τέτοιου συμβολαίου αντικαθιστούσαμε την έκφραση "η Ελλάδα παράγει αρίστης ποιότητας σταφίδα" με την έκφραση "η Ελλάδα παράγει βιολογικά αρίστης ποιότητας σταφίδα, την οποία τυποποιεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Αμερικανών καταναλωτών και τη διαθέτει στις ΗΠΑ, όπου διαπιστώθηκε θερμή υποδοχή του προϊόντος ως ονομασίας προέλευσης", η διαφορά είναι μέγιστη. Θα γινόταν δε τεράστια αν λέγαμε: "αφού και οι Τούρκοι παράγουν διεθνώς αποδεκτό και φτηνότερο σταφύλι από το δικό μας, εμείς παράγουμε μπράντι από σταφύλι και καραμέλες από γνήσιο σταφυλοζάχαρο" ή "από τη μαστίχα της Χίου φτιάχνουμε τη μοναδική παγκοσμίως φυσική τσίχλα και ως τέτοια την απευθύνουμε, σε δεκαπλάσια τιμή από τις κοινές τσίχλες, στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα των Ευρωπαίων και των Αμερικανών καταναλωτών, που μας γνώρισαν γιατί φροντίσαμε να προωθήσουμε το προϊόν μας"! Εξάλλου, η επένδυση για την απόκτηση τεχνογνωσίας π.χ. στον τομέα της μεταποίησης και της τυποποίησης των τροφίμων φαντάζει μέγεθος αστείο μπροστά στη μεσομακροπρόθεσμη ωφέλεια των επενδυτών. Δεν μιλάμε δα για πυρηνική τεχνολογία!

Η οδυνηρή πραγματικότητα και τα οξύμωρα σχήματά της

Η οδυνηρή πραγματικότητα της χαμηλής σχέσης των εξαγωγών προς τις εισαγωγές μας και μάλιστα με τάσεις μείωσης (1995: 42,9%, 1996: 41,7%, 1997: 41,2%, 1998: 38,9%) επ’ ουδενί διασκεδάζεται από την παράθεση λογιστικών μεγεθών -όπως π.χ. του ρυθμού ανάπτυξης του εθνικού προϊόντος κατά 5%-6% ή του δημοσιονομικού πλεονάσματος κατά 5,6%- προκειμένου να συγκαλύπτεται το χάσμα της ονομαστικής με την πραγματική σύγκλιση της χώρας με την ΟΝΕ, ή να προβάλλεται αυτάρεσκα "η κατάταξη της Ελλάδας μεταξύ των 25 πλουσιότερων χωρών του κόσμου". Απεναντίας, δημιουργεί οξύμωρο σχήμα, δεδομένου και του γεγονότος ότι ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας αυξάνεται κατά τα τελευταία έτη με ετήσιο ρυθμό σχεδόν 3%, έναντι 0,7% του μέσου όρου της Ε.Ε., εξακολουθούμε να παράγουμε άνεργους κατέχοντας το ευρωπαϊκό πρωτείο, εξαιτίας του ότι η ανταγωνιστικότητά μας παραμένει σε φθίνουσα πορεία. Και θα συνεχίσει να είναι σε φθίνουσα πορεία οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε χρεοκοπία, εφόσον θα εξακολουθούν να παράγουν χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ελαστικής ζήτησης προϊόντα (ιδίως στον αγροτικό τομέα η ελληνική παραγωγή δημιουργεί προϊόν χωρίς καν να ξέρει για ποια αγορά και για ποιο επίπεδο καταναλωτών το προορίζει. Στερνή καταφυγή της είναι το “χύμα” της λαϊκής του Σαββάτου στα αστικά κέντρα). Όλα αυτά φανερώνουν ότι απέχουμε παρασάγγες από τη στοιχειώδη κατανόηση του "θαυμαστού καινούργιου κόσμου" της παγκοσμιοποίησης και του τι προοιωνίζεται για τον "πολιτισμό της βραδύτητας".

Τα άλλοθι πλέον δεν συγχωρούνται

Όσον αφορά στον πολιτικό ισχυρισμό περί ευθύνης του μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων για τα δεινά του εμπορικού ισοζυγίου μας, πρόκειται για κακοστημένο άλλοθι. Κακοστημένο διότι λ.χ. οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της ιταλικής ή της αυστριακής αγοράς είναι αντίστοιχου -αν όχι μικρότερου- μεγέθους από πολλές δικές μας και άλλοθι διότι επιζητεί να εμφανίσει ως "μοιραίο αίτιο" τα αποτελέσματα της απουσίας στρατηγικής σχεδιασμού σχετικά με τον προσανατολισμό της παραγωγικής δυνατότητας των επιχειρήσεων και με την προώθηση των προϊόντων τους.

"Κι όμως, η ανάπτυξη της εξαγωγικής δυνατότητας της Ελλάδας είναι τεράστια. Κατ’ αρχάς πρόκειται για μια οικονομία που έχει τη δυνατότητα παραγωγής του μεγαλύτερου δυνατού εύρους βιολογικών προϊόντων!… Είμαστε η χώρα που βγάζει το καλύτερο ελαιόλαδο. Κι όμως ο κόσμος αναγνωρίζει ως κορυφαία στο είδος την Ιταλία! Γιατί; Μα, διάολε, οι Ιταλοί επενδύουν για τη διεθνή προώθηση του ελαιολάδου τους όσο η Ελλάδα για το σύνολο των αγροτικών της προϊόντων κι ενδεχομένως περισσότερο!…", εξανίστατο σεβαστός φίλος -βαθύς γνώστης των δυνατοτήτων και των αυτοκαταστροφικών μας συνδρόμων- σε πρόσφατη συζήτησή μας.