Η ψήφιση του φορολογικού νόμου, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η σταδιακή μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων, δημιούργησε πολλές προσδοκίες στους επιχειρηματίες, οι οποίες όμως εξανεμίστηκαν μετά την αύξηση της έμμεσης φορολογίας, ενός καθαρά εισπρακτικού μέτρου, που αφαιρεί "ζεστό χρήμα" από την αγορά και επιδεινώνει την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων, οι οποίες θα εξαναγκασθούν να απορροφήσουν μέρος της επιβάρυνσης σε βάρος των κερδών και των επενδυτικών τους σχεδίων. Το μέτρο αυξάνει την αβεβαιότητα των καταναλωτών, που περιορίζουν περαιτέρω τις καταναλωτικές δαπάνες τους, ενώ "βάζει φωτιά" και στον πληθωρισμό.

Το brent πυρπολεί εθνικές οικονομίες και οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά στην Ελλάδα τον ρόλο του "μπουρλοτιέρη" ανέλαβε να παίξει η ίδια η κυβέρνηση: Η αύξηση έμμεσων φόρων, τα επαπειλούμενα νέα φορολογικά μέτρα από το ερχόμενο καλοκαίρι, το άγχος για το κλείσιμο με οποιοδήποτε κόστος της "μαύρης τρύπας" της "απογραφής", το άνοιξε-κλείσε σαν "φυσαρμόνικα" του ασφαλιστικού… -πρόκειται μόνο για μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την "γκρίζα εικόνα" της ελληνικής αγοράς.

Ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον, σφίξιμο των καταναλωτών, αποχή των επενδυτών και ιδού λοιπόν τα αποτελέσματα:

  • Ρεκόρ τα φέσια στην αγορά, που το 2004 έκλεισαν στα 1,2 δισ. ευρώ.
  • Ρεκόρ και τα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που καλύπτουν πλέον περίπου τα 2/3 του ΑΕΠ.
  • Πληθωρισμός κατά 50% υψηλότερος από τον μέσο κοινοτικό όρο, που μπορεί πια και να αγγίξει το 100% μετά την αύξηση των έμμεσων φόρων.
  • Επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των λιανικών πωλήσεων περισσότερο από 20% το 2004 σε σχέση με το 2003.
  • Εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος σε επίπεδα αδιανόητα μέχρι πρόσφατα. Ήδη οι εξαγωγές δεν καλύπτουν ούτε το 30% των εισαγωγών και τα ελληνικά προϊόντα γίνονται δυσεύρετα ακόμη και στα ράφια των ελληνικών σούπερ μάρκετ.

Και την ίδια στιγμή τα σενάρια για εκτόξευση της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου στα 70 δολάρια κάθε άλλο παρά ως αποκυήματα φαντασίας μπορούν να χαρακτηρισθούν. Όμως στην Ελλάδα, την περισσότερο εξαρτημένη από το πετρέλαιο μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όλα αυτά μάλλον είναι "λεπτομέρειες". Προέχουν οι εισπράξεις, η λογική που λέει ότι "αυξάνουμε τους φόρους, αφού δεν μπορούμε να τιθασεύσουμε τη φοροδιαφυγή". Στη λογική αυτή, εξάλλου, στηρίζονται και τα σενάρια που θέλουν την εξίσωση της τιμής του πετρελαίου κίνησης με αυτή του πετρελαίου θέρμανσης, ώστε να εξαλειφθεί το κίνητρο για λαθρεμπόριο. Σάμπως πιο εύκολο δεν είναι αυτό από το να παταχθεί το λαθρεμπόριο; Μόνο που με το "πλήρωνε φόρους, πλήρωνε το πετρέλαιο θέρμανσης γύρω στο 1 ευρώ το λίτρο", να δούμε τι θα απομείνει στον καταναλωτή να ξοδέψει στην αγορά. Όσο για την ανεργία, είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη: Γύρω στους 500.000 οι άνεργοι, το μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ οι μακροχρόνια άνεργοι, το 20% του πληθυσμού κάτω από τα όρια της φτώχιας… Στοιχεία αρκετά για να εξηγήσουν -συμπεριλαμβανομένων των γραφειοκρατικών διαδικασιών, της έλλειψης υποδομών, του υψηλού κόστους κλπ- γιατί οι επενδυτές δεν θέλουν ούτε να ακούν για την Ελλάδα.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Economist Intelligence Unit, η χώρα μας για την περίοδο 2005-2009 καταλαμβάνει την 34η θέση ανάμεσα σε 60 χώρες όλου του κόσμου σε ό,τι αφορά το οικονομικό περιβάλλον. Πιο ελκυστικές από την Ελλάδα για τους ξένους επενδυτές εμφανίζονται όλες οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ των 15, καθώς και οι ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία), για τις οποίες μάλιστα προβλέπεται ενίσχυση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς βελτίωσαν τη θέση τους σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία. Επικίνδυνους ανταγωνιστές αποκτά η χώρα μας ακόμη και στα Βαλκάνια: Για παράδειγμα, η Βουλγαρία από την 40ή θέση το διάστημα 2000-2004, σκαρφάλωσε στην 36η σήμερα. Η Ρουμανία από την 46η ανέβηκε στην 38η, η Τουρκία από την 42η στην 39η.

Κλίμα …Εφορίας

"Δει δη χρημάτων" είναι το βασικό οικονομικό δόγμα της κυβέρνησης, στον βωμό του οποίου δεν διστάζει να θυσιάσει τα όποια ίχνη ανταγωνιστικότητας διαθέτει ακόμη η ελληνική οικονομία, αλλά και την όποια αξιοπιστία της έχει απομείνει έναντι των ψηφοφόρων της. Η έρευνα οικονομικής συγκυρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνει απόλυτα τη νευρική κρίση που έχει προκαλέσει στην αγορά η κυβερνητική πολιτική, κρίση που πλήττει όχι μόνο τους επιχειρηματίες αλλά και τους καταναλωτές, κρίση η οποία κάθε άλλο παρά συνηγορεί υπέρ της ανάπτυξης που επαγγέλλονται τα κυβερνητικά στελέχη.

Η ψήφιση του φορολογικού νόμου, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η σταδιακή μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων, είχε δημιουργήσει πολλές προσδοκίες στους επιχειρηματίες, οι οποίες όμως εξανεμίστηκαν μετά την αύξηση της έμμεσης φορολογίας, ενός καθαρά εισπρακτικού μέτρου, που από τη μια αφαιρεί "ζεστό χρήμα" από την αγορά και από την άλλη επιδεινώνει την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων που εκ των πραγμάτων θα εξαναγκασθούν να απορροφήσουν μέρος της επιβάρυνσης σε βάρος των κερδών τους και κατά συνέπεια των επενδυτικών τους σχεδίων.

Επιπλέον το μέτρο αυξάνει ακόμη περισσότερο την αβεβαιότητα των καταναλωτών, οι οποίοι περιορίζουν περαιτέρω τις καταναλωτικές δαπάνες τους, ενώ "βάζει φωτιά" και στον πληθωρισμό. Μελέτη της Alpha Bank θεωρεί ως επιτυχία αν ο τιμάριθμος το 2005 κλείσει στο 3,6% σε μέσα επίπεδα (οι αρχικοί -προ ΦΠΑ- υπολογισμοί ήταν για 2,9%), ενώ ο υπουργός Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφης δηλώνει ικανοποιημένος αν η επιβάρυνση κρατηθεί κάτω από τη μία ποσοστιαία μονάδα. Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ ο πληθωρισμός φέτος μπορεί να αγγίξει το 4%, χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν τα σενάρια για τη "δεύτερη δέσμη μέτρων" που μπορεί να ακολουθήσει, αλλά ούτε και οι "υποθέσεις εργασίας" που θέλουν το αργό πετρέλαιο να πιάνει τα 70 δολάρια…

Επιβράδυνση της ανάπτυξης

Κατά τα άλλα, στην τρίμηνη έκθεσή του για το 2005, το ΙΟΒΕ επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που άρχισε το 2004 (το ΑΕΠ αυξήθηκε 4,2% έναντι 4,7% το 2003) θα συνεχισθεί και το 2005. Η ένταση της επιβράδυνσης, σημειώνει χαρακτηριστικά, θα καθοριστεί από την πορεία των επενδύσεων, για τις οποίες, όπως αναφέραμε, το κλίμα κάθε άλλο παρά ευνοϊκό φαίνεται να είναι. Οι επενδύσεις, σημειώνει το ΙΟΒΕ, θα μπορούσαν να στηρίξουν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης το 2005 στην περίπτωση θετικών εξελίξεων στο εγχώριο και στο διεθνές περιβάλλον (τιμές πετρελαίου κλπ). Αν όμως αυτό δεν συμβεί και δεν ευοδωθούν οι πρωτοβουλίες για βελτίωση του οικονομικού κλίματος, τότε η επιβράδυνση των επενδύσεων μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μεγάλης επιβράδυνσης των επενδύσεων. Πολύ περισσότερο που από τις έρευνες οικονομικής συγκυρίας “προκύπτει ότι το κλίμα παραμένει διστακτικό, κάτι που ενδεχομένως σημαίνει ότι οι προσδοκίες για επιχειρηματικές επενδύσεις θα πρέπει να είναι πιο συγκρατημένες”.

Απαισιοδοξία και αβεβαιότητα

Κυριολεκτικά "τα έχουν βάψει μαύρα" καταναλωτές και επιχειρηματίες στην Ελλάδα, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων ελάχιστα ελπίζει πλέον ότι θα δει καλύτερες ημέρες στο άμεσο μέλλον. Τόσο το επιχειρηματικό κλίμα όσο και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχουν πάρει την κατιούσα τους τελευταίους μήνες και, όπως κατέγραψε η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Μάρτιο, ελάχιστα απέχουν πλέον από το "να πιάσουν τον πάτο του βαρελιού", δηλαδή να καταλάβουν την τελευταία θέση στην ΕΕ των 25.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα που πραγματοποιεί σε μηνιαία βάση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών όσο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη παρουσίασαν νέα επιδείνωση τον Μάρτιο. Η χώρα μας κατέλαβε την προτελευταία θέση και στις δύο περιπτώσεις ανάμεσα στις 25 χώρες της Κοινότητας, χωρίς μάλιστα να καταγράφονται από την έρευνα οι επιπτώσεις της αύξησης των έμμεσων φόρων, που δεν είχε ανακοινωθεί ακόμη.

Ο δείκτης οικονομικού κλίματος έχασε 2,3 μονάδες σε σχέση με τον Φεβρουάριο και διαμορφώθηκε στις 90 μονάδες, στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2004. Τότε η ευφορία που είχε προκαλέσει η κυβερνητική αλλαγή είχε τινάξει τον εν λόγω δείκτη στις 115,5 μονάδες, που σημαίνει ότι μέσα σε ένα χρόνο απωλέσθηκαν 25,5 μονάδες.

Το σημερινό επίπεδο είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ των 25, μετά την Ουγγαρία και απέχει 9,7 μονάδες από τα μέσα επίπεδα των 25 χωρών και 7,4 μονάδες από τον μέσο όρο των οικονομιών της Ευρωζώνης.

Σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές, μόνο οι Κύπριοι ξεπερνούν τους Έλληνες στην απαισιοδοξία. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στη χώρα μας παρέμεινε και τον Μάρτιο σε πολύ αρνητικά επίπεδα (-33 μονάδες από -32 τον Φεβρουάριο), που είναι η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, μετά την Κύπρο. Έχει αυξηθεί ο αριθμός των καταναλωτών που πιστεύουν ότι τα οικονομικά του νοικοκυριού τους θα επιδεινωθούν το επόμενο δωδεκάμηνο, ενώ αρνητικές παραμένουν οι εκτιμήσεις για τη γενικότερη πορεία της οικονομίας. Σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο, αυξήθηκε ο αριθμός των πολιτών που θεωρούν ότι η ανεργία θα ανέβει το επόμενο δωδεκάμηνο, όπως και αυτών που προβλέπουν αύξηση των τιμών.

Αρνητικές καταγράφονται οι εκτιμήσεις των επιχειρηματιών για την απασχόληση, καθώς στους περισσότερους κλάδους προβλέπεται μείωση των θέσεων εργασίας ή -στην καλύτερη περίπτωση- στασιμότητα. Διιστάμενες είναι οι προβλέψεις για την πορεία των τιμών.

Η μεγαλύτερη απαισιοδοξία και αβεβαιότητα για το μέλλον καταγράφεται στους κλάδους της βιομηχανίας και των κατασκευών, ενώ ελαφρά άνοδος των προσδοκιών παρατηρείται στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Στη βιομηχανία την επιχειρηματική απαισιοδοξία των τελευταίων μηνών ενέτειναν οι εκτιμήσεις για μείωση της παραγωγής και των παραγγελιών, σε συνδυασμό με την ελαφρά αύξηση των αποθεμάτων. Από την άλλη, πτωτικές είναι οι εκτιμήσεις και για την απασχόληση, ενώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα αποδυναμώθηκαν ελαφρά οι εκτιμήσεις για αύξηση των τιμών. Σαφής είναι η επιδείνωση του κλίματος στα καταναλωτικά και τα ενδιάμεσα αγαθά, ενώ ελαφρά βελτιωμένες είναι οι εκτιμήσεις στα κεφαλαιουχικά αγαθά. Σε ό,τι αφορά τους επιμέρους τομείς, αξίζει να αναφέρουμε την επιδείνωση που καταγράφεται στην κατηγορία τρόφιμα-ποτά-καπνός, αλλά και τη συνεχιζόμενη πτώση στην κλωστοϋφαντουργία.

Στο λιανικό εμπόριο ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών παρουσίασε ελαφρά βελτίωση, αν και εξακολουθεί να κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Όμως, η σχετική "αισιοδοξία" δεν φαίνεται να μεταφράζεται σε αύξηση της απασχόλησης, αφού οι περισσότεροι επιχειρηματίες βλέπουν στην καλύτερη περίπτωση στασιμότητα.

Δομικές αδυναμίες

Σε ένα από τα σημαντικότερα αγκάθια της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύεται, κατά το ΙΟΒΕ, ο δομικός πληθωρισμός, που περιλαμβάνει πάνω από 180 αγαθά και υπηρεσίες, εκτός από τα οπωροκηπευτικά και τα καύσιμα, οι τιμές των οποίων καθορίζονται έντονα από εξωγενείς παράγοντες. Ο δομικός πληθωρισμός το 2004 αυξήθηκε 3,26%, "αρνούμενος" να ακολουθήσει την επιβραδυντική πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ). Ήταν, μάλιστα, υψηλότερος -έστω και οριακά- σε σχέση με το 2003 (2,23%). Η διατήρηση του δομικού πληθωρισμού σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, τονίζει το ΙΟΒΕ, οφείλεται σε διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως:

  • Η αναποτελεσματική λειτουργία και οι μη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές που διατηρούν τον ολιγοπωλιακό τους χαρακτήρα.
  • Η έντονα ανοδική πορεία του κόστους εργασίας στο σύνολο της οικονομίας (4,2% το 2004 έναντι 3,4% το 2003) λόγω της μεγάλης αύξησης των δαπανών προσωπικού του δημόσιου τομέα.
  • Η άνοδος των τιμών ειδικά στα επεξεργασμένα είδη διατροφής (4,8% έναντι 3,7% το 2003) κλπ.

Με βάση τον εναρμονισμένο ΔΤΚ, η Ελλάδα εμφανίζει κατά το 2004 πληθωρισμό της τάξης του 3%, βελτιωμένο σε σχέση με το 3,4% του 2003. Παραμένει όμως σε σημαντική απόσταση από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης (2,1%) και της ΕΕ των 25 (2,2%), κυρίως "λόγω της εμμονής του δομικού πληθωρισμού σε σχετικώς υψηλό επίπεδο", τονίζεται με έμφαση από το ΙΟΒΕ.