Η ΕΕ μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε ρυθμίσεις στη λειτουργία της αγοράς. Κάποιοι εκτιμούν ότι αυτό προκύπτει ως απάντηση στις ανάγκες διατήρησης του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», ενώ αρκετοί θεωρούν ότι προκαλούν υπερβολική επιβάρυνση στην επιχειρηματικότητα. Φέτος προκύπτουν νέες υποχρεώσεις και απαιτήσεις για τον τομέα των τροφίμων και των μη εδώδιμων προϊόντων, όπως και για τις εταιρείες που τα παράγουν και τα εμπορεύονται.
Κινητήριος μοχλός είναι η ολοένα και μεγαλύτερη απαίτηση των καταναλωτών για διαφάνεια και γνωστοποίηση, που χρειάζεται περισσότερα δεδομένα και πληροφορίες, οι οποίες προκύπτουν μόνο με τη συνεργασία στις αλυσίδες εφοδιασμού και αξίας. Αν και οι σχετικές ρυθμίσεις δεν απευθύνονται άμεσα στους καταναλωτές, θα επηρεάσουν άμεσα τις επιλογές τους και τον τρόπο επικοινωνίας/ενημέρωσής τους από τις εταιρείες. Δεύτερη κινητήριος δύναμη είναι η ανάγκη βιωσιμότητας ως οριζόντιο θέμα, που επηρεάζει ανεξάρτητους τομείς πολιτικής, μεταβάλλοντας άρδην τα πράγματα, όπως συνέβη με την Οδηγία σχετικά με την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας (τέθηκε σε ισχύ στις 5 Ιανουαρίου πέρυσι), την οποία παρουσιάσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας. Ας δούμε αναλυτικά τις παρεμβάσεις αυτές.
Πρόταση Οδηγίας για τους οικολογικούς ισχυρισμούς
Όλοι οι προαιρετικοί ρητοί περιβαλλοντικοί ισχυρισμοί (B2C) και τα περιβαλλοντικά σήματα (προϊόν, υπηρεσία ή έμπορος) για τρόφιμα και μη εδώδιμα πρέπει πλέον να τεκμηριώνονται. Αυτό θα επαληθεύεται από τρίτους επίσημα διαπιστευμένους ανεξάρτητους φορείς εκ των προτέρων. Αντί ετικετών με στοιχεία βαθμολόγησης θα επιτρέπονται μόνο σήματα, στο πλαίσιο των συστημάτων περιβαλλοντικής επισήμανσης της ΕΕ. Οι εθνικές νομοθεσίες πρέπει να εναρμονιστούν σχετικά σε18 μήνες και οι νέοι κανόνες να εφαρμοστούν εντός εξαμήνου από τη λήξη της προθεσμίας εναρμόνισης ακόμη και για τις υπάρχουσες ετικέτες. Ενδέχεται για ορισμένους ισχυρισμούς, που ήδη κοινοποιούνται στους καταναλωτές, να απαιτηθεί η αλλαγή μεθοδολογίας ή και το περιεχόμενο τους, προκειμένου να συμμορφωθούν. Συνεπώς οι στρατηγικές μάρκετινγκ πρέπει να προσαρμοστούν, αυξάνοντας το διοικητικό κόστος των επιχειρήσεων.
Πρόταση κανονισμού για τις συσκευασίες και τα απορρίμματά τους
Βάσει πρότασης που δεν έχει ακόμη εγκριθεί, έως το 2030 απαιτείται να είναι πλήρως ανακυκλώσιμες όλες οι μορφές συσκευασιών. Σκοπός της ρύθμισης είναι η πρόληψη της δημιουργίας αποβλήτων συσκευασίας, η ενίσχυση της ανακύκλωσης υψηλής ποιότητας και η μείωση των αναγκών χρήσης πρωτογενών φυσικών πόρων. Νέες απαιτήσεις βιωσιμότητας θα επιβληθούν σε όλους τους οικονομικούς φορείς (εισαγωγείς, κατασκευαστές, χρήστες συσκευασιών, προμηθευτές υλικών συσκευασίας και μεταφοράς) αναφορικά με την ανακυκλωσιμότητα των τροφίμων, τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης μη εδώδιμων προϊόντων (π.χ. των οικιακών συσκευών) ή επαναπλήρωσης των συσκευασιών (π.χ. των ποτών), όπως και την ελαχιστοποίηση του όγκου και βάρους των συσκευασιών και του κενού τους χώρου έως 40%. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη-μέλη ενδέχεται να χρειαστεί να θεσπίσουν περισσότερα συστήματα καταβολής και επιστροφής εγγύησης, αυξάνοντας το σχετικό επενδυτικό κόστος των λιανεμπόρων και επηρεάζοντας τους καταναλωτές, που πρέπει να αποκτήσουν νέα συμπεριφορά και συνήθειες.
Για να λειτουργήσει η επαναχρησιμοποίηση/επαναπλήρωση, θα χρειαστεί να αλλάξουν οι διαδικασίες στο λιανεμπόριο (αντίστροφη εφοδιαστική) έως και η ίδια η διάταξη των καταστημάτων. Το πλέον σίγουρο είναι ότι θα απαιτηθεί ο επανασχεδιασμός των συσκευασιών και των μεθόδων μεταφοράς ειδικά των νωπών προϊόντων, πράγμα ακόμη πιο δύσκολο για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Οδηγία για τη δέουσα επιμέλεια βιωσιμότητας
Εισάγεται πλέον η έννοια της «δέουσας επιμέλειας» στην εταιρική στρατηγική και λήψη αποφάσεων για την προώθηση της βιώσιμης και υπεύθυνης εταιρικής συμπεριφοράς σε όλες τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας για εταιρείες εντός και εκτός ΕΕ, αρχικά για εταιρείες από 500 υπαλλήλους και άνω με κύκλο εργασιών από 150 εκατ. ευρώ και άνω και για εταιρείες τομέων υψηλού αντίκτυπου, δυναμικού 250 υπαλλήλων και άνω και κύκλου εργασιών από 40 εκατ. ευρώ και άνω. Συγκεκριμένα, κάθε επιχείρηση καλείται να προσδιορίσει τις πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις από τη δραστηριότητά της στα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, να τις εξαλείψει ή ελαχιστοποιήσει, να αποκτήσει σχέδιο πρόληψης ή μετριασμού τους και να καθιερώσει διαδικασία υποβολής σχετικών καταγγελιών. Στο πλαίσιο αυτό, θα καλείται να παρακολουθεί και δημοσιοποιεί την αποτελεσματικότητα της πολιτικής και των μέτρων δέουσας επιμέλειας με την υποβολή σχετικών εκθέσεων.
Οι συνέπειες από την εφαρμογή της Οδηγίας στο εγχώριο λιανεμπόριο θα είναι σημαντικές. Όποιες πρωτοβουλίες δέουσας επιμέλειας υλοποιούσαν εθελοντικά ορισμένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, στο εξής γίνονται υποχρεωτικές για όλες τις μεγάλες, όπως και για τους βασικούς προμηθευτές τους, που καλούνται να δίνουν τους δικούς τους απολογισμούς, προκειμένου να τεκμηριώνουν οι αλυσίδες τους δικούς τους. Για την υλοποίηση όλων αυτών, θα απαιτηθεί ισχυρότερη δέσμευση και συνεργασία αλυσίδων-προμηθευτών και ολιστικός δομικός σχεδιασμός των αλυσίδων λιανικής, προκειμένου να εμπλέκονται όλα τα τμήματά τους. Εντέλει η δημοσίευση των πληροφοριών σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια και κυρίως η σύγκριση μεταξύ των αλυσίδων πιθανώς θα επηρεάσει την συμπεριφορά των καταναλωτών, που ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο σε ζητήματα εταιρικής υπευθυνότητας.
Πρόταση δεσμευτικών στόχων για τη σπατάλη τροφίμων
Η ΕΕ εστιάζει πλέον το ενδιαφέρον της εμφατικά στη μείωση της σπατάλης των τροφίμων, τόσο κατά την επεξεργασία και μεταποίησή τους όσο και κατά τη διάθεσή τους στη λιανική, τα εστιατόρια και τα νοικοκυριά (σχετική στοχοθεσία για την πρωτογενή παραγωγή ακόμα δεν υπάρχει). Ανατίθεται σαφής ευθύνη στα κράτη-μέλη να επιταχύνουν τη μείωση της σπατάλης των τροφίμων κατά μήκος της σχετικής αλυσίδας αξίας. Ειδικότερα, έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2030 θα πρέπει να επιτύχουν σε εθνικό επίπεδο τη μείωση της σπατάλης των τροφίμων κατά 10% κατά την επεξεργασία και τη μεταποίησή τους και κατά 30% την κατά κεφαλήν μείωση της σπατάλης τους σε λιανικό εμπόριο, εστιατόρια και νοικοκυριά. Το 2020 θα εκληφθεί ως βάση για την αξιολόγηση της προόδου, εκτός εάν τα κράτη-μέλη μπορούν να παράσχουν αξιόπιστα στοιχεία προγενέστερης περιόδου, συμβατά με την καθορισμένη μεθοδολογία, οπότε ως έτος αναφοράς μπορεί να οριστεί άλλο έτος προ του 2020.
Η παρέμβαση αυτή, όπως είναι φυσικό, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες στην αγορά. Για παράδειγμα, τι θα συμβεί εάν το λιανικό εμπόριο και οι υπηρεσίες εστίασης επιτύχουν τον στόχο, αλλά όχι οι καταναλωτές; Πώς θα μετρηθεί αυτό; Καθώς η επιτυχία εξαρτάται από την ταυτόχρονη εμπλοκή όλων των παραγόντων, η πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει για την περαιτέρω ανάπτυξη των μέτρων πρόληψης της σπατάλης τροφίμων (συνεργασία κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού, διαχείριση των προϊοντικών κατηγοριών, παροχή κινήτρων στους καταναλωτές και ενημέρωση/εκπαίδευσή τους, διευκόλυνση των δωρεών τροφίμων κοκ).
Πρόταση κανονισμού για το ψηφιακό διαβατήριο των προϊόντων
Το ESPR (δεν έχει ακόμη εγκριθεί) τροποποιεί την υφιστάμενη Οδηγία οικολογικού σχεδιασμού για τα ενεργειακά προϊόντα, ώστε να επεκταθεί σε όλα τα προϊόντα εκτός τροφίμων και φαρμάκων. Θεσπίζει απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, ώστε να βελτιωθεί η κυκλικότητά τους και η ενεργειακή τους απόδοση, ενώ απαγορεύει την καταστροφή των απούλητων καταναλωτικών αγαθών. Στο πλαίσιο αυτό, εισάγονται το «ψηφιακό διαβατήριο» των προϊόντων και οι απαιτήσεις σχετικής πληροφόρησης ως βασικά στοιχεία που καθιστούν δυνατή την κυκλικότητα (π.χ. επισκευή, ανακύκλωση), χωρίς τα οποία δεν θα μπορούν να διατεθούν στην αγορά. Η εμπλοκή του λιανεμπορίου αναφέρεται στην προσθήκη πληροφοριών στο «διαβατήριο προϊόντος», αλλά και στην (ακόμη αδιευκρίνιστη ως προς τη λειτουργία της) απαγόρευση της καταστροφής των απούλητων προϊόντων χάριν της δωρεάς τους, της ανακύκλωσής τους ή άλλων μορφών εμπορίας τους.
Στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο»
Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στην προώθηση της βιώσιμης κατανάλωσης των τροφίμων και της διαθεσιμότητας πιο προσιτών υγιεινών τροφίμων στην ΕΕ. Καλύπτει δε κάθε στάδιο της τροφικής αλυσίδας, από την παραγωγή έως την κατανάλωση κατά τη μετάβαση σε πιο βιώσιμα συστήματα τροφίμων. Σκοπός του προτεινόμενου νομοθετικού πλαισίου για τα βιώσιμα συστήματα τροφίμων (FSFS) είναι η αναθεώρηση του Κανονισμού σχετικά με την παροχή πληροφοριών στους καταναλωτές για τα τρόφιμα (FIC), περιλαμβανομένης της διατροφικής επισήμανσης στο εμπρόσθιο μέρος των συσκευασιών τους, της ένδειξης προέλευσης σε ορισμένες περιπτώσεις προϊόντων και της σήμανσης ημερομηνίας.
Ο κ. Στέφανος Κομνηνός είναι αναλυτής αγοράς και επιχειρηματικός μέντορας, ιδρυτικός εταίρος της Netrino.