Το 2007 χαρακτηρίζεται από την ανάγκη συνέχισης των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, με τις επικείμενες εκλογές να ρυθμίζουν, ωστόσο, το πόσο άμεσα αυτές θα προωθηθούν. Σε μεγάλο ποσοστό φέτος θα κριθούν το έργο της κυβέρνησης εν γένει, αλλά και η αποτελεσματικότητα των όποιων διαρθρωτικών επιλογών της. Την ερχόμενη άνοιξη η χώρα μας απαλλάσσεται από το καθεστώς επιτήρησης που επέβαλλαν οι Βρυξέλλες για το υπερβολικό έλλειμμα, αλλά αυτό επί της ουσίας δεν αλλάζει τίποτα για την κυβέρνηση, που πρέπει να δώσει προοπτικές λύσεων στα μεγάλα οικονομικά προβλήματα του τόπου: τον πληθωρισμό που επιμένει να κινείται στα υψηλότερα επίπεδα της ΕΕ, την ανεργία, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού λιανεμπορίου έναντι των πολυεθνικών γιγάντων και την απώλεια της ανταγωνιστικότητας των βιομηχανιών μας, που είτε “μετακομίζουν” εκτός συνόρων αναζητώντας φθηνότερα εργατικά είτε κλείνουν.

Η κυβέρνηση, με δόγμα της την απελευθέρωση των αγορών, προτείνει την είσοδο των ιδιωτών στις κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς. Την απελευθέρωση των αγορών εμείς, ως επιχειρηματίες του λιανεμπορίου, τη βιώνουμε προ πολλού, ενώ αναμένεται σύντομα η επέκτασή της στα “κλειστά” επαγγέλματα και τον στρατηγικό τομέα τής ενέργειας. Το “πιστεύω” της κυβέρνησης είναι ότι η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, η είσοδος μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και οι διεθνείς συμμαχίες θα συμβάλουν στη δύναμη της χώρας, θα ρίξουν το επίπεδο των τιμών, θα βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες και θα προστατεύσουν εν γένει το ελληνικό νοικοκυριό. Η στρατηγική της έχει βάση. Δυστυχώς, όμως, η ελλιπής οργάνωση της μεσαίας ελληνικής επιχείρησης μας φέρνει αντιμέτωπους με τον κίνδυνο του μόνιμου αφελληνισμού του ελληνικού εμπορίου. Και το γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι κατακτήσεις σήμερα είναι οικονομικές, όχι εδαφικές.

Στις δηλώσεις του ο κ. Γ. Αλογοσκούφης συνηθίζει να παρουσιάζει μια διαρκώς βελτιούμενη εικόνα, όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι κι αυτό δεν έχει να κάνει με πώς βλέπει κανείς το ποτήρι, μισοάδειο ή μισογεμάτο… Το 2005 η ανάπτυξη διαμορφώθηκε -σύμφωνα με τον κ. υπουργό- σε 3,7%, ρυθμός που κρίθηκε ικανοποιητικός, ενώ το πρώτο 6μηνο του 2006 έφτασε μέχρι και το 4,1%. Η ανεργία έφτασε στο 8,3% (από 11,3% το 2004), ενώ οι εξαγωγές μας αυξάνονταν με ρυθμό 20,2%.

Πάντως, υπονομεύοντας τις θετικές εντυπώσεις, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα για τα ευρωπαϊκά δεδομένα (3,6% Δεκέμβριος 2005), ενώ το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών αποτυπώνει το χαοτικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και η αύξηση των εξαγωγών μας, που έτσι ή αλλιώς ξεκινούν από πολύ χαμηλή βάση, οφείλεται κυρίως στην αύξηση της αξίας κι όχι του όγκου τους.  Όσο για την ανεργία, φαίνεται ότι οι αριθμοί κρύβουν την αλήθεια, αφού στους μεγαλύτερους κλάδους της οικονομίας καταγράφεται μείωση προσωπικού, ενώ η ανεργία σε κάποιες περιοχές (Ήπειρος, Δυτική Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα κά) φτάνει μέχρι το 11,5% (στοιχεία ΕΣΥΕ, 4ου τρίμηνου 2005).

Άδικος ο πόλεμος κατά του κλάδου

Ας δούμε τι γίνεται και στον κλάδο μας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζοντας μια λαίλαπα επιθέσεων που δεν αφορά μόνο το επιχειρηματικό επίπεδο, έχει έναντί του εχθρικά διακείμενες την πανίσχυρη προπαγάνδα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και την ίδια την κυβέρνηση. Στο μεταξύ, η πορεία των πωλήσεών μας επιβραδύνθηκε σημαντικά, ενώ συνοδεύτηκε και από μείωση κερδών.  Όσο για τα θεσμικά θέματα, όπως το “εθνικό ωράριο” -που αποδείχθηκε μέγα σφάλμα, καθώς φόρτωσε τις επιχειρήσεις με έξοδα χωρίς την παραμικρή μεταβολή στις πωλήσεις τους-, η συζήτηση για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές, το ζήτημα της πώλησης ψωμιού από τα σούπερ μάρκετ, οι αλόγιστοι πολλές φορές έλεγχοι από υπηρεσίες του κράτους και τα υπέρογκα πρόστιμα εις βάρος μας, όπως άλλωστε και η αρνητική οικονομική συγκυρία γενικότερα, ταλάνισαν και ταλανίζουν τις εταιρείες μας.

Μια ματιά στα στοιχεία για τις επιδόσεις του κλάδου το 2005 δείχνει τα εξής: Αύξηση πωλήσεων 4,07% (με τον δείκτη τιμών κατανάλωσης να βρίσκεται στο 3,5%), λειτουργικό κόστος στο 19,72%, έναντι 19,09% το 2004 (αύξηση κατά 0,63%), καθαρά κέρδη στο 1,49%, έναντι 1,77% το 2004 (μείωση κατά 0,28%), απόδοση ιδίων κεφαλαίων στο 13,56%, έναντι 15,80% το 2004 (μείωση κατά 2,23%) και αύξηση υποχρεώσεων στο 6,12% κατά μέσο όρο. Πρόκειται για τα κυριότερα στοιχεία που αποτυπώνουν τις δυσκολίες των επιχειρήσεων. Θα έλεγα, πρόκειται για τα αποτελέσματα του άδικου πολέμου κυβέρνησης και Τύπου κατά των επιχειρήσεών μας, στο όνομα των υποτιθέμενων “υπερκερδών” μας, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις εξώθησε κάποιες επιχειρήσεις, που προσπάθησαν να αποδείξουν απλώς πως δεν ήταν ελέφαντες, σε ζημιογόνα αποτελέσματα…

Τα αδιέξοδα

Η πορεία δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο φέτος. Οι πωλήσεις θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζουν επιβράδυνση ρυθμού ανάπτυξης, τα έξοδα των επιχειρήσεων θα είναι και πάλι αυξημένα -δεδομένου ότι οι αποδοχές του προσωπικού, που αποτελούν το 70% των παγίων εξόδων των επιχειρήσεων, θα αυξηθούν κατά 2,7% στο 8μηνο του 2007 και 3% στο υπόλοιπο του έτους (μεσοσταθμικά, δηλαδή, 3,8%). Ο κίνδυνος, όμως, που αντιμετωπίζει το ελληνικό λιανεμπόριο μοιάζει τώρα ακόμα πιο άμεσος. Ενώ οι μεγάλοι πολυεθνικοί εταίροι μας αντέχουν τις δυσκολίες, στηρίζοντας τα δίκτυά τους με εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, οι ελληνικές επιχειρήσεις αδυνατούν να συνεργαστούν ουσιαστικά και να καταστούν ανταποδοτικές στη συνεργασία τους με τη βιομηχανία.

Οι πωλήσεις τους ακολουθούν αργούς ρυθμούς ανάπτυξης, χάνουν διαρκώς μερίδια υπέρ των πολυεθνικών παικτών, που επιλέγουν επενδυτικά (και με διαφορά τώρα) τη μεσαία αγορά, ενώ τα Hard Discount καταστήματα έχουν πλέον έντονη παρουσία στην αγορά και, όπως αναμένεται, η δραστηριοποίηση της Aldi θα προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς στον κλάδο, με αρκετά θύματα. Η πολιτεία από την πλευρά της δεν φαίνεται διατεθειμένη να συμβάλει στην αναδιοργάνωση του κλάδου, αν και αυτός μεταξύ 1993 και 2005 δημιούργησε 195.000 νέες θέσεις εργασίας, έναντι 101.000 νέων θέσεων των ξενοδοχείων-εστιατορίων και… των απωλειών 18.621 υπαρχόντων θέσεων της βιομηχανίας.

 

Ποιο είναι χρέος μας

Πρέπει, λοιπόν, κάποιος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Η αγορά ζητάει τώρα την άρτια οργάνωση των ομίλων αγορών σε πρότυπα ενιαίας επιχειρηματικής δομής, καθώς αποτελεί τη μόνη δοκιμασμένη λύση για τη στήριξη της μεσαίας αγοράς. Το μοντέλο του ΑΣΤΕΡΑ, πχ, που δημιουργήθηκε το 1993, μοιάζει πλέον παρωχημένο, ενώ και ο ΕΛΟΜΑΣ, ο ισχυρότερος όμιλος -του οποίου, ωστόσο, το όνομα αγνοούν, ίσως, ακόμα και οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις-μέλη του-, δεν τολμά τομές και μεταρρυθμίσεις.

Ένας όμιλος αγορών που θα παρείχε κοινή ταμπέλα και επωνυμία πανελλαδικής εμβέλειας σε όλα τα μέλη του, που θα είχε ενιαία εμπορική και επικοινωνιακή στρατηγική σε όλη τη χώρα, κοινές υποδομές Logistics και μηχανοργάνωσης, που θα εγγυούταν την ανταποδοτικότητα των μελών του στους προμηθευτές του, που θα ενίσχυε το πελατοκεντρικό marketing (το οποίο σήμερα εφαρμόζουμε μεν, αλλά σπασμωδικά), όπως και την πειθαρχία, την αξιοπιστία και τη διαφάνεια στις διαδικασίες του, θα ήταν μια πολύ καλή αρχή. Οι πολυεθνικές του κλάδου, αν και έχουν επενδύσει σημαντικά σε κεφάλαια και ιδέες, “επαναλαμβάνονται” χωρίς να καταφέρνουν να ελέγξουν όλη την αγορά. Ήρθε, λοιπόν, ο καιρός να τους δοθεί ένα χτύπημα, χτύπημα ελληνικό!

Κάποιοι στην κυβέρνηση πιστεύουν πως η ανθοφορία της επιχειρηματικότητας μπορεί να έρθει με τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Μένει να τους το αποδείξουμε. Το καταναλωτικό κοινό θέλει να στηρίξει τις ελληνικές ΜΜΕ αρκεί να το αξίζουν και, φυσικά, να έχουν κοινή οργάνωση και κοινό όνομα αναγνωρίσιμο. Πρέπει, λοιπόν, ως επιχειρηματίες να δείξουμε σύνεση, μακριά από μικροπολιτικές, πρόσκαιρα οφέλη, θωκολατρείες κλπ, να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών μας και να επιχειρήσουμε. Να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο αύριο και να κρατήσουμε τις επιχειρήσεις του κλάδου σε ελληνικά χέρια. Είναι χρέος μας. Είναι χρέος εθνικό!